Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Υφαντής Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Υφαντής Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Γιάννης Υφαντής, Εφτά ποιήματα

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΙΗΣΟΥ

Για σένα Ιησού θα γράψω ένα βιβλίο πικρό επάνω σε λιασμένα μαλακά

καπνόφυλλα

καθώς ο γέρος μου θα πίνει στην υγεία της φωτιάς κʼ οι δυο γυναίκες μας

μέσα στην κόκκινη κουβέρτα θα κοιμούνται σα μια ντάμα που ʽριξε ο ύπνος

πάνω στο πάτωμα. Για σένα Ιησού

θα γράψω ένα βιβλίο πικρό και θα το δώσω

να το αποστηθίσει η φωτιά να το χορεύει μπρος στη γάτα μας τη σφίγγα.

`

*

ΚΑΠΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ

Κʼ η τσέργα κρεμασμένη σάμπως ζώου αστρικού η δορά∙

ή κάπα ενός αγγέλου που τη μέρα γίνεται φωτιές στα σιδεράδικα

του Αγρινίου και τη νύχτα στα λαγκάδια του Αρκτούρου

μʼ ένα ηλεκτρικό ραβδί ποιμαίνει

τα πνεύματα του βουνού.

`

*

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΠΑΣ

(βαρβαρικό)

«Ούτε του Τσέγκις Χαν το άλογο δεν είχε στο λαιμό του τόσο φίνα χαϊμαλιά».

«Ποιος είναι τούτος πάλι;» μου αποκρίθηκε.

«Α, είνʼ εκείνος που κρατεί στο χέρι ένα γεράκι κι έφιππος γελά στον ουρανό∙

που ψήνει το φαΐ του σε φωτιά από σβουνιές και που κρεμάει πάνω απʼ το

στρατόπεδο παγούρι το φεγγάρι.

Ω Σαμαρκάνδη, ω Βασόρα, ω Νισαπούρ…

σας ξέρω αφʼ ότου επισκεφτόμουν πολιτείες μυρμηγκιών…

και τις σκηνές των Τάταρων τις είδα σε χωριά μανιταριών…

Ω Σαμαρκάνδη, ω Βασόρα, ω Νισαπούρ∙

άνεμος παγωμένος ήρθε από τη στέππα και τροχίστηκε περνώντας τα Αλτάια

Όρη.

Κι έκοβε όσους ήτανε ψηλότεροι απʼ του Ήλιου τον τροχό.

Και πυραμίδες από ανθρώπινα κεφάλια έχτισε για να ʽχει νʼ ακουμπά η σκέπη

του κόσμου.

Κʼ ύστερα ήρθε ο Μπαμπέρ ο στρατηγός και ποιητής.

Κʼ ήρθε και ο Ακμπάρ που στους ναούς του οι θεοί όλου του κόσμου ειρηνικά

συγκατοικούν>>.

`

*

ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

(Μήκων ή ροιάς)

Κόκκινη φούστα με την ήβη σου

κʼ η μυρουδιά σου από έρωτα και ύπνο.

Σʼ έκοψα και λιπόθυμη σʼ απίθωσα

να σε φωτογραφήσω έτσι όπως σε είδα

με την εν-όραση

κι όχι μονάχα με την όραση όπως σʼ έβλεπα ως τότε.

Κʼ ήσουν το κόκκινο σεντόνι της Αγίας Τράπεζας του Έρωτα

και του Θανάτου.

Στη μέση ο κεντημένος μαύρος σου σταυρός

κι από το κέντρο του

φύτρωνε η μαύρη ήβη και ο πράσινος φαλλός.

`

*

ΑΡΑΜΠΑΣ

Αραμπάς· με τα άλφα του που ήσαν κάποτε κερασφόρα κρανία βοδιών· μʼ εκείνο

το πρώτο κεφαλαίο Α σαν άνθρωπος με τη ζώνη του. Με το ρ της ροής. Κάποια στιγμή τοο άρχισε να στάζει, να ρέει, κι έγινε ρ. Κʼ ύστερα το μ· μουγκανητό του βοδιού ήμούγκρισμα των αγριμιών· ο ήχος που ʼναι σύνορο ανάμεσα στη φωνή του ζώου και στηφωνή του ανθρώπου. Γιʼ αυτό κʼ οι πρώτες λέξεις από μ: Μα το φιλί. Μαστός και μεμέ τοβυζί. Μαμ το φαγητό. Μάτερ η μάνα και η ύλη. Και ύστερα το π: Πόρτα και πύλη καιπόλη περιτειχισμένη· πέρασμα του ανθρώπου ή του αραμπά μες από την πύλη. Πύργοςκαι παράθυρο. Π: Κορνίζα του μέλλοντος. Και το τελικό ς· το ο που ξετυλίχτηκε σα φίδικαι σφυρίζει τον ήχο της σιωπής· πόσο σοφά βαλμένο από τους Έλληνες στο τέλοςτόσων λέξεων.

Αραμπάς· αραμπάς φορτωμένος ένα νεκρό πρίγκηπα της Ασίας· αραμπάς

φορτωμένος καρπούζια· αραμπάς φορτωμένος τσιγγάνες· αραμπάς φορτωμένος κοπριά·αραμπάς φορτωμένος ξύλα· αραμπάς φορτωμένος γλάστρες με λουλούδια· αραμπάςφορτωμένος όπλα· αραμπάς φορτωμένος βαρέλια με νερό· αραμπάς φορτωμένοςφεγγάρια· αραμπάς φορτωμένος καθρέφτες· αραμπάς φορτωμένος πλήθος όρθιααναμμένα κεριά· αραμπάς φορτωμένος κορμιά εκτελεσμένων Κούρδων· αραμπάςαδειανός γιατί δεν βρέθηκε πουθενά το πτώμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα· αραμπάςφορτωμένος παιδιά και σερνάμενος από ένα βόδι που στα κέρατά του ανάμεσα κάποιοςετοποθέτησε χορδές. Αραμπάς στην άκρη της Τριχωνίδας: Το ζώο ζύγωσε και σκύβειστον καθρέφτη του νερού· ασπάζεται τον εαυτό του· πίνει.

Κʼ ύστερα, ο αραμπάς ουρανός· με τροχούς του τον Ήλιο και το Φεγγάρι·

φορτωμένος άλλοτε νέφη, άλλοτε άστρα. Που μπορεί να πηγαίνει τούτος ο αραμπάς, πουστον πάτο της καρότσας του, κουβαλάει μαζί του όλους εμάς;

`

*

ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ

Στις ιέρειες τις Τέχνης, ChantalDanjou και Marie-JoséArmando∙ στα έργα και

στις μέρες μας στο BormeslesMimosas

Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.

Πως ο ζητιάνος στη γωνιά είναι βασιλιάς μας διαφεύγει.

Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας διαφεύγει.

Πως ίσως τούτη η πόλη μάς χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι  αυτό μας

διαφεύγει,

Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στηδούλεψη αυτό μας διαφεύγει.

Πως ο σκαφέας που μουγκρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας

διαφεύγει.

Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του Απόλλωνα

που ψάχνει για τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.

Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου Κριού

μας διαφεύγει.

Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.

Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.

Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία

πάνω στα νερά μας διαφεύγει.

Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη σγουρή, την

πολυόμματη δορά της σαπουνάδας απʼ το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.

Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απʼ την πηγή ούτε

και είναι τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές

μας διαφεύγει.

Πως η κυρία πού ʼρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμαείναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.

Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει·

μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είνʼ ο φύλακας του

τάφου μας, μια σφίγγα, ένας λέων

με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.

Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς φλόγινη

σα λιόντισσα προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απʼ τη λόχμη.

Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.

Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να ʼναι το σουβλί που τύφλωσε τον Κύκλωπα

αυτό μας διαφεύγει.

Πως οι μνηστήρες είνʼ εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός  του Οδυσσέα μας διαφεύγει.

Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είνʼ ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό μας

διαφεύγει.

Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απʼ τη σπηλιά του ουρανού και

κατεβαίνουν τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.

Πως ο Ερμής χωρίς κακία τις οδηγεί μες απʼ τους δρόμους τους υγρούς προς το σκοτάδιαυτό μας διαφεύγει.

Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.

Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας

διαφεύγει.

`

*

ΚΡΙΣΝΑ

Δάγκωσα φως κρουσταλλιασμένο πάνω σε

κλωνάρι κέδρου. Kρίσνα

είσαι η χαραυγή μιας μουσικής

που μόνο οι πέτρες γίνεται νʼ ακούσουν. Kρίσνα

είσαι υγεία αβάσταχτη, ω Kρίσνα

έκσταση ενός καρπού μέσα στη νύχτα, είσαι

έκρηξη του καιρού. Είσαι εγώ∙ εγώ που

όσο κι αν ψάξεις δε θα μʼ εύρεις ΠOYΘENA:

Άπειρες πόρτες άνοιξα και μʼ ένα

στρόβιλο άστρων έχω φύγει για ΠANTOY.


Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2017/03/23/aeuiico-ooaiotho-aoou-dhiethiaoa-adheeiath-oaethnoaeco-dhuiio/


Γιάννης Υφαντής - Νεοελληνική ιστορία


Είκοσι χρόνια δούλεψα καπνά∙ είκοσι χρόνια
φυντάνια, βοτανίσματα, ποτίσματα,
όργωμα, ξαναόργωμα και σβάρνισμα
και φύτεμα και σκάλισμα και πότισμα και μάζεμα κι
αρμάθιασμα και διάλεγμα και λιάσιμο και κόψιμο
και τέλος
δεμάτιασμα
για να ‘ρθει ο έμπορας και να βαθμολογήσει
66 τοις εκατό στο κράτος
27 τοις εκατό στην τσέπη του
κι 7 τοις εκατό σ’ εμάς
και μες σ’ αυτά τα εφτά τοις εκατό,
να ‘ναι λιπάσματα, ποτίσματα, οργωτικά, εργατικά
δικός μας μόχτος, χρέη, κ’ η ζωή
που θέλει τη ζωή και τίποτε
δεν την παρηγορεί έξω απ’ αυτή.
Αν είναι που οι μισοί ξενιτευτήκαμε
αν είναι που δεν έχουμε μια σιγουριά
και δεν χορταίνουμε ξεκούραση και ύπνο και φαΐ
δεν είναι που δεν εργαστήκαμε
δεν είναι που δεν κάναμε οικονομίες
δεν είναι που δεν ήμασταν οι τυχεροί∙
είναι που μας ληστεύανε και μας ληστεύουν:
Όχι οι Πέρσες μήτε οι Ενετοί
μήτε οι Τούρκοι μήτε οι Γερμανοί
μα οι δικοί μας
γενίτσαροι του πλούτου και της μόρφωσης
πολιτικοί κι ακαδημαϊκοί
και Εκκλησία και βιομήχανοι.
Είναι που μας ληστεύανε
και μας ληστεύουν.
Γιάννης Υφαντής (1949-)
Από τη συλλογή Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου (1988)

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Γιάννης Υφαντής - Βότσαλα


Ούτε βλασταίνουνε, ούτε μαραίνονται· σπόροι της

πέτρας.

Είναι στεγνά, είναι φτωχά, είναι ασήμαντα. Μα νά

τ’ άγγιξαν τ’ ανθισμένα δάχτυλα της θάλασσας

και λάμπουν.


από τη συλλογή: Ναός του Κόσμου, 1996

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Γιάννης Υφαντής - Ο καφές του μεσονυχτίου

 

 Στην γιαγιά Ελένη Δερμάνη, 

στο κέφι μας και στη μαντική του καφέ


Tα τρυφερά σου μάτια δεν αντέχουν
 το φως μες το μεγάλο μεσημέρι της Αλήθειας.
 Μονάχα το λουλούδι του γκαζιού, με πέταλα
 σκληρές γαλάζιες φλόγες και βολβό
 μπόμπα υγραερίου· μόνο αυτό. 

Ευτυχισμένος που μπορεί να ανασαίνει· 
ευτυχισμένος που μπορεί να πλησιάζει το λουλούδι του γκαζιού
 και μες στο μπρίκι του το τσίγκινο να ψήνει 
έναν καφέ που τελετουργικά
 στον εαυτό του τον σερβίρει. Ώ 
ν’ απολαμβάνει 
κάθε του κίνηση, κάθε εικόνα, κάθε ήχο.
 N’ ακούει τον καφέ να σιγοβράζει,
 υπόκωφα, ζεστά, να ωριμάζει 
του καϊμακιού η δορά, με ματιά πάνω της. 
K’ ύστερα ο εγκάρδιος καταρράχτης 
και το πνεύμα του αχνού
 και οι χιλιάδες φυσαλίδες -σφαίρες ύπαρξης
να τόνε καθρεφτίζουνε καθώς θα τις ρουφά. N’ απολαμβάνει 
ήσυχα, ήσυχα 
γεύση και μυρουδιά, μες στα μεσάνυχτα, 
τότε που ’ναι αργά για οτιδήποτε 
τότε που ’ναι νωρίς για οτιδήποτε. 
Ήσυχα, ήσυχα, μ’ εκείνη 
την ιερή ευδαιμονία όσων τέλειωσαν 
χιλιάδες χρόνια πριν και τώρα βλέπουν
 την κυκλική τοιχογραφία που ανεβαίνει 
από του φλυτζανιού τ’ άσπρα τοιχώματα 
καθώς στερεύει ο καθρέφτης του καφέ. 

Tα τρυφερά σου ματιά δεν αντέχουν 
τη μοναξιά που ’ναι προνόμιο θεϊκό. 
Mόνο το μάτι του γκαζιού, με τσίνορα
 σκληρές γαλάζιες φλόγες· μόνο αυτό.

(Από τη συλλογή «Ναός του Κόσμου», εκδ. Δελφίνι, 1996. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Υφαντής, Οι μεταμορφώσεις του μηδενός, εκδ. Οδός Πανός, 2022.)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/poems-coffee-day/2/ ]

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Γιάννης Υφαντής - Εδεμικό


Ένας άγγελος χόρεψε χόρεψε κι έσβησε

αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας και το ρέμμα στερεμμένο σαν πουκάμισο φιδιού μέσα στις πέτρες και ο βράχος καπνισμένος

θαρρείς και κράτησε τον ίσκιο μιας φωτιάς ή αυτού του αγγέλου·

ακόμα η μυρουδιά πυρακτωμένου σίδερου στη μνήμη ακόμα

εκείνος ο αχός μέσα στο αίμα μας·

σάμπως βαθειές ανάσες οι φτερούγες θέριζαν το χρόνο

κι έλαμψαν τα οστά λευκά πάνω στην άβυσσο κι αδιάβαστα

κι άνοιγ’ απάνω ο ουρανός μ’ όλα τα ζώα του και τ’ άστρα,

ζώα πανάρχαια κι άστρα δροσερά μια ευφροσύνη

σαν όπως πριν από τη γνώση και την πτώση,

μέσα στον κήπο του Θεού που ’χ’ ευωδιάσει δροσερή μια πυρκαγιά τον ύπνο σου

κοντά στο άσπρο βόδι και στο ζώο του Ήλιου που αναχάραζαν

ενώ το σούρουπο του κόσμου κούρνιαζε κάτω απ’ τα φύλλα της συκιάς

κι έβγαινε η πεταλούδα του βραδιού με τις σφραγίδες από έκλειψη ήλιου στα φτερά της

και στον αστερισμό του Αιγόκερω η μηλιά γυναίκα και το φίδι

γλιστρώντας στη μασχάλη του δεντρού τινάχτηκε

κι έπεσαν μπόρα τ’ άνθη πάνω σου και ξύπνησες.

Ένας άγγελος 

χόρεψε χόρεψε κι έσβησε

αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας μέσα μας παντού

αυτή τη στάχτη.


Μανθρασπέντα, 1980

Γιάννης Υφαντής - Μάσκες του τίποτε


                       Στη Marie-José Armando

Όλα τα πράγματα, όλα τα πρόσωπα, όλα τα όντα

άλλο δεν είναι παρά μόνο

μάσκες του Τίποτε.

(ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, Bibliothèque, 2019).

Γιάννης Υφαντής - Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει


Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.

Πως ο ζητιάνος στη γωνιά είναι βασιλιάς μας διαφεύγει.

Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί 

        μας διαφεύγει.

Πως ίσως τούτη η πόλη μάς χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης 

        στομάχι αυτό μας διαφεύγει,

Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που 

        βάλαμε στη δούλεψη αυτό μας διαφεύγει.

Πως ο σκαφέας που μουγκρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι 

        δράκοντας αυτό μας διαφεύγει.

Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή 

        σαΐτα του Απόλλωνα που ψάχνει για τη φτέρνα μας αυτό 

        μας διαφεύγει.

Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του 

        Χρυσόμαλλου Κριού μας διαφεύγει.

Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας 

        διαφεύγει.

Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας 

        διαφεύγει.

Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη 

        χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία πάνω στα νερά μας 

        διαφεύγει.

Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την 

        άσπρη, τη σγουρή, την πολυόμματη δορά της σαπουνάδας 

        απ’ το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.

Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα 

        γύρω απ’ την πηγή ούτε και είναι τα εφτά πέπλα της Άσθαρ 

        αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές μας διαφεύγει.

Πως η κυρία  πού ’ρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε 

        απόγευμα 

είναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.

Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει· 

μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο 

        λόφο είν’ ο φύλακας του τάφου μας, μια σφίγγα, ένας λέων 

με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.

Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια 

        προσωπίδα καθώς φλόγινη σα λιόντισσα προβαίνει με 

        ησυχία θανατερή μες απ’ τη λόχμη.

Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.

Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να ’ναι το σουβλί που 

        τύφλωσε τον Κύκλωπα αυτό μας διαφεύγει.

Πως οι μνηστήρες είν’ εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός  του 

        Οδυσσέα μας διαφεύγει.

Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν’ ένας ξένος μες στο ίδιο του 

        το σπίτι αυτό μας διαφεύγει.

Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ’ τη σπηλιά 

        του ουρανού και κατεβαίνουν τρίζοντας στον Άδη αυτό μας 

        διαφεύγει.

Πως ο Ερμής χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ’ τους δρόμους τους 

        υγρούς προς το σκοτάδι αυτό μας διαφεύγει.

Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.

Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον 

        καθρέφτη αυτό μας διαφεύγει.

.

(Από την ποιητική συλλογή "Ναός του Κόσμου", 1996, που σήμερα βρίσκεται στον συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, Bibliotheque, 2019)

Γιάννης Υφαντής - Το τέλος του τέρατος

 Σαν έφτασε το τέρας στην πλατεία
όλοι κρυφτήκαν έντρομοι στα σπίτια τους.
Κανείς δεν έβγαινε μ’ αυτό να πολεμήσει.
Δε βγήκ’ ο άγιος, δε βγήκε ο βασιλιάς,
δε βγήκανε οι νέοι, κι ούτε οι γέροι,
ούτε οι ξορκιστές, ούτε οι μάγοι.
Έτρεμαν όλοι εκτός από το τέρας
που είχε θρονιαστεί και καρτερούσε.
Tότες ένα κορίτσι έξι χρόνων
βγήκε μ’ έναν καθρέφτη. Θαρρετά
πλησίασε το τέρας και κρατά
μπροστά του τον καθρέφτη. Ξαφνικά
το τέρας βλέπει μπρος του ένα τέρας.
Τόσο τρομάζει που του κόβεται η ανάσα.
Δε μπόρεσε ούτε καν να κουνηθεί.
Έτσι με όπλο μόνο έναν καθρέφτη
το κοριτσάκι σκότωσε το τέρας.


(Από το βιβλίο Οι  μεταμορφώσεις του Μηδενός, άπαντα, 5η έκδοση, Οδός Πανός 2019)

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Γιάννης Υφαντής - Επίλογος στα κουτσομπολιά γύρω από τον Νίκο Καζαντζάκη


Νίκο εσύ πολύ νωρίς μπήκες στη μασονία
γι’ αυτό να ψάχνεις το Θεό άρχισες με μανία.
Κι έβγαλες την Ασκητική, την υπερσαχλαμάρα*
μα πάντα εγώ σε λάτρευα γιατ’ ήσουν ποιητάρα.
Σαν το Δαβίδ που έβαλε μες στο χαρέμι αδίκως
και τη γυναίκα του φτωχού για να τηνε βατέψει
έτσι κι εσύ ο ποιητής, ο μέγιστος, ο Νίκος
το «Δεν φοβούμαι…» του σοφού Κυπρίου έχεις κλέψει.
Η ίδια η Γαλάτεια μας το ’χει ομολογήσει
ότι αυτήν ερωτικώς, ούτ’ είχεις καν αγγίσει
κι αν η Σαμίου πάσχισε αλλού να μας το πάει
εκείνος ο «πληθυντικός» όλα τα μαρτυράει.
Κινέζοι κι Έλληνες σοφοί ποτέ δεν σε αγγίξαν.
Εβραίοι κι Άραβες, σ’ εσέ, αδελφικά εσμίξαν.
Γι’ αυτό και τους προφήτες τους πάντα εσύ θαυμάζεις
και στον Ταΰγετο, σαν πας, Σινά τον ονομάζεις.
Βεβαίως με τον Όμηρο όλα τα βρήκες σκούρα
γι’ αυτό τον Οδυσσέα του, κυκλώπειο τον κάνεις
μα ως τον ρίχνεις έξοχα στη μέγιστη μαστούρα
τον υπεράνθρωπο σοφά με λέξεις ξανακάνεις.
Νίκο αυτοσαρκάστηκες, μα ήτο πια εις μάτην,
για τ’ ότι ήσουν αδρανής στο κάλεσμα του Αλέξη,
σαν είχε βρει παρασίνην, βρε, πέτραν ωραιοτάτην
ούτε που εκουνήθηκες κι ούτε που είπες λέξη.
Μες στα μυθιστορήματα γυναίκα δεν αφήνεις
που να μην σφάξεις, και κακή, μιαν υποψία δίνεις.
Παρόλ’ αυτά η απέραντα ευφορική γραφή σου
ισάξια των Ακριτικών κάνει την ποίησή σου.
Αυτά τα γράφω να μη λεν οι άχρηστοι πως μένω
τυφλός από τον θαυμασμό. Να τους κοπεί η φούρια
να λένε απ’ την αγάπη μου τους νόμους παραβαίνω
του πνεύματος και δεν θωρώ πως είχες και κουσούρια.
.
ΑΣΤΕΡΙΣΚΟΣ
*
Δεν λέω, η «Ασκητική», έχει κάποιες πολύ δυνατές φράσεις. Όμως:
1. «Salvatores dei”; Νίκο, στα σοβαρά; Γιατί να τον σώσουμε τον ανύπαρκτο; Για να επαναλάβουμε τις μονομαχίες του Δον Κιχώτη με τους ανεμόμυλους; Ευτυχώς έκρυψες από τον Ζορμπά την «Ασκητική» σου γιατί ήξερες ότι θα σε περιγελάσει.
2) Γιατί τόσος ύμνος στην «ανηφόρα» μωρέ Νίκο; Αφού, μιας και δεν υπάρχει ευθεία οδός μέσα στο σύμπαν, γρήγορα θα βρεθούμε στην κατηφόρα. Εξ’ άλλου, «οδός άνω κάτω μία και αυτή», όπως λέγει και, ο ουδέποτε αναφερόμενος από σένα, Ηράκλειτος.
3) Γιατί «ο γιος» πρέπει «να ξεπεράσει» οπωσδήποτε «τον γονιό»; Κι αν ο γονιός είναι αξεπέραστος; Προς τί να λέμε αυτές τις δαρβινικές χαζομάρες, Νίκο;
4) Κι εντέλει, γιατί, «…ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»; Αφού το πιο σοφό είναι να πεις ότι ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Έτσι δεν είναι Νίκο;
.
ΥΓ.: ΚΑΙ, ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:
ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΟΣ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΟΥ ΦΙΛΙΚΑ ΠΕΙΡΑΖΟΝΤάΣ ΤΟΝ ΤΑ ΟΝΟΜΑΖΩ ΚΟΥΣΟΥΡΙΑ.
ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΑ ΟΛΑ ΤΟΥΤΑ ΜΑ ΔΕΝ Τ’ ΑΝΑΦΕΡΑ ΠΟΤΕ ΕΠΕΙΔΗ ΦΟΒΟΜΟΥΝ ΟΤΙ ΘΑ ΤΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΜΕ ΛΑΘΟΣ ΤΡΟΠΟ ΤΟΣΟ ΟΙ ΛΕΙΨΟΜΥΑΛΟΙ «ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΙΚΟΙ» ΟΣΟ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΙΨΟΜΥΑΛΟΙ «ΑΝΤΙΚΑΖΑΝΤΖΑΚΙΚΟΙ». Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΠΟΥ ΕΓΩ ΠΡΟΣΕΛΑΒΑ (ΠΑΡΑΜΕΡΙΖΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΑΙ ΑΣΗΜΑΝΤΑ "ΚΟΥΣΟΥΡΙΑ" ΤΟΥ), ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ (βιογραφικό από ποιητή για ποιητή) ΠΟΥ ΑΠΟ ΦΘΟΝΟ ΚΑΙ ΛΕΙΨΟΜΥΑΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ ΠΟΤΕ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ:
Νίκος Καζαντζάκης: Από τα μεγαλύτερα πνεύματα όλων των εποχών. Μου μοιάζει δράκος που κρατώντας αντίς για κοντυλοφόρο ένα κοντάρι κι αντίς για πένα ένα μυστρί, βουτά στο μελάνι του Ήλιου, και γράφει τα 33333 μαγικά χαϊκού του, ή τα γεμάτα κέφι και σοφία εξαίσια παραμύθια του. Τα έργα του είναι το πιο δυνατό ευφορικό που δωρήθηκε ποτέ στην ανθρωπότητα.
Στην «Οδύσσειά» του, γράφει με φως, το βίο του Ήλιου-Νου· γράφει τους αρχέτυπους θρύλους, τις αρχέτυπες μορφές, τα αρχέτυπα όντα και πράγματα, τους αρχέτυπους στοχασμούς, τις αρχέτυπες πράξεις, κι όσα είδε κι άκουσε πάνω στη Γη, στην εκατομμυρίων ετών ζωή του. Φέρνει στην επιφάνεια και τις κάνει τραγούδι, όλες τις όψεις, φωτεινές και σκοτεινές, του πλανητικού υποσυνειδήτου. Μέχρι που το μελάνι-φως τελειώνει. Αδειάζει ο Νους, το κάτοπτρο του Ήλιου· αδειάζει ο Ήλιος, το κάτοπτρο του Νου.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Γιάννης Υφαντής - Τέσσερα ποιήματα

 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Χυμένη πίσσα· είναι το αίμα
κάποιας τελετουργίας σκοτεινής·
βαρέλια έσφαξαν τη νύχτα οι εργολάβοι
στα θέμελα της μαύρης εποχής.
Η θάλασσα ουκ έστιν έτι·
πάνω στο πτώμα της φυτρώνουν νάυλον σπυριά.
Με θλίψη αναλογίζομαι που έλειψαν για πάντα
οι άγιοι κ’ οι ληστές απ’ τα βουνά.
Το σιδερένιο γένος είναι τώρα στην ακμή του.
Οι δολοφόνοι είν’ απ’ όλους σεβαστοί.
Κερνά ο διάβολος τη δίψα κι απ’ τ’ ασκί του
πίνουνε προλετάριοι κι αστοί.
.
.
ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Είπαν οι μετριότητες μες στην καρδιά τους:
«Αυτός έχει ταλέντο, έχει πνεύμα, έχει λόγο, συνεπώς
είν’ επικίνδυνος. Κι εμείς;
Θα αναπτύξουμε δημόσιες σχέσεις, θα κρατήσουμε
θέσεις κλειδιά,
διάσελα της διοίκησης, καρτέρια της κουλτούρας κ’ είμαστε
πολλοί για παγανιά.
Το σύστημα εξ άλλου θα ’ναι με το μέρος μας.
(Τέτοιους το σύστημα ανέκαθεν
τους απομόνωνε, τους τσάκιζε).
Το σύστημα στο πρώτο σφύριγμά μας, στου ματιού
το πρώτο κλείσιμο, το σύστημα
θα ανταποκριθεί, γιατί το σύστημα
αποτελείται από τέτοιους σαν κι εμάς.
Όντας του κόσμου τούτου εμείς
ο κόσμος τούτος θα ’ναι με το μέρος μας.
Ποιήματα αυτός, πνεύμα και λόγο;
Εμείς εκδόσεις, κόμματα, ψιθύρους, επαφές, επιτροπές,
εφημερίδες, εταιρείες, διαστρέβλωση, εκπομπές…
Κι αν είναι ακόμα κι ο Χριστός ο ίδιος
εμείς στη θέση του θα βάλουμε
κάποιο ακίνδυνο για μας
υποκατάστατο,
έναν ας πούμε Βαραββά. Και τους παπάδες.
Το σύστημα θα είναι με το μέρος μας. Κι εξ άλλου
μέρα τη μέρα, χρόνο με το χρόνο
εμείς θα είμαστε το σύστημα».
Ω Ίσσα,
«Σκόρπιες οι δροσοστάλες, μα
της κόλασης οι σπόροι περασμένοι στην κλωστή».
.
.
ΟΙ ΠΟΛΥΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟΙ
Βγάλε κι εσύ μια συλλογή, με ποίηση σκουπίδια
και βρες της μούχλας τα μουνιά, τα σάπια βρες αρχίδια
να σε πολυβραβεύσουνε, κι ως πολυβραβευμένος
αδιακόπως στην TV θα είσαι καλεσμένος.
Στη λίστα θα γραφτείς κι εσύ που ’ναι γραμμένοι όλοι
που επιλέξαν της TV οι μυρωμένοι κώλοι.
Θα είσαι κάθε δυο και τρεις σε κάποιες εκπομπούλες
για ποίηση να μας μιλάς να λες χαζομαρούλες
κι έξω σα βγαίνεις τα μικρά θα λεν «Κοίτα μαμάκα
την είδα σε μιαν εκπομπή αυτή τη σακαράκα,
ω πως γυαλίζουν όλοι αυτοί που στο γυαλί μας βγαίνουν
στην τρυφερή καρδούλα μου νοιώθω για πάντα μπαίνουν».
«Άντε μεγάλωσε κι εσύ, γράψε σαχλαμαρίτσες
και στο γυαλί ν’ αξιωθείς να μας μιλάς για πίτσες…
Κι αν φέρνει ανυπόφορη σ’ εσένα βαρεμάρα
η πολυβραβευμένη τους μεγάλη σαχλαμάρα
σκέψου που αυτή στην υψηλή σε φέρνει κοινωνία
όπου μ’ αξιοπρέπεια ζούνε μες στην ανία
όπου δεν κλαίνε δεν γελούν ως κάμνουν οι αγροίκοι
μα τρών’ ο εις τον άλλονα σαν πεινασμένοι λύκοι”.
.
.
ΠΡΟΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΓΑΣΤΕΡΕΣ
(μάγκικο σε χαλαρή ομοιοκαταληξία)
.
Το που ’χεις γίνει πιο γνωστός
από εμέ λόγω TV
αυτό καθόλου δεν θα πει
πως έχεις γίνει πιο σοφός.
Ω σκουριασμένε τενεκέ
π’ όλο αδειάζεις χάμου
τα λόγια μου επιμελώς
κρύβοντας τ’ όνομά μου.
Τί καμαρώνεις άχρηστε
που ανέβηκες τη σκάλα;
Το σύστημα σ’ επέλεξε
γιατ’ ήσουνα κουφάλα.
Κι αν προσπεράσεις όλ’ αυτά
πάντα θα σε προφτάνει
ο λόγος που θα σε τιμά
με πλαστικό στεφάνι:
«Στ’ αγγειά όπου εχέζαμε
καίγουνε πια λιβάνι
κ’ οι μούτσοι που γαμούσαμε
γίνανε καπετάνοι».

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, bibliotheque 2019

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Γιάννης Υφαντής - Ποιήματα

ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΦΗΒΗΣ

«Με σάτυρο και με Χριστό μοιάζει αυτός.
Μα είν’ αλήθεια πως τα έχει τα χρονάκια του.
Σαρανταπέντε, με πενήντα. Ή πιο πάνω;

Υπάρχουν κούκλοι γύρω μου, τι να τον κάμω αυτόν;
Και οι γονείς μου θα μου λέγαν «τον παππού σου;».

Μ’ αν είχ’ εκατομμύρια, οι άχρηστοι,
νέο θα τον ευρίσκανε και με χιλιάδες χάρες.

Να τον ξανακοιτάξω. Ωχ, αμάν!
Μ’ αρέσει διάβολε! Κι ανάθεμα, ανάθεμα
στην κοινωνία που φθονεί, στην κοινωνία
τη δολοφονική που δεν αφήνει
ν’ αγαπηθούμε λεύτερα, μ’ όποιονε μας γουστάρει».


ΣΑ ΔΕΙΣ ΔΥΟ ΠΕΤΡΙΝΑ ΒΟΥΝΑ

Σα δεις δυο πέτρινα βουνά, το ένα να χτυπάει
πάνω στο άλλο δυνατά τόσο που να βογγάει
απ’ την προσπάθεια την πολλή κι ο κρότος να ηχάει
τριγύρω στα πετρώματα στα μέτωπα των βράχων,
μην πεις πως οι συντρόφοι σου σ’ αφήσανε μονάχον
στις Συμπληγάδες εμπροστά εσένανε τον βλάχον.
Κι αν δεις απ’ τη δυόροφη σπηλιά τους να προβαίνουν
κεφάλια πού ’χουνε ωχρά μάτια κοκκινισμένα
και δέρματα πανάρχαια πού ’ναι ξεροσκασμένα
μην πεις ότι στη μίζερη ζωή σου επεμβαίνουν
δυο δράκοι που μαλώνοντας στον κήπο σου εμβαίνουν
κι ούτε πως βλέπεις δυο βουνά που η πίστη σου κινάει.
Αυτά που βλέπεις κ’ η στενή κούτρα σου δεν χωράει
είναι χελώνες που μοχθούν να σμίξουν τα καυλιά τους
και στην προσπάθεια την πολλή χτυπούνε τα καυκιά τους.


ΦΩΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Α
Η Εκκλησία να ευλογά την συζυγο-πορνεία.
Κι ο νταβαντζής να μας πουλά στου πάρκου τη γωνία.

Β
Μας θέλουν στα ναρκωτικά και στα ψυχιατρεία
παρά ν’ αναστενάζουμε στου πούτσου τη λατρεία.

 
ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Στόμα μου πληγωμένο κι άφταστο,
σώμα μου αγαπημένο κι άπιαστο.
Κλειστά μου βλέφαρα στα χείλη μου απαλά,
μαλλιά μου ευωδιαστά, στο πρόσωπό μου
απρόσμενη, παρήγορη δροσιά,
ανάπαυση για λίγο της γλυκειάς μου ταραχής,
πηγή ανέγγιχτη σα μέσα σε καθρέφτη,
λαχτάρα της νομάδας μου ψυχής,
ξάφνιασμα της γραφής άστρου που πέφτει.

ΓΙΑΠΗΣ ΠΗΓΕ ΣΕ ΓΙΑΠΙ

Γιάπης πήγε σε γιαπί
να μαδήσει ένα παπί
και τον πιάσαν τα λαμόγια
να τον δώσουνε στον μπόγια.

Τους ξεφεύγει κι αστραπή
χώνεται σ’ ένα καπί
τις γιαγιάδες να γαμάει
και γερά να κονομάει.

 
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Αυγά, του έρωτα παιδιά, γεννιούνται στη φωλιά.
Κι άλλ’ απ’ αυτά θα γίνουνε ελεύθερα πουλιά
κι άλλα θα γίνουν θαυμαστά μάτια τηγανητά.

Τέλος υπάρχουν και τ’ αυγά εκείνα που κλουβιάζουν
και την αδρεναλίνη ως λεν στα ύψη ανεβάζουν
όταν στη μούρη κανενός επίσημου τα σπάζουν. 

 
ΜΟΥ ’ΠΕ ΤΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙΟΝ

Μού ’πε της Ευφροσύνης το παιδίον:
«Πάντα εγώ τ’ αλλότρια τα κρίνω εξ αιδοίων».

 
ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΤΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ 

Ο Λύκος βγήκε στα βουνά,
τον αδερφό του τον φονιά,
τον Άγιον Ήλιο ν’ ανταμώσει
κι ένα στιχάκι να του δώσει.

Χαίρε ο που μεσουρανείς
κι όλη τη Γη ζωογονείς,
που βασιλεύεις όταν δύων
ω ακατάσβεστο αιδοίον.

 


 ΑΡΑΚΥΝΘΟΣ
    

            Aράκυνθος
            μ’ αυτό το νθ στο «Zάκυνθος»
κι ακόμα στο «υάκινθος»,
            στο «Όλυνθος», στο «Kόρινθος», στο «άνθος» και στο «άκανθος»
και στον Ερύμανθο να ψάχνεις τον ερήμανθο
της Πενθεσίλειας και του ένθεου Κυνός
που τρέχει πίσω από τις φτέρνες του Ωρίωνος.

            Aράκυνθος
            του αρακά το άνθος κι ας λανθάνω
            αρκεί που στο παιχνίδι μου αλάνθαστα μανθάνω
            τις έστιν ο ηλίανθος, το πένθος κι ο Πενθέας
τις έστιν ο αλίανθος, κι αυτή της Λευκοθέας
η άπατη ενθύμηση που ερέβυνθο τη λέγει
όταν η Κύνθεια ναυαγούς τους κάνθαρους συλλέγει.



Ούτε ένα βραβείο
Ούτε ένα βραβείο σε μένα οι τσίφτες των κλικών. Στο
διάολο.
Τά’ δωσαν όλα στους δικούς τους και σε μένα
“πρέπει να προσεχτεί ο Υφαντής' και τέτοια πούστικα.
Όμως ένα βραβείο το’ θελα ρε αδερφέ.
Το’ θελα να το πάω στη μάνα μου και να της κάνω τον
σπουδαίο.


Έρημη Χώρα
Σάρκας απόλαυση ανάμεσα σε ψάρι της Αλάσκας αχνιστό
γαρίδες του Παλέρμου, μανιτάρια και τζατζίκι ελληνικό.
Κι ένα ποτήρι μπίρα Bolaur.
Κ’ ύστερα μαλακία στο κρεβάτι σου
γιατ’ είσαι αλίμονο μονάχος σου στο Μόναχο
την ίδια ώρα που αμέτρητες γυναίκες
που ζουν κι αυτές μονάχες τους στο Μόναχο
στενάζουν αγκαλιάζοντας τον Άγιο Δονητή
γιατί απόκαμαν να παίρνουν το Θεό
στον αριθμό 0+ ∞ + χάος
και να μην παίρνουνε απόκριση καμμιά.
Στενάζουν αγκαλιάζοντας τον τεχνητό φαλλό
χωρίς να ξέρουν που ο Θεός ενσαρκωμένος
γυρίζει ολομόναχος στο Μόναχο,
με κινητό όπου καμμιά τους δεν τον παίρνει,
αφού καθώς είναι καινούργιος εμιγκρές
τον αριθμό του ούτε ο Πάπας δεν τον ξέρει.


Τηλεφωνώ στους φίλους
Στη Ναυσικά Γκράτζιου
Τηλεφωνώ στους φίλους’ όλοι εργάζονται.
Σ’ αυτό τον κόσμο ρε γαμώ το δηλαδή
μόνο εγώ κι ο Ήλιος τεμπελιάζουμε;


Το που μου κλέψαν το μπουφάν
Το που μου κλέψαν το μπουφάν δεν είναι τίποτα,
κι ο κλέφτης του ας είν’ ευλογημένος.
Όμως σαν κάνει ψύχρα και μου λείπει
(δεν έχω ένα δεύτερο μπουφάν) όταν κρυώνω
ίσως να ρίξω κάμποσους χριστούς και παναγίες.
Γιατί κι ο κλέφτης πρέπει (ρε γαμώ το)
να ‘ναι ένας σοφός,
να ‘χει αίσθηση του δίκαιου, να κλέβει αυτόν που πρέπει.


Του Έρωτα

Του έρωτα
πρέπει να του δινόμαστε γυμνοί
όπως δινόμαστε στον ύπνο και στο θάνατο, γιατί
ο έρωτας θαρρώ είναι η μόνη
μεταλαβιά
αιωνιότητας∙ ο έρωτας
είναι η λύτρωση του τέλειου χορού, είναι
η αγαλλίαση
του Καιρού.

 Λόγια ενός μεθυσμένου χωριάτη

Παιδάκια των αστών
τι εύκολα που αριστερίζετε
τι εύκολα που αναρχίζετε
τι εύκολα κρατάτε για την υστερνή
ένα φασίστα μέσα σας.
Παιδάκια των αστών εγώ κατάφερα
να ζω με τα προνόμια που σας δώσαν οι μπαμπάδες σας.
Τι τίμιο βίο εσείς παιδάκια των αστών,
μήτε παπάδες μήτε χωροφύλακες δε βγάζει η κάστα σας,
μόνο διανοούμενους και καλλιτέχνες κι επιστήμονες.
Τι προοδευτικά εσείς παιδάκια των αστών
Τι ανωτέρου επιπέδου ατιμίες. Όμως
Όμως εγώ σας ξέρω. Ελάτε
ελάτε προς με τα κακόμοιρα
να σας χαϊδέψω λίγο τα κεφάλια σας
κ' ύστερα να σας μπήξω μια κλοτσιά στα πισινά
καθάρματα!


Ζωγραφιές στην Άνω Πόλη

[Από την ενότητα Α]

Ι

Γαλάζιο σπίτι εδώ κοιμούνται οι γοργόνες τ' ουρανού;
Έριξαν άγκυρα στο πλάι σου οι μπαξέδες.
Στην άκρη του καλντεριμιού
κάτω απ' το γαλάζιο σου παράθυρο
δυο τρία παλικάρια ηλιοτρόπια μ' έγνοιες μέλισσες
σκυμμένα συζητούν.
Ζηλεύουν τάχα οι μενεξέδες;

ΙΙ

Το φως του ασβέστη που τυφλώνει τα πουλιά.
Πίσω απ' τα καφασωτά
με κρεμασμένο κάτω απ' το κρεβάτι το 'να χέρι
χορταριασμένος και με μάτια χαμομήλια, με τον ύπνο του
ευωδισμένο από άγρια ρήγανη
ρουχνίζει ο Ιούνης μες στο θείο μεσημέρι.

ΙΙΙ

Τούρκικο σπίτι βυσσινί
είσαι μια γάτα καθισμένη πάνω στο
χορταριασμένο του καλντεριμιού χαλί.
Στη πλάτη σού φυτέψαν μια συκιά
για να κουρνιάζουνε ο ίσκιος κ' η δροσιά.
Τούρκικο σπίτι βυσσινί
καπέλο από κεραμίδια σού φορέσαν τα παιδιά
και με κοιτάς με δυο παράθυρα παλιά.


Ερώτηση και απάντηση στο Μόναχο

[Από την ενότητα Του έρωτα και της αθωότητας 2]

Στον Κώστα Ταβουλτσίδη και στην παρέα της Ξάνθης

Με ρώτησαν στο Μόναχο
αν μου αρέσουν τα γερμανικά
κι από τις γλώσσες όλες ποια μ' αρέσει τελικά.

«Όλες οι γλώσσες μού αρέσουν» τους απάντησα,
«αρκεί να τις ακούω από γυναίκες».

Τα αίτια του τρωικού πολέμου

Λένε πολλά για τις αιτίες που οδήγησαν
σε σύρραξη τους Τρώες και τους Έλληνες
στα 1400 π.Χ., στην Ιωνία.
Οι πιο μοντέρνες θεωρίες μάς μιλούν για τη συνήθεια
του πλιάτσικου που φτάνει ως τις μέρες μας.
Οργανωμένες συμμορίες από κράτη, εταιρείες, βασιλείς,
πολιορκούσαν, έκαιγαν και άρπαζαν
κοπάδια, θησαυρούς, γυναίκες, δούλους.
Όμως εντύπωση εμένα πάντα μού 'καναν
οι λεπτομέρειες εκείνες σαν κι αυτή
που σαν οι Έλληνες εσύρανε τα πλοία τους
μαύρα και με τεράστια τα μάτια τους στην πλώρη
όταν οι Έλληνες εσύρανε τα πλοία τους
σε μακριά παράταξη εκεί στην αμμουδιά. Το πρώτο πράγμα
που 'καμαν αφού στήσαν τις σκηνές τους
ήσανε τα λουτρά, με τους λουτήρες, με τις βρύσες
κ' ήταν μετά το στάδιο για τα παιχνίδια των αγώνων.
Βεβαίως χρειαζόντουσαν κοπάδια για τροφή
βόδια και πρόβατα και γίδια. Χρειαζόντουσαν
ψωμί και οίνο και ξυλεία, χρειαζόντουσαν
σκλάβες γυναίκες που γινόντουσαν
πολύ συχνά οι γλυκές συντρόφισσές τους
πάνω σε φλοκάτες κ' υφαντά της Αιτωλίας,
των Μυκηνών, της Θεσσαλίας, της Ιθάκης.
Βεβαίως και ζητούσαν, κ' υποχρέωναν ή άρπαζαν
αλλά ο πόλεμος δεν έγινε γι' αυτά.
Όταν γυμνή σε κοίταζα στο στρώμα μου
εκεί στο πέτρινο σπίτι που για φύλακες
έχει αστερισμούς. Ενώ σε κοίταζα
έξω απ' τον καθρέφτη, ζωντανή μέσα στο χρόνο
ενώ σε κοίταζα κι απόλαυσα
ξανά και πάλι και ξανά και πάλι και ξανά
τη θεϊκή, τη φονική σου ομορφιά,
κατάλαβα καλά που αυτός ο πόλεμος
έγινε μοναχά για μια γυναίκα.
Από τη συλλογή Έρως ανίκατε μάχαν (2004), [Από την ενότητα Του έρωτα και της αθωότητας]