Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μηλιώνης Χριστόφορος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μηλιώνης Χριστόφορος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Χριστόφορος Μηλιώνης - Γεγονός που... έγινε


   «Γεγονός που έγινε», συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας ο φίλος μου ο Λουκάς ο Κούσουλας, ο ποιητής όταν θέλει να βεβαιώσει για του λόγου του το αληθές. Όπως εγώ τώρα. Τη στιγμή μάλιστα που έχω διηγηθεί ως σήμερα ένα σωρό «γεγονότα» που έγιναν και δεν έγιναν ή, τουλάχιστον, που δεν έχουν γίνει όπως τα έχω διηγηθεί. Και μήτε ξέρω πια πώς έχουν γίνει. Ένα μονάχα ξέρω: πως είναι πιο αληθινά από την ίδια την αλήθεια.

   Μα ποιος να το ‘λεγε τότε πως το γεγονός που θα διηγηθώ όχι μόνο είναι «γεγονός που έγινε» και μάλιστα όπως θα το διηγηθώ, αλλά και πώς θα το θυμόμουν έκτοτε συχνά-πυκνά και θα το διηγόμουν κάθε τόσο – κάπου σαράντα χρόνια τώρα;

   Δηλαδή οι συνθήκες που επαναλαμβάνονται το φέρνουν και το θυμάμαι. Κι αν είναι κάτι που χρωστάμε στα χρόνια που σηκώνει η καμπούρα μας, είναι η γνώση πως οι καταστάσεις έρχονται και ξανάρχονται, πανομοιότυπες στην ουσία τους. Τόσο που κάποια στιγμή λες, όπως στο σινεμά: «Αυτό το έργο το ξανάδαμε τόσες φορές! Πάμε πια να φύγουμε!»

   Η δικτατορία της Χούντας, στις 21 Απριλίου 1967, με βρήκε καθηγητή στο Γυμνάσιο του Περισσού. Παράρτημα του Γυμνασίου Νέας Ιωνίας. Έμενα στο Νέο Ηράκλειο, πιο κάτω από το σινεμά «Τα τρία αστέρια. Άκουσα πρωί πρωί την είδηση από το ραδιόφωνο και βγήκα στη βεράντα της εισόδου. «Μέρα του Απρίλη, γεμάτη θάμπος», που λέει κι ο ποιητής. Χαρά Θεού! Καλή ώρα… Αντίκρυ ήταν το Γυμνάσιο Νέου Ηρακλείου, κι ο Γυμνασιάρχης είχε βγει στο μπαλκόνι του και χάζευε την πρωινή κίνηση στο δρόμο σαν τίποτε να μην είχε συμβεί. Ήταν η συνηθισμένη. Μόνο που κάπου-κάπου περνούσε κανένα αυτοκίνητο με ασυνήθιστα μεγάλη ταχύτητα κι άφηνε πίσω του τον ήχο από κάποιο εμβατήριο.

   Ήταν κάτι που μερικοί το φοβόντουσαν πως μπορούσε να γίνει. Εγώ δεν ασπαζόμουν αυτή την εκδοχή. «Ο λαός δεν σηκώνει δικτατορίες», έλεγα σχεδόν κομπάζοντας και απειλώντας. 

   Μα να που έγινε. Τι θέλατε εγώ να κάνω; Μήπως να βγω και ν’ αρχίσω να φωνάζω; Και ποιος θα με άκουγε; Κι αν με άκουγε τι θα γινόταν; Δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως θα γινόμασταν δυο, θα γινόμασταν τρεις, πως θα γινόμασταν χίλιοι δεκατρείς… Το πιο βέβαιο είναι πως, αν το ‘κανα την ίδια στιγμή θα κατέφθανε το 100, θα με μπαγλάρωνε και μη με είδατε, μη με απαντήσατε. «Άιστος άπυστος», που λέει ο λόγος. Αγανάκτησα λοιπόν μες στην αμηχανία μου και στην απόγνωση: «Επιτέλους, τι κάνει αυτός ο λαός;» αναρωτήθηκα, και πήρα το λεωφορείο από τη στάση, μπροστά στο σινεμά. Δεν ήταν το πιο βολικό μέσον, αλλά ήθελα, εκείνη τουλάχιστον την ώρα να δείξω πως είμαι ένας νομοταγής πολίτης και φεύγω για τη δουλειά μου χωρίς χρονοτριβή.

   Μάταιη σπουδή. Μονάχα καμιά δεκαριά μαθητές είχαν έρθει και τρεις τέσσερις συνάδελφοι. Ανταλλάξαμε κάποιες πληροφορίες κι αμέσως γινόταν φανερό πως οι άλλοι τις περνούσαν στο μυαλό τους από κόσκινο για να καταλάβουν τι κρύβουν τα λόγια σου. Κάποια στιγμή θέλησε να μου ανοίξει συζήτηση ένας από τους συναδέλφους, που όλο για ιστορίες του στρατού μάς μιλούσε, τον καιρό που ήταν ανθυπολοχαγός. Του είπα: «Από δω και πέρα, τέρμα οι συζητήσεις».

   Διώξαμε τους λίγους μαθητές, τους ευχηθήκαμε Καλό Πάσχα και φύγαμε κι εμείς.

    Αυτή τη φορά ακολούθησα το συνηθισμένο μου δρομολόγιο – ίσως για να δείξω πως τίποτε δεν άλλαξε. Για να επιστρέψω από το σχολείο στο σπίτι μου, κατέβαινα στο σταθμό στα Πευκάκια, κι έπαιρνα τον ηλεκτρικό. Εκεί, τον τελευταίο καιρό στεκόταν ένας νεαρός, ένας τύπος περίεργος, λες κι είχε ξεκολλήσει από παλιά γελοιογραφία του Ντομιέ, της εποχής του ρομαντισμού. Λιπόσαρκος, ατημέλητος αλλά όχι βρώμικος, με φαρδιά παντελόνια, με μακριά μαλλιά, έδειχνε πιο πολύ διανοούμενος περιθωριακός ή κάτι σαν ισόβιος φοιτητής παρά για ψώνιο.

   Στεκόταν λοιπόν στην πλατφόρμα κι όταν έβλεπε πως είχε μαζευτεί αρκετό ακροατήριο, άρχιζε να βγάζει λόγο, συνήθως για τις αμαρτίες μας και για το Θεό, που πίσσα και φωτιά θα μας ρίξει… Οι επιβάτες λίγο πολύ ήταν πάντα οι ίδιοι, τον είχαν συνηθίσει κι αυτόν και τα κηρύγματά του και κανείς πια δεν τα πρόσεχε. Άλλωστε μιλούσε ασυνάρτητα, όλο κάτι κοινωνικά και θεολογικά αποφθέγματα.

   Αυτή τη φορά όμως πετούσε και κάποια λόγια, νεφελώδη πάντα, αλλά που έμοιαζαν να έχουν αποσπασθεί από λόγο πολιτικό, σαν αυτούς που έβγαζε στο «μέγα πλήθος και το μέγα πάθος» της πλατείας Κλαυθμώνος ο Γεώργιος Παπανδρέου, «ο Γέρος της Δημοκρατίας» που τον λέγαμε με καμάρι – και μ’ έναν τόνο βαθύτατου σεβασμού και συστράτευσης. Οι επιβάτες στην πλατφόρμα του Σταθμού τον κοιτούσαν για μια στιγμή ξαφνιασμένοι, ύστερα κοίταζαν τους διπλανούς τους, έκαναν τέλος στροφή και προσποιούνταν τους αδιάφορους, χαμογελώντας κρυφά μέσα τους. Κι εκείνος διέκοπτε κάθε τόσο το κήρυγμά του, τους κοιτούσε κατά πρόσωπο κι έλεγε με ολοφάνερη ειρωνεία: «Φοβούμαστε, ε; Τις δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε; Αλλά ο Χριστός δεν εφοβήθηκε…» - κι από κει και κάτω άλλαζε τον τόνο και συνέχιζε τα θεολογικά του.

   Το πράγμα μού θύμισε τον Σόλωνα, που προσποιήθηκε τον τρελό για να μιλήσει στους Αθηναίους για πράγματα απαγορευμένα. Στο εξής, σκέφτηκα, μόνο οι τρελοί θα μιλάνε. Και τα ψώνια.

   Πέρασαν έκτοτε σαράντα πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό η Χούντα έπεσε όπως έπεσε. Μερικοί από τους πρωτεργάτες μπήκαν στη φυλακή – «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» -, κάποιοι από αυτούς τελειώσαν τη ζωή τους εκεί μέσα, κάποιοι ίσως ακόμα ζουν, ο Παττακός βγήκε για λόγους υγείας και κάθε Απρίλη βγαίνει στην τηλεόραση. Η ατραξιόν της ημέρας. Ποιος δίνει σημασία πια;

   Και μονάχα ο φασισμός δεν έλειψε αυτά τα σαράντα πέντε χρόνια. Γιατί βέβαια η χούντα ήταν μονάχα το ένα πρόσωπο του φασισμού, το ακάλυπτο. Κάθε τόσο να σου κι ένας νέος κουκουλοφόρος φασισμός – σαν τους «γνωστούς αγνώστους». Πότε με την κουκούλα του πολιτικού στελέχους, πότε του τρισβάρβαρου επιχειρηματία και του μάρκετινγκ, πότε με την κουκούλα της κρατικής εξουσίας, και πότε με το τρισεύγενο προσωπείο των ΜΜΕ – έντυπων και ηλεκτρονικών.

   Και κάθε φορά που πας κάτι να ψιθυρίσεις, σαν υπαινιγμό να πούμε, οι άλλοι σε κοιτάζουν δήθεν ξαφνιασμένοι, σαν να αναρωτιούνται σιωπηλά: Τι εννοείς; Δεν έχουμε Δημοκρατία; Θυμάσαι τότε εκείνον τον τύπο στον Ηλεκτρικό Σταθμό, στα Πευκάκια, τον τύπο του Ντομιέ που λέγαμε. «Οι δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε;»

   Και μουρμουρίζεις μέσα σου: μόνο οι τρελοί και τα ψώνια μιλάνε.

(από τις «Αληθινές ιστορίες», περιοδικό «Η Λέξη», τ.188, απρίλιος – ιούνιος 2006)

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Χριστόφορος Μηλιώνης - [απόσπασμα]

 "...Χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι του στον ώμο μου: "Χρειάζεται", είπε, "πολλή αγάπη για να νιώσεις δικό σου τον ξένο πόνο, να συμπαθήσεις τα χλομά πρόσωπα των παιδιών, να σκύψεις  και να φιλήσεις τις πληγές των μεγάλων. Κάθεσαι σταυροπόδι κατάχαμα μαζί τους και προσεύχεσαι για καλές σοδειές κι οραματίζεσαι μεστωμένα στάχυα και κατάλευκες βαμπακιές. Προσμένεις και για τον εαυτό σου ν' ανθίσουν τα ασφοδίλια. Και τότες όλες οι πλαγιές γεμίζουν μαβιά λουλούδια. Είναι οι ασφοδελοί λειμώνες. Και με  το λόγο αυτόν παρηγοριέσαι!".

Χριστόφορος Μηλιώνης, μια χαμένη γεύση, εκδόσεις ελληνικά γράμματα (γραφές ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ), σελ. 111.

Πηγή: Nikos Falagaras

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Χριστόφορος Μηλιώνης - Το συρματόπλεγμα του αίσχους

 Το μικρό αυτό διήγημα του Μηλιώνη ανήκει στη συλλογή του Το μικρό είναι όμορφο (1997). O συγγραφέας είχε εργαστεί ως φιλόλογος καθηγητής στο Γυμνάσιο Αρρένων της Αμμοχώστου το διάστημα 1960-1964 και επισκέφθηκε ξανά τη διχοτομημένη Κύπρο το 1995, είκοσι ένα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή (1974), με την οποία η Τουρκία κατέλαβε και έκτοτε κατέχει το βόρειο τμήμα του νησιού. Καταγράφοντας τις εντυπώσεις από την τελευταία του επίσκεψη στην Κύπρο, ο συγγραφέας νιώθει ανάμεικτα συναισθήματα, οικειότητας αλλά και δυσφορίας προς το περιβάλλον, καθώς συγκρίνει τη σύγχρονη τουριστική ανάπτυξη του νησιού με τις ζωηρές αναμνήσεις του από το παρελθόν. Η αμήχανη στάση και η πικρή ειρωνεία του εντείνονται όταν σκέφτεται τον καημό των παλιών μαθητών του, οι οποίοι ζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με την (ακόμα αδικαίωτη) ελπίδα μιας ειρηνικής επίλυσης στο εθνικό και κοινωνικό πρόβλημα της Κύπρου.

Είναι τόσα πράγματα που μου φαίνονται οικεία μόλις πατήσω το πόδι μου στην Κύπρο! Όχι βέβαια τα τουριστικά μεγαθήρια που έχουν κάνει κατοχή στις παραλίες της – αυτή η νέα αποικιοκρατία, τόσο θορυβώδης, τόσο αλαζονική, τόσο επικίνδυνη, που η άλλη στο Ακρωτήρι,* με τους κεραμιδένιους οικισμούς και τα κοντά εγγλέζικα παντελονάκια, μοιάζει με αφίσα ξεχασμένη, από προπολεμική ταινία. Αλλά τα άλλα, τα γηγενή, που αντιστέκονται: είναι η γλώσσα που τη μιλώ χωρίς προσπάθεια, μόλις βρεθώ με τους ανθρώπους της, πράγμα που κάνει εκείνους να συνοφρυώνονται* καχύποπτα και τον Γιώργο να με κοιτάζει ανήσυχος – κι εγώ χαμογελώ. Είναι οι «τερατσιές»* στο κίτρινο τοπίο, που αντανακλούν τον εκτυφλωτικό ήλιο στο χαλκοπράσινο φύλλωμά τους, οι φοινικιές, που λικνίζονται τ’ απογεύματα, τα γιασεμιά κι οι μπουκαμβίλιες. Και είναι ακόμα -ω του θαύματος!- οι πέρδικες στα χέρσα,* που φτεροκοπούν στο πέρασμά μου, τα «περτίτσια», που κακαρίζανε στις πλαγιές του Αγίου Ιλαρίωνα* κι οι μαθητές μου τα πιάνανε ζωντανά κυνηγώντας τα στην απέραντη Μεσαορία,* ώσπου να παραδοθούν με ανοιχτές φτερούγες. Ένας απ’ αυτούς κι ο Χαμπής από την τουρκοκρατούμενη Κοντέα,* που τώρα σκαλίζει στα χαρακτικά του τη μαγεία της Κύπρου, ολομόναχος στα Πλατανίσκια,* σ’ ένα ερημωμένο χωριό.

Τραβούμε κατά τη Δερύνεια, όχι από την Αγιανάπα την ξιπασμένη* (και ξιμαρισμένη),* αλλά από τον εσωτερικό δρόμο, το δρόμο της ψυχής, δίπλα στο δασάκι της Άχνας και στην «πράσινη γραμμή». Και ποιος να ήταν τάχα που έδωσε στο συρματόπλεγμα αυτό το οικολογικό όνομα που θυμίζει την «Green Peace»;* Υποθέτω πως ήταν κάποιος εκπρόσωπος του OΗΕ*, από κείνους που ρητόρευαν για το «τείχος του αίσχους».* Κρατώ ακόμη στο συρτάρι μου ένα από τα άλμπουμ που μας στέλνανε να τα μοιράσουμε στους μαθητές της Αμμοχώστου: παιδικές ζωγραφιές για το «μοιρασμένο Βερολίνο». Ένα παιδικό χέρι που τεντώνεται κάτω από το συρματόπλεγμα, για να πιάσει την μπάλα, στην άλλη μεριά. Τα μοιράζαμε και τους μιλούσαμε με θέρμη για τα δικαιώματα των παιδιών, για τα αισθήματα των ανθρώπων που δεν μπαίνουν σε συρματοπλέγματα, για την ειρήνη, που ήταν καιρός ν’ ανθίσει. Τι να πω τώρα στους μαθητές μου, που τα μάτια τους με συνοδεύουν; Τι να του πω του Γιωργή; Τι να πω και του Χαμπή; «Το τείχος του αίσχους έπεσε, δάσκαλε», μου λέει. «Τι θα γένει με το συρματόπλεγμα;» Και βάζει κόκκινα βέλη που στάζουν αίμα, ολόγυρα στη ζωγραφιά του, να δείχνουν κατά τηνΑμμόχωστο.

Κατά κει τραβούμε. Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας.* Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν!»* Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου, θ’ αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κάνω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αισθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά.

Χ. Μηλιώνης, Το μικρό είναι όμορφο, Κέδρος

* Ακρωτήρι: περιοχή δυτικά της Λεμεσού, όπου υπάρχει αγγλική στρατιωτική βάση * να συνοφρυώνονται: να κατσουφιάζουν * τερατσιές: χαρουπιές * χέρσα: άδεντρες εκτάσεις γης * Άγιος Ιλαρίων, Μεσαορία, Κοντέα: περιοχές στην κατεχόμενη Κύπρο * Πλατανίσκια: οι υπόλοιπες περιοχές που αναφέρονται ανήκουν στην ελεύθερη Κύπρο * ξιπασμένη: περήφανη, ψηλομύτα (εξαιτίας της μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης) * ξιμαρισμένη: βρομισμένη (κυπριακό ιδίωμα) * Green Peace: διεθνής οικολογική οργάνωση * ΟΗΕ: Oργανισμός Ηνωμένων Εθνών * «τείχος του αίσχους»: το τείχος που χώριζε το Ανατολικό και το Δυτικό Βερολίνο· η πτώση του (1989) σήμανε το τέλος της μακρόχρονης πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στον ανατολικό και στο δυτικό κόσμο * ταράτσα της Δερύνειας: ταράτσα ψηλού κτιρίου στη Λευκωσία, από όπου μπορεί να δει κανείς τις δύο όψεις της πόλης, την κατεχόμενη και την ελεύθερη * ασώματος κεφαλή: λαϊκό θέαμα στα πανηγύρια

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Χριστόφορος Μηλιώνης -Εν γενεά και γενεά (απόσπασμα)



«Γιατί φαντάζομαι –το ελπίζω δηλαδή- πως εκείνο που μας προσδιόρισε ήταν η εποχή που γεννηθήκαμε. Όταν γύρω μας συμβαίνανε αυτά που «οι άλλοι», οι μεγαλύτεροί μας, ονομάζουν «κοσμογονία», εμείς δεν είχαμε ηλικία να μπορούμε να δούμε τις βαθύτερες, τις πραγματικές διαστάσεις τους. Ήρθαν ύστερα τα χρόνια που όχι μόνο δεν προσφέρονταν για ηρωισμούς, αλλά μήτε καν για διαλογισμούς που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μ’ εκείνα τα καυστικά πρώτα συνθετικά, εκείνα τα «κρυπτο-» και τα «φιλο-» ή και το δήθεν άκακο «συμπαθών». Σου τα σταμπάρανε ανεξίτηλα σαν το νούμερο στο μπράτσο του Εβραίου κι άντε ύστερα να ’χεις πρόσωπο να πας «να βγάλεις χαρτιά». Η μόνη βεβαιότητα ήταν ο άδοξος εξευτελισμός.

Έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου το κακό δευτέρωσε για μας. Βρέθηκαν ξαφνικά ανάμεσά μας, σχεδόν «ανεπαισθήτως» που θα ‘λεγε ο ποιητής, οι νεότεροι, και δειλά στην αρχή, ύστερα πιο θαρρετά, άρχισαν κι αυτοί να λένε «η γενιά μας» - η γενιά του Πολυτεχνείου. Είναι αλήθεια πως αυτοί χωρίς την έπαρση ή το δραματικό τόνο «των πρώτων μεταπολεμικών», αλλά με μια σιγουριά – οι αγαθοί! – και μια ηρεμία που σου καρφώνεται πιο οδυνηρά στο τύμπανο. Γιατί αυτοί σχεδόν παιδιά, κι εσύ ο ώριμος, που θα ’πρεπε να ήσουν «ο έτοιμος από καιρό κι ο θαρραλέος» κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κι όταν δεν μπορείς να βρεις εσύ το δίκιο σου, τι να σου κάνουν οι άλλοι; Το μόνο πια που μας απομένει, πέρα από το mea culpa, είναι ν’ αρχίσουμε κι εμείς να λέμε «η γενιά μας», κι όχι για άλλο λόγο, αλλά για να μη μείνουμε και δίχως όνομα κι αφανιστούμε ολότερα- άιστοι, άπυστοι, μια γενιά χαμένη στην κυριολεξία».