Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Τα πρώτα γράμματα

 


Τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Καβάλα, μια ομάδα στρατιωτών με φορτηγά, κατέλαβαν το Δημοτικό σχολείο της γειτονιάς. Έτσι κι αλλιώς ήταν άδειο, αφού από βδομάδες τώρα δεν υπήρχε Ελληνικό Δημόσιο. Το σχολείο έγινε στρατώνας. Γύρω του άρχισαν εκβραχισμούς και άνοιξαν αλάνες. Εκεί παρκάρανε αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα. Από τα κοντινά σπίτια έδιωξαν τις οικογένειες. Εγκαταστάθηκαν εκεί βαθμοφόροι και στρατιώτες.

Έφθασε πείνα. Τριγυρνούσαμε στο σχολείο ψάχνοντας στα σκουπίδια των Γερμανών. Στους λόφους γυρνούσαμε, στις πλαγιές μαζεύοντας χόρτα. Πευκοβελόνες μαζεύαμε και κουκουνάρες για τη φωτιά. Πουρνάρια λίγο ψηλότερα. Στη θάλασσα κατεβαίναμε, απ' τα βράχια μαζεύαμε πεταλίδες, μύδια, πιο μέσα χτένια. Αλάτι μαζεύαμε απ' τα βράχια. Βρίσκαμε κάτι ελάχιστα, αφού όλοι τα ίδια ψάχναν.

Πίσω απ' τους Γερμανούς ακολουθούσαν οι Βούλγαροι. Η περιοχή μας πέρασε στη δικαιοδοσία τους. Με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να την ενσωματώσουν στο Βασίλειο του Μπόρι. Απαγόρεψαν καθετί ελληνικό. Δεν άνοιξαν ποτέ ελληνικά σχολεία και υποχρέωναν τα παιδιά να πηγαίνουν σε βουλγαρικά σχολεία. Όλα τα έγγραφα και οι εφημερίδες ήταν στη γλώσσα τους. Άλλαξαν τις επιγραφές στους δρόμους, στις εκκλησίες και τα καταστήματα. Μάζεψαν κι εξαφάνισαν τα ελληνικά βιβλία. Όλα τα αρχεία. Σε κάθε ελληνική επιχείρηση ή κατάστημα διόρισαν κι έναν Βούλγαρο πολίτη σαν συνεταίρο. Έτσι, για να μην πάω σε βουλγαρικό σχολείο η μητέρα μου μ' έκρυβε. Έλεγε παντού «είναι μικρός ακόμη». Έτσι κι αλλιώς δεν πρόλαβα να πάω ούτε σ' ελληνικό, αφού όταν ήρθε η ηλικία μου έγινε ο πόλεμος κι αυτά είχανε πια κλείσει. Δεν γνώριζα ανάγνωση και γραφή.

Ήταν αρχές του 1943, η μητέρα μου αποφάσισε πως πρέπει να μάθω γράμματα. Όμως λίγα και τα δικά της. Στην Τραπεζούντα μόλις πρόλαβε να πάει μέχρι την τρίτη Δημοτικού. Μετά εδώ στο Ελληνικό Βασίλειο έπρεπε να δουλέψει στα καπνά. Παρ' όλα αυτά μια από τις μεγαλύτερές της απολαύσεις ήταν να κάθεται, όταν είχε χρόνο, στη γωνιά της, με την γκαζόλαμπα ή το καντήλι, και να διαβάζει κάθε τυπωμένο χαρτί που έπεφτε στα χέρια της. Συνήθως παλιά σχολικά βιβλία.

Νιώθαμε στην κυριολεξία περιτριγυρισμένοι απ' τον εχθρό, καθώς στα γύρω σπίτια απ' το δικό μας, στα επιταγμένα, είχαν εγκατασταθεί Γερμανοί και Βούλγαροι.

Από το φόβο των αλλογλώσσων, κυρίως απ' την τακτική των Βουλγάρων, η μητέρα, για να τονώσει το φρόνημά μου, μου μάθαινε τους πρώτους στίχους απ' τον Θούριο του Ρήγα, ακόμη τους πρώτους στίχους απ' την Ωδή του Κάλβου Εις τον Ιερόν Λόχον. Μου τα διάβαζε από ένα παλιό αναγνωστικό που το έκρυβε στο υπόγειο κάτω από τσαλιά και ξύλα. Οι Βούλγαροι έτσι κι αλλιώς απαγόρευαν και κυνηγούσαν βιβλία και γραφές της γλώσσας μας. Στο σκοτάδι του υπογείου μ' έβαζε να τα επαναλαμβάνω με χαμηλή φωνή αλλά μ' ένταση. Κι όταν κάποτε με άκουσε να φωνάζω μια ή δυο βουλγάρικες λέξεις στον συνομήλικό μου, από τα επιταγμένα, Πάβελ, ήρθε στον κήπο, μ' άρπαξε απ' το μπράτσο, μ' έσυρε στο σπίτι αγριεμένη, μ' έκανε μαύρο στο ξύλο.

Λίγα τα δικά της γράμματα, δεν μπορούσε να με προχωρήσει, ζήτησε τότε τη βοήθεια μιας νεαρής γειτόνισσάς μας, της Μαρίκας. Τον τελευταίο χρόνο πριν απ' τον πόλεμο είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Ερχόταν δύο φορές τη βδομάδα, κρυφά στο υπόγειο με τη λάμπα ή το καντήλι, μου έκανε μαθήματα. Σε σπασμένη πλάκα έγραφα μ' ένα φαγωμένο κοντύλι, έσβηνα με τα δάχτυλα. Όση ώρα κρατούσε το μάθημα η μητέρα καθόταν στην πόρτα, κρατούσε ένα πλεκτό με βελόνες στα χέρια και επισκοπούσε.

Κάθε φορά που έβγαινα απ' το υπόγειο στο φως, είχα τη σταθερή αίσθηση πως απ' τον σκοτεινό κόσμο της ανάγνωσης, της γραφής και των βιβλίων περνούσα στο φως της προφορικής ζωντανής γλώσσας.

Συνεχίζονταν έτσι τα μαθήματα με αντάλλαγμα κάτι φαγώσιμο, απ' την μητέρα μου, όταν υπήρχε.

Όταν μπήκε, το Σεπτέμβρη του 1944, ο ΕΛΑΣ κι απελευθέρωσε την πόλη μας, κι ύστερα από λίγο άνοιξαν τα σχολεία, ήμουν από τα ελάχιστα παιδιά της ηλικίας μου που γνώριζε ανάγνωση και γραφή.

Η επιτροπή του ΕΑΜ της γειτονιάς κατέλαβε το σχολείο. Μπήκαμε μέσα, μαθητές και γονείς, το καθαρίσαμε από τα υπολείμματα των Γερμανών, το βάψαμε με ασβέστη κάτω από την επίβλεψη των δασκάλων μας. Και ήταν αυτοί, η Μαρίκα, που όπως αποδείχτηκε ήταν στην ΕΠΟΝ, ένας άλλος γείτονας μεγαλύτερός μας που κι αυτός είχε τελειώσει το Γυμνάσιο πριν τον πόλεμο, και τέλος διευθυντής και καθοδηγητής μας ανέλαβε ο Αλέξης, που ήταν φοιτητής της Νομικής πριν τον πόλεμο.

Δουλέψαμε μ' ενθουσιασμό παρ' όλες τις ελλείψεις και την πείνα. Διορθώσαμε τα λίγα θρανία που είχαν διασωθεί, κουβαλήσαμε κορμούς δέντρων για σκαμνιά, με παλιά σανίδια φτιάξαμε πίνακες. Οι δάσκαλοι λέγανε πως εμείς είμαστε τα θεμέλια της νέας κοινωνίας. Και θέλαμε να είμαστε.

Υπήρχε ένα συνονθύλευμα παιδιών και ηλικιών. Παιδιά που για πρώτη φορά έπρεπε να πάνε σχολείο μέχρι παιδιά που, έχοντας χάσει τα χρόνια της Κατοχής, ήταν δεκαοχτώ και πάνω. Θέλανε να πάρουν το χαρτί του Δημοτικού για να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο, όπως εγώ, και άλλοι που το θέλαν για να εργαστούν σε υπηρεσίες.

Αφού είχαν αρχίσει τα μαθήματα, μετά από βδομάδες, με κάλεσε ο διευθυντής. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις, μ' έβαλε να διαβάσω και να γράψω μερικές σειρές. «Είμαι ευχαριστημένος μαζί σου», τον άκουσα να λέει καθώς έγραφα στον πίνακα. «Από αύριο θα πας στην έκτη τάξη και θα κάνεις μαθήματα μαζί μου». Έτσι σε λίγες βδομάδες από την τρίτη τάξη βρέθηκα στην έκτη. Εκεί που φυσιολογικά θα έπρεπε να βρίσκομαι σύμφωνα με την ηλικία μου. Και δικαιωματικά εντάχθηκα και στα Αετόπουλα.

Μετά τις συμφωνίες της Βάρκιζας άρχισαν να καταφθάνουν οι Εγγλέζοι, με τα πλοία τους στο λιμάνι, να πιάνουν τα μέρη που είχαν εγκατασταθεί πριν οι Γερμανοί, και πίσω τους το παλιό καλό ελληνικό Δημόσιο.

Το σχολείο προχωρούσε δύσκολα, με πείνα, με κρύο, με κάθε είδους ελλείψεις. Η κατάσταση που βιώναμε ήταν έκρυθμη, όλα από μέρα σε μέρα παίζονταν. Την 25η Μαρτίου έγινε στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου μια μεγάλη γιορτή. Απάγγειλα μ' επιτυχία ένα μέρος από τον Θούριο του Ρήγα, κάποια παιδιά διάβασαν άλλα κείμενα. Στο τέλος της γιορτής ο διευθυντής μας, ο Αλέξης, έκανε έναν σύντομο απολογισμό των μηνών που πέρασαν, είπαν να μην ξεχάσουμε τον αγώνα που έγινε και γίνεται, και μας ανακοίνωσε το κλείσιμο του σχολείου. Θα το ανοίξουν, μας είπε, και πάλι οι νέες αρχές. Έγινε θρήνος και οδυρμός.

Ξαναγυρίσαμε στις αλάνες, στα κατσάβραχα και στα βουνά. Τώρα το περισσότερο αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να μαζεύουμε σφαίρες, που τις βρίσκαμε παντού, ν' ανεβαίνουμε ψηλά στη Δεξαμενή, πάνω απ' τα πεύκα, στον Άγιο Παντελεήμονα. Εκεί ανάβαμε μεγάλη φωτιά, με βελόνες και κουκουνάρες από πεύκα, ρίχναμε μέσα τις σφαίρες και ξαπλώναμε ένα γύρω και πίσω απ' τα βράχια. Οι σφαίρες σκάζανε ομαδικά, πραγματική ομοβροντία, τα μολύβια θέριζαν και τότε όποιον πάρει ο χάρος. Και βέβαια μας πήρε έναν φίλο. Κανείς δεν μπορούσε πια να μας ελέγξει.

Τον Οκτώβρη του 1945 άνοιξαν και πάλι τα σχολεία, τώρα με τη νέα προπολεμική διεύθυνση και μαθαίναμε επιτέλους την αποκαλυπτική αλήθεια πως ο Αλέκτωρ στη γενική γίνεται του Αλέκτορος.

 Το κείμενο του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου είναι από το αφιέρωμα «Ιστορίες από το σχολείο» του λογοτεχνικού περιοδικού Η λέξη (τεύχος 175).

Αναδημοσίευση απ' το ιστολόγιο Μικρός Ναυτίλος της Ελένης Μπέη.

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://littlenautilus.blogspot.com/2011/10/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου