Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Μαντελστάμ Όσιμ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Μαντελστάμ Όσιμ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Osip Mandelstam - Μέσα μου…


Μέσα μου κρύβομαι κλειστός,
γύρω μου πλέκομαι κισσός,
τον εαυτό μου ανυψώνω.

Εμένα θέλω και πετώ
στον ίδιο μου τον εαυτό
και τις φτερούγες μου απλώνω.

Αητός, επάνω απ’ τα νερά
βλέπω συντρίμμια τη φωλιά
μέσα στην άβυσσο χαμένη.

Και λούζομαι στον κεραυνό
την αστραπή παρακαλώ
το σύννεφο με περιμένει.

Όσιπ Αιμίλιεβιτς Μαντελστάμ ( 1891- 1938 )
Πηγή: «Όσιπ Μαντελστάμ, Ποιήματα»
Μετάφραση: ΜΙΛΙΑ ΡΟΖΙΔΗ
Εκδόσεις: διογένης – ΑΘΗΝΑ 1986

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Osip Mandelstam - Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι

 Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι,

εκεί σαν να ‘χουμε θάψει τον ήλιο μας,

και την ευλογημένη ανεξιχνίαστη λέξη μας

θα προφέρουμε σαν για πρώτη φορά.

Στο μαύρο βελούδο της σοβιετικής νύχτας,

Στου άδειου κόσμου το μαύρο βελούδο,

Τραγουδάνε ακόμα ευλογημένων γυναικών αγαπημένα μάτια,

ανθίζουνε ακόμα αθάνατα άνθη.

Σαν αγριόγατα καμπυλώνει τη ράχη η πρωτεύουσα,

πάνω στη γέφυρα να η περίπολος,

μόνο το κακό μοτέρ θα περάσει μες στο σκοτάδι καλπάζοντας

και κραυγάζοντας σαν τον κούκο.

Εμένα άδεια νυχτερινή δεν μου χρειάζεται καμία,

δεν τους φοβάμαι τους φρουρούς:

για την ευλογημένη ανεξιχνίαστη λέξη

στη σοβιετική νύχτα θα δεηθώ.

Ακούω το ανάλαφρο θρόισμα του θεάτρου,

ένα κοριτσίστικο «αχ»

και μια πελώρι’ αγκαλιά αθάνατα τριαντάφυλλα

στα χέρια της Κυπρίδας.

Δίπλα στη φωτιά ζεσταινόμαστε απ’ την πλήξη,

μα θα περάσουν ίσως οι αιώνες

κι ευλογημένων γυναικών αγαπημένα χέρια

θα μαζέψουνε την τέφρα τους.

Κάπου σαν να φαίνονται οι κόκκινες βραγιές της πλατείας,

από πάνω μ’ όλη τους την πολυτέλεια οι σιφονιέρες των θεωρείων·

ένας αξιωματικός, πες κουρδισμένη κούκλα·

μα δεν είν’ αυτά για μαύρες ψυχές και ψευτοπαναγίες…

Καλύτερα σβήσε λοιπόν τα κεριά μας

μες στου άδειου κόσμου το μαύρο βελούδο,

τραγουδάνε ακόμα ευλογημένων γυναικών ώμοι στητοί,

μαύρο ήλιο η χάρη σου να μη δει.

25 Νοεμβρίου 1920

***

Ο Αιώνας μου

 

Αιώνα μου, θηρίο μου, τις κόρες των ματιών σου

ποιος θα τολμήσει ν’ αντικρίσει

και με το ίδιο του το αίμα να κολλήσει

τις ραχοκοκαλιές των δυο αιώνων.

Από του κάθε γήινου το λαιμό

το αίμα-οικοδόμος αναβρύζει

και μόνο οι ακαμάτες τρέμουνε

στων νέων ημερών το έμπα.

Όσο η ζωή κρατεί, το κάθε πλάσμα του θεού

τη ραχοκοκαλιά που κουβαλάει –

της με τους αόρατους σπονδύλους του

παίζει ανασαίνοντας το κύμα.

Τούτον λοιπόν τον νεογέννητο αιώνα,

μωρό στα σπάργανά του,

πάλι τον πήραν και τον παν στο θυσιαστήριο

σαν της Λαμπρής τ’ αρνί.

Μ’ αν είναι ο κόσμος να κινήσει

από τις κλάπες λύστε τον

και μ’ ένα φλάουτο ζευγαρώστε

των ροζιασμένων ημερών τα γόνατα.

Με των ανθρώπων τις λύπες,

ταρακουνάει ο αιώνας μου θάλασσα και γη,

η οχιά μονάχα χωμένη στο χλωρό χορτάρι

τη χρυσή της χαίρετ’ εποχή.

Θα φουσκώσουνε κι άλλο τα μάτια των μπουμπουκιών

κι η πλάση θα ξανανθίσει,

μα εσύ, αιώνα μου, λαμπρέ κι αξιοδάκρυτε,

θα μένεις με τη ραχοκοκαλιά σπασμένη.

Και μ’ ένα κουζουλό χαμόγελο στα χείλη,

σκληρόκαρδος κι ανίσχυρος,

– εσύ ο αίλουρος των περασμένων δεκαετιών –

πίσω θα στρέφεσαι να βλέπεις της πατημασιές σου.

 

1922

 

***

Είδα τον κόσμο των ισχυρών όπως τον βλέπουν τα παιδιά.

Ακόμα και τα στρείδια φοβόμουνα. Με την άκρη του ματιού εκοίταγα τους στρατιώτες της φρουράς.

Ούτε τόσο δα λοιπόν δεν τους χρωστάει η ψυχή μου

κι ας την τυράννησα πασχίζοντας σε κάποιονε να μοιάσω.

Ποτέ, κομπάζοντας με καμιά μήτρα στο κεφάλι από δέρμα κάστορα,

δε στάθηκα απόξω από της τράπεζας τον αιγυπτιακό πυλώνα

και πάνω από τον λεμονί Νιεβά για ένα τριζάτο εκατόρουβλο

ποτέ, ποτέ εμένα δε μου χόρεψε καμιά τσιγγάνα.

Μαντεύοντας τους αυριανούς αποκεφαλισμούς στο σάλαγο των ξεσηκωμένων γεγονότων,

για τις Νηρηίδες της Μαύρης θάλασσας έφυγα τρέχοντας

κι οι τοτινές μας πεντάμορφες –οι αιθέριες ευρωπαίες μας–

τόσα φαρμάκια με ποτίσανε, τόση ατυχία και πίκρα!

Γιατί λοιπόν μέχρι τώρα η πόλη αυτή εξουσιάζει

τις σκέψεις μου και τα αισθήματα μου με την παλιά εκείνη τάξη;

Κι όλο κακιεύει από τους πάγους και τις πυρκαγιές

φιλοτόμαρη, καταραμένη, κενόδοξη, νεανίστρα!

Μήπως γιατί στην παιδική εικόνα τότε είδα

τη λαίδη Γκοντάιβα με ξέπλεκη την κοκκινομάλλα της χαίτη

κι ακόμα λέω και ξαναλέω μέσα μου χαμηλώνοντας τη φωνή:

Λαίδη Γκοντάιβα, χαίρε, Σ’ απολησμόνησα Γκοντάιβα…

 

1931

 

***

Για το ένδοξο κλέος των αιώνων που έρχονται,

για την υψηλόφρονη φυλή των ανθρώπων

την κούπα αποστερήθηκα στο τραπέζι των πατέρων μου

κι όλη μου τη χαρά και την τιμή μου.

Ένας αιώνας λυκόσκυλο ρίχνεται στις πλάτες μου,

δε ρέει όμως μέσα μου λύκου αίμα,

χώσε με καλύτερα, γούνινος σκούφος σαν να ‘μια,

στης πυρωμένης γούνας το μανίκι που φοράνε οι στέπες της Σιβηρίας.

Για να μη βλέπω ούτε τους δειλούς ούτε το λασπωμένο χώμα

και κάτω από τις ρόδες τα ματωμένα κόκαλα,

μα όλη νύχτα να φέγγουνε για μένα στην πρώτη ομορφιά τους

οι γαλάζιες πολικές αλεπούδες.

Πήγαινέ με τη νύχτα εκεί που κυλάει ο Ενισέι

και το πεύκο αγγίζει τ’ αστέρια

γιατί μέσα μου αίμα λύκου δε ρέει –

όμοια με τα δικά μου θα με σκοτώσουν χέρια.

 

17-28 Μαρτίου 1931

 

***

 

Είναι κάτι γυναίκες…

α

Στην έρημη προσπέφτοντας γη

νωχελικά παραπατώντας πρόλαβε να βγει

μπροστά λιγάκι από τους άλλους δυο,

τη γοργοπόδαρη φίλη της και τον συνομήλικο νεαρό.

Κάτι την κάνει να τραβάει μπροστά, η λειψή

ελευθερία ίσως, το κενό που την πεισμώνει

στην ίδια την περπατησιά της κάπως ν’ αποτυπωθεί

το προμάντεμα που φανερώνει

πως κι η άνοιξη τώρα τι άλλο έχει να μας πει

από το θάνατο και την ταφή

νυν και αει.

β

Είναι κάτι γυναίκες με την υγρή γη ίδιο αίμα,

κάθε τους βήμα κάθε τους νεύμα

λυγμός και κοπετός:

να ξεπροβοδάνε τους πεθαμένους

να προϋπαντάνε τους αναστημένους

όλος κι όλος ο δικός τους προορισμός.

Χάδια ποτέ σου μην τους ζητήσεις,

ποτέ σου μη γυρέψεις να τις χωρίσεις,

σήμερα άγγελος, αύριο σκουληκάκι στο μνήμα,

μεθαύριο ένα σχήμα,

μια οπτασία,

ό,τι υπήρξε –αυτός ο περίπατος– ένα κενό πια, μια απουσία.

Μόνο τ’ άνθη θα ‘ναι αθάνατα. Ο ουρανός θάμα.

Ό,τι μέλλεται, απλά ένα τάμα.

Βορονέζ, 4 Μαΐου 1937

Μετάφραση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Πηγή:https://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2011/01/22/%d0%be%d1%81%d0%b8%d0%bf-%d0%bc%d0%b0%d0%bd%d0%b4%d0%b5%d0%bb%d1%8c%d1%88%d1%82%d0%b0%d0%bc/ 

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Osip Mandelstam - [Τα χέρια σου δεν μπόρεσα ...]


Τα χέρια σου δεν μπόρεσα να τα κρατήσω.
Τα τρυφερά αλμυρά σου χείλη τα ’χω προδώσει.
και τώρα εδώ, σε αδιάβατη ακρόπολη, προσμένω τη χαραυγή
εγώ που του παλιού καστρόξυλου το χνώτο τόσο μισώ!

Τον ίππο μαστορεύουν στα σκοτάδια οι Αχαιοί,
γερά των πριονιών τα δόντια ροκανίζουνε τα τείχη,
ποτέ το νταραβέρι το σκληρό του αίματος δε θα κοπάσει
και όνομα για σένα δεν υπάρχει ούτε ήχος ούτε προσωπείο.

Πώς τόλμησα να το σκεφτώ πως θα γυρίσεις;
Γιατί, η ώρα πριν σημάνει, να σ’ αποχωριστώ;
Ακόμα δε σκορπίσαν τα σκοτάδια κι ο πετεινός δε λάλησε,
ακόμα μας στο ξύλο δεν εμπήξαν το καυτό τσεκούρι.

Πάνω στα τείχη έσταξε ξάστερο δάκρυ το ρετσίνι
—τα νιώθει η πόλη τα ξύλινα πλευρά της—,
όμως το αίμα χύθηκε γιουρούσι μες στις σκάλες
και τρεις φορές αναλογίστηκαν οι άντρες τη μαγική μορφή.

Η ωραία Τροία πού ’ναι; Πού είναι το ανάκτορο, το δώμα
των κοριτσιών; Του Πρίαμου θα ρημάξει το ψηλό κλουβί.
Και πέφτουν ξύλινη στεγνή βροχή οι σαΐτες
κι άλλες σαν άγριες φουντουκιές φυτρώνουν απ’ το χώμα.

Σβήνει ανώδυνα η βελονιά του τελευταίου αστεριού,
η αυγή σαν γκρίζο χελιδόνι θα κρούσει το παράθυρο
κι η μέρα οκνή, σαν βόδι ξυπνημένο στο σωρό με τ’ άχερα
που απ’ τον μακρό τους ύπνο ανασκωθήκαν, θ’ αρχίσει να σαλεύει.

Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Πηγή: Jean-Louis Backès. 1993. Ο μύθος της Ελένης. Μετ. Μαίρη Γιόση. Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής. Τίτλος πρωτοτύπου: Le mythe d’Hélène (Adosa, 1984).

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Osip Mandelstam - Πάρε από τα χέρια μου για να χαρείς



Πάρε από τα χέρια μου για να χαρείς
Λίγο ήλιο και μια σταγόνα μέλι
Όπως μας διέταξαν οι μέλισσες της Περσεφόνης
Μην αφήσεις να φύγει ναυαγισμένο πλοίο
Ούτε να νιώσεις μπότας σκιά
Ή να νικήσεις φόβο ζωής κοιμισμένης.
Μας μένουν μόνον τα φιλιά
Βελούδινα σα μέλισσες
Που πεθαίνουν μακριά από την κυψέλη,
Και μουρμουρίζουν στο διάφανο πύκνωμα της νύχτας
Πατρίδα τους είναι το κοιμισμένο δάσος του Ταΰγετου
Και τροφή τους ο χρόνος, το αγιόκλημα και η μέντα.
Πάρε για να χαρείς το άγριο δώρο μου,
Αυτό το άσχημο και ξερό περιδέραιο


μετάφραση: Γ.Σουλιώτης, εκδ. Αρμός 2014
Από νεκρές μέλισσες
Που έκαναν το μέλι τους ήλιο.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Osip Mandelstam - Ποιήματα που γράφτηκαν στο Βορονέζ



Γίναν αγκάθια τα τσίνουρα, βράζει το δάκρυ
στο στήθος μου τώρα
νιώθω χωρίς να φοβάμαι τι θα ‘ρθει και βλέπω πως
έφτασε η μπόρα.
Κάποιος αλλόκοτος, βιάζει με, κάτι απ’ τη μνήμη
να σβήσω.
Πνίγομαι κι όμως, το ορκίζομαι, μέχρι θανάτου το θέλω
να ζήσω.


* Άσε με να φύγω Βορονέζ, χαλάρωσέ το το λουρί
θα πέσω από τα χέρια σου, ή από το ράμφος σαν τυρί
θα με πετάξει η αφεντιά σου, ή πίσω θα με φέρει
–το Βορονέζ είναι κοράκι, τρέλα και μαχαίρι.

Mετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

Osip Mandelstam - άτιτλο



Το χρυσό μέλι αναβλύζοντας από το μπουκάλι έρεε σταλάζοντας
τόσο πυκνό και τόσο αργά που πρόλαβε να προφέρει η δέσποινα:
– Εδώ, στη θλιβερή Ταυρίδα, όπου μας έφερε η μοίρα,
καθόλου δεν βαριόμαστε – και στράφηκε σ’ εκείνον.

Τα πάντα στη δούλεψη του Βάκχου
κανείς στο δρόμο δεν υπάρχει, μόνο σκυλιά-φρουροί.
Oι μέρες κυλούν ήρεμα, σαν τα βαριά βαρέλια.
Απ’ την καλύβα μακριά φτάνουνε φωνές – ούτε γροικάς, ούτ’ απαντάς.

Μετά το τσάι βγήκαμε σε κήπο αχανή μέσα στις καστανιές,
σαν βλέφαρα τα σκούρα στόρια χαμήλωσαν στα παραθύρια.
Περνώντας τους στύλους τους λευκούς φτάσαμε στ’ αμπέλια,
εκεί που κατεβαίνει ο διάφανος αέρας από τα κοιμισμένα όρη.

Και είπα: «το αμπέλι αυτό, από τον Τρωικό πόλεμο υπάρχει,
όπου οι σγουρόμαλλοι καβαλάρηδες με στρατηγική
στην πετρώδη Ταυρίδα, με ελληνική τέχνη ακόμα ζωντανή, μάχονταν
στα χρυσά στρέμματα πάνω σε εκλεκτές οξειδωμένες κρεβατίνες».

Και στο λευκό, σαν μαλλί στο ροδάνι, δωμάτιο υπάρχει ησυχία.
Μυρίζει ξίδι, μπογιά και φρέσκο κρασί στο υπόγειο,
θυμήσου, στο ελληνικό σπίτι η πιο αγαπημένη απ’ όλες τις γυναίκες,
δεν ήταν η Ελένη –ήταν η άλλη– και πόσο πολύ ύφανε!

Χρυσόμαλλο δέρας, πού είσαι, χρυσόμαλλο δέρας;
Σε όλο το δρόμο κτυπούσαν τα φοβερά θαλάσσια κύματα.
Και, αφού έχασε το πλοίο, ανοίγοντας πολλούς δρόμους στη θάλασσα,
επέστρεψε ο Οδυσσέας γεμάτος τόπους και ιστορίες.


απόδοση: Ελένη Κατσιώλη


Η Κριμαία είναι ένας τόπος γεμάτος με ελληνικές αρχαιότητες γι’ αυτό συχνά, ακόμα και σήμερα, οι Ρώσοι την ονομάζουν Ταυρίδα. Ο Μαντελστάμ έγραψε αυτό το ποίημα τον Αύγουστο του 1917 στην Κριμαία όπου τον φιλοξενούσαν η Βέρα και ο Σεργκέι Σουντέικιν. Στις εκδόσεις του 1918 και του 1922 το ποίημα είχε τίτλο «Το Αμπέλι» ενώ στις επόμενες εμφανίστηκε άτιτλο.

Αναδημοσίευση από: https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/8200-ena-poihma


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Όσιπ Μαντελστάμ - [Όχι, δεν είν’ ερείπια…]


Όχι, δεν είν’ ερείπια· δάσους κορμοί πανίσχυρου κι αλφαδιασμένου,
κούτσουρα γι’ άγκυρες απ’ τις κομμένες βελανιδιές του χριστιανισμού,
αγριεμένου μες στα παραμύθια του,
ρολά από πέτρινη τσόχα στα κιονόκρανα, πραμάτειες ληστεμένες από
τα εμπορικά της ειδωλολατρείας,
σταφυλόρωγες σαν τ’ αυγά του πιτσουνιού, σκαλίδια στριφογυριστά
σαν το κέρατο του αρνιού,
κι αϊτοί κορδωμένοι που ακόμα δεν τους ποδοπάτησε το Βυζάντιο.
1930

Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Πηγή:http://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/05/26-1924-19-2008.html


Όσιπ Μαντελστάμ - Ακόμα δεν απέθανα…



Ακόμα δεν απέθανα, μόνος ακόμα δεν έχω μείνει
όσο με τη ζητιάνα φίλη μου μπορώ
καταχνιές, πείνα, χιονοθύελλες κι αυτό τον κάμπο τον θαυμαστό
να βλέπω, να τα χαιρόμαστε κι εγώ κι εκείνη.

Σε τούτ’ την ωραία μου φτώχεια, σε τούτ’ την πλούσια ζητιανιά
μόνος είμαι, ήρεμος, παρηγορημένος
στις μέρες μου, στις νύχτες μου ευλογημένος
κι ο άσπιλος ο μόχθος μου ηχεί κι αυτός γλυκά.

Αλί σ’ εκείνον που ολόιδιος η σκιά του
φοβάται τ’ αλυχτήματα και ο αέρας τον λυγίζει,
φτωχός εκείνος που έπαψε να ελπίζει
μονάχος με τον εαυτό του και με τη ζητιανιά του.

Γενάρης 1937.
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Πηγή:http://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/05/26-1924-19-2008.html

Edouard Vuillard - Τhe Window