Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χριστοδούλου Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χριστοδούλου Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Δημήτρης Χριστοδούλου-Πλατεία Κάνιγγος


Η πλατεία
η πλατεία κοιμήθηκε πλάι στα νυσταγμένα ταξί.
Πώς έχουμε σκύψει τα μάτια στη γης;
Ξένοι
ξένοι στις ώρες που γράφτηκαν δίχως ορθογραφία
δίχως αποσιωπητικά.
Θα υπάρχουν ύστερα από την νύχτα αυτή
μνήμες στα πεζοδρόμια
θάνατοι συντεταγμένοι κατά τριάδας
θα υπάρχουν;
Δεν σε γνωρίζω φίλε μου
δεν σε γνωρίζω.
Νύχτα πολύ
νύχτα πολύ.
Φίλε μου
δεν ξέρω αν πρέπει
να βυθίσω τα δάχτυλα στο μυαλό μου
δεν ξέρω αν πρέπει
να ξεριζώσω ρίζα ρίζα τη σκέψη μου
δεν ξέρω αν πρέπει
να βλέπω τη μορφή σου
στη μοβ επιγραφή της πλατείας
δεν ξέρω.
Από πού ξεκινήσαμε κ’ είχαμε
τόσο τραγούδι στα χείλη.
Φίλε μου
πώς φορώ παπούτσια
πώς πεινάω
πώς συζητώ για τη διασκέδαση
στου κυρίου τάδε;
Μήπως δεν άκουσαν τα στήθη μας
τότε.
Τότε που τα χέρια μας είχανε
διαστάσεις παραλλήλων;
Ήρθες και με κοιτάς πικρά.
Δεν έχουμε χέρια
περπατάμε με σκονισμένα πέτα
με σκονισμένα μαλλιά.
Δεν έχουμε στόμα
δεν έχουμε χείλη
μιλάμε με το χτες
ακούμε με το χτες
σήμερα δεν υπάρχει.
Φίλε μου
πώς θα επιστρέψεις στην αφετηρία σου;
Φίλε μου
η μνήμη σου πέθανε στο θόρυβο του χθεσινού ματς.

Δημήτρης Χριστοδούλου (4 Απριλίου 1924-1991)
Δημοσιεύθηκε στην ποιητική συλλογή: Δημήτρης Χριστοδούλου, «Νυχτοφύλακες» (Αθήνα 1954).
Συμπεριλήφθηκε στις συγκεντρωτικές εκδόσεις: Δημήτρης Χριστοδούλου, «Ποιήματα 1954-1964» (Αθήνα, Εκδόσεις Ζάρβανος, 1964) και «Ποιήματα (1954-1964)», τόμ. Α΄ (Αθήνα, Κέδρος, 1980).

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Δημήτρης Χριστοδούλου-Από τα «Παραμεθόρια»

 Λοιπόν

που θα την πάω τούτη τη φωνή;


Αυτόν τον ούριο άνεμο

που δεν δικάζει ούτε στιγμή;

Περνάω μες στα χτίσματα

όπως περνάει

η φωνή από ρωγμή.


Ποιος θα το πει;


Εγώ την πήρα τη δορά

και παώ να την αφήσω πια

στην άγρια σιγή

μετράω πίσω μου αναβαθμούς παλιών ωκεανών

σχισμένους νόμους

μεγάλα αντίβαρα από πόνους

κι από αθώα αμίλητα νερά.


Κι όμως περνάνε

κι όλο θέλουν

χωρίς να ξέρουν πού τους πάνε

σε ποια κομμάτια βράχων θα τους χτίσουν

και πάψαν πιά από χρόνια να ρωτάνε

κοπάδια αποδημητικά σκυλιά περνάνε.


κι όλο θέλουν.


Εδώ λοιπόν.


κάτω από σένα

χωρίς καμίαν αναγωγή

μεσ' από τους μύδρους των νεφών

θαμμένος μες στα σπλάχνα μου

μες την διαδικασία των ιστών

μέχρι την άκρη μου.


Εκεί πού ο γόος μου γεννάει το λόγο

ως μέσα μου.


Εκεί που κάθε έκλαμψη

έχει αρχή.


Εκεί που συναντώνται μήκη

κι οι ροές

μυριάδων ποταμών


εκεί


Παραμεθόρια, 1961


Πηγή: Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία-γραμματολογία: Τόμος Ε' Η πρώτη μεταπολεμική γενιά,  επιμέλεια: Αλέξανδρος Αργυρίου, Αθήνα: Σοκόλης 2000,σσ. 554-555.


Δημήτρης Χριστοδούλου-Αναίρεση


Εγώ δεν είμαι που θα πω πως είσαι τραγούδι
κι ούτε θ’ αφήσω τη φωνή να πει για την πληγή μου.
Δεν είμαι εγώ που θα σου πω πως βρέχει με την ποίηση
κι ούτε πως σφίγγει ο στίχος μου σαν βρόχος την κραυγή μου.
Εγώ δεν είμαι που θα ξεχαστώ.
Με δείρανε τόσα καρφιά – θα σου μιλήσω για τη φωτιά
με πνίξανε τόσα σκυλιά – θα σου μιλάω για τον σεισμό
μου σπάσαν τόσα χέρια την καρδιά – θα σου μιλάω για θάνατο.
Δεν είμαι εγώ που θα σου πω πόσο τσακίζει ο κουρνιαχτός
κι ούτε πώς μπήγουν τη φωτιά, τα σίδερα στη σάρκα.
Δεν είμαι εγώ που θα σου πω πόσο λιανίζει η πυρκαγιά
κι ούτε πώς πνίγει η ειρκτή και χάνεται η ζωή μας.
Γυμνό σκυλί σού τραγουδώ με ραγισμένη τη δορά
πικρό υνί πως περπατώ σε γη καμένη
πλώρη που τσάκισε ο βοριάς και τον κρατάω τον πυρετό
λόγχη που σκούριασε ο νοτιάς και το φυλάω της άνοιξης.
Δεν είμαι εγώ που θα σου πω η φλόγα της φωτιάς τι λέει.
Εγώ είμαι ο σκύλος που διψά πολύ μακριά απ’ τον ποταμό·
νύχτα·
και κλαίει.

Δημήτρης Χριστοδούλου, Ανέκδοτα Ποιήματα,  Δ’ Τόμος, εκδόσεις Μετρονόμος, 2014.