« Τίποτε δεν εκατορθώσατε αφήνοντες κληρονομίαν εις τα παιδιά σας την πατρικήν γην ελευθέραν από τους τυράννους, αν δεν φροντίσετε να φυτεύσετε εις τας νεαράς ψυχάς μίσος άσπονδον κατά πάσης αδικίας. Ματαίως ελευθεριάσατε τους οφθαλμούς των από την φρικώδη θέα των Τούρκων, αν δεν τα διδάξητε νηπιόθεν να φρίττωσι και να αποστρέφωνται όχι μόνον τους Τούρκους του Μωάμεθ, αλλά και τους επαγγελομένους την θρησκείαν του Ευαγγελίου Τούρκους, εάν κατά δυστυχίαν φανώσιν μεταξύ των ελλήνων τοιούτοι Τούρκοι. Ευτυχείτε!»
ΑΔ. ΚΟΡΑΗΣ
Τ’ άλογα τινάχτηκαν με μια κίνηση μπροστά σα να’ νιωσαν ξαφνικά λευτερωμένα. Η άμαξα πήρε τον κατήφορο για το Δνείπερο.
- Ευτυχείτε! αποχαιρέτισε άλλη μια φορά τους δυό νέους ο πάτερ Μηνάς.
Η άμαξα ξεμάκραινε γρήγορα. Δυό νεανικά πρόσωπα φαίνονταν κολλημένα στο τζάμι του μικρού παραθυριού στην πίσω μεριά της καρότσας. Ο καλόγερος στεκόταν στη μέση του δρόμου μ’ απλωμένα τα χέρια, σα μαύρος σταυρός. Τα λόγια κάποιας ευχής έσταζαν μισοσβησμένα χάμω μαζί με δυό – τρεις σταλαματιές από το μαδημένο γένι του.
Ήταν ένας χαμηλόσωμος στεγνός καλόγερος. Ο ρωμιός δάσκαλος των δυό παιδιών. Είναι βδομάδα τώρα που έφυγε μαζί τους από την Οδησσό και τα συνόδεψε ως εδώ. Χτες, Κυριακή, λειτουργήθηκαν κ’ οι τρεις στην Αγιά Σοφιά, τα πήγε και στον ερημίτη της Λαύρας, το φίλο του τον Παρθένιο και πήραν τις ευλογίες του. Τα παιδιά πήγαιναν στην Πετρούπολη. Όλοι σα να φεύγαν τώρα, άνοιγαν οι δρόμοι του θεού κι όλοι οι άνθρωποι σαν κάπου να πήγαιναν. Καιρός να φύγει κι αυτός. Επειδή όμως ήταν ογδοήντα δύο χρονών δε θα’ κανε πια άλλα επίγεια ταξίδια, παρά θα ετοιμαζόταν για το μεγάλο ταξίδι. Το παλιό όνειρο, που ήταν να κατέβει για να πεθάνει στην πατρίδα, το ένιωθε σαν απραγματοποίητο τώρα, φευγάτο πολύ μακριά, σα να’ ταν μια παιδική ανάμνηση. Μπορεί η πατρίδα να ελευθερωνόταν αύριο – μεθαύριο, αλλά γύρω απ’ αυτόν άπλωνε το ράσο της η μεγάλη νύχτα. Ήταν φανερό το πράμα. Θα πήγαινε λοιπόν στη Λαύρα, τα μίλησαν χτες και με τον Παρθένιο. Απ’ το θείο των παιδιών, τον έμπορο πρώτης γίλδιας κι αξιότιμο πολίτη της Οδησσού Σαραντόπουλο είχε πάρει μαζεμένους τους μιστούς του. Όλες οι οικονομίες του δυό χιλιάδες ρούβλια ασιγνάτσιες κ’ εξακόσια ασήμι. Πριν να φύγει από την Οδησσό έδωκε τα μισά χρήματα στην Επιτροπεία που έκανε τις προμήθειες για τον ιερό αγώνα, τ’ άλλα τα πήγαινε στη Λαύρα εισφορά.
Πρέπει ακόμη μερικά λόγια ν’ αφιερώσουμε στον καλόγερο πριν πάρει πλαγιά πλαγιά, κάτω από τα πανύψηλα δέντρα, το μονοπάτι που θα τον φέρει ίσα στις σπηλιές της Λαύρας – και τον χάνουμε μια και καλή.
Ήταν από κει που γεννιούνται οι μεγάλοι ταξιδευτές – Κεφαλλονίτης. Εδώ και τρία – τρισήμισυ χρόνια ξυπόλητος, με τρεις κασέλες βιβλία, παρουσιάστηκε στο αρχοντικό του Σαραντόπουλου – και δεν το κούνησε ολόκληρα τρία χρόνια! Περίπτωση μοναδική στη ζωή του. Από παιδάκι ακόμη, μαζί με τον πατέρα του που ήταν πιτόρος - μπογιατζής και λαϊκός ζωγράφος μαζί - περπάτησε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, πήγαν στην Πόλη, ανέβηκαν και στη Βλαχία. Τα μεγάλα του όμως ταξίδια τ' άρχισε ο Μηνάς από το 1786 την άνοιξη, όταν, φτωχοκληρικός και φτωχοδιδάσκαλος, γνωρίστηκε στη Βενετία σε ηλικία 27 χρονών με το Γιώργη Παπάζογλου, το γνωστό μας λοχαγό του ρωσικού στρατού. Εργάστηκαν με τον Παπάζογλου μαζί. Μετάφρασαν στην ελληνική και τύπωσαν εκεί στη Βενετία τα επαναστατικά φυλλάδια, τον Κανονισμό του Στρατού, και τον ίδιο χρόνο πέρασε κι ο Μηνάς στην Κεφαλλονιά κι από κει στη Ρούμελη, στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου.
Έξι χρόνια αργότερα μ' ένα ρωσικό καράβι από την αρμάδα του Ορλόφ, γιομάτο πρόσφυγες μωραΐτες και νησιώτες, έβγαινε πρώτη φορά στη Χερσόνησο της Ταυρίδας, στη Μπαλακλάβα. Δεν έμεινε πολύ. Έφυγε για το Κίεβο. Τούτο το δρόμο που έκαναν τώρα τα δυο παιδιά, οι μαθητές του, ο καλόγερος τον είχε περάσει εδώ και χρόνια - τότε που πήγαινε στην Πετρούπολη δάσκαλος στο ελληνικό γυμνάσιο που άνοιξε εκεί η μεγάλη τσαρίνα Αικατερίνη. Δεν ήταν ο σκοπός του να ρίξει άγκυρα στην Πετρούπολη. Έπειτα από λίγα χρόνια πάλι η ρωσική φλότα θα κατέβαινε να κάψει τα ντελίνια της Τουρκιάς - και θα κατέβαινε κι ο Μηνάς.
Το οδοιπορικό αυτού του ανθρώπου είναι ατελείωτο. Όπως κι όλων των ρωμιών λογίων και μισολογίων που γύριζαν από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα, από αυλή σε αυλή, γιομάτοι ιδέες και πείσματα, στραβοβλέποντας ο ένας τον άλλον, μαχητικοί, φανατικοί δάσκαλοι σ' όλα από τις φιλοσοφίες των Πλατώνων ως το Χριστό και το Βολταίρο, γλωσσολόγοι, αστρονόμοι, στιχοπλόκοι έτοιμοι να πεταχτούν κι από το πρωτοΰπνι για κήρυγμα και διδασκαλία...
Δεν ξέρουμε καλά πού πήγε και τι έκαμε στο μακρύ και πλάνητα βίο του. Μέσες άκρες, από δικές του φαίνεται εξιστορήσεις, τα οικογενειακά χρονικά των Σαρανταπουλαίων της Οδησσού έχουν διαφυλάξει ότι στην Πετρούπολη τότε έμεινε λίγο καιρό. Ήρθε σε θανάσιμη διένεξη μ' έναν άλλο ρωμιό, δάσκαλο και κληρικό, τον πάτερ Αναστάσιο, που είχε γνωρίσει πρωτύτερα στην Πάτμο κι έγιναν φίλοι. Ο Αναστάσιος ήταν δυο χρόνια πριν από το Μηνά στην Πετρούπολη, ήξερε καλά τα ρωσικά, έπιασε γνωριμίες και είχε και την προστασία του Ευγένιου Βούλγαρη που ήταν ακόμη τότε στην αυλή της Αικατερίνης. Κι εκείνος φαίνεται, ο Αναστάσιος, κάλεσε και το Μηνά ν' ανέβει στην Πετρούπολη να διδάξει στο σχολείο. Το γιατί ακριβώς μάλωσαν οι δυο καλόγεροι μένει άγνωστο. Το πήραν μαζί τους τα χρόνια κι ο ερμητισμός του σχήματος. Ο Μηνάς έφυγε από την Πετρούπολη κακήν κακώς, κυνηγημένος από τον Αναστάσιο ως άθεος και φονεύς των ηθών. Το περιστατικό γεννά απορίες, αφού οι δυο μοναχοί ήταν φίλοι κι ομοϊδεάτες - συμπαθούσαν τις νέες ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού, πρώτα το Βολταίρο, τον αγαπημένο κι επίσημο φιλόσοφο της τσαρίνας.
Μα ίσως εδώ βρίσκεται το κλειδί: η Αικατερίνη, όπως ξέρουμε , αρνήθηκε το Βολταίρο. Κι έπειτα από μερικά χρόνια, τον έναν από τους δυο δασκαλοκαλόγερους, τον Αναστάσιο, τον βρίσκουμε σύγκελο στην Ιερά Σύνοδο με ελεύθερο πασαπόρτι στο παλάτι. Με την ευλογία της Συνόδου και τη συγκατάθεση της τσαρίνας, κάνει κι αυτός το κατά δύναμιν για να πάρει ελληνική μόρφωση ο εγγονός της τσαρίνας, ο Κωνσταντίνος, που η τρανή γιαγιά του ήθελε να τον δει αυτοκράτορα των ρωσογραικών. Έπειτα κάνει εντύπωση ότι από του Αναστάσιου τα δόντια γλίτωσε το Μηνά ο κόμης Αλέξανδρος Βοροντσόφ, πρόεδρος της κολέγιας του εμπορίου, ένας άνθρωπος με δυνατά μέσα και φιλελεύθερες ιδέες, ο ίδιος που έπειτα από χρόνια θα σώσει από την κρεμάλα της Αικατερίνης τον γνωστό λόγιο Ραντίσεφ. Άλλη μια λεπτομέρεια: Τη χρονιά που κυνηγήθηκε ο Μηνάς, ο νεαρός Ραντίσεφ έχει πια γυρίσει από την Ευρώπη. Νέος καλλιεργημένος και φιλελεύθερος, είναι κατασυγκινημένος από το δράμα των Ελλήνων. Μεταφράζει στα ρωσικά ελληνικά επαναστατικά φυλλάδια που φτάνουν στα χέρια του, όπως γράφει σ' έναν πρόλογό του, κατευθείαν από το Αρχιπέλαγος - από το Αιγαίο όπου από το 1768 ως το 1774 βρισκόταν κι ο πάτερ Μηνάς. Όπως και να' χει το πράγμα, ο Μηνάς γλίτωσε. Αφού έκανε μερικά χρόνια έγκλειστος στη Μονή Σταρολάντοζκι, κατάφερε να ξαναβγεί στην ελευθερία και να τραβηχτεί κατά το νότο, μακριά από το μοχθηρό μάτι του Αναστάσιου, που' χε γίνει στο μεταξύ πανίσχυρος κι ήταν μέσα σ' όλες τις γραικορωσικές υποθέσεις της Εκκλησίας και ακόμη της Αυλής.
...Πέρασαν χρόνια ως τότε που παρουσιάστηκε στην Οδησσό στους Σαραντοπουλαίους. Άγνωστο πού χάθηκε όλον αυτό τον καιρό. Μόνο κάποιο φεγγάρι στο ρωσοτουρκικό πόλεμος του 1806, εβδομηντάρης σχεδόν, ακούγεται κοντά στον δεσπότη της Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, κάποια όπως βαριά αρρώστια τον πετάει, πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, στο Κίεβο κι αποκεί στην παλιά πρωτεύουσα με τους χρυσούς τρούλους και τα μοναστήρια, στη Μόσχα.
Στην Οδησσό ήρθε από κάποιο μοναστήρι του Άστραχαν. Από καιρό ζητούσε ο Σαραντόπουλος στα μοναστήρια και στις επισκοπές έναν δασκαλόπαπα καλόν, διαβασμένον. Τον ήθελε για τον ανιψιό του Ευγένιο, μοναχοπαίδι της αδελφής του που έχασε τον άντρα της, συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού από παλιό βυζαντινό σόι, στη μάχη του Μποροντινό το 1812. Ο Ευγένιος μεγάλωνε τώρα στο σπίτι του κι ο άτεκνος Σαραντόπουλος τον λογάριαζε παιδί του και κληρονόμο του.
Φαίνεται λοιπόν πως από τότε, από τη λαχτάρα εκείνη που του έκανε ο Αναστάσιος, δεν ξαναπάτησε ο Μηνάς στην Πετρούπολη. Η μεγάλη πόλη, η πρωτεύουσα του απέραντου βασιλείου, τον είχε πικράνει πολύ - τη φοβόταν. Πελώρια Μέδουσα του άρεσε να τη ζωγραφίζει στα χαρτιά του ξενερισμένη εκεί στην άσπρη θάλασσα του βορρά, με νουρά ψαριού, στήθος αμαρτωλό και μορφή ανθρώπου, που ήταν πάντοτε η γλοιώδης και φαρμακερή μορφή του Αναστάσιου.
Και να τώρα ξεπροβόδιζε για κει τον αγαπημένο του μαθητή Ευγένιο! Τρία χρόνια αφιέρωσε ο Μηνάς στον καλό αυτό νέο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Του έδωσε πολλά, όλα που μπόρεσε. Γιατί τον αγάπησε σαν παιδί του, πνευματικό παιδί του - αλλιώτικα πώς να μείνει ολόκληρα τρία χρόνια στον ίδιο τόπο! Τον αγάπησε γιατί ήταν έξυπνος κι ενάρετος και θα γινόταν - ήταν βεβαιωμένος γι' αυτό ο Μηνάς - άξιος άνθρωπος που θα' κανε καλό στους άλλους ανθρώπους και πρώτα στο δυστυχισμένο γένος. Μα να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και πήγαινε κι αυτός εκεί. Τι τον περίμενε λοιπόν απάνω εκεί στις άσπρες θάλασσες; Ποιος νέος Αναστάσιος να του ' χε κι αυτουνού στημένο καρτέρι μες στα πολλά γυρίσματα που παίρνουν τόσο ξαφνικά οι νέοι χρόνοι κι οι καιροί;
***
...Έπεφτε ο ήλιος. Η άμαξα ροβόλησε στο ποτάμι και δε φαινόταν. Στην κοιλάδα του Δνείπερου πέφταν τα φρόνιμα χρώματα του δειλινού. Η φαρδιά ζωγραφιά με το ποτάμι και τους πράσινους λόφους, τα σπαρμένα χωράφια και τον καθαρό ουρανό έμπαινε σαν καλή μέρα στη συννεφιασμένη ψυχή του καλόγερου. Καλό σημάδι για το μακρινό ταξίδι των παιδιών. Ηρέμησε. " Ποιος ξέρει, είπε. Η ζωή η δική μου ήταν νύχτα, η ζωή η δική του ας είναι το ξημέρωμα και η μέρα. Ο Θεός να του δώσει!"
Έκαμε πάλι το σταυρό του.
- Ευτυχείτε! είπε πάλι και σκύβοντας πήρε από χάμω το δισάκι, το' ριξε στον ώμο και τράβηξε σκυφτός κάτω από τα δέντρα για τις βαθιές σπηλιές της Λαύρας.
2. Ταξιδεύοντας
Σα να έχασα δεύτερη φορά τον πατέρα μου, είπε μ' αναστεναγμό ο Ευγένιος.
Ο Ιωάννης χαμογέλασε.
- Ουδέν κακόν αμιγές καλού, Ευγένιε. Θαρρώ μάλιστα ότι το καλό είναι απείρως μεγαλύτερο. Δεν παραγνωρίζω τα καλά του γέροντα ο οποίος σου έδωσε πολλά, όπως κι εμένα, παρ' όλο που εγώ λίγο ευτύχησα να είμαι μαζί του. μας έδωσε και των δυο πολλά!
- Μας πρόσφερε πολλά, είναι αλήθεια, είπε ο Ευγένιος. Το αγγείο όμως το δικό μου, Ιωάννη, ελάχιστα συγκράτησε.
- Και τι να πω τότε εγώ, Ευγένιε! Άι, αν δεν ήξερα την ειλικρίνειά σου θα το' παιρνα πως δεν το' πες για τον εαυτό σου...Μα ας είναι. Είμαι σύμφωνος πως κι άλλα χρήσιμα πράγματα θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε από το δικό του αγγείο στα δικά μας. Αλλά δε νομίζεις κι εσύ πως πρέπει κάπου να έχουμε αφήσει άδειο μέρος για όσα θ' ακούσουμε και θα δούμε αποδώ και εμπρός;
Ο Ευγένιος γέλασε:
- Άδειο μέρος στο κεφάλι μου; Ποτέ!
- Θέλω να πω ότι ο πάτερ Μηνάς με τους αρχαίους του και με τους Φράγκους του το' φαγε το ψωμί του. Πάνε εκείνα. Ανήκουν σ' άλλους αιώνες. Ο πάτερ Μηνάς...
Τον άκουσε ο Ευγένιος σιωπηλός.
- Φίλε μου, είπε μετά, δεν έχεις δίκιο. Σε βεβαιώνω ότι ποτέ, ακούγοντας τον πάτερ Μηνά, δεν είπα πως μαζεύω κειμήλια στο μυαλό μου. Όσο παλιές και να' ναι οι γνώσεις μας, όλο και κρατάνε κάτι που είναι νέο, φτάνει να είναι αληθινές κι αξιόλογες. Κατ' εμέ, αν θέλεις, ένας νέος της δικής μας ηλικίας, άμα δεν είναι παιδομαθής και δεν φροντίζει να πολλαπλασιάζει τις ιδέες του, είναι πιο αρχαίος από ένα διαβασμένον που έζησε τα παλαιότερα χρόνια, αλλά πάσχιζε να μαθαίνει όλα εκείνα που είπαν άλλοι άνθρωποι σοφότεροί του...
Ο Ιωάννης έρριξε μια πλάγια ματιά, η όψη όμως του Ευγένιου ήταν σοβαρή, πάλι δε φαινόταν να το είπε για τον Ιωάννη. Μα η σκέψη ότι τα λόγια του θα μπορούσε κανείς να τα πάρει κι έτσι έκανε τον Ιωάννη να χάσει κάθε όρεξη για τη συζήτηση.
-Ναι, ναι, μουρμούρισε και βάλθηκε να κοιτάζει μέσ' από το τζάμι τους χαμηλούς λόφους που άφηνε η άμαξα στο πλάι.
Ο Ευγένιος συνέχισε:
- Αλήθεια, πιστεύεις , Ιωάννη, ότι η διδασκαλία των Φράγκων του περασμένου αιώνα πέθανε κι αυτή μαζί με τους δασκάλους κι ανήκει στα μνημεία και στην ιστορία; Εγώ σκέφτομαι αλλιώς. Ξανοίγω μεγάλη συνέχεια στα όσα εκείνοι εδίδαξαν και στις ιδέες που εμείς τώρα κρίνουμε καλές. Κι έπειτα βλέπω την ίδια συνέχεια μεταξύ της σοφίας εκείνων και των παλιότερων έως τους πιο αρχαίους. Με τη διαφορά πως εκείνοι, οι πρώτοι, ήτανε μικροί στο ανάστημά των, ενώ ετούτοι μεγαλύτεροι, όχι όμως γιατί γεννήθηκαν σοφότεροι, αλλά επειδή τις γνώσεις δεν έκατσαν να τις φτιάξουν εξυπαρχής, παρά στάθηκαν απάνω στα όσα είχαν δημιουργήσει όλοι μαζί οι προγενέστεροι. Έτσι που σαν μιλάμε τώρα για έναν Ελβέτιο ή για το δημιουργό του "Αιμίλιου", στοχαζόμαστε κι όλους τους προγενέστερους, ξεχωρίζουμε τα σκαλοπάτια που πάτησε ο νεώτερος για ν' ανέβει στη δική του κορυφή.
Ο Ευγένιος έμεινε μια στιγμή σκεφτικός και χαμογελώντας πρόστεσε:
- Αν μου τύχαινε το δώρο του ζωγράφου, θα έκανα μια προσωπογραφία του Φρανσουά Μαρί Αρουέ. Θα προσπαθούσα να τον φτιάξω ώστε ο καθένας να γνώριζε το συγγραφέα του " Φιλοσοφικού Λεξικού" έτσι που τον ξέρουμε από την εργασία του Χουντόν. Συνάμα θα βασανιζόμουν να' βρω τρόπους ώστε στη φιγούρα, στην κόμμωση, στην ενδυμασία, είτε στο χώρο που θα τον περιβάλλει, στην ατμόσφαιρα που θα δημιουργούσα, να μπορεί κανείς να μαντέψει τις σκέψεις αυτές, τη διαδοχή των γνώσεων, δηλαδή θα έκαμνα από κάπου να προβάλει εκεί μέσα κι η θύμηση του Θαλή, του Πλάτωνα, του Χριστού...
Ο Ιωάννης τινάχτηκε.
Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Διδερό, Ελβέτιος, Ρουσσό, ο αββάς Ραινάλ - σαν τα πουλιά γύρω στη φωλιά τους τα φράγκικα ονόματα άρχιζαν να φτερουγίζουν όταν ο πάτερ Μηνάς ερχόταν να' βρει τον Ευγένιο πάνω στη μεγάλη κάμαρα του αρχοντικού ή τ' απογέματα στον κήπο κάτω από τα κυπαρίσσια και τις ανθισμένες μανόλιες. Σαν άναβε η συζήτηση άλλαζαν όψη και οι δυό τους: ο καλόγερος φυσούσε από πάνω του την κάπνα των αιώνων του, ο Ευγένιος τα ίχνη της καχεξίας του. Το πρόσωπό του έπαιρνε εκείνη τη γοητεία που τόσο ζήλευε ο Ιωάννης. Ναι, το καταλάβαινε ο καθένας - αν έγινε καλά ο Ευγένιος από τη βαριά αρρώστια, σε τούτον τον αναθεματισμένο καλόγερο έπρεπε να το χρωστά, όχι στις κούρες, όχι στους γιατρούς που έστελνε και φώναζε ο Σαραντόπουλος απ' ολούθε.
Μισοπεθαμένον από τύφο εδώ και τρία χρόνια, την άνοιξη του 1821, τον φέραν απάνω στην άμαξα από τη Μολδαβία, όπου πήγε και κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Αυτή η αρρώστια του Ευγένιου ήταν η αιτία να κουβαληθεί στην Οδησσό κι ο Ιωάννης. Τον έφερε η μητέρα του, αδελφή της γυναίκας του Σαραντόπουλου , γιατί από χρόνια ζέσταινε ένα όνειρο να δει το παιδί της κληρονόμο του άτεκνου γαμπρού της. Ο Ιωάννης ήταν φτωχός, ο δικός του πατέρας, ταπεινός Έλληνας από τη Μπαλακλάβα, κατώτερος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, σκοτώθηκε στη Σούμλα το 1810 και τ' ορφανό το δώσαν στη Μόσχα, στο στρατιωτικό γυμνάσιο. Άλλη μια φορά τότε, πριν τον πάει στη σχολή, μιλημένη με την αδελφή της, τον έφερε η μητέρα του στην Οδησσό. Ο μωραΐτης Σαραντόπουλος δεν του έδειξε συμπάθεια. Μυρίστηκε τα διαβούλια των δύο γυναικών και το' κοψε· τον Ιωάννη δεν θα τον κρατούσε. Τώρα όμως ποιος ξέρει - η βαριά αρρώστια του Ευγένιου μπορεί να τον έκανε να σκεφτεί αλλιώς. Γι' αυτό η μάνα του Ιωάννη έφυγε για την Πετρούπολη, έφτασε με συστατικό γράμμα κι ως τη Βαρσοβία, στο ρωμιό στρατηγό Κρούτα, τον αυλάρχη του μεγάλου πρίγκηπα Κωνσταντίνου. Ο Ιωάννης αποσπάστηκε στην Οδησσό, στη φρουρά του διοικητή Λανζερόν. Ήταν ελεύθερος από την υπηρεσία του κι έμενε στο σπίτι του θείου του - " να' ναι κοντά στον Ευγένιο". Δεν τον είδε ο Σαραντόπουλος ούτε και τούτη τη φορά με καλό μάτι - όταν ο Ευγένιος έγινε καλά και δέχτηκε να φύγει για την Πετρούπολη να υπηρετήσει στην κολλέγια των διπλωματικών υποθέσεων, άφησε και τον Ιωάννη να πάει στο καλό του. Μόνο φρόντισε να τον τοποθετήσουν στην Πετρούπολη, στο Ανακτορικό Σύνταγμα Σεμιόνοφσκι, που εκείνη μόλις τη χρονιά, ύστερ' από τη στάση του 1820, ξαναπόκτησε την εύνοια του αυτοκράτορα. Ήταν κι αυτό κάτι.
Τις σοφές κουβέντες του καλόγερου με το μαθητή του τις είχε παρακολουθήσει κι ο Ιωάννης. Τις παρακολουθούσε βουβά. Δε φιλονίκησε ποτέ μαζί τους, δεν άφησε να φανεί πόσο τον πείραζε να τους ακούει να μιλάνε με τόση λατρεία για τους Φράγκους που το κράτος επίσημα τους είχε αρνηθεί, όπως κι η εκκλησία. Να φιλονικήσει με τον Ευγένιο ήταν μάταιο, με τον πάτερ Μηνά σωστή τρέλα - ο καλόγερος ήταν οξύθυμος, τσουχτερόστομος, έτοιμος ν' αρχίσει ατελείωτη διαμάχη φωνάζοντας, χειρονομώντας, ξετρυπώνοντας σωρό φυλλάδια από το ξυλωμένο ράσο του κι από το σάκκο του. Ο σάκκος του πάτερ Μηνά! Και τι δεν κουβαλούσε εκεί μέσα: σταυρούς και κονισματάκια, κεριά και μόσχους, το προσφάι του, βελόνες, κουβάρια με άσπρο και μαύρο μιτάρι, κοντυλοφόρους, καλαμάρια και βιβλία - Λογικές, Γραμματικές, Γεωγραφίες, Ιστορίες, Αστρονομίες, κίτρινα όλα, λιγδιασμένα, τραγανισμένα γύρω - γύρω από τα ποντίκια, αναθεματισμένα τα περισσότερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ρίγος τον έπιανε τον Ιωάννη όταν έσκυφτε ο καλόγερος πάνω από το σάκκο του κι έπαιρνε να ξετυλίγει το κομποσκίνι. Ενώ ο Ευγένιος! Άρπαζε από τα χέρια του Μηνά τα λαδωμένα φυλλάδια και πολλά από δαύτα τα κουβάλαγε με μια παράξενη χαρά στην κάμαρά του κι όλο το σπίτι μύριζε ανυπόφορα λιβάνι, σκόρδο, ελιές, παστά, ψάρια...
Τα βιβλία αυτά του Μηνά, όπως κι οι κουβέντες που έκανε με τον Ευγένιο, ήταν όλα εκ του πονηρού, τον Ευγένιο δε θα τον βγάζαν σε καλό - έτσι πίστευε ο Ιωάννης. Είχε σκεφτεί τότε στις αρχές να τα πει αυτά στο Σαραντόπουλο. Αλλά γιατί; Φρονιμότερο ήταν να σιωπούσε και για τ' αφορισμένα φυλλάδια του Μηνά κι ένα σωρό ακόμη βιβλία και χειρόγραφα που μάζευε ο Ευγένιος από φίλους και γνωστούς, πλήθος τετράδια που είχε ξεσηκώσει ο ίδιος με κωμωδίες και δράματα που κυκλοφορούσαν κρυφά από τις κρατικές αρχές, χέρι με χέρι, ποιήματα νέων ρώσων ποιητών που σατίριζαν και ελεεινολογούσαν τους τυράννους κι άλλα εξυμνούσαν παλιούς και νέους τυραννοκτόνους από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα ως το Γερμανό φοιτητή Ζαντ και το Γάλλο σαμαρά Λουβέλ. Όλ' αυτά τα κουβαλούσε τώρα μαζί του. Ένα από τα κιβώτια με τις αποσκευές που ταξίδευαν μπροστά απ' αυτούς ήταν γιομάτο φυλλάδια του Μηνά - ο Ευγένιος τα' δωσε και τα έντυσαν εξώφυλλο - και πλήθος χειρόγραφα αντιγραμμένα με το ίδιο του το χέρι.
Δε μιλούσε για όλ' αυτά ο Ιωάννης. Ούτε και τώρα στο αμάξι ήθελε να φιλονικήσει με τον Ευγένιο. Πειράχτηκε όμως μ' αυτό που άκουσε κι είπε:
- Χάος απύθμενο χωρίζει τα δυο ονόματα. Το ένα συμβολίζει τη θεότητα, ενώ το άλλο την ασέβεια σε ανθρώπινα και θεία. Απορώ πώς δεν το βλέπεις.
- Δεν υπάρχει χάος, απάντησε ο Ευγένιος. Φτάνει να βρούμε τη γέφυρα και τότε εύκολα περνάμε από τον έναν στον άλλον.
- Διεφθαρμένο ανδράριο τον έχει αποκαλέσει ο Πατριάρχης. Όποιος τον ακολουθεί αφορίζεται από την εκκλησία μας. Ο αββάς Νονότ με μαθηματική ακρίβεια απόδειξε πως όλα τα λεγόμενα του Βολταίρου είναι ασεβή.
- Ο ίδιος ο αββάς, ήταν η απάντηση του Ευγένιου, μας έπεισε με τα συγγράμματά του πως δεν έχει δίκιο. Τώρα αυτό λίγοι το αμφισβητούν, μόνο οι ιερατικές κι οι στρατιωτικές σχολές. Ίσως κι ο ίδιος ο αββάς να το παραδεχόταν αν ήταν ακόμη ζωντανός. Όσο για το Πατριαρχείο, αφού περάσουν κάμποσα χρόνια, άλλα πράγματα μπορεί να μας πει για το σοφό του αιώνα μας. Και μάλιστα με την ίδια ευκολία που βιάστηκε να τον αναθεματίσει πριν σωπάσουν οι ύμνοι που πλέκανε γι' αυτόν μέχρι σχεδόν τη μέρα του θανάτου του. Πολλά είναι τα λυπηρά σε τούτη την ιστορία, αγαπητέ Ιωάννη...
- Λυπηρός κι απορίας άξιος ο φανατισμός σου!
- Αν έχει όπως το λες. Αλλά τιμώ το φιλόσοφο επειδή πρώτος αγωνίστηκε εναντίον του φανατισμού. Αν το βλέπεις και σε μένα αυτό το κακό, πε μου πού είναι να την " π α τ ά ξ ω τ η ν έ χ ι δ ν α" - τελείωσε εύθυμα ο Ευγένιος.
Ο Ιωάννης μετανόησε για όσα είπε - ό,τι είχε την πρόνοια ν' αποφύγει δυο χρόνια, να, το πάθαινε τώρα, σε μια στιγμή που τον θόλωσε ο θυμός.
- Καλά, καλά, είπε και δοκίμασε να πάρει άλλο τόνο, να μιλήσει σα μεγαλύτερος που ήταν κατά τρία χρόνια από τον Ευγένιο: Όταν ένας άνθρωπος έχει ξεσηκώσει εναντίον του όλο τον κόσμο, δε μπορεί, Ευγένιε, να είναι δάσκαλός σου και παράδειγμά σου!
- Τι θα' λεγες, αν τον κάρφωναν κι εκείνον στο σταυρό...
...Ως το τέλος του πολυήμερου ταξιδιού οι δύο νέοι δεν ξαναμίλησαν γι' αυτά...
( απόσπασμα)
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1924 .
Η νουβέλα " Ευτυχείτε" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης το Μάρτιο του 1966.
Αναδημοσίευση: http://ofisofi.blogspot.com/search/label/%CE%9C%CE%AE%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82%20%CE%91%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου