Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Μάνος Ελευθερίου-Δέκα ποιήματα

 Είδαμε…είδαμε

Είδαμε τον αδερφό στην άλλη όχθη του καιρού
και τη γυναίκα που βλάστησε ανάσκελη με μαύρο φίδι.

Είδαμε το νικημένο να ζητιανεύει το έλεος
και του φτωχού τα υπάρχοντα ο παιδεμός και τα δάκρυα.

Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων
και τους ψαράδες αγάλματα για την Αγία Θαλασσινή.

Τους εκατό θανάτους να βομβαρδίζουν τη στέγη μας
και απ’τις ψηλές καμινάδες τον καπνό της θυσίας μας.

Είδαμε…είδαμε…είδαμε.

η αυλή

Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς

Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,

Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις

Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.

Συνοικισμός

Αυτός
την είχε ονομάσει πουλί της μουσικής,
αυτή,
αίμα της πέτρας…
Μόνο την ώρα που το ψιθύρισε άκουσε το χτύπημα,
τη στιγμή που του το είπε,
ανάμεσα σε δυο μικρές κραυγές
ανάμεσα σ’ ένα μαχαίρι και μιαν Απόφαση-
πριν τους δοξάσουν τα ποιήματα
Και γίνουνε σίγουροι στόχοι…
Κι η πόρτα πάλι ξαναχτύπησε…
Κι όταν τον είδε που έφευγε, ακόμη δεν καταλάβαινε
τι είναι να ετοιμάζεται κανείς
από αιώνες
και να ξεχνάει τα χρόνια του στο κορμί του άλλου….

Διαπίστωση

Γιατί στο βάθος δεν έμεινε κανείς με την επιθυμία
νομίζοντας την τρέλα πιο σκληρή απ΄ τη μνήμη,
την απειλή τους πιο απρόσιτη απ΄ το φόβο
κι είπαμε πως αυτό ειν’ ο φόβος
κι όχι το άδειο πιάτο,
ή ο αστυφύλακας κάτω απ΄ τ΄ αγάλματα….
Εκεί να περιμένεις. Εκεί που ο φόβος
ξαναγυρίζει τη φωνή στη φλέβα του ίσκιου,
όταν το σώμα σου θα πάρει το λίκνισμα της τρέλλας
πάνω στο άδειο κρεββάτι.

Η νεκρή οδός

Μάρτιος:΄Ενας απίστευτος μήνας

Ένα μαύρο παγώνι στις κόγχες των ματιών σου
και μια θάλασσα, όπως η άμμος μες στο κοχύλι…
Μαύρο παγώνι και τʼ άδειο σώμα
καμωμένο με τη βροχή και μουσική
κι ήσουν εκεί, με τον άνεμο και τον ήλιο
κι ήμουν εκεί, μαζύ σου…

 

Η κηδεία

Σώμα γυμνό και διάφανο μες στο σεντόνι,
πανάκριβα τ΄αρώματα και τα λουλούδια φερμένα
«καπου τρεις ώρες» έλεγε και ξανάλεγε,
«κάπου τρεις ώρες».
Τα λουλούδια μαραίνονταν
κ άρχισε να μυρίζει λιβάνι κι ανθόνερο.
«Πολλάς δʼ ιφθίμους ψυχάς»
Ω, πώς αργούσε η βροχή κι ήταν αιτία
η ταφή ν’ αναβληθεί, «κάπου τρεις ώρες».

Αρώματα, λουλούδια και φύλλα φοινικιάς,
τρεις ώρες μέσα στη βροχή –επί τέλους-
μα δεν ήρθε κανείς…


Μια κυρία με αξιοπρέπεια.

Όταν χάθηκε το τελευταίο δάκρυ
πίσω απʼ τη θάλασσα,
είχα στα μάτια μου ταʼ ασφοδίλια και τον άνεμο
κι έμεινα μόνος, έτσι, μέχρι τη νύχτα…
Τα σπίτια μύριζαν ιώδιο και λιβάνι,
αρώματα φτηνά και ιδρώτα μύριζαν
τα κρεββάτια τους,
οι άντρες ήταν όρθιοι, με φουσκωμένες φλέβες
κι είχανε την πανσέληνο και τη νύχτα στα σπλάχνα τους…

…..Και τʼ άλογα που θα σʼ έπαιρναν σʼ ένα λυδικό τοπίο,
οι ναύτες που σε σήκωσαν στα χέρια
και δεν είδες τίποτα,
ούτε τον ήλιο και τη μουσική που σκότωσαν τα χέρια σου
τίποτα,
Τίποτα δεν έμαθες, μέχρι την ώρα της πληρωμής….


Η δεσποινίς Νόρμα και το τέρας

Δεν ήτανε τόσο η λύπη για το θάνατο
όσο η λύπη για τη συνήθεια του θανάτου
και κάτι άλλα μικροπράγματα που σε τρομάζουν
και κάτι άλλα που πιο πολύ σε κάνουν να θυμάσαι
παρά να τα επιθυμείς.

Δεν είναι τόσο η λύπη που σε χάσαμε
όσο η λύπη πως δεν πρόλαβες να μας γνωρίσεις
και κάτι ακόμα,
ο φόβος
να μη σε ξαναβρούμε στην προδοσία του φίλου,
σε μέρες που δεν θα ʽχεις το κουράγιο νʼ αντιστέκεσαι,
πίσω απ΄ τη βροχή να υποδύεσαι τον έρωτα,
πίσω απ΄ τη λύπη των ματιών σου
να υποδύεσαι τη μουσική,-
Γ ι ‘ α υ τό…

Λίγο πριν

ΑΓΓ Ε.

Κι ύστερα τίποτα δεν μας ξάφνιαζε
παρά μονάχα ό,τι μας γύριζε πίσω,
εκεί που αρχίζεις και μαθαίνεις τα πράγματα ψηλαφώντας
-ολοένα πιο λίγοι, ολοένα πιο μόνοι-
εκεί που τελειώνει μια εγκατάλειψη
και περιμένεις την συκοφαντία-
-βρήκαμε τη νέα Δικαιοσύνη
-πέρʼ από τον μύθο των Συμπληγάδων

Όλη τη νύχτα βλέπαμε στον ύπνο μας τα πέδιλα
του Ιάσονα και τη στάχτη μέσα στο αίμα
και τον φόβο μέσα στο αίμα,
ακολουθώντας την καμπύλη του μαχαιριού μέχρι το κόκκαλο,
(Λίγο πριν απ΄ την απόφαση του Συνεδρίου….)

 

Πηγές:

https://el.ozonweb.com/culture/art-design/manos-eleutheriou-poiimata

http://www.poiein.gr/2011/07/07/iuiio-eaoeanssio-ooiieeeoiuo-dhiethiaoa-1954-1962-aeuoeeth-yeaioc-aeouo-aidhinssio/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου