ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΦΗΒΗΣ
«Με σάτυρο και με Χριστό μοιάζει αυτός.
Μα είν’ αλήθεια πως τα έχει τα χρονάκια του.
Σαρανταπέντε, με πενήντα. Ή πιο πάνω;
Υπάρχουν κούκλοι γύρω μου, τι να τον κάμω αυτόν;
Και οι γονείς μου θα μου λέγαν «τον παππού σου;».
Μ’ αν είχ’ εκατομμύρια, οι άχρηστοι,
νέο θα τον ευρίσκανε και με χιλιάδες χάρες.
Να τον ξανακοιτάξω. Ωχ, αμάν!
Μ’ αρέσει διάβολε! Κι ανάθεμα, ανάθεμα
στην κοινωνία που φθονεί, στην κοινωνία
τη δολοφονική που δεν αφήνει
ν’ αγαπηθούμε λεύτερα, μ’ όποιονε μας γουστάρει».
ΣΑ ΔΕΙΣ ΔΥΟ ΠΕΤΡΙΝΑ ΒΟΥΝΑ
Σα δεις δυο πέτρινα βουνά, το ένα να χτυπάει
πάνω στο άλλο δυνατά τόσο που να βογγάει
απ’ την προσπάθεια την πολλή κι ο κρότος να ηχάει
τριγύρω στα πετρώματα στα μέτωπα των βράχων,
μην πεις πως οι συντρόφοι σου σ’ αφήσανε μονάχον
στις Συμπληγάδες εμπροστά εσένανε τον βλάχον.
Κι αν δεις απ’ τη δυόροφη σπηλιά τους να προβαίνουν
κεφάλια πού ’χουνε ωχρά μάτια κοκκινισμένα
και δέρματα πανάρχαια πού ’ναι ξεροσκασμένα
μην πεις ότι στη μίζερη ζωή σου επεμβαίνουν
δυο δράκοι που μαλώνοντας στον κήπο σου εμβαίνουν
κι ούτε πως βλέπεις δυο βουνά που η πίστη σου κινάει.
Αυτά που βλέπεις κ’ η στενή κούτρα σου δεν χωράει
είναι χελώνες που μοχθούν να σμίξουν τα καυλιά τους
και στην προσπάθεια την πολλή χτυπούνε τα καυκιά τους.
ΦΩΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Α
Η Εκκλησία να ευλογά την συζυγο-πορνεία.
Κι ο νταβαντζής να μας πουλά στου πάρκου τη γωνία.
Β
Μας θέλουν στα ναρκωτικά και στα ψυχιατρεία
παρά ν’ αναστενάζουμε στου πούτσου τη λατρεία.
ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Στόμα μου πληγωμένο κι άφταστο,
σώμα μου αγαπημένο κι άπιαστο.
Κλειστά μου βλέφαρα στα χείλη μου απαλά,
μαλλιά μου ευωδιαστά, στο πρόσωπό μου
απρόσμενη, παρήγορη δροσιά,
ανάπαυση για λίγο της γλυκειάς μου ταραχής,
πηγή ανέγγιχτη σα μέσα σε καθρέφτη,
λαχτάρα της νομάδας μου ψυχής,
ξάφνιασμα της γραφής άστρου που πέφτει.
ΓΙΑΠΗΣ ΠΗΓΕ ΣΕ ΓΙΑΠΙ
Γιάπης πήγε σε γιαπί
να μαδήσει ένα παπί
και τον πιάσαν τα λαμόγια
να τον δώσουνε στον μπόγια.
Τους ξεφεύγει κι αστραπή
χώνεται σ’ ένα καπί
τις γιαγιάδες να γαμάει
και γερά να κονομάει.
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Αυγά, του έρωτα παιδιά, γεννιούνται στη φωλιά.
Κι άλλ’ απ’ αυτά θα γίνουνε ελεύθερα πουλιά
κι άλλα θα γίνουν θαυμαστά μάτια τηγανητά.
Τέλος υπάρχουν και τ’ αυγά εκείνα που κλουβιάζουν
και την αδρεναλίνη ως λεν στα ύψη ανεβάζουν
όταν στη μούρη κανενός επίσημου τα σπάζουν.
ΜΟΥ ’ΠΕ ΤΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙΟΝ
Μού ’πε της Ευφροσύνης το παιδίον:
«Πάντα εγώ τ’ αλλότρια τα κρίνω εξ αιδοίων».
ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΤΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ
Ο Λύκος βγήκε στα βουνά,
τον αδερφό του τον φονιά,
τον Άγιον Ήλιο ν’ ανταμώσει
κι ένα στιχάκι να του δώσει.
Χαίρε ο που μεσουρανείς
κι όλη τη Γη ζωογονείς,
που βασιλεύεις όταν δύων
ω ακατάσβεστο αιδοίον.
ΑΡΑΚΥΝΘΟΣ
Aράκυνθος
μ’ αυτό το νθ στο «Zάκυνθος»
κι ακόμα στο «υάκινθος»,
στο «Όλυνθος», στο «Kόρινθος», στο «άνθος» και στο «άκανθος»
και στον Ερύμανθο να ψάχνεις τον ερήμανθο
της Πενθεσίλειας και του ένθεου Κυνός
που τρέχει πίσω από τις φτέρνες του Ωρίωνος.
Aράκυνθος
του αρακά το άνθος κι ας λανθάνω
αρκεί που στο παιχνίδι μου αλάνθαστα μανθάνω
τις έστιν ο ηλίανθος, το πένθος κι ο Πενθέας
τις έστιν ο αλίανθος, κι αυτή της Λευκοθέας
η άπατη ενθύμηση που ερέβυνθο τη λέγει
όταν η Κύνθεια ναυαγούς τους κάνθαρους συλλέγει.
Ούτε ένα βραβείο
Ούτε ένα βραβείο σε μένα οι τσίφτες των κλικών. Στο
διάολο.
Τά’ δωσαν όλα στους δικούς τους και σε μένα
“πρέπει να προσεχτεί ο Υφαντής' και τέτοια πούστικα.
Όμως ένα βραβείο το’ θελα ρε αδερφέ.
Το’ θελα να το πάω στη μάνα μου και να της κάνω τον
σπουδαίο.
Έρημη Χώρα
Σάρκας απόλαυση ανάμεσα σε ψάρι της Αλάσκας αχνιστό
γαρίδες του Παλέρμου, μανιτάρια και τζατζίκι ελληνικό.
Κι ένα ποτήρι μπίρα Bolaur.
Κ’ ύστερα μαλακία στο κρεβάτι σου
γιατ’ είσαι αλίμονο μονάχος σου στο Μόναχο
την ίδια ώρα που αμέτρητες γυναίκες
που ζουν κι αυτές μονάχες τους στο Μόναχο
στενάζουν αγκαλιάζοντας τον Άγιο Δονητή
γιατί απόκαμαν να παίρνουν το Θεό
στον αριθμό 0+ ∞ + χάος
και να μην παίρνουνε απόκριση καμμιά.
Στενάζουν αγκαλιάζοντας τον τεχνητό φαλλό
χωρίς να ξέρουν που ο Θεός ενσαρκωμένος
γυρίζει ολομόναχος στο Μόναχο,
με κινητό όπου καμμιά τους δεν τον παίρνει,
αφού καθώς είναι καινούργιος εμιγκρές
τον αριθμό του ούτε ο Πάπας δεν τον ξέρει.
Τηλεφωνώ στους φίλους
Στη Ναυσικά Γκράτζιου
Τηλεφωνώ στους φίλους’ όλοι εργάζονται.
Σ’ αυτό τον κόσμο ρε γαμώ το δηλαδή
μόνο εγώ κι ο Ήλιος τεμπελιάζουμε;
Το που μου κλέψαν το μπουφάν
Το που μου κλέψαν το μπουφάν δεν είναι τίποτα,
κι ο κλέφτης του ας είν’ ευλογημένος.
Όμως σαν κάνει ψύχρα και μου λείπει
(δεν έχω ένα δεύτερο μπουφάν) όταν κρυώνω
ίσως να ρίξω κάμποσους χριστούς και παναγίες.
Γιατί κι ο κλέφτης πρέπει (ρε γαμώ το)
να ‘ναι ένας σοφός,
να ‘χει αίσθηση του δίκαιου, να κλέβει αυτόν που πρέπει.
Του Έρωτα
Του έρωτα
πρέπει να του δινόμαστε γυμνοί
όπως δινόμαστε στον ύπνο και στο θάνατο, γιατί
ο έρωτας θαρρώ είναι η μόνη
μεταλαβιά
αιωνιότητας∙ ο έρωτας
είναι η λύτρωση του τέλειου χορού, είναι
η αγαλλίαση
του Καιρού.
Λόγια ενός μεθυσμένου χωριάτη
Παιδάκια των αστών
τι εύκολα που αριστερίζετε
τι εύκολα που αναρχίζετε
τι εύκολα κρατάτε για την υστερνή
ένα φασίστα μέσα σας.
Παιδάκια των αστών εγώ κατάφερα
να ζω με τα προνόμια που σας δώσαν οι μπαμπάδες σας.
Τι τίμιο βίο εσείς παιδάκια των αστών,
μήτε παπάδες μήτε χωροφύλακες δε βγάζει η κάστα σας,
μόνο διανοούμενους και καλλιτέχνες κι επιστήμονες.
Τι προοδευτικά εσείς παιδάκια των αστών
Τι ανωτέρου επιπέδου ατιμίες. Όμως
Όμως εγώ σας ξέρω. Ελάτε
ελάτε προς με τα κακόμοιρα
να σας χαϊδέψω λίγο τα κεφάλια σας
κ' ύστερα να σας μπήξω μια κλοτσιά στα πισινά
καθάρματα!
Ζωγραφιές στην Άνω Πόλη
[Από την ενότητα Α]
Ι
Γαλάζιο σπίτι εδώ κοιμούνται οι γοργόνες τ' ουρανού;
Έριξαν άγκυρα στο πλάι σου οι μπαξέδες.
Στην άκρη του καλντεριμιού
κάτω απ' το γαλάζιο σου παράθυρο
δυο τρία παλικάρια ηλιοτρόπια μ' έγνοιες μέλισσες
σκυμμένα συζητούν.
Ζηλεύουν τάχα οι μενεξέδες;
ΙΙ
Το φως του ασβέστη που τυφλώνει τα πουλιά.
Πίσω απ' τα καφασωτά
με κρεμασμένο κάτω απ' το κρεβάτι το 'να χέρι
χορταριασμένος και με μάτια χαμομήλια, με τον ύπνο του
ευωδισμένο από άγρια ρήγανη
ρουχνίζει ο Ιούνης μες στο θείο μεσημέρι.
ΙΙΙ
Τούρκικο σπίτι βυσσινί
είσαι μια γάτα καθισμένη πάνω στο
χορταριασμένο του καλντεριμιού χαλί.
Στη πλάτη σού φυτέψαν μια συκιά
για να κουρνιάζουνε ο ίσκιος κ' η δροσιά.
Τούρκικο σπίτι βυσσινί
καπέλο από κεραμίδια σού φορέσαν τα παιδιά
και με κοιτάς με δυο παράθυρα παλιά.
Ερώτηση και απάντηση στο Μόναχο
[Από την ενότητα Του έρωτα και της αθωότητας 2]
Στον Κώστα Ταβουλτσίδη και στην παρέα της Ξάνθης
Με ρώτησαν στο Μόναχο
αν μου αρέσουν τα γερμανικά
κι από τις γλώσσες όλες ποια μ' αρέσει τελικά.
«Όλες οι γλώσσες μού αρέσουν» τους απάντησα,
«αρκεί να τις ακούω από γυναίκες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου