Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023
Νίκος Χουλιαράς - Το τηλεφώνημα
Δευτέρα 16 Μαΐου 2022
Νίκος Χουλιαράς -Η φυλακή
Επανακάμψας, μετά από τριάντα εννιά ολόκληρα χρόνια στην πατρίδα του, από τη Σοβιετική Ένωση ―την δεκάτην πέμπτην του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― ο Έλλην πρόσφυγας Αγησίλαος Πετούσης, από την Κλειδωνιάβιστα Κονίτσης ―ο οποίος, σημειωτέον, είχεν εκτίσει εκεί ποινήν καθείρξεως είκοσι χρόνων, για πράξεις, αντιτιθέμενες στο καθεστώς― τις δύο πρώτες μέρες της ελευθερίας του τις πέρασε τελείως μόνος του, περιφερόμενος ως παρατηρητής στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών.
Αφού έζησε εκ του σύνεγγυς το θαύμα μιας ζωής που αγνοούσε, παρατηρώντας έκπληκτος τους άλλους γύρω του, ν’ αναδιπλώνονται υστερικά ακολουθώντας τους ρυθμούς ενός τερατώδους και απάνθρωπου μηχανισμού που τους μετέτρεπε σε καταναλωτικά νευρόσπαστα και με ασφάλεια τους οδηγούσε στην παθητικότητα και την αποξένωση, κατέληξε ―προς το βράδυ της δεύτερης, κιόλας, μέρας της ελευθερίας του― στο φοβερό συμπέρασμα πως είχε πέσει σε παγίδα: είχε καταφέρει ν’ απαλλαγεί από τη φυλακή ―όπου ζούσε τόσα χρόνια― και είχε έρθει τώρα ―με τη θέλησή του― να περάσει τα υπόλοιπα σε μιαν άλλη.
Παρόλο που από καιρό είχε παραιτηθεί από τα πάντα και ήταν ήδη έτοιμος πια να δεχτεί αυτό που θα ’φερνε η μοίρα, εντούτοις ―όταν το συνειδητοποίησε― κατελήφθη, αυτόματα, από ένα είδος ναυτίας που συνοδευόταν από ένα δυσάρεστο αίσθημα κενού ―κάπου εκεί στο χώρο μεταξύ στομάχου και πνευμόνων― γι’ αυτό και οδηγήθηκε αμέσως στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που συνάντησε στο δρόμο του, παραγγέλνοντας ―προς αναπλήρωσιν του φοβερού κενού― ένα εξίσου μεγαλοπρεπές κομμάτι γλυκού, το οποίο και κατεβρόχθισε, απνευστί, χωρίς, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Το κενό παρέμεινε όπως είχε, όπως κι ο ίδιος άλλωστε ― μόνος και άναυδος― και επ’ ολίγον μόνο στο τραπεζάκι, έχοντας τώρα επιπλέον, και το δυσάρεστο συναίσθημα ότι η παρουσία του μέσα εκεί αποτελούσε φοβερή παραφωνία, γι’ αυτό πλήρωσε αμέσως το λογαριασμό και ζήτησε να πάει στην τουαλέτα.
Και πράγματι οδηγήθηκε πάραυτα σε χώρο απαστράπτοντα όπου, αφού απάλλαξε, πρώτα, την κύστη του από το περιττό της βάρος, αμέσως, ύστερα, μια στιγμιαία έκλαμψη, τον έκανε να ανασύρει από τη μέσα τσέπη του φθαρμένου σακακιού του ένα παλιό μολύβι και να λερώσει με αυτό τον πεντακάθαρο τοίχο της τουαλέτας, γράφοντας, με σταθερά γράμματα, τη μελαγχολική φράση:
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΒΙΑ
Ήρεμος βγήκε τότε από κει ο Αγησίλαος Πετούσης και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού ―που κουδούνισε διακριτικά― κι αμέσως ύστερα χάθηκε μες στο πλήθος των ανθρώπων που κατέβαιναν κατά κύματα ―τη νύχτα της δεκάτης εβδόμης του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― την ιστορική οδό του Σταδίου.
(από το Η μέσα βροχή, Νεφέλη 1991)
Αναδημοσίευση από: Αναδημοσίευση από: https://www.istos.gr/
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021
Νίκος Χουλιαράς-Το άλμπατρος του δωματίου
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021
Νίκος Χουλιαράς-Τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Βyron, στα ελληνικά και χωρίς την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Χουλιαράς
Καμιά πενηνταριά οργιές μακριά απ’ το σπίτι, εκεί, στο δρομάκι που βγάζει ίσια στη μεγάλη ντάπια, στο μέρος που ο δρόμος στενεύει κι αριστερά στο πλάι του κάνει μια καμπουρίτσα, εκεί είναι μια πέτρα. Πέτρα σκούρα σαν καπνός.
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019
Νίκος Χουλιαράς - «Το άλμπατρος του δωματίου» (απόσπασμα)
Μέσα σ' αυτά τα χρόνια που περάσανε, πάρα πολλούς ανθρώπους έτυχε να γνωρίσω. Πολλούς θυμάμαι ακόμη, μα ακόμη πιο πολλούς έχω ξεχάσει πια. Αέρας δυνατός μάς έχει παρασύρει και μας σκόρπισε. Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν φίλοι μου καλοί σ' αυτήν εδώ την πόλη, μα οι πιο πολλοί μένουν μακριά κι όλο πιο σπάνια τους βλέπω. Φτιάξανε οικογένειες κι αλλάξανε ρυθμό ζωής. Κάποιοι απ' αυτούς μένουν στα βόρεια προάστεια και άλλοι, πάλι, κατοικούν κάτω, στη νοτιοανατολική πλευρά προς τη μεριά της θάλασσας: σε πολυκατοικίες άχαρες ή και σε σπίτια ιδιόκτητα, με κήπους αυστηρούς — όλο μπετόν και κοκκινόχωμα με μίζερα δεντράκια και στενούς διαδρόμους και με κάτι σκύλους-φύλακες που με γαυγίζουν άγρια σαν να 'μαι κλέφτης κάθε φορά που καταφέρνω, μες στη νύχτα να φτάσω ώς εκεί για να τους δω.
Πάντως, οι αποστάσεις και η ζωή που κάνουμε καθόλου δεν μας βοηθά να ειδωθούμε, γι' αυτό, και τούτες οι φιλίες έχουν εξελιχθεί πια σε φιλίες τηλεφωνικές.
Ποτέ μου δεν τα πήγαινα καλά με το τηλέφωνο, μα ακόμη πιο πολύ βαριέμαι κι αυτές τις άχαρες και μακρινές διαδρομές σ' αυτή την πόλη-χώρα, όπου είμαι αναγκασμένος πια να ζω και να περνάω τη μισή μου ζωή, με δεύτερη ταχύτητα, στους δρόμους της παρέα με τους άλλους που όλο με κοιτούν, πίσω απ' τα τζάμια του αυτοκινήτου τους, με βλέμμα άγριο και απειλητικό λες κι είμ' εγώ, προσωπικά, ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτό το χάλι ή άλλες φορές πάλι, μου απευθύνουν φευγαλέα βλέμματα συνενοχής και κατανόησης, βλέποντας, στο πρόσωπό μου, ακόμη έναν ασθενή που έχει προσβληθεί απ' την ανίατη αρρώστια αυτής της πόλης.
Έτσι, λοιπόν, σιγά-σιγά, με τούτα και με τ' άλλα τα κατάφερα, εντέλει, να γίνω κι εγώ τύπος εκδρομικός σ' αυτή την ηλικία: ένας τύπος σπορτίφ του κλειστού χώρου έχω καταντήσει με λίγα λόγια, μιας και οι διαδρομές μου, τον τελευταίο καιρό, έχουν περιοριστεί σχεδόν στο χώρο μόνο των δωματίων του σπιτιού, αλλά οι εκδρομές μου πια έχουν πολλαπλασιαστεί και έχουν γίνει απεριορίστου χρόνου.
Με τριγυρίζουνε χιλιάδες αντικείμενα και το μεγάλο μου δωμάτιο έχει μετατραπεί σ' ένα τοπίο που αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με τη διάθεση που με κατέχει. Αλλάζω κλίμακα, οπτική κι όλη τη μέρα αναλώνομαι σε εσωτερικές διαδρομές: διαδρομές σε τόπους μυστικούς που αρχίζουν απ’ τον σκούρο κάμπο του ανατολίτικου πανιού, με το οποίο είναι σκεπασμένο το ντιβάνι, μέχρι τα ροζ παπάκια του τραπεζομάντιλου, που ακολουθούν σε τακτικές γραμμές ―το ένα πίσω απ' τ' άλλο― και διασχίζουν ρυθμικά όλο το μήκος του μεγάλου τραπεζιού, στενάζοντας κάτω απ' το βάρος των δεκάδων μολυβιών, της συσκευής του τηλεφώνου, της κούπας με τα κατακάθια του καφέ, των γυάλινων σταχτοδοχείων που ορίζουν τις περιοχές καπνίσματος ―ανάλογα με την ώρα της μέρας και τη διάθεση― καθώς και την ακατάσχετη μαύρη βροχούλα των λέξεων που τρέχει πάνω στα σκόρπια φύλλα του χαρτιού και τους κλείνει τη θέα προς τα πάνω.
Νά, τώρα δα, έχω εδώ μπροστά μου ένα απ' αυτά τα μαγικά τα αντικείμενα που κατακλύζουν το τραπέζι. Είναι ένα μικρό σιδερικό που λάμπει μες στη νύχτα και μοιάζει με εξωτικό πουλί: με άλμπατρος μεταλλικό, μοιάζει, που όμως δεν πετά, για τα θερμά νερά δεν φεύγει· ούτε βολτίτσες κόβει, στηριγμένο στα ψηλόλιγνά του πόδια, μέσα σε κείνες τις γνωστές σειρές ντοκυμαντέρ, κάτω στις λίμνες του αλατιού, εκεί στη μαύρη ήπειρο με την αβάσταχτη τη ζέστη, παρά μονάχα ―για χατίρι μου― βυθίζεται, συχνά, στο πηγάδι της ξύλινής μου πίπας και με το ρύγχος του σκαλίζει τις πλευρές.
[…]
Απόψε πάλι, κάνει κρύο. Σηκώθηκε ένας αέρας δυνατός κι όλο ξεσέρνει τα κινέζικα δεντράκια του νοσοκομείου πάνω στα σκουριασμένα κάγκελα με τις γλυσίνες. Ο δρόμος είναι έρημος και το φεγγάρι, ψηλά στο θόλο τ' ουρανού, έχει τριγύρω του ένα στεφάνι από πάχνη.
Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω τώρα να περπατάει μονάχος του κόντρα στον άνεμο, και με μεγάλα βήματα ν' απομακρύνεται, προοπτικά, προς τη μεριά του Νότου, θα πρέπει να 'ναι ο παππούς μου.
Απομακρύνεται σκυφτός, καπνίζοντας, όπως θα κάπνιζε αν ζούσε.
[πηγή: Νίκος Χουλιαράς, Στο σπίτι του εχθρού μου, Nεφέλη, Αθήνα 1995, σ. 195-198 & 205-206]
Αναδημοσίευση από:
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1694,5432/extras/texts/indexl_2_parallilo_keimeno_2.html