Το καθαρότερο πράγμα της δημιουργίας
Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
δε θα την βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέρας
στριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν.
Το πιο καθαρό
πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,
ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε
ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη.
Είναι η αγάπη.
Έξοδος
Παίρνω και βγάζω περίπατο την ψυχή μου
κάθε που αρχίζει να σκληραίνει το χαμόγελό της.
Μου το λέει πεθύμησα τη βροχή,
τον ήλιο πάνω απ’ τα βουνά ή ανάμεσα απ’ τα σύννεφα
και τον αγέρα που γεννιέται αδιάκοπα στα δάση
όλος αρώματα και ουσίες, γάλα και μουσική.
Την οδηγώ σαν ένα ελάφι κάθε που διψά
μπρος στον τρεχούμενο, λαμπρό μαστό της αιωνιότητας,
ανανεώνει το αίμα, φως μέσα της κ’ επιστρέφει
στη ζωή πάλι, μ’ έναν
καινούργιο τόνο αθανασίας στο χαμόγελό της.
Η παράξενη παρουσία
Σα να σ’ έπλασε ο Θεός με αμεταχείριστο χώμα,
φως και νερό, είσαι ωραία
παράξενα.
Τα χέρια σου μοιάζουν
σαν ένας λαός συναγμένος που σκέφτεται
πάνω στο στήθος σου. Μια κολόνα ο λαιμός σου
που στηρίζει ένα αέτωμα. Μια κατασκήνωση
ειρήνης το γέλιο σου. Στ’ ορθό μέτωπό σου,
προσγειώνεται ο ήλιος παράξενα.
Είναι τα μαλλιά σου
Μια ημερωμένη καταιγίδα. Και τα μάτια σου είναι
η σοφία της σιωπής, η αρμονία της θύελλας,
το «αγαπάτε αλλήλους».
Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου
Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ’ αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ’ αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ’ άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ’ αγάπησε τίποτε.
Να ρωτήσω…
Μετά πενήντα, εκατό χρόνια, θα ήθελα
να μου δινόταν το προνόμιο να βγάλω μέσα από ένα
παράθυρο το κεφάλι μου, να ρωτήσω,
με μία διακριτικότητα απέραντη, να μου ειπούν
αν χρειάστηκε στο μεταξύ η αγάπη μου στον κόσμο.
Οι στίχοι μου
Οι στίχοι μου είναι μικροί κι ο χώρος που πιάνουν
στον κόσμο, ελάχιστος- ο χώρος που πιάνουν
μέσα στη θλίψη, μέσα στον πόλεμο.
Φέρνουν στο νου μου τις θύελλες που έρχονταν
γιομάτες σκοτάδι και βούιζαν όταν
ήμουν παιδί. Στο σπίτι μας έκαιγαν
ισχνά λυχναράκια, σχεδόν ένα τίποτα,
σχεδόν ανεπαίσθητα, που πάντως κι εκείνα,
μες στο σκοτάδι, ήτανε φως.
Μπορεί να συμβόλιζαν το ίδιο το έργο,
την ίδια τη μοίρα μου: το χώρο που θα 'πιαναν
σήμερα οι στίχοι μου μέσα στον κόσμο.
Ενώπιος Ενωπίω
Τα δάκρυά μου γιόμισαν όλες τις κοίτες.
Τα κόκκαλά μου θα γίνουν αιώνια ποτάμια
αναζητώντας να βρουν μια συνείδηση που ν΄ ακούει.
Αφήνοντας τώρα τούτα τα πνεύματα
-τους ξερόβραχους της πατρίδας μου-
και την κορφή του Ταϋγέτου
που με δίδαξε το ύψος,
ήλιε μου,
φεύγω
χωρίς μοίρα και πατρίδα, ελπίζοντας
στους απογόνους αυτών που σημείωσαν
στη διαθήκη τους την Ελλάδα,
γιατί είμαι μια πέτρα κι ένα άνθος
μια σπίθα της, μια κραυγή της:
"μέσα στα όνειρα των Ελλήνων στρατωνιστήκανε οι βάρβαροι!
Αν δεν είναι ώριμος ο κόσμος παρά μόνο για να καταστραφεί,
λησμονήσετε τότε και την πατρίδα μου∙ αν όμως
ακόμα υπάρχουνε ψυχή και αγάπη, τότε απλώστε
τα χέρια όλοι οι ευγενείς του κόσμου και βοηθήστε την"
Αθήνα 1967
Ταξίδι στη Σικελία
Σε λίγο, από λόφους βολικούς θα μπορώ
να βλέπομαι, πρόσωπο με πρόσωπο, με τη θάλασσα,
σαν από μιαν αναγνώριση έπειτα από μακριάν απουσία.
Ενώ, πέρα εκεί, στην απέναντι όχθη της,
θα γνωρίζω πως βρίσκεται η πατρίδα μου.
Αλλά ούτε τα φώτα της θα διακρίνονται, ούτε
ο καπνός των σπιτιών της. Μονάχα
πως κοιτώντας την ποίηση των νερών, θα νομίζω
ότι βλέπω την κίνηση της καρδιάς της τουλάχιστο.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου