Καθώς ερχόταν μες στο φως
γυμνή σχεδόν απούσα
νόμιζα πως μοιάζει στην ψυχή μου
κι έτσι της μίλησα:
Φαίνεται να ‘ρχομαι απ’ όπου σ’ έχω λησμονήσει.
Λέξη τη λέξη ανέσκαψα το δρόμο της φωνής μου,
ώσπου να φτάσω στην ειρκτή του ονόματός σου.
Και να: εκείνο ένα πουλί
που πέταξε απρόσμενα λίγο πριν έρθω.
Μένει ακόμα μια σταγόνα της βροχής
που τάραξε την άνυδρη νωχέλεια των ριζών,
κρεμάμενη σ’ άκρο κλαρί
και παραπέρα ένα νησί:
κοιμούμενο λιθάρι του πελάγους να πασχίζει
στην αρμυρή του απάθεια την απείθεια του πουλιού.
Κέρδος αν όχι πλούσιο,
μετρήσιμο ωστόσο
-όμως αλλού και Άλλο.
Όσο να πεις,
ασήμαντη προσπάθεια μια κραυγή
που μόλις μπόρεσε το σχήμα της να δείξει κι ίσως ίσως
τη δύσβατη συνήθεια μιας πληγής
-αλλού και Άλλου.
Παράφορο (1996)
Θάνος Ανεστόπουλος - Καθώς ερχόταν (Ποίηση Γιώργος Μπλάνας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου