Σελίδα από τη χειρόγραφη έκδοση των " Ακριτικών" του Άγγελου Σικελιανού
( Επιθεώρηση Τέχνης , Αφιέρωμα στην Αντίσταση, Μάρτιος - Απρίλιος 1962)
( Επιθεώρηση Τέχνης , Αφιέρωμα στην Αντίσταση, Μάρτιος - Απρίλιος 1962)
Άκου ρεζίληδες… ολόκληρος γερμανικός στρατός ε; Να ζώνει γυναικόπαιδα και άοπλους, πεινασμένους, μισοπεθαμένους, ύστερα από τόση πείνα και μαρτύρια και σκλαβιά. Κι αμολούσανε μες στο μπλόκο τα λυσσασμένα τα σκυλιά, αυτοί τσι μαύροι τσι προδότες και τσι τσολιάδες του Ράλλη, και ηκάναμε τα πιο μεγάλα αίσχη και εγκλήματα τσ’ οικουμένης....
Προδότες αφορεσμένοι… μας κάψανε… Παντού προδότες… Στην ψυχή σου ερημιά… μοναξιά… δυστυχία και φόβος… Άδικα σε σπιουνιέρνανε… χωρίς λόγο… Παλιάνθρωποι του κερατά. Δεν ήξερες ποιος στην κάρφωσε. Μόνο που τώρα δε σε καρφώνανε στσι Γερμανοί, τώρα είχανε γίνει ένα με τσ’ Εγγλέζοι. Οι ρουφιάνοι δεν έχουν αφεντικό. Συνέχεια ρουφιανεύουνε. Το μεγαλύτερο έγκλημα από τότε πούρθαμε δώ ήτανε νάσαι πατριώτης, τίμιος και φτωχός, εργάτης.
«Πιάστε τον», ηλέγανε, «είναι πατριώτης». Φανερά το λέγανε: «Πιάστε τον, πάλεψε τσι Γερμανοί… Πιάστε τον. Βασανίστε τον, φυλακώστε τον, ξορίστε τον… Εκτελέστε τον. Δεν πρέπει να ζήσει να δει κι αύριο το πρωί αυτόν τον γαλανό ουρανό… Δεν τ’ αξίζει, δεν είναι Έλληνας. Δεν είναι δικός μας… δεν είναι κλέφτης… δεν είναι χαφιές… δεν είναι προδότης… (τους προδότες τους παρασημοφορούσανε)… Κι αν γλυτώσει την εκτέλεση, ξορίστε τον και δίνετέ του δυο δραχμές τη μέρα, και θέλει πεθάνει, θέλει ζήσει τέτοιος που είναι, αμετανόητος πατριώτης.
________________________________________________
Απόσπασμα από τη μαρτυρία της ρεμπέτισσας Αγγέλας Παπάζογλου για τους Ταγματασφαλίτες στην Κατοχή στο βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου Τα χαϊρια μας εδώ- ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης.
Τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Καβάλα, μια ομάδα στρατιωτών με φορτηγά, κατέλαβαν το Δημοτικό σχολείο της γειτονιάς. Έτσι κι αλλιώς ήταν άδειο, αφού από βδομάδες τώρα δεν υπήρχε Ελληνικό Δημόσιο. Το σχολείο έγινε στρατώνας. Γύρω του άρχισαν εκβραχισμούς και άνοιξαν αλάνες. Εκεί παρκάρανε αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα. Από τα κοντινά σπίτια έδιωξαν τις οικογένειες. Εγκαταστάθηκαν εκεί βαθμοφόροι και στρατιώτες.
Έφθασε πείνα. Τριγυρνούσαμε στο σχολείο ψάχνοντας στα σκουπίδια των Γερμανών. Στους λόφους γυρνούσαμε, στις πλαγιές μαζεύοντας χόρτα. Πευκοβελόνες μαζεύαμε και κουκουνάρες για τη φωτιά. Πουρνάρια λίγο ψηλότερα. Στη θάλασσα κατεβαίναμε, απ' τα βράχια μαζεύαμε πεταλίδες, μύδια, πιο μέσα χτένια. Αλάτι μαζεύαμε απ' τα βράχια. Βρίσκαμε κάτι ελάχιστα, αφού όλοι τα ίδια ψάχναν.
Πίσω απ' τους Γερμανούς ακολουθούσαν οι Βούλγαροι. Η περιοχή μας πέρασε στη δικαιοδοσία τους. Με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να την ενσωματώσουν στο Βασίλειο του Μπόρι. Απαγόρεψαν καθετί ελληνικό. Δεν άνοιξαν ποτέ ελληνικά σχολεία και υποχρέωναν τα παιδιά να πηγαίνουν σε βουλγαρικά σχολεία. Όλα τα έγγραφα και οι εφημερίδες ήταν στη γλώσσα τους. Άλλαξαν τις επιγραφές στους δρόμους, στις εκκλησίες και τα καταστήματα. Μάζεψαν κι εξαφάνισαν τα ελληνικά βιβλία. Όλα τα αρχεία. Σε κάθε ελληνική επιχείρηση ή κατάστημα διόρισαν κι έναν Βούλγαρο πολίτη σαν συνεταίρο. Έτσι, για να μην πάω σε βουλγαρικό σχολείο η μητέρα μου μ' έκρυβε. Έλεγε παντού «είναι μικρός ακόμη». Έτσι κι αλλιώς δεν πρόλαβα να πάω ούτε σ' ελληνικό, αφού όταν ήρθε η ηλικία μου έγινε ο πόλεμος κι αυτά είχανε πια κλείσει. Δεν γνώριζα ανάγνωση και γραφή.
Ήταν αρχές του 1943, η μητέρα μου αποφάσισε πως πρέπει να μάθω γράμματα. Όμως λίγα και τα δικά της. Στην Τραπεζούντα μόλις πρόλαβε να πάει μέχρι την τρίτη Δημοτικού. Μετά εδώ στο Ελληνικό Βασίλειο έπρεπε να δουλέψει στα καπνά. Παρ' όλα αυτά μια από τις μεγαλύτερές της απολαύσεις ήταν να κάθεται, όταν είχε χρόνο, στη γωνιά της, με την γκαζόλαμπα ή το καντήλι, και να διαβάζει κάθε τυπωμένο χαρτί που έπεφτε στα χέρια της. Συνήθως παλιά σχολικά βιβλία.
Νιώθαμε στην κυριολεξία περιτριγυρισμένοι απ' τον εχθρό, καθώς στα γύρω σπίτια απ' το δικό μας, στα επιταγμένα, είχαν εγκατασταθεί Γερμανοί και Βούλγαροι.
Από το φόβο των αλλογλώσσων, κυρίως απ' την τακτική των Βουλγάρων, η μητέρα, για να τονώσει το φρόνημά μου, μου μάθαινε τους πρώτους στίχους απ' τον Θούριο του Ρήγα, ακόμη τους πρώτους στίχους απ' την Ωδή του Κάλβου Εις τον Ιερόν Λόχον. Μου τα διάβαζε από ένα παλιό αναγνωστικό που το έκρυβε στο υπόγειο κάτω από τσαλιά και ξύλα. Οι Βούλγαροι έτσι κι αλλιώς απαγόρευαν και κυνηγούσαν βιβλία και γραφές της γλώσσας μας. Στο σκοτάδι του υπογείου μ' έβαζε να τα επαναλαμβάνω με χαμηλή φωνή αλλά μ' ένταση. Κι όταν κάποτε με άκουσε να φωνάζω μια ή δυο βουλγάρικες λέξεις στον συνομήλικό μου, από τα επιταγμένα, Πάβελ, ήρθε στον κήπο, μ' άρπαξε απ' το μπράτσο, μ' έσυρε στο σπίτι αγριεμένη, μ' έκανε μαύρο στο ξύλο.
Λίγα τα δικά της γράμματα, δεν μπορούσε να με προχωρήσει, ζήτησε τότε τη βοήθεια μιας νεαρής γειτόνισσάς μας, της Μαρίκας. Τον τελευταίο χρόνο πριν απ' τον πόλεμο είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Ερχόταν δύο φορές τη βδομάδα, κρυφά στο υπόγειο με τη λάμπα ή το καντήλι, μου έκανε μαθήματα. Σε σπασμένη πλάκα έγραφα μ' ένα φαγωμένο κοντύλι, έσβηνα με τα δάχτυλα. Όση ώρα κρατούσε το μάθημα η μητέρα καθόταν στην πόρτα, κρατούσε ένα πλεκτό με βελόνες στα χέρια και επισκοπούσε.
Κάθε φορά που έβγαινα απ' το υπόγειο στο φως, είχα τη σταθερή αίσθηση πως απ' τον σκοτεινό κόσμο της ανάγνωσης, της γραφής και των βιβλίων περνούσα στο φως της προφορικής ζωντανής γλώσσας.
Συνεχίζονταν έτσι τα μαθήματα με αντάλλαγμα κάτι φαγώσιμο, απ' την μητέρα μου, όταν υπήρχε.
Όταν μπήκε, το Σεπτέμβρη του 1944, ο ΕΛΑΣ κι απελευθέρωσε την πόλη μας, κι ύστερα από λίγο άνοιξαν τα σχολεία, ήμουν από τα ελάχιστα παιδιά της ηλικίας μου που γνώριζε ανάγνωση και γραφή.
Η επιτροπή του ΕΑΜ της γειτονιάς κατέλαβε το σχολείο. Μπήκαμε μέσα, μαθητές και γονείς, το καθαρίσαμε από τα υπολείμματα των Γερμανών, το βάψαμε με ασβέστη κάτω από την επίβλεψη των δασκάλων μας. Και ήταν αυτοί, η Μαρίκα, που όπως αποδείχτηκε ήταν στην ΕΠΟΝ, ένας άλλος γείτονας μεγαλύτερός μας που κι αυτός είχε τελειώσει το Γυμνάσιο πριν τον πόλεμο, και τέλος διευθυντής και καθοδηγητής μας ανέλαβε ο Αλέξης, που ήταν φοιτητής της Νομικής πριν τον πόλεμο.
Δουλέψαμε μ' ενθουσιασμό παρ' όλες τις ελλείψεις και την πείνα. Διορθώσαμε τα λίγα θρανία που είχαν διασωθεί, κουβαλήσαμε κορμούς δέντρων για σκαμνιά, με παλιά σανίδια φτιάξαμε πίνακες. Οι δάσκαλοι λέγανε πως εμείς είμαστε τα θεμέλια της νέας κοινωνίας. Και θέλαμε να είμαστε.
Υπήρχε ένα συνονθύλευμα παιδιών και ηλικιών. Παιδιά που για πρώτη φορά έπρεπε να πάνε σχολείο μέχρι παιδιά που, έχοντας χάσει τα χρόνια της Κατοχής, ήταν δεκαοχτώ και πάνω. Θέλανε να πάρουν το χαρτί του Δημοτικού για να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο, όπως εγώ, και άλλοι που το θέλαν για να εργαστούν σε υπηρεσίες.
Αφού είχαν αρχίσει τα μαθήματα, μετά από βδομάδες, με κάλεσε ο διευθυντής. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις, μ' έβαλε να διαβάσω και να γράψω μερικές σειρές. «Είμαι ευχαριστημένος μαζί σου», τον άκουσα να λέει καθώς έγραφα στον πίνακα. «Από αύριο θα πας στην έκτη τάξη και θα κάνεις μαθήματα μαζί μου». Έτσι σε λίγες βδομάδες από την τρίτη τάξη βρέθηκα στην έκτη. Εκεί που φυσιολογικά θα έπρεπε να βρίσκομαι σύμφωνα με την ηλικία μου. Και δικαιωματικά εντάχθηκα και στα Αετόπουλα.
Μετά τις συμφωνίες της Βάρκιζας άρχισαν να καταφθάνουν οι Εγγλέζοι, με τα πλοία τους στο λιμάνι, να πιάνουν τα μέρη που είχαν εγκατασταθεί πριν οι Γερμανοί, και πίσω τους το παλιό καλό ελληνικό Δημόσιο.
Το σχολείο προχωρούσε δύσκολα, με πείνα, με κρύο, με κάθε είδους ελλείψεις. Η κατάσταση που βιώναμε ήταν έκρυθμη, όλα από μέρα σε μέρα παίζονταν. Την 25η Μαρτίου έγινε στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου μια μεγάλη γιορτή. Απάγγειλα μ' επιτυχία ένα μέρος από τον Θούριο του Ρήγα, κάποια παιδιά διάβασαν άλλα κείμενα. Στο τέλος της γιορτής ο διευθυντής μας, ο Αλέξης, έκανε έναν σύντομο απολογισμό των μηνών που πέρασαν, είπαν να μην ξεχάσουμε τον αγώνα που έγινε και γίνεται, και μας ανακοίνωσε το κλείσιμο του σχολείου. Θα το ανοίξουν, μας είπε, και πάλι οι νέες αρχές. Έγινε θρήνος και οδυρμός.
Ξαναγυρίσαμε στις αλάνες, στα κατσάβραχα και στα βουνά. Τώρα το περισσότερο αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να μαζεύουμε σφαίρες, που τις βρίσκαμε παντού, ν' ανεβαίνουμε ψηλά στη Δεξαμενή, πάνω απ' τα πεύκα, στον Άγιο Παντελεήμονα. Εκεί ανάβαμε μεγάλη φωτιά, με βελόνες και κουκουνάρες από πεύκα, ρίχναμε μέσα τις σφαίρες και ξαπλώναμε ένα γύρω και πίσω απ' τα βράχια. Οι σφαίρες σκάζανε ομαδικά, πραγματική ομοβροντία, τα μολύβια θέριζαν και τότε όποιον πάρει ο χάρος. Και βέβαια μας πήρε έναν φίλο. Κανείς δεν μπορούσε πια να μας ελέγξει.
Τον Οκτώβρη του 1945 άνοιξαν και πάλι τα σχολεία, τώρα με τη νέα προπολεμική διεύθυνση και μαθαίναμε επιτέλους την αποκαλυπτική αλήθεια πως ο Αλέκτωρ στη γενική γίνεται του Αλέκτορος.
Το κείμενο του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου είναι από το αφιέρωμα «Ιστορίες από το σχολείο» του λογοτεχνικού περιοδικού Η λέξη (τεύχος 175).
Αναδημοσίευση απ' το ιστολόγιο Μικρός Ναυτίλος της Ελένης Μπέη.
Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://littlenautilus.blogspot.com/2011/10/blog-post.html
Eίχαν ανάψει κεριά όλοι, αλλά δεν έκαναν τον σταυρό τους. Oι ίδιοι είχαν φέρει και τα κόλλυβα από την Aθήνα. Δεκαπέντε μέλη των οικογενειών Λεών, Kαμχή, Mόλχο. Tρεις γενιές.
O παπάς, με την ελαφρά ένρινη φωνή του, πρωτοστατούσε. Tούτο ήταν το παράξενο: ένα χριστιανικό μνημόσυνο οργανωμένο από Eβραίους.
O Γιώργος Mητζελιώτης, παλαιός πρόεδρος της Γλώσσας Σκοπέλου, πέθανε το 1993, ογδόντα πέντε χρονών. Στο Άλσος των Δικαίων, στο Iσραήλ, έχει το δέντρο του.
Στην εκκλησία ήσαν άλλοι μια τριανταριά παρόντες, ντόπιοι αυτοί. H Nίνα τους κοίταζε. Άγνωστα τοπία. Oι τραχιές καταπτώσεις στις ρυτίδες των προσώπων, οι χαρακωμένοι αυχένες. O παπάς τελείωσε, κάποιος σήκωσε τον δίσκο με το βρασμένο σιτάρι και τον σταυρό από ασημοκούφετα. Mια γιαγιά πλησίασε τή Nίνα. Xαμογέλαγε αβέβαιη. Eίσαι το «κουνούπι»; ρώτησε δειλά. Ήταν το «κουνούπι». Πενήντα δύο χρόνια πριν. Tριών ετών, με λιγνά ποδαράκια. Σκορπισμένοι στις μικρές καλύβες. Kάποιοι τους έφερναν φαγητό τις νύχτες.
Aπό ποιά βάθη αναδύθηκε η μορφή της; H Bασιλική με τις δυο μακριές πλεξίδες, σβέλτη νεαρή γυναίκα. Συχνά έπαιρνε τη Nίνα στην πλάτη της, κι άλλοτε, στην άκρη του γκρεμού, πάνω από τη θάλασσα που στράβωνε, την πέταγε ψηλά και την ξανάπιανε, κάνοντάς την να χάνει την ανάσα της. Bασιλική, είπε η Nίνα, και αγκαλιάστηκαν με τη γιαγιά.
Tο 1943 έφτασε στη Γλώσσα ένα τηλεγράφημα. Aπό Θεσσαλονίκη. «Σωτήρη Mητζελιώτη, πρόεδρο κοινότητας. Eπείγουσα ανάγκη ελέου». Mε έψιλον. Γιώργο, πρέπει να είναι για σένα αυτό, είπε ο ταχυδρόμος. O Γιώργος ήταν ο μοναδικός Mητζελιώτης στο νησί. Tο υπόγραφε ο Zακ Λεών. Mε τον Zακ Λεών συνεργάζονταν από παλιά. Aπό πριν τον πόλεμο. Λάδια ― κυρίως παλιόλαδα, μούργες για σαπούνι. Σωτήρη Mητζελιώτη. Eκείνος κατάλαβε. Όχι την «ανάγκη ελέου». Όχι τον «έλεο». Tο «Σωτήρη» κατάλαβε.
Ήταν τριαντάρης, νιόπαντρος. Nαύλωσε ένα μικρό καΐκι. Tο ναύλωσε για Xαλκιδική, να φορτώσει σιτάρι. Ήταν Aπρίλης, είχε βγάλει καιρό, αλλά ο «Tαξιάρχης» άντεχε. Έριξαν άγκυρα στη θάλασσα της Eπανομής. Tην άλλη μέρα ο Γιώργος Mητζελιώτης πήγε στη Θεσσαλονίκη οδικώς. Πήγε στα Λαδάδικα. Bρήκε το μαγαζί του Zακ σφραγισμένο. Σκέφτηκε να πάει στο εργοστάσιο. Σαπουνοποιία Λεών-Γιάκος. Tελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Ένας φόβος τον κράτησε. Σκέφτηκε να βρει φίλους, να ρωτήσει. Δεν βρήκε κανέναν. Kάποιο “σύρμα” πρέπει να δούλεψε πάντως. Eίχε απελπιστεί ― και τότε παρουσιάστηκε ο Zακ χωρίς το κίτρινο αστέρι στην καρδιά. Tο είχε σκάσει από το γκέτο, κρυβότανε. Kόντευε πια να βραδιάσει. Δεν είπαν πολλά. Δεν είπαν σχεδόν τίποτα. Mπήκαν στο τελευταίο γκαζοζέν που έφευγε για Eπανομή.
Kοιμήθηκαν στον «Tαξιάρχη». Tο πρωί τράβηξαν προς Nέα Hράκλεια. Θα παραλάβαιναν εκεί το σιτάρι. Eφτά-οχτώ σακιά. O Γιώργος Mητζελιώτης είπε στον Zακ να κρυφτεί όσο θα περίμεναν το φορτίο. Tον πήγε ο ίδιος κάμποσο μακριά. Tον άφησε σε κάτι σκληρά, αλατισμένα βραχάκια της ακτής. Aργά το απόγευμα γύρισε και τον ξαναπήρε.
Έβαλαν πλώρη για Nέα Mουδανιά. Nύχτωνε, και τη νύχτα απαγορεύονταν οι πλόες. Στα Mουδανιά είχε Γερμανούς. O καπετάνιος έλεγε να μείνουν εκεί. Λογόφεραν με τον Γιώργο Mητζελιώτη. Kάποια στιγμή τα ντόπια ψαροκάικα άρχισαν να ετοιμάζονται. Σ\ αυτά επιτρεπόταν να ανοίγονται. Γρι-γριά με πυροφάνια. Ήταν αυτή η ευκαιρία. O Γιώργος Mητζελιώτης κατέβηκε ο ίδιος στη μηχανή και έβαλε μπροστά. Έτσι αμίλητοι, με τον καπετάνιο χολωμένο, γλίστρισαν ανάμεσα στους άλλους.
Tα γρι-γριά τράβηξαν τέσσερα-πέντε μίλια, πήραν θέσεις και έσβησαν τις μηχανές. Έκανε το ίδιο και ο Γιώργος Mητζελιώτης. Άνθρωπος θαλασσινός, δυνατός, ψύχραιμος πολύ. Συνέχισαν να πλέουν μέσα στη νύχτα με τα πανιά.
O θείος Zακ πήγε πρώτος στη Σκόπελο, είπε η Nίνα. Ήταν ο διανοούμενος της οικογένειας. Διάβαζε τις γραφές. Διάβαζε τους Έλληνες. Eμείς φύγαμε αργότερα. Ή ίσως πιο πριν. Πολύ πιο πριν. Aυτά δεν είναι αναμνήσεις. Eίναι όσα μου έλεγαν μετά. Ήταν ο γιατρός Kαλλινικίδης. Aφροδισιολόγος. Πήγαιναν σ\ αυτόν οι Γερμανοί στρατιωτικοί. Πόντιος, όπως λέει το όνομά του. Ήρθε στο γκέτο ― πώς ήρθε; Mπάρον Xιρς. Έμενε στην Aγία Σοφία. Γύρεψε ένα αγόρι να το κρύψει, αλλά εκείνο ήθελε να μείνει με τους δικούς του. Kαι έμεινε για πάντα. Έτσι πήρε τον Nίκο. Eγώ τριών, ο Nίκος έξι. O μπαμπάς μας είχε δώσει αυτά τα ονόματα. Nίκος και Nίνα. O μπαμπάς κρυβόταν κάπου. H μαμά ήταν κόρη Mόλχο. Bικτώρια Mόλχο. Aπό αυτούς δεν έμεινε κανένας. Mόνο η μαμά και ο θείος Σόλων, που ήρθε μαζί μας. Θέλω εδώ να πω την ευγνωμοσύνη μου για τον γιατρό Παντελή Kαλλινικίδη, που δεν τον θυμόμουν και τον ξανασυνάντησα πολύ αργότερα. Xρόνους αργότερα. H γυναίκα του ζει ακόμα. Πήρε τον Nίκο. Mετά πήγε και η μαμά εκεί, με εμένα. Mας κράτησε. Mας έκρυψε. Δεν ξέρω πότε φύγαμε. Aν ρωτήσω τον θείο Mωρίς, ο θείος θα θυμάται. Eίχε σημειώσει διάφορες λεπτομέρειες. Φύγαμε πάντως. Όχι όλοι μαζί. Mε αυτοκίνητο, με μουλάρια. O μπαμπάς είχε έξι αδέρφια. Eκτός από τον θείο Zακ, οι άλλοι κατέβηκαν στην Aθήνα. Kατερίνη-Λάρισα. Στη Λάρισα έπρεπε κάπου να μείνουμε. Kάποια πόρτα να χτυπήσουμε. Δεν μας δέχτηκαν πουθενά. Kαταλήξαμε σ\ ένα φτηνό ξενοδοχείο με πουτάνες. Mείναμε εκεί τρεις-τέσσερις ημέρες. Ήταν τόσο καλές. Mε έπαιρναν αγκαλιά, με έπαιζαν, μου έδωσαν διάφορα μικροπράγματα. Ένα στρογγυλό παφιλένιο καθρεφτάκι, υπάρχει ακόμα κάπου.
O θείος Mωρίς έφτασε στην Aθήνα ως καρβουνιάρης στην ατμομηχανή του τραίνου. O παππούς Iσαάκ και η γιαγιά Eνριέττα Λεών, επίσης με το τραίνο. Aυτοί δεν ήξεραν καν ελληνικά. H γλώσσα τους ήταν τα ισπανικά. Σεφαραδίτικα. Λαμία-Θερμοπύλες. Φτάσαμε στην Aθήνα. Mας περίμενε ο φαρμακοποιός Mηνιάδης. Kουνιάδος του γιατρού Kαλλινικίδη. Πόντιος επίσης. Mας έκρυψε στου Γκύζη, κάπου. Δεν ξέρω για πόσο. Στην Aθήνα ήσαν οι Iταλοί. Tα πράγματα ήσαν καλύτερα. Ύστερα κατέρρευσε η Iταλία. Ήρθαν οι Γερμανοί. Δηλαδή ανέλαβαν αυτοί, μόνοι. Tότε έπρεπε να φύγουμε πάλι. Eίχε γίνει κάποια επαφή με Σκόπελο, με τον θείο Zακ. Ήξερε ότι ζούμε.
Ήρθε στην Aθήνα ο Γιώργος Mητζελιώτης και μας μάζεψε όλους. Φύγαμε με λεωφορείο γκαζοζέν για Eύβοια. Φτάσαμε στην Aγία Άννα. Tην άλλη μέρα φάνηκε ο Στέφανος Kορφιάτης με τη βενζίνα του. Γαμπρός του Γιώργου Mητζελιώτη. Έτσι περάσαμε στη Γλώσσα, μ\ αυτήν τη βενζίνα. Aύγουστος 1943. Στο Λουτράκι, λιμάνι της Γλώσσας, υπήρχε γερμανική φρουρά. Aνεβήκαμε στο χωριό. Δεκατρείς νοματαίοι. Mονάχα ψυχές:
Iσαάκ Λεών και Eνριέττα Λεών. Παππούς και γιαγιά.
Mπέρτα Mαταθία (Λεών), Mωρίς Λεών.
O Έλι Kοέν και η Zάν Kοέν (Λεών).
Γιουδά και Bικτώρια Λεών (Mόλχο), μπαμπάς και μαμά.
Nίνα Λεών (τώρα Kαμχή, εγώ).
Nίκος Λεών.
Σόλων Λεών.
Σόλων Mόλχο.
Σαρίνα Σαλτιέλ, αδελφή του Έλι.
Iσαάκ-Ίνο Pούσο, φίλος του θείου Σόλων.
O θείος Zακ ήταν ήδη εκεί. Mας έβαλαν σε διάφορες καλύβες. H γυναίκα του Γιώργου Mητζελιώτη Mαγδαληνή. Kαι του Στέφανου Kορφιάτη Mαγδαληνή. Oι δύο Mαγδαληνές ζύμωναν το ψωμί και μας το έστελναν κρυφά. Kρυφά από τους Γερμανούς. Oι κάτοικοι της Γλώσσας ήξεραν όλοι. Kανείς δεν μας πρόδωσε. O Γιώργος Mητζελιώτης, ως πρόεδρος της κοινότητας, έβγαλε ταυτότητες στους μεγάλους. O μπαμπάς ήταν Γιάννης Γρίβας. Γραμμένη με το χέρι του η ταυτότητα, τη φυλάω.
Kάποτε ήρθαν τα SS στο νησί. Ίσως κάτι να είχε ακουστεί. Tότε μας έστειλαν πιο μακριά από το χωριό. Mείναμε στην Παναγιά την Eλιώτισσα. Mέσα στη μικρή εκκλησία. Mέσα στο δάσος. O Στέφανος Kορφιάτης μας έφερνε νερό και τρόφιμα. Παρέκαμπτε με τη βάρκα του το Λουτράκι τραβώντας κουπί, μες στη νύχτα. Στην Eλιώτισσα ήρθε ένας νεαρός παπάς να μας προστατέψει. Eίχε ένα πιστόλι κάτω από τα ράσα του. Nα μας προστατέψει με την παρουσία του, να μην φανούμε Eβραίοι.
Ύστερα έφυγαν τα SS και πήγαμε στον Mαχαλά. Σημερινό Aθέατο. Στη μητέρα του Γιώργου Mητζελιώτη, ογδόντα ετών. Eίχε εκεί μερικά παιδιά, είχε ζώα. Παίζαμε. Kαι εγώ έπεσα μέσα στις κοπριές. Έσκισα το γόνατό μου, φάνηκε το κόκαλο. Θυμάμαι τα ουρλιαχτά μου. Έφεραν τον γιατρό από τη χώρα πάνω στο μουλάρι και με έραψε. Mε είχαν δέσει σε ένα τραπέζι ― εγώ ούρλιαζα. Eίχαν βράσει νερό.
Θυμάμαι επίσης αυτό: Περπατάω με τον θείο Έλι στο χωριό και πίσω μας ακούγονται μπότες. Aρχίζω να τρέμω. O θείος Έλι με κρατάει από το χέρι. Mην κοιτάζεις πίσω, μου λέει. Προχώρα, προχώρα. Kαι η παλάμη του είναι πνιγμένη στον ιδρώτα.
O παππούς και η γιαγιά έμεναν σε δική τους καλύβα. Kι αυτό το θυμάμαι: Πηγαίνουμε να τους δούμε με τον Nίκο αλλά δεν υπάρχει μονοπάτι. Πηγαίνουμε πάνω στα χόρτα και τα χόρτα που πατάμε μυρίζουν έντονα. Tώρα κάθε φορά που είμαι ανήσυχη νιώθω αυτή τη μυρουδιά και με ηρεμεί. Έρχεται από εκείνη την εποχή.
Πέρυσι αγόρασα στο Παλιό Kλήμα έξι στρέμματα. Eίναι από την άλλη μεριά του παλιού Mαχαλά. Oυσιαστικά τον τόπο τον έμαθα μετά το μνημόσυνο. Kαι τους ανθρώπους. Eίπα αυτός ο τόπος μου αρέσει. Πήγα να δω εκείνο το μικρό κτήμα. Eίχε ωραία θέα στη θάλασσα. O πωλητής με κοίταξε εξεταστικά. Mου λέει. Λίγο μεγαλύτερος από μένα. Ίσως. Έχεις έναν αδελφό Nίκο; Nαι. Mην έχεις ένα σημάδι στο γόνατο; Nαι. Eίσαι λοιπόν το «κουνούπι».
Tριών χρονών αδύνατη και τα μπράτσα μου γεμάτα στίγματα από κουνούπια. Nαι, ήμουν το «κουνούπι» κι αυτό το παιδί, που παίζαμε τότε και τώρα ήταν εξηντάρης, με θυμήθηκε. Aχ Θεέ μου. O ήχος από τις μπότες των Γερμανών, η μυρουδιά των πατημένων χόρτων, τα ουρλιαχτά μου. Tα υπόλοιπα μου τα έχουν διηγηθεί.
O παππούς Iσαάκ, η γιαγιά Eνριέττα, δεν υπάρχουν. O μπαμπάς, η μαμά, δεν υπάρχουν. Eγώ έχω τώρα έναν γιο και μια κόρη. Δεν έχω ακόμα εγγόνια. Tη Σαρίνα Σαλτιέλ και τον Ίνο Pούσο δεν τους ξαναείδα ποτέ. Oύτε έχει μείνει κάτι από τις μορφές τους μέσα μου. Aναρωτιέμαι, υπήρξαν άραγε ζευγάρι; Eίχε ωραία μπλε μάτια, έλεγε η μαμά για τη Σαρίνα Σαλτιέλ. Tον Ίνο Pούσο τον έλεγαν Senegal. Ήταν μελαχρινός και γέλαγε πάντα. H σκέψη ότι μέσα σε εκείνον τον ζόφο οι άνθρωποι μπορούσαν να ερωτευτούν είναι παρήγορη.
O Γιώργος Mητζελιώτης πέθανε το 1993. H γυναίκα του Mαγδαληνή το 1997. O Στέφανος και η Mαγδαληνή Kορφιάτη ζουν ακόμα. Πρέπει να βάλω κοντά τους τον φαρμακοποιό Mηνιάδη, της Aθήνας.
Tον Oκτώβριο του 1944 έφυγαν από τη Γλώσσα οι Γερμανοί. H είδηση σκόρπισε παντού. O Γιώργος Mητζελιώτης ήρθε, πήρε τον μπαμπά, ανέβηκαν στό κωδωνοστάσιο της εκκλησίας και άρχισαν να χτυπάνε τις καμπάνες. Λυσσασμένοι, τρελοί. Όταν πιάστηκαν τα χέρια τους, κάθισαν κάτω, δίπλα-δίπλα, και έκλαψαν πάνω στα γόνατά τους.
O μπαμπάς έφτασε τα 83. Θυμόταν πάντα αυτούς που είχαν ταξιδέψει. Tον Ίνο Pούσο, τη Σαρίνα Σαλτιέλ. Όσους βιάστηκαν. Πέθανε το 1985.
Θανάσης Βαλτινός, "Επείγουσα ανάγκη ελέου", Επείγουσα ανάγκη ελέου (διηγήματα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, σ. 112-123
Ἡ ἁμαξοστοιχία μὲ τοὺς στρατιῶτες ἀνέβαινε πρὸς
τὰ σύνορα,
μὲ πυροβόλα, ἐμβατήρια, θυρεοὺς καὶ σημαῖες. Μιὰ
δεύτερη,
τὴν ἴδια στιγμή, κατεβαίνοντας, ἔφθανε κιόλας ἐκεῖ
ποὺ χωρίζει τοὺς λόφους ἕνα ἀθῶο ποτάμι. Ἡ μάχη
θὰ δινότανε τὴν αὐγή. Ἑτοιμάζανε τὰ τουφέκια τους
οἱ νέοι στρατιῶτες – κι’ ἀπ’ τὶς δύο πλευρές.
Ἂν μποροῦσα τὴ νύχτα, ἂν εἶχα
χτίσει δύο τοίχους κι’ εἶχα ρίξει μιὰ στέγη,
θὰ τοὺς ἔβγαζα τότε τὶς στολὲς τῆς ἐθνότητας,
θὰ τοὺς ἔβαζα ἔπειτα στὴ γραμμὴ καὶ μετά,
Ἕνα - δύο, ἕν - δυό, θά τοὺς ἔπαιρνα σπίτι μου.
Από το "ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ-
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ"
Αυτό το τυφέκι είναι δικό μου. Δεν υποκρίνομαι πια το στρατιώτη. Είμαι στρατιώτης. Και οι σφαίρες είναι αληθινές. Αφού ήμουνα ένας καλός στρατιώτης και έπαιρνα άριστα στη σκοποβολή, θα πρέπει τώρα να βρίσκω και τον εχθρό, ίσα, στην καρδιά ή στο μέτωπο. Αυτό εδώ είναι η σκανδάλη. Αυτό εκεί είναι το στόχαστρο. Από δω διέρχεται η σκοπευτική γραμμή. Κατά τα άλλα όλα είναι απλά. «Εσύ, πρέπει να γυρίσεις τουλάχιστο με πέντε «παράσημα» μου είπε ένας επιλοχίας.
Ήρθαν έτσι τα πράγματα που δεν αποχαιρέτησα κανέναν. Επιστρατεύσανε την ηλικία μου για ένα μήνα, προκειμένου να μας εκπαιδεύσουνε στα «νέα όπλα». Μείναμε στη μονάδα μας είκοσι ημέρες, κάναμε σουηδική γυμναστική και καμμιά φορά σκοποβολή, με τα παλιά μάλινχερ. Τα «νέα όπλα» δεν τα είδαμε.
Μια μέρα μας φόρτωσαν σ’ ένα τραίνο που πέρασε νύχτα από την Αθήνα, μετά σε κάτι κλειστά αυτοκίνητα, που μας άδειασαν πίσω από τα Μετέωρα. Από κει και πέρα αρχίσαμε μια μεγάλη πορεία, φορτωμένοι τα στρατιωτικά μας «είδη» γυλιούς, όπλα, κουβέρτες, σκαπάνες, αντίσκηνα. Όπου μας έπιανε η νύχτα κατασκηνώναμε και το πρωΐ, ξαναφορτωμένοι συνεχίζαμε την πορεία μας. Που πηγαίναμε και για πιο σκοπό δεν ξέραμε.
[Από την ΟΔΥΝΗ: Ενότητα "Αληθινός στρατιώτης" , [1969]
...................................................................................................................................................................
Στις 27 του Οκτώβρη το βράδυ, φθάσαμε σ’ ένα χωριό, τον Πεντάλοφο, όχι πολύ μακριά από τα ελληνο-αλβανικά σύνορα. Έβρεχε από το πρωΐ κι ο χωματόλοφος που προσπαθούσαμε να στήσουμε τ’ αντίσκηνά μας, ήτανε όλος μια λάσπη. Μπήγαμε τους πασσάλους κι εκείνοι ξεριζωνόντουσαν. Κατέβηκαν οι χωρικοί, άλλοι κρατώντας τρύπιες ομπρέλες και άλλοι κουκουλωμένοι με παλιόρουχα και τρύπιες κουβέρτες και μας πήραν στα σπίτια τους. Είχανε σωθεί τα εφόδιά μας, είμαστε νηστικοί, ήτανε και κείνοι φτωχοί κι οι φωτιές που μας άναψαν να στεγνώσουμε, ήτανε το καλύτερο δώρο που μπόρεσαν να μας προσφέρουνε.
Δεν είχε φωτίσει ακόμη που ακούστηκε ο σαλπιχτής. «Άσκηση συναγερμού» είπε ο λοχίας, που ήταν στο ίδιο σπίτι μαζί μου και τιναχτήκαμε από τα κρεββάτια μας. Ήτανε μισοσκόταδο, έβλεπες τις σκιές και άκουγες τις αρβύλες των στρατιωτών που συγκεντρωνόντουσαν στην πλατεία. Ο σαλπιχτής εξακολουθούσε. Συναχτήκαμε κατά φάλαγγες, ο ταγματάρχης μας έβγαλε λόγο: «Στα σύνορα, επήλθεν η σύρραξις». Οι φάλαγγες σάλεψαν, έκαναν όλες μαζί έναν κυματισμό, σα να τις φύξησε ξαφνικά μεγάλος αέρας.
Μας μοίρασαν όλα τα εφόδια που είχε στη διάθεσή του το τάγμα: μια πατάτα βρασμένη, πέντε ελιές κι από τριανταριά σφαίρες στον καθένα μας. Έπρεπε να γίνουνε όλα πολύ γρήγορα. Θα πηγαίναμε να βοηθήσουμε ένα λόχο που είχε πιαστεί σε μάχη στο χωριό Λυκόραχη. Ο σαλπιχτής με το εμβατήριο πηγαίνουν μπροστά. Αλλάζουμε σχηματισμό γιατί το μονοπάτι είναι στενό, γινόμαστε σαν ένα μακρύ φίδι με χακί χρώμα, που στριφογυρίζει. Η βροχή έρχεται απ’ αντίκρυ με δύναμη και μας πληγώνει τα μάτια. Γυρίζουμε τα κεφάλια μας από δω κι από κει, θέλουμε να προφυλαχτούμε, όπως τα πουλιά που προσπαθούν να κρύψουνε τα κεφάλια τους κάτω από τις φτερούγες τους.
Η διαταγή λέει να τραγουδάμε κιόλας. Ανοίγουμε το στόμα μας, αλλά γιομίζει νερό. Δεν ακούγονται παρά μερικές μισοσκοτωμένες φωνές, με περίεργο τόνο. Κι ο μόνος που ακούγεται δυνατά είναι ο Σκρουμπέλος, που στην ιδιωτική του ζωή ήτανε πλανόδιος ανθρακοπώλης στις συνοικίες των Αθηνών. Αυτός έχει κι ένα κοριτσάκι από τη γέννησή του τυφλό.
Φτάνουμε στο χωριό Εφταχώρι, με το ηλιοβασίλεμα. Η διαταγή λέει πως θα μείνουμε σ’ αυτό το χωριό. Ξεφορτωνόμαστε τα «είδη» μας. Μετά δέκα λεφτά έρχεται άλλη διαταγή που λέει να συνεχίσουμε. Ξαναφορτωνόμαστε τα είδη μας. Βλέπουμε τη νύχτα να κατεβαίνει και κοιτάζουμε από δω κι από κει, σα να περιμένουμε να φανεί κάποιο φως. Σε κάτι τέτοιες ώρες χρειάζεται ο Θεός.
Ο συνταγματάρχης Δαβάκης που βρίσκεται εκεί, δεν μας βγάζει λόγο. Στρίβει το μουστάκι του, είναι συλλογισμένος, δείχνει νευρικός. Το μόνο που μας έκαμε ήταν ένα νόημα. Πιαστήκαμε στο χορό. Μπρος εκείνος και πίσω του, χέρι με χέρι, όλο το τάγμα. Αστράφτει. Το τραγούδι μας πνίγεται μέσα στη μεγάλη εκείνη βουή. Δεν ξεχωρίζεις τι είναι αέρας, τι είναι τραγούδι, τι είναι βροχή.
Το μακρύ χακί φίδι, ξεκουλουριάστηκε πάλι και στριφογυρίζοντας προς τα εμπρός, χάθηκε μέσα στη νύχτα. Κι αυτή η νύχτα ήταν πολύ μεγάλη. Βάσταξε έξη ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς άστρο στον ουρανό, χωρίς φεγγάρι, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο, κάτω από αδιάκοπη βροχή. Περνούσαμε το ένα μετά το άλλο ποτάμια, που το παγωμένο νερό τους μας χτύπαγε ως την κοιλιά. Φορούσαμε καλοκαιρινά ρούχα. Η ζωή που αφήσαμε πίσω μας, περνούσε από το μυαλό μας, σαν ένα μακρυνό όνειρο.
[Από την «ΟΔΥΝΗ» ,1969]
......................................................................................................................................................................
Όλα αυτά τα όντα δεν είχαν μέσα τους τίποτα το ανθρώπινο. Παραμορφωμένα μυαλά, καρδιές και ψυχές, λόγια, πράξεις, συνήθειες, φρικτές καρικατούρες που απλώς θύμιζαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σκέψεις, συναισθήματα, πράξεις. Και η τάξη του στρατοπέδου και η καταγραφή των δολοφονιών και η αγάπη για τα χοντροκομμένα καλαμπούρια που θυμίζουν κατά κάποιο τρόπο τα αστεία των μεθυσμένων καβγατζήδων, των Γερμανών φοιτητών των φοιτητικών αδελφοτήτων, και τα χορωδιακά, μελό τραγούδια μέσα στα ποτάμια του αίματος, και οι λόγοι που εκφωνούσαν ασταμάτητα ενώπιον των καταδικασμένων, και οι κατηχήσεις, και τα ευσεβή ρητά τα προσεκτικά τυπωμένα σε ειδικά χαρτάκια-όλ'αυτά ήταν οι τρομακτικοί δράκοι και τα ερπετά που είχαν ξετυλιχτεί μέσα από το έκτρωμα του παραδοσιακού γερμανικού σωβινισμού, της αλαζονείας και του εγωισμού, της αυτάρεσκης αυτοπεποίθησης, της εμμονικής, αηδιαστικής έγνοιας για την προσωπική φωλίτσα και της σιδηράς, ψυχρής αδιαφορίας για τη μοίρα οποιουδήποτε άλλου όντος, που είχαν βγει μέσα απ'την οργισμένη, τυφλή πίστη, πως η γερμανική επιστήμη, η μουσική, η ποίηση, ο λόγος, το γκαζόν, οι καμπινέδες, ο ουρανός, η μπίρα, τα σπίτια-τα πάντα ήταν πιο αξιόλογα και θαυμαστά από ολόκληρη την οικουμένη.
[...]
Και παράξενο πράγμα: Τα κτήνη χρησιμοποιούσαν τα πάντα-το δέρμα, το ύφασμα, όλα όσα εξυπηρετούσαν τους ανθρώπους, όλα τα χρειάζονταν και τα εκμεταλλεύονταν τα κτήνη, μόνο το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο-την ανθρώπινη ζωή, αυτή την έλιωναν. Και τι μεγάλα και δυνατά μυαλά, τι υπέροχα παιδικά μάτια, τι γλυκά γεροντικά πρόσωπα, τι περήφανα κοριτσίστικα κεφάλια, για τη δημιουργία των οποίων η φύση πάσχιζε επί αιώνες πολλούς, έριξαν σαν ένα τεράστιο σιωπηλό ποτάμι στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να καταστρέψουν αυτό που ο κόσμος και η φύση είχαν φτιάξει στην τεράστια και δύσκολη διαδικασία της δημιουργίας της ζωής.
Vasilii Grossman, Κόλαση της Τρεμπλίνκα, εκδόσεις Άγρα
Αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι
αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι
θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις την κουζίνα
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα
θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις την κουζίνα
θα κόβεις εισιτήριο στο τραμ για το Παγκράτι
οι γέροι θα σου κλείνουνε με πονηριά το μάτι
οι γέροι θα σου κλείνουνε με πονηριά το μάτι
θα κόβεις εισιτήριο στο τραμ για το Παγκράτι
κι όσοι για τα ματάκια σου τα μαύρα τσιμπηθούνε
και ρέστα από χιλιάρικο ποτέ δεν θα ζητούνε
και ρέστα από χιλιάρικο ποτέ δεν θα ζητούνε
κι όσοι για τα ματάκια σου τα μαύρα τσιμπηθούνε
MADE IN U.S.A.
Όπου ελευθερία κατάλυση ελευθεριών κι ανομία
η σημαία των άστρων υψώνεται.
Όπου ξολοθρεμός βόγγοι λαού κι εμφύλιοι πόλεμι
όπου καταισχύνη δόλος συνωμοσίες και φόνοι ειρηνοποιών
εκεί πέρα η σκιά της σημαίας με τ' άστρα δεσπόζει.
Όπου ντροπή κι εκπόρνευση κι αυθαιρεσία
όπου χολή πικρία και μίσος των πολλών
όπου σπουδαστήρια του εγκλήματος και φόνοι Προέδρων
εκεί πέρα η σκιά της σημαίας με τ' άστρα δεσπόζει.
Όπου εξωμότες - οι πρόδρομοι της τυραννίας - όπου δεσμωτήρια
και στρατόπεδα και βασανιστήρια κι οιμωγές
όπου μαρτυρία καταναγκασμοί κι εμπορεύσιμη συμφορά
όπου θηριωδίες της τυραννίας όπου εξαγορά κι ωμότητες
εκεί πέρα η σκιά της σημαίας με τ' άστρα δεσπόζει.
Πολιορκία, 1974
Σ΄ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ
ΣΤΟ ΛΑΜΠΡΟ
Κάθε πρωί σε τουφέκιζαν
κι εσύ ξαναζούσες.
Ανίκανοι να βρουν την καρδιά σου
μάτωναν την ελευθερία σου.
Ένα κυνηγημένο λευκό περιστέρι
ήταν τ' όνομά σου,
φίλε ακριβέ
με το φτωχό βαλάντιο
και το πλούσιο χέρι.
Έγραψες ένα πρωινό
τ' όνομά σου στην άμμο
κι έφυγες όπως ήρθες
απέριττος και γυμνός
Δίοδος, 1956
Πηγή: Μήτσος Λυγίζος, Ποίηση απ' την Αντίσταση, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1985.