[1. Πρόσφυγες από τη Σμύρνη στη Μυτιλήνη – Μέρες του 1922]
Οι πρώτοι πρόσφυγες που είδα, είχαν φτάσει ένα μεσημέρι πριν αδειάσει την προκυμαία ο στρατός. Ήταν κάτι Σμυρνιές, από σόι καθώς φαίνονταν, ήρθαν με το αιγυπτιακό της Κεδιβιέ, κι ο λιμενάρχης (είναι να κλαις στ’ αλήθεια και να γελάς) τις κρατούσε και δεν τις άφηνε να βγουν στη στεριά, ήθελε να τις στείλει πίσω στο πλοίο, γιατί δεν είχαν διαβατήριο.
– Μούρη μου, θέλει και πασαπόρτι! ξεφώνιζε μια Σμυρνιά, μες στη μικρή αυλή του λιμεναρχείου.
Είχε άσπρο χείλι από την οργή, και οι άλλες κλαίγαν και θέλαν να πέσουν στη θάλασσα. Μαζεύτηκε κόσμος, πολίτες και στρατιώτες κι ήταν έτοιμοι να καταχερίσουν τον λιμενάρχη, ώσπου πήραν στα χέρια τους τις γυναίκες να κλαίνε και να χτυπιούνται, τις φέραν στο καφενείο του Καλαγάνη και τις κερνούσαν καφέ και γλυκά. Ο άλλος, τούβλο μοναρχικό, απειλούσε με μηνύσεις και μάζευε ονόματα, ώσπου άγρια βουή ξεσηκώθηκε εναντίο του, τον πιάσαν, τον βάλαν σε μια μαούνα και τον μπαρκάραν την ίδια μέρα από κει που είχε ’ρθει.
Κι αρχίσαν πάλι να καταφθάνουν τα καράβια με πρόσφυγες που τους αδειάζαν (χωρίς πασαπόρτι!) και φεύγαν. Εδώ ήταν θρήνος και κοπετός, αντίθετα με τη βουβαμάρα που τύλιγε τον νικημένο στρατό. Άλλοι είχαν μπόγους στο χέρι, άλλοι ήταν γυμνοί και μισόγυμνοι, τυλιγμένοι κουβέρτες και χράμια, βγαίναν και πέφτανε στο λιθόστρωτο – μάτια αγριεμένα από τη σφαγή σταυροκοπιόταν ή βρίζαν, τους σέρναν άλλοι δικοί τους κι ήταν μια ατμόσφαιρα βιβλική. Μιλούσαν και χάναν τα λόγια τους κι αρχίζαν πάλι από την αρχή και δεν έβρισκες άκρη. Κι αυτοί που σωπαίναν ήταν πιο τραγικοί. Ήμεροι άνθρωποι, νοικοκυραίοι που είχαν πιστέψει στο ιδανικό της Ελλάδας, σε κοίταζαν μες στα μάτια και τους ντρεπόσουν χωρίς να ξέρεις γιατί.
(Τούτα γενόταν στη Μυτιλήνη. Όμως πριν λίγες μέρες, ο υπουργός Στρατιωτικών του Κωσταντίνου είχε πάει στη Σμύρνη και καθησύχασε τους κατοίκους λέγοντας πως η Μικρασία δεν πρόκειται να εκκενωθεί. Τους παράδωσε στο μαχαίρι του Τούρκου. Γι’ αυτό ζητούσε πασαπόρτια ο λιμενάρχης).
Γεμίσανε λοιπόν πάλι οι πλατείες και οι δρόμοι. Κάποια επιτροπή έκανε επιτάξεις σε σπίτια, μα πού να φτάσουν με τέτοιο πλήθος; Άλλη μάζευε ρούχα και τρόφιμα, μα ποιον να ντύσεις και να ταΐσεις; Σκολειά κι εκκλησιές και αποθήκες, όλα τα πάντα είχαν πήξει από ανθρώπους.
Σ’ όλο το μήκος της παραλίας η θάλασσα ξέβραζε ψόφια άλογα του στρατού που τα είχαν ρίξει από τα πλοία κατά τη φυγή. Κανείς δεν βρισκόταν να τα μαζέψει. Σαπίζαν στον ήλιο και στη βροχή. Κάπου κάπου βγαίναν και ανθρώπινα πτώματα. Βρομούσε η περιοχή∙ και ήταν και η βρόμα από τον στρατό κι από τους ανθρώπους. Στους τοίχους και στα ταβάνια των σπιτιών ήταν μόνιμο στρώμα από μύγες, συχνά δυο τρεις πόντους παχύ. (σ. 138-140)
[2. «Θα σε πάρει ο πρόσφυγας» – Μέρες του 1922]
H εμφάνιση επαναστατικής πολιτικής κίνησης απορρόφησε σιγά σιγά εκείνη τη μυτιληναίικη παλικαριά – που εκφραζόταν ως τότε με τον βενιζελισμό – δίνοντας διέξοδο και ερμηνεία στις παρορμήσεις της. Και με όλη την έχταση που πήρε η κίνηση τούτη κατόπι, στη Μυτιλήνη έγιναν οι λιγότερες σχετικά ακρότητες κι από τις δυο μεριές, γιατί η σωστή παλικαριά έχει μέσα της μεγαλοφροσύνη. Και μολαταύτα δεν θέλω να πω πως δεν υπήρξαν φαινόμενα μισοξενίας και στον τόπο μου. Θα ήταν έξω από τα όρια της ανθρώπινης φύσης. Και μη δα δεν ήταν μισοξενία κι εκείνος ο ακατανόητος τοπικιστικός σωβινισμός των διανοουμένων μας; Πλην έφριξα κάποτε όταν βρέθηκα σε μια εκδρομή στη Βυτίνα της Πελοπόννησος κι άκουσα μια γυναίκα να φοβερίζει το νιάνιαρό της «πως θα ’ρθει ο πρόσφυγας να σε πάρει» κι εκείνο να κατουριέται από τον φόβο.
Τη θεριωδία στον τόπο μας την ασκούσανε «ειδικοί» κι ήταν θεριωδία ποιότητας. Σε καμιά γωνιά του νησιού μας δεν θα πουν στο παιδί τους πως θα το πάρει ο πρόσφυγας. Υπάρχει μια αδίδαχτη ψυχική και πνευματική καλλιέργεια. Και τους πολιτικούς φανατισμούς αργότερα τους υποκινήσαν ξενομερίτες, εισαγγελέηδες, δικαστές, νομάρχες και χωροφύλακες. Γι’ αυτό λοιπόν λένε οι Μυτιληνιοί στο παιδί τους:
– Θα σε πάρει ο χωροφύλακας. (σ. 149-150)
Για να μην τα πολυλογούμε, στις φυλακές της Μυτιλήνης βρέθηκε στα πολύ κατοπινά χρόνια, προφυλακισμένος με την κατηγορία της στάσης (μαζί με άλλους χωριάτες και διανοουμένους από το νησί) ο Γιάννης Πατρέλλης, από τα μέρη του Πλωμαριού, καρδιά γαρούφαλο, παιδί τζιμάνι. Κάτι είχε όμως κάνει, πριν τον μαντρίσουν κι είχε όνομα κακό, πως μπορεί να το σκάσει. Τώρα λοιπόν που έπρεπε να τον κουβαλούν στον ανακριτή, από τη Λαγκάδα στο Κιόσκι (από τη μια άκρια της πόλης στην άλλη) παίρναν τα μέτρα τους οι αρμόδιοι και του περνούσαν τις χεροπέδες.
Μπαΐλντιζε ο Γιάννης ο Πατρέλλης να περνάει μπροστά από τα ρακοπουλειά, να μοσκοβολούν οι μεζέδες και να είναι δεμένος, όμως δεν έλεγε τίποτε (τι να πει) κι ο χωροφύλακας πλάι του (μισή μερίδα άνθρωπος μπροστά σ’ αυτό το ντερέκι) τον κοίταζε αμίλητος, με μάτια τέσσερα, μπας και το σκάσει. Η σιωπή τρομάζει. Κι ήξερε ωστόσο ο Πατρέλλης πως κι α μπορούσε δεν θα δραπέτευε, γιατί ήταν απόφαση των συντρόφων του, να μη βγει κανείς μηδέ με εγγύηση, μηδέ με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μονάχα όλοι μαζί, να κάνουν αγώνα μέσα από τη φυλακή και να αντικρούσουν την άδικη κατηγορία.
Την τελευταία όμως μέρα που γύριζε από τον ανακριτή δεν βάσταξε, μίλησε. Βρισκόταν κάτω από το υψωματάκι που είναι η φυλακή της Λαγκάδας κι ήταν η ώρα που η ελευθερία επιβεβαιώνεται μ’ ένα ποτηράκι ρακί κι ας είσαι με κελεψέδες! Είχε τότε εκεί πέρα κάτι κουτούκια που τηγάνιζαν κολοκυθάκια και ψήναν χταπόδι στα κάρβουνα, για τους επισκέφτες της φυλακής που κατέβαιναν από τα χωριά, να τρων και να πίνουν και να ξεχνούν τον καημό τους. Πέταξε έναν λόγο ήμερο στον χωροφύλακα-μισή μερίδα, που τον φύλαγε κι αν πιάσει έπιασε• τι θα χάσει;
– Εγώ, λέει, το αγαπώ το ρακί και το πίνω μα πού να το βρει κανείς μες στη φυλακή που το απαγορεύουν; Έλα να πιούμε, συνέχισε, από ’να ποτηράκι. Θα το πιω εγώ δεμένος και θα κεράσω κι εσένα. Τι πειράζει μαθές;
Είχε ο λόγος δύναμη γιατί ήταν ανθρώπου δεμένου. Κι ο άλλος ήξερε πως για την ώρα μπορεί να τον κάνει ό,τι θέλει. Υπάρχει κάτι που πάντα μιλά μες στον άνθρωπο∙ μιλά και ξέρει. Ήπιαν δυο ποδαράτα και κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι παράμερα, να φαν παλαμίδα τηγανητή. Κάτι ο καθένας συλλογιζόταν. Ο πασαένας έχει και τα δικά του. Η φυλακή... το μαράζι της φτώχειας... Ο χωροφύλακας μίλησε πρώτος.
– Δεν μπορώ να σε βλέπω να τρως δεμένος, θα σε λύσω! Θα σε λύσω να φας ψωμί βλογημένο. Κι αν με κάψεις, ο θεός κι η ψυχή σου.
Νύχτωσε πια και κλείσαν οι φυλακές και μες στο μικρό μαγαζί της Λαγκάδας, ο χωροφύλακας κι ο φυλακισμένος, ξεχάστηκαν να μιλούν για τις αναποδιές της ζωής. Κανείς δεν βιαζόταν. Ήταν η ώρα που ο χρόνος προδίνει. Ξάφνω άστραψε η πραγματικότητα στο μυαλό του φυλακισμένου καθώς γύρισε και είδε τον χωροφύλακα τέζα. Καμιά αμφιταλάντευση δεν χωρούσε, καμιά αμφιβολία. Ήταν κι εκείνη η απόφαση των συντρόφων του – η πειθαρχία που τον επιτηρούσε σε μια γωνιά με το δάχτυλο υψωμένο!
Έβανε γρήγορα μέσα στην τσέπη τις χεροπέδες. Τεντώθηκε να σταθεί και να σιγουρέψει στα πόδια του – σωστό ντερέκι. Πήρε κατόπι στον ένα τον ώμο του το όπλο και στον άλλο τον ίδιο τον χωροφύλακα κι ανηφόρισε το δύσκολο μονοπάτι. Χτύπησε με πολλές προφυλάξεις να του ανοίξουν και πέρασε την πορτάρα της φυλακής με το δάχτυλο στο στόμα –σιωπή– να μην κάνει ο φύλακας σαματά και κάψει τον άνθρωπο που έπινε μαζί του, πριν λίγη ώρα, ρακί. Τώρα οι ιστορίες αυτές ξεχαστήκαν.
σ. 497-499
[Η γραμματολογία είναι μνήμα]
Σκέφτομαι κάποτε πόσοι άνθρωποι μποδίστηκαν να γράψουν ένα καλό έργο από φόβο μη δεν είναι αριστούργημα. Όμως τα αριστουργήματα είναι ένα μέρος μόνο του καλλιτεχνικού φαινομένου, μια στενή περιοχή της καλλιτεχνικής δραστηριότητας ενός λαού και βρίσκονται, και τούτα, το ίδιο κάτω από τον νόμο του χρόνου. Αυτό που καταξιώνει τελικά ένα καλλιτέχνημα, μικρό ή μεγάλο, είναι αν θα μπορέσει να δώσει, σε μια στιγμή έστω, απάντηση σ’ αυτό το «μεράκι» του ανθρώπου, στην ανάγκη να περιβάλλει με μαγικό στοιχείο το «ντέρτι» του, είτε είναι άτομο είτε μάζα.
Είναι αρκετό για έναν ποιητή ν’ ακούσει, όσο ζει, να τον τραγουδούν δυο ερωτεμένα παιδιά, μια ομάδα απεργοί ή μια παρέα φοιτητές που μάχονται για ελευθερία. Η γραμματολογία είναι μνήμα. Από την άποψη τούτη, και με μια έννοια φυσικά, μπορεί να πει κανείς κάποτε, πως «μεγάλη» τέχνη, είναι η «μικρή». Αρκεί να ’ναι τέχνη. (σ. 441)
Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984)
Τότε που ζούσαμε, 2014 (1974)
Τα αποσπάσματα αντλήθηκαν από το προφίλ του Θανάση Μαρκόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου