Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αλεξάνδρου Άρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αλεξάνδρου Άρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Άρης Αλεξάνδρου - Δύο ποιήματα

 Επίπλωση


Για να γεμίσει το άδειο, χωρίς παράθυρο δωμάτιό του
αγόρασε αντίγραφα τριών έργων
γνωστού ζωγράφου αυτής εδώ της ξένης χώρας
(ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, ένα γύψινο κεφάλι
ένα βιολί, μια στάμνα) και το βράδι
ξαπλωμένος στις ασκούπιστες σανίδες
με μαξιλάρι τον ταξιδιωτικό του σάκκο
με κλειστά τα μάτια
μπορούσε κι άκουγε τον φλοίσβο των μακρινών κυμάτων
ένιωθε την αρμύρα των φυκιών
φερμένη απ' τα νησιά του Αιγαίου. Η αύρα
έμπαινε απ' τ' αντίγραφα που κρέμασε στους τοίχους
από τρεις ορθάνοιχτους κυβιστικούς του πίνακες.


 Τα φωνήεντα

Την πρώτη μέρα
ξένος ανάμεσα στους ξένους, άλαλος
(δε μίλαγε τη μουσική, τραγουδιστή τους γλώσσα)
την πρώτη μέρα αφουγκραζόταν
περπάταγε στα βουλεβάρτα
σημείωνε τα φωνήεντα πάνω στο πεντάγραμμο
παράλλζε τη διαδοχή των ήχων, σφυρίζοντάς τους
γράφοντας φράσεις και το βράδι
την πρώτη μέρα, μπήκε στο καφενείο.
Έα οήι ύα βοκάλισε.
Του σέρβιραν ένα ποτήρι μπύρα.
Η μπύρα ήταν παγωμένη, ξεδιψαστική
την έπινε γουλιά - γουλιά
και σκεφτόταν πως μπορεί να μείνει εδώ
σ' αυτή τη χώρα
αυτός ο μουσικός, ανάμεσα στους μουσικούς.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Επτά ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου από τα γαλλικά


Στην διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα ο Άρης Αλεξάνδρου βρέθηκε στο Παρίσι, όπου έζησε κάνοντας διάφορα επαγγέλματα, γράφοντας το Κιβώτιο. Την περίοδο εκείνη και για την ακρίβεια στα 1969 με 1971 έγραψε υπό τη μορφή άσκησης εννέα ποιήματα στα γαλλικά, τα οποία περιέχονται στην β’ έκδοση του συλλογικού τόμου Ποιήματα (1941-1974), και φέρουν τον τίτλο «Exercices de rédaction». Δύο εξ αυτών αποδίδονται και στα ελληνικά από τον ίδιο και περιέχονται στον ίδιο συλλογικό τόμο. Τα υπόλοιπα επτά δίνονται σήμερα στην μετάφρασή τους. — Ξάνθος Μαϊντάς

///

ΑΠΟΔΟΧΗ

Εκτός από τον ουρανό
χωρίς πουλιά
τα βρεγμένα ονόματα
των δρόμων
τα νησιά παλιών καιρών
εξαφανισμένα
σ’ ένα ξεχασμένο μάθημα
γεωγραφίας
εκτός από τη γλώσσα μου
χαμένη κι αυτή
τις λέξεις μεταφρασμένες
με λεξικό
χωρίς ιστορία χωρίς γη
χωρίς νερό
εκτός από τον πόνο της
τρίτης μου εξορίας.

Εκτός απ’ όλα αυτά
πάμε καλά

///

ΟΠΕΡ ΕΔΕΙ ΔΕΙΞΑΙ

Ο φυλακισμένος, όταν τον αναγκάζουν
να μείνει όρθιος στο κελί του, μια μέρα,
δυο μέρες, μια βδομάδα, αρχίζει να βλέπει
γύρω του τεράστιους ιστούς αράχνης.
Αμύνεται ενάντια στις τριχωτές ταραντούλες
και τότε έν’ άσπρο συρματόπλεγμα μπαίνει
ανάμεσά τους.

Ο ποιητής βλέπει γιγάντια ερπετά
που οι κοριοί τα έχουν καταφάει,
ξέρει ότι το τείχος αντίκρυ
απ’ αυτόν που αγρυπνά
είναι μια ψυχολογική διαδοχή
γεωλογικών φαινομένων.

Λοιπόν, ο ποιητής
είναι ένας φυλακισμένος
που στέκει όρθιος
μπροστά σε μια λευκή σελίδα.

Οι πλαγιασμένοι στίχοι στην πρώτη στροφή είναι από τη μαρτυρία του A. London L’Aveu, ενώ στη δεύτερη στροφή είναι από το «Μεθυσμένο καράβι» και από τις «Εκλάμψεις» του A. Rimbaud, σε μετάφραση των Σ. Πασχάλη και Α. Ασλάνογλου αντίστοιχα, με μικρές παρεμβάσεις.

///

ΜΝΗΜΗ

Μες στο θυμάρι, ανάμεσα στις πέτρες
(καλύτερα να σωπαίνεις, δεν θέλω να μιλώ)
Κάτω απ’ τον γαλάζιο ανοιξιάτικο ουρανό
(να ξεχνάς, αυτό τριάντα σου πήρε χρόνια)
Στους αγκαθότοπους θυμάρι ανθίζει
(ήταν στης νιότης την αυγή οι τρεις μου φίλοι)
Μια μέρα τ’ Απρίλη, μέρα ηλιόλουστη λαμπρή,
κείτονταν στο σωρό, είχαν κι οι τρεις τουφεκιστεί.

///

ΕΣΤΕΤ

Η ζωή έχει πρόσωπο, έτσι δεν είναι;
Στη φυλακή έλεγα…
Ο χρόνος το σβήνει όπως…
Βάλτε ένα νόμισμα στις γραμμές.
Όταν περάσει το τραίνο,
το νόμισμα μένει γυμνό,
χωρίς κορόνα, χωρίς γράμματα.
Είν’ ό,τι θέλω να πω…
η γυμναστική της φυλακής μ` εκνεύριζε.
Όχι, αυτό είναι λάθος. Με συγχωρείτε.
Μιλάω άσχημα τα γαλλικά.
Έπρεπε να πω
αυτό μου ήταν ανυπόφορο.

///

Ο ΣΦΥΓΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Πέφτει απαλά η βροχή στη γη
μα οι σταγόνες της ξανανεβαίνουν
στον ουρανό.

Πάει κι έρχεται η απαλή βροχή,
ανεβαίνει-κατεβαίνει με ρυθμό
και μέτρο,
σταθερά, όπως ο σφυγμός του κόσμου,

ο σφυγμός που κάνει το αίμα μου βροχή
να πέφτει,
που κάνει τη βροχή αίμα μου ν’ ανεβαίνει.

Λοιπόν, απατάσθε, αγαπητέ μου Κύριε.
Έχω βροχή περίσσια ακόμα στο κορμάκι μου
κι εσείς ήρθατε πολύ νωρίς, φίλε μου Θάνατε.

///

ΤΟ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ

Το συρματόπλεγμα, ο καταυλισμός, καταλαβαίνετε,
συρρικνώνονταν καθημερινά,
τα σύρματα έπεφταν κατά πάνω μας
απ’ όλες τις πλευρές,
τ’ αστέρια κάθε μέρα χαμηλότερα.
Τα σκουριασμένα σύρματα πιο κοντά,
το στρατόπεδο πιο στενό,
το φως σκουριασμένο,
τ’ αστέρια από μέταλλο
καθημερινά κατέβαιναν
Καταλαβαίνετε;
Όχι, δεν κατάλαβαν.

Ήταν σιωπηλός! Ακόμη κι αυτός
δεν μπορούσε να εξηγήσει
πώς τ’ αστέρια έχουν γίνει
αγκάθινο στεφάνι.
Σαν τίποτα να μην είχε συμβεί,
πώς καταφέραμε να φορέσουμε
ένα συρμάτινο στεφάνι
για καπέλο.

///

ΣΑΦΗΝΕΙΑ

Όσο η θάλασσα κι αν ήταν ταραγμένη
όσο κι αν είναι σήμερα ήρεμη και λαμπερή.
Κι εγώ, πνιγμένος στο φως,
βλέπω ξαφνικά στο βάθος έναν αμφορέα,
που κινείται απαλά
απ’ τα θαλάσσια ρεύματα του βυθού.
Ένας αμφορέας ώχρας
με σχεδόν ξεθωριασμένα μαύρα σχέδια.

Βλέπω μέσα απ’ τα γαλανά νερά
τον αμφορέα μαύρο, με σχέδια ώχρας,
που μου θυμίζει κάτι ξαναϊδωμένο,
έναν αμφορέα διάφανο πολύ
με σχέδια γαλάζια
και φόντο κόκκινο της ώχρας.

Ναι, τον γνωρίζω!
Είναι το κεφάλι ενός αγάλματος.
Είναι –το γνωρίζω καλά– το ελληνικό μου
κεφάλι. Καρατομημένο.

Μετάφραση: ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ

///

Πηγή: https://neoplanodion.gr/2025/06/16/exercices-de-redaction/?fbclid=IwY2xjawK9ciFleHRuA2FlbQIxMABicmlkETFTUFN1cmhiV0tTVzBjcnF2AR7W5UqNODB0w_bGJnQlLs_65sGaFrfG_cqsHMxBdkR5x-236aNpYrLJke0xCA_aem_37EX-qzOlSo1GsABPcmIbg


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Άρης Αλεξάνδρου- Διαύγεια πνεύματος

Το ποίημα κύλαγε
φυσικότατα
οι συλλαβές χτυπάγαν
σταγόνες της βροχής στον τσίγκο
μα ο τελευταίος στίχος
κατακόρυφος άηχος
τίποτα.
- Δεν καταλαβαίνω.
Ποιος ο λόγος; προς τι;
-Ξαναδοκίμασε.
Σταγόνες φυσικότατα στον τσίγκο
μα ο τελευταίος
- προς τι;
Ανασήκωσε τα μάτια, κατάλαβε:
Εμπρός του,
παραβιασμένη
η εξώπορτα
κι ο διαρρήκτης
να προχωράει αργά
με τις αιχμές του ορθάνοιχτου διαβήτη
σημαδεύοντας
ταυτόχρονα 
τα δυο του μάτια.


Από τα "Παρισινά ποιήματα" του Άρη Αλεξάνδρου (1922 - 1978)


Από το βιβλίο: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1974), εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία 1991.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Άρη Αλεξάνδρου - Η αναμμένη λάμπα


Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ.

σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο

θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας

έτσι που νότιζε τους τοίχους του κελιού

ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της

και ν’ ακουστεί

                          σαν ουρλιαχτό

                                               σαν εκπυρσοκρότηση.

Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην

καθοδήγηση

θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ

ήμουνα μονάχα παραλήπτης

των όσων μου ‘στελναν γραμμένα με λεμόνι

οι φυλακισμένοι

και των δυο ημισφαιρίων.

Αν μου πρέπει τιμή

είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην

κάμαρά μου

κι έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων

κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη

φλόγα.


Από τη συλλογή Ευθύτης οδών (1959)


[πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21981, σ. 116

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Άρης Αλεξάνδρου - Αποσπάσματα - Αποφθέγματα

 Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο
μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.

Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
*
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός, όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο.
*
κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
την ταυτότητά μου.
*
Όπου νά’ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.

Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Έβλεπα τα χέρια μου και είπαν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και ήταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.
*
Στίγμα – οι χειροπέδες μου

Όσο υπάρχεις
ταξιδεύω

μαζί σου η φωνή μου θα διακόψει τη σιωπή…
*
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα, μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μέσα στις πέτρες
*
(Η μετάφραση) ασχολία θεμιτή επικερδής ενίοτε
[…] σε βοηθάει για να περνάς στα μάτια μερικών
ως λόγιος και – με κάποια συγκατάβαση – γνώστης της ποιήσεως, περίπου ποιητής
 
 
 
 
(«Φρύνιχος»)
Την έγραψες γνωρίζοντας πως τα στάσιμά σου θ’ ακουστούν
από κενές σειρές μαρμάρων
γνωρίζοντας – μέχρι τελευταίου οβολού –
το πρόστιμο που θάχες να πληρώσεις

Τα όσα έγραψες εσύ μπορούν να ταυτιστούν με τα δικά τους
όσο μπορούν να ταυτιστούν οι εκθέσεις των ιατροδικαστών
με τα τυφλά
θανατηφόρα τραύματα
*
Εσύ θα επιμένεις να μετράς το χρόνο με τις σειρές των πετρωμάτων
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους

Και προπαντός μη στέρξεις να περιτμηθείς

μη στέρξεις να περικοπεί
έστω και μια καμπύλη
απ’ τα δακτυλικά
αποτυπώματά σου
*
Ούτε νόμοι ούτε ρίμες.
Κάτω τα χαράτσια.
Και να σου πω
η επανάληψη και οι ρίμες
θυμίζουν αγκιτάτσια
*
Φίλε ή αντίπαλε μην τ’ αναγγείλεις πουθενά
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος
*
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα
Η μόνη ξιφολόγχη μου
ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας -ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε μ’ έχουνε διαβάσει
 
 
 
 
 

 
τόκλεισε με παράπονο και είπε πως ήταν όμορφο
κρίμα που δεν του ‘μεινε καιρός να το τελειώσει

Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ’ ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
Και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ως το τέλος
*
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περυσινό καλοκαίρι.

Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.
*
Στη φυλακή να μη μετράς τις μέρες.
Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο –λίγο το προαύλιο
το καλύτερο απ’ όλα είναι να μικρύνεις και τα δικά σου βήματα.
Είναι προτιμότερο να μη δίνεις σημασία στις ειδήσεις.
Οι παρασημοφορίες οι μεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές
επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου
όσο το θαλασσόβρεχτο βραδυνό αγέρι
στις λυχνίες των ανθρακορύχων.
*
Παρ’ όλα αυτά
είμαστε πάντα λεύτεροι
σαν την πτώση καταγής
μιας ινδικής καρύδας
*
Με λέξεις τριμμένες με μεταφορές κι αναλογίες
πασχίζω να μιλήσω
σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει
και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο
*
Πάντα απροσάρμοστος
Ανεδαφικός
δεν είχες καταλάβει πως η μόνη μουσική που συντελούσε στο γενικό καλό
ήταν ο χτύπος των σφυριών
των βαποριών τα φλάουτα
κ’ οι παλμικές δονήσεις των συρμάτων
την ώρα που περνούν οι διαταγές
για τις εκτελέσεις
*
Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
είχα μπορέσει να πετάξω
δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
και μας πιτσίλισαν λιακάδα.
 
 
 
 
Λέω να κλείσω τα παντζούρια
μήπως και μείνει τίποτα από το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου
λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι
μη μου χαθεί η φωνή σου
*
είναι που πήδηξε το είδωλο στο χώμα
*
Αν ήταν να μη γράφονταν ο χρόνος
την τελευταία μέρα που ήμασταν μαζί
θα τον άφηνα να στάζει
σαν το αίμα
απ’ την κομμένη φλέβα του χεριού μου
*
Ο Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
δίχως φόδρα στο σακάκι
κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
γιατί τον είχαν για προδότη
*
Και:
Λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
θα σε έπαιρνα μαζί μου.
*
Έλιωσε ο χρόνος λάβα που κυλάει με κυνηγάει
αγγίζει τις γυμνές μου φτέρνες
*
(Παίρνουν ένα σύντροφο για στρατοδικείο, δίνουν τα χέρια)
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μου παίρνανε
τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια
*
να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν μια ντροπή πιο κάτω από τον ώμο

μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως από τους δέκα που του ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά
οι τρεις
εσείς οι δύο που δεν πιστέψατε ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά
κ’ εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χάρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία
*
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
*
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου φαντάζουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες
*
Επιταγές και δέματα
τα κανονίζεις όπως – όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά
 
 
 
Μες την ομάδα ήμουν
άχρηστος πάντα
σαν ένα σαν.
Για την ομάδα ήμουν
ύποπτος πάντα
σαν την αλήθεια
*
Ανασηκώνω τα πηγούνια των ανθρώπων
για να αντιγράψω βιαστικά
το φως που απόμεινε στις κόχες των ματιών τους
και κρύβω το σημείωμα
στην καρδιά κατάσαρκα
για να δουν στη νεκροψία
πόσο λίγο ζήσαμε
*
Έχουμε στο μηνίγγι μια ραγισματιά

Κάνουμε να μετρήσουμε τ’ αστέρια
και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες

Με μια μικρή ραγισματιά
επιμένω να τραβάω μεσ’ στις λάσπες
ξεριζώνοντας κάθε μου βήμα
σαν ένα κούφιο δόντι
*
Ήξερες πως θαρθούνε
κ’ ήρθαν.
Το στήθος σου μένει σπασμένο
σαν μπαρουτοβάρελο
άδειο
δίχως στεφάνια
Τον πήρανε νύχτα

Ρίχνοντάς τον απ’ τη βάρκα
το κύμα καταλάγιασε
*
Είμαι προδότης για τη Σπάρτη για τους είλωτες Σπαρτιάτης
*
Με τις πληγές ολάνυχτες
στα ακροδάχτυλά σου
ζούπηξέ τα
στη σήμανση του κόσμου
*
Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα.
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης
*
Ανοίξτε
σ’ όλες τις γωνιές παραμονεύουν.
Όλες οι κλειδαρότρυπες
έχουν μελανιάσει
σαν πνιγμένα όστρακα. …
Σ’ όλες τις γωνιές
μας ζητάν το πρόσωπό μας.
Το μόνο που μας έμεινε
είν’ ένα τζάμι σπασμένο
κολλημένο βιαστικά
με τέσσερις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας
*
Θα σε βρω.
Όπου πατάς
Πέφτουν πράσινα φύλλα.
*
Να ξαναγίνουν οι μαστοί των γυναικών σκύμνοι δίδυμοι δορκάδος
*
Το φως

ίδιο φιλί γυναίκας
*
Η σιωπή μας έγινε φιλί
*
Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα
σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά
(μην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)
*
Κυρ –λοχία πάσχω από δαλτωνισμό; Βλέπω τον κάθε στόχο ίδιον με την καρδιά μου
*
τα σύννεφα διαβαίνουν χαμηλά
τόσο που κ’ ένα κάγκελο να ‘τανε σπασμένο
θα μπορούσες να άπλωνες το χέρι και ν’ αγγίξεις
τη διαβατική
θηλύτητά τους

 

Αναδημοσίευση από: https://www.bibliotheque.gr/article/77818

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

'Αρης Αλεξάνδρου, Ανεπίδοτα γράμματα [4] [5]

[4]

 Εξόν κι αν είναι γρύλος δεν τα αντέχω

τόσο μουγγά τα σύννεφα

κ’ η δημοσιά να σταματάει σε ένα σωρό χαλίκια.

Πολλά φιλιά και περιμένω νέα σου.

Αχ νάταν νύχτα καλοκαίρι μεσούρανα του Αυγούστου

ξεκούμπωτο πουκάμισο

στήθος σπαρμένο αστέρια...

...........................................................................

[5]


Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο

Δίχως φόδρα στο σακάκι

Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά

Γιατί τον είχαν για προδότη,



Βάλαμε τις στάμνες

Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού

Μιλάμε για την δήλωση

Τις ώρες που έμενε σκυφτός

Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα.



Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή

Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου

Στο τζάμι της βιτρίνας

Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό

Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω

Θα γύριζα κοντά σου

Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου

Θα σε έπαιρνα μαζί μου


Ποιήματα, 1941-1974

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Άρης Αλεξάνδρου - Τρία ποιήματα

 Αντί στόματος

Ο Ααρών τους είπε κι ήρθαν ένας-ένας συνωμοτικά
κι εκεί στο λίγο φως των αστεριών
τους εξηγεί τους λόγους της εξόδου.
Μαντεύει τους πρεσβύτερους να τον ακούν στοχαστικοί
κι ας λέει γνωστά τους πράγματα
κι ας διηγείται τη ζωή εδώ μέσα στη λάσπη
ολημερίς να φτιάχνουν πλίνθους
και τώρα να συνάγωσιν μονάχοι τους και τʼ άχυρο
κι οι εργοδιώκτες του λαού να επιβάλουν
το ποσόν το πρότερον των πλίνθων
βιάζοντες αυτούς και μαστιγούντες.

Μέσα στο λίγο φως της χαραυγής
σωπαίνουν οι πρεσβύτεροι σκυφτοί
και καταρρέουσιν πικρά τα δάκρυα τους
επί τας σιαγόνας.

Ο Ααρών βαδίζει μόνος
και νιώθει σαν φυτό που έριξε τους σπόρους.
Είναι λαφρύς κι αυτάρκης γιατί δεν υποπτεύεται
πως θέλει πάντοτε λαλεί αντί του Μωυσέως
πως θέλει είσθε εις αυτόν αντί φωνής.

Μην τους εγκαταλείψεις

Σαν κατεβεί ο Μωυσής μην τους εγκαταλείψεις
μην πεις πως τάχα αυτοί σου ζήτησαν να ποιήσεις
τους θεούς τους προπορευομένους.
Ο Μωυσής θα ξαπολύσει τους φανατικούς
και κείνοι θα διέλθουν όλο το στρατόπεδο
από τη μια στην άλλη πύλη θανατούντες
τον αδελφό τον φίλο τον πλησίον.
Μην αφήσεις να σφαγούν σʼ αυτήν την εκκαθάριση
περίπου τρεις χιλιάδες άνδρες.
Σαράντα τόσα χρόνια μες στα συρματοπλέγματα
τους μιλούσες με τα μάτια.
Μην τους εγκαταλείψεις τώρα που ανταποκρίθηκαν
τώρα που ρίξαν στη φωτιά τη στανική τους αγιοσύνη
κι αρχίζουν να προφέρουνε τις σκέψεις τους ενάρθρως.

Τη τρίτη μέρα

Και προ παντός μη στέρξεις να περιτμηθείς
κι αν είναι να κερδίσεις για γυναίκα σου τη Δείνα
και συμμαχίες και οπαδούς και δάφνες.
Μην στέρξεις να περικοπεί
έστω και μια καμπύλη
απʼ τα δακτυλικά
αποτυπώματα σου.
Αν υποκύψεις
την τρίτη μέρα θα βρεθείς δίχως στήριγμα δικό σου.
Ματωμένος
εν τω πόνω
ανήμπορος την ώρα που ο Λευί κι ο Συμεών
θα ʽρθουν να θρυμματίσουν
το πρόσωπο που σκάλισες
(με τι υπομονή και τι θυσίες!)
στα κόκκαλα στη σάρκα και στον λογισμό σου.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Άρης Αλεξάνδρου - Ποιήματα


  Θα επιμένεις

Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα

χαράζοντας γραμμές
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση
                                                         ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
        για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
                                                                                σαν πιόνια.
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
                                                                          των πετρωμάτων
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ' οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές

τους.
Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας
θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις
υπολογίζοντας την κλίση που θάχουν τα επίπεδα
θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου
θέλεις δε θέλεις πρέπει ν' αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.



Προχτές

– Ποιος θα βρεθεί λοιπόν να κλάψει;
– Ποιος θ' απλώσει τα χέρια
ζητώντας ένα τόσο δα μικρό αστέρι
όσο χαμογελάει το χείλι σου αντικρίζοντας μια χαραμάδα στο συγνεφιασμένο πρωινό;
Όπου κι αν ψάξεις στη μελλοντική σου μνήμη
δεν είναι στήριγμα ν' ακουμπήσεις το βλέμμα.
Θυμάσαι;
Σαν και τότε που καθόμασταν στο πρόδωμα της θλίψης
– ένα μακρινό άρωμα θάλασσας και τα λόγια να ψιθυρίζουν τη σκιά του δειλινού.
Πόσα καΐκια φύγανε φορτωμένα σταφύλια και φως.
Πόσα καΐκια φύγανε
και μας αφήσαν ν' αγναντεύουμε στο μουράγιο.
Τώρα θα κάτσουμε και πάλι στο καφενεδάκι του λιμανιού
ίσως κιόλας να παίξουμε ένα τάβλι με τον κουτσό μαγαζάτορα
και τα πούλια θα χτυπάν σαν τους χτύπους της καρδιάς μας.
Το βράδυ, δίπλα στη λάμπα που ρίχνει την πίκρα της σ' ένα βιβλίο με ιστορίες χαμένων ταξιδιών,
όταν ο δρόμος θα σέρνεται έρημος κάτω απ' τα κλειστά παράθυρα
–αλήθεια τι πολλά ενοικιαστήρια στη γειτονιά μας–
τότε
μια τελευταία αχτίδα
μια μοναδική σκουριασμένη πεντάρα στην άσφαλτο
το ταξίδι στον εαυτό του.

(Ακόμα τούτη η άνοιξη)



Σήμερα

Είναι κιόλας δυο μέρες που δεν πρόσθεσες λέξη στο ημερολόγιο της συγνεφιάς
είναι δυο μέρες που φύσηξε ζεστός ένας κατακόκκινος άνεμος απ' τη μεριά της θάλασσας
φύσηξε κ' έφερε μαζί του τις φωνές των μακρινών συντρόφων
φύσηξε και βάφτηκε απ' το γέλιο των αδελφών μας
φύσηξε πάνω απ' τις χώρες της λευτεριάς.
Έλα ν' ανοίξουμε διάπλατα τα ρουθούνια μας και να ρουφήξουμε την καλοσύνη του σαν ένα ποτήρι φως.
Στ' αυτιά μας μας φτάνει η μουσική του καλοκαιριού και το ποδοβολητό της καβαλάρισσας πρωτοχρονιάς.
Ένα μικρό τζιτζίκι μπλέχτηκε στα μαλλιά μας κ' έχουμε τις τσέπες μας γεμάτες τριαντάφυλλα στο σχήμα του πεντάγωνου άστρου.
Μένεις πίσω εαυτέ μας στο λαχανιασμένο τούτο ανέβασμα.
Πώς να προφτάσεις;
Πού να καταλάβεις;
Και μεις σε βγάζουμε σαν ένα βρεγμένο πανωφόρι και σε κρεμάμε ν' αχνίζεις στον κρύο διάδρομο της λησμονιάς μας.
Κ' έτσι αλαφροί
με τη βουή του καλόκαρδου άνεμου στα στήθια
με το βλέμμα να ταξιδεύει πάνω από θάλασσες και σύνορα
προχωρούμε μ' ολόρθη την καρδιά μας
εμείς οι σκληροί κι ατσαλένιοι
και λέμε και πάλι
πως δεν μπορεί
δε γίνεται –
η νίκη θα 'ναι δική μας.

(Ακόμα τούτη η άνοιξη)



Ολόκληρη νύχτα

Όπου να 'ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ' τη μαρκίζα
γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.

Πίσω απ' τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κ' οι ταβέρνες κλειστές
μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ' τη γωνιά της χαραυγής.
Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.

Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια και είταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.

Συλλογή Άγονος Γραμμή

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Άρης Αλεξάνδρου - Νανούρισμα


Κοιμήσου μέρα κόκκινη της άνοιξης τα χείλη
πούχεις τον ήλιο στην καρδιά τη λευτεριά στα μάτια
και σε παινάει το δειλινό και σε ζηλεύει η αυγούλα.
Αχνογελά η αστροφεγγιά. Τ' αγέρι ανατριχιάζει
στην ράχη ως τρέμει του πουλιού το μεσονύχτιο αγιάζι.
Ανάσανε κι η πέρδικα νυχοπατάει στα χόρτα
κι ο γαλαξίας ο φρουρός σού κλείδωσε την πόρτα.
Κοιμήσου και πλαγιάσανε τ' αστέρια στις παντιέρες
είν' το φεγγάρι στη σκοπιά στα καραούλια η πούλια
κ' έχεις κουβέρτα σύννεφο και κούνια σου την πέτρα.
Χρυσό λιοντάρι ξάπλωσε στα πόδια σου το θέρο
ένα κλωνάρι θάλασσα στον ύπνο σου θα φέρω.
Παραγγελιά τ' άσπρου νησιού γλαρό πανί σαλπάρει
απ' τα μαλλιά σου ο θεριστής μια θημωνιά θα πάρει.
Κοιμήσου και παράγγειλα στην πόλη ένα τραγούδι
να σου το λένε οι όμορφες να σου το λέει ο Μάης
να το χορεύει η ξεγνοιασιά ν' ακούει ο κόσμος όλος.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Άρης Αλεξάνδρου, «Ανεπίδοτα γράμματα» (απόσπασμα)


1

Επιταγές και δέματα

τα κανονίζεις όπως-όπως.

Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό

μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά

ποιος θα δεχτεί να πάρει

τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά.


Πλάι στη θάλασσα μαζί σου

είχα μπορέσει να πετάξω

δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού

και μας πιτσίλισαν λιακάδα.

2

Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες

πόσο πολύ μου λείπει το βορεινό παράθυρο κλειστό

μην τύχει και κρυώσει

ένα φλυτζάνι τσάι που αχνίζει

τα περιστέρια των χεριών σου.


Λέω να κλείσω τα παντζούρια

μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου

λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι

μη μου χαθεί η φωνή σου.

[...]

10
Στα σπίτια των φτωχών
μαζεύουνε νερό σταλιά τη στάλα
για να μη γράψουν τα ρολόγια.
Αν είταν να μη γράφονταν ο χρόνος
την τελευταία μέρα που είμασταν μαζί
θα τον άφηνα να στάζει
σαν το αίμα
απ΄την κομμένη φλέβα του χεριού μου.
11
[Έκανε το γράμμα της χωνάκι
ρίχνει μέσα τη στάχτη
μη λερωθεί ο θάλαμος
ρίχνει τη σιωπή.]

[...]

 13

Σύντροφε κοιμάσαι
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
Που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
Σαν τη σιωπή μου
Στις κόρες των ματιών της;

18

Το νερό που πίνουμε

είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.

Έχω το μαντήλι σου μα δεν σουρώνω πια τα λόγια

όπως κι ο φίλος Αυγουστής

δεν δίνει διάρα

μην του χαλάσει η τσάκιση

καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.

Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα

δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς

μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν

θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές

οδοντοστοιχίες.

Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις

κι ας φτάσουν οι στιγμές

σαν άμμος μες στα μάτια σου

κι ας φτάσουνε οι παύλες

σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου:

Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτότυπον.

Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας

σκοντάφτουν πάντα

στις απεργίες των τριών τα

και στη λογοκρισία.


Μούδρος 1948


Από τη συλλογή Άγονος γραμμή (1952)


Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Άρης Αλεξάνδρου - Ενότητα από τη σύνθεση «Αλεξανδροστρόι».

 Εγώ που τόχω ένστικτο

να βρίσκει το κορμί μου

το πιο χουζούρικο χορτάρι

θα το δεχόμουνα να αδειάσω

κουβά -κουβά την άρμη της Κασπίας 

φτάνει να πίστευα πως ζεις.

Λες να μην είμαι σοβαρός;

Κοίτα, τα μάτια μου σκουρήναν. 

Σκύψε, Εσένα θα σου ανοίξω την καρδιά μου

σαν το κρεμύδι που το σπας με μια γροθιά στο γόνατο.

Μες στην ομάδα είμουν

άχρηστος πάντα 

σαν ένα σαν. 

Για την ομάδα είμουν 

ύποπτος πάντα

σαν την αλήθεια.


Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Κείμενα, Αθήνα 1972, σ. 51.

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Άρης Αλεξάνδρου - Αβδίας




Απ’ όλα όσα δίδαξε
ένα κεφάλαιο μονάχα κρατήσαν οι γραφιάδες.
Όταν έλεγε: «Μετεωρήσου ως αετός
θέσε την φωλεά σου ανάμεσον των άστρων»
τόξερε πως θάγραφαν: «Τον κατοικούντα επί κρημνών
ο Κύριος θέλει
καταβιβάσει εις την γην».
Ως προφήτης όπου ήτο τόξερε πως θάφηναν σωστό
μονάχα τ’ όνομά του.
Ως άνθρωπος αρνιόταν να σωπάσει
επέμενε να γράφει
ως άνθρωπος εζούσε μαζί με τους ανθρώπους
και τόξερε πως θάταν ζωντανός
όσο θα μπορούσαν –διαστρεβλωμένην έστω– ν’ ακούνε τη φωνή του.

Ευθύτης Οδών, 1959

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Άρης Αλεξάνδρου - Είμαστε υπεύθυνοι


Για να χτίσουν μια καλύβα
Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια
ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν
τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.

Εμείς το μόνο πού’χαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο συρματόπλεγμα.

Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου
μ’ αυτά τα υλικά
χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.

Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά
για τις λιποψυχίες μας
είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας
να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια
τη στάχτη και το αίμα.

Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)» β΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1981, σελ. 87.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Άρης Αλεξάνδρου - Οι ποιητές και τα βραβεία


Ὁ ποιητὴς εἶναι λίγο-πολὺ ἕνα ἄτομο μὴ φυσιολογικό,
ἂν δεχτοῦμε βέβαια ὅτι «φυσιολογικοὶ» ἄνθρωποι εἶναι
οἱ μπακάληδες καὶ οἱ χωροφύλακες.
Ὁ κόσμος λέει συνήθως πὼς οἱ ποιητὲς εἶναι «εὐαίσθητοι», «ἀλαφροΐσκιωτοι»,
ὁ Σεφέρης λέει κάπου πὼς ὅλη ἡ Ἑλλάδα τὸν πληγώνει,
νομίζω ὅμως πὼς οὐσιαστικὰ ὅλος ὁ κόσμος τὸν «πληγώνει»,
γιατὶ ὁ ποιητὴς αἰσθάνεται ὑπεύθυνο τὸν ἑαυτό του γιὰ κάθε τί ποὺ συμβαίνει γύρω του.
Ὁ ποιητής, λέει ὁ Μαγιακόφσκι, μένει πάντοτε χρεώστης ἀπέναντι στὸν κόσμο.
Πληρώνει πάντα τόκους καὶ πρόστιμα, γιὰ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ποιητής, ἀπ’ τὴ φύση του, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐκφράζει τὶς ἀπόψεις τοῦ ἀτόμου.
Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἔρθει σὲ σύγκρουση μὲ τὴν κοινωνία ἢ τὴν ὁμάδα
καὶ θὰ ἀκολουθήσει (βασικὰ) ἕναν ἀπ’ τοὺς ἑξῆς τρεῖς δρόμους:
Ἢ θὰ ἀσκήσει κριτικὴ στὶς κυβερνήσεις καὶ στὶς ἡγεσίες τῶν κομμάτων,
ἢ θὰ κλειστεῖ στὸν γυάλινο πύργο του,
ἢ θὰ συμβιβαστεῖ καὶ θὰ γίνει ἕνας κομφορμιστής.
Στὴ δεύτερη περίπτωση, ὅπως συνέβη μὲ τοὺς ὀπαδοὺς
τῆς «Τέχνης γιὰ τὴν Τέχνη» στὴ Γαλλία τὸν 19ο αἰώνα,
μπορεῖ νὰ ἀσκήσει μιὰ ἔμμεση κριτική,
μιὰ κριτικὴ ποὺ δὲ φτάνει στὴν οὐσία τοῦ ζητήματος,
ποὺ ἀποδείχνει ὅμως, ὅπως λέει ὁ Πλεχάνοβ,
ὅτι ὑπάρχει διάσταση ἀνάμεσα στοὺς καλλιτέχνες καὶ στὸ κοινωνικὸ περιβάλλον.
Γιὰ μένα, γνήσιοι ποιητὲς
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ διαλέγουν τὸν πρῶτο δρόμο.
Θά ’φτανα μάλιστα νὰ πῶ ὅτι θεωρῶ δυνάμει ποιητὲς ὅλους ἐκείνους
πού, ὅπως περίπου λέει ὁ Κάντ, διαθέτουν ἕνα μυαλὸ
καὶ ἔχουν τὴν τόλμη νὰ τὸ μεταχειριστοῦν χωρὶς τὴν καθοδήγηση κανενός.
Ὁ ποιητὴς εἶναι πάντοτε μὲ τὸ μέρος τῆς Ἀντιγόνης
καὶ ποτὲ μὲ τὸ μέρος τοῦ Κρέοντα.
Εἶναι πάντοτε μὲ τὸ μέρος τοῦ Παστερνὰκ
καὶ ποτὲ μὲ τὸ μέρος τῆς Ἑνώσεως Σοβιετικῶν Συγγραφέων
– ἄσχετα ἂν ὁ Παστερνὰκ προτίμησε νὰ ὑποκύψει στὴν πίεση τῆς σοβιετικῆς ἐξουσίας.
Περιττὸ νὰ προσθέσω ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι πάντοτε μὲ τὸ μέρος τῶν διωκομένων
ἀπ’ τὴ Γενικὴ Ἀσφάλεια πνευματικῶν ἀνθρώπων,
ἄσχετα ἀπ’ τὶς πολιτικές τους πεποιθήσεις
κι ἄσχετα βεβαίως ἀπ’ τὴν ποιότητα τοῦ ἔργου τους.
Οἱ κυβερνήσεις καὶ οἱ ἡγεσίες τῶν κομμάτων
καθοδηγοῦνται πάντα ἀπὸ τὴ σκοπιμότητα.
Ὁ ποιητὴς βλέπει μακρύτερα ἀπ’ τὶς σκοπιμότητες τῆς πολιτικῆς.
Ὁ στίχος μου, λέει ὁ Μαγιακόφσκι στοὺς ἀπόγονους,
θὰ φτάσει σ’ ἐσάς, περνώντας πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τῶν ποιητῶν καὶ τῶν κυβερνήσεων.
Ὁ ποιητὴς εἶναι τὸ ἀντίθετο τοῦ πολιτικοῦ,
διότι ἀρνεῖται νὰ ὑποταχτεῖ στὴ σκοπιμότητα τῆς πολιτικῆς.
Ὁ δρόμος τῆς ποιητικῆς ἀνυποταξίας εἶναι φυσικὰ ὁ δυσκολότερος.
Οἱ κυβερνήσεις καὶ οἱ ἡγεσίες τῶν κομμάτων μεταχειρίζονται κάθε μέσο
γιὰ νὰ καναλιζάρουν καὶ νὰ ἐλέγξουν τὴν ποιητικὴ δημιουργία.
Παντοῦ καὶ πάντα κι ὣς τὶς μέρες μας, σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
ἐξάσκησαν καὶ ἐξασκοῦν κάθε μορφὴ βίας γιὰ νὰ ἀναγκάσουν τοὺς ποιητὲς
νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὶς ἑκάστοτε σκοπιμότητές τους.
Οἱ δυσκολίες πληθαίνουν ἀκόμα περισσότερο ἀπ’ τὸ γεγονὸς
ὅτι ὁ ποιητής, ὅπως καὶ κάθε καλλιτέχνης, εἶναι «μάστορης».
Γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ μαστοριά του (καὶ γιὰ νὰ κερδίσει χρήματα)
δέχεται νὰ γράφει ὠδὲς ἐπὶ πληρωμῇ, δέχεται νὰ γίνει αὐλικὸς στιχοπλόκος,
ἀκαδημαϊκὸς ἢ μέλος τῆς Ἑνώσεως Σοβιετικῶν Συγγραφέων.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀρκετὰ ἔργα, γραμμένα «κατὰ παραγγελίαν»,
εἶναι πράγματι ἀξιόλογα, ἐπιτείνει ἀκόμα περισσότερο τὴ σύγχυση.
Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ποὺ νιώθουν οἱ ποιητὲς νὰ ἀναγνωριστεῖ ἡ μαστοριά τους
καὶ γενικὰ ἡ ἀξία τους, ἐξηγεῖ τὴν ὕπαρξη τῶν βραβείων.
Ὁμολογῶ ὅτι λυπήθηκα διαβάζοντας τὶς διαμαρτυρίες τῶν νέων ποιητῶν μας γιὰ τὴν πρόσφατη ἀπόφαση τῶν «Δώδεκα» νὰ μὴν ἀπονείμουν τὸ βραβεῖο τους.
(Διότι περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς πρόκειται: περὶ τοῦ βραβείου)
Ἂν ἕνας ὁποιοσδήποτε κριτικός, ἢ ἔστω καὶ πολλοὶ κριτικοί, διατυπώνανε τὴν ἄποψη ὅτι δὲν ὑπάρχει σήμερα ἀξιόλογη ποίηση, ἀμφιβάλλω ἂν θὰ ἀγανακτοῦσαν τόσο οἱ νέοι ποιητές μας.)
Λυπήθηκα διαβάζοντας τὶς διαμαρτυρίες τους, γιατὶ μοῦ δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ ὑποθέσω ὅτι δὲν ἔγραψαν τὰ ποιήματά τους ἐπειδὴ αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη νὰ τὰ γράψουν,
ἀλλὰ γιατὶ ἀπέβλεπαν σὲ μιὰ «καθιέρωση».
Λὲς καὶ ἕνα βραβεῖο θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ προσθέσει ἔστω
καὶ τὸ ἐλάχιστο στὴν ὅποια ἀξία τοῦ ἔργου τους.
Λὲς καὶ δὲν ἔχουνε μάθει ἀκόμα πῶς ἀπονέμονται τὰ βραβεῖα
(ὅλα ἀνεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν βραβείων Στάλιν, Νόμπελ καὶ Πούλιτζερ).
Λὲς καὶ δὲν ὑπέπεσε στὴν ἀντίληψή τους τὸ γεγονὸς ὅτι,
ὅταν ἡ ἐπιτροπὴ εἶναι «μικτή»,
τὸ βραβεῖο μοιράζεται στὰ δυό (Ρίτσος-Δικταῖος, Καραντώνης-Λειβαδίτης).

Ἀπὸ μιὰ συνέντευξη στὸν Ρένο Ἀποστολίδη
(«Εἰκόνες», 15 Ἰουνίου 1959)
Περιλαμβάνεται στο “Ἄρης Ἀλεξάνδρου, Ἔξω ἀπ’ τὰ δόντια”
Δοκίμια 1937-1975, Ὕψιλον, Ἀθήνα 1982.

Ανάρτηση της Κατερίνας Κατσίρη
Πηγή: https://www.facebook.com/groups/353928742496112/posts/874434567112191

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Άρης Αλεξάνδρου - Εν πλήρη γνώσει

Σαν τα σκουλήκια συντελέσαμε κι εμείς
να υφανθούν ολόγυρά μας τα συρματοπλέγματα.
Όταν σπρωγμένοι απ' το κορμί μας
πασχίσαμε να βγούμε
πολλοί βρεθήκαν κιόλας σκεβρωμένοι μες στους φούρνους.
Όσοι μένουμε ακόμα
εν πλήρει γνώση των στιγμάτων
μέχρι δευτερόλεπτο της μοίρας
συνεχίζουμε μονάχοι να θρυμματίζουμε τα δόντια
ροκανίζοντας το σύρμα.
Εν πλήρει γνώση για το στίγμα που ορίζει
τα στρατόπεδα εργασίας τ' αναμορφωτήρια τις απομονώσεις και
      τα κρεματόρια.
συνεχίζουμε σπρωγμένοι απ' το κορμί μας.
Κάθε διακοπή σημαίνει ασφυξία.
Κάθε σιωπή πληρώνεται με θάνατο. 

Ευθύτης οδών, 1959.
Πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1974), Αθήνα: Καστανιώτης 1978, σ. 102.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Άρης Αλεξάνδρου – Συνομιλώ Άρα Υπάρχω (απόσπασμα)

Σου είχα στείλει κάποτε
μια φρεσκοκομμένη φλούδα πεύκου
να σου θυμίσω τη ζωή το δάσος και τη νύχτα κάτω από τα δέντρα.
Είτανε κι αυτό μια αδυναμία μου.
Με λέξεις τριμμένες με παρομοιώσεις μεταφορές κι αναλογίες
πασχίζω να μιλήσω
σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει
και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο.
Η ύπαρξη ποιητών
πιστοποιεί πως πορευόμαστε ακόμα
όπως το πρώτο κερί
πιστοποίησε το σκοτάδι.
Προορισμός της ποίησης είναι να επισπεύσει
την τελική κατάργηση της τάξης των ποιητών
να συντελέσει στην τελειοποίηση της γλώσσας
τόσο που οι λέξεις άνθρωπος και ειρήνη
ν’ αποτελούν συνωνυμία. [...]

Πηγή: Συνομιλώ άρα υπάρχω (Ευθύτης οδών), Ποιήματα (1941 - 1974), εκδόσεις Ύψιλον.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Άρης Αλεξάνδρου - Πάρελξις


Οι αστρονόμοι δέχονται ομάδες φοιτητών
μέλη της χαν και μαρξιστές
τους εξηγούνε χοντρικώς τις εγκαταστάσεις
τους αφήνουνε να δουν τον πλανήτη Ποσειδώνα.
Δεν είναι τρόπος ν’ αποφύγεις τέτοιες επισκέψεις.
Θέλεις δε θέλεις
θα τους δεις να χασμουριούνται πίσω απ’ την παλάμη
να στέκουν αντιμέτωποι σ’ ένα ελατήριο
σαν να βρίσκονται μπροστά σ’ έναν σκορπιό
ν’ αναφωνούνε –δήθεν– καταγοητευμένοι.
Εσύ να μην αγανακτήσεις να μην κολακευτείς.
Ξεπροβόδισέ τους όλους με αστρικήν ευγένεια
κ’ ύστερα βυθίσου στις χτεσινές σου σημειώσεις.
Μόνο ένας συνεργάτης θα ΄τανε σε θέση να υπολογίσει
τη φορά τον όγκο την ταχύτητα
της δικής σου έγνοιας που τριγυρίζει ολημερίς μες στο μυαλό σου
τόσο που οι στίχοι χαράζονται σ’ ανώμαλες ελλειπτικές τροχιές
γιατί πάντα κάπου πέρα
αόρατος
τεράστιος και υπαρκτός
πορεύεται ανώνυμος ο πόνος των ανθρώπων.

Ποιήματα 1941-1974, Εκδόσεις Καστανιώτη

Άρης Αλεξάνδρου - Ανατολή ηλίου


στον Γιάννη Pίτσο

Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουνε οι φανοστάτες. Δεν είχε καμιά αμφιβολία, τόξερε πως όπου νάναι θα ανάβανε, όπως και κάθε βράδυ άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την ακρίβεια στη νησίδα ασφαλείας, για να δει τούς φανοστάτες να ανάβουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.

Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αριστερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’ εκείνη την άβολη στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.

Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε, ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθιζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.

Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλλει, ταυτόχρονα, απ’ τον κάθετο δρόμο κι απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο.

Παρίσι 1971

 Από την ποιητική ενότητα Παρισινά ποιήματα


Άρης Αλεξάνδρου - Φρόντισε

 

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
                               μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.

Από την ποιητική συλλογή Ευθύτης οδών, 1959