Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Άρης Αλεξάνδρου - Αποσπάσματα - Αποφθέγματα

 Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο
μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.

Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
*
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός, όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο.
*
κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
την ταυτότητά μου.
*
Όπου νά’ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.

Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Έβλεπα τα χέρια μου και είπαν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και ήταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.
*
Στίγμα – οι χειροπέδες μου

Όσο υπάρχεις
ταξιδεύω

μαζί σου η φωνή μου θα διακόψει τη σιωπή…
*
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα, μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μέσα στις πέτρες
*
(Η μετάφραση) ασχολία θεμιτή επικερδής ενίοτε
[…] σε βοηθάει για να περνάς στα μάτια μερικών
ως λόγιος και – με κάποια συγκατάβαση – γνώστης της ποιήσεως, περίπου ποιητής
 
 
 
 
 
 

 
 
 
 
 
(«Φρύνιχος»)
Την έγραψες γνωρίζοντας πως τα στάσιμά σου θ’ ακουστούν
από κενές σειρές μαρμάρων
γνωρίζοντας – μέχρι τελευταίου οβολού –
το πρόστιμο που θάχες να πληρώσεις

Τα όσα έγραψες εσύ μπορούν να ταυτιστούν με τα δικά τους
όσο μπορούν να ταυτιστούν οι εκθέσεις των ιατροδικαστών
με τα τυφλά
θανατηφόρα τραύματα
*
Εσύ θα επιμένεις να μετράς το χρόνο με τις σειρές των πετρωμάτων
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους

Και προπαντός μη στέρξεις να περιτμηθείς

μη στέρξεις να περικοπεί
έστω και μια καμπύλη
απ’ τα δακτυλικά
αποτυπώματά σου
*
Ούτε νόμοι ούτε ρίμες.
Κάτω τα χαράτσια.
Και να σου πω
η επανάληψη και οι ρίμες
θυμίζουν αγκιτάτσια
*
Φίλε ή αντίπαλε μην τ’ αναγγείλεις πουθενά
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος
*
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα
Η μόνη ξιφολόγχη μου
ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας -ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε μ’ έχουνε διαβάσει
 
 
 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
τόκλεισε με παράπονο και είπε πως ήταν όμορφο
κρίμα που δεν του ‘μεινε καιρός να το τελειώσει

Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ’ ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
Και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ως το τέλος
*
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περυσινό καλοκαίρι.

Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.
*
Στη φυλακή να μη μετράς τις μέρες.
Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο –λίγο το προαύλιο
το καλύτερο απ’ όλα είναι να μικρύνεις και τα δικά σου βήματα.
Είναι προτιμότερο να μη δίνεις σημασία στις ειδήσεις.
Οι παρασημοφορίες οι μεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές
επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου
όσο το θαλασσόβρεχτο βραδυνό αγέρι
στις λυχνίες των ανθρακορύχων.
*
Παρ’ όλα αυτά
είμαστε πάντα λεύτεροι
σαν την πτώση καταγής
μιας ινδικής καρύδας
*
Με λέξεις τριμμένες με μεταφορές κι αναλογίες
πασχίζω να μιλήσω
σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει
και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο
*
Πάντα απροσάρμοστος
Ανεδαφικός
δεν είχες καταλάβει πως η μόνη μουσική που συντελούσε στο γενικό καλό
ήταν ο χτύπος των σφυριών
των βαποριών τα φλάουτα
κ’ οι παλμικές δονήσεις των συρμάτων
την ώρα που περνούν οι διαταγές
για τις εκτελέσεις
*
Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
είχα μπορέσει να πετάξω
δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
και μας πιτσίλισαν λιακάδα.
 
 
 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
Λέω να κλείσω τα παντζούρια
μήπως και μείνει τίποτα από το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου
λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι
μη μου χαθεί η φωνή σου
*
είναι που πήδηξε το είδωλο στο χώμα
*
Αν ήταν να μη γράφονταν ο χρόνος
την τελευταία μέρα που ήμασταν μαζί
θα τον άφηνα να στάζει
σαν το αίμα
απ’ την κομμένη φλέβα του χεριού μου
*
Ο Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
δίχως φόδρα στο σακάκι
κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
γιατί τον είχαν για προδότη
*
Και:
Λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
θα σε έπαιρνα μαζί μου.
*
Έλιωσε ο χρόνος λάβα που κυλάει με κυνηγάει
αγγίζει τις γυμνές μου φτέρνες
*
(Παίρνουν ένα σύντροφο για στρατοδικείο, δίνουν τα χέρια)
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μου παίρνανε
τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια
*
να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν μια ντροπή πιο κάτω από τον ώμο

μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως από τους δέκα που του ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά
οι τρεις
εσείς οι δύο που δεν πιστέψατε ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά
κ’ εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χάρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία
*
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
*
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου φαντάζουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες
*
Επιταγές και δέματα
τα κανονίζεις όπως – όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά
 
 
 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
Μες την ομάδα ήμουν
άχρηστος πάντα
σαν ένα σαν.
Για την ομάδα ήμουν
ύποπτος πάντα
σαν την αλήθεια
*
Ανασηκώνω τα πηγούνια των ανθρώπων
για να αντιγράψω βιαστικά
το φως που απόμεινε στις κόχες των ματιών τους
και κρύβω το σημείωμα
στην καρδιά κατάσαρκα
για να δουν στη νεκροψία
πόσο λίγο ζήσαμε
*
Έχουμε στο μηνίγγι μια ραγισματιά

Κάνουμε να μετρήσουμε τ’ αστέρια
και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες

Με μια μικρή ραγισματιά
επιμένω να τραβάω μεσ’ στις λάσπες
ξεριζώνοντας κάθε μου βήμα
σαν ένα κούφιο δόντι
*
Ήξερες πως θαρθούνε
κ’ ήρθαν.
Το στήθος σου μένει σπασμένο
σαν μπαρουτοβάρελο
άδειο
δίχως στεφάνια
Τον πήρανε νύχτα

Ρίχνοντάς τον απ’ τη βάρκα
το κύμα καταλάγιασε
*
Είμαι προδότης για τη Σπάρτη για τους είλωτες Σπαρτιάτης
*
Με τις πληγές ολάνυχτες
στα ακροδάχτυλά σου
ζούπηξέ τα
στη σήμανση του κόσμου
*
Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα.
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης
*
Ανοίξτε
σ’ όλες τις γωνιές παραμονεύουν.
Όλες οι κλειδαρότρυπες
έχουν μελανιάσει
σαν πνιγμένα όστρακα. …
Σ’ όλες τις γωνιές
μας ζητάν το πρόσωπό μας.
Το μόνο που μας έμεινε
είν’ ένα τζάμι σπασμένο
κολλημένο βιαστικά
με τέσσερις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας
*
Θα σε βρω.
Όπου πατάς
Πέφτουν πράσινα φύλλα.
*
Να ξαναγίνουν οι μαστοί των γυναικών σκύμνοι δίδυμοι δορκάδος
*
Το φως

ίδιο φιλί γυναίκας
*
Η σιωπή μας έγινε φιλί
*
Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα
σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά
(μην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)
*
Κυρ –λοχία πάσχω από δαλτωνισμό; Βλέπω τον κάθε στόχο ίδιον με την καρδιά μου
*
τα σύννεφα διαβαίνουν χαμηλά
τόσο που κ’ ένα κάγκελο να ‘τανε σπασμένο
θα μπορούσες να άπλωνες το χέρι και ν’ αγγίξεις
τη διαβατική
θηλύτητά τους

 

Αναδημοσίευση από: https://www.bibliotheque.gr/article/77818

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου