Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 9. Β. Π.Π.- Κατοχή- Ολοκαύτωμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 9. Β. Π.Π.- Κατοχή- Ολοκαύτωμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Γιάννης Μπεράτης - Το πλατύ ποτάμι (απόσπασμα)



Κοντεύαμε, φτάναμε πια στην κορφή. Είχαμε αραιώσει και προχωρούσαμε τώρα πιο σιγανά κι όλο σκυφτοί στα δυο. Μα μόλις το πρώτο μουλάρι ξεπρόβαλε, μισό σχεδόν, άρχισε εκείνο το κακό, που δεν ήξερες τι να κάνεις.

Ήταν τυχαίο ή μας είχανε αντιληφθεί; Πέσαμε όλοι μας αμέσως μπρούμυτα χάμω, χώνοντας το κεφάλι μας με την κάσκα όπου βρίσκαμε. Το ’να μουλάρι τρόμαξε, τινάχτηκε κι έριξε κάτω όλο το φορτίο του. Οι οβίδες συνεχώς σκάγανε μπροστά μας, πλάι μας, και μας γιομίζανε χώματα και πέτρες, που κουδουνίζανε σφυριχτά πάνω στο κράνος. Σουρθήκαμε με την κοιλιά λίγο πιο κάτω, ξεφορτώσαμε όπως-όπως τα μουλάρια για να μην πάρουν δρόμο και ξαναριχτήκαμε χάμω. Είχα κουβαριαστεί πίσω απ’ έναν διάφανο αγκαθωτό θάμνο, έτσι σαν για κάποια παρηγοριά. Το χειρότερο είναι που κανένας μας δεν ήξερε πού θα είναι το στοιχειώδικα λίγο πιο απυρόβλητο μέρος και δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας, ξέροντας ταυτόχρονα πως ίσως είναι η χειρότερη που μπορούσαμε να διαλέξουμε. Σκάγανε εκεί στην κορφή, κι ύστερα πιο κάτω, κι όλα τα πράματα, όπου και να ’πεφτε, υψωνόντουσαν σαν ένας βίαιος μαυροκόκκινος αναποδογυρισμένος κώνος.

Ήμουν κάπως βέβαιος (όσο και μ’ όλη τη δύναμη της ελπίδας που προσπαθούσα να επιστρατέψω ν’ αντιστέκουμαι) πως αυτή τη φορά δεν υπάρχει σωτηρία. Κι ύστερα μ’ έπιανε μια νάρκη, μια τόσο παράξενη νάρκη, έτσι, μου φαίνεται, όπως όταν πρόκειται να πεθάνεις από ψύξη. Είχα κουβαριαστεί, είχα μαζέψει τα γόνατά μου κοντά στο πηγούνι μου και δεν ήθελα τίποτα, μα τίποτ’ άλλο, παρά να κοιμηθώ. Όχι, δε σκέφτεσαι τίποτα τη στιγμή του θανάτου, του επερχομένου θανάτου, παρά αυτόν τον ίδιο που όλο πλησιάζει· ούτε καμιά πικρία, ούτε καμιά νοσταλγία νιώθεις για τους άλλους που θα εγκαταλείψεις, έστω και τους πιο αγαπητούς· ούτε καν τους σκέφτεσαι καθόλου – κι είσαι κουβαριασμένος μόνο ΕΣΥ κι απέναντί σου ΕΚΕΙΝΟΣ, που κι αυτόν δεν τον σκέφτεσαι ίσως καθόλου με το μυαλό, αλλά τον νιώθεις μ’ όλο το δόλιο το κορμί σου που δε θέλει, που αρνιέται, πάση θυσία, να παραδοθεί.

Ο καταδικασμένος σε θάνατο, λέει ο Δοστογιέβσκυ, σκέφτεται ακριβώς εκείνη τη στιγμή όλα του τ’ αγαπητά. Ίσως επειδή ξέρει πως γι’ αυτόν δεν υπάρχει πια ελπίδα, ενώ σε σένα, παρ’ όλ’ αυτά, ως την τελευταία στιγμή, διαφαίνεται κάποια αμυδρή; Δεν ξέρω.

Πόση ώρα περνούσε έτσι, κι αυτό δεν ξέρω – μα από πάνω μου άκουγα κάτι παράξενα φτερουγίσματα, σαν πουλιά που αναφουφουλιάζονται. Θα ’ναι τίποτα πουλιά απ’ τους πιο πάνω θάμνους, σκέφτηκα που τρομάξανε και φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Σήκωσα το κεφάλι μου για να δω. Περνούσαν, μόλις λίγο πιο πάνω απ’ τις πλάτες μου, γρήγορα, σφυριχτά, πανικόβλητα, σαν πουλιά και σαν πολύ μεγάλες μαύρες πεταλούδες μαζί, μ’ ένα παράξενο κι ιλιγγιώδικο στριφογύρισμα γύρω στον άξονά τους, σα να θέλανε με το ράμφος τους να πιάσουν την ουρά τους.

«Σκύψτε! Πέστε κάτω, κύριε Ανθυπασπιστά!» μου φωνάξαν άγρια δυο μεταγωγικοί που ’ταν πιο πέρα. «Σκύψτε! Τα θραύσματα περνούν από πάνω σας! Ελάτε γρήγορα εδώ!»

Με δυο πηδήματα βρέθηκα ξάφνου κοντά τους, ανάμεσα και στους δυο, και κουβαριαστήκαμε κι οι τρεις μας, αγκαλιασμένοι όσο σφιχτότερα μπορούσαμε για να δίνουμε λιγότερο στόχο.

Α! να πω την αλήθεια, σ’ αυτές τις στιγμές πόσο λαχτάρησα τη μέθη της μάχης! Ενώ εμείς τον βλέπαμε πάντα τον πόλεμο «εν ψυχρώ» κι είμαστε πάντα σαν τρακαρισμένα, περισφυγμένα αγρίμια – που δεν είχαμε τίποτε ν’ απαντήσουμε και μες στη λύσσα της απάντησής μας να ξεχαστούμε και να μεθύσουμε. Δεν είχαμε κανένα άλλο όπλο παρά το τρέξιμο, τη φυγή και το σουρτό κρύψιμο από τόπο σε τόπο – ναι, έτσι, όπως είπα, σαν περιζωσμένα αγρίμια, που βάλανε φωτιά στο δάσος τους.

Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, Ερμής, Αθήνα 1992, σ. 280-282.
Πηγή: www.greek-language.gr

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://neoplanodion.gr/2024/10/28/to-platy-potami/#more-29258

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Αγγελική Παπάζογλου - Μαρτυρία για ταγαματασφαλίτες

 Άκου ρεζίληδες… ολόκληρος γερμανικός στρατός ε; Να ζώνει γυναικόπαιδα και άοπλους, πεινασμένους, μισοπεθαμένους, ύστερα από τόση πείνα και μαρτύρια και σκλαβιά. Κι αμολούσανε μες στο μπλόκο τα λυσσασμένα τα σκυλιά, αυτοί τσι μαύροι τσι προδότες και τσι τσολιάδες του Ράλλη, και ηκάναμε τα πιο μεγάλα αίσχη και εγκλήματα τσ’ οικουμένης....

Προδότες αφορεσμένοι… μας κάψανε… Παντού προδότες… Στην ψυχή σου ερημιά… μοναξιά… δυστυχία και φόβος… Άδικα σε σπιουνιέρνανε… χωρίς λόγο… Παλιάνθρωποι του κερατά. Δεν ήξερες ποιος στην κάρφωσε. Μόνο που τώρα δε σε καρφώνανε στσι Γερμανοί, τώρα είχανε γίνει ένα με τσ’ Εγγλέζοι. Οι ρουφιάνοι δεν έχουν αφεντικό. Συνέχεια ρουφιανεύουνε. Το μεγαλύτερο έγκλημα από τότε πούρθαμε δώ ήτανε νάσαι πατριώτης, τίμιος και φτωχός, εργάτης.

«Πιάστε τον», ηλέγανε, «είναι πατριώτης». Φανερά το λέγανε: «Πιάστε τον, πάλεψε τσι Γερμανοί… Πιάστε τον. Βασανίστε τον, φυλακώστε τον, ξορίστε τον… Εκτελέστε τον. Δεν πρέπει να ζήσει να δει κι αύριο το πρωί αυτόν τον γαλανό ουρανό… Δεν τ’ αξίζει, δεν είναι Έλληνας. Δεν είναι δικός μας… δεν είναι κλέφτης… δεν είναι χαφιές… δεν είναι προδότης… (τους προδότες τους παρασημοφορούσανε)… Κι αν γλυτώσει την εκτέλεση, ξορίστε τον και δίνετέ του δυο δραχμές τη μέρα, και θέλει πεθάνει, θέλει ζήσει τέτοιος που είναι, αμετανόητος πατριώτης.

________________________________________________

Απόσπασμα από τη μαρτυρία της ρεμπέτισσας Αγγέλας Παπάζογλου για τους Ταγματασφαλίτες στην Κατοχή στο βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου Τα χαϊρια μας εδώ- ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Τα πρώτα γράμματα

 


Τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Καβάλα, μια ομάδα στρατιωτών με φορτηγά, κατέλαβαν το Δημοτικό σχολείο της γειτονιάς. Έτσι κι αλλιώς ήταν άδειο, αφού από βδομάδες τώρα δεν υπήρχε Ελληνικό Δημόσιο. Το σχολείο έγινε στρατώνας. Γύρω του άρχισαν εκβραχισμούς και άνοιξαν αλάνες. Εκεί παρκάρανε αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα. Από τα κοντινά σπίτια έδιωξαν τις οικογένειες. Εγκαταστάθηκαν εκεί βαθμοφόροι και στρατιώτες.

Έφθασε πείνα. Τριγυρνούσαμε στο σχολείο ψάχνοντας στα σκουπίδια των Γερμανών. Στους λόφους γυρνούσαμε, στις πλαγιές μαζεύοντας χόρτα. Πευκοβελόνες μαζεύαμε και κουκουνάρες για τη φωτιά. Πουρνάρια λίγο ψηλότερα. Στη θάλασσα κατεβαίναμε, απ' τα βράχια μαζεύαμε πεταλίδες, μύδια, πιο μέσα χτένια. Αλάτι μαζεύαμε απ' τα βράχια. Βρίσκαμε κάτι ελάχιστα, αφού όλοι τα ίδια ψάχναν.

Πίσω απ' τους Γερμανούς ακολουθούσαν οι Βούλγαροι. Η περιοχή μας πέρασε στη δικαιοδοσία τους. Με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να την ενσωματώσουν στο Βασίλειο του Μπόρι. Απαγόρεψαν καθετί ελληνικό. Δεν άνοιξαν ποτέ ελληνικά σχολεία και υποχρέωναν τα παιδιά να πηγαίνουν σε βουλγαρικά σχολεία. Όλα τα έγγραφα και οι εφημερίδες ήταν στη γλώσσα τους. Άλλαξαν τις επιγραφές στους δρόμους, στις εκκλησίες και τα καταστήματα. Μάζεψαν κι εξαφάνισαν τα ελληνικά βιβλία. Όλα τα αρχεία. Σε κάθε ελληνική επιχείρηση ή κατάστημα διόρισαν κι έναν Βούλγαρο πολίτη σαν συνεταίρο. Έτσι, για να μην πάω σε βουλγαρικό σχολείο η μητέρα μου μ' έκρυβε. Έλεγε παντού «είναι μικρός ακόμη». Έτσι κι αλλιώς δεν πρόλαβα να πάω ούτε σ' ελληνικό, αφού όταν ήρθε η ηλικία μου έγινε ο πόλεμος κι αυτά είχανε πια κλείσει. Δεν γνώριζα ανάγνωση και γραφή.

Ήταν αρχές του 1943, η μητέρα μου αποφάσισε πως πρέπει να μάθω γράμματα. Όμως λίγα και τα δικά της. Στην Τραπεζούντα μόλις πρόλαβε να πάει μέχρι την τρίτη Δημοτικού. Μετά εδώ στο Ελληνικό Βασίλειο έπρεπε να δουλέψει στα καπνά. Παρ' όλα αυτά μια από τις μεγαλύτερές της απολαύσεις ήταν να κάθεται, όταν είχε χρόνο, στη γωνιά της, με την γκαζόλαμπα ή το καντήλι, και να διαβάζει κάθε τυπωμένο χαρτί που έπεφτε στα χέρια της. Συνήθως παλιά σχολικά βιβλία.

Νιώθαμε στην κυριολεξία περιτριγυρισμένοι απ' τον εχθρό, καθώς στα γύρω σπίτια απ' το δικό μας, στα επιταγμένα, είχαν εγκατασταθεί Γερμανοί και Βούλγαροι.

Από το φόβο των αλλογλώσσων, κυρίως απ' την τακτική των Βουλγάρων, η μητέρα, για να τονώσει το φρόνημά μου, μου μάθαινε τους πρώτους στίχους απ' τον Θούριο του Ρήγα, ακόμη τους πρώτους στίχους απ' την Ωδή του Κάλβου Εις τον Ιερόν Λόχον. Μου τα διάβαζε από ένα παλιό αναγνωστικό που το έκρυβε στο υπόγειο κάτω από τσαλιά και ξύλα. Οι Βούλγαροι έτσι κι αλλιώς απαγόρευαν και κυνηγούσαν βιβλία και γραφές της γλώσσας μας. Στο σκοτάδι του υπογείου μ' έβαζε να τα επαναλαμβάνω με χαμηλή φωνή αλλά μ' ένταση. Κι όταν κάποτε με άκουσε να φωνάζω μια ή δυο βουλγάρικες λέξεις στον συνομήλικό μου, από τα επιταγμένα, Πάβελ, ήρθε στον κήπο, μ' άρπαξε απ' το μπράτσο, μ' έσυρε στο σπίτι αγριεμένη, μ' έκανε μαύρο στο ξύλο.

Λίγα τα δικά της γράμματα, δεν μπορούσε να με προχωρήσει, ζήτησε τότε τη βοήθεια μιας νεαρής γειτόνισσάς μας, της Μαρίκας. Τον τελευταίο χρόνο πριν απ' τον πόλεμο είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Ερχόταν δύο φορές τη βδομάδα, κρυφά στο υπόγειο με τη λάμπα ή το καντήλι, μου έκανε μαθήματα. Σε σπασμένη πλάκα έγραφα μ' ένα φαγωμένο κοντύλι, έσβηνα με τα δάχτυλα. Όση ώρα κρατούσε το μάθημα η μητέρα καθόταν στην πόρτα, κρατούσε ένα πλεκτό με βελόνες στα χέρια και επισκοπούσε.

Κάθε φορά που έβγαινα απ' το υπόγειο στο φως, είχα τη σταθερή αίσθηση πως απ' τον σκοτεινό κόσμο της ανάγνωσης, της γραφής και των βιβλίων περνούσα στο φως της προφορικής ζωντανής γλώσσας.

Συνεχίζονταν έτσι τα μαθήματα με αντάλλαγμα κάτι φαγώσιμο, απ' την μητέρα μου, όταν υπήρχε.

Όταν μπήκε, το Σεπτέμβρη του 1944, ο ΕΛΑΣ κι απελευθέρωσε την πόλη μας, κι ύστερα από λίγο άνοιξαν τα σχολεία, ήμουν από τα ελάχιστα παιδιά της ηλικίας μου που γνώριζε ανάγνωση και γραφή.

Η επιτροπή του ΕΑΜ της γειτονιάς κατέλαβε το σχολείο. Μπήκαμε μέσα, μαθητές και γονείς, το καθαρίσαμε από τα υπολείμματα των Γερμανών, το βάψαμε με ασβέστη κάτω από την επίβλεψη των δασκάλων μας. Και ήταν αυτοί, η Μαρίκα, που όπως αποδείχτηκε ήταν στην ΕΠΟΝ, ένας άλλος γείτονας μεγαλύτερός μας που κι αυτός είχε τελειώσει το Γυμνάσιο πριν τον πόλεμο, και τέλος διευθυντής και καθοδηγητής μας ανέλαβε ο Αλέξης, που ήταν φοιτητής της Νομικής πριν τον πόλεμο.

Δουλέψαμε μ' ενθουσιασμό παρ' όλες τις ελλείψεις και την πείνα. Διορθώσαμε τα λίγα θρανία που είχαν διασωθεί, κουβαλήσαμε κορμούς δέντρων για σκαμνιά, με παλιά σανίδια φτιάξαμε πίνακες. Οι δάσκαλοι λέγανε πως εμείς είμαστε τα θεμέλια της νέας κοινωνίας. Και θέλαμε να είμαστε.

Υπήρχε ένα συνονθύλευμα παιδιών και ηλικιών. Παιδιά που για πρώτη φορά έπρεπε να πάνε σχολείο μέχρι παιδιά που, έχοντας χάσει τα χρόνια της Κατοχής, ήταν δεκαοχτώ και πάνω. Θέλανε να πάρουν το χαρτί του Δημοτικού για να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο, όπως εγώ, και άλλοι που το θέλαν για να εργαστούν σε υπηρεσίες.

Αφού είχαν αρχίσει τα μαθήματα, μετά από βδομάδες, με κάλεσε ο διευθυντής. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις, μ' έβαλε να διαβάσω και να γράψω μερικές σειρές. «Είμαι ευχαριστημένος μαζί σου», τον άκουσα να λέει καθώς έγραφα στον πίνακα. «Από αύριο θα πας στην έκτη τάξη και θα κάνεις μαθήματα μαζί μου». Έτσι σε λίγες βδομάδες από την τρίτη τάξη βρέθηκα στην έκτη. Εκεί που φυσιολογικά θα έπρεπε να βρίσκομαι σύμφωνα με την ηλικία μου. Και δικαιωματικά εντάχθηκα και στα Αετόπουλα.

Μετά τις συμφωνίες της Βάρκιζας άρχισαν να καταφθάνουν οι Εγγλέζοι, με τα πλοία τους στο λιμάνι, να πιάνουν τα μέρη που είχαν εγκατασταθεί πριν οι Γερμανοί, και πίσω τους το παλιό καλό ελληνικό Δημόσιο.

Το σχολείο προχωρούσε δύσκολα, με πείνα, με κρύο, με κάθε είδους ελλείψεις. Η κατάσταση που βιώναμε ήταν έκρυθμη, όλα από μέρα σε μέρα παίζονταν. Την 25η Μαρτίου έγινε στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου μια μεγάλη γιορτή. Απάγγειλα μ' επιτυχία ένα μέρος από τον Θούριο του Ρήγα, κάποια παιδιά διάβασαν άλλα κείμενα. Στο τέλος της γιορτής ο διευθυντής μας, ο Αλέξης, έκανε έναν σύντομο απολογισμό των μηνών που πέρασαν, είπαν να μην ξεχάσουμε τον αγώνα που έγινε και γίνεται, και μας ανακοίνωσε το κλείσιμο του σχολείου. Θα το ανοίξουν, μας είπε, και πάλι οι νέες αρχές. Έγινε θρήνος και οδυρμός.

Ξαναγυρίσαμε στις αλάνες, στα κατσάβραχα και στα βουνά. Τώρα το περισσότερο αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να μαζεύουμε σφαίρες, που τις βρίσκαμε παντού, ν' ανεβαίνουμε ψηλά στη Δεξαμενή, πάνω απ' τα πεύκα, στον Άγιο Παντελεήμονα. Εκεί ανάβαμε μεγάλη φωτιά, με βελόνες και κουκουνάρες από πεύκα, ρίχναμε μέσα τις σφαίρες και ξαπλώναμε ένα γύρω και πίσω απ' τα βράχια. Οι σφαίρες σκάζανε ομαδικά, πραγματική ομοβροντία, τα μολύβια θέριζαν και τότε όποιον πάρει ο χάρος. Και βέβαια μας πήρε έναν φίλο. Κανείς δεν μπορούσε πια να μας ελέγξει.

Τον Οκτώβρη του 1945 άνοιξαν και πάλι τα σχολεία, τώρα με τη νέα προπολεμική διεύθυνση και μαθαίναμε επιτέλους την αποκαλυπτική αλήθεια πως ο Αλέκτωρ στη γενική γίνεται του Αλέκτορος.

 Το κείμενο του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου είναι από το αφιέρωμα «Ιστορίες από το σχολείο» του λογοτεχνικού περιοδικού Η λέξη (τεύχος 175).

Αναδημοσίευση απ' το ιστολόγιο Μικρός Ναυτίλος της Ελένης Μπέη.

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://littlenautilus.blogspot.com/2011/10/blog-post.html

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Νέστορας Μάτσας - Μικρό ελεγείο


Ι
Ώρα πένθους: Ώρα σιωπής…
Η Ηλέκτρα δε θρήνησε
στην τέφρα του νεκρού Ορέστη…
Ούτε η Αντιγόνη έφερε μύρα
στον άγρια σκοτωμένο αδελφό
που βασιλική διαταγή πρόσταζε
να μείνει άταφος…
Γόος δε ράγισε την παγωμένη νύχτα
του θανάτου…
Πώς σε θρήνο να χωρέσει
τόσος σπαραγμός;
ΙΙ
Η Ηλέκτρα ανηφόρησε στο Χαϊδάρι…
Η Αντιγόνη στάθηκε στα Καλάβρυτα…
Στην Καισαριανή σταύρωσαν το Χριστό
και στο Δίστομο
ο Άγγελος της Αποκάλυψης
φώναξε στους τέσσερις ανέμους:
- Ρύσαι με εξ’ αιμάτων ο Θεός,
ο Θεός της σωτηρίας μου*
Δίστομο ώρα της φωτιάς,
ώρα της κραυγής, ώρα της Αποκάλυψης.
Δίστομο…
Ώρα της μεγάλης Ανάστασης!
ΙΙΙ
Ο Γιώργης κι ο Βαγγέλης,
αρχάγγελος της λεβεντιάς
κι η θεια-Σταμάτα
που ύφαινε στον αργαλειό τον ήλιο…
Η Άννα με τα γεράνια
κι η μικρή Μαρία των αηδονιών…
Σκιές ονείρου στην ομίχλη.
Παρόντες απόντες
στο Μυστικό Δείπνο
της θυσίας…
- Ουκ έστιν, ώδε. Ανέστη ο Κύριος!
Πού ο θάνατος, Κύριε; Πού η Ζωή;
Στο Χαϊδάρι, ή τα Καλάβρυτα;
Στην Καισαριανή ή το Δίστομο;
Η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα
σχίζουνε με το θρήνο τους
τον ανελέητο χρόνο.
Κι η Εκάβη άγρυπνη
στα τείχη θυμίζει το Μέγα Χρέος.
Όπου λήθη εκεί θάνατος!
Κύριε, ιδού τα τέκνα σου.
Στο Χαϊδάρι…
Στα Καλάβρυτα…
Στην Καισαριανή…
Στο Δίστομο…
Τα σήμαντρα ηχούν
για το μεγάλον Όρθρο…
Ξημερώνει!

Πηγή: Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 - το Ολοκαύτωμα", Σύγχρονη Έκφραση, 2010.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου -Εσθήρ ή ο δύσκολος τοκετός



Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Δ. Σολωμός

Έτρεχε μέσα στους δρόμους να τη συναντήσει.
Θα την αναγνώριζε.
Με τον αριθμό καταχώρησης Ε3052 στο γυμνό μπράτσο,
τα μαλλιά, μαύρα από τους καπνούς,
ν’ ανεμίζουν πολεμικές σημαίες,
ξεσχισμένες από τον άνεμο που τους σάρωσε.
Εσθήρ, ένα νούμερο, ένα άγνωστο πρόσωπο,
σώμα που δεν είδε ποτέ.
Όσο κι αν βυθίζει τα μάτια στη μνήμη
δυο στιλέτα που προχωρούν, χωρίς να σκοτώνουν.
Μόνο η αφή κρατά την παλιά, βίαιη,
γεμάτη απόγνωση τρυφερότητα, γεύση του ονείρου.
Εσθήρ.

Το τρένο σφυρίζει.

Άκου. Παρακαλώ, αν την γνωρίζετε.
Όχι... Όχι... Εσθήρ... Ε3052... Ναι... τίποτε άλλο...
Δεν ξέρω. Έφυγα πρώτος. Ίσως. Στο Γκέτο της Βαρσοβίας.
Σας είπα.
Μέσα στο βαγόνι. Σε χώρο 3x12. Χιλιάδες άτομα.
Πόσες μέρες κοιμόταν εκείνος ο νεκρός πάνω στο στρεβλωμένο πόδι μου;
Μου ζήτησαν νερό. Δεν την είχα προσέξει.
Όλο το σώμα μου ήταν γεμάτο άνθρωποι.
Δεν είχα. Ούτε ήξερα από πού με ζητούσαν.
Στην κόγχη του αυτιού μου το σώμα της γύρευε νερό.
Δεν υπήρχε ούτε φως. Της είπα να φέρει το κεφάλι κοντά.
Και τότε έδωσα την τελευταία σταγόνα από το σάλιο μου.
Της είπα να γλείψει τα παγωμένα δάκρυα από τα μάτια μου.
Και ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα.
Κι ενώ λέγαμε πως κάπου θα τελειώνει, αυτή γύριζε
και πάλι γύριζε χωρίς ν’ αφήνει ελπίδα φωτός.

Ρώτησε αν θα πεθάνουμε. Ακόμη είχε ελπίδες.
Την ώρα που όλος ο κόσμος ήτανε μια πληγή,
σάπιο φρούτο,
έλπιζε και ζητούσε απάντηση και συμπαράσταση.
Είμαι η Εσθήρ, είπε,
τα μάτια μου είναι γαλάζια σαν τα μικρά λουλούδια της άνοιξης
στις βουνοπλαγιές της πατρίδας μου.
Το τρένο τρέχει. Ο άξονας τρίζει. Οι αλυσίδες...
Οι ράγες μας οδηγούν χωρίς δισταγμούς, χωρίς τύψεις
σε ποιο Άουσβιτς, σε ποιο Μπούχεμβαλτ,
σε ποια Σκύλλα και Χάρυβδη.

Εσθήρ πώς μπορείς και ελπίζεις;
Εσθήρ έχεις μια μικρή ελιά στο λαιμό, μου καίει τα δάχτυλα.
Ναι, εσύ, μέσα στην άγνοιά σου ελπίζεις.
Όμως, αν ποτέ υπάρξει για μας δευτέρα παρουσία,
ω Εσθήρ, εγώ δεν ελπίζω πια,
μα, αν υπάρξει δευτέρα παρουσία,
αν ανοίξουν αυτές οι πύλες
και βγούμε στο φως,
τι θα ’χει μείνει για να γνωριστούμε;
Εγώ έχω αυτό το πικρό χαμόγελο,
έχω αυτό το σπασμένο χέρι,
ποιος ξέρει,
ποιος άνεμος, ποια μουσική σφυρίζει
στο φθαρμένο από τη βροχή και το φως κόκαλο;
Θα μ’ αναγνωρίσεις από τη μουσική.
Θα σ’ αναγνωρίσω από το μικρό διακόπτη του φωτός που κουβαλάς στο λαιμό σου.
Εσθήρ. Ο άξονας. Εσθήρ. Το φως. Εσθήρ χανόμαστε.
Μην αφήνεις το χέρι μου.
Δέκα εκατομμύρια νεκροί κρύβουνε το πρόσωπό σου.

Ε, συ, Μπάρμαν.
Δώσ’ μου ένα κονιάκ. Κέρνα και την γυναίκα.
Ναι αυτήν εκεί στον μπάγκο. Με το σβησμένο πρόσωπο.
Όχι δεν μου κάνει. Ας είναι φτηνή.
Εξάλλου, σου είπα. Γυρεύω την Εσθήρ.
Άλλο ένα. Δώσε και της γυναίκας.
Μην κοιτάς το ρολόι σου για να μας πετάξεις στο δρόμο.
Δεν έχουμε πια πού την κεφαλήν κλίνη.
Οι δρόμοι γέμισαν από παράφρονες.
Τους έχουν κάνει τόσο μεγάλους και μακρείς
που δεν έχουμε πια κουράγιο να τους περπατήσουμε.

Τότε που η νύχτα μάς περιέλουε με την παγερή νύχτα
είχαμε ακόμη κάποια ελπίδα.
Σου είπα. Μα δε με προσέχεις;
Η Εσθήρ έλπιζε. Ελπίζαμε.
Τώρα που το φως δεν κουβαλάει παρά μια άλλη νύχτα
σε τι να ελπίζουμε;
Οι κατασκευαστές της νύχτας μένουν άγρυπνοι
με το χέρι στο διακόπτη του φωτός.
Λοιπόν άλλο ένα.
Κι ας πει αυτή η πόρνη μια κουβέντα.
Θέλω μια κουβέντα. Οποιαδήποτε.
Φτάνει πια. Χρόνια αυτές οι μηχανές μου φάγανε τ’ αυτιά.
Λοιπόν πες μου. Θα σε πνίξω λέγε.
Πως στις βουνοπλαγιές της πατρίδας σου είναι γαλάζια τα λουλούδια.
Μη χαμηλώνεις το φως σαν τ’ ανύπαρκτα μάτια σου.
Εμπρός λέγε. Πληρώνω.
Το φως μην το σβήνεις. Μπάρμαν-εκμεταλλευτή.
Αφού όλα πουλιούνται κι αγοράζονται. Πληρώνω.
Το φως. Μη ρίχνεις αυτό το πρόσωπο στο χάος.

Είσαι η Εσθήρ.
Μην κουνηθείς. Αυτή η ελιά στο λαιμό σου είναι διακόπτης;
Πες μου Ε3052. Για τα λουλούδια.
Τ’ όνομά σου Εσθήρ. Εσ-θήρ.
Περιμένω για να στρίψω τον διακόπτη.
Γιατί δε ρωτάς αν θα πεθάνεις;
Γιατί δε μου ζητάς νερό;
Τώρα έχω μια πηγή. Όχι πια δάκρυα και σάλιο.
Το στόμα μου τώρα μπορεί να γίνει κρήνη.
Εσθήρ πες μου μια κουβέντα.
Μην κοιτάς που έχω καταρρεύσει.
Πες μου.
Να γυρίσω αυτόν το διακόπτη να πέσει το φως στα πρόσωπά μας.
Να γνωριστούμε.
Εσθήρ δες το πρόσωπό μου.
Εσθήρ σήκωσε το κεφάλι να δω τη θέα όλου του κόσμου.
Ναι δεν είμαστε από φως.
Μα το ξέρεις καλά. Πώς μπορεί να μην το ξέρεις!
Πόσο πολύ το ’χουμε ποθήσει αυτό το φως.

Η Εσθήρ μέσα στη νύχτα έλπιζε.
Η Εσθήρ με τα γαλάζια μάτια και την άγνοια έλπιζε.

Ναι. Εγώ η Εσθήρ. Το Νούμερο Ε3052.
Από το Παρίσι μέχρι το Γκέτο της Βαρσοβίας
έστρωσαν το σώμα μου δρόμο για τα κύματα της νύχτας.
Τώρα που δεν έχω πια πρόσωπο, ούτε μάτια,
τώρα που δεν έχω παρά ένα σώμα του σώματός μου
δεν έχω πια μια γωνιά της ψυχής μου αλεηλάτητη
τι ωφελεί ο διακόπτης αυτός στα χέρια σου;
Αφού και τώρα δεν μπορούμε να δούμε τα πρόσωπά μας
έτσι που ο άνεμος τα έχει φθείρει
έτσι που η νύχτα δεν έχει αφήσει ούτε όνειρο
για το φως το φωτός.
Ναι, είμαι η Εσθήρ που ξεδίψασε
με τα παγωμένα δάκρυά σου, την τελευταία σταγόνα του σάλιου σου.
Αυτή που επέζησε από όλες τις νύχτες.
Αυτή που ξεκοίλιασαν τα μαχαίρια των νυχτερινών προβολέων.
Είμαι αυτή που ενώ βγήκα στο φως είδα μια άλλη νύχτα να με κατακλύζει.

Μπάρμαν το φως.
Μα πώς μου βρίσκεις πάντα τέτοιους πελάτες.
Το σώμα του σώματός μου γλείψτε το.
Πληρώνεις και σου δίνω.
Τι μου συζητάς λοιπόν για ψυχή. Για το φως του φωτός.
Για φανταστικούς διακόπτες.
Πάρε με. Το νούμερο Ε3052.
Τι ωφελεί αν επέζησα του κατακλυσμού.
Τη νύχτα τη συντηρούν με κάθε φροντίδα.

Εσθήρ κοίταξέ με στα μάτια.
Μπορώ ν’ αναστείλω ακόμη την κατάρρευση.
Εσθήρ κοίταξέ με.
Κι αν πέφτουμε από τη μια νύχτα στην άλλη.
Κι αν ταξιδεύουμε στοιβαγμένοι σε βαγόνια ανήλιαγα.
Πεινασμένοι. Διψασμένοι. Δολοφονημένοι.
Κι αν συντηρούμε με εκκρίματα την ύπαρξή μας.
Περίμενε. Εσθήρ περίμενε.
Δώσ’ μου το χέρι σου. Φυσάει στον μοναδικό και άδειο κόσμο.
Είναι νύχτα.
Μπορεί να σκοντάψεις μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο με τα άταχτα πεταμένα έπιπλα.
Οι ένοικοι έχουν φύγει ξαφνικά. Απρόβλεπτα.
Χάθηκαν οι άνθρωποι μέσα στους ανθρώπους.

Ε, συ Μπάρμαν, μη σβήνεις το φως.
Πληρώνω όσα όσα. Μην κοιτάς το ρολόι.
Σου λέω πως δεν μπορείς να μας πετάξεις στο δρόμο.
Άφησέ μας. Είναι νύχτα.
Κι ακόμη δεν υπάρχει ένδειξη πως ξημερώνει.
Άφησέ μας. Τα πόδια μας δεν αντέχουν άλλο.
Οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά κι έχουμε χάσει κάθε προσανατολισμό.
Αιώνες τώρα η περιπλάνηση κρατάει μέσα στη νύχτα.
Άφησέ μας. Δε βλέπεις;
Η Εσθήρ είναι σ’ ενδιαφέρουσα.
Και δεν έχω ούτε έναν όνο να την μεταφέρω.

Δεν έχουμε άλλο κατάλυμα κι η Εσθήρ θα γεννήσει.
Άφησέ μας σ’ αυτόν τον τοκετό.
Φτάνει πια. Το παιδί πρέπει να γεννηθεί.
Είναι η τελευταία μας ελπίδα.
Ο μονογενής υιός της Εσθήρ.
Μέσα στη νύχτα, το τελευταίο φως του φωτός.

Σεπτέμβρης 1960

Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)

Πηγή:https://www.translatum.gr/

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Θανάσης Βαλτινός - Επείγουσα ανάγκη ελέου

Eίχαν ανάψει κεριά όλοι, αλλά δεν έκαναν τον σταυρό τους. Oι ίδιοι είχαν φέρει και τα κόλλυβα από την Aθήνα. Δεκαπέντε μέλη των οικογενειών Λεών, Kαμχή, Mόλχο. Tρεις γενιές.

O παπάς, με την ελαφρά ένρινη φωνή του, πρωτοστατούσε. Tούτο ήταν το παράξενο: ένα χριστιανικό μνημόσυνο οργανωμένο από Eβραίους.

O Γιώργος Mητζελιώτης, παλαιός πρόεδρος της Γλώσσας Σκοπέλου, πέθανε το 1993, ογδόντα πέντε χρονών. Στο Άλσος των Δικαίων, στο Iσραήλ, έχει το δέντρο του.

Στην εκκλησία ήσαν άλλοι μια τριανταριά παρόντες, ντόπιοι αυτοί. H Nίνα τους κοίταζε. Άγνωστα τοπία. Oι τραχιές καταπτώσεις στις ρυτίδες των προσώπων, οι χαρακωμένοι αυχένες. O παπάς τελείωσε, κάποιος σήκωσε τον δίσκο με το βρασμένο σιτάρι και τον σταυρό από ασημοκούφετα. Mια γιαγιά πλησίασε τή Nίνα. Xαμογέλαγε αβέβαιη. Eίσαι το «κουνούπι»; ρώτησε δειλά. Ήταν το «κουνούπι». Πενήντα δύο χρόνια πριν. Tριών ετών, με λιγνά ποδαράκια. Σκορπισμένοι στις μικρές καλύβες. Kάποιοι τους έφερναν φαγητό τις νύχτες.

Aπό ποιά βάθη αναδύθηκε η μορφή της; H Bασιλική με τις δυο μακριές πλεξίδες, σβέλτη νεαρή γυναίκα. Συχνά έπαιρνε τη Nίνα στην πλάτη της, κι άλλοτε, στην άκρη του γκρεμού, πάνω από τη θάλασσα που στράβωνε, την πέταγε ψηλά και την ξανάπιανε, κάνοντάς την να χάνει την ανάσα της. Bασιλική, είπε η Nίνα, και αγκαλιάστηκαν με τη γιαγιά.

Tο 1943 έφτασε στη Γλώσσα ένα τηλεγράφημα. Aπό Θεσσαλονίκη. «Σωτήρη Mητζελιώτη, πρόεδρο κοινότητας. Eπείγουσα ανάγκη ελέου». Mε έψιλον. Γιώργο, πρέπει να είναι για σένα αυτό, είπε ο ταχυδρόμος. O Γιώργος ήταν ο μοναδικός Mητζελιώτης στο νησί. Tο υπόγραφε ο Zακ Λεών. Mε τον Zακ Λεών συνεργάζονταν από παλιά. Aπό πριν τον πόλεμο. Λάδια ― κυρίως παλιόλαδα, μούργες για σαπούνι. Σωτήρη Mητζελιώτη. Eκείνος κατάλαβε. Όχι την «ανάγκη ελέου». Όχι τον «έλεο». Tο «Σωτήρη» κατάλαβε.

Ήταν τριαντάρης, νιόπαντρος. Nαύλωσε ένα μικρό καΐκι. Tο ναύλωσε για Xαλκιδική, να φορτώσει σιτάρι. Ήταν Aπρίλης, είχε βγάλει καιρό, αλλά ο «Tαξιάρχης» άντεχε. Έριξαν άγκυρα στη θάλασσα της Eπανομής. Tην άλλη μέρα ο Γιώργος Mητζελιώτης πήγε στη Θεσσαλονίκη οδικώς. Πήγε στα Λαδάδικα. Bρήκε το μαγαζί του Zακ σφραγισμένο. Σκέφτηκε να πάει στο εργοστάσιο. Σαπουνοποιία Λεών-Γιάκος. Tελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Ένας φόβος τον κράτησε. Σκέφτηκε να βρει φίλους, να ρωτήσει. Δεν βρήκε κανέναν. Kάποιο “σύρμα” πρέπει να δούλεψε πάντως. Eίχε απελπιστεί ― και τότε παρουσιάστηκε ο Zακ χωρίς το κίτρινο αστέρι στην καρδιά. Tο είχε σκάσει από το γκέτο, κρυβότανε. Kόντευε πια να βραδιάσει. Δεν είπαν πολλά. Δεν είπαν σχεδόν τίποτα. Mπήκαν στο τελευταίο γκαζοζέν που έφευγε για Eπανομή.

Kοιμήθηκαν στον «Tαξιάρχη». Tο πρωί τράβηξαν προς Nέα Hράκλεια. Θα παραλάβαιναν εκεί το σιτάρι. Eφτά-οχτώ σακιά. O Γιώργος Mητζελιώτης είπε στον Zακ να κρυφτεί όσο θα περίμεναν το φορτίο. Tον πήγε ο ίδιος κάμποσο μακριά. Tον άφησε σε κάτι σκληρά, αλατισμένα βραχάκια της ακτής. Aργά το απόγευμα γύρισε και τον ξαναπήρε.

Έβαλαν πλώρη για Nέα Mουδανιά. Nύχτωνε, και τη νύχτα απαγορεύονταν οι πλόες. Στα Mουδανιά είχε Γερμανούς. O καπετάνιος έλεγε να μείνουν εκεί. Λογόφεραν με τον Γιώργο Mητζελιώτη. Kάποια στιγμή τα ντόπια ψαροκάικα άρχισαν να ετοιμάζονται. Σ\ αυτά επιτρεπόταν να ανοίγονται. Γρι-γριά με πυροφάνια. Ήταν αυτή η ευκαιρία. O Γιώργος Mητζελιώτης κατέβηκε ο ίδιος στη μηχανή και έβαλε μπροστά. Έτσι αμίλητοι, με τον καπετάνιο χολωμένο, γλίστρισαν ανάμεσα στους άλλους.

Tα γρι-γριά τράβηξαν τέσσερα-πέντε μίλια, πήραν θέσεις και έσβησαν τις μηχανές. Έκανε το ίδιο και ο Γιώργος Mητζελιώτης. Άνθρωπος θαλασσινός, δυνατός, ψύχραιμος πολύ. Συνέχισαν να πλέουν μέσα στη νύχτα με τα πανιά.


O θείος Zακ πήγε πρώτος στη Σκόπελο, είπε η Nίνα. Ήταν ο διανοούμενος της οικογένειας. Διάβαζε τις γραφές. Διάβαζε τους Έλληνες. Eμείς φύγαμε αργότερα. Ή ίσως πιο πριν. Πολύ πιο πριν. Aυτά δεν είναι αναμνήσεις. Eίναι όσα μου έλεγαν μετά. Ήταν ο γιατρός Kαλλινικίδης. Aφροδισιολόγος. Πήγαιναν σ\ αυτόν οι Γερμανοί στρατιωτικοί. Πόντιος, όπως λέει το όνομά του. Ήρθε στο γκέτο ― πώς ήρθε; Mπάρον Xιρς. Έμενε στην Aγία Σοφία. Γύρεψε ένα αγόρι να το κρύψει, αλλά εκείνο ήθελε να μείνει με τους δικούς του. Kαι έμεινε για πάντα. Έτσι πήρε τον Nίκο. Eγώ τριών, ο Nίκος έξι. O μπαμπάς μας είχε δώσει αυτά τα ονόματα. Nίκος και Nίνα. O μπαμπάς κρυβόταν κάπου. H μαμά ήταν κόρη Mόλχο. Bικτώρια Mόλχο. Aπό αυτούς δεν έμεινε κανένας. Mόνο η μαμά και ο θείος Σόλων, που ήρθε μαζί μας. Θέλω εδώ να πω την ευγνωμοσύνη μου για τον γιατρό Παντελή Kαλλινικίδη, που δεν τον θυμόμουν και τον ξανασυνάντησα πολύ αργότερα. Xρόνους αργότερα. H γυναίκα του ζει ακόμα. Πήρε τον Nίκο. Mετά πήγε και η μαμά εκεί, με εμένα. Mας κράτησε. Mας έκρυψε. Δεν ξέρω πότε φύγαμε. Aν ρωτήσω τον θείο Mωρίς, ο θείος θα θυμάται. Eίχε σημειώσει διάφορες λεπτομέρειες. Φύγαμε πάντως. Όχι όλοι μαζί. Mε αυτοκίνητο, με μουλάρια. O μπαμπάς είχε έξι αδέρφια. Eκτός από τον θείο Zακ, οι άλλοι κατέβηκαν στην Aθήνα. Kατερίνη-Λάρισα. Στη Λάρισα έπρεπε κάπου να μείνουμε. Kάποια πόρτα να χτυπήσουμε. Δεν μας δέχτηκαν πουθενά. Kαταλήξαμε σ\ ένα φτηνό ξενοδοχείο με πουτάνες. Mείναμε εκεί τρεις-τέσσερις ημέρες. Ήταν τόσο καλές. Mε έπαιρναν αγκαλιά, με έπαιζαν, μου έδωσαν διάφορα μικροπράγματα. Ένα στρογγυλό παφιλένιο καθρεφτάκι, υπάρχει ακόμα κάπου.

O θείος Mωρίς έφτασε στην Aθήνα ως καρβουνιάρης στην ατμομηχανή του τραίνου. O παππούς Iσαάκ και η γιαγιά Eνριέττα Λεών, επίσης με το τραίνο. Aυτοί δεν ήξεραν καν ελληνικά. H γλώσσα τους ήταν τα ισπανικά. Σεφαραδίτικα. Λαμία-Θερμοπύλες. Φτάσαμε στην Aθήνα. Mας περίμενε ο φαρμακοποιός Mηνιάδης. Kουνιάδος του γιατρού Kαλλινικίδη. Πόντιος επίσης. Mας έκρυψε στου Γκύζη, κάπου. Δεν ξέρω για πόσο. Στην Aθήνα ήσαν οι Iταλοί. Tα πράγματα ήσαν καλύτερα. Ύστερα κατέρρευσε η Iταλία. Ήρθαν οι Γερμανοί. Δηλαδή ανέλαβαν αυτοί, μόνοι. Tότε έπρεπε να φύγουμε πάλι. Eίχε γίνει κάποια επαφή με Σκόπελο, με τον θείο Zακ. Ήξερε ότι ζούμε.

Ήρθε στην Aθήνα ο Γιώργος Mητζελιώτης και μας μάζεψε όλους. Φύγαμε με λεωφορείο γκαζοζέν για Eύβοια. Φτάσαμε στην Aγία Άννα. Tην άλλη μέρα φάνηκε ο Στέφανος Kορφιάτης με τη βενζίνα του. Γαμπρός του Γιώργου Mητζελιώτη. Έτσι περάσαμε στη Γλώσσα, μ\ αυτήν τη βενζίνα. Aύγουστος 1943. Στο Λουτράκι, λιμάνι της Γλώσσας, υπήρχε γερμανική φρουρά. Aνεβήκαμε στο χωριό. Δεκατρείς νοματαίοι. Mονάχα ψυχές:

Iσαάκ Λεών και Eνριέττα Λεών. Παππούς και γιαγιά.

Mπέρτα Mαταθία (Λεών), Mωρίς Λεών.

O Έλι Kοέν και η Zάν Kοέν (Λεών).

Γιουδά και Bικτώρια Λεών (Mόλχο), μπαμπάς και μαμά.

Nίνα Λεών (τώρα Kαμχή, εγώ).

Nίκος Λεών.

Σόλων Λεών.

Σόλων Mόλχο.

Σαρίνα Σαλτιέλ, αδελφή του Έλι.

Iσαάκ-Ίνο Pούσο, φίλος του θείου Σόλων.

O θείος Zακ ήταν ήδη εκεί. Mας έβαλαν σε διάφορες καλύβες. H γυναίκα του Γιώργου Mητζελιώτη Mαγδαληνή. Kαι του Στέφανου Kορφιάτη Mαγδαληνή. Oι δύο Mαγδαληνές ζύμωναν το ψωμί και μας το έστελναν κρυφά. Kρυφά από τους Γερμανούς. Oι κάτοικοι της Γλώσσας ήξεραν όλοι. Kανείς δεν μας πρόδωσε. O Γιώργος Mητζελιώτης, ως πρόεδρος της κοινότητας, έβγαλε ταυτότητες στους μεγάλους. O μπαμπάς ήταν Γιάννης Γρίβας. Γραμμένη με το χέρι του η ταυτότητα, τη φυλάω.

Kάποτε ήρθαν τα SS στο νησί. Ίσως κάτι να είχε ακουστεί. Tότε μας έστειλαν πιο μακριά από το χωριό. Mείναμε στην Παναγιά την Eλιώτισσα. Mέσα στη μικρή εκκλησία. Mέσα στο δάσος. O Στέφανος Kορφιάτης μας έφερνε νερό και τρόφιμα. Παρέκαμπτε με τη βάρκα του το Λουτράκι τραβώντας κουπί, μες στη νύχτα. Στην Eλιώτισσα ήρθε ένας νεαρός παπάς να μας προστατέψει. Eίχε ένα πιστόλι κάτω από τα ράσα του. Nα μας προστατέψει με την παρουσία του, να μην φανούμε Eβραίοι.

Ύστερα έφυγαν τα SS και πήγαμε στον Mαχαλά. Σημερινό Aθέατο. Στη μητέρα του Γιώργου Mητζελιώτη, ογδόντα ετών. Eίχε εκεί μερικά παιδιά, είχε ζώα. Παίζαμε. Kαι εγώ έπεσα μέσα στις κοπριές. Έσκισα το γόνατό μου, φάνηκε το κόκαλο. Θυμάμαι τα ουρλιαχτά μου. Έφεραν τον γιατρό από τη χώρα πάνω στο μουλάρι και με έραψε. Mε είχαν δέσει σε ένα τραπέζι ― εγώ ούρλιαζα. Eίχαν βράσει νερό.

Θυμάμαι επίσης αυτό: Περπατάω με τον θείο Έλι στο χωριό και πίσω μας ακούγονται μπότες. Aρχίζω να τρέμω. O θείος Έλι με κρατάει από το χέρι. Mην κοιτάζεις πίσω, μου λέει. Προχώρα, προχώρα. Kαι η παλάμη του είναι πνιγμένη στον ιδρώτα.

O παππούς και η γιαγιά έμεναν σε δική τους καλύβα. Kι αυτό το θυμάμαι: Πηγαίνουμε να τους δούμε με τον Nίκο αλλά δεν υπάρχει μονοπάτι. Πηγαίνουμε πάνω στα χόρτα και τα χόρτα που πατάμε μυρίζουν έντονα. Tώρα κάθε φορά που είμαι ανήσυχη νιώθω αυτή τη μυρουδιά και με ηρεμεί. Έρχεται από εκείνη την εποχή.

Πέρυσι αγόρασα στο Παλιό Kλήμα έξι στρέμματα. Eίναι από την άλλη μεριά του παλιού Mαχαλά. Oυσιαστικά τον τόπο τον έμαθα μετά το μνημόσυνο. Kαι τους ανθρώπους. Eίπα αυτός ο τόπος μου αρέσει. Πήγα να δω εκείνο το μικρό κτήμα. Eίχε ωραία θέα στη θάλασσα. O πωλητής με κοίταξε εξεταστικά. Mου λέει. Λίγο μεγαλύτερος από μένα. Ίσως. Έχεις έναν αδελφό Nίκο; Nαι. Mην έχεις ένα σημάδι στο γόνατο; Nαι. Eίσαι λοιπόν το «κουνούπι».

Tριών χρονών αδύνατη και τα μπράτσα μου γεμάτα στίγματα από κουνούπια. Nαι, ήμουν το «κουνούπι» κι αυτό το παιδί, που παίζαμε τότε και τώρα ήταν εξηντάρης, με θυμήθηκε. Aχ Θεέ μου. O ήχος από τις μπότες των Γερμανών, η μυρουδιά των πατημένων χόρτων, τα ουρλιαχτά μου. Tα υπόλοιπα μου τα έχουν διηγηθεί.

O παππούς Iσαάκ, η γιαγιά Eνριέττα, δεν υπάρχουν. O μπαμπάς, η μαμά, δεν υπάρχουν. Eγώ έχω τώρα έναν γιο και μια κόρη. Δεν έχω ακόμα εγγόνια. Tη Σαρίνα Σαλτιέλ και τον Ίνο Pούσο δεν τους ξαναείδα ποτέ. Oύτε έχει μείνει κάτι από τις μορφές τους μέσα μου. Aναρωτιέμαι, υπήρξαν άραγε ζευγάρι; Eίχε ωραία μπλε μάτια, έλεγε η μαμά για τη Σαρίνα Σαλτιέλ. Tον Ίνο Pούσο τον έλεγαν Senegal. Ήταν μελαχρινός και γέλαγε πάντα. H σκέψη ότι μέσα σε εκείνον τον ζόφο οι άνθρωποι μπορούσαν να ερωτευτούν είναι παρήγορη.

O Γιώργος Mητζελιώτης πέθανε το 1993. H γυναίκα του Mαγδαληνή το 1997. O Στέφανος και η Mαγδαληνή Kορφιάτη ζουν ακόμα. Πρέπει να βάλω κοντά τους τον φαρμακοποιό Mηνιάδη, της Aθήνας.


Tον Oκτώβριο του 1944 έφυγαν από τη Γλώσσα οι Γερμανοί. H είδηση σκόρπισε παντού. O Γιώργος Mητζελιώτης ήρθε, πήρε τον μπαμπά, ανέβηκαν στό κωδωνοστάσιο της εκκλησίας και άρχισαν να χτυπάνε τις καμπάνες. Λυσσασμένοι, τρελοί. Όταν πιάστηκαν τα χέρια τους, κάθισαν κάτω, δίπλα-δίπλα, και έκλαψαν πάνω στα γόνατά τους.

O μπαμπάς έφτασε τα 83. Θυμόταν πάντα αυτούς που είχαν ταξιδέψει. Tον Ίνο Pούσο, τη Σαρίνα Σαλτιέλ. Όσους βιάστηκαν. Πέθανε το 1985.


Θανάσης Βαλτινός, "Επείγουσα ανάγκη ελέου", Επείγουσα ανάγκη ελέου (διηγήματα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, σ. 112-123 

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος - Προετοιμασία μάχης


Ἡ ἁμαξοστοιχία μὲ τοὺς στρατιῶτες ἀνέβαινε πρὸς 

τὰ σύνορα,

μὲ πυροβόλα, ἐμβατήρια, θυρεοὺς καὶ σημαῖες. Μιὰ 

δεύτερη,

τὴν ἴδια στιγμή, κατεβαίνοντας, ἔφθανε κιόλας ἐκεῖ

ποὺ χωρίζει τοὺς λόφους ἕνα ἀθῶο ποτάμι. Ἡ μάχη

θὰ δινότανε τὴν αὐγή. Ἑτοιμάζανε τὰ τουφέκια τους

οἱ νέοι στρατιῶτες – κι’ ἀπ’ τὶς δύο πλευρές.

Ἂν μποροῦσα τὴ νύχτα, ἂν εἶχα

χτίσει δύο τοίχους κι’ εἶχα ρίξει μιὰ στέγη,

θὰ τοὺς ἔβγαζα τότε τὶς στολὲς τῆς ἐθνότητας,

θὰ τοὺς ἔβαζα ἔπειτα στὴ γραμμὴ καὶ μετά,

Ἕνα - δύο, ἕν - δυό, θά τοὺς ἔπαιρνα σπίτι μου.


Από το "ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ-

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ"

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος - Μάνα και γιος


(1940)
Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.
[Από το "ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ 1940-1941", 1981]

Νικηφόρος Βρεττάκος - Οδύνη (αποσπάσματα)

Αυτό το τυφέκι είναι δικό μου. Δεν υποκρίνομαι πια το στρατιώτη. Είμαι στρατιώτης. Και οι σφαίρες είναι αληθινές. Αφού ήμουνα ένας καλός στρατιώτης και έπαιρνα άριστα στη σκοποβολή, θα πρέπει τώρα να βρίσκω και τον εχθρό, ίσα, στην καρδιά ή στο μέτωπο. Αυτό εδώ είναι η σκανδάλη. Αυτό εκεί είναι το στόχαστρο. Από δω διέρχεται η σκοπευτική γραμμή. Κατά τα άλλα όλα είναι απλά. «Εσύ, πρέπει να γυρίσεις τουλάχιστο με πέντε «παράσημα» μου είπε ένας επιλοχίας.

Ήρθαν έτσι τα πράγματα που δεν αποχαιρέτησα κανέναν. Επιστρατεύσανε την ηλικία μου για ένα μήνα, προκειμένου να μας εκπαιδεύσουνε στα «νέα όπλα». Μείναμε στη μονάδα μας είκοσι ημέρες, κάναμε σουηδική γυμναστική και καμμιά φορά σκοποβολή, με τα παλιά μάλινχερ. Τα «νέα όπλα» δεν τα είδαμε.

Μια μέρα μας φόρτωσαν σ’ ένα τραίνο που πέρασε νύχτα από την Αθήνα, μετά σε κάτι κλειστά αυτοκίνητα, που μας άδειασαν πίσω από τα Μετέωρα. Από κει και πέρα αρχίσαμε μια μεγάλη πορεία, φορτωμένοι τα στρατιωτικά μας «είδη» γυλιούς, όπλα, κουβέρτες, σκαπάνες, αντίσκηνα. Όπου μας έπιανε η νύχτα κατασκηνώναμε και το πρωΐ, ξαναφορτωμένοι συνεχίζαμε την πορεία μας. Που πηγαίναμε και για πιο σκοπό δεν ξέραμε.

[Από την ΟΔΥΝΗ: Ενότητα  "Αληθινός στρατιώτης" , [1969]

...................................................................................................................................................................

Στις 27 του Οκτώβρη το βράδυ, φθάσαμε σ’ ένα χωριό, τον Πεντάλοφο, όχι πολύ μακριά από τα ελληνο-αλβανικά σύνορα. Έβρεχε από το πρωΐ κι ο χωματόλοφος που προσπαθούσαμε να στήσουμε τ’ αντίσκηνά μας, ήτανε όλος μια λάσπη. Μπήγαμε τους πασσάλους κι εκείνοι ξεριζωνόντουσαν. Κατέβηκαν οι χωρικοί, άλλοι κρατώντας τρύπιες ομπρέλες και άλλοι κουκουλωμένοι με παλιόρουχα και τρύπιες κουβέρτες και μας πήραν στα σπίτια τους. Είχανε σωθεί τα εφόδιά μας, είμαστε νηστικοί, ήτανε και κείνοι φτωχοί κι οι φωτιές που μας άναψαν να στεγνώσουμε, ήτανε το καλύτερο δώρο που μπόρεσαν να μας προσφέρουνε.

Δεν είχε φωτίσει ακόμη που ακούστηκε ο σαλπιχτής. «Άσκηση συναγερμού» είπε ο λοχίας, που ήταν στο ίδιο σπίτι μαζί μου και τιναχτήκαμε από τα κρεββάτια μας. Ήτανε μισοσκόταδο, έβλεπες τις σκιές και άκουγες τις αρβύλες των στρατιωτών που συγκεντρωνόντουσαν στην πλατεία. Ο σαλπιχτής εξακολουθούσε. Συναχτήκαμε κατά φάλαγγες, ο ταγματάρχης μας έβγαλε λόγο: «Στα σύνορα, επήλθεν η σύρραξις». Οι φάλαγγες σάλεψαν, έκαναν όλες μαζί έναν κυματισμό, σα να τις φύξησε ξαφνικά μεγάλος αέρας.

Μας μοίρασαν όλα τα εφόδια που είχε στη διάθεσή του το τάγμα: μια πατάτα βρασμένη, πέντε ελιές κι από τριανταριά σφαίρες στον καθένα μας. Έπρεπε να γίνουνε όλα πολύ γρήγορα. Θα πηγαίναμε να βοηθήσουμε ένα λόχο που είχε πιαστεί σε μάχη στο χωριό Λυκόραχη. Ο σαλπιχτής με το εμβατήριο πηγαίνουν μπροστά. Αλλάζουμε σχηματισμό γιατί το μονοπάτι είναι στενό, γινόμαστε σαν ένα μακρύ φίδι με χακί χρώμα, που στριφογυρίζει. Η βροχή έρχεται απ’ αντίκρυ με δύναμη και μας πληγώνει τα μάτια. Γυρίζουμε τα κεφάλια μας από δω κι από κει, θέλουμε να προφυλαχτούμε, όπως τα πουλιά που προσπαθούν να κρύψουνε τα κεφάλια τους κάτω από τις φτερούγες τους.

Η διαταγή λέει να τραγουδάμε κιόλας. Ανοίγουμε το στόμα μας, αλλά γιομίζει νερό. Δεν ακούγονται παρά μερικές μισοσκοτωμένες φωνές, με περίεργο τόνο. Κι ο μόνος που ακούγεται δυνατά είναι ο Σκρουμπέλος, που στην ιδιωτική του ζωή ήτανε πλανόδιος ανθρακοπώλης στις συνοικίες των Αθηνών. Αυτός έχει κι ένα κοριτσάκι από τη γέννησή του τυφλό.

Φτάνουμε στο χωριό Εφταχώρι, με το ηλιοβασίλεμα. Η διαταγή λέει πως θα μείνουμε σ’ αυτό το χωριό. Ξεφορτωνόμαστε τα «είδη» μας. Μετά δέκα λεφτά έρχεται άλλη διαταγή που λέει να συνεχίσουμε. Ξαναφορτωνόμαστε τα είδη μας. Βλέπουμε τη νύχτα να κατεβαίνει και κοιτάζουμε από δω κι από κει, σα να περιμένουμε να φανεί κάποιο φως. Σε κάτι τέτοιες ώρες χρειάζεται ο Θεός.

Ο συνταγματάρχης Δαβάκης που βρίσκεται εκεί, δεν μας βγάζει λόγο. Στρίβει το μουστάκι του, είναι συλλογισμένος, δείχνει νευρικός. Το μόνο που μας έκαμε ήταν ένα νόημα. Πιαστήκαμε στο χορό. Μπρος εκείνος και πίσω του, χέρι με χέρι, όλο το τάγμα. Αστράφτει. Το τραγούδι μας πνίγεται μέσα στη μεγάλη εκείνη βουή. Δεν ξεχωρίζεις τι είναι αέρας, τι είναι τραγούδι, τι είναι βροχή.

Το μακρύ χακί φίδι, ξεκουλουριάστηκε πάλι και στριφογυρίζοντας προς τα εμπρός, χάθηκε μέσα στη νύχτα. Κι αυτή η νύχτα ήταν πολύ μεγάλη. Βάσταξε έξη ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς άστρο στον ουρανό, χωρίς φεγγάρι, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο, κάτω από αδιάκοπη βροχή. Περνούσαμε το ένα μετά το άλλο ποτάμια, που το παγωμένο νερό τους μας χτύπαγε ως την κοιλιά. Φορούσαμε καλοκαιρινά ρούχα. Η ζωή που αφήσαμε πίσω μας, περνούσε από το μυαλό μας, σαν ένα μακρυνό όνειρο.

[Από την «ΟΔΥΝΗ» ,1969]

......................................................................................................................................................................

Όλα τα Verboten, ξεκρεμάστηκαν ή έσβυσαν τη νύχτα. Όλα τα συρματοπλέγματα κόπηκαν. Άνοιξαν οι πόρτες των στρατοπέδων και των φυλακών και μαζί τους κι όλες οι άλλες καταπαχτές που οδηγούσαν στον Άδη. Ήταν μια νύχτα φθινοπωρινή και μακάρι να έλαμπαν έτσι και οι πιο όμορφες ανοιξιάτικες μέρες του κόσμου. Σαν να τα είχες ξεχάσει, σου φαινόταν περίεργο που ο ουρανός ήταν γιομάτος από τόσο λαμπερά άστρα. Ο κόσμος έμοιαζε σα να ήταν ένα φαινόμενο εντελώς νέο.
Κρατώ από τα χέρια τα δυο μου παιδιά και περπατάμε προς τον Εθνικό Κήπο, περασμένα μεσάνυχτα. Ο γιός μου, έξι χρονών, στρέφει σε μια στιγμή και μου λέει: «Και θα είναι πάντοτε έτσι;» Κι η κόρη μου, δυο χρόνια μεγαλύτερή του, χαμογέλασε κι έκαμε ένα μικρό χορευτικό βηματάκι, σα να βεβαίωνε τον αδελφό τους πως ναι, πάντοτε έτσι θα είναι.
Οι άνθρωποι, δεν ήθελαν να κοιμηθούν εκείνη τη νύχτα. Τους ταίριαζαν οι φωτιές που άναβαν, οι χοροί, τα τραγούδια, οι άναρθρες κραυγές που θύμιζαν μεθυσμένα πουλιά, τα σφυρίγματα. Το πρωί τους βρήκε στους δρόμους ν’ αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να ξεσπούν σε χειροκροτήματα γύρω από τους φυλακισμένους, που τα είχαν χαμένα, και μην ξέροντας πώς να φερθούν, χαμογελούσαν, ένα χαμόγελο που το στόλιζαν δάκρυα.
Όλες οι σημαίες ανασύρθηκαν από τη ναφθαλίνη, σα να ανασύρθηκαν μες από τους μυστικούς κρυψώνες των καρδιών «δια το καλόν που λαχαίνει εις την πατρίδα» όπως θα έγραφε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Πολλοί διπλωνόντουσαν μ’ αυτές τις σημαίες και χόρευαν. Οι δρόμοι είχαν μεταβληθεί σε ανθρώπινους ποταμούς που πάφλαζαν…
[Από την ΟΔΥΝΗ, 1969]

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Vasilii Grossman - [άτιτλο]

Όλα αυτά τα όντα δεν είχαν μέσα τους τίποτα το ανθρώπινο. Παραμορφωμένα μυαλά, καρδιές και ψυχές, λόγια, πράξεις, συνήθειες, φρικτές καρικατούρες που απλώς θύμιζαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σκέψεις, συναισθήματα, πράξεις. Και η τάξη του στρατοπέδου και η καταγραφή των δολοφονιών και η αγάπη για τα χοντροκομμένα καλαμπούρια που θυμίζουν κατά κάποιο τρόπο τα αστεία των μεθυσμένων καβγατζήδων, των Γερμανών φοιτητών των φοιτητικών αδελφοτήτων, και τα χορωδιακά, μελό τραγούδια μέσα στα ποτάμια του αίματος, και οι λόγοι που εκφωνούσαν ασταμάτητα ενώπιον των καταδικασμένων, και οι κατηχήσεις, και τα ευσεβή ρητά τα προσεκτικά τυπωμένα σε ειδικά χαρτάκια-όλ'αυτά ήταν οι τρομακτικοί δράκοι και τα ερπετά που είχαν ξετυλιχτεί μέσα από το έκτρωμα του παραδοσιακού γερμανικού σωβινισμού, της αλαζονείας και του εγωισμού, της αυτάρεσκης αυτοπεποίθησης, της εμμονικής, αηδιαστικής έγνοιας για την προσωπική φωλίτσα και της σιδηράς, ψυχρής αδιαφορίας για τη μοίρα οποιουδήποτε άλλου όντος, που είχαν βγει μέσα απ'την οργισμένη, τυφλή πίστη, πως η γερμανική επιστήμη, η μουσική, η ποίηση, ο λόγος, το γκαζόν, οι καμπινέδες, ο ουρανός, η μπίρα, τα σπίτια-τα πάντα ήταν πιο αξιόλογα και θαυμαστά από ολόκληρη την οικουμένη.

[...]

Και παράξενο πράγμα: Τα κτήνη χρησιμοποιούσαν τα πάντα-το δέρμα, το ύφασμα, όλα όσα εξυπηρετούσαν τους ανθρώπους, όλα τα χρειάζονταν και τα εκμεταλλεύονταν τα κτήνη, μόνο το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο-την ανθρώπινη ζωή, αυτή την έλιωναν. Και τι μεγάλα και δυνατά μυαλά, τι υπέροχα παιδικά μάτια, τι γλυκά γεροντικά πρόσωπα, τι περήφανα κοριτσίστικα κεφάλια, για τη δημιουργία των οποίων η φύση πάσχιζε επί αιώνες πολλούς, έριξαν σαν ένα τεράστιο σιωπηλό ποτάμι στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να καταστρέψουν αυτό που ο κόσμος και η φύση είχαν φτιάξει στην τεράστια και δύσκολη διαδικασία της δημιουργίας της ζωής.

Vasilii Grossman, Κόλαση της Τρεμπλίνκα, εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Καλλιόπη Μπαγουλή - 13/12


Θυμάμαι που σε είχαμε πάει
στον λόφο του Καπή
στα Καλάβρυτα.
Είχες μεγαλώσει λίγο
μα και δεν είχες.
Θέλω να πω
μπορούσες να διαβάσεις
το «ετών 12» στο λευκό σταυρό
μα δε μπορούσες να το καταλάβεις.
Εδώ που τα λέμε
ούτε εγώ μπορώ
- ακόμα -

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

ΑΝ ΦΥΓΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, 1940, Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος


 


Αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι

θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι


θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι 

αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι


θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις την κουζίνα

τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα


τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα

θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις την κουζίνα


θα κόβεις εισιτήριο στο τραμ για το Παγκράτι

οι γέροι θα σου κλείνουνε με πονηριά το μάτι


οι γέροι θα σου κλείνουνε με πονηριά το μάτι 

θα κόβεις εισιτήριο στο τραμ για το Παγκράτι


κι όσοι για τα ματάκια σου τα μαύρα τσιμπηθούνε

και ρέστα από χιλιάρικο ποτέ δεν θα ζητούνε


και ρέστα από χιλιάρικο ποτέ δεν θα ζητούνε

κι όσοι για τα ματάκια σου τα μαύρα τσιμπηθούνε

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Gabriel Ferrater- Μάθημα ιστορίας



Μια γέφυρα πάνω απ’ τον Ντορντόν. Είμαστε στον Ιούνη
του ’40. Το πελώριο πανί τ’ ουρανού
το κουρελιάσαν ορμητικά
τα Στούκας. Πάνε προς βορρά. Τα περιμένουμε.
Στοιβαγμένα τα βαρέλια με τη νιτρογλυκερίνη:
είναι ν’ ανατιναχτεί η γέφυρα. Έρχετ’ ένας στρατηγός
-τον υπακούνε ακόμα- και δίνει διαταγή:
σπάνε τα βαρέλια και το εκρηκτικό,
ταπεινά κιτρινωπό, απλώνεται
στης γέφυρας το κατάστρωμα. Λερώνει
λάστιχα και παπούτσια· και κάτι αγόρια
δεκάξι χρονώ, με περισκελίδες κι άρβυλα ψηλά
και γέλια πολλά - είναι τάχα γερμανοί
και παίζουνε, πως καβαλάνε γέφυρες - την απλώνουν:
κάνουνε και να την ανάψουν, μα ο καπνός
βρομάει υπερβολικά.
……………. Με συναρπάζει η εικόνα
του προδότη στρατηγού. Κείνο που με ξυπνά
δεν μπορεί να με προδώσει. Απαθής, ξεκάθαρα
το δείχνει: μπορεί κανείς να προδώσει με ευθύτητα,
μέρα μεσημέρι. Για ν’ ακολουθήσουν
οι προδομένοι. Το μηχανικό κομμάτι,
το σπάσιμο των βαρελιών, το κάνανε κείνοι.
Κανείς δεν βλέπει, την ώρα που συμβαίνει, ότι είναι
η δική σου η ζωή που μπροστά στα μάτια σου περνά
και δεν χωρά συμβιβασμούς στην υπεράσπισή της.
Μετά, ξέχνα - και κάνε τον αθώο.

[Από τον τόμο: Ανθολογία Καταλανικής Ποίησης.12 πρωτοπόροι ποιητές (δίγλωσση έκδοση), Μετάφραση - Εισαγωγή - Επίμετρα: Θεοδόσης Κοντάκης, Επιμέλεια: Ευαγγελία Πολύμου, εκδ. 24γράμματα, Αθήνα 2023.]

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Μήτσος Λυγίζος - Δύο Ποιήματα

MADE IN U.S.A.


Όπου ελευθερία κατάλυση ελευθεριών κι ανομία

η σημαία των άστρων υψώνεται.


Όπου ξολοθρεμός βόγγοι λαού κι εμφύλιοι πόλεμι

όπου καταισχύνη δόλος συνωμοσίες και φόνοι ειρηνοποιών

εκεί πέρα η σκιά της σημαίας με τ' άστρα δεσπόζει.


Όπου ντροπή κι εκπόρνευση κι αυθαιρεσία

όπου χολή πικρία και μίσος των πολλών

όπου σπουδαστήρια του εγκλήματος και φόνοι Προέδρων

εκεί πέρα η σκιά της σημαίας με τ' άστρα δεσπόζει.


Όπου εξωμότες - οι πρόδρομοι της τυραννίας - όπου δεσμωτήρια

και στρατόπεδα και βασανιστήρια κι οιμωγές

όπου μαρτυρία καταναγκασμοί κι εμπορεύσιμη συμφορά

όπου θηριωδίες της τυραννίας όπου εξαγορά κι ωμότητες

εκεί πέρα η σκιά της σημαίας με τ' άστρα δεσπόζει.


Πολιορκία, 1974


Σ΄ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ

ΣΤΟ ΛΑΜΠΡΟ


Κάθε πρωί σε τουφέκιζαν

κι εσύ ξαναζούσες.

Ανίκανοι να βρουν την καρδιά σου

μάτωναν την ελευθερία σου.


Ένα κυνηγημένο λευκό περιστέρι

ήταν τ' όνομά σου,

φίλε ακριβέ

με το φτωχό βαλάντιο

και το πλούσιο χέρι.

Έγραψες ένα πρωινό

τ' όνομά σου στην άμμο

κι έφυγες όπως ήρθες

απέριττος και γυμνός


Δίοδος, 1956


Πηγή: Μήτσος Λυγίζος, Ποίηση απ' την Αντίσταση, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1985.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Imre Kertész - Ομιλία κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (Στοκχόλμη, 7 Δεκεμβρίου 2002)



Θα ξεκινήσω με μια ομολογία, μια παράξενη ίσως, αλλά ειλικρινή ομολογία. Από τη στιγμή που μπήκα στο αεροπλάνο, για να έρθω εδώ στη Στοκχόλμη και να παραλάβω το φετινό βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αισθάνομαι διαρκώς στη πλάτη μου το διαπεραστικό βλέμμα ενός ουδέτερου παρατηρητή, και τούτη την πανηγυρική στιγμή – η οποία με τοποθετεί ξαφνικά στο επίκεντρο της προσοχής όλων – αισθάνομαι να ταυτίζομαι μάλλον με αυτόν τον νηφάλιο παρατηρητή παρά με έναν συγγραφέα που το έργο του διαβάζεται ξαφνικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ελπίζω μονάχα ότι η ομιλία, που έχω την τιμή να εκφωνήσω με την ευκαιρία αυτή, θα με βοηθήσει να άρω αυτόν το διχασμό και να ενώσω εντέλει αυτά τα δυο πρόσωπα που ζουν μέσα μου.

Κατά πρώτον δεν είναι ούτε και σε μένα τον ίδιο απολύτως σαφές τι είδους χάσμα είναι αυτό που αισθάνομαι να υπάρχει ανάμεσα σε αυτήν την εξαιρετική διάκριση και το έργο μου, και στη ζωή μου. Ίσως να έζησα για πάρα πολλά χρόνια σε μια δικτατορία, σε ένα εχθρικό, σε ένα απελπιστικά ξένο πνευματικό περιβάλλον, ώστε να μπορώ να αποκτήσω μια σαφή αυτοσυνείδηση ως συγγραφέας: Ήταν περιττό να προβληματίζεται κανείς για το θέμα αυτό. Επιπλέον, μου έδιναν από κάθε πλευρά να καταλάβω ότι αυτό για το οποίο γράφω, το λεγόμενο «θέμα» που με απασχολεί, είναι αναχρονιστικό και καθόλου ελκυστικό. Για το λόγο αυτό, και εφόσον συνέπιπτε με τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, θεωρούσα συνεχώς τη συγγραφή πάντα αυστηρά προσωπική μου υπόθεση.

Το γεγονός ότι πρόκειται περί προσωπικής υπόθεσης δεν αποκλείει φυσικά τη σοβαρότητα, έστω κι αν μια τέτοια σοβαρότητα μοιάζει λιγάκι αστεία σε ένα περιβάλλον, όπου λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν μονάχα το ψεύδος. Εκεί ίσχυε το φιλοσοφικό αξίωμα ότι ο κόσμος είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς. Εγώ, αντιθέτως, μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα του 1995 συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα – και αυτή η πραγματικότητα είμαι εγώ ο ίδιος, η ζωή μου, αυτό το εύθραυστο δώρο που μου δόθηκε για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, που κατασχέθηκε από άγνωστες, ξένες δυνάμεις και που έπρεπε να το ξαναπάρω πίσω από τη λεγόμενη Ιστορία, αυτό τον τρομερό Μολώχ, επειδή ανήκει μονάχα σε μένα, και επειδή έπρεπε να το χειριστώ αναλόγως.

Κάτι τέτοιο ερχόταν οπωσδήποτε σε τρομερή αντίθεση με όλα εκείνα που αποτελούσαν ολόγυρά μου την, έστω κι αν όχι αντικειμενική, ωστόσο όμως αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Μιλώ για την κομμουνιστική Ουγγαρία, για τον σοσιαλισμό που «ανθούσε και ευημερούσε». Αν ο κόσμος είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς, τότε ο άνθρωπος – ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό – δεν είναι παρά αντικείμενο και η ιστορία της ζωής του δεν είναι παρά μια ασύνδετη σειρά ιστορικών συμπτώσεων, οι οποίες μπορεί να τον παραξενεύουν, με τις οποίες όμως ο ίδιος δεν έχει απολύτως καμία σχέση. Είναι άσκοπο να προσπαθήσει κανείς να τις συνδέσει ώστε να σχηματίσει ένα Όλον με συνοχή, αφού εκεί μέσα υπάρχουν στιγμές που παραείναι αντικειμενικές, ώστε το υποκειμενικό του Εγώ να μπορεί να αναλάβει την ευθύνη τους.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1956, ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση. Για μια στιγμή η χώρα έγινε υποκειμενική. Τα σοβιετικά τανκς ωστόσο επανέφεραν γρήγορα την τάξη. Ακόμα κι αν σας φανεί ειρωνικό, θα ήθελα να σας ζητήσω να σκεφτείτε τι απέγινε η γλώσσα, οι λέξεις του εικοστού αιώνα. Ίσως για τον σημερινό συγγραφέα να είναι μια από τις πρώτες και πιο συγκλονιστικές ανακαλύψεις το γεγονός ότι η γλώσσα, έτσι όπως είναι, τρόπον τινά κληροδοτημένη από μια αρχέγονη πολιτισμική εποχή, είναι ανίκανη να περιγράψει τις πραγματικές διαδικασίες και τις απόψεις εκείνες που άλλοτε είχαν την γενική αποδοχή. Σκεφτείτε τον Κάφκα, τον Όργουελ, στα χέρια των οποίων η παλιά γλώσσα απλώς αποσυντίθενται, σάμπως να την έριχναν στη φωτιά, για να επιδείξουν έπειτα τις στάχτες της, μέσα από τις οποίες έρχονται στο προσκήνιο νέες και ως τώρα άγνωστες μορφές της.

Θα ήθελα ωστόσο να επανέλθω στην προσωπική μου υπόθεση, στη συγγραφή. Υπάρχουν ερωτήματα τα οποία κάποιος στη δική μου κατάσταση δεν τα θέτει καν. Ο Σαρτρ, λόγου χάριν, αφιέρωσε σε ένα από τα ερωτήματα αυτά ένα ολόκληρο βιβλίο: «Για ποιον γράφουμε;» Το ερώτημα είναι ενδιαφέρον, μπορεί όμως να αποδειχτεί και επικίνδυνο, κι εγώ ευγνωμονώ τη μοίρα που δεν με ανάγκασε να ασχοληθώ μαζί του ποτέ. Ας δούμε όμως πού έγκειται ο κίνδυνος. Αν επιλέξουμε, λόγου χάριν, ένα κοινωνικό στρώμα, το οποίο δεν θέλουμε απλώς να ευχαριστήσουμε αλλά και να επηρεάσουμε, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να εξετάσουμε αν το ύφος μας είναι πραγματικά κατάλληλο για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σύντομα ο συγγραφέας κυριεύεται από αμφιβολίες: Το χειρότερο είναι ότι επιβαρύνεται σε κάθε περίπτωση με το να παρατηρεί τον ίδιο του τον εαυτό. Και πώς μπορεί να ξέρει τι πραγματικά επιθυμεί το κοινό του, τι του αρέσει; Σε τελική ανάλυση δεν είναι δυνατόν να τους ρωτήσει όλους, ένα έναν ξεχωριστά. Εξάλλου θα ήταν μάταιο να το κάνει. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος είναι το πώς ο ίδιος φαντάζεται αυτό το κοινό, ποιες επιθυμίες ο ίδιος αποδίδει σε αυτό και ποια επίδραση θα ασκούσε στον ίδιο εκείνο το αποτέλεσμα, το οποίο ο ίδιος επιδιώκει να πετύχει. Για ποιον λοιπόν γράφει ο συγγραφέας; Η απάντηση είναι προφανής: γράφει για τον ίδιο του τον εαυτό.

Για μένα θα μπορούσα να πω ότι έφτασα απευθείας στην απάντηση αυτή. Βεβαίως, το ζήτημα είναι πιο απλό: Δεν είχα κοινό ούτε και ήθελα να επηρεάσω κανέναν. Δεν ξεκινούσα να γράφω ορμώμενος από κάποια σκοπιμότητα, και αυτά που έγραφα δεν απευθύνονταν σε κανέναν. Αν αυτά που έγραφα είχαν κάποιο συγκεκριμένο στόχο, τότε ο στόχος αυτός δεν ήταν παρά η πίστη στο αντικείμενό μου, ως προς τη μορφή και ως προς τη γλώσσα, τίποτε περισσότερο. Ήταν σημαντικό να ξεκαθαριστεί αυτό κατά τη διάρκεια της γελοίας αλλά και θλιβερής περιόδου της κρατικά ελεγχόμενης και λεγόμενης στρατευμένης λογοτεχνίας.

Πιο δύσκολο θα ήταν για μένα να απαντήσω σε ένα άλλο ερώτημα, το οποίο ενείχε μάλιστα και δικαιολογημένες αμφιβολίες – γιατί γράφουμε. Αλλά και εδώ στάθηκα τυχερός, διότι δεν συνέβη ποτέ, όταν ετίθετο το ερώτημα αυτό, να μπορώ να επιλέξω. Τον τρόπο που έγινε τον έχω περιγράψει παρεμπιπτόντως στο μυθιστόρημά μου με τίτλο «Φιάσκο», μένοντας πιστός στην πραγματικότητα. Στεκόμουν στον άδειο διάδρομο του κτηρίου κάποιας δημόσιας υπηρεσίας, όταν από έναν άλλον, κάθετο διάδρομο άκουσα βήματα. Μια παράξενη αναστάτωση με κυρίευσε όσο τα βήματα πλησίαζαν και, παρόλο που ήταν τα βήματα ενός και μόνο, άγνωστου ανθρώπου, με κατέκλυσε η αίσθηση ότι άκουγα τα βήματα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ήταν σάμπως να πλησίαζε μια παρατεταγμένη φάλαγγα, με βήμα βαρύ, και κατάλαβα αίφνης την ελκτική δύναμη που ασκούσε αυτή η φάλαγγα, που ασκούσαν αυτά τα βαριά βήματα. Εκεί, σε εκείνον τον διάδρομο, συνειδητοποίησα σε ένα και μόνο λεπτό την έκσταση της αυτοεγκατάλειψης, τη μεθυστική ηδονή του να χάνεσαι μέσα στο πλήθος, την οποία ο Νίτσε – σε άλλο πλαίσιο βεβαίως, με τρόπο ωστόσο που ταιριάζει και στην προκείμενη περίπτωση – ονομάζει διονυσιακή εμπειρία. Μια σχεδόν φυσική δύναμη με έσπρωχνε και με τραβούσε στις σειρές αυτής της φάλαγγας, είχα την αίσθηση ότι θα έπρεπε να ακουμπήσω τη πλάτη στον τοίχο και να μείνω εκεί, για να αντισταθώ σε αυτή την παραπλανητική έλξη.

Διηγούμαι αυτή την τόσο έντονη στιγμή ακριβώς όπως την έζησα· σάμπως η πηγή από την οποία ξεπηδούσε σαν όραμα να βρισκόταν κάπου έξω από μένα και όχι μέσα μου. Κάθε καλλιτέχνης έχει γνωρίσει τέτοιες στιγμές. Παλιότερα τις αποκαλούσαν ξαφνική έμπνευση. Αυτό που έζησα όμως δεν θα το κατέτασσα στις εμπειρίες καλλιτεχνικής φύσης. Θα το χαρακτήριζα μάλλον ως υπαρξιακή συνειδητοποίηση. Αυτό που κέρδισα από τη στιγμή αυτή δεν ήταν η Τέχνη μου, της οποίας τα μέσα θα αναζητούσα για καιρό ακόμα, αλλά η ζωή μου, την οποία είχα σχεδόν χάσει. Η στιγμή αυτή αφορούσε τη μοναξιά, αφορούσε μια δύσκολη ζωή, αφορούσε αυτό για το οποίο μίλησα στην αρχή: την έξοδο από αυτή την μεθυστική φάλαγγα, από την Ιστορία που μας αφαιρεί την προσωπικότητα και τη μοίρα. Εμβρόντητος κατάλαβα ότι μετά από μια δεκαετία, όταν είχα γυρίσει πια από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί και βρισκόμουν υπό την επήρεια της σταλινικής τρομοκρατίας, αυτό που μου έμεινε από όλα αυτά δεν ήταν παρά μια θολή εικόνα και κάποιες ανέκδοτες ιστορίες. Σάμπως να μην είχα πάθει τίποτα, όπως λέμε.

Είναι ολοφάνερο πως τέτοιου είδους στιγμές, που μοιάζουν με όραμα, έχουν μια δική τους, μεγάλη προϊστορία· ο Φρόιντ πιθανόν να τις ερμήνευε ως αποτέλεσμα της καταπίεσης ενός τραυματικού βιώματος. Και ίσως να είχε και δίκιο. Και μιας και ο ίδιος κλείνω προς τον ορθολογισμό και κάθε είδους μυστικισμός και ονειροπόληση μου είναι ξένα, όταν μιλώ για όραμα είμαι αναγκασμένος να το αντιλαμβάνομαι ως κάτι το πραγματικό, το οποίο έχει αποκτήσει υπερφυσική μορφή· την αιφνίδια, κατά κάποιον τρόπο, επαναστατική αποκάλυψη μιας σκέψης που έχει ωριμάσει μέσα μου, κάτι που εκφράζεται με την αρχαία κραυγή «Εύρηκα!». Τι είχα βρει όμως;

Είχα πει κάποτε ότι ο λεγόμενος Σοσιαλισμός σημαίνει για μένα ό,τι σήμαινε για τον Μαρσέλ Προυστ μια μικρή μαντλέν βουτηγμένη στο τσάι, που ξυπνούσε ξαφνικά μέσα του τη γεύση χρόνων περασμένων. Κατά κύριο λόγο βασιζόμενος σε λόγους που αφορούσαν τη γλώσσα, μετά την καταστολή της Επανάστασης του 1956 αποφάσισα να μείνω στην Ουγγαρία. Αυτή τη φορά μπορούσα να παρατηρώ ως ενήλικας – και όχι σαν παιδί, όπως άλλοτε – πώς λειτουργεί μια δικτατορία. Είδα πώς έφερνε έναν λαό στο σημείο να αρνηθεί τις ιδέες του, είδα τις πρώτες, προσεχτικές κινήσεις προσαρμογής, κατάλαβα ότι η ελπίδα είναι όργανο του Κακού και η Κατηγορική Προσταγή του Καντ, η Ηθική, είναι ένας απλός υπηρέτης της αυτοδιατήρησης.

Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια μεγαλύτερη ελευθερία από εκείνη που απολαμβάνει ο συγγραφέας με μια ήπια, κουρασμένη θα λέγαμε, παρακμιακή μάλιστα δικτατορία; Στη δεκαετία του εξήντα η ουγγρική δικτατορία κατάφερε να φτάσει σε μια κατάσταση εδραίωσης, την οποία θα μπορούσε κανείς να περιγράψει σχεδόν ως κοινωνική συναίνεση και την οποία ο δυτικός κόσμος ονόμασε με σχεδόν ιλαρή επιείκεια «κομμουνισμό γκούλας»: Μετά την αρχική αποδοκιμασία ο κομμουνισμός της Ουγγαρίας φάνηκε να έγινε ξαφνικά ο αγαπημένος τύπος κομμουνισμού της Δύσης. Στον βαθύ βόρβορο αυτής της συναίνεσης ή εγκατέλειπε κανείς οριστικά τον αγώνα ή έβρισκε περίπλοκους δρόμους που οδηγούσαν στην εσωτερική ελευθερία.


Τα πάντα είναι μυθοπλασία. Ο άνθρωπος είναι μια μυθοπλασία. Αν δω τη ζωή μου από απόσταση, συνειδητοποιώ πως έγινα συγγραφέας όταν τίποτε δεν έδειχνε ότι θα γινόμουν. Δεν το είχα πει σε κανέναν, δεν ήξερα τίποτε, δεν είχα σχέδιο και αυτά που έγραφα ήταν εντελώς απίθανα. Δεν πίστευα πως θα ζούσα από αυτά ή θα τα έβλεπα δημοσιευμένα σε μια κοινωνία όπως αυτή της κομμουνιστικής Ουγγαρίας. Αλλά επέμενα σε αυτήν τη μυθοπλασία που είχα επινοήσει και ζούσα μια διπλή ζωή: μια μυστική ζωή, μεγαλειώδη και μια ζωή πολύ κοντά στην επιφάνεια. Από συνέντευξη του συγγραφέα στην ισπανική εφημερίδα El Pais.

Τα βασικά έξοδα του συγγραφέα είναι μικρά, το μόνο που χρειάζεται για να ασκήσει το επάγγελμά του είναι χαρτί και μολύβι. Η απέχθεια και η καταπίεση με τις οποίες ξυπνούσα κάθε πρωί με προετοίμαζαν αμέσως για τον κόσμο τον οποίο ήθελα να περιγράψω. Διαπίστωσα ότι τοποθετούσα τον άνθρωπο που βογκούσε υπό τη λογική του ολοκληρωτικού συστήματος σε ένα άλλο ολοκληρωτικό σύστημα, και αυτό αναμφίβολα μετέτρεπε τη γλώσσα του μυθιστορήματός μου σε ένα υποβλητικό μέσο. Αν αναλογιστώ πολύ σοβαρά την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν τότε, δεν ξέρω αν θα ήμουν σε θέση να γράψω στη Δύση, σε μια ελεύθερη κοινωνία το μυθιστόρημα που είναι γνωστό σήμερα με τον τίτλο «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» και το οποίο τιμήθηκε με τη μεγαλύτερη διάκριση της Σουηδικής Ακαδημίας.

Όχι, οι προσπάθειές μου θα είχαν στραφεί σίγουρα σε κάτι διαφορετικό. Δεν λέω ότι δεν θα επρόκειτο πάλι για την αλήθεια, ίσως όμως για ένα άλλο είδος αλήθειας. Στην ελεύθερη αγορά των βιβλίων και των ιδεών ίσως να είχα προβληματιστεί κι εγώ πολύ, για να βρω μια κάπως πιο φαντασμαγορική μυθιστορηματική μορφή: Θα μπορούσα λόγου χάριν να κατακερματίσω το χρόνο της αφήγησης, ώστε να αφηγηθώ μονάχα τις δυνατές σκηνές. Μόνο που ο ήρωας του μυθιστορήματός μου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν βιώνει τον δικό του χρόνο, επειδή δεν του ανήκουν ούτε ο χρόνος ούτε η γλώσσα ούτε η προσωπικότητά του. Δεν καταθέτει αναμνήσεις, υπάρχει, Έτσι, ο δύσμοιρος νέος ήταν αναγκασμένος να μαραζώνει στις ύποπτες παγίδες της γραμμικότητας και δεν μπορούσε να αποδεσμευτεί από τις βασανιστικές λεπτομέρειες. Αντί για μια εντυπωσιακή ακολουθία μεγάλων τραγικών στιγμών ήταν αναγκασμένος να βιώνει το Όλον, το οποίο είναι στενόχωρο και προσφέρει ελάχιστες εναλλαγές, όπως η ζωή.

Αυτό όμως οδήγησε σε απροσδόκητα διδάγματα. Η γραμμικότητα απαιτούσε να συμπληρωθούν πλήρως οι δεδομένες συνθήκες. Δεν άφηνε το περιθώριο να παραλείψω εύσχημα ένα διάστημα είκοσι λεπτών, ας πούμε, απλώς και μόνο επειδή αυτά τα είκοσι λεπτά ανοίγονταν μπροστά μου σαν μια άγνωστη και τρομακτική μαύρη τρύπα, σαν μαζικός τάφος. Μιλώ για εκείνα τα είκοσι λεπτά που περνούσαν στην αποβάθρα φόρτωσης του Μπίρκεναου, ώσπου οι άνθρωποι που κατέβαιναν από το τρένο να φτάσουν μπροστά στον αξιωματικό που έκανε την επιλογή. Σε γενικές γραμμές θυμόμουν αυτά τα είκοσι λεπτά, το μυθιστόρημα όμως απαιτούσε από μένα να μην εμπιστεύομαι τη μνήμη μου. Όπως όσες μαρτυρίες, καταθέσεις, αναμνήσεις επιζώντων διάβασα, σχεδόν όλες συμφωνούσαν ότι τα πάντα κυλούσαν πολύ γρήγορα και μπερδεμένα: Οι πόρτες των βαγονιών άνοιγαν, άκουγαν ουρλιαχτά και γαβγίσματα σκύλων, οι άντρες χωρίζονταν από τις γυναίκες, και μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση βρίσκονταν να στέκουν μπροστά στον αξιωματικό, που τους επιθεωρούσε με μια γρήγορη ματιά, έδειχνε κάτι τεντώνοντας το χέρι κι αμέσως μετά βρίσκονταν να φορούν τις στολές των κρατουμένων.

Είχα αυτά τα είκοσι λεπτά διαφορετικά στη μνήμη μου. Αναζητώντας αυθεντικές πηγές διάβασα για πρώτη φορά τα ξεκάθαρα και με τρόπο αυτοβασανιστικό ανηλεή διηγήματα του Ταντέους Μπορόφσκι, μεταξύ αυτών και το διήγημα με τίτλο «Από δω για τα αέρια, κυρίες και κύριοι». Αργότερα έπεσαν στα χέρια μου οι φωτογραφίες των ανθρώπινων φορτίων που έφταναν στην αποβάθρα του Μπίρκεναου, τις οποίες είχε βγάλει ένας στρατιώτης των SS και οι οποίες βρέθηκαν από αμερικανούς στρατιώτες στον πρώην στρατώνα των SS του στρατοπέδου Νταχάου, όταν είχε πια απελευθερωθεί. Κοιτούσα άναυδος τις φωτογραφίες. Όμορφα, χαμογελαστά γυναικεία πρόσωπα, νέοι άντρες που κοιτούσαν γεμάτοι κατανόηση, γεμάτοι με τις καλύτερες προθέσεις, γεμάτοι προθυμία να συνεργαστούν. Τότε κατάλαβα για ποιο λόγο και με ποιο τρόπο αυτά τα ταπεινωτικά είκοσι λεπτά απραξίας και αμηχανίας μπόρεσαν να σβηστούν από τη μνήμη τους. Και όταν σκέφτηκα ότι όλα αυτά επαναλαμβάνονταν πάντα με τον ίδιο τρόπο, κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα, για χρόνια, τότε κατάλαβα το μηχανισμό του τρόμου, συνειδητοποίησα πώς ήταν δυνατόν η ανθρώπινη φύση να στραφεί ενάντια στην ανθρώπινη ζωή.

Έτσι προχώρησα, βήμα βήμα, ακολουθώντας τη γραμμική οδό της εξερεύνησης· ήταν, αν θέλετε, η δική μου ευρετική μέθοδος. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε ούτε κατ’ ελάχιστον για ποιον έγραφα, ούτε και γιατί έγραφα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το ερώτημα: Τι σχέση έχω εγώ με τη λογοτεχνία; Αφού ήταν σαφές, από τη λογοτεχνία και το πνεύμα, από τις ιδέες που συνδέονται με αυτή την έννοια, με χώριζε μια αδιαπέραστη διαχωριστική γραμμή, και αυτή η διαχωριστική γραμμή – όπως και πολλά άλλα πράγματα – έφερε το όνομα Άουσβιτς. Όταν κάποιος γράφει για το Άουσβιτς πρέπει να γνωρίζει ότι – τουλάχιστον κατά μια συγκεκριμένη έννοια – ακυρώνει τη λογοτεχνία. Για το Άουσβιτς μπορεί κανείς να γράψει μονάχα ένα μαύρο μυθιστόρημα, ένα – και το λέω με κάθε σεβασμό – εύπεπτο μυθιστόρημα σε συνέχειες, που ξεκινάει με το Άουσβιτς και φτάνει μέχρι το σήμερα. Θέλω να πω ότι μετά το Άουσβιτς δεν έχει συμβεί τίποτα που να μπορούσε να ακυρώσει, να αναιρέσει το Άουσβιτς. Το Ολοκαύτωμα δεν θα μπορούσε να παρουσιάζεται ποτέ στο έργο μου σε παρελθοντικό χρόνο.

Συνηθίζεται να λέγεται για μένα – και τούτο εννοείται άλλοτε ως έπαινος άλλοτε ως μομφή – ότι γράφω μόνο για ένα θέμα: ότι είμαι συγγραφέας του Ολοκαυτώματος. Δεν έχω καμία αντίρρηση· για ποιο λόγο να μη δεχτώ – αν εξαιρέσουμε κάποιους περιορισμούς – το χώρο που μου δίνεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων που αφορούν το θέμα αυτό; Ποιος συγγραφέας δεν είναι σήμερα συγγραφέας του Ολοκαυτώματος; Αντιλαμβάνομαι το ζήτημα ως εξής: Δεν είναι απαραίτητο να έχει επιλεγεί άμεσα το Ολοκαύτωμα ως θέμα ενός βιβλίου, ώστε να προσέξουμε τη σπασμένη φωνή που έχει η σύγχρονη Τέχνη της Ευρώπης εδώ και δεκαετίες. Και θα πάω και λίγο πιο μακριά: Δεν ξέρω καμία απολύτως πραγματικά καλή, αυθεντική Τέχνη, στην οποία δεν θα αντιλαμβανόμουν αυτή τη σπασμένη φωνή, κατά κάποιον τρόπο σαν να κοιτάζει κανείς τον κόσμο γύρω του εξουθενωμένος και αμήχανος μετά από μια νύχτα γεμάτη εφιάλτες.

Δεν επεχείρησα ποτέ να αντιμετωπίσω τον κύκλο των προβλημάτων που λέγεται Ολοκαύτωμα σαν μια άλυτη σύγκρουση μεταξύ Γερμανών και Εβραίων· δεν πίστεψα ποτέ ότι πρόκειται για το πιο πρόσφατο κεφάλαιο της ιστορίας των εβραϊκών παθών, το οποίο ακολούθησε λογικά τις προηγούμενες δοκιμασίες τους· δεν το είδα ποτέ σαν μια λεγόμενη μοναδική εκτροπή της Ιστορίας, σαν ένα πογκρόμ που με τις διαστάσεις του ξεπερνά όλα τα προηγούμενα, σαν μια προϋπόθεση για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους. Με το Ολοκαύτωμα συνειδητοποίησα την κατάσταση του ανθρώπου, τον τελευταίο σταθμό της μεγάλης περιπέτειας στην οποία περιήλθε ο άνθρωπος της Ευρώπης μετά από δυο χιλιάδες χρόνια ηθικής και πολιτισμικής ιστορίας.

Απομένει τώρα να αναλογιστούμε προς τα πού οδεύουμε. Το πρόβλημα Άουσβιτς δεν έγκειται στο αν θα βάλουμε τελεία και παύλα μετά απ’ αυτό ή όχι· στο αν θα πρέπει να το διατηρήσουμε στη μνήμη μας ή αν θα το κλείσουμε στο αντίστοιχο συρτάρι της ιστορίας· στο αν θα στήσουμε μνημεία για τα εκατομμύρια των δολοφονηθέντων και τι είδους μνημεία θα πρέπει να είναι αυτά. Το πραγματικό πρόβλημα του Άουσβιτς έγκειται στο ότι συνέβη και ότι το γεγονός αυτό δεν αλλάζει ούτε και με τις καλύτερες, αλλά ούτε και με τις χειρότερες προθέσεις. Ο καθολικός Ούγγρος ποιητής Γιάνος Πιλίνσκι έχει περιγράψει τη δυσκολία αυτής της κατάστασης ίσως με τον ακριβή τρόπο όταν τη χαρακτηρίζει «σκάνδαλο»· και εννοούσε προφανέστατα το γεγονός ότι το Άουσβιτς έλαβε χώρα σε ένα χριστιανικό πολιτισμικό περιβάλλον και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί με πνεύμα μεταφυσικό.

Κάποιες παλιές προφητείες μιλούσαν για το θάνατο του Θεού. Αναμφίβολα, μετά το Άουσβιτς πρέπει να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε μόνοι μας τις αξίες μας, μέρα τη μέρα και με κείνη τη διαρκή, αλλά αόρατη ηθική επενέργεια, η οποία κάποια μέρα θα φέρει στο φως τις αξίες αυτές και ίσως τις εξυψώσει σε μια καινούργια ευρωπαϊκή κουλτούρα. Θεωρώ το βραβείο, με το οποίο η Σουηδική Ακαδημία θεώρησε σωστό να τιμήσει το έργο μου, ως ένα σημάδι για το γεγονός ότι η Ευρώπη χρειάζεται εκ νέου εκείνες τις εμπειρίες τις οποίες αναγκάστηκαν να βιώσουν οι μάρτυρες του Άουσβιτς, του Ολοκαυτώματος. Στα δικά μου μάτια, επιτρέψτε μου την έκφραση, η απόφαση αυτή δείχνει θάρρος, από μια συγκεκριμένη άποψη ακόμη και αποφασιστικότητα· με καλέσατε να παρουσιαστώ εδώ, παρόλο που θα φανταζόσασταν τι επρόκειτο να ακούσετε από μένα. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, εκείνο που εκφράστηκε με την Τελική Λύση και με το «σύμπαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης» δεν είναι δυνατόν να παρερμηνευτεί, και η μοναδική δυνατότητα που έχουμε για να επιζήσουμε και να αντλήσουμε δημιουργική δύναμη είναι να αναγνωρίσουμε αυτό το σημείο μηδέν.

Γιατί αυτή η ξεκάθαρη άποψη να μην είναι γόνιμη; Στο βάθος όλων των μεγάλων διαπιστώσεων, ακόμα κι αν αυτές βασίζονται σε ανυπέρβλητες καταστροφές, κρύβεται πάντα κάτι από την πιο σημαντική όλων των ευρωπαϊκών αξιών, μια στιγμή ελευθερίας, που μπαίνει στη ζωή μας σαν κάτι το επιπρόσθετο, σαν κάτι που την εμπλουτίζει, κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε το πραγματικό γεγονός της ύπαρξής μας και την πραγματική ευθύνη που φέρουμε γι’ αυτήν.

Είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα που μπορώ και εκφράζω αυτές τις σκέψεις στη μητρική μου γλώσσα, στα Ουγγρικά. Γεννήθηκα στη Βουδαπέστη, σε μια εβραϊκή οικογένεια, η οποία από την πλευρά της μητέρας μου καταγόταν από το Κλάουζενμπουργκ της Τρανσυλβανίας και από την πλευρά του πατέρα μου από τη νοτιοδυτική πλευρά της λίμνης Μπάλατον. Οι γονείς των γονιών μου τα βράδια της Παρασκευής άναβαν τα κεριά του Σαββάτου, τα ονόματά τους όμως ήταν πλέον ουγγρικά, και ήταν αυτονόητο για κείνους ότι ο ιουδαϊσμός ήταν η θρησκεία τους, η Ουγγαρία ωστόσο η πατρίδα τους. Οι γονείς της μητέρας μου χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα, τους γονείς του πατέρα μου τους σκότωσε το κομμουνιστικό καθεστώς Ράκοζι, όταν το εβραϊκό γηροκομείο εκτοπίστηκε από τη Βουδαπέστη στην περιοχή των βορείων συνόρων της χώρας.

Για μένα αυτή η σύντομη οικογενειακή ιστορία εμπεριέχει και συμβολίζει κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη ιστορία των παθών της χώρας. Έμαθα από όλα αυτά ότι το πένθος δεν φέρνει μόνο πίκρα αλλά και εξαιρετικά ηθικά αποθέματα. Το γεγονός ότι είμαι Εβραίος το βιώνω σήμερα κατά κύριο λόγο πάλι ως ηθική υποχρέωση. Αν το Ολοκαύτωμα έχει αποκτήσει εν τω μεταξύ πολιτιστική επίδραση – πράγμα που αναντίρρητα ισχύει – τότε αυτό συμβαίνει με μοναδικό στόχο – ξεκινώντας από μια πραγματικότητα που δεν είναι δυνατόν να επανορθωθεί και ακολουθώντας την οδό του πνεύματος – να φτάσει στην επανόρθωση, στην κάθαρση. Η επιθυμία αυτή με ενέπνευσε σε κάθε δημιουργική μου προσπάθεια.

Φτάνοντας στο τέλος της ομιλίας μου, οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα και τώρα δεν έχω βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στη ζωή μου, στο έργο μου και στο βραβείο Νομπέλ. Επί του παρόντος αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη – ευγνωμοσύνη για την αγάπη που με έσωσε και που με κρατάει στη ζωή μέχρι σήμερα. Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι σε αυτή τη διαδρομή ζωής που είναι δύσκολο να την παρακολουθήσει κανείς, σε αυτή την «καριέρα», αν μου επιτρέπεται να το πω έτσι, υπάρχει κάτι το καταστροφικό, κάτι το παράλογο· που δεν μπορεί να το σκεφτεί κανείς χωρίς να μπει στον πειρασμό να πιστέψει στην τάξη ενός άλλου κόσμου, στη μοίρα ή σε μια μεταφυσική δικαιοσύνη: που σημαίνει, χωρίς να πέσει στην παγίδα της αυταπάτης κι έτσι να αποτύχει, να καταστραφεί και να χάσει τη βαθιά και βασανιστική του σχέση με τα εκατομμύρια εκείνων που αφανίστηκαν και δεν γνώρισαν έλεος. Δεν είναι τόσο εύκολο να αποτελείς εξαίρεση· και όταν η μοίρα μάς έχει ορίσει να αποτελούμε εξαίρεση, πρέπει να συμφιλιωθούμε με την παράλογη τάξη της σύμπτωσης, η οποία κυριαρχεί στη ζωή μας, που είναι εκτεθειμένη σε απάνθρωπες δυνάμεις και φρικτές δικτατορίες, με την αυθαιρεσία ενός εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ωστόσο, ενώ προετοιμαζόμουν για την ομιλία αυτή, συνέβη κάτι πολύ παράξενο, που κατά μια άποψη αποκατέστησε πάλι τη γαλήνη μέσα μου. Ήταν από τον διευθυντή του μνημείου του Μπούχενβαλντ, τον δρα Φόλκχαρτ Κνίγκε. Είχε επισυνάψει ένα μικρότερο φάκελο με τα θερμά του συγχαρητήρια αλλά και με το περιεχόμενο του μεγάλου φακέλου, ώστε σε περίπτωση που δεν θα είχα τη δύναμη να τον ανοίξω, να μην το κάνω. Στο φάκελο υπήρχε ένα αντίγραφο της ημερήσιας αναφοράς σχετικά με την κατάσταση των κρατουμένων των στρατοπέδων συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ στις 18 Φεβρουαρίου 1945. Στη στήλη με τίτλο «Απώλειες» διάβασα ότι ο κρατούμενος 64921, Ίμρε Κέρτες, γεννηθείς το 1927, εργάτης εργοστασίου, είχε πεθάνει. Τα δυο λανθασμένα στοιχεία – το έτος γέννησής μου και το επάγγελμά μου – είχαν καταχωρηθεί έτσι, επειδή όταν μας πήγαν στη διοίκηση του Μπούχενβαλντ είχα δηλώσει ότι είμαι δυο χρόνια μεγαλύτερος, για να μη με βάλουν μαζί με τα παιδιά, καθώς και ότι είμαι εργάτης εργοστασίου αντί για μαθητής, για να φαίνομαι πιο χρήσιμος.

Πέθανα λοιπόν μια φορά, για να μπορέσω να ζήσω – και ίσως αυτή να είναι η πραγματική μου ιστορία. Αν έτσι είναι, τότε αφιερώνω αυτό το έργο, που γεννήθηκε από το θάνατο ενός παιδιού, στα τόσα εκατομμύρια των νεκρών και σε όλους εκείνους που εξακολουθούν να τους θυμούνται. Όμως, εφόσον σε τελική ανάλυση πρόκειται περί λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας που σύμφωνα με την αιτιολογία της Ακαδημίας αποτελεί ταυτόχρονα και μαρτυρία, ίσως να φανεί χρήσιμη και στο μέλλον, θα προτιμούσα να πω: να υπηρετήσει το μέλλον. Διότι σύμφωνα με τα όσα πιστεύω, όταν αναλογίζομαι την τραυματική επίδραση του Άουσβιτς, έρχομαι αντιμέτωπος με τα θεμελιώδη ζητήματα της βιωσιμότητας και της δημιουργικής δύναμης του σημερινού ανθρώπου· που σημαίνει ότι όταν αναλογίζομαι το Άουσβιτς, σκέφτομαι κατά παράδοξο τρόπο το μέλλον παρά το παρελθόν.

Αναδημοσίευση από: https://figokentros.wordpress.com/2016/04/01/imre-kertesz/