Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Αλεξανδρόπουλος Μήτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Αλεξανδρόπουλος Μήτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος - Το σύννεφο

 Όπως ήταν καθισμένος πίσω του, έβλεπε ότι αυτός φορούσε καλή ρεπούμπλικα κι οι πλάτες του ήταν γερές, καλοταϊσμένες. Μα και το κουστούμι καινούργιο φαινόταν.

Ευκατάστατος άνθρωπος, σκέφτηκε.

Ως τα τότε δεν τον είχε προσέξει. Τον πήρε ξαφνικά το βλέμμα του σα να φύτρωσε εκείνη τη στιγμή στο μπροστινό κάθισμα. Κάτι περίεργα αισθήματα του έφερνε η γερή κοψιά αυτού του ανθρώπου - κακά αισθήματα και απορούσε κι ο ίδιος. Του έφταιξε αυτός σε τίποτα; Σε τίποτα δεν του είχε φταίξει, ούτε τον γνώριζε, ούτε τον είδε άλλη φορά. Έστεκαν εδώ και λίγα λεπτά στο πεζοδρόμιο και περίμεναν το τραμ. Αλλά ούτε είχε προσέξει ότι στέκει κι αυτός και περιμένει. Κατόπι ανέβηκαν στο τραμ. Ούτε τότε σημείωσε την παρουσία του.

Όταν έφτασε το τραμ πέρασε από πάνω και το σύννεφο κι άρχισε η βροχή. Χοντρές - χοντρές σταλαματιές, ένα κορόμηλο η κάθε μια. Πέφτουν κάτω στην άσφαλτο κι από την άσφαλτο ανεβαίνει η σκόνη κι η μυρουδιά της. Μια στυφή, ζεστούτσικη μυρουδιά μέσα από τις χοντρές σταγόνες - έτσι μυρίζει εδώ στην πόλη το φθινόπωρο. Ο δρόμος σκοτείνιασε αμέσως. Από τη μεριά της πλατείας κατέβηκε ένας αέρας, η βροχή δυνάμωσε.

Έφτασε ευτυχώς το τραμ.

Κάτι σταγόνες τον είχαν πάρει, μούσκεψαν αμέσως το καψοπουκάμισο και τώρα κατέβαιναν κρύες στη ραχοκοκαλιά. Αυτό το σύννεφο, ο δρόμος που σκοτείνιασε, ο ξαφνικός αέρας, το ψυχρό νερό που μούσκευε ως κάτω την πλάτη - όλα του προμηνούσαν αυτά που προμηνάν στους φτωχούς τα πρωτοβρόχια. Δεν τον πρόσεξε λοιπόν, γιατί σκεφτόταν αυτά τα πράγματα.

Πρέπει δίχως άλλο να φροντίσει να βρει ένα καλύτερο μέρος, τέτοιος καλός τεχνίτης που είναι κι αυτός, ν’ αυξηθεί λίγο ο μισθός. Αλλιώτικα, πώς να βγει πέρα! Αν μείνει εκεί όπου είναι, ελπίδα δεν υπάρχει για μια καλυτέρεψη - αυτό είναι τελειωμένο ζήτημα. Τα έχουν πει με το αφεντικό αρκετές φορές, εκείνος βάζει κάτω τα χαρτιά κι αρχίζει - μπορεί ο άνθρωπος να ’χει και δίκιο. Τόση η αξία των εργαλείων, τόσα τα υπόλοιπα έξοδα: σαπούνια, πλυσίματα, ο φωτισμός, το νοίκι, κολόνιες... Επειτα, τόσα παίρνεις εσύ, να τι μένουν και σε μένα. Αυτός του λέει ότι δε βγαίνει όμως πέρα με ό,τι του δίνει, πρέπει να σκεφτούν και τα παιδιά του.

«Εμ και τα δικά μου», λέει ο άλλος, «να μην τα σκεφτώ κι εγώ; Πώς το θέλεις;».

Όταν φτάνουν σ’ αυτά δε λένε πια τίποτ’ άλλο.

Μπα, πρέπει να κοιτάξει να οικονομηθεί αλλιώς, να βρει κάνα μαγαζάκι, γιατί είναι πολύ άσχημα έτσι... Σκέφτεται τη μεγάλη κόρη που δεν έχει τώρα παπουτσάκια, τη γυναίκα με το μωρό που έχει ανάγκη από καλή τροφή, από ζεστά ρουχαλάκια. Αυτό χρειάζεται και χυμούς φρούτων, του λένε, να μην πάθει ραχίτιδα. Σκέφτεται και τη δική του κατάσταση, ότι δεν έχει κι αυτός παλτό - όλ’ αυτά σκέφτεται κι εκεί απάνω κάνει μια έτσι και τόνε πρόσεξε.

Ο σβέρκος του ήταν που έκανε και τον πρόσεξε. Οι άνθρωποι του σιναφιού έχουν ιδιαίτερα πάρε δώσε με το μέρος αυτό. Ο σβέρκος είναι γι' αυτούς ό,τι περίπου το πρόσωπο. Όταν μιλάν με τον πελάτη, τις περισσότερες φορές κοιτάν εκεί. Μια ματιά άμα ρίξουν, ξέρουν κατόπιν τι είναι περίπου ο πελάτης που κάθισε στο κάθισμα.

... Αυτός που κάθεται τώρα στο μπροστινό κάθισμα είναι, λοιπόν, χορτάτος άνθρωπος. Ευκατάστατος, που φορά και καλό κουστούμι και θα ’χει και παλτό στο σπίτι. Σιγουρεμένος νοικοκύρης. Πάει τώρα στο σπίτι και θα κρατάει κανένα πλεμάτι φουσκωτό. Με κρέας μέσα, πατάτες, το ρυζάκι, τα φρούτα, τα καινούργια παπούτσια για τη μεγάλη κόρη, τους χυμούς για το άλλο... «Και πώς τα κρατάει όλα;» θα πεις. Τα κρατάει, πού έχει το θηρίο ανάγκη!
Οι ξένες πλάτες χοροπηδάν. Εκεί πάνω τον έχουν πάρει μερικές σταγόνες, αλλά το γερό ύφασμα ούτε υποψιάζεται τίποτα. Στέκουν οι σταγόνες εκεί ολοστρόγγυλες σα να πάγωσαν, δεν μπορούν να περάσουν κάτω. Κοιτάζει και τη ρεπούμπλικα, που την πήρε κι αυτή λίγο η βροχή, το καινούργιο κουστούμι αυτού του ευτυχισμένου ανθρώπου, που δε σκέφτεται το χειμώνα που έρχεται, τα κοιτάζει αυτά και καταλαβαίνει ότι σιγά - σιγά κάτι κινιέται μέσα του και γίνεται ο νους του σκοτεινός, όπως ο δρόμος κάτω από το σύννεφο.
Τότε γύρισε ο άνθρωπος και τον ρώτησε ευγενικότατα:
«Είναι, κύριε, μακριά η οδός Ολυμπίων από τη στάση;».
Του απάντησε θυμωμένος όπως ήταν:
«Δεν την ξέρω!» και κοίταξε αλλού.
Ενώ την ξέρει βέβαια. Εκεί ζει κι αυτός, στην οδό Ολυμπίων.
Η γυναίκα που καθόταν δίπλα γύρισε αμέσως και τον πληροφόρησε πού πέφτει η οδός Ολυμπίων. Θα πάτε εκεί, εξηγούσε, θα κάνετε έτσι, θα κάνετε αλλιώς - όλες τις λεπτομέρειες.
«Ορίστε τώρα κι αυτή!» μια αντιπάθεια αισθάνθηκε και για την καλή γυναίκα.
Έφτασε το τραμ στη στάση, κατέβηκαν. Έβρεχε ακόμη, δεν είχε περάσει το σύννεφο. Έτρεξαν να τρυπώσουν στο καφενείο. Μπροστά πάει πάλι αυτός. Τακ - τουκ! τα στέρεα τακούνια στην άσφαλτο. Κοίταξε να δει: είχε πλεμάτι; Δεν είχε.
Στην είσοδο του καφενείου ήταν κι άλλοι. Στριμώχτηκαν γερά.
... Στέκουν και περιμένουν πότε θα περάσει η βροχή. Επιμένει όμως να βρέχει, το ρίχνει με το κανάτι, όπως γίνεται συχνά εδώ κάτω με τα πρωτοβρόχια.
Κάποιον έχουν στριμώξει οι άλλοι στον τοίχο και πάει ο άνθρωπος να σκάσει. Είναι ένας με κόκκινη φαλάκρα και στριφογυρίζει να λασκάρει. Πλάι σε κείνον έχει σταθεί κι ο άλλος από το τραμ. Κι αυτόν, καθώς γύρισε να λευτερωθεί, τον πάτησε φαίνεται ο φαλακρός και τώρα του ζητάει συγνώμη.
«Τι;» είπε αυτός.
«Το πόδι σας!».
«Α!... Τίποτα, τίποτα... Δεν το νιώθω!».
«Πώς;».
«Δεν το νιώθω!» του λέει πάλι.
«Ω... Συγνώμη!...».
Ο φαλακρός παραμέρισε. Παραμέρισαν και οι άλλοι. Μερικοί για να μην τον στενοχωρούν. Μερικοί από περιέργεια.
«Μα καθόλου;» ρώτησε δειλά κάποιος.
«Να!».
Έσκυψε λίγο και χτύπησε με το δάχτυλο κάτω από το γόνατο. «Ντουκ! Ντουκ!».
«Δε διακρίνεται όμως διόλου!» είπε μια γυναίκα.
Αυτό του έκανε κάποια ευχαρίστηση:
«Είκοσι χρόνια το κουβαλάω», είπε. «Όσο να ’ναι συνηθίζεις».
«Στον πόλεμο;» ρώτησε κάποιος.
«Το χίλια εννιακόσια σαράντα τρία!» του απάντησε.
«Στ’ ανταρτικά της Ρούμελης!».
Όσοι ήταν κοντά στην πόρτα άρχισαν να βγαίνουν.
«Σταμάτησε;» ρωτούσαν από το βάθος.
«Μάλλον».
«Ε, τι θα ’κανε; Σύννεφο ήταν και πέρασε...».
Αυτός φρόντισε και βγήκαν μαζί.
«Από ’δω», του είπε, «θα πάτε για την οδό Ολυμπίων».
«Σας ευχαριστώ!».
«Μαζί θα πάμε».
Και πήγαιναν πλάι - πλάι. Τώρα το άκουγε καλά που χτύπαγε τη φρεσκοπλυμένη άσφαλτο: «γκουπ - γκουπ!».
«Έφτασε το φθινόπωρο!» είπε ο κουρέας.
«Ο καιρός του είναι».
«Καθόλου δε μ’ αρέσουν οι βροχές».
«Εσείς εδώ κάτω δεν υποφέρετε και τόσο από δαύτες. Οσο και να βρέξει, το μετανογάει. Εμάς να ρωτάτε τι τραβάμε, οι ορεινοί».
«Α, καταλαβαίνω. Εκεί θα ’χετε βροχές...».
«Πολλές βροχές».
Όταν γίνεται η κουβέντα δεν ακούγεται και πολύ αυτό το χτύπημα.
«Και τώρα με τίποτα δουλειές θα 'χετε έρθει εσείς στην Αθήνα».
«Μπα τι δουλειές; Στους γιατρούς τρέχω».
«Με το τραύμα τίποτα;».
«Μ’ αυτό».
«Και τι παρουσιάζει τώρα το τραύμα;».
«Έχει συρίγγιο».
«Α...».
«Και τρέχω στους γιατρούς. Μου έχουν τώρα συστήσει έναν εδώ στην Αθήνα κι αυτός μένει στην οδό αυτή. Λένε ότι είναι καλός γιατρός. Ευθυμίου τόνε λένε».
«Τον έχω ακουστά».
«Είναι καλός γιατρός;».
«Έτσι λένε».
Προσπέρασαν το δικό του σπίτι αλλά δεν τον αποχαιρέτησε.
Τον πήγε ως του γιατρού.
«Αυτό είναι!».
«Ευχαριστώ».
Έτρεξε στην πόρτα και διάβασε την πινακίδα του γιατρού. Χτύπησε και το κουδούνι.
«Εδώ, εδώ είναι».
«Σας ευχαριστώ πολύ!».
Του έδωσε το χέρι.
«Σας εύχομαι περαστικά... Είναι καλός γιατρός αυτός».
«Έτσι μου είπαν».
«Ναι! Ναι!».
Και δεν έφυγε. Περίμενε όσο να του ανοίξουν.
Τότε αποχαιρετίστηκαν άλλη μια φορά:
«Αντίο, αγαπητέ μου!».
«Περαστικά...».


Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
(Εκδόσεις Πολύτυπο Αθήνα 1983) 

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 1/4/2001

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος- Ρεμβασμοί στο σκοτάδι


Ο παλιός σκοπός άναψε το τσιγάρο του, σφίχτηκε μες στη χλαίνη κι αποχαιρέτησε τον άλλο φαντάρο που ήρθε και τον άλλαξε:
- Μωρέ θα ξεπαγιάσεις, φιλόσοφε, του είπε. Θα κόψεις καρφιά με την ψυχή σου, αλλά τι να σου κάμω κι εγώ ο έρμος...Ένα σου λέω μόνο - προσαρμόσου! Γίνε κι εσύ άγριος, βλαστήμα, μούτζωνε και με τα πόδια, βρίζε τα πάντα - και θα ζεσταθείς λιγουλάκι...Λοιπόν, σε καληνύχτισα!
Κι αμολύθηκε κατά το θάλαμο σκυφτός και γρήγορος σα μίκυ - μάους.
Το κουβούκλιο της σκοπιάς είναι σανιδένιο, με τρύπια λαμαρίνα από πάνω. Ο αέρας το πιάνει από παντού. Το μέρος γουλί μπροστά, ούτε δέντρα ούτε σπίτια, ο αέρας άλλοτε φέρνει βροχή κι άλλοτε ψιλό χιόνι - και πάει όπου θέλει. Καβαλάει τις σκεπές των στρατώνων, βροντάει τα καζάνια στα μαγειρεία, τις λαμαρίνες, τα ξεκάρφωτα σανίδια στ' αποχωρητήρια. Αφήνει πίσω τις βρύσες να σφυράν κι έρχεται πετροβολώντας τη σκοπιά. Εκεί ακονίζει την κόψη του στις χαραματιές και πέφτει μέσα σαν τούρκος με γιαταγάνι από ψηλό τειχί. Οι φαντάροι τον αντιμετωπίζουν όρθιοι μες στην παλιοχλαίνη, αγουροξυπνημένοι, τρελοί για ζέστα και για ύπνο. Δίχως κι ένα τσιγάρο και δίχως και κουβέντα. Έτσι αμίλητοι κι ακούνητοι, παλικάρια είκοσι χρονών, όρθια κόκαλα μ' εφ' όπλου λόγχη.
Αυτός δε βλαστημούσε. Δεν είχε τίποτε με τους αγίους, κι αγνοούσε τους διαόλους και το ορδί τους. Κρύωνε, τον τάραζε το κρύο. Στις πατούσες έβγαλε χιονίστρες όπως κι άλλοι γιάννηδες, η επιδερμίδα του προσώπου και των χεριών ξερόσκαγε και με το κρύο έτσουζε. Κάτω από τα μαλλιαρά κοκαλιασμένα ρούχα, το σώμα ήταν μαλακό ακόμη, άψητο.
Αδιαφορούσε όμως και γι' αυτό. Του έφτανε ότι κάτω από το παγωμένο περίβλημα η ψυχή κρατιόταν ζεστή σα σπόρος στο χώμα. Ότι αυτός και μέσα σε τούτη δω την Αλάσκα διατηρούσε ήμερες και γελαστές σκέψεις. Τις άπλωνε κάθε νύχτα μεσ' από την κατεψυγμένη σκοπιά σα ν' άπλωνε γιοφύρια. Και περνούσε πέρα αλαφρύς σαν πουλί κι αθόρυβος σα ρεμβασμός.
Κανείς δεν είχε πάρει είδηση ότι έκανε τέτοια πράγματα.
Γύρω ήταν νέκρα, δε βλογούσε ψυχή, ούτε κανένα μάτι έβλεπε. Μόνο ο αέρας. Αλλά ο αέρας δεν είχε κίνδυνο. Επικίνδυνοι ήταν οι άντρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας ή ο αξιωματικός της Εφόδου, αν θα πλάκωνε κι αυτός σε μια στιγμή αθόρυβος κι απαρατήρητος.
Το κρύο κι ο αέρας ας κάναν λοιπόν τη δουλειά τους, αυτόν δεν τον εμπόδιζαν.
...Ο παλιός σκοπός είχε χωθεί πια στο θάλαμο, ίσως και στο σκέπασμά του. Στο προαύλιο δεν ήταν κανείς, αριστερά κανείς, δεξιά επίσης. Ενώ μπροστά απλωνόταν αυτή η κρύα και σκοτεινή ερημιά, κι ο στρατιώτης δίνοντας μια με το μαγικό ραβδί τη μεταμόρφωσε αμέσως σε πλήθη ακροατές έτοιμους να τον ακούσουν.
Χτύπησε  κάτω μαλακά τον υποκόπανο και προειδοποίησε να γίνει ησυχία.
Αυτοί που ήταν εμπρός έπαψαν και του αφοσιώθηκαν. " Σςςς! Σιωπή!" είπαν και στους άλλους.
Βγήκε λιγάκι , έτσι συμβολικά, μια πιθαμή μόλις πιο εμπρός κι ανάγγειλε:
- Η Σατραπεία!
Περίμενε να καταλαγιάσουν οι φωνές και να υψωθεί το ενδιαφέρον. Και στάθμισε καλά τη φωνή του κι άρχισε:
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Παύση - αναπνοή. Προσπάθησε και να βολιδοσκοπήσει την εντύπωση από την έκφραση των ακροατών.
Ε, διάφοροι άνθρωποι τον άκουαν!
Ήταν πολλοί που δεν είχαν αντιληφθεί την ουσία, τα παίρνουν όλα τοις μετρητοίς. Τον παρακολουθούσαν μ' ένα ύφος που έδειχνε ότι τον συμπαθούν, αφού έχει ατυχίες στη ζωή, αλλά μια φορά η υπόθεση αυτή τους ίδιους δεν τους αφορά. Άλλοι, αντίθετα, τον ατένιζαν μυημένα - τα βλέμματά τους δέθηκαν μάνι μάνι με το δικό του βλέμμα και συγκοινωνούσαν σα φλέβες όπου μέσα τους ρέει το ίδιο αίμα. Αυτά τα βλέμματα τον ηλέκτριζαν, του έδιναν έμπνευση. Και παρ' όλο που δεν είχε χαρακτήρα ηρωικό, ένιωσε ξαφνικά μια περηφάνεια κάνοντας τη σκέψη ότι αυτή τη στιγμή φτιάχνει κάτι για λογαριασμό άλλων .
Ανάσανε καλά κι είπε να συνεχίσει.
Τότε μες στο πλήθος πήρε είδηση και τους άλλους . Αυτοί τον κοιτούσαν αλλιώς - κάτι παράξενα βλέμματα, πολύ περίεργες φάτσες...
Ήταν οι άνθρωποι των στρατώνων! Έστεκαν σχετικά σιμά, λιγάκι στην άκρη. Μόλο που η απόσταση ήταν λιγοστή, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα στα πρόσωπά τους . Καμία έκφραση, καμία απήχηση! Ακούνητοι όλοι σα μάσκες της μεταθανάτιας ζωής, σιωπηλοί, ψυχρότατοι. Μα βέβαια, τώρα έκανε την ανακάλυψη - αποκεί ερχόταν το κρύο! Από αυτά τα χιονισμένα μάτια, από αυτά τα επιτύμβια γλυπτά που παριστάνουν πρόσωπα...
Τα κεφάλια των στρατιωτικών ήταν σε τάξη πυραμίδας , με στρωμένη ιεραρχία όπως παντού στις σατραπείες. Απάνου ένα και μοναδικό ξέπεχε το κεφάλι του αρχισατράπη - κι αποκεί φυσούσε τον περίδρομο! Εκεί ήταν ο κρατήρας, αποκεί ροβολούσε κάτω όλη αυτή η λάβα του ψύχους και της σιωπής. Ε, αλίμονο, φίλοι - τι ωφελούν τα λόγια, τι να σου κάνουν τα ποιήματα!
Τον πήρε η απελπισία κι είπε να  κάνει κράτει στην ποίηση. Αλλά στράφηκε και είδε ότι οι άλλοι ακροατές , εκείνοι οι καημένοι οι ομόκαπνοι προπαντός , περίμεναν κι αδημονούσαν: " Μα τι κάνεις; έλεγαν με τα βλέμματά τους. Γιατί σώπασες;" - " Κοίταξε πόσοι είμαστε εδώ και σ' ακούμε, εμπρός!"
Ο στρατιώτης έγινε κομμάτι ζεστότερος. Κι αποφάσισε να υψώσει τόνο και να τα πει τολμηρότερα:

Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.

Είδε με την άκρη του ματιού ότι ταράχτηκε η πυραμίδα κεφαλών! Το ένα κεφάλι γύρισε στ' άλλο, σάλεψαν νευρικά τα μουστάκια, κροτάλισαν ένα βουνό σαγόνια, ο κρατήρας έπαθε μικρό τικ. " Τι λέει, ρε, αυτός; Κάτι μουρμούρισε περί σατραπείας και τέτοια, σαν τ΄ήθελε δηλαδή να μας πει; " Τα όρθια αυτιά με το δασύ τρίχωμα εμπήκαν σε γοργή κίνηση, ίδρωναν να ταξινομούν τους ήχους κατά συλλαβές, τις συλλαβές κατά ήχους . Όλες οι παρακατιανές κεφαλές γύρισαν ψηλά στον κρατήρα.
 " Μωρέ, τι τα ψιλολογάμε. Ναν του κόψουμε τη λαλιά με το σπαθί μας, τι το' χουμε και κρέμεται; Μας προστάζεις ναν του πάρουμε το λειρί, ναν του αφαιρέσουμε αναίμακτα τη σκέψη; "
Ο στρατιώτης τους άφησε να λένε κι άλλα τέτοια. Τους προσπέρασε μ' ένα χαμόγελο. Δίχως κακία, με την ανωτερότητα που χαρίζει η πεποίθηση και το ηθικό ύψος.
Βάθυνε κι άλλο τη φωνή του κι είπε σα να' λεγε με δυο λόγια το παράπονο όλης της ζωής κι όλη τη μοίρα του:

Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο, και...

" ...τους Στεφάνους" δεν πρόλαβε να τους πει. Ένας ίσκιος έπεσε κολλητά πάνω του κι έφραξε το άνοιγμα της σκοπιάς. Πάνω στο χέρι του έπεσε το άλλο χέρι - και τ' όπλο του έκανε φτερά. Άφησε τους στεφάνους, τινάχτηκε.
-Κοιμάσαι, βρε, κοιμάσαι;
- Όχι, πήγε να πει...
- Ε , μήπως πάγωσες;
Τέντωσε κάτω τα χέρια, στάθηκε προσοχή.
- Όχι , κύριε υπολοχαγέ...
- Μα τότε πώς διάολο , μωρέ παιδί μου! Εγώ σου πήρα το όπλο, δε βλέπεις; Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Δε με κατάλαβες λοιπόν διόλου που ερχόμουν; Τι έκανες ; Σκεφτόσουν;
- Μάλιστα...
Ο αξιωματικός Εφόδου στάθηκε λίγο αμίλητος κι αναποφάσιστος. Άφησε ύστερα το όπλο στα χέρια του στρατιώτη κι αναστέναξε:
- Διανοούμενος είσαι;
- Διανοούμενος...
- Διανοούμενος, αναστέναξε πάλι ο αξιωματικός.
Κατόπιν χτύπησε το στρατιώτη δυο τρεις μαλακά στον ώμο:
- Έλα, δώσ' μου το βιβλίο Εφόδου. Τυχερός είσαι, πολύ τυχερός μάλιστα που βρέθηκα εγώ, συνάδελφος σου εν όπλοις και εν πάθεσι κατά κάποιο τρόπο, γιατί αν ήταν κανένας άλλος...Από πού είσαι;
- Από τον Καρδαμά
- Τι εστί Καρδαμάς;
- Ένα χωριό κοντά στην Αμαλιάδα.
- Α, πάμε στην Αμαλιάδα- να φαμ' αλιάδα! Ο αξιωματικός γέλασε και καμπούριασε μες στη χλαίνη του χουχουλίζοντας τα χέρια. Α-μα-λιά- δα...Γεια σου - με τα ηλεκτρικά σου! ξανάπε και ξαναγέλασε...Ναι, ναι είχα ένα φίλο αποκεί, συμφοιτητή, καλό παιδί ήταν. Σπουδάζαμε μαζί στην Αθήνα φιλόλογοι, μαζί τρώγαμε στραγάλια στον κήπο...
Ο στρατιώτης ρώτησε χαρούμενα.
- Είστε φιλόλογος κι εσείς κύριε υπολοχαγέ;
Διάκρινε καλύτερα τώρα το πρόσωπο του αξιωματικού - είδε γκρίζους κροτάφους, πολλά αυλάκια στα μάγουλα, μια ειρηνική κι ευγενική μορφή που δεν μπορούσε να΄χει  στενή σχέση με το στρατώνα, μάλλον ηθοποιός ήταν και φόρεσε τη στολή να παίξει απόψε αυτό το ρόλο που δεν του πήγαινε.
- Ήμουν, μην τα ρωτάς. Μη μου θυμίζεις τους χρόνους εκείνους...- κοίταξε με προσοχή γύρω του κι έβγαλε το πακέτο του. Καπνίζεις, μωρέ;
- Όχι.
- Καλύτερα, γιατί δυο φορές απόψε θα παραβίαζα τον κανονισμό- Γύρισε μέτωπο στον αέρα και τράβηξε επιδέξια το σπίρτο. Η φλόγα έσβησε αμέσως, μα το τσιγάρο πήρε φωτιά- Για πες μου αλήθεια. Τι σκεφτόσουν τώρα εδώ στη σκοπιά, γιατί ήσουν τόσο απορροφημένος;
Ο στρατιώτης απάντησε με ειλικρίνεια.
- Δε σκεφτόμουν, απάγγελνα στίχους.
- Δικούς σου μωρέ παιδί;
- Του Καβάφη.
- Α... έκαμε γελαστά. Μα σ' έχει περιλάβει και σένα αυτός ο ψυχοφθορεύς; Τόσον νέον; Καλά τέλος πάντων εγώ που δεν μετριούνται πια τα σβησμένα μου κεριά, αλλά εσύ; Με τι σε μαύλισε εσένα; Μήπως η ανδρεία της ηδονής τίποτα, μωρέ παιδί μου;
Με τον πιο ρητό τρόπο ο στρατιώτης το απόκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
- Θυμήθηκα τη Σατραπεία του, είπε
Κίνηση της κεφαλής - θλιμμένο χαμόγελο:
- Μμμμ...Τον ύμνο όλων εμάς των ταλαιπωρημένων, τώρα καταλαβαίνω...Άλλα ζητά η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει...
Και συνέχισε και τελείωσε το ποίημα. Ειπωμένοι από αυτόν, κυλούσαν οι στίχοι πιο πιστευτοί. Ο αξιωματικός  ήταν ηλικιωμένος, με πολλές φαίνεται εμπειρίες και είχε μια πικρία η φωνή του γνήσια, επικυρωμένη από τη ζωή. Ο στρατιώτης τον άκουε και γρήγορα λησμόνησε κι αυτή την καταραμένη σκοπιά, και το κρύο, κι όλο το στρατώνα με την πυραμίδα της σατραπείας. Είχε πάλι εμπρός του το αφοσιωμένο ακροατήριο. Κι αποδείχτηκε ότι ο αξιωματικός ήταν άριστος γνώστης του Κωνσταντίνου Καβάφη και είπε κι άλλους πολλούς στίχους του: " Για τον Αμμόνη που πέθανε 29 ετών, στα 610",  " Λάνη τάφος", " Από υαλί χρωματιστό"" Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών"...Τους έλεγε όλους με γνώση, καλαίσθητα και λεία, έχυνε αιγυπτιακό αίσθημα στη γλώσσα του και φαινόταν που γι' Αλεξανδρινό μιλούσε Αλεξανδρινός...Ζεστάθηκε η νύχτα για καλά, το σκοτάδι αραίωνε κι έπαιρνε ανοιχτό χρώμα, κι ο ουρανός πέταξε κόκκινα, πράσινα, γαλάζια αστέρια κι όλα τους τρεμούλιαζαν μ' ένα ιδιόρρυθμο ταμπεραμέντο, σύμφωνα και με την ψυχή των στίχων.
- Η σειρά σου, είπε γελαστά ο αξιωματικός, άντε να πάρω μια ανάσα - κι άναψε τσιγάρο.
Ο στρατιώτης σάλταρε στο προσκήνιο. Κι άρχισε αμέσως:

 Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα εσκότωσεν ο Πάτροκλος·

Άφησε ο αξιωματικός το τσιγάρο να καίγεται στα δάχτυλά του - και πήρε τη συνέχεια:

 και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ' οι Aχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Το τελείωσαν μοιράζοντάς το αλυσιδωτά, μια περίοδο ο ένας, άλλη ο άλλος. Και πήραν μετά άλλα:
 " Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον",  το πήραν και το κατέβασαν ως κάτω, με βαθιά αίσθηση και οι δυο τους του νοήματος και των ήχων, προσπαθώντας πώς να παραβγάλει ο ένας τον άλλον στην κατάνυξη και στη θεογνωσία, σα να' ψελνε σε εσπερινό το δίχορο κοντάκιο της Υπερμάχου.
- Έλα κι εν' από κείνα τα διαχυτικά τώρα, είπε με πονηριά ο αξιωματικός. Αφού του κάναμε το μνημόσυνο απόψε οφείλουμε να τονίσουμε και την πλευρά αυτή...Κι άρχισε ο ίδιος:

Ομνύει κάθε τόσο       ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Aλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα            με τες δικές της συμβουλές,
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...

Το σκοτάδι πήγαινε πια να εξανεμιστεί, ένα γλυκό χάραμα ανασήκωνε γύρω γύρω το βλέφαρό του, μεγαλουργούσε η ποίηση.
Εκεί απάνω, ενώ έκανε έτσι τη μεγαλουργία της η ποίηση, όλες οι χορδές ξαφνικά κόπηκαν - ο αξιωματικός τινάχτηκε.
Φύσηξε δυνατός αέρας.
Αντήχησαν βήματα: " Κραπ -Κραπ" ! Κρύα σίδερα βρόνταγαν πάνω σ' άλλα.
Με μια ασύλληπτη κίνηση ο αξιωματικός έπνιξε πρώτα το τσιγάρο του, το' πνιξε αστραπιαία, μαέστρος σ΄αυτά. Δε φάνηκε ούτε σπίθα. Ύστερα -
 τρία
                 βήματα
                                          όπισθεν
κι αποκεί πέρα η φωνή του έσκισε σπαθί το σκοτάδι:
- Σκοποοός! Κοιμάσαι, πούστη! Στρατοδικείο θα σε περάσω την Παναγία σου! Γρήγορα το βιβλίο Εφόδου!
Ο στρατιώτης τέντα το χέρι. Έδωσε και ξαναπήρε το βιβλίο και βρόντηξε στο σανίδι το άρβυλο του, και το σώμα του έμεινε ακούνητο κι ολόισιο- προς όλες τις κατευθύνσεις ορθές γωνίες.
Απότομη μεταβολή, σταθερός βηματισμός- ο αξιωματικός απομακρύνθηκε. Κι ο τοίχος του σκοταδιού και της παγωνιάς ανάμεσα σ' αυτόν και στο στρατιώτη υψώθηκε , χόντρυνε αδιαπέραστα.
Ο αέρας βάραγε τώρα απ' όλες τις πάντες. Βροντούσε τα καζάνια των μαγειρίων, τα ξεκάρφωτα σανίδια και τις λαμαρίνες, πλάκωνε  κύμα μεγάλο κατά τη σκοπιά. Από πίσω του ακουγόταν και το ομαδικό συντονισμένο βήμα της περιπολίας - ακαθόριστοι σαν το σκοτάδι κατέβαιναν οι άντρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας.
Περνούσαν σε κοντινή απόσταση, διακρίνονταν οι σκιές τους που κινιόνταν αργά και βαριά σε τάξη πυραμίδας.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος , Φύλλα - φτερά. Διηγήματα, Εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1983

Πηγή: http://ofisofi.blogspot.com/search/label/%CE%9C%CE%AE%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82%20%CE%91%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος-«Ευτυχείτε...»

 





 













« Τίποτε δεν εκατορθώσατε αφήνοντες κληρονομίαν εις τα παιδιά σας την πατρικήν γην ελευθέραν από τους τυράννους, αν δεν φροντίσετε να φυτεύσετε εις τας νεαράς ψυχάς μίσος άσπονδον κατά πάσης αδικίας. Ματαίως ελευθεριάσατε τους οφθαλμούς των από την φρικώδη θέα των Τούρκων, αν δεν τα διδάξητε νηπιόθεν να φρίττωσι και να αποστρέφωνται όχι μόνον τους Τούρκους του Μωάμεθ, αλλά και τους επαγγελομένους την θρησκείαν του Ευαγγελίου Τούρκους, εάν κατά δυστυχίαν φανώσιν μεταξύ των ελλήνων τοιούτοι Τούρκοι. Ευτυχείτε!»
 
ΑΔ. ΚΟΡΑΗΣ
 1. Ο πάτερ Μηνάς
Τ’ άλογα τινάχτηκαν με μια κίνηση μπροστά σα να’ νιωσαν ξαφνικά λευτερωμένα. Η άμαξα πήρε τον κατήφορο για το Δνείπερο.
- Ευτυχείτε! αποχαιρέτισε άλλη μια φορά τους δυό νέους ο πάτερ Μηνάς.
Η άμαξα ξεμάκραινε γρήγορα. Δυό νεανικά πρόσωπα φαίνονταν κολλημένα στο τζάμι του μικρού παραθυριού στην πίσω μεριά της καρότσας. Ο καλόγερος στεκόταν στη μέση του δρόμου μ’ απλωμένα τα χέρια, σα μαύρος σταυρός. Τα λόγια κάποιας ευχής έσταζαν μισοσβησμένα χάμω μαζί με δυό – τρεις σταλαματιές από το μαδημένο γένι του.
Ήταν ένας χαμηλόσωμος στεγνός καλόγερος. Ο ρωμιός δάσκαλος των δυό παιδιών. Είναι βδομάδα τώρα που έφυγε μαζί τους από την Οδησσό και τα συνόδεψε ως εδώ. Χτες, Κυριακή, λειτουργήθηκαν κ’ οι τρεις στην Αγιά Σοφιά, τα πήγε και στον ερημίτη της Λαύρας, το φίλο του τον Παρθένιο και πήραν τις ευλογίες του. Τα παιδιά πήγαιναν στην Πετρούπολη. Όλοι σα να φεύγαν τώρα, άνοιγαν οι δρόμοι του θεού κι όλοι οι άνθρωποι σαν κάπου να πήγαιναν. Καιρός να φύγει κι αυτός. Επειδή όμως ήταν ογδοήντα δύο χρονών δε θα’ κανε πια άλλα επίγεια ταξίδια, παρά θα ετοιμαζόταν για το μεγάλο ταξίδι. Το παλιό όνειρο, που ήταν να κατέβει για να πεθάνει στην πατρίδα, το ένιωθε σαν απραγματοποίητο τώρα, φευγάτο πολύ μακριά, σα να’ ταν μια παιδική ανάμνηση. Μπορεί η πατρίδα να ελευθερωνόταν αύριο – μεθαύριο, αλλά γύρω απ’ αυτόν άπλωνε το ράσο της η μεγάλη νύχτα. Ήταν φανερό το πράμα. Θα πήγαινε λοιπόν στη Λαύρα, τα μίλησαν χτες και με τον Παρθένιο. Απ’ το θείο των παιδιών, τον έμπορο πρώτης γίλδιας κι αξιότιμο πολίτη της Οδησσού Σαραντόπουλο είχε πάρει μαζεμένους τους μιστούς του. Όλες οι οικονομίες του δυό χιλιάδες ρούβλια ασιγνάτσιες κ’ εξακόσια ασήμι. Πριν να φύγει από την Οδησσό έδωκε τα μισά χρήματα στην Επιτροπεία που έκανε τις προμήθειες για τον ιερό αγώνα, τ’ άλλα τα πήγαινε στη Λαύρα εισφορά.
Πρέπει ακόμη μερικά λόγια ν’ αφιερώσουμε στον καλόγερο πριν πάρει πλαγιά πλαγιά, κάτω από τα πανύψηλα δέντρα, το μονοπάτι που θα τον φέρει ίσα στις σπηλιές της Λαύρας – και τον χάνουμε μια και καλή.
Ήταν από κει που γεννιούνται οι μεγάλοι ταξιδευτές – Κεφαλλονίτης. Εδώ και τρία – τρισήμισυ χρόνια ξυπόλητος, με τρεις κασέλες βιβλία, παρουσιάστηκε στο αρχοντικό του Σαραντόπουλου – και δεν το κούνησε ολόκληρα τρία χρόνια! Περίπτωση  μοναδική στη ζωή του. Από παιδάκι ακόμη, μαζί με τον πατέρα του που ήταν πιτόρος - μπογιατζής και λαϊκός ζωγράφος μαζί - περπάτησε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, πήγαν στην Πόλη, ανέβηκαν και στη Βλαχία. Τα μεγάλα του όμως ταξίδια τ' άρχισε ο Μηνάς από το 1786 την άνοιξη, όταν, φτωχοκληρικός και φτωχοδιδάσκαλος, γνωρίστηκε στη Βενετία σε ηλικία 27 χρονών με το Γιώργη Παπάζογλου, το γνωστό μας λοχαγό του ρωσικού στρατού. Εργάστηκαν με τον Παπάζογλου μαζί. Μετάφρασαν στην ελληνική και τύπωσαν εκεί στη Βενετία τα επαναστατικά φυλλάδια, τον Κανονισμό του Στρατού, και τον ίδιο χρόνο πέρασε κι ο Μηνάς στην Κεφαλλονιά κι από κει στη Ρούμελη, στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου.
Έξι χρόνια αργότερα μ' ένα ρωσικό καράβι από την αρμάδα του Ορλόφ, γιομάτο πρόσφυγες μωραΐτες και νησιώτες, έβγαινε πρώτη φορά στη Χερσόνησο της Ταυρίδας, στη Μπαλακλάβα. Δεν έμεινε πολύ. Έφυγε για το Κίεβο. Τούτο το δρόμο που έκαναν τώρα τα δυο παιδιά, οι μαθητές του, ο καλόγερος τον είχε περάσει εδώ και χρόνια - τότε που πήγαινε στην Πετρούπολη δάσκαλος στο ελληνικό γυμνάσιο που άνοιξε εκεί η μεγάλη τσαρίνα Αικατερίνη. Δεν ήταν ο σκοπός του να ρίξει άγκυρα στην Πετρούπολη. Έπειτα από λίγα χρόνια πάλι η ρωσική φλότα θα κατέβαινε να κάψει τα ντελίνια της Τουρκιάς - και θα κατέβαινε κι ο Μηνάς.
Το οδοιπορικό αυτού του ανθρώπου είναι ατελείωτο. Όπως κι όλων των ρωμιών λογίων και μισολογίων που γύριζαν από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα, από αυλή σε αυλή, γιομάτοι ιδέες και πείσματα, στραβοβλέποντας ο ένας τον άλλον, μαχητικοί, φανατικοί δάσκαλοι σ' όλα από τις φιλοσοφίες των Πλατώνων ως το Χριστό και το Βολταίρο, γλωσσολόγοι, αστρονόμοι, στιχοπλόκοι έτοιμοι να πεταχτούν κι από το πρωτοΰπνι για κήρυγμα και διδασκαλία...
Δεν ξέρουμε καλά πού πήγε και τι έκαμε στο μακρύ και πλάνητα βίο του. Μέσες άκρες, από δικές του φαίνεται εξιστορήσεις, τα οικογενειακά χρονικά των Σαρανταπουλαίων της Οδησσού έχουν διαφυλάξει ότι στην Πετρούπολη τότε έμεινε λίγο καιρό. Ήρθε σε θανάσιμη διένεξη μ' έναν άλλο ρωμιό, δάσκαλο και κληρικό, τον πάτερ Αναστάσιο, που είχε γνωρίσει πρωτύτερα στην Πάτμο κι έγιναν φίλοι. Ο Αναστάσιος ήταν δυο χρόνια πριν από το Μηνά στην Πετρούπολη, ήξερε καλά τα ρωσικά, έπιασε γνωριμίες και είχε και την προστασία του Ευγένιου Βούλγαρη που ήταν ακόμη τότε στην αυλή της Αικατερίνης. Κι εκείνος φαίνεται, ο Αναστάσιος, κάλεσε και το Μηνά ν' ανέβει στην Πετρούπολη να διδάξει στο σχολείο. Το γιατί ακριβώς μάλωσαν οι δυο καλόγεροι μένει άγνωστο. Το πήραν μαζί τους τα χρόνια κι ο ερμητισμός  του σχήματος. Ο Μηνάς έφυγε από την Πετρούπολη κακήν κακώς, κυνηγημένος από τον Αναστάσιο ως άθεος και φονεύς των ηθών. Το περιστατικό γεννά απορίες, αφού οι δυο μοναχοί ήταν φίλοι κι ομοϊδεάτες - συμπαθούσαν  τις νέες ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού, πρώτα το Βολταίρο, τον αγαπημένο κι επίσημο φιλόσοφο της τσαρίνας.
Μα ίσως εδώ βρίσκεται  το κλειδί: η Αικατερίνη, όπως ξέρουμε , αρνήθηκε το Βολταίρο. Κι έπειτα από μερικά χρόνια, τον έναν από τους δυο δασκαλοκαλόγερους, τον Αναστάσιο, τον βρίσκουμε σύγκελο στην Ιερά Σύνοδο με ελεύθερο πασαπόρτι στο παλάτι. Με την ευλογία της Συνόδου και τη συγκατάθεση της τσαρίνας, κάνει κι αυτός το κατά δύναμιν για να πάρει ελληνική μόρφωση ο εγγονός της τσαρίνας, ο Κωνσταντίνος, που η τρανή γιαγιά του ήθελε να τον δει αυτοκράτορα των ρωσογραικών. Έπειτα κάνει εντύπωση ότι από του Αναστάσιου τα δόντια γλίτωσε το Μηνά ο κόμης Αλέξανδρος Βοροντσόφ, πρόεδρος της κολέγιας του εμπορίου, ένας άνθρωπος με δυνατά μέσα και φιλελεύθερες ιδέες, ο ίδιος που έπειτα από χρόνια θα σώσει από την κρεμάλα της Αικατερίνης τον γνωστό λόγιο Ραντίσεφ. Άλλη μια λεπτομέρεια: Τη χρονιά που κυνηγήθηκε ο Μηνάς, ο νεαρός Ραντίσεφ έχει πια γυρίσει από την Ευρώπη. Νέος καλλιεργημένος και φιλελεύθερος, είναι κατασυγκινημένος από το δράμα των Ελλήνων. Μεταφράζει στα ρωσικά ελληνικά επαναστατικά φυλλάδια που φτάνουν στα χέρια του, όπως γράφει σ' έναν πρόλογό του, κατευθείαν από το Αρχιπέλαγος - από το Αιγαίο όπου από το 1768 ως το 1774 βρισκόταν κι ο πάτερ Μηνάς. Όπως και να' χει το πράγμα, ο Μηνάς γλίτωσε. Αφού έκανε μερικά χρόνια έγκλειστος στη Μονή Σταρολάντοζκι, κατάφερε να ξαναβγεί στην ελευθερία και να τραβηχτεί κατά το νότο, μακριά από το μοχθηρό μάτι του Αναστάσιου, που' χε γίνει στο μεταξύ πανίσχυρος κι ήταν μέσα σ' όλες τις γραικορωσικές υποθέσεις της Εκκλησίας και ακόμη της Αυλής.
...Πέρασαν χρόνια ως τότε που παρουσιάστηκε στην Οδησσό στους Σαραντοπουλαίους. Άγνωστο πού χάθηκε όλον αυτό τον καιρό. Μόνο κάποιο φεγγάρι στο ρωσοτουρκικό πόλεμος του 1806, εβδομηντάρης σχεδόν, ακούγεται κοντά στον δεσπότη της Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, κάποια όπως βαριά αρρώστια τον πετάει, πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, στο Κίεβο κι αποκεί στην παλιά πρωτεύουσα  με τους χρυσούς τρούλους και τα μοναστήρια, στη Μόσχα.
Στην Οδησσό ήρθε από κάποιο μοναστήρι του Άστραχαν. Από καιρό ζητούσε ο Σαραντόπουλος στα μοναστήρια και στις επισκοπές έναν δασκαλόπαπα καλόν, διαβασμένον. Τον ήθελε για τον ανιψιό του Ευγένιο, μοναχοπαίδι της αδελφής του που έχασε τον άντρα της, συνταγματάρχη  του ρωσικού στρατού από παλιό βυζαντινό σόι, στη μάχη του Μποροντινό το 1812. Ο Ευγένιος μεγάλωνε τώρα στο σπίτι του κι ο άτεκνος Σαραντόπουλος τον λογάριαζε παιδί του και κληρονόμο του.
Φαίνεται λοιπόν πως από τότε, από τη λαχτάρα εκείνη που του έκανε ο Αναστάσιος, δεν ξαναπάτησε ο Μηνάς στην Πετρούπολη. Η μεγάλη πόλη, η πρωτεύουσα του απέραντου βασιλείου, τον είχε πικράνει πολύ - τη φοβόταν. Πελώρια Μέδουσα του άρεσε να τη ζωγραφίζει στα χαρτιά του ξενερισμένη εκεί στην άσπρη θάλασσα του βορρά, με νουρά ψαριού, στήθος αμαρτωλό και μορφή ανθρώπου, που ήταν πάντοτε η γλοιώδης και φαρμακερή μορφή του Αναστάσιου.
Και να τώρα ξεπροβόδιζε για κει τον αγαπημένο του μαθητή Ευγένιο! Τρία χρόνια αφιέρωσε ο Μηνάς στον καλό αυτό νέο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Του έδωσε πολλά, όλα που μπόρεσε. Γιατί τον αγάπησε σαν παιδί του, πνευματικό παιδί του - αλλιώτικα πώς να μείνει ολόκληρα τρία χρόνια στον ίδιο τόπο! Τον αγάπησε γιατί ήταν έξυπνος κι ενάρετος και θα γινόταν - ήταν βεβαιωμένος γι' αυτό ο Μηνάς - άξιος άνθρωπος που θα' κανε καλό στους άλλους ανθρώπους και πρώτα στο δυστυχισμένο γένος. Μα να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και πήγαινε κι αυτός εκεί. Τι τον περίμενε λοιπόν απάνω εκεί στις άσπρες θάλασσες; Ποιος νέος Αναστάσιος να του ' χε κι αυτουνού στημένο καρτέρι μες στα πολλά γυρίσματα που παίρνουν τόσο ξαφνικά οι νέοι χρόνοι κι οι καιροί;

***

...Έπεφτε ο ήλιος. Η άμαξα ροβόλησε στο ποτάμι και δε φαινόταν. Στην κοιλάδα του Δνείπερου πέφταν τα φρόνιμα χρώματα του δειλινού. Η φαρδιά ζωγραφιά με το ποτάμι και τους πράσινους λόφους, τα σπαρμένα χωράφια και τον καθαρό ουρανό έμπαινε σαν καλή μέρα στη συννεφιασμένη ψυχή του καλόγερου. Καλό σημάδι για το μακρινό ταξίδι των παιδιών. Ηρέμησε. " Ποιος ξέρει, είπε. Η ζωή η δική μου ήταν νύχτα, η ζωή η δική του ας είναι το ξημέρωμα και η μέρα. Ο Θεός να του δώσει!"
Έκαμε πάλι το σταυρό του.
- Ευτυχείτε! είπε πάλι και σκύβοντας πήρε από χάμω το δισάκι, το' ριξε στον ώμο και τράβηξε σκυφτός κάτω από τα δέντρα για τις βαθιές σπηλιές της Λαύρας.

2. Ταξιδεύοντας

Σα να έχασα δεύτερη φορά τον πατέρα μου, είπε μ' αναστεναγμό ο Ευγένιος.
Ο Ιωάννης χαμογέλασε.
- Ουδέν κακόν αμιγές καλού, Ευγένιε. Θαρρώ μάλιστα ότι το καλό είναι απείρως μεγαλύτερο. Δεν παραγνωρίζω τα καλά του γέροντα ο οποίος σου έδωσε πολλά, όπως κι εμένα, παρ' όλο που εγώ λίγο ευτύχησα να είμαι μαζί του. μας έδωσε και των δυο πολλά!
- Μας πρόσφερε πολλά, είναι αλήθεια, είπε ο Ευγένιος. Το αγγείο όμως το δικό μου, Ιωάννη, ελάχιστα συγκράτησε.
- Και τι να πω τότε εγώ, Ευγένιε! Άι, αν δεν ήξερα την ειλικρίνειά σου θα το' παιρνα πως δεν το' πες για τον εαυτό σου...Μα ας είναι. Είμαι σύμφωνος πως κι άλλα χρήσιμα πράγματα θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε από το δικό του αγγείο στα δικά μας. Αλλά δε νομίζεις κι εσύ πως πρέπει κάπου να έχουμε αφήσει άδειο μέρος για όσα θ' ακούσουμε και θα δούμε αποδώ και εμπρός;
Ο Ευγένιος γέλασε:
- Άδειο μέρος στο κεφάλι μου; Ποτέ!
- Θέλω να πω ότι ο πάτερ Μηνάς με τους αρχαίους του και με τους Φράγκους του το' φαγε το ψωμί του. Πάνε εκείνα. Ανήκουν σ' άλλους αιώνες. Ο πάτερ Μηνάς...
Τον άκουσε ο Ευγένιος σιωπηλός.
- Φίλε μου, είπε μετά, δεν έχεις δίκιο. Σε βεβαιώνω ότι ποτέ, ακούγοντας τον πάτερ Μηνά, δεν είπα πως μαζεύω κειμήλια στο μυαλό μου. Όσο παλιές και να' ναι οι γνώσεις μας, όλο και κρατάνε κάτι που είναι νέο, φτάνει να είναι αληθινές κι αξιόλογες. Κατ' εμέ, αν θέλεις, ένας νέος της δικής μας ηλικίας, άμα δεν είναι παιδομαθής και δεν φροντίζει να πολλαπλασιάζει τις ιδέες του, είναι πιο αρχαίος από ένα διαβασμένον που έζησε τα παλαιότερα χρόνια, αλλά πάσχιζε να μαθαίνει όλα εκείνα που είπαν άλλοι άνθρωποι σοφότεροί του...
Ο Ιωάννης έρριξε μια πλάγια ματιά, η όψη όμως του Ευγένιου ήταν σοβαρή, πάλι δε φαινόταν να το είπε για τον Ιωάννη. Μα η σκέψη ότι τα λόγια του θα μπορούσε κανείς να τα πάρει κι έτσι έκανε τον Ιωάννη να χάσει κάθε όρεξη για τη συζήτηση.
-Ναι, ναι, μουρμούρισε και βάλθηκε να κοιτάζει μέσ' από το τζάμι τους χαμηλούς λόφους που άφηνε η άμαξα στο πλάι.
Ο Ευγένιος συνέχισε:
- Αλήθεια, πιστεύεις , Ιωάννη, ότι η διδασκαλία των Φράγκων του περασμένου αιώνα πέθανε κι αυτή μαζί με τους δασκάλους κι ανήκει στα μνημεία και στην ιστορία; Εγώ σκέφτομαι αλλιώς. Ξανοίγω μεγάλη συνέχεια στα όσα εκείνοι εδίδαξαν και στις ιδέες που εμείς τώρα κρίνουμε καλές. Κι έπειτα βλέπω την ίδια συνέχεια μεταξύ της σοφίας εκείνων και των παλιότερων έως τους πιο αρχαίους. Με τη διαφορά πως εκείνοι, οι πρώτοι, ήτανε μικροί στο ανάστημά των, ενώ ετούτοι μεγαλύτεροι, όχι όμως γιατί γεννήθηκαν σοφότεροι, αλλά επειδή τις γνώσεις δεν έκατσαν να τις φτιάξουν εξυπαρχής, παρά στάθηκαν απάνω στα όσα είχαν δημιουργήσει όλοι μαζί οι προγενέστεροι. Έτσι που σαν μιλάμε τώρα για έναν Ελβέτιο ή για το δημιουργό του "Αιμίλιου", στοχαζόμαστε κι όλους τους προγενέστερους, ξεχωρίζουμε τα σκαλοπάτια που πάτησε ο νεώτερος για ν' ανέβει στη δική του κορυφή.
Ο Ευγένιος έμεινε μια στιγμή σκεφτικός και χαμογελώντας πρόστεσε:
- Αν μου τύχαινε το δώρο του ζωγράφου, θα έκανα μια προσωπογραφία του Φρανσουά Μαρί Αρουέ. Θα προσπαθούσα να τον φτιάξω ώστε ο καθένας να γνώριζε το συγγραφέα του " Φιλοσοφικού Λεξικού" έτσι που τον ξέρουμε από την εργασία του Χουντόν. Συνάμα θα βασανιζόμουν να' βρω τρόπους ώστε στη φιγούρα, στην κόμμωση, στην ενδυμασία, είτε στο χώρο που θα τον περιβάλλει, στην ατμόσφαιρα που θα δημιουργούσα, να μπορεί κανείς να μαντέψει τις σκέψεις αυτές, τη διαδοχή των γνώσεων, δηλαδή θα έκαμνα από κάπου να προβάλει εκεί μέσα κι η θύμηση του Θαλή, του Πλάτωνα, του Χριστού...
Ο Ιωάννης τινάχτηκε.
Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Διδερό, Ελβέτιος, Ρουσσό, ο αββάς Ραινάλ - σαν τα πουλιά γύρω στη φωλιά τους τα φράγκικα ονόματα άρχιζαν να φτερουγίζουν όταν ο πάτερ Μηνάς ερχόταν να' βρει τον Ευγένιο πάνω στη μεγάλη κάμαρα του αρχοντικού ή τ' απογέματα στον κήπο κάτω από τα κυπαρίσσια και τις ανθισμένες μανόλιες. Σαν άναβε η συζήτηση άλλαζαν όψη και οι δυό τους: ο καλόγερος φυσούσε από πάνω του την κάπνα των αιώνων του, ο Ευγένιος τα ίχνη της καχεξίας του. Το πρόσωπό του έπαιρνε εκείνη τη γοητεία που τόσο ζήλευε ο Ιωάννης. Ναι, το καταλάβαινε ο καθένας - αν έγινε καλά ο Ευγένιος από τη βαριά αρρώστια, σε τούτον τον αναθεματισμένο καλόγερο έπρεπε να το χρωστά, όχι στις κούρες, όχι στους γιατρούς που έστελνε και φώναζε ο Σαραντόπουλος απ' ολούθε.
Μισοπεθαμένον από τύφο εδώ και τρία χρόνια, την άνοιξη του 1821, τον φέραν απάνω στην άμαξα από τη Μολδαβία, όπου πήγε και κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Αυτή η αρρώστια του Ευγένιου ήταν η αιτία να κουβαληθεί στην Οδησσό κι ο Ιωάννης. Τον έφερε  η μητέρα του, αδελφή της γυναίκας του Σαραντόπουλου , γιατί από χρόνια ζέσταινε ένα όνειρο να δει το παιδί της κληρονόμο του άτεκνου γαμπρού της. Ο Ιωάννης ήταν φτωχός, ο δικός του πατέρας, ταπεινός Έλληνας από τη Μπαλακλάβα, κατώτερος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, σκοτώθηκε στη Σούμλα το 1810 και τ' ορφανό το δώσαν στη Μόσχα, στο στρατιωτικό γυμνάσιο. Άλλη μια φορά τότε, πριν τον πάει στη σχολή, μιλημένη με την αδελφή της, τον έφερε η μητέρα του στην Οδησσό. Ο μωραΐτης Σαραντόπουλος δεν του έδειξε συμπάθεια. Μυρίστηκε τα διαβούλια των δύο γυναικών και το' κοψε· τον Ιωάννη δεν θα τον κρατούσε. Τώρα όμως ποιος ξέρει - η βαριά αρρώστια του Ευγένιου μπορεί να τον έκανε να σκεφτεί αλλιώς. Γι' αυτό η μάνα του Ιωάννη έφυγε για την Πετρούπολη, έφτασε με συστατικό γράμμα κι ως τη Βαρσοβία, στο ρωμιό στρατηγό Κρούτα, τον αυλάρχη του μεγάλου πρίγκηπα Κωνσταντίνου. Ο Ιωάννης αποσπάστηκε στην Οδησσό, στη φρουρά του διοικητή Λανζερόν. Ήταν ελεύθερος από την υπηρεσία του κι έμενε στο σπίτι του θείου του - " να' ναι κοντά στον Ευγένιο". Δεν τον είδε ο Σαραντόπουλος  ούτε και τούτη τη φορά με καλό μάτι - όταν ο Ευγένιος έγινε καλά και δέχτηκε να φύγει για την Πετρούπολη να υπηρετήσει στην κολλέγια των διπλωματικών υποθέσεων, άφησε και τον Ιωάννη να πάει στο καλό του. Μόνο φρόντισε να τον τοποθετήσουν στην Πετρούπολη, στο Ανακτορικό Σύνταγμα Σεμιόνοφσκι, που εκείνη μόλις τη χρονιά, ύστερ' από τη στάση του 1820, ξαναπόκτησε την εύνοια του αυτοκράτορα. Ήταν κι αυτό κάτι.
Τις σοφές κουβέντες του καλόγερου με το μαθητή του τις είχε παρακολουθήσει κι ο Ιωάννης. Τις παρακολουθούσε βουβά. Δε φιλονίκησε ποτέ μαζί τους, δεν άφησε να φανεί πόσο τον πείραζε να τους ακούει να μιλάνε με τόση λατρεία για τους Φράγκους που το κράτος επίσημα τους είχε αρνηθεί, όπως κι η εκκλησία. Να φιλονικήσει με τον Ευγένιο ήταν μάταιο, με τον πάτερ Μηνά σωστή τρέλα - ο καλόγερος ήταν οξύθυμος, τσουχτερόστομος, έτοιμος ν' αρχίσει ατελείωτη διαμάχη φωνάζοντας, χειρονομώντας, ξετρυπώνοντας σωρό φυλλάδια από το ξυλωμένο ράσο του κι από το σάκκο του. Ο σάκκος του πάτερ Μηνά! Και τι δεν κουβαλούσε εκεί μέσα: σταυρούς και κονισματάκια, κεριά και μόσχους, το προσφάι του, βελόνες, κουβάρια με άσπρο και μαύρο μιτάρι, κοντυλοφόρους, καλαμάρια και βιβλία - Λογικές, Γραμματικές, Γεωγραφίες, Ιστορίες, Αστρονομίες, κίτρινα όλα, λιγδιασμένα, τραγανισμένα γύρω - γύρω από τα ποντίκια, αναθεματισμένα τα περισσότερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ρίγος τον έπιανε τον Ιωάννη όταν έσκυφτε ο καλόγερος πάνω από το σάκκο του κι έπαιρνε να ξετυλίγει το κομποσκίνι. Ενώ ο Ευγένιος! Άρπαζε από τα χέρια του Μηνά τα λαδωμένα φυλλάδια και πολλά από δαύτα τα κουβάλαγε με μια παράξενη χαρά στην κάμαρά του κι όλο το σπίτι μύριζε ανυπόφορα λιβάνι, σκόρδο, ελιές, παστά, ψάρια...
Τα βιβλία αυτά του Μηνά, όπως κι οι κουβέντες που έκανε με τον Ευγένιο, ήταν όλα εκ του πονηρού, τον Ευγένιο δε θα τον βγάζαν σε καλό - έτσι πίστευε ο Ιωάννης. Είχε σκεφτεί τότε στις αρχές να τα πει αυτά στο Σαραντόπουλο. Αλλά γιατί; Φρονιμότερο ήταν να σιωπούσε και για τ' αφορισμένα φυλλάδια του Μηνά κι ένα σωρό ακόμη βιβλία και χειρόγραφα που μάζευε ο Ευγένιος από φίλους και γνωστούς, πλήθος τετράδια που είχε ξεσηκώσει ο ίδιος με κωμωδίες και δράματα που κυκλοφορούσαν κρυφά από τις κρατικές αρχές, χέρι με χέρι, ποιήματα νέων ρώσων ποιητών που σατίριζαν  και ελεεινολογούσαν τους τυράννους κι άλλα εξυμνούσαν παλιούς και νέους τυραννοκτόνους από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα ως το Γερμανό φοιτητή Ζαντ και το Γάλλο σαμαρά Λουβέλ. Όλ' αυτά τα κουβαλούσε τώρα μαζί του. Ένα από τα κιβώτια με τις αποσκευές που ταξίδευαν μπροστά απ' αυτούς ήταν γιομάτο φυλλάδια του Μηνά - ο Ευγένιος τα' δωσε και τα έντυσαν εξώφυλλο - και πλήθος χειρόγραφα αντιγραμμένα με το ίδιο του το χέρι.
Δε μιλούσε για όλ' αυτά ο Ιωάννης. Ούτε και τώρα στο αμάξι ήθελε να φιλονικήσει με τον Ευγένιο. Πειράχτηκε όμως μ' αυτό που άκουσε κι είπε:
- Χάος απύθμενο χωρίζει τα δυο ονόματα. Το ένα συμβολίζει τη θεότητα, ενώ το άλλο την ασέβεια σε ανθρώπινα και θεία. Απορώ πώς δεν το βλέπεις.
- Δεν υπάρχει χάος, απάντησε ο Ευγένιος. Φτάνει να βρούμε τη γέφυρα και τότε εύκολα περνάμε από τον έναν στον άλλον.
- Διεφθαρμένο ανδράριο τον έχει αποκαλέσει ο Πατριάρχης. Όποιος τον ακολουθεί αφορίζεται από την εκκλησία μας. Ο αββάς Νονότ με μαθηματική ακρίβεια απόδειξε πως όλα τα λεγόμενα του Βολταίρου είναι ασεβή.
- Ο ίδιος ο αββάς, ήταν η απάντηση του Ευγένιου, μας έπεισε με τα συγγράμματά του πως δεν έχει δίκιο. Τώρα αυτό λίγοι το αμφισβητούν, μόνο οι ιερατικές κι οι στρατιωτικές σχολές. Ίσως κι ο ίδιος ο αββάς να το παραδεχόταν αν ήταν ακόμη ζωντανός. Όσο για το Πατριαρχείο, αφού περάσουν κάμποσα χρόνια, άλλα πράγματα μπορεί να μας πει για το σοφό του αιώνα μας. Και μάλιστα με την ίδια ευκολία που βιάστηκε να τον αναθεματίσει πριν σωπάσουν οι ύμνοι που πλέκανε γι' αυτόν μέχρι σχεδόν τη μέρα του θανάτου του. Πολλά είναι τα λυπηρά σε τούτη την ιστορία, αγαπητέ Ιωάννη...
- Λυπηρός κι απορίας άξιος ο φανατισμός σου!
- Αν έχει όπως το λες. Αλλά τιμώ το φιλόσοφο επειδή πρώτος αγωνίστηκε εναντίον του φανατισμού. Αν το βλέπεις και σε μένα αυτό το κακό, πε μου πού είναι να την " π α τ ά ξ ω  τ η ν   έ χ ι δ ν α" - τελείωσε εύθυμα ο Ευγένιος.
Ο Ιωάννης μετανόησε για όσα είπε - ό,τι είχε την πρόνοια ν' αποφύγει δυο χρόνια, να, το πάθαινε τώρα, σε μια στιγμή που τον θόλωσε ο θυμός.
- Καλά, καλά, είπε και δοκίμασε να πάρει άλλο τόνο, να μιλήσει σα μεγαλύτερος που ήταν κατά τρία χρόνια από τον Ευγένιο: Όταν ένας άνθρωπος έχει ξεσηκώσει εναντίον του όλο τον κόσμο, δε μπορεί, Ευγένιε, να είναι δάσκαλός σου και παράδειγμά σου!
- Τι θα' λεγες, αν τον κάρφωναν κι εκείνον στο σταυρό...
...Ως το τέλος του πολυήμερου ταξιδιού οι δύο νέοι δεν ξαναμίλησαν γι' αυτά...
( απόσπασμα)


Μήτσος Αλεξανδρόπουλος , φύλλα - φτερά, διηγήματα, Εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1983
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1924 .
Η νουβέλα " Ευτυχείτε" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης το Μάρτιο του 1966.











Αναδημοσίευση: http://ofisofi.blogspot.com/search/label/%CE%9C%CE%AE%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82%20%CE%91%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος-ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ



Νύχτα των Θεοφανείων. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει από νωρίς. Όλη τη μέρα ψιλόβρεχε και η ατμόσφαιρα ήταν φορτωμένη υγρασία.

Ήταν και σκοτάδι. Στο καφενείο του Γιώργη έσβησε το τελευταίο φως. Βγήκαν δύο, στάθηκαν λιγάκι στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν την Ακαδημίας και ανηφόρισαν σε κάποια πάροδο. Στο βάθος του δρόμου ακούστηκε ένα ακορντεόν. Μέσα στη σιωπή ο γνώριμος σκοπός δεν κρατούσε τίποτα από τις παλιές ρομαντικές συγκινήσεις. Ήρθε βαρύς, σαν υπόκρουση σε κάποια καταθλιπτική ιστορία. Το όργανο κράτησε κάμποσο τα ακομπανιαμέντα και ύστερα άρχισε η τετραφωνία. Τράβηξε πρώτος την κορώνα του ο τενόρος:

― Κελαϊδήστε!

Ακολούθησαν κι οι άλλοι:

― Ωραία μου, πουλάκια, κελαϊδήστε…

Όλα ήταν στη θέση τους: οι τενόροι, τα σεκόντα, τα βαρύτονα και οι μπασαδούρες. Δεν έλειπαν και οι γυναικείες φωνές.

― Αυτοί είναι! Είπε ο ένας από τους δύο. Και πού το διαλέξαν οι διαβόλοι το τραγούδι; Πόσοι να ’ναι;

― Ολόκληρη ορχήστρα πνευστών και εγχόρδων.

― Σε μια ώρα υπολογίζω να τελειώνουμε!...

― Ο δρόμος είναι μικρός. Από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλο συνεργείο.

― Από ποιους;

― Δεν ξέρω. Ο Τηλέμαχος είπε πως από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλοι…

Από την αρχή του δρόμου ως την εκκλησία ήταν δύο τετράγωνα. Μέσα σε μία ώρα σ’ όλα εκείνα τα σπίτια έπρεπε να γραφτούν κάμποσα συνθήματα που τα είχε αφήσει στο καφενείο το πρωί ο Τηλέμαχος, και ο Κοσμάς με το μάστρο-Γιάννη τα είχαν μάθει απόξω. Οι δύο εκείνοι είχαν αναλάβει να τα γράψουν. Κάτω από τα παλτά τους τυλιγμένα με κάτι εφημερίδες κρατούσαν τα πινέλα. Οι μπογιές είχαν προπορευτεί. Δύο επονίτες είχαν από την ημέρα κάνει την αναγνώριση. Μόλις νύχτωσε κουβάλησαν και τις μπογιές σε κάτι τενεκεδένια κουτιά και βόλεψαν εκεί κοντά σε μέρη που είχαν επισημάνει από τη μέρα.

Ο μάστρο-Γιάννης κι ο Κοσμάς μόνο που δεν έτρεχαν. Ο Κοσμάς ήταν ακόμα πρωτάρης, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε να γράψει συνθήματα.

― Προ παντός να μην τρέμει το χέρι! Τον συμβούλεψε ο μάστρο-Γιώργης. Τα γράμματα πρέπει να βγαίνουν κούκλες. Όμορφα μα και παλικαρίσια. Και να μην έχουν και λάθη, γιατί θα μας λεν και αγράμματους. Και το κυριότερο, Κοσμά, να μη φαίνεται τσαπατσουλιά και βιασύνη. Βούτα το πινέλο στη μπογιά, ύστερα τράβα το απότομα και στριφογύρνα για να μη στάξουν οι μπογιές απάνω σου. Και κόλα το κατευθείαν στο ντουβάρι. Τα χέρια να πηγαίνουν αστραπή.

Στο μεταξύ το τραγούδι ακουγόταν πιο κοντά. Είχαν τελειώσει το «κελαϊδήστε», το ακορντεόν τράβηξε κάμποσα ακομπανιαμέντα κι ύστερα «μπήκε» ο βαρύτονος:

Πάμε φίλοι εις τον Βάκχον.

Όλοι μας σαν παλικάρια…

― Τον ακούς; Είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είναι ο Φώτης ο κουρέας. Τραγουδάει λες και κάνει μιζαμπλί ο μασκαράς.

Ο Κοσμάς γέλασε. Ο Φώτης ήταν ο υπεύθυνος μιας τριάδας και τα πάρε-δώσε μαζί του τα κρατούσε ο Κοσμάς. Τελευταία ο Φώτης τον είχε φάει πως ήταν κάποιο σοβαρό ζήτημα, που ήθελε να «βάλει» στην οργάνωση. Μα όλο και τ’ ανάβαλλε. Τέλος μια μέρα που τον βρήκε μοναχό στο κουρείο ανοίχτηκε: ήθελε να έχει τη γνώμη της οργάνωσης προκειμένου να παντρευτεί. Η δυσκολία ήταν ότι είχε αρραβωνιαστεί πριν μπει στην οργάνωση. Τώρα όμως εκείνος μπήκε στην οργάνωση, ενώ η αρραβωνιαστικιά του δεν ήταν οργανωμένη. Ο Κοσμάς το βρήκε κι αυτός το ζήτημα σοβαρό και συμβουλεύτηκε τον Τηλέμαχο. Και κει το πήραν στο ψιλό.

―Καλύτερα να έλειπε αυτή η χορωδία και η φασαρία της, είπε ο Κοσμάς. Κακό κάνει παρά καλό. Με τη φασαρία της, είναι σα να τους λέει εδώ είμαστε!

― Δεν έχεις δίκιο! Είπε ο Γιώργης. Εκεί στην άκρη του δρόμου κάθεται μια επονίτισσα. Οι νεολαίοι τώρα είναι μαζεμένοι στην αυλή της και από κει ελέγχουν όλο το δρόμο. Εσύ έχε το νου σου: άμα τραγουδούν καντάδες θα πει πώς είναι ήσυχα. Άμα συμβεί τίποτα, θα αρχίσουν τα «Κύματα του Δουνάβεως», οπότε πρέπει να του δίνεις. Παράτα πινέλα και μπογιές και γίνου Λούης… Αλλά τέτοια νύχτα κανείς δεν πρέπει να ξεμυτίσει…

― …Τώρα που έχει πολύ σκοτάδι, συνέχιζε ο Γιώργης, εσύ μην αρχίσεις να γράφεις αμέσως. Άφησε πρώτα να συνηθίσει το μάτι σου απάνω στο ντουβάρι, μέτρησε την απόσταση κι ανάλογα με το σύνθημα που έχεις κανόνισε και τα γράμματα, έτσι που να είναι όλα ένα μπόι. Και μην τ’ αφήνεις έτσι ξερά. Κόλα τους κι από μια ουρίτσα να γίνονται της καλλιγραφίας.

Μιλούσε για τα συνθήματα κι έλεγες πως στεκόταν πίσω από τον καράπαπα και φανέρωνε τους θεριακλήδες τα μυστικά της τέχνης του.

― Και προσοχή, Κοσμά, στα θαυμαστικά. Όταν τελειώνεις το σύνθημα τράβα κι από ένα θαυμαστικό. Τα σύνθημα χωρίς θαυμαστικό είναι λες και του λείπει το καύκαλο. Το θαυμαστικό κάνε το μεγάλο, να φωνάζει μοναχό του και να τον σταματάει τον άλλο από μακριά…

― … Κι άμα που λες τελειώνει το κάθε σύνθημα, γράφε και ένα ΕΑΜ, τα γράμματα να είναι σε απόσταση το ένα από το άλλο, μα με τελείες να μη τα χωρίζεις.

― Να πετάξω και κανένα σφυροδρέπανο από κάτω; τον πείραξε ο Κοσμάς.

― Μην το λες αστεία και την έπαθα ένα βράδυ, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είχα γράψει ένα σύνθημα κούκλα: «Πατριώτη, όποιος κι αν είσαι, οργανώσου στο ΕΑΜ» κι από κάτω αφαιρέθηκα και πετάω ένα σφυροδρέπανο δύο μπόγια. Και το πλήρωσα ―τη μάνα του― με βαριά μομφή και προειδοποίηση διαγραφής.

Στο μεταξύ είχαν φτάσει. Από τη χορωδία έκοψαν δύο και πλησίασαν. Ήταν δύο κορίτσια. Τη μία ο Κοσμάς την ήξερε. Ήταν εργάτρια σε μία φάμπρικα κοντά στη πλατεία Αττικής. Πριν ένα μήνα οι γερμανοί τής είχαν σκοτώσει τον αδελφό.

Μαζί με τα κορίτσια ήρθε και ο ακορντεονίστας. Αυτός ανάγγειλε μία μικρή μεταβολή στο πρόγραμμα. Αν έρχονταν τίποτα γερμανοί ή της Ασφάλειας δεν θα έπαιζε, είπε, τα «Κύματα του Δουνάβεως», παρά λόγω της ημέρας θα το γύριζε στο «Σήμερα βαφτίζεται ο Χριστός».

― Σύμφωνοι, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Αινείτε, τον Κύριο. Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνοις…

Η εργάτρια πήγε με το μάστρο-Γιώργη. Η άλλη ήταν ένα βαρελάκι τόσο δα. Την έβλεπε ο Κοσμάς και θυμόταν το γέρο Κατσωτάκη: «ένας βόμπιρας σας λέγω!...».

― Έλα συναγωνιστή! είπε του Κοσμά και πήρε την άλλη μεριά του δρόμου.

Σταμάτησε μπροστά σε μια πέτρινη μάντρα. Το ντουβάρι ήταν κιόλας ασπρισμένο.

― Εγώ το άσπρισα, είπε το κορίτσι. Όσο να έλθετε έφερα ασβέστη και το άσπρισα. Είναι ακόμα φρέσκο. Μα δεν πειράζει. Αν δεν πιάσει καμιά βροχή θα στεγνώσει γρήγορα. Τι θα γράψουμε;

Ο Κοσμάς μέτρησε το ασπρισμένο ντουβάρι με το μάτι και διάλεξε το σύνθημα. Βούτηξε το πινέλο στον κουβά που κρατούσε το κορίτσι, το στριφογύρισε στα σβέλτα για να μην σουρώσουν οι μπογιές και τράβηξε την πρώτη πινελιά. Μα στο ντουβάρι φάνηκε μονάχα μια μουτζούρα.

― Μη βιάζεσαι τόσο! είπε το κορίτσι. Πρώτη φορά γράφεις;

― Πρώτη.

― Μη βιάζεσαι. Να τραβάς το πινέλο μαλακότερα.

Δοκίμασε και πιο αργά. Καθώς είχε σηκώσει το χέρι ψηλά, οι μπογιές έπεσαν απάνω του. Με πολλά βάσανα έγραψε την πρώτη λέξη: ΚΑΤΩ… Από την άλλη μεριά ο μάστρο-Γιώργης είχε κάνει φτερά. Όσο να γράψει την πρώτη λέξη ο Κοσμάς, αυτός είχε τελειώσει με τα δύο πρώτα συνθήματα. Πήγαινε τρέχοντας.

― Έτσι θα μας πιάσει το πρωί, συναγωνιστή, είπε η μικρή. Κράτα δω!

Του έδωσε τον κουβά και πήρε το πινέλο.

― Τι να γράψω τώρα;

Ο Κοσμάς της είπε το σύνθημα: Κάτω η πολιτική επιστράτευση.

― Τι επιστράτευση πάλι είναι αυτή;

― Οι γερμανοί θέλουν να μας επιστρατεύσουν, της είπε. Να μας πάρουν εργάτες στα οχυρωματικά έργα.

― Από δω θα πάρουν! ― κι άρχισε να γράφει. Λέγε μου τώρα τις λέξεις μία-μία.

― Πολιτική, είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη έγραψε γρήγορα το Π.

― Το άλλο πως γράφεται; Σκέψου καλά γιατί πρέπει να είναι και με ορθογραφία.

― Όμικρον! Είπε ο Κοσμάς.

Δε φάνηκε να την φώτισε.

― Δηλαδή κουλούρα ή από το άλλο;

― Κουλούρα.

― Έτσι πες.

Μιλούσε κι έγραφε. Τα χέρια της πήγαιναν γρήγορα.

― Που δουλεύεις; Τη ρώτησε ο Κοσμάς.

― Μαζί με τη Γεωργία, στη φάμπρικα.

― Και πως σε λένε;

― Παναγιώτα. Εσύ δε με ξέρεις, όμως εγώ σε ξέρω.

― Με ξέρεις; Από πού;

― Σε ξέρω!

Το μάστρο-Γιώργη τον πήγαιναν τώρα από κοντά. Και το ακορντεόν έπαιζε συνέχεια καντάδες. Στο τελευταίο σύνθημα τα δύο συνεργεία βρέθηκαν αντίκρυ. Έγραφε τη στιγμή εκείνη ο Κοσμάς, που δούλευε τώρα λιγάκι με άνεση. Τα γράμματα έβγαιναν όπως τα ήθελε ο μάστρο-Γιώργης: παλικαρίσια και όμορφα. Όπου το σήκωνε η περίσταση τραβούσε ο Κοσμάς καμιά ουρά ακολουθώντας τη συνταγή του μάστορα. Η Παναγιώτα ήταν ενθουσιασμένη.

― Μπράβο! Του έλεγε. Αυτό το ’γραψες καλά.

― Από πού με ξέρεις όμως δε μου είπες.

― Στη διαδήλωση σε είδα!

― Πότε;

― Στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, δε θυμάσαι; Ήμουνα με τη Γιάννα.

― Ξέρεις τη Γιάννα;

Η Παναγιώτα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Η χορωδία το γύρισε ξαφνικά στα κάλαντα. Ο Κοσμάς σταμάτησε κι αφουγκράστηκε.

― Πάμε! Φώναξε η Παναγιώτα.

― Μια στιγμή και τελειώνω, είπε ο Κοσμάς κι άρχισε να τραβά βιαστικά πινελιές.

Το σύνθημα όμως έμεινε μισοτελειωμένο. Από ψηλά κάποιος έφτασε τρέχοντας. Ο Κοσμάς άκουσε λαχανητά και γυναικεία φωνή.

― Έρχονται!

Η Παναγιώτα το έβαλε στα σβέλτα στα πόδια. Από αντίκρυ είχε γίνει άφαντος κι ο μάστρο-Γιώργης. Το κορίτσι που είχε έρθει πέρασε τρέχοντας στο πλάι του και ο Κοσμάς την ακολούθησε. Πέρα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά. Ο δρόμος φωτιζόταν κιόλας από τους φανούς των αυτοκινήτων.

Ο Κοσμάς έφτασε πλάι στο κορίτσι που έτρεχε.

― Πρέπει να στρίψουμε, είπε, θα μας δουν.

Εκείνη, που φαίνεται τον γνώρισε αμέσως, δε μίλησε. Έτρεξε λιγάκι, ύστερα στάθηκε, έστριψε και σκαρφάλωσε σε μια σιδερένια πόρτα και πήδησε. Τη στιγμή που πηδούσε κι ο Κοσμάς, τα φανάρια του αυτοκινήτου φώτιζαν πέρα το δρόμο. Το φως έπεφτε απάνω στην Παναγιώτα που έτρεχε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Από τις καρότσες πήδησαν και φώτιζαν με τους φακούς τους τους τοίχους. Κάποιος σκόνταψε στον τενεκέ με τις μπογιές κι άρχισε τις βλαστημιές. Φάνηκε κι ένας άλλος που είχε αρπάξει τον κουβά και τον άδειαζε πάνω στο ντουβάρι που είχε ασπρίσει η Παναγιώτα.

Ο Κοσμάς πήδησε. Είχε πέσει μέσα σ’ έναν κήπο. Το κορίτσι είχε σταθεί πλάι του ακουμπώντας στον τοίχο.

― Πρέπει να φεύγουμε! Είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη πάλι δεν του απάντησε και τότε ο Κοσμάς γύρισε και την είδε.

Η Γιάννα δεν το άφησε να μιλήσει.

― Μη μιλάς, του είπε ψιθυριστά. Έλα κοντά μου!

Πήραν κολλητά τον τοίχο. Στο δρόμο ακούγονταν που έτρεχαν. Στο σπίτι που ήταν η χορωδία έπεσαν πυροβολισμοί. Τότε μέσα στον κήπο γαύγισαν τα σκυλιά κι εκεί στο πλάι ξύπνησαν κάτι κότες. Είχαν βρεθεί σ’ ένα σανιδένιο κοτέτσι σκεπασμένο με λαμαρίνα. Πέρασαν και κρύφτηκαν πίσω.

Κάπου μία ώρα έμειναν μέσα στον έρημο κήπο. Απόξω στο δρόμο δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Ήταν γερμανοί και χωροφύλακες. Έτρεχαν απάνω-κάτω, και τ’ αυτοκίνητα πότε πήγαιναν μπροστά, πότε γύριζαν πίσω. Δυο-τρεις σκαρφαλώσαν και στη μάντρα και ψάχναν με τους φακούς τον κήπο. Έψαξαν παντού, δεν είδαν τίποτα και κατόπιν έριξαν το φως απάνω στο σκύλο που είχε στριμωχτεί στη γωνία και κλαούριζε από τη λαχτάρα του.

― Τον βάνουμε, ρε, στο σημάδι; είπε κάποιος.

Ο άλλος βρέθηκε πιο λογικός:

― Μα με τους σκύλους θα τα βάλουμε τώρα; Να στριμώχναμε κανένα κουκουέ…

Ύστερα ο δρόμος πήρε σιγά-σιγά να ησυχάζει. Ακούστηκαν και τ’ αυτοκίνητα που έφευγαν και κατόπιν έγινε ησυχία, μια ησυχία δίχως τέλος.

Η Γιάννα σηκώθηκε κι αφουγκράστηκε κατά τη μεριά του δρόμου. Σηκώθηκε κι ο Κοσμάς.

― Θα βγούμε από την άλλη μεριά! είπε η Γιάννα.

Έφτασε στο ντουβάρι κι αρπάχτηκε από τα κάγκελα. Μα ο Κοσμάς ανέβηκε πρώτος. Όπως έκανε ν’ ανεβεί, η Γιάννα τον σταμάτησε.

― Τι είναι αυτό; Του είπε.

Στο χέρι του ο Κοσμάς κρατούσε ακόμη το πινέλο. Ανέβηκε στα κάγκελα, κοίταξε πέρα τον έρημο δρόμο κι έδωκε χέρι στη Γιάννα.

Πήγαν κάμποσο μαζί. Στον πρώτο δρόμο που συνάντησαν, η Γιάννα στάθηκε.

― Εδώ θα χωρίσουμε, του είπε. Δώσε και το πινέλο, γιατί εγώ θα πάω εδώ κοντά. Εσύ μένεις μακριά;

― Είναι κάμποσο.

― Η ώρα πλησιάζει, πρέπει να βιαστείς. Καληνύχτα.

Τι του ήρθε; Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τη χάσει έτσι, όπως τότε. Αυτούς τους δύσκολους μήνες την είχε αναζητήσει πολύ κι έπρεπε να της το πει― να της το πει απόψε κιόλας πόσο του έλειψε. Τη φώναξε:

― Γιάννα!

Στάθηκε.

Μα παλιά και νέα χτυποκάρδια σηκωθήκαν σε μια στιγμή και του χάλασαν τη σειρά. Τι να της ειπεί;

Κι άξαφνα, από πού του κατέβηκε τη στιγμή εκείνη η αμαρτωλή σκέψη; Υποψίες που είχαν γεννηθεί, ποιος ξέρει πότε― υποψίες που δεν τις είχε αντικρίσει φανερά, παρά έβοσκαν κρυμμένες, σηκώθηκαν όλες μαζί.

― Θα σε ρωτήσω κάτι, Γιάννα, μα να μου πεις την αλήθεια.

Στεκόταν αντίκρυ του σιωπηλή και σκοτεινή σαν το αίνιγμα.

― Πες μου, της είπε, τον αγαπάς τον Τένη;

Την άκουσε που στέναξε. Τι να ήταν όμως ο στεναγμός εκείνος; Να ήταν η σιωπηλή ομολογία;

― Τον αγαπάς; Ξαναρώτησε. Πες μου την αλήθεια, πες μου… γιατί δε μιλάς, Γιάννα;

Ζήλευε εκείνη τη στιγμή, ζήλευε δυνατά και ήταν κακός.

― Να σου πω εγώ, της είπε, να σου πω εγώ. Τον αγαπάς!

Της το σφύριξε μέσα από τα δόντια, πεισματικά, σα να πετούσε φαρμάκι, σα να της έλεγε την πιο βαριά κατηγορία.

Δεν του απάντησε και τότε. Μα σήκωσε ξαφνικά το χέρι της και του το κατέβασε δυνατά στο πρόσωπο.

Ύστερα έφυγε τρέχοντας.

Περασμένες δώδεκα έφτασε ο Κοσμάς στο υπόγειο του Αντρίκου. Ο γέρος κοιμόταν. Στο ντιβάνι καθόταν και κάτι διάβαζε ο Τηλέμαχος.

― Εν τάξει; Ρώτησε.

Ο Κοσμάς δεν του απάντησε. Έκατσε και κείνος στο ντιβάνι και ήθελε να βρει πως θα ’κανε την αρχή. Στο δρόμο που ερχόταν είχε πάρει την απόφαση να τα πει στον Τηλέμαχο όλα. Εκείνος τον πρόλαβε:

― Το ’μαθες λοιπόν κι εσύ; Τον ρώτησε.

― Τι να μάθω;

― Για τον Τένη.

― Τι;

― Σήμερα το πρωί τον ντουφέκισαν στο Θυσιαστήριο.

Το δωμάτιο έφερε γύρους.

― …Τον ντουφέκισαν με άλλους εξήντα. Από το αυτοκίνητο που τους πηγαίναν στην Καισαριανή πέταξε το μαντήλι του με αυτό εδώ το σημείωμα.

Στο σημείωμα ο Κοσμάς διάβασε:

«Φίλοι μου, πάω για εκτέλεση. Ο θάνατός μου ας σας δώσει καινούργια δύναμη να συνεχίσετε τον αγώνα. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά. Από τον αγώνα αυτόν ο λαός μας πρέπει να βγει νικητής. Έτσι δε θα πάει και το δικό μας αίμα χαμένο. Γιάννα, αγαπημένη μου. Η τελευταία σκέψη μου είναι μαζί σου. Ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη, δεν μπόρεσα. Τώρα που φεύγω σου εύχομαι να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιό μου και άξιό σου. Έχετε όλοι σας γεια. Τένης».

http://www.sarantakos.com/