Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025
Τρίτη 29 Ιουλίου 2025
Κώστας Μόντης - Για τα χελιδόνια
Έρχονται με μια οικειότητα,
διασχίζουν με μια οικειότητα τους δρόμους μας,
μπαινοβγαίνουν με μια οικειότητα
στις βεράντες και στους ηλιακούς μας
σαν ξενιτεμένοι μας που έρχονται
να περάσουν το καλοκαίρι τους στην πατρίδα
με τους δικούς τους.
Κώστας Μόντης, Στιγμές 1958
Παρασκευή 23 Μαΐου 2025
Μάρκος Μέσκος - Τα χελιδόνια
Με κάτι ακόμα, πάλι, ξαφνιάζομαι· γνωστά άγνωστα, λίγο θέλουν και άλλα να μου πουν, να με κρατήσουν κοντά τους φέροντας, θαρρείς, τα καινούρια νέα τους.
Καλοκαιράκι δοξασμένο, με την Ελένη κάπου στην Ιερισσό της Χαλκιδικής, κρατούσε το βαλάντιό μας για τις ολιγοήμερες διακοπές, πρωί βραδάκι στη θάλασσα, ώρες στο μπαλκόνι του σπιτιού που μας στέγαζε τις νύχτες – εκεί τα πρώτα πιτσιλίσματα στους τοίχους, τα δοκιμαστικά θεμέλια σε άλλη γραμμή, τα εγκεκριμένα από τα μεγαλύτερα για την επόμενη χρονιά, πού κούρνιαζαν τώρα ήταν άγνωστον, φωλιές δεν βλέπαμε, μάλλον στα δέντρα ησύχαζαν όπως όλα τα πουλιά του κόσμου.
Συνήθως πρωί, κατά τις εξήμισι, παραταγμένα στα καλώδια του φωτός, κάποτε τα μέτρησα, μικρές μεγάλες οικογένειες ξεπερνούσαν τα εκατό· προς στιγμήν, γιατί σε λίγο λιγόστευαν ή προσγειώνονταν κι άλλα κι έχανες τον λογαριασμό.
Ιούλιο μήνα τα μικρά είναι πανέτοιμα, αέρινα μικροπούλια, δεν ακούς τον ήχο των φτερών τους, τα παρατηρούσα, σπαθάτα καθάριζαν το σώμα τους, τιτίβιζαν συνομιλώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους, έχθρα (σχεδόν) δεν υπήρχε για τον τόπο του ξαποστάματος, κάποια έδειχναν πιο πολλές συμπάθειες στην κοινότητά τους, λίγα ήσαν τ’ αμίλητα στις άκρες, τα ατιμώρητα παρ’ όλα αυτά.
Και ήσαν τρεις φάρες (θαρρείς) χελιδονιών, που πετούσαν ψηλά στα σύννεφα ή χαμηλά, σύρριζα με τη χλόη, ακατάπαυστα όταν είχαν ανάγκη τα δρομολόγια τα καθημερινά. Η μια κατηγορία ξεχώριζε από το μικρό σώμα, ας πούμε τα τσικό, άσπρο-μαύρο, με τον αέρα πάλευαν, είχαν τρυφερά φτερά και την απόσταση τη βόλευαν κάπου ανάμεσα στα δέντρα, στα χορτάρια και στα γύρω ρυάκια με τις λάσπες. Τα άλλα, τα λίγο μεγαλύτερα, είχαν την κοιλιά τους λευκή, μια υποψία του χρώματος καφέ αλλά το μαύρο κυριαρχούσε αρχίζοντας από το μικρό μελαχρινό κεφάλι έως τη ράχη, τα φτερά και την ψαλιδωτή ουρά τους. Ήσαν τα περισσότερα στην παράταξη-επιθεώρηση από ποιον, την πρωινή κυρίως, στα ηλεκτροφόρα καλώδια μπροστά μας.
Τα λιγότερα χελιδόνια ήσαν εκείνα που γνώριζα από το κατώι της κυρα-Τασούλας, οι βετεράνοι των μεγάλων ταξιδιών της αποδημίας, τα τσίτσιρ-βίτσιρ, μεγάλα, μεγαλύτερα θέλω να πω από τ’ άλλα, εκείνα που τα κουπιά των φτερών τους εκμηδένιζαν το χώρο· γυάλιζε το μαύρο φτέρωμά τους και οι θερμές ώχρες κάτω στα υπογάστρια, αθόρυβα έσκιζαν με χίλιους τρόπους τους αιθέρες, μια στα ύψη μια στους γκρεμούς μια στα πλάγια της γης.
Όλα μαζί, και τα μικρόσωμα ασπρόμαυρα (ας τα ονομάσουμε φετινά παιδιά), και τα ενδιάμεσα σπαθάτα, και τα παλιά, οι μάνες, τ’ αυτοκρατορικά, όλα χελιδόνια παραταγμένα στα καλώδια, να τα βλέπουν οι άνθρωποι και να παραδειγματίζονται (αν γίνεται), ποτέ αντίπαλα μεταξύ τους, μια κοινότητα χελιδονιών πρωί βράδυ στη ζωή.
Πηγή: Νερό Καρκάγια, Ίκαρος 2006.
Πέμπτη 15 Μαΐου 2025
Αργύρης Χιόνης - Δύο ποιήματα
ΣΥΜΒΑΝ
Σκότωσε
όλα τα περιστέρια
κι έφτιαξε
ένα μεγάλο πουπουλένιο μαξιλάρι.
Ύστερα,
έπεσε να κοιμηθεί
εν ειρήνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Πάνω στα ερείπια της παλιάς,
θα οικοδομήσουμε τη νέα πολιτεία,
για να μη χάσει ο θάνατος το δρόμο του
σαν θα θελήσει να ξανάρθει.
Πηγή: Σχήματα Απουσίας, 1973.
Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025
Jacques Prévert - Άδεια εξόδου
Έβαλα το πηλίκιο μου στο κλουβί
και βγήκα με το πουλί στο κεφάλι.
Ώστε λοιπόν
δε χαιρετάμε πια
ρώτησε ο διοικητής
Όχι
δε χαιρετάμε πια
απάντησε το πουλί.
Ά καλά
με συγχωρείτε νόμιζα πως χαιρετάμε
είπε ο διοικητής.
Δεν είναι θέμα όλοι κάνουμε λάθη
είπε το πουλί.
Ζακ Πρεβέρ (1900 -1977)
Πηγή: Λόγια και άλλα, μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης, Εκδόσεις: Νεφέλη- ΑΘΗΝΑ 1988
Κυριακή 2 Μαρτίου 2025
Τάσος Κανάτσης - [άτιτλο]
Πικρό αηδόνι καλαηδεί
παραλογές και μισεμούς
του Κωσταντή της Αρετής
του έρωτα και του θανάτου
σύνορα κι άλλα σύνορα
και οφειλές του χρόνου
Κι η νύχτα έχει το κλειδί
του τόπου ανοίγει τη σιωπή
ανοίγει μαύρες θύρες
κι ως την αυγή μ' ένα κερί
σεντούκια ανασκαλεύει
να ντύσει τ' αποφόρια της
γυμνή μη βγει στη μέρα.
Πηγή: Η χλεύη του χρόνου, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων 2000
Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025
Έκτωρ Κακαβάτος - Ορτύκι
Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω του ο αγριοπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα στράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν τό ’πνιξε το ουρλιαχτό της.
Γενιά του αγριόχοιρου
έχεις ακόμα μάκρος
(Οδός Λαιστρυγόνων, 1978)
Τρίτη 9 Ιουλίου 2024
Γιάννης Δάλλας - Μετεωριζόμενος
Ο δυτικός άνεμος δεν τον θέλει
ο ανατολικός τον ξερνά
του ’γινε πρόταση να βαλσαμωθεί
κι όμως ξεσκίζει το κλουβί τ’ ουρανού
απλώστε του ένα κάτι της γης
ένα χέρι πού να μη στραγγαλίζει
μπορεί και να μην αλλαξοπίστησε
– τον πνίγει τόση μεταμόρφωση –
εκεί που έδενε τη γραβάτα του
του μένει ένας τελευταίος λαρυγγισμός
απ’ αυτούς που δεν εξαγοράζονται
Ο φίλος μου ο Πέτρος έχει προκηρυχθεί
λοιπόν θα πεθάνει μετεωριζόμενος
(Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία- Γραμματολογία, Εκδόσεις Σοκόλη, [Αθήνα 1990], σελ. 475.)
Κυριακή 27 Αυγούστου 2023
Παντελής Ροδοστόγλου - Απάνθισμα Στίχων
Το Φάντασμα Του Αγοριού Στο Κελάρι
Είμαι το φάντασμα του αγοριού στο κελάρι, κάποιος με σκότωσε πριν καιρό
έπαιζα ανέμελα στο υγρό χορτάρι, δεν πρόλαβα τίποτα να δω
δεν έχω κάποιον να προσμένω, δεν έχω κάποιον να αγαπώ
ζω χρόνια τώρα εδώ κλεισμένο, σαν στοιχειωμένο μυστικό
Θυμάμαι μόνο τ’όνομα μου και ένα κορίτσι στα λευκά
που σκούπιζε τα δάκρυα μου και μου κρατούσε συντροφιά
χτυπούσε ξέφρενα η καμπάνα και τρέχαμε στις κατακόμβες
απ’τον ουρανό αντί για μάννα, αχ θεέ μου πέφταν βόμβες
Φυσούν θλιμμένα οι μουσώνες τρυπάει το σώμα η παγωνιά
γνωρίζω τ ‘όνομα του φονιά, είναι το ίδιο εδώ και αιώνες
*
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά: ” ποτέ πια “!
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά.
Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
*
Τελευταίο ποτό με τον διάβολο
Σου στέλνω αυτό το γράμμα βγαλμένο
απ’τα πιο σκοτεινά υλικά του θανάτου της ψυχής μου.
Το σώμα μου, ένα κοχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
αργεί τώρα, κάτω από βρώμικα σεντόνια,
αποζητώντας τα μέλη του στ’ απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου,
θρυμματίζουν όλα μου τα άστρα
και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα,
στα ερωτηματικά και τους τρόμους.
Στα γράφω όλα αυτά, αυτή τη νύχτα
καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
και φυσάει μι’ αργόσυρτη βροχή,
φορτωμένη μ’ αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
και την ανία της ζωής χωρίς εσένα.
Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ.
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω.
*
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ΄ την κόλαση
Πάνω μου γέρνει ένας σακάτης ουρανός
ριγούν τ’ αστέρια, πέφτουν στο αδιάβροχό μου.
Είναι συνήθεια που έχω από μικρός
ν’ αγαπάω ό,τι με σπρώχνει στο χαμό μου.
Υφαίνω σάβανα με ήλιους παιδικούς,
αναρωτιέμαι αν θα βρω κάποιο σου χνάρι.
Μαθαίνω νέα σου από δαίμονες τρελούς,
απ’ αστροναύτες που σε είδαν στο φεγγάρι.
Κάνω παρέα με λεπρούς που θέλουν χάδια,
μ’ άγια ρεμάλια και μυαλά σακατεμένα,
κατατρεγμένους που αγκαλιάζουνε σκοτάδια
μήπως ακούσω και μου πουν κάτι για σένα.
Και έτσι βυθίζομαι στην άβυσσο μ’ απόγνωση
αφού μακριά σου έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση
και εγώ έχω φτάσει εκεί και την προσμένω.
Διάφανα κρίνα
Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους
τρελά πουλιά με μάτια πληγωμένα
συντρόφευαν την άγρυπνη χαρά τους.
Μεθύσανε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ’ αγγέλους που ‘χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκαταλειμμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους.
Στον δρόμο συναντούσαν υπνοβάτες
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ’ αυταπάτες
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους.
Τις νύχτες κάτω απ’ τα άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στη ρόδινη σιωπή του γαλαξία
θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία:
τη μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους.
Κι ακούγανε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
τη μοναξιά, τη μόνη τους αλήθεια.
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά: “ποτέ πια”!
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά.
Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που κλείσαν τα μάτια και πίνουν
και συ να γερνάς μες της λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός.
Τα μάτια της λάμπουν σαν έναστρη νύχτα
τα χέρια της σκάβουν τον τύμβο της ήττας
και συ να ζητάς, να βρεις ένα τέρμα
σαν χάδι χαμένο, στης θλίψης το δέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
στης λύπης το κατάρτι, σε σταύρωσε ο θεός
δίχως νερό κι αγάπη σ’ άφησε εδώ
σα νόθο γιο της λάσπης που κοιτάει τον ουρανό.
Έγινε η απώλεια συνήθειά μας
Γλύφω το οξύ απ’ τις ρωγμές των χειλιών σου και προσπαθώ να σου απαλύνω τον πόνο
τα χρόνια που περάσανε μ’ αφήσανε μόνο να ψάχνω την πνοή μου στο νεκρό εαυτό σου.
Ζητάω βοήθεια από ανήμπορα χέρια που ριγούν στην αγάπη και στον τρόμο
πήρες λάθος τον δικό μου δρόμο και ψάχνεις το φως μου σε σβησμένα αστέρια.
Η απουσία σου μ’ εξουθενώνει και δεν μπορώ να συνηθίσω
νοιώθω να προχωράω μπροστά μα πάντα φθάνω πίσω κι αυτή η αλήθεια με σκοτώνει.
Σβήνω τα ίχνη απ’ τα ψέματα μας παραπατάω στη σιωπή
έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή.
Απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική
Εκεί που οι μεθυσμένοι ψιθυρίζουν
τραγούδια της αγάπης του χαμού
εκεί που οι νεκροί στριφογυρίζουν
στον ύπνο τους και κλαίνε που και που.
Εκεί που η αγάπη έχει τελειώσει
και σιγοσβήνουν των χαμένων οι λυγμοί
εκεί που το κορμί σου έχουν στοιχειώσει
τουρίστες της ζωής σου θλιβεροί.
Μέσα στα μπαρ που αυτοκτονούνε οι θαμώνες
μέσα στην πιο καλή μας μουσική
στους σκοτεινούς της νιότης μας χειμώνες
μέσα στα έγκατα της γης.
Παντού θα με ζητάς και θα με ψάχνεις
μα εγώ θα κρύβομαι βουβός για πάντα εκεί
εκεί μέσα στα μάτια σου που αστράφτει
μια απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική.
Justelene
Μέσα σε χρόνια δανεικά, απρόσμενα και ξένα
μες στα ποτάμια τα θολά που ζω σα μαύρη σμέρνα
μες στην ανάσα του Βοριά, σε σύμπαντα ηττημένα
Θα σιγοκαίνε σα φωτιά η αγάπη και η λησμονιά.
Θα ʽχουν τα μάτια μου σκουριά, θα ζω χωρίς εσένα
θα με χλευάζουν τα παιδιά, θα πιω απ’ τη μαύρη στέρνα
μες των μηρών σου τη δροσιά πως ξαποστέναν τρυφερά
τα χέρια μου, δυο ελάφια κουρασμένα.
Κι εγώ που δε μπορώ πια να ξεχάσω τ’ όνομά της
να τριγυρνάω εδώ κι εκεί ψάχνοντας τ’ άρωμά της,
στον κήπο της Γεθσημανής να ξαγρυπνώ δίχως φωνή
σαν λυπημένο φάντασμα στον τάφο της αγάπης
Όλα αυτά που δεν θα δω
Κάποιος έτρεχε στο πλήθος
κάποιος άλλος όχι εγώ
εγώ τάϊζα τους λύκους
και κοιμόμουν στο βουνό
Κάποιος μου ‘κλεψε τα χρόνια
και μου πήρε τη ψυχή
εγώ άκουγα τ’ αηδόνια
κι έπινα γλυκό κρασί.
Κάποιος ζούσε τη ζωή μου
μες το σπίτι μου είχε μπει
τον κοιτούσα απ’ το φεγγίτη
που ‘στρωνε να κοιμηθεί.
Κάποιος έκλεγε με τύψεις
για όσα πρόδωσα εγώ
για όλα αυτά που ‘χα αγαπήσει
για όλα αυτά που δε θα δω
Κάποιος φεύγει μ’ ένα πλοίο
κάποιος που δεν είμαι ‘γω
στη προβλήτα μες το κρύο
λυπημένα τον κοιτώ.
Το βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα μου
Είχες το βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα μου
και μια σιωπή που τη στοιχειώναν μυστικά
ένα κατώφλι που περίμενες το τίποτα
και μια γάτα που τη λέγαν Σύλβια Πλαθ
Είχες μια χούφτα σκόνη αστέρια στην παλάμη σου
έτσι όπως γύριζες στον ύπνο σου γλυκά
μια κουρασμένη αγάπη, κρύα, λεία στην αγκάλη σου
κι ένα θάνατο αργό στα γιασεμιά
Κι εγώ που δεν σε γνώριζα μα πάντα σ’ αγαπούσα
κι εγώ που σε φοβόμουνα και στη σκιά σου ζούσα
είχα ένα ψέμα για να ζω και εκτοξευμένος στο κενό
δε μπόρεσα να θυμηθώ γιατί πονούσα
Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Η ανάσα σου ήτανε η πρώτη μου πατρίδα
κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός.
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Θήβα
και περιφέρομαι σακάτης και τυφλός.
Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου
εξουθενομένος από τα έργα και τις μέρες σου
θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Παραχωρώ τ’ άθλιο κορμί μου τις πληγές μου
να εξασκηθούν οι μανιακοί και οι αρχάριοι.
Θέ μου, πώς ξεραθήκαν έτσι οι πληγές μου
που ξεδιψούσαν ναυαγοί και λεγεωνάριοι.
Και θα πληρώνω σαν αντίτιμο στο χρόνο
τη μοναξιά για όλα τα χάδια που ζητούσα
για την αγάπη που με βύθισε στον πόνο
κι έτσι σακάτεψα εσένα που αγαπούσα
Άραγε θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας
της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας.
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρά μας!
Κάτι σαράβαλες καρδιές
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
στο φως κουρνιάζεις και βουρκώνεις δίχως λόγο
και γυροφέρνεις τους εφιάλτες σου βουβή
με την καρδιά σου να χτυπάει απ’ το φόβο.
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
κι αναστενάζεις καθώς λάμπει ο Αποσπερίτης
ένας λυγμός είναι αγάπη μου η ζωή
κάποιου που κλαίει στα βουνά της Αφροδίτης.
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
κάτι απ’ την κόλαση σού ανήκει της ζωής μου
κάτι απ’ τα βράδια που πεθαίναμε μαζί
και σκότωνα κορυδαλλούς
να μην ακούω τη φωνή μου
Ήταν τα χρόνια μας πληγές
σε κουρασμένες φτέρνες
φωνές που αντήχησαν νεκρές
μέσα σε άδειες στέρνες
δίχως να τους αποκριθεί
η ηχώ έστω μιας απάτης
κάτι σαράβαλες καρδιές
στο τσίρκο της αγάπης
Είναι που όλα ήρθαν αργά
Λυπάμαι που δεν έγινα μια θάλασσα για σένα
Να με κοιτάς νοσταλγικά με τα μαλλιά βρεγμένα
Λυπάμαι που δεν έγινα Σαχάρα να ουρλιάζεις
Κάτω από τ’ άστρα από χαρά να κλαις, ν’ ανατριχιάζεις
Λυπάμαι που δεν έγινα βράχος να ξαποστάσεις
Βότσαλο αψηλάφητο να σκύψεις να το πιάσεις.
Είναι που όλα ήρθαν αργά και πώς να συνηθίσω
Την άπειρή σου ομορφιά, τον τρυφερό σου ίσκιο
Είναι που όλα ήρθαν αργά και πώς να συνηθίσω
Την άπειρή σου ομορφιά μαράθηκα πριν ζήσω.
Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν για σένα
Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν κανένα.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση
Πάνω μου γέρνει ένας σακάτης ουρανός
ριγούν τ’ αστέρια, πέφτουν στο αδιάβροχό μου
είναι συνήθεια που έχω από μικρός
ν’ αγαπάω ό,τι με σπρώχνει στο χαμό μου
Υφαίνω σάβανα με ήλιους παιδικούς
αναρωτιέμαι αν θα βρω κάποιο σου χνάρι
μαθαίνω νέα σου από δαίμονες τρελούς,
απ’ αστροναύτες που σε είδαν στο φεγγάρι
Κάνω παρέα με λεπρούς που θέλουν χάδια
μ’ άγια ρεμάλια και μυαλά σακατεμένα
κατατρεγμένους που αγκαλιάζουνε σκοτάδια
μήπως ακούσω και μου πουν κάτι για σένα
Και έτσι βυθίζομαι στην άβυσσο μ’ απόγνωση
αφού μακριά σου έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος
η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση
και εγώ έχω φτάσει εκεί και την προσμένω.
Η φράση “Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση”
είναι τίτλος ποιητικής συλλογής του Charles Bukowski
Τα γλυκά απελπισμένα σου αντίο
Παραδομένος σε μια μοίρα σκοτεινή
έτσι αφημένος σ’ ένα απόκοσμο παζάρι
να υποφέρω από μια δύναμη κρυφή
με τα κουρέλια μου να ντύνω το φεγγάρι
Γελώντας λούζομαι σε βιβλικές βροχές
κι αν σκοτεινιάζω αγάπη μου μην με φοβάσαι
γιατί ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές
που με τυλίγουν σαν ομίχλη όταν κοιμάσαι
Την ερημιά μου την στοιχειώνουνε φωνές
πονάει η μνήμη μου και σκούζει σαν θηρίο
και έτσι για πάντα θα γεμίζω μ’ ενοχές
για τα γλυκά απελπισμένα σου αντίο
Και εγώ που πάντα ήθελα μέσα σου να ζήσω
σφαδάζω κάτω από έναν ξένο αστερισμό
ήρθα εδώ για να υποφέρω, ν’ αγαπήσω
και να χαθώ.
Σʼ ένα όνειρο από χιόνι
Από σκοτάδι σε σκοτάδι τριγυρνάς
μ’ ένα θανάσιμο τρικύμισμα στα μάτια
μυρίζεις ίσκιους από έρημα δωμάτια
τοπία θλίψης τα αγόρια που αγαπάς
Σαλεύεις πίσω από πέπλα σκοτεινά
προφίλ θανάτου σ’ ένα όνειρο από χιόνι
εκεί που βρίσκεσαι κανένας δε μιλά
μόνο φαντάσματα που κλαίνε μες στη σκόνη
Και σε θυμήθηκα στο χείλος της αβύσσου
έτσι όπως φύσηξε γλυκά εκεί ο μπάτης
ακόμα σέρνομαι ικέτης και σακάτης
προσκυνητής στους άγιους τόπους της σιωπής σου
Το κρύο στοιχειωμένο τώρα φέρνει
κουρέλια της ζωής σου την ελπίδα
σαν άθλια μοίρα που ακατάπαυστα υφαίνει
την πιο πικρή σου αλήθεια που δεν είδα
Κάποια νύχτα θα ‘ ρθεις με της νιότης τα δώρα
μ’ ένα βλέμμα σου μόνο θα γείρεις κοντά μου
θα ‘ναι η αγάπη παιδί που το τρόμαξε η μπόρα
και ορμάει να κρυφτεί στη ζεστή αγκαλιά μου.
Μνήμες του Νερού
Ζω στον κολπίσκο με τους λίγους επισκέπτες
στο λιμανάκι μου όταν ο άνεμος φυσάει
βρίσκουν απάγκιο σπάνιων κοραλλιών συλλέκτες
ταξιδευτές που η ζωή δεν τους χωράει
Σ’ αυτή την έρημη ακτή κοιμάται η Πασιφάη
Μες στα ναυάγια του βυθού, η αγάπη μου η πικρή
που το κλειδί της μοίρας μου στα χέρια της κρατάει
καμιά χαρά δεν κάνει ότι ο πόνος στην ψυχή
Κάποια βραδιά την έφερε εδώ το κύμα
νεκροί αστερίες λαμπύριζαν στα μαλλιά της
“Η ομορφιά” κάποιος ψιθύρισε “είναι μνήμα
που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένοι της αγάπης”
Αφού στο φως λουζόμουν κάποτε μαζί της
τώρα που της ζωής το σούρουπο πλησιάζει
σε μια σπηλιά που να θυμίζει το κορμί της
θ’ αποσυρθώ και θ’ αγαπήσω το σκοτάδι
Τελευταίο Ποτό με το Διάβολο
Σου στέλνω αυτό το γράμμα βγαλμένο
Απ΄ τα πιο σκοτεινά υλικά του θανάτου της ψυχής μου.
Το σώμα μου , ένα κογχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
Αργεί τώρα , κάτω από βρώμικα σεντόνια
Αποζητώντας τα μέλη του στ΄ απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
Που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου
Θρυμματίζουν όλα μου τα άστρα
Και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα
Στα ερωτηματικά και τους τρόμους
Στα γράφω όλα αυτά, αυτή τη νύχτα
Καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
Και φυσάει μια αργόσυρτη βροχή
Φορτωμένη μ΄ αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
Και την ανία της ζωής χωρίς εσένα
Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω
Η δεξίωση
«Συγγνώμη, κύριε,
αλλά δεν μπορείτε να περάσετε
είστε πολύ επίσημα ντυμένος»
του είπε σε αυστηρό τόνο ο υπηρέτης
στην είσοδο του σπιτιού
όπου γινόταν η δεξίωση.
Τότε, έβγαλε το φράκο του
και φόρεσε κατάσαρκα
τα βάσανά του σαν κουρέλια
κι έτσι πέρασε ανεμπόδιστα κι αυτός
μες στο νεκρικό δείπνο.
Νυχτοβάτες
Στο νυχτωμένο καπηλειό, σε μι' άκρη του Παγασητικού
ένα κοπάδι μεθυσμένοι γερανοί, κρώζαν και χόρευαν
με ανέλπιστη χαρά, για να γιορτάσουνε το όμορφο αντάμωμα,
τη στάση ετούτη στη στεριά κι εκείνη την προσέγγιση
σε μια βαθύτητα ιερή που όλα τα συνενώνει.
Αγέρωχα περήφανα πουλιά που λέγαν για τα ένδοξα ταξίδια
το πέταγμα κόντρα στο πείσμα του καιρού, τον τρόμο
της απόστασης, τη μοναξιά της θαρραλέας πτήσης.
Και τρέμανε μην έρθει το πρωί και μεταμορφωθούν ξανά,
στο χάραμα το πληκτικό, σε μηχανήματα βαριά
που αδιάκοπα στριφογυρνούν πάνω απ' τα αμπάρια
φορτώνοντας στον γάντζο τους, τα άχαρα φορτία
των ανθρώπων.
ΠΗΓΗ: Παντελής Ροδοστόγλου, «Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα», Εκδόσεις «Κυψέλη», Οκτώβριος 2020
Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023
Jacques Prévert - Ποιήματα
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΕΡΑ
Αυτός ο δρόμος
Παλιά λεγόταν οδός Λουξεμβούργου
Λόγω του κήπου.
Σήμερα λέγεται οδός Γκυνεμέρ
Προς τιμήν ενός αεροπόρου
Που σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Όμως
Αυτός ο δρόμος
Είναι πάντα ο ίδιος κήπος
Είναι πάντα το Λουξεμβούργο
Με τις βεράντες... τ' αγάλματα.... τις στέρνες
Με τα δέντρα
Τα ζωντανά δέντρα
Και τα πουλιά
Τα ζωντανά πουλιά
Με τα παιδιά
Όλα τα ζωντανά παιδιά
Τι γυρεύει λοιπόν
Αλήθεια τι στο διάβολο γυρεύει
Ένας νεκρός αεροπόρος εδώ μέσα.
Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ
Εύφορη γη
Καλό παιδί η Σελήνη
Μια θάλασσα φιλόξενη
Κι ο ήλιος χαμογελαστός
Στο ρεύμα του νερού
Κορίτσια αέρινα της εποχής
Κι όλα τ' αγόρια αυτής της γης
Να κολυμπούν στην πιο βαθιά χαρά
Ούτε χειμώνας ούτε καλοκαίρι
Μήτε φθινόπωρο μήτε άνοιξη ποτέ
Μόνο καλός καιρός όλο το χρόνο
Και τα παιδιά τ' αγαπημένα του Θεού
Τον έχουν διώξει απ' τον παράδεισο της γης τους
Δεν Τον αναγνωρίζουν απ' την Εύα ή τον Αδάμ
Πήρε κι Αυτός των ομματιών του για να βρει δουλειά
Δουλειά γι' Αυτόν και για το φίδι στο εργοστάσιο
Αλλά εργοστάσιο δεν υπάρχει πια
Υπάρχει μόνο
Εύφορη γη
Καλό παιδί η Σελήνη
Μια θάλασσα φιλόξενη
Κι ο ήλιος χαμογελαστός
Έτσι ο Θεός μαζί με το ερπετό του
Μένει εκεί
Χοντρο-Αηγιάννης σαν και πριν
Ξεπερασμένος απ' τα γεγονότα.
Ο ΓΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ
Ένα ολόκληρο χωριό ακούει θλιμμένο
Το τραγούδι ενός πληγωμένου πουλιού
Είναι το μοναδικό πουλί του χωριού
Κι είναι ο μοναδικός γάτος του χωριού
Που το μισόφαγε
Και το πουλί σταμάτησε να τραγουδάει
Ο γάτος σταμάτησε να νιαουρίζει
Και να γλείφει τη μουσούδα του
Και το χωριό ετοιμάζει στο πουλί
Κηδεία επίσημη
Κι ο γάτος που είναι καλεσμένος
Προχωρεί πίσω από το μικρό αχυρένιο φέρετρο
Όπου είναι ξαπλωμένο το νεκρό πουλί
Το φέρετρο σηκώνει ένα μικρό κορίτσι
Το κορίτσι αυτό δε σταματά να κλαίει
Αν ήξερα πως σου 'κανα τόσο κακό
Λέει ο γάτος στο κορίτσι
Θα το είχα φάει ολόκληρο
Κι ύστερα θα 'λεγα
Πως το είδα να πετάει ψηλά να φεύγει
Μέχρι τα πέρατα της γης
Κάτω εκεί τόσο μακριά
Απ' όπου κανείς ποτέ δε γυρίζει
Ίσως τότε πονούσες λιγότερο
Έτσι απλά θα λυπόσουν μονάχα.
Ποτέ δεν πρέπει ν' αφήνουμε κάτι μισό.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ανάμεσα στα δόντια της παγίδας
Πόδι άσπρης αλεπούς
Κι αίμα στο χιόνι
Το αίμα της άσπρης αλεπούς
Ίχνη στο χιόνι
Ίχνη της άσπρης αλεπούς
Που φεύγει με τα τρία της πόδια
Ενώ ο ήλιος βασιλεύει
Κι η αλεπού
Ένα λαγό στα δόντια της βαστάει
Ακόμα ζωντανό.
Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΠΟΛΥ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Χιλιάδες πουλιά πετάνε προς τα φώτα
Κατά χιλιάδες πέφτουνε τσακίζονται
Χιλιάδες τυφλωμένα και νεκρά
Πεθαίνουνε κατά χιλιάδες
Ο φαροφύλακας δεν το αντέχει
Ο φαροφύλακας αγαπάει πολύ τα πουλιά
Και τόσο το χειρότερο
Εμένα τι με νοιάζει λέει
Και σβήνει όλα τα φώτα
Από μακριά ένα καράβι φορτηγό βυθίζεται
Το φορτηγό που έρχεται από τα νησιά
Κι είναι το φορτηγό πουλιά γεμάτο
Χιλιάδες πουλιά από τα νησιά
Χιλιάδες πνιγμένα πουλιά.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
Μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα
Καλπάζει ένας ψηλός άνθρωπος άσπρος
Καλπάζει ένας ψηλός άνθρωπος άσπρος.
Είναι χιονάνθρωπος
Κι έχει μια πίπα ξύλινη στο στόμα του
Ένας ψηλός χιονάνθρωπος
Που τουρτουρίζει από το κρύο.
Και φτάνει στο χωριό
Και φτάνει στο χωριό
Βλέπει τα φώτα από μακριά
Κι αισθάνεται ασφαλέστερος.
Σ' ένα μικρό σπιτάκι
Την πόρτα δε χτυπάει και μπαίνει
Σ' ένα μικρό σπιτάκι
Την πόρτα δε χτυπάει και μπαίνει
Και για να ζεσταθεί
Και για να ζεσταθεί
Κάθεται πάνω στο κόκκινο τηγάνι
Μεμιάς λιώνει και χάνεται
Μένει μόνον η πίπα του
Πεσμένη στα νερά
Μένει μόνον η πίπα του
Και το παλιό καπέλο του...
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Ακούγοντας
Για κοινωνία αταξική
Αμέσως το παιδί ονειρεύεται
Τον κόσμο -σκασιαρχείο
Και με καλοσυνάτη αδιαφορία
Χαμογελάει
Σαν ο καθηγητής τού "Vive la France"
Του λέει πως είναι ο τελευταίος
Κι όταν ο ίδιος πάλι του μαθαίνει
Το Πιστεύω
Τίποτε δεν καταλαβαίνει από Θρησκευτικά
Κι απ' όλα τα μελό κηρύγματα
Καμιά δε δίνει προσοχή
Στο κήρυγμα της αρετής και της ευσέβειας
Χαμογελάει ακούγοντας
Πως και στη Γαλλική Ιστορία επίσης
Είναι τελευταίος
Και τελευταίος των τελευταίων και στην Κατήχηση
Μα θα 'πρεπε να ντρέπεσαι
Λέει ο ταπεινωτής του
Να ντρέπομαι γιατί
Λέει το παιδί
Δεν πάει πολύς καιρός
Που εσείς ο ίδιος μου είπατε
Πως οι έσχατοι θα γίνουν πρώτοι.
Περιμένω.
Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης
Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023
Μίλτος Σαχτούρης - Το περιστέρι
Αποδώ θα περνούσε το περιστέριείχαν ανάψει δαδιά γύρω στους δρόμουςάλλοι άνθρωποι φυλάγαν στις δενδροστοιχίεςπαιδιά κρατούσαν στα χέρια σημαιούλες τότε το άσπρο περιστέρι μ’ άγρια δόντια |
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022
Μιχάλης Γκανάς - Το κοτσύφι
Λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι
με τεριρέμ βραχνά και προσευχές
αδέξιες όλο το χρόνο, αλλά την άνοιξη
μες στα λαμπρά πλατάνια λειτουργεί
σε τόπους γνώριμους και δέντρα
ειπωμένα, τότε που έβρεχε,
που φύσαγε κι έκανε κρύο, τότε
που χιόνιζε κι αυτό κρεμότανε
στα μαύρα σπόρια του κισσού
για να ταΐσει λιγοστό κορμάκι
κι ύστερα, σ’ ένα κλαδί αφηνόταν,
μια μαύρη φλόγα μες στο χιόνι
περιμένοντας,
ώσπου την άνοιξη
έρχεται κάτι και του λύνει
τον κόμπο που ’χει στο λαιμό
κι αναπηδάει φωνή που το ξαφνιάζει,
θρεμμένη από σιωπή και στέρηση,
και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής
θρησκείας και μιας θεάς που όλο
το παιδεύει, βάζοντας κυνηγούς
και γάτες και νυφίτσες να το φοβερίζουν
για να τραγουδάει,
μέχρι να πέσει μπρούμυτα και πάλι
στη χειμερία νάρκη της φωνής του.
Τρίτη 7 Ιουνίου 2022
Κώστας Κρυστάλλης-Στο Σταυραϊτό
Από μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια
και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις·
φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα,
με την βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις
με τ' άγρια αστροπέλεκα και βασιλιά σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη
κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μού σκίζει·
κι έγινε τώρα ο πόθος μου αϊτός, στοιχειό και δράκος
κι εφώλιασε βαθιά βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει τη νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ' αψήλου ν' ανεβώ· ν' αράξω θέλω, αϊτέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τα 'χω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
να 'ρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα, σαν αδέρφι
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες
να μου προσφέρουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγκου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ.
Και θέλω να 'χω στρώμα μου να 'χω και σκέπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμών' τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνου να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδεντρον, αϊτέ, θέλω να τρώω βαλάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια
και τυραννιέμαι και πονώ και σβηέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο
και δώσ' μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!
Ο τραγουδιστής του βουνού και της στάνης (1893)
Τρίτη 29 Μαρτίου 2022
Μίλτος Σαχτούρης-Τα περιστέρια του νεκρού
στον Οδυσσέα Ελύτη
Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μες στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς
Ελάτε βγείτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγείτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου
Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
ελάτε βγείτε στον κάμπο περιστέρια μου
ελάτε βγείτε σφαγμένα περιστέρια μου
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021
Μίλτος Σαχτούρης- Ο ουρανός
Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκρας
δεν είν’ εύκολο πράμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του
Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του
Παραλογαίς, 1948
Τρίτη 22 Ιουνίου 2021
Γιώργης Παυλόπουλος-Ποιήματα
Τα πουλιά
Παραμερίζοντας ένα παλιό φόρεμα με τ’ άρωμά της
βρήκα τούτο το χαρτί γραμμένο σε δύσκολες ώρες
στο πίσω μέρος ενός μηνύματος για διασκέδαση.
Πικρές εικόνες ανάμεσα στα λόγια και η ψυχή
όμοια με το σαλίγκαρο πού΄χει κολλήσει σ΄ένα κλωνάρι.
Έξω έβρεχε. Η μέρα ήταν θολή.
Ο κόσμος σα να μην υπήρξε ποτέ.
Μου μιλούσε για τα πουλιά. Κάτω από το κυπαρίσσι
το χώμα μύριζε με τη βροχή. Και τα πουλιά
τα κοίταζα στα μάτια της μονάχα.
Το βράδυ εκείνο δεν πήγαμε στη φιλική διασκέδαση.
Αφήσαμε να ξεχαστεί το μήνυμα.
Την αυγή τα πουλιά κατεβήκαν πλήθος από το φωταγωγό.
Το κατώγι
Στης Κίρκης
Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας νʼ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τά ‘σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
Η δοκιμή
Απάνω ετοίμαζαν το τραπέζι του γάμου
κι εγώ με τη μικρή αδερφή της νύφης
κατεβήκαμε στο κατώγι να φέρουμε τυρί.
Άνοιξα το βαρέλι κι έχωσα το δάχτυλο
στη μυρωδάτη φέτα.
Κι όπως το έβγαλα βουτηγμένο στην άρμη
εκείνη μου το πήρε και το ‘βαλε στο στόμα της
να δοκιμάσει πρώτη.
Το δωμάτιο η γυναίκα και το ποίημα
Ήταν μαγκωμένος ανάμεσα στα φύλλα της πόρτας
κι εκεί που πάλευε να περάσει
βλέπει από το ένα μέρος το μικρό του δωμάτιο
το κρεβάτι η καρέκλα το τραπέζι τα χαρτιά
όπως τα είχε αφήσει πριν από λίγο.
Κι από το άλλο μέρος γυρίζει και βλέπει
πάλι το μικρό του δωμάτιο απαράλλαχτο
το κρεβάτι η καρέκλα το τραπέζι τα χαρτιά
να έχουν γίνει ανάμνηση για πάντα.
Και δεν ήξερε από πού να βγει
και πριν αρχίσει να φοβάται
μπήκε μια γυναίκα γυμνή και τον τράβηξε
και δεν θα θυμηθείς ποτέ του είπε
από πού μπήκα και ποια είμαι
μήτε σε ποιο δωμάτιο με είδες.
Μα τι διάβολο σημαίνουν όλα αυτά; Τη ρώτησε.
Όλα σημαίνουν μέσα στο ποίημα και το ξέρεις
του είπε καθώς τον αγκάλιαζε
για να του δείξει ότι δεν ήταν όνειρο.
Ο Χοκουζάι και η Γυναίκα του Ψαρά
Ίσως ο Χοκουζάι στ’ όνειρό του
είδε τη Γυναίκα του Ψαρά
να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή
καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε
το χταπόδι του ονείρου της.
Ίσως η Γυναίκα του Ψαρά
είδε τον Χοκουζάι στ’ όνειρό της
να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή
καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε
το χταπόδι του ονείρου της.
Ίσως εμείς κοιτάζοντας τη ζωγραφιά του Χοκουζάι
βλέπουμε δυο όνειρα το ένα μέσα στο άλλο
δίχως να το ξέρουμε.
Το πρώτο δειλινό
Κάπου εκεί
κατά το άβατο μέρος του κήπου
είδανε το πρώτο δειλινό
σαν ένα χρυσό πιθάρι
που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα
κι από μέσα χυνόταν
μέλι μαύρο
η νύχτα.
Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν
τι ήταν το φιλί
χωρίς να ξέρουν
πως από εκείνο το χρυσαφένιο φως
που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά
είχανε γεννηθεί οι λέξεις
κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα
σημαίνοντας τον έρωτα
στα σκοτεινά του βάθη.
Η πόρτα και ο καθρέφτης
Η πόρτα μισάνοιγε με τον αέρα
και μες΄από το άνοιγμα
για μια στιγμή
βλέπαμε τη θάλασσα.
Και στον καθρέφτη
σαν άνοιγε η πόρτα
βλέπαμε πάλι τη θάλασσα.
Το κρεβάτι τα κορμιά μας
και τη θάλασσα.
Πηγή: https://frear.gr/?p=26532
Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019
Τάσος Κόρφης- Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται∙
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.
Ημερολόγιο 2 (1964)
Πηγή: Ανέστης Ευαγγέλου, ανθολογία: Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970). Αθήνα:
Δευτέρα 8 Απριλίου 2019
Νίκος Εγγονόπουλος-Η ύδρα των πουλιών
Μακρυνές συναυλίες, οπάλινες σπίθες, του πρώτου σπιτιού μας μέσ’ στη λαύρα του θέρους,
Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
Που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
Αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει
Ν’ ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν’ ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,
Να ρημάξω, ν’ αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.
Ποίηση: Νίκος Εγγονόπουλος
Μελοποίηση: Soccos
Ερμηνεία: Δημήτρης Πουλικάκος
Δίσκος: Η Ύδρα των πουλιών (2010)