«Γεγονός που έγινε», συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας ο φίλος μου ο Λουκάς ο Κούσουλας, ο ποιητής όταν θέλει να βεβαιώσει για του λόγου του το αληθές. Όπως εγώ τώρα. Τη στιγμή μάλιστα που έχω διηγηθεί ως σήμερα ένα σωρό «γεγονότα» που έγιναν και δεν έγιναν ή, τουλάχιστον, που δεν έχουν γίνει όπως τα έχω διηγηθεί. Και μήτε ξέρω πια πώς έχουν γίνει. Ένα μονάχα ξέρω: πως είναι πιο αληθινά από την ίδια την αλήθεια.
Μα ποιος να το ‘λεγε τότε πως το γεγονός που θα διηγηθώ όχι μόνο είναι «γεγονός που έγινε» και μάλιστα όπως θα το διηγηθώ, αλλά και πώς θα το θυμόμουν έκτοτε συχνά-πυκνά και θα το διηγόμουν κάθε τόσο – κάπου σαράντα χρόνια τώρα;
Δηλαδή οι συνθήκες που επαναλαμβάνονται το φέρνουν και το θυμάμαι. Κι αν είναι κάτι που χρωστάμε στα χρόνια που σηκώνει η καμπούρα μας, είναι η γνώση πως οι καταστάσεις έρχονται και ξανάρχονται, πανομοιότυπες στην ουσία τους. Τόσο που κάποια στιγμή λες, όπως στο σινεμά: «Αυτό το έργο το ξανάδαμε τόσες φορές! Πάμε πια να φύγουμε!»
Η δικτατορία της Χούντας, στις 21 Απριλίου 1967, με βρήκε καθηγητή στο Γυμνάσιο του Περισσού. Παράρτημα του Γυμνασίου Νέας Ιωνίας. Έμενα στο Νέο Ηράκλειο, πιο κάτω από το σινεμά «Τα τρία αστέρια. Άκουσα πρωί πρωί την είδηση από το ραδιόφωνο και βγήκα στη βεράντα της εισόδου. «Μέρα του Απρίλη, γεμάτη θάμπος», που λέει κι ο ποιητής. Χαρά Θεού! Καλή ώρα… Αντίκρυ ήταν το Γυμνάσιο Νέου Ηρακλείου, κι ο Γυμνασιάρχης είχε βγει στο μπαλκόνι του και χάζευε την πρωινή κίνηση στο δρόμο σαν τίποτε να μην είχε συμβεί. Ήταν η συνηθισμένη. Μόνο που κάπου-κάπου περνούσε κανένα αυτοκίνητο με ασυνήθιστα μεγάλη ταχύτητα κι άφηνε πίσω του τον ήχο από κάποιο εμβατήριο.
Ήταν κάτι που μερικοί το φοβόντουσαν πως μπορούσε να γίνει. Εγώ δεν ασπαζόμουν αυτή την εκδοχή. «Ο λαός δεν σηκώνει δικτατορίες», έλεγα σχεδόν κομπάζοντας και απειλώντας.
Μα να που έγινε. Τι θέλατε εγώ να κάνω; Μήπως να βγω και ν’ αρχίσω να φωνάζω; Και ποιος θα με άκουγε; Κι αν με άκουγε τι θα γινόταν; Δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως θα γινόμασταν δυο, θα γινόμασταν τρεις, πως θα γινόμασταν χίλιοι δεκατρείς… Το πιο βέβαιο είναι πως, αν το ‘κανα την ίδια στιγμή θα κατέφθανε το 100, θα με μπαγλάρωνε και μη με είδατε, μη με απαντήσατε. «Άιστος άπυστος», που λέει ο λόγος. Αγανάκτησα λοιπόν μες στην αμηχανία μου και στην απόγνωση: «Επιτέλους, τι κάνει αυτός ο λαός;» αναρωτήθηκα, και πήρα το λεωφορείο από τη στάση, μπροστά στο σινεμά. Δεν ήταν το πιο βολικό μέσον, αλλά ήθελα, εκείνη τουλάχιστον την ώρα να δείξω πως είμαι ένας νομοταγής πολίτης και φεύγω για τη δουλειά μου χωρίς χρονοτριβή.
Μάταιη σπουδή. Μονάχα καμιά δεκαριά μαθητές είχαν έρθει και τρεις τέσσερις συνάδελφοι. Ανταλλάξαμε κάποιες πληροφορίες κι αμέσως γινόταν φανερό πως οι άλλοι τις περνούσαν στο μυαλό τους από κόσκινο για να καταλάβουν τι κρύβουν τα λόγια σου. Κάποια στιγμή θέλησε να μου ανοίξει συζήτηση ένας από τους συναδέλφους, που όλο για ιστορίες του στρατού μάς μιλούσε, τον καιρό που ήταν ανθυπολοχαγός. Του είπα: «Από δω και πέρα, τέρμα οι συζητήσεις».
Διώξαμε τους λίγους μαθητές, τους ευχηθήκαμε Καλό Πάσχα και φύγαμε κι εμείς.
Αυτή τη φορά ακολούθησα το συνηθισμένο μου δρομολόγιο – ίσως για να δείξω πως τίποτε δεν άλλαξε. Για να επιστρέψω από το σχολείο στο σπίτι μου, κατέβαινα στο σταθμό στα Πευκάκια, κι έπαιρνα τον ηλεκτρικό. Εκεί, τον τελευταίο καιρό στεκόταν ένας νεαρός, ένας τύπος περίεργος, λες κι είχε ξεκολλήσει από παλιά γελοιογραφία του Ντομιέ, της εποχής του ρομαντισμού. Λιπόσαρκος, ατημέλητος αλλά όχι βρώμικος, με φαρδιά παντελόνια, με μακριά μαλλιά, έδειχνε πιο πολύ διανοούμενος περιθωριακός ή κάτι σαν ισόβιος φοιτητής παρά για ψώνιο.
Στεκόταν λοιπόν στην πλατφόρμα κι όταν έβλεπε πως είχε μαζευτεί αρκετό ακροατήριο, άρχιζε να βγάζει λόγο, συνήθως για τις αμαρτίες μας και για το Θεό, που πίσσα και φωτιά θα μας ρίξει… Οι επιβάτες λίγο πολύ ήταν πάντα οι ίδιοι, τον είχαν συνηθίσει κι αυτόν και τα κηρύγματά του και κανείς πια δεν τα πρόσεχε. Άλλωστε μιλούσε ασυνάρτητα, όλο κάτι κοινωνικά και θεολογικά αποφθέγματα.
Αυτή τη φορά όμως πετούσε και κάποια λόγια, νεφελώδη πάντα, αλλά που έμοιαζαν να έχουν αποσπασθεί από λόγο πολιτικό, σαν αυτούς που έβγαζε στο «μέγα πλήθος και το μέγα πάθος» της πλατείας Κλαυθμώνος ο Γεώργιος Παπανδρέου, «ο Γέρος της Δημοκρατίας» που τον λέγαμε με καμάρι – και μ’ έναν τόνο βαθύτατου σεβασμού και συστράτευσης. Οι επιβάτες στην πλατφόρμα του Σταθμού τον κοιτούσαν για μια στιγμή ξαφνιασμένοι, ύστερα κοίταζαν τους διπλανούς τους, έκαναν τέλος στροφή και προσποιούνταν τους αδιάφορους, χαμογελώντας κρυφά μέσα τους. Κι εκείνος διέκοπτε κάθε τόσο το κήρυγμά του, τους κοιτούσε κατά πρόσωπο κι έλεγε με ολοφάνερη ειρωνεία: «Φοβούμαστε, ε; Τις δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε; Αλλά ο Χριστός δεν εφοβήθηκε…» - κι από κει και κάτω άλλαζε τον τόνο και συνέχιζε τα θεολογικά του.
Το πράγμα μού θύμισε τον Σόλωνα, που προσποιήθηκε τον τρελό για να μιλήσει στους Αθηναίους για πράγματα απαγορευμένα. Στο εξής, σκέφτηκα, μόνο οι τρελοί θα μιλάνε. Και τα ψώνια.
Πέρασαν έκτοτε σαράντα πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό η Χούντα έπεσε όπως έπεσε. Μερικοί από τους πρωτεργάτες μπήκαν στη φυλακή – «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» -, κάποιοι από αυτούς τελειώσαν τη ζωή τους εκεί μέσα, κάποιοι ίσως ακόμα ζουν, ο Παττακός βγήκε για λόγους υγείας και κάθε Απρίλη βγαίνει στην τηλεόραση. Η ατραξιόν της ημέρας. Ποιος δίνει σημασία πια;
Και μονάχα ο φασισμός δεν έλειψε αυτά τα σαράντα πέντε χρόνια. Γιατί βέβαια η χούντα ήταν μονάχα το ένα πρόσωπο του φασισμού, το ακάλυπτο. Κάθε τόσο να σου κι ένας νέος κουκουλοφόρος φασισμός – σαν τους «γνωστούς αγνώστους». Πότε με την κουκούλα του πολιτικού στελέχους, πότε του τρισβάρβαρου επιχειρηματία και του μάρκετινγκ, πότε με την κουκούλα της κρατικής εξουσίας, και πότε με το τρισεύγενο προσωπείο των ΜΜΕ – έντυπων και ηλεκτρονικών.
Και κάθε φορά που πας κάτι να ψιθυρίσεις, σαν υπαινιγμό να πούμε, οι άλλοι σε κοιτάζουν δήθεν ξαφνιασμένοι, σαν να αναρωτιούνται σιωπηλά: Τι εννοείς; Δεν έχουμε Δημοκρατία; Θυμάσαι τότε εκείνον τον τύπο στον Ηλεκτρικό Σταθμό, στα Πευκάκια, τον τύπο του Ντομιέ που λέγαμε. «Οι δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε;»
Και μουρμουρίζεις μέσα σου: μόνο οι τρελοί και τα ψώνια μιλάνε.
(από τις «Αληθινές ιστορίες», περιοδικό «Η Λέξη», τ.188, απρίλιος – ιούνιος 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου