Σήκω και δώσε μου κρασί τα λόγια είναι χαμένα
απόψε το χειλάκι σου θα 'ναι το παν για μένα
κι όσο για τα ταξίματα και για τα κρίματά μου
τα βλέπω σαν τα κατσαρά μαλλιά σου, μπερδεμένα.
Για κείνα που δεν έκανα και που 'χω καμωμένα
αν έχω τη ζωή σωστά είτε στραβά παρμένα
αυτό θα 'ν' το μαράζι μου κρασί λοιπόν, ποιος ξέρει
μη βγαίνει τούτ' η αναπνοή στερνή φορά από μένα.
Όταν θελήσει η μοίρα μου τον κόσμο αυτό ν' αφήσω
και κάθ' ελπίδα για ζωή απ' τη καρδιά μου σβήσω,
μια κούπα από τη στάχτη μου να φτιάξετε συντρόφοι
σαν θα γεμίζει με κρασί μπορεί να ξαναζήσω...
4
Μου 'πε μια μάγισσα γοργά να καρτερώ το χάρο
Κι άπλωνα ευτύς το υστερινό ποτήρι μου να πάρω.
Μα το ποτήρι αγγίζοντας στα χείλη μ' αποκρίθη
«Πίνε, γιατί είναι ο θάνατος θάλασσα δίχως φάρο»
5
Στου αφανισμού την έρημο για μια στιγμή σταθείτε.
Απ' της ζωής την Όαση λίγη δροσιά να πιείτε.
Χαράματα ετοιμάστηκε το Μέγα καραβάνι.
Και ξεκινάει για την Αυγή... του Τίποτε. Ω βιαστείτε!
14
Πριν αισθανθείς στο μέτωπο το χέρι του θανάτου
Και πριν να σε χαϊδέψουνε τα κρύα τα δάχτυλά του
Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι.
Και πως θα σε ξεθάψουνε μια και σε θάψουν κάτου.
20
Και τους αγίους και τους σοφούς με όλο τους το κόμμα
Τους στρώσαν σε κατάψυχρο να κοιμηθούνε στρώμα
Πουν' τώρα οι προφητείες τους; Και πως τα στοματά τους
Που βγάζανε λόγια σοφά στουπώθηκαν με χώμα;
21
Για μένα που των μυστικών ανοιγοκλείνει η θύρα
Όμοια και λύπη και χαρά μαζί τα δυό τα επήρα
Μια και στον κόσμο αυτόν εδώ όλα ένα τέλος θα χουν,
Πάμε παιδιά στο καπηλειό να φέρουμε μια γύρα.
22
Το δυνατότερο κρασί που ο χρόνος έχει φτάσει,
Όλοι μας γύρω επίναμε σε χωματένιο τάσι,
Κι ήπιαμε μια φορά…και δύο. Μα ύστερα ένας ένας
Σιωπηλά μας ξέφυγε να πάει…να ησυχάσει.
23
Είδα μια θύρα σφαλιστή όμως κλειδιά δεν είδα.
Και παραπέτασμα βαρύ χωρίς καμιά θυρίδα.
Για το Εγώ και για το Συ μιλούσαν…κι εσωπάσαν.
Και μες στης Νύχτας τη Σιγή πετούσε η νυχτερίδα.
25
Όμοια γι' αυτούς που για το Σήμερα φροντίζουν,
μα και γι' αυτούς που κάποιο Αύριο ατενίζουν
κράζει ο μουεζίνης απ' το Σκοτεινό Πυργί :
-Τρελλοί! η αμοιβή σας δεν είναι δω ούτε κει.
29
Κι όταν κι εμένα ο θάνατος μαζί θα σέρνει πίσω
Και στη καρδιά μου τη Χαρά και κάθε Ελπίδα κλείσω
Να φτιάξετε απ' το μνήμα μου ένα σταμνί. Ποιος ξέρεις,
Σαν το γεμίσουν με κρασί πως δεν θα ξαναζήσω.
30
Συχνά μετάνοια ορκίστηκα με δακρυσμένα μάτια.
Κι είπα πως δεν θα ξαναϊδώ πια το κρασί στα μάτια.
Μα τότες ήρθε η Άνοιξη με τα ροδαγκαθά της
Και τη μετάνοια μου έσχισε σε χίλια δυό κομμάτια.
32
Πίνω. Κι όλοι μου λεν πάντου μα ψέματα πως κρίνω.
Πως η θρησκεία εμπόδισες ολότελα τον οίνο.
Πως; Η θρησκεία το κρασί εχώρισε απ' τη πίστη;
Δεν είναι το αίμα του Αλλάχ; Μ' ευλάβεια το πίνω.
35
Για να γνωρίσω το μυστήριο της ζωής
κούπας τα χείλη άγγιξα, πήλινης και φτωχιάς.
Χείλος στο χείλος μου ψιθύρισε: όσο ζείς
πίνε, τί σαν πεθάνεις δε ξαναγυρνάς.
40
Κi όντας σας φέρνουν το κρασί σε κύπελλ' ασημένια
Δεν είναι κρίμα, πίνετε χωρίς φροντίδα κ’ έννοια.
Και μη θαρρείτε ο Πλάστης μας πως σκέπτεται μονάχα
Για το δικό σας μούτσουνο και τα δικά μου γένια.
41
Στέκει η καρδιά μου κι απορεί. Δεν ξέρει που να γύρει
Προς την Ταβέρνα ή στο Τζαμί; Κοράνι ή ποτήρι;
Μα είναι θαρρώ καλύτερα να κάθεται κανένας
Γερός στο καπηλειό παρά τρελός στο μοναστήρι.
42
Εγώ δεν είμαι άνθρωπος να τρέμω αν ξεψυχήσω.
Ποιος ξέρει αν πέρα μια ζωή καλύτερη δεν ζήσω.
Δώρο που μου το δώρισε στη γέννησή μου ο Πλάστης.
Σαν θάρθει η ώρα να χαθώ θα σου το δώκω πίσω.
43
Οι αύρες πλέκουν για τη Γη την Άνοιξη στεφάνι
Κι όλων τα μάτια καρτερούν να βρέξει, να γλυκάνει
Το λευκό χέρι του Μωυσή τους κλάδους ασημώνει
Και του Χριστού το πέρασμα μοσχοβολάει λιβάνι.
44
Ωιμένα! Φεύγει η Άνοιξη και κλειούν ένα προς ένα
Της νιότης τα χειρόγραφα τα μοσχοβολεμένα.
Τ' αηδόνι που τραγούδησε που θα πετάξει πάλι
Να πει τα τραγουδάκια του τα παραπονεμένα;
51
Έσπασα το ποτήρι εχτές, συντρίμμια πεταμένα.
Μα για το κρίμα που κανα μετάνιωσα, ωιμένα!
Και το ποτήρι σιγανά μου εφάνη σαν να μου πε.
«Αν ήμουν σαν κι Εσέ κι Εσύ θα γίνεις σαν κι εμένα»!
54
Γιόρταζε, και τις λύπες σου αν θες να διώξεις, πίνε.
Στην αδικία παράδειγμα δικαιοσύνης δίνε.
Μια κι εδώ πέρα στο Μηδέν κατασταλάζουν όλα
Πάρε το κρασοκάνατο και στα ποτήρια χύνε.
69
Παράδεισον ο δίκαιος ψέμα είναι πως θα πάρει
Ν' απλώνεις στης κληματαριάς μονάχα το κλωνάρι.
Να προτιμάς τα μετρητά από τα βερεσέδια.
Και των κυμβάλων η φωνή από μακριά έχει χάρη
70
Τριανταφυλλένιο μάγουλο, χέρια ολόασπρα κρίνα.
Κορμάκι που σαν είδωλο το προσκυνάει η Κίνα,
Στη Βαβυλώνα ο βασιλιάς μαζί σου αποτρελάθη
Και τον γελάνε τα παιδιά, και τόνε δέρν’ η πείνα.
71
Τ' άστρα για σένα εδιάλεξαν το θρόνο του Χοσρόη.
Και τ' άλογο, που ακράτητο τα χαλινάρια τρώει.
Κουρσάρος ανυπόταχτος. Ω Σάχη, κοίταζέ το.
Όπου πατάει το πόδι του βγάνει χρυσάφι η χλόη.
72
Είν' η Ζωή παράξενο που φεύγει καραβάνι.
Που της θυμίζει τη χαρά της Μοίρας το δρεπάνι.
Πες μου, γιατί να θλίβεστε και συλλογιέστε τ' Άυριο;
Κέρνα μας, κέρνα κεραστή, κι η Νύχτα μας προκάνει.
73
Φέρτε μου, φίλοι μου, κρασί ρουμπίνι στο πλευρό μου
Με το χυμό του πλύνετε το χλωμοπροσωπό μου,
Και σαν πεθάνω με κρασί το σώμα μου ας μου πλύνουν
Και πλέξετε από κλήματα το νεκροκρέβατό μου.
74
Το χθές τη τρέλλα αυτής της μέρας ετοιμάζει,
την αυριανή σιωπή, απελπισία ή δόξα.
Πιές, τι δεν ξέρεις από πού ήρθες και γιατί.
Πιές, τι δεν ξέρεις γιατί φεύγεις και για πού.
77
Κι αν ήρθα δεν εκέρδησε τίποτε η γη από μένα
Κι αν φύγω δεν θα ζημιωθεί τίποτε η γη από μένα
Μα ποιος μπορούσε να μου πει ποιο λόγο να χει ετούτος
Ο πηγαιμός κι ο ερχομός, ο θάνατος κι η γέννα;
82
Κι αυτό το βάζο που θωρείς βουβό και λυπημένο
Ήταν κι αυτό ένας εραστής σε χρόνο περασμένο.
Και τούτο εδώ το πιάσιμο που βλέπεις στο πλευρό του,
Χέρι ήτανε, που αγκάλιαζε λαιμό χαριτωμένο.
84
Κάμε όπως κάμνουν οι σοφοί και μη πολυπλανάσαι
Παράτησε τις προσευχές και τις νηστείες σπάσε
Και πρόσεχε, Ομάρ Καγιάμ, έργα σωστά να κάμεις.
Μέθα, και πήγαινε μακριά, καλός μονάχα να’ σαι.
88
Ω έρωτα, νάταν βολετό να γίνει όπως το νιώθω.
Του κόσμου το σχεδίασμα να σπάσω μ’ ένα γρόθο
Και να το παίρναμε ύστερα εγώ και συ στη Μοίρα.
Να μας το πλάσει αρμονιστά με της καρδιάς τον πόθο.
91
Ακούστε τώρα να σας πω τι μου τυχ' ένα βράδυ
Στο τέλος του Ραμαζανιού που αρχίναε το σκοτάδι.
Κι από τη Δύση εφάνηκε το πιο καλό φεγγάρι.
Στο μαγαζί του κανατά που ταν κανάτια ομάδι.
99
Η πάχνη τα τριαντάφυλλα μαραίνει πέρα ως πέρα.
Ω θείο κρασί! Στο βίο μου λαχτάρα μου υπερτέρα.
Πες μου, με ποιο δικαίωμα κοιμάσαι τόσο; Ξύπνα,
Αγάπη μου, βάλε κρασί, ακόμη φέγγει η μέρα.
101
Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο
Δίχως αγάπη και κρασί είν' η ζωή φορτίο.
Φιλόσοφος, πες μας λοιπόν, τι σκέπτεσαι για τούτα;
Το κέρδος ποιο να ξέρουμε του κόσμου το βιβλίο;
103
Φίλοι μου, σαν θα βρίσκεστε σε γλέντι ή πανηγύρι,
Κι έρθ' η Χαρά με το κρασί που το χορό θα σύρει,
Μη το ξεχνάτε μια φορά παρέα σας πως ήμουν.
Σαν θα 'ρθει ο γύρος μου στη Γη αδειάστ' ένα ποτήρι.
Πηγή: https://peri-grafis.net/