Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025
Μηνάς Δημάκης - Αδερφικό χώμα
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024
Μηνάς Δημάκης - Ποιήματα
ΕΣΠΑΣΕ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Έσπασε τον καθρέφτη
Δεν ήθελε να βλέπει
Αυτόν τον ξένο
(ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΥΝΟΡΟ, 1950)
ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΦΩΤΙΑ
Μια καινούργια φωτιά
Η δική σου σβήστηκε
Βαρέθηκα τη γεύση της στάχτης
Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ
Η απελπισία
Δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Ή
Εμμονής
Κανείς δεν εμμένει σε τέτοια φτώχεια
Που δεν είναι μόνο φτώχεια ή ερήμωση
Είναι αφανισμός
Μπορεί να γδυθείς βέβαια στο παγωμένο δάσος
Και συχνά βρέθηκες γυμνός
Και τα ρούχα χαθήκαν
Κι άλλα δεν είχες
Αλλ’ εάν δε ζητήσεις
Κάποια κουρέλια να σε προφυλάξουν
Το δάσος δεν υπάρχει πια για σένα
Μήτ’ εσύ για το δάσος
Όμως εδώ βρίσκεσαι
Προσμένοντας τα δέντρα να ξανανθίσουν
Δε σε διακρίνω καλά
Μες στο χιόνι που πέφτει
Αλλά δε βρήκες και πάλι
Κουρέλια για να φορέσεις
Και θα ονειρεύεσαι πάλι
Μια καινούργια στολή
Η απελπισία δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Αφού υπάρχω
Και υπάρχεις
Η απελπισία τελειώνει σύντομα
Έτσι
Ή
Αλλιώς
(ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ, 1956)
ΘΗΡΙΑ
Εικόνες
Στοιβάζονται στα κατατόπια
Αναμνήσεις
Συνωστίζονται αλληλοκυνηγιούνται
Και είναι ανάγκη να τις τιθασέψεις
Να κυριαρχήσεις σ’ αυτές
Και γίνεσαι θηριοδαμαστής
Όταν εκείνες το θέλουν να σε κατασπαράξουν
Όταν ακάθεκτες ορμούν την ψυχή να ξεσκίσουν
Να! η τίγρης η ύαινα το λιοντάρι
Σε κυνηγούν ζωντανό-πεθαμένο
Πληγές που γιατρεύτηκαν ξανανοίγουν
Και τι μάχη
Τι άσκηση να μερώσεις
Να δαμάσεις τόσα θηρία
Να φτιάσεις τόσα κλουβιά
Για τις ώρες της άγριας επίθεσης
(ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, 1960)
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ
Παίρνουν τα λόγια μου τα κάνουν πουλιά
Τα σκορπίζουν στους τέσσερις ανέμους
Κι αγνώριστα ξαναγυρίζουν σε μένα
Με τσακισμένα φτερά
Πρέπει να σωπάσω
(Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, 1966)
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/i-apelpisia-telioni-sintoma/
Τρίτη 9 Ιουλίου 2024
Μηνάς Δημάκης - Τα περασμένα
Ιδού ο τάφος του Ετρούσκου πρίγκιπα Που βρέθηκε Χρόνια αμέτρητα καταχωνιασμένος στη γη Ιδού το άρμα με το τιμόνι και τους τροχούς Και λείψανα -κόκαλα από άλογα που το οδηγούσαν Στην επίσημη εκφορά Να τον ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές Οι γυναίκες τον πλύναν με αρώματα Του φόρεσαν την ωραιότερη πανοπλία του Την περικεφαλαία με το λοφίο στ' όμορφο κεφάλι Ορειχάλκινη πλάκα στο στήθος |
Ασημοστολισμένη με κρίνα και γιασεμιά Κι ολόκληρη την αρματωσιά του στο πλευρό του αποθέτουν Λες θα μετέχει στους νεκρικούς αγώνες Που για χάρη του δίνονται... |
Ύστερα έρχεται η ποίηση Ανασκάβοντας κι αυτή νεκροπόλεις Συμπληρώνοντας τα κενά |
Ετρούσκος ή Κνώσιος ή Αιγύπτιος |
Οι αιώνες κυλούν Περισώζοντας μνήμες Ίχνη από τα περασμένα... |
Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023
Μηνάς Δημάκης - Είναι δρόμοι...
Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης-Είναι δρόμοι... |
Είναι δρόμοι που φέρνουν σ' απάτητα δάση,
σ' ολοπράσινες λίμνες, βουερές πολιτείες,
είναι δρόμοι που ξέρουν πολλές ιστορίες,
που έχουν όλοι ξεχάσει.
Είναι θάλασσες πώχουν νησιά μαγεμένα,
που δεν έχουν γραφτεί στου σοφού το βιβλίο,
που δεν άραξε ακόμα ένα πλοίο
κι ούτε πάτησε πόδι κανένα.
Είναι ανθρώποι που οδεύουν προς άγνωστα μέρη,
συντροφιά με τ' αστέρια γυρνούν κάθε βράδυ,
τους μαγεύει η σιωπή, το σκοτάδι
και μεθούν απ' τ' αγέρι.
Είναι δρόμοι που φέρνουν σ' απάτητα δάση,
κ' ειν' ανθρώποι σε μαύρα δωμάτια κλεισμένοι,
ένας δρόμος, μια θάλασσα δεν τους προσμένει,
κ' οι θεοί πια τους έχουν ξεχάσει.
Μηνάς Δημάκης (20 Απριλίου - 13 Ιουλίου 1980)
Μηνάς Δημάκης - Ποιήματα
Σ’ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΟΥΡΑΝΟ, ΙΙ
Είδαμε δυο φορές το καινούργιο φεγγάρι να βασιλεύει
Μια τρίτη δε θ’ ανατείλει ποτέ
Στην πατρίδα τ’ αστέρια κοιμούνται στα γαλάζια νερά
Ανάμεσα σε θεόρατα βράχια μαυρισμένα
Ή σβήνουν στα κύματα τ’ άγρια σαν τις γενναίες καρδιές
Στην πατρίδα μου κανείς δεν πέθανε από θλίψη
Ένας σταυρός θα μαρτυράει τ’ όνομά σου
Σε χώματα φανταστικά μιας λήθης αυριανής
Είναι ένα κοιμητήριο μες στης καρδιάς τα βάθη
Για να ταφεί ο νεκρός που έζησε λίγο
Μέσα σε λευκά κρίνα κι άγριες ανεμώνες
Ακούς τον άνεμο σφυρίζει κάποιους θρήνους
Λόγια ειπωμένα μόνο για τον άνεμο:
«Αν κάποτε μ’ αφήσεις θα πεθάνω»
Κι άλλα χιμαιρικά που λένε στις αγάπες
Όταν ακούσεις βήματα στης μοναξιάς τους δρόμους
Θα με θυμάσαι
Όταν τ’ αστέρια μες στα μάτια σου το μεσονύχτι καθρεφτίσεις
Θα με θυμάσαι
Όταν φτερά μες στα όνειρά σου δεις
Θα με θυμάσαι
Κι αν είναι κάποτε να κλαις θα με θυμάσαι
ΚΥΚΛΟΣ, ΙV
Όταν θα ξεφυλλίζεις τη μνήμη
Η θάλασσα θάχει υψώσει τα σύνορα του χωρισμού
Η σιωπή θάχει κόψει το λυγμό της φωνής σου
Θα κρυώνεις
Θα ντυθείς πάλι τα βουνά του περασμένου θέρους
Θα ντυθείς τις θερμές αμμουδιές της ακτής μας
Θα ντυθείς πορφυρές αναμνήσεις
Αλλά τα σύννεφα μελανά θα παραφυλάγουν
Κι όταν απλώσεις το χέρι θα μείνει άδειο και κρύο
Σαν σήμερα η καρδιά μου
ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΠΕΘΑΝΕΙ; (VII)
Μην ανάβετε πια τα φώτα
Αφήστε με να κοιμηθώ ανάμεσα στους νεκρούς μου
Να κοιμηθούμε αγκαλισμένοι για πάντα
Δε θέλω να ξαναγυρίζεις
Τέλματα γύρω
Και ποτάμια με βρώμικα νερά
Βατράχια πούχουν ανθρώπινη φωνή
Και νύχτα πηχτή
Ξέχασε πια τον τόπο τούτο το λασπωμένο
Δε θέλω να ξαναγυρίζεις
Για να ντύσεις ένα δεύτερο θάνατο
Με τα λαμπερά κουρέλια του πάθους σου
Να κοάζουν τα βατράχια:
Περνούν δυο φορές πεθαμένοι
Μήτε βρυκόλακες μήτε άνθρωποι
Κολασμένοι νεκροί
Ασαβάνωτοι άταφοι
Τις νύχτες κυνηγιούνται πεθαμένοι
ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΠΕΘΑΝΕΙ; (Χ)
Κι ακόμα βουλιάζω ταξιδεύοντας
Κάτω από πέτρες βαριές κ’ αιώνες απόλυτης σιωπής
Σε ανάκτορα προκατακλυσμιαία
Τρομαγμένος
Κι ο βρυκολακιασμένος βασιλιάς στο θρόνο του καθισμένος
Χιλιάδες χρόνια περιμένοντας
Με τα χρυσά του βραχιόλια και τα σκουλαρίκια και
τα δαχτυλίδια
Γέρος λεπρός μισοφαγωμένος απ’ τα σκουλήκια
Ξαφνικά σηκώνεται και μ’ αγκαλιάζει
ΕΤΣΙ ΜΟΙΑΖΟΥΜΕ
Σαν τα γοτθικά τελώνια
Στους καθεδρικούς ναούς
Πετρωμένα στους τοίχους
Με κείνο το τερατώδες χαμόγελο
Όλο μυστήριο
Οδύνη;
Εκδίκηση;
Πώς να το ξέρεις…
Έτσι μοιάζουμε
Πηγή: https://frear.gr/
Κυριακή 26 Μαρτίου 2023
Μηνάς Δημάκης - Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο
Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο
Ή σαν φοβισμένο ζώο
Σαν το σκυλί που σε κοιτάζει στα μάτια
Μπερδεύεται στα πόδια σου
Περιμένοντας ένα πρόσταγμα
Που το διώχνεις και πάλι το φωνάζεις
Να σ’ ακολουθήσει
Οι άνθρωποι οι ερημωμένοι λατρεύουν τα σκυλιά
Γεμίζουν το άδειο με αφοσίωση με υποταγή
Ρίχνουν πετρίτσες στην ατάραχη λίμνη
―Δεν αγαπώ τα σκυλιά
Εγώ είχα γύρω μου θηρία
Πορεία μέσα στη Nύχτα, Eρμής 1999
Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022
Μηνάς Δημάκης - Η ζωή
Μηνάς Δημάκης - Αισθήσεις
Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022
Mηνάς Δημάκης - Άσε με Ήσυχο
(επιστολή – όπως γράφουμε σήμερα)
Tώρα σε λογαριάζω στα φαντάσματα
Γιομίζουν τις ώρες μου
Έρχονται κάτω απ’ το παράθυρό μου
Oυρλιάζουν
Zητούν εμένα ή τα χαμένα όνειρα
Aνακαλούν την πρώτη-πρώτη νιότη
Mε τις αστραπές
Όσα δε ξαναγυρίζουν
Nα μην ξαναγυρίζουν ποτέ!
Tουλάχιστον δεκαπέντε φορές ερωτεύθηκα
Ώς το θάνατο
Για έξη μήνες για ένα χρόνο
Mε maximum τα τρία χρόνια
Kαι δεν υπολογίζω τις χιλιάδες περιπέτειες
Kράταγαν μια νύχτα ώς μια βδομάδα
Σε κρεβάτια σε πάρκα σε αμμουδιές
Έτσι μέτρησα τη ζωή μου
Kαι δε βαρέθηκα ακόμη
Eίσαι ο δέκατος έκτος μεγάλος μου έρωτας
O έσχατος
Γιά σκέψου αν σκέπτεσαι
Aλλ’ ας σκεφθούμε
Tώρα ν’ αυτοκτονήσεις ή ν’ αυτοκτονήσω
Θα ’ταν λίγο αστείο
Bέβαια ξενύχτησα μπροστά στην πόρτα σου τελευταία
Περισσότερο από νευρικότητα
Aλλά πάλι να με κυνηγάς ενώ σε κυνηγούνε!
Mε κείνα τα περίφημα εικοσιδυό σου χρόνια
Tα μάτια σου που θυμίζουν θάλασσες
Kι άλλοτε βαθειές καταχνιές
Tο στόμα σου
Λες και δεν υπάρχει πιο όμορφο στόμα;
Tο σώμα σου
Aυτό που φθείρεται ανεπανόρθωτα
Tρέξε λοιπόν να προλάβεις
H μια ανάμνηση
Πλάι στην ανάμνηση
Tην άλλη ανάμνηση
Kάνουν μια
Tο ένα πρόσωπο στα χίλια πρόσωπα
Kάνουν ένα
Δεν ξέρω πότε υπέφερα πιο πολύ
Πιο λίγο
Άσε με ήσυχο
Πορεία μέσα στη Nύχτα, Eρμής 1999
Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022
Μηνάς Δημάκης-Ελεονόρα ή μινωική παριζιάνα
Όταν
Ρήμαξε το σπίτι
Καὶ όλες οι κάμαρες ντύθηκαν άσπρα
Ο μεγάλος καθρέφτης τα κάδρα
Η φανταχτερή λάμπα στη μέση της οροφής
Και τι τα ήθελες πια τα πολλά έπιπλα
Έμεναν άχρηστα
Είπαμε να πουλήσουμε όσο-όσο
Αφού κρατήσουμε τα απαραίτητα
Και να νοικιάζουμε τ’ αδειανά δωμάτια
Σε πεθαμένους
Έτσι έχεις καλή συντροφιά
Δεν προφθάνεις και να βαρεθείς
Στο κάτω –κάτω αυτοί γρήγορα βρωμίζουν
Τους πετάς έξω κερδίζεις το νοίκι
Μπάζεις άλλους πιο φρέσκους
Βρωμίζουν
Τους πετάς έξω
Κερδίζεις το νοίκι
Καλή συντροφιά καλή επιχείρηση
Και συνηθίζουν και τα παιδιά στη ζωή!
(Δεν το θυμάμαι πια
Πόσους και πόσους πεθαμένους σπιτώσαμε
Νοικιάζοντας αδιάκοπα την ψυχή μας)
Ρημαγμένες κάμαρες υποδοχής κάθε μέρα
Και να ξεσκονίζεις τις αναμνήσεις μ’ ένα κομμάτι πανί
Και κανείς δεν έρχεται
Και κανείς δε θέλει να ΄ρθει πια
Αλλά και τα παιδιά του σπιτιού
Τόσο μικρούτσικα ακόμη
Μας έβαναν σε σκοτούρες:
Χώνονταν στα παγωμένα δωμάτια
Και ήθελαν ναι και καλά να παριστάνουν
Πανάρχαια αγάλματα και τοιχογραφίες
Μάλιστα!
Και περισσότερο εκείνη η κοπελίτσα
Με τα μεγάλα μάτια
Το διάφανο πρόσωπο
Κολνούσε στον τοίχο ένα προφίλ
Ασχημάτιστο ακόμη
Και ήθελε έτσι να μείνει παντοτινά
Αργότερα σα μεγάλωσε
Την ανακάλυψαν από τα πέρατα της οικουμένης
Και τη θρόνιασαν στο μεγαλύτερο εικονογραφημένο
περιοδικό του κόσμου
Να παριστάνει την Παριζιάνα της Κνωσού
Μα σαν πήρε ένα μήνυμα από τούτη την αφορμή
Και μάλιστα από το ποιητή της Γαλλίας
Το Paul Claude
Που μιλούσε για τον αιώνιο Οδυσσέα
Που αιώνια ξαναγύριζε
Στους αιώνες
Α! τότε καταλάβαμε
Το πράγμα ήταν και πολύ φανερό
Και πολύ ύποπτο
Ήθελαν να της κάνουν προπαγάνδα
Και να την προσηλυτίσουν στον Καθολικισμό
Τώρα
Τι να φιλάς το χέρι του Πάπα ή του Πατριάρχη!
Αλλ’ επιτέλους είναι καλύτερες
Οι τοιχογραφίες της Cappella Sistina
Από τα φρέσκα της Κνωσού;
Δεν το πιστεύω
Αλλά και μια υποψία:
Μήπως την περίμενε ανακήρυξη αγιότητας!
Αλλά και άλλη ανησυχία:
Μήπως έπρεπε να ταξιδέψει ως το Βατικανό!
Και το κορίτσι άρχισε να διαμαρτύρεται
Ταξιδεμένο σε τόσους αιώνες
Δεν ήθελε πια να το κουνήσει απ΄ το νησί του
Και τότε αλίμονο
Μη βρίσκοντας και το καλύτερο
Έγινε μια κυρία σαν όλες
Τίποτ’ άλλο
Χαρτοπαίζοντας
Καπνίζοντας τσιγάρα
Παλεύοντας με το άδειο γύρω…
Άρχισε μάλιστα λίγο να παχαίνει
Λοιπόν
Η Παριζιάνα βρίσκεται πάντα στο μουσείο Ηρακλείου
(Μηνά Δημάκη, Ανθολόγιο στην ποίησή του, επιμέλ.
Αντώνης Σανουδάκης–Σανούδος)
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021
Μηνάς Δημάκης-Ακινησία
Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021
Μηνάς Δημάκης-Ξημέρωμα στο παράθυρό μου
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020
Μηνάς Δημάκης-Πορείες στην έρημο
Έρχομαι από εκατό δρόμους,
έρχομαι από τα μάκρη των ηπείρων,
έρχομαι από τα πέρατα των θαλασσών,
έρχομαι από την καρδιά της αβύσσου.
Αδερφοί μου, δεν είναι χέρια που σας αγγίζουν,
αδερφοί μου δεν ακούτε φωνή:
κάτι από το άγγιγμα του σιμούν,
κάτι από το στεναγμό καταιγίδας
σας φέρνω.
Το μορφασμό της οδύνης,
την άγρια μανία του ολέθρου,
δάκρυα, φωνές, και ικεσίες, και φοβέρες,
κι ακόμα το μίσος, κι ακόμα τη φρίκη
σας φέρνω.
Έρχομαι από τα βάθη των καιρών,
για να τραγουδήσω την ανθρώπινη προσπάθεια,
για να τραγουδήσω τον εαυτό μου,
έρχομαι από τα βάθη της ερήμου.
Περπάτησα αιώνες,
κοιτάζοντας τον ουρανό, έκλεισα τ’ αστέρια στην καρδιά μου,
πατώντας στη γη, μάτωσα τα χαλίκια,
γυρεύοντας τους ανθρώπους, έχασα τον εαυτό μου.
Τους βρήκα
να παραμονεύουν το Θεό κάτω απ’ τον Πύργο Βαβέλ
και σε λίγο ηττημένοι να πέφτουν,
και πάλι τους βρήκα στο Γολγοθά ν’ αλαλάζουν,
να βλαστημούν και να φτουν και να ουρλιάζουν,
τους είδα να τριγυρνάνε,
άβουλες σκιές,
κάθε τόσο σ’ έναν ήλιο καινούργιο.
Μέσα στις νύχτες των ερώτων τούς συνάντησα,
κι άστραφταν για μια προδοσία τα μάτια τους,
κι ήτανε σα μια μάχη να ’διναν,
κι ήτανε τ’ αγκαλιάσματα θανάσιμα,
κι ήτανε τα γέλια σα λυγμοί,
και σαν γνώριμοι πανάρχαια χρόνια,
και μαζί σαν άγνωστοι και ξένοι,
το μυστήριο ο ένας του άλλου διάβαζε
στη σιβυλλική μορφή,
και χωρίζονταν.
Και τους βρήκα ένα καρτέρι ακοίμητο
μεταξύ τους να ’χουν στήσει,
να παραφυλάγουν με μανία τρελή,
με γυμνά μαχαίρια στο σκοτάδι.
Οδοιπόρους τους απάντησα στα χιόνια,
δίχως καλύβα να φαίνεται,
δίχως ψωμί να κρατάνε,
κι είδα να φτάνουν κι οι λύκοι.
Και τους είδα παιδάκια λυπημένα,
πληγωμένα παιδάκια που έχασαν το δρόμο,
και περπατούν και κλαίνε και στενάζουν,
κι είναι για να πεθάνουν ξένα μες στο δρόμο.
Έρχομαι από εκατό δρόμους,
έρχομαι από τα βάθη της ερήμου...
Μηνάς Δημάκης (1913-1980)
(Φύλλα τέχνης, 1935-1937)
Σάββατο 18 Ιουλίου 2020
Μηνάς Δημάκης-Στροφές

Κι αν έρθει πάλιν η άνοιξη στα μέρη αυτά τα σκοτεινά,
που έρμη πλανιέται η σκέψη μου δίχως χαρά κι ελπίδα,
κι αν έρθει πάλιν η άνοιξη, τάχα θ' άνθέξεις συ, καρδιά,
που 'σαι συντρίμμι απ' το βοριά κι από την καταιγίδα;
Μοιάζει η ζωή μου τα κλειστά και σιωπηλά βιβλία,
που γράφουνε μια φοβερή, φανταστική ιστορία,
κι εικόνες τις σελίδες τους φρικιαστικές στολίζουν
και μοναχά παράδοξοι αναγνώστες ξεφυλλίζουν.
Κρίνα τα δάχτυλα που αγγίζαν και που σφίγγαν,
το αυγινό ρόδο που άνοιγε: το στόμα'
στην ηδονή μπροστά η επιθυμία μου Σφίγγα,
εγώ είπα το «όχι» που με καίει ακόμα.
Όρθρος βαθύς και καρτερώ του ήλιου το φως,
να 'ρθεί σαν θαλπωρή στην άγρυπνη μου σκέψη,
που η νυχτερίδα, ο πόθος μου ο κρυφός,
έχει έτοιμο το ράμφος, αίμα να γυρέψει.
Τ' άγρυπνα μάτια, ο πυρετός, της νύχτας η σιγή
στο έρμο δωμάτιο, κι απ' το δρόμο να περνάνε
χαρούμενοι διαβάτες και να τραγουδάνε,
δίχως να ξέρουν πως ματώνουν μια πληγή.
Στα χαμηλά που σέρνεσαι κι όλ' ονειρεύεσαι ουρανούς,
μαχαίρι η πίκρα στην καρδιά σου.
Που πας; Μένουν κι άλλοι γκρεμοί που δεν τους βάζει ο νους.
Α, δεν κουράστηκες; Πια στάσου.
Μηνάς Δημάκης (1913-1980)
συλλoγή: Φύλλα τέχνης
Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020
Μηνάς Δημάκης- Είχες μέσα στα Mάτια σου μιαν Aστραπή

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019
Μηνάς Δημάκης - Θηρία
Eικόνες
Στοιβάζονται στα κατατόπια της μνήμης
Aναμνήσεις
Συνωστίζονται αλληλοκυνηγιούνται
Kαι είναι ανάγκη να τις τιθασέψεις
Nα κυριαρχήσεις σ' αυτές
Kαι γίνεσαι θηριοδαμαστής
Όταν εκείνες το θέλουν να σε κατασπαράξουν
Όταν ακάθεκτες ορμούν την ψυχή να ξεσκίσουν
Nα! η τίγρης η ύαινα το λιοντάρι
Σε κυνηγούν ζωντανό-πεθαμένο
Πληγές που γιατρεύτηκαν ξανανοίγουν
Kαι τι μάχη
Tι άσκηση να μερώσεις
Nα δαμάσεις τόσα θηρία
Nα φτιάσεις τόσα κλουβιά
Για τις ώρες της άγριας επίθεσης
(από την Πορεία μέσα στη Nύχτα, Eρμής 1999)
Μηνάς Δημάκης - Δύο ποιήματα
We are such stuff as dreams are made on;
and our little life is rounded with a sleep.
William Shakespeare, The Tempest
Kάψαμε τα καράβια μας και χαρίσαμε στάχτη στη θάλασσα
Kι ανταλλάξαμε θάλασσα με μια φούχτα ασάλευτη γη
Kάψαμε τα καράβια μας και ριζώσαμε δέντρα στο χώμα
Kι ονειρευόμαστε...
Πρίαμος
Bασιλιά της Tροίας που ψάχνεις
Aνάμεσα στους νεκρούς
Tον Έκτορα σκοτωμένο
Bασιλιά μην ψάχνεις
Άδειος ο κόσμος πέρα ώς πέρα
Άδεια κ' η ψυχή μας
Bασιλιά της Tροίας που ικετεύεις με δάκρυα
Για σένα κανείς δε θα κλάψει
Kάθε στιγμή γκρεμίζουμε το παλάτι
Zωντανοί-πεθαμένοι άταφοι άκλαυτοι
O αρχιτέκτονας δεν υπάρχει τώρα
Xαμένος σε περασμένους καιρούς
Ή σ' εκείνους που έρχονται βυθισμένος
Που θά 'ρθουν με την αυγή που μάταια προσμείναμε
O αρχιτέκτονας βυθισμένος
Όλοι μαζί σου έχουν πεθάνει
Bασιλιά μην ικετεύεις τους πεθαμένους.
Μηνάς Δημάκης (1913-1980)
(από την Πορεία μέσα στη Nύχτα, Eρμής 1999)