Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παυλόπουλος Γιώργης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παυλόπουλος Γιώργης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

Γιώργης Παυλόπουλος - Εικόνες


Ροδάκινα το μαχαίρι κι ένα κανάτι με νερό. Πρωί. Το κορίτσι

    που γέλαγε.

Δε θυμάμαι πιά. Τους είδα όμως. Όχι το όνειρο -άσε τά όνειρα.

Ο ένας τον χτύπαγε με το καλώδιο κι ο άλλος πήγαινε σκύβοντας 

    για να φυλχτεί.

Κι ακόμη, το μεγάλο μάτι ενός κρεμασμένου καραγκιόζη στο φως

     της ασετυλίνης

καθώς εσήκωσα την κουρελού και μπήκα πίσω από το πανί.


Έτσι ξαφνικά και με τον σκοτωμένο αντάρτη

σ' ένα δρόμο του Πύργου Σεπτέμβρης του 44.


Ίσως επειδή έζησα τόσα χρόνια στα σκοτάδια

εικόνες σαν αυτές σκίζουνε το μυαλό μου

όπως βλέπεις νύχτα τη θάλασσα μακριά

ανάμεσα σε δυο αστροπελέκια.


Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα, 1943-1999, Νεφέλη, Αθήνα 2001, σ. 91.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Γιώργης Παυλόπουλος - Το κατώγι


               Μνήμη του Μακρυγιάννη

               Στον Ποιητή Γιώργο Σεφέρη 


Βρεθήκαμε κλεισμένοι τότε με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι

κι άρχισα πάλι να ψάχνω για κάτι χαρτιά ενός δικού μας

που γύρευε Δικαιοσύνη

ακούγοντας ολοένα τη φωνή του να λιγοστεύει χωρίς να παραδίνεται

τη φωνή του ν’ αντέχει όσο είναι ο κόσμος τούτος κι ακόμη

όταν κανένας πια δε θα υπάρχει.


Ήταν σκοτεινά κι ανάβοντας το λυχνάρι για να φωτιστούμε

είδα μια κασέλα και την άνοιξα με την τρεμούλα της ελπίδας

όμως δε βρήκα τίποτε, μονάχα σκόνη από φθαρμένα

πράγματα που έλιωναν και τά ’τρωγε ο καιρός

και μια πιστόλα φυλαγμένη στο βάθος· δοκίμασα θαρρώ να την κρατήσω.


Ο αγέρας κατεβαίνοντας από το κάστρο δαιμόνιζε το σπίτι

και στο κατώγι θά ’λεγες πως κάποιος ξεκάρφωνε τους νεκρούς

χώμα και κόκαλα. Έπειτα ησυχία. Και πάλι ο αγέρας

σαν ποδοβολητό αλόγου κοντά στον τοίχο του περιβολιού

έφευγε ξαναγύριζε και ξαφνικά πηδώντας το λάκκο του ονείρου μου

μπήκε στην αυλή, ακούστηκαν στις πλάκες καθαρά τα πέταλά του

πέρασε τα χαγιάτια κι ανέβηκε τριποδίζοντας τη σκάλα.

Σπρώχνοντας τότε την πόρτα στάθηκε ανάμεσά μας

λυτό ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας ιδρωμένο ένα άσπρο άλογο.

Μας κοίταξε περίλυπο στα μάτια και σηκώνοντας το πόδι

χτύπησε δυνατά στο πάτωμα με την οπλή κι έσπασε το σανίδι.

«Σκύψε, τί βλέπεις;» μου είπε ο Ποιητής

και γονατίζοντας πάνω από το μαύρο άνοιγμα

είδα και γνώρισα κει κάτω πλήθος αλυσοδεμένους

γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη.


Έτσι με πήρανε τα κλάματα καθώς ξημέρωνε

και βγήκα κι ακούμπησα στον τοίχο του περιβολιού.

Γύρω μου κανείς. Μήτε ο Ποιητής μήτε το άσπρο άλογο.

Χάραζε η μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω από τα κυπαρίσσια

το φως ενός σπαθιού κρεμόταν στον αγέρα.


Απρίλης 1969

Το κατώγι, 1971, Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη, 2017.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργης Παυλόπουλος - Ποιήματα

 Τραγούδι

Αίμα του βράχου κόκκινο πουλί
κατέβα στη θάλασσα μια νύχτα
να βρεις τα μάτια μου να πιεις
τα χείλια μου να κελαηδήσεις.
Εδώ με σκότωσαν στην ερημιά
σε τούτο τ’ ακρογιάλι.
Τρόμαξε τ’ άλογο, σηκώθηκε
με πήρε σέρνοντας απ’ τα μαλλιά
και τριποδίζει πικραμένο στον κατήφορο
ακόμη, πουλί μου, ακόμη.

Οι πέτρες θα μαρτυρήσουν

Η μια μέρα δαγκώνει την άλλη
οι νύχτες πίσσα και τρόμος
καθένας περιμένει τη σειρά του.
Τους βάζουνε κι ανοίγουν λάκκους
μετά τους σπρώχνουν εκεί μέσα.
Προφταίνουνε να ιδούνε λίγον ουρανό
χώμα στο γαλάζιο
κι απάνω πέτρες πέτρες πέτρες
αυτές που κάποτε
θα μαρτυρήσουν.

Το κόκαλο

Όταν σκοτώθηκε ο αετός
ένα παιδί πήρε το κόκαλο
από το πόδι του πουλιού
και το ’κανε φλογέρα.

Καθόταν έπαιζε στην ερημιά.

Βγαίνανε τότε πίσω απ’ τα βουνά
τρεις αρματωμένοι κι άκουγαν.
Άκουγαν αμίλητοι και κάθε τόσο
γέμιζαν και ρίχνανε μια ντουφεκιά
στον άδειο ουρανό.

Οι τρεις

Αυτός που γράφει το ποίημα
κι εκείνος που θα το διαβάσει
μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο
με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε.

Μέσα στο ποίημα βέβαια
έχουν χαθεί κι οι τρεις.


Πηγή: Ποιήματα 1943-2008

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - Η νύχτα και ο Χρόνος


στην Α.


Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας
την είδε στ’ όνειρό του.
Βρέθηκαν λέει στο Ντελφτ
και ήταν ακόμη ωραία
και κάθισαν στην πλατεία
και θυμηθήκαν τα παλιά.
Το φως ήταν χρυσό
όπως στον Βερμέερ.

Της τηλεφώνησε τ’ όνειρό του
κι εκείνη του είπε: Μα πώς ξεχνάς;
Πράγματι συναντηθήκαμε στο Ντελφτ
την περασμένη Δευτέρα
και καθίσαμε στην πλατεία
και ήθελες να περάσουμε μαζί τη νύχτα
και ήθελα
μα δεν μπορούσα και σου είπα
έχει χαθεί για μας ο Χρόνος.

Κι εσύ τότε μου είπες:
Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως.
Ίσως όλος ο Χρόνος είναι μόνο μια νύχτα
και δεν θα θυμηθούμε ποτέ
αν τη ζήσαμε ή την είδαμε στ’ όνειρό μας.
[Ρόττερνταμ, 16-6-2003]

Πηγή: Πού είναι τα πουλιά; (2004)


Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - Η έρημος και ο καθρέφτης


Υπάρχει, λένε, στην έρημο ένας καθρέφτης.
Αν πας εκεί και κοιτάξεις
θα ιδείς σε μια στιγμή
το αληθινό σου πρόσωπο
τις μορφές που άλλαξες στα χρόνια που περάσαν
θα ιδείς τους άλλους που ήσουν εσύ
και τους λησμόνησες και χάθηκαν
μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι.

Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω
κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει.
Η έρημος είναι ο καθρέφτης
και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις.
Φυσάει εκεί όλο φυσάει
το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως ο άμμος
χάνεις τα μάτια σου
και δεν θα ιδείς ποτέ ποιος ήσουν.


 «Λίγος άμμος», Ποιήματα: 1943-2008, εκδ. Κίχλη.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - Η φωτογραφία


Αυτή η νέα γυναίκα 

κοιτάζει μια παλιά φωτογραφία του 

σαν να ήταν στα δεκαεννιά του χρόνια.

«Τι όμορφο παιδί» του λέει 

«τι μάτια μελαγχολικά!

Ποιός είναι;» τον ρωτάει.


Κι αυτός, που την ποθεί πολύ 

και κάθε στιγμή τη θέλει 

γέρος τώρα πια

«Κάποιος πεθαμένος φίλος»

λέει αόριστα 

γυρίζοντας αλλού τα μάτια.


Πηγή: Πού είναι τα πουλιά;, Κέδρος 2004

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - Ο νεκρός


Φέρνοντας ίσκιους από το ποτάμι, τον είδαμε να μπαίνει ξαφνικά.

Πάνω στα ρούχα του η πάχνη μοσχοβολούσε αλιγαριά.

Βολεύτηκε σε μια καρέκλα μετά που τον φιλέψανε γλυκό κυδώνι

και κοίταζε ολοένα κατά τη γωνιά τη σκοτεινή με το τριζόνι.


Κάποιος σηκώνοντας τη λάμπα του φώτισε το πρόσωπο από κοντά.

Αυτός χαμογελούσε ήσυχος, γυρεύοντας την αγάπη μας όπως τ' αδύνατα παιδιά.

Ήταν χορταριασμένος, γαλαζοπράσινος κι όλο ψαχνόταν σα να ζητούσε τα γυαλιά του

από τ'αυτί του βγήκε μια σαύρα και χώθηκε στ' άσπρα μαλλιά του.


Το πρόσωπό του αόριστο πέρναγε πότε στο φως και πότε στο σκοτάδι.

Κιντύνευε εύκολα, μας έλεγε. Περπατούσε ολοένα πέφτοντας σ' ένα βαθύ πηγάδι.

Μετά σηκώθηκε, κατέβηκε τη σκάλα και καθώς πήγε να χαϊδέψει το σκυλί,

εκείνο αγρίεψε, τον δάγκωσε και βγήκε ουρλιάζοντας απ' την αυλή.


Πηγή: Σύγχρονοι Πελοποννήσιοι ποιητές, ανθολόγηση: Δημήτρης Αλεξίου, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης, 1987.

Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CE%BF-%CE%BD%CE%B5%CE%BA%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%85%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - Ο λύκος και ο έρωτας


Με τον φίλο μου το λύκο
τον δειλό τον κουτοπόνηρο
περπατούσαμε μαζί
μες στο σκοτεινό μου όνειρο.
Και του λέω Λύκε πες μου
τι να κάνω με τον έρωτα
όλα είναι κει θολά
μυστήρια κι αφανέρωτα.
Και μου λέει άκου Γιώργη
δε θα λύσω τ’ ανεξήγητα
γλέντησε μ’ όσες μπορείς
τ’ αμπέλια είναι ατρύγητα.
Άι στο διάβολο του λέω
αχρείε κι αλιτήριε.
Και το χτήνος μ’ απαντά
να σε φάει ο λύκος κύριε.

Να μη τους ξεχάσω, Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη 2017

Όλες οι αντιδράσει

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Γώργης Παυλόπουλος - Να μη τους ξεχάσω

Τους είδα.
Ήμουν εκεί ανάμεσά τους
και τους κοίταζα και είπα:
Ίσως κανείς τους δεν ξέρει
πως είμαι ανάμεσά τους
και τους βλέπω.
Ίσως κι εγώ δεν ξέρω κάποτε
αν είμαι πράγματι ανάμεσά τους.
Όμως ας μείνω έτσι
να τους κοιτάζω κι ας αμφιβάλλω.
Πέρναγαν τα χρόνια
κι όλο αναρωτιόμουν:
Άραγε τους είδα
άραγε με είδαν που τους κοίταζα
και πόναγα γι' αυτούς;
Και ξαφνικά βρέθηκα πάλι εκεί
σα να μην έφυγα ποτέ από κοντά τους
σα να μην πέρασαν τα χρόνια.
Άπλωναν τώρα σε μένα τα χέρια τους
κι έκλαιγαν γυρεύοντας απελπισμένα
να μη τους ξεχάσω
να μη τους ξεχάσω.

Πηγή: Να μη τους ξεχάσω, Κέδρος, 2008

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - Το διάφανο μετάξι


Από το ένα μέρος οι δυό μας

να έχουμε δοθεί σαν άλλοτε στον έρωτα.

Κι από το άλλο μέρος οι δυό μας πάλι

ασάλευτοι τώρα να κοιτάζουμε.

Κοιτάζαμε τα διψασμένα σώματα

πού ήμαστε κάποτε

κοιτάζαμε την ηδονή τους καί ποθούσαμε

και λιώναμε να σμίξουμε μαζί τους.

Όμως ανάμεσά μας ένα μετάξι διάφανο

σχεδόν αόρατο μας χώριζε για πάντα.

Γύρισε τότε και μου έδωσε με δάκρυα στα μάτια

ένα φιλί που έκοβε τα χείλια σαν μαχαίρι.

Το πήρα και αρχίζοντας να σχίζω τον αέρα

μας φάνηκε τάχα πως περάσαμε

και πέσαμε στην αγκαλιά τους

και σμίξαμε τους άλλους εαυτούς μας.


Κι Εκείνη επήγε μέ τον Άλλο

κι εγώ επήγα με την Άλλη.


Που είναι τα πουλιά;, εκδ. Kέδρος 2004. 

Γιώργης Παυλόπουλος - Τρία ποιήματα

 Η ΜΝΗΜΗ


Η μνήμη πεταλούδα
πάνω στον καθρέφτη
δεν ξέρει αν κοιτάζει
το είδωλό της ή μιαν άλλη
όμοια πεταλούδα.



Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Ένας ταξιδιώτης
αποκοιμιέται πάνω στ' άλογό του
και βλέπει στ' όνειρό του
πως τάχα το ταξίδι του
είναι ένα όνειρο
που το βλέπει κοιμισμένος
πάνω στ' άλογό του.


ΣΤΙΧΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΣ

Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα
τίποτε όμως δεν θυμόμουν
εκτός από ένα στίχο μονάχα:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα.

[Από την ποιητική συλλογή Λίγος άμμος, εκδ. Νεφέλη 1997]

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - 'Ένα κρίνο στην Κόλαση


Στον Σταύρο Ζουμπουλάκη
Όταν ήμουνα στην Κόλαση
είδα μέσα στη φωτιά
ν' ανθίζει ένα κρίνο.
Παρακάλεσα το Διάβολο που μ' έπαιρνε
να με αφήσει να το αγγίξω.
Στην Κόλαση μου είπε
δεν ανθίζουν κρίνα.
Η τιμωρία σου είναι
να νομίζεις πως βλέπεις κρίνα
μέσα στην αιώνια φωτιά
που σε αφανίζει.

Να μη τους ξεχάσω, Κέδρος 2008

Αναδημοσίευση από τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος - Νέοι ποιητές εις το Ρωσικόν



Αποφασίζουμε στα πρώτα χρόνια
της νιότης μας μια νύχτα να ξεσπάσει
αυτό που τελικά στα δάση
θα μας καθιερώσει με τ' αηδόνια.

Όλα λοιπόν στους στίχους μας θα μείνουν
οι έρωτες, τα πάθη μας, τα λάθη
του πόνου μας το μαύρο κατακάθι.
Όμως αυτοί που θα μας κρίνουν

ας λογαριάσουν της ψυχής μας
τον πυρετό, τη δίψα και το αίμα
τη λίγη μας ζωή που μοιάζει ψέμα.
Τους άγνωστους εμάς της εποχής μας

να μας θυμάσαι φίλε σαν νυχτώνει
στο Ρωσικόν μεσάνυχτα κι ακόμα
να λέμε για της Ποίησης το σώμα
που μάγευε το Γιάννη το γκαρσόνι.

Να μην τους ξεχάσω, Κέδρος 2008.

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Γιώργης Παυλόπουλος - Μυστική αποστολή


Να πηγαίνουμε χώρια απ' τους άλλους
να μη γνωρίζουμε κανέναν
να πλαγιάζουμε στα χαντάκια
στα κοιμητήρια και στ' αχούρια
και πάνω μας καμία γραφή
μήτε φυλαχτό μήτε δαχτυλίδι.
Και να μην μπούμε σ' εκκλησιά
ν' ανάψουμε κερί
να μην περάσουμε από χωριό
κι αν δούμε τη μάνα μας
και αν δούμε αδερφό και αδερφή
κι αν δούμε να καίγεται το σπίτι μας
να στρίψουμε να φύγουμε.
Κι αν σηκωθούνε οι νεκροί
να τους κοιτάξουμε άγρια
κι αν έρθουνε τα όνειρα
να τα πετροβολήσουμε.

Να περπατάμε αμίλητοι
να μη σταθούμε πουθενά
ώσπου να παραδώσουμε το μήνυμα.


 Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα 1943-2008 

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Γιώργης Παυλόπουλος - Η βάρκα

Στον Peter Levi


Έσκυψα στον γκρεμό του προσκέφαλου
και κοίταξα κάτω
και είδα τις κουτσουπιές ανθισμένες
είχε πέσει ο ήλιος στη θάλασσα
και πέρα από το ερημόνησο το φως της μέρας
ήταν σταματημένο και φευγάτο
και κάποιος κήδευε κάποιον σε μια βάρκα

έλαμνε αργά κι άκουγα τα κουπιά
και καθώς έμπαινε η βάρκα κάτω από το βράχο
στο σκοτάδι του βράχου
έλα πάλι του φώναξα
και πιο βαθειά ο αντίλαλος
έλα πάλι έλα πάλι έλα πάλι

αλλά δεν ήξερα σε ποιόν ήθελα να φωνάξω
γιατί ο άνθρωπος με τα κουπιά κι ο πεθαμένος
ήμουν εγώ

κι ένα σκυλί στεκόταν τώρα στην άκρη του γκρεμού
γάβγιζε τον ίσκιο της βάρκας
κι εγώ είχα γείρει στο προσκέφαλο
και δεν σκεφτόμουν τίποτε πια

δεν έκλαιγα δεν έβλεπα μήτε θυμόμουν τίποτα
μονάχα τα κουπιά στον ύπνο μου
αργά και πιο αργά
με λίκνιζαν αδιάκοπα.

Πηγή: «Τα αντικλείδια» στη Συγκεντρωτική Έκδοση: Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη 2017. 

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Γιώργης Παυλόπουλος - Αναπαράσταση


Εδώ ήταν η συνηθισμένη θέση του.

Ο άνθρωπος καθισμένος ανάμεσα

στη σιωπή του και τον καθρέφτη

κοιτάζοντας ένα πράγμα να καίγεται γρήγορα

κι ολοένα να σώνεται ασχημίζοντας.


Μπορούσε να υποφέρει ακόμα την αγάπη.

Καμιά φορά κουραζόταν

κοίταζε τότε κατά το ταβάνι

γεμάτο μάτια προσηλωμένα στα δικά του

και την αράχνη σε μιαν άκρη

κυματίζοντας να κατεβαίνει.


Ύστερα πέφτανε πάνω του μεγάλες πέτρες

χαλάσματα που τον κομμάτιαζαν

σε μικρές φωνές.


«Το κατώγι» στο: Ποιήματα: 1943-1997, σ.  30


Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Γιώργης Παυλόπουλος - Κάτω από μια χρυσομηλιά στην Κύπρο


Κάτω από μια χρυσομηλιά
τέσσεροι φίλοι εσμίξαμε
και τρώγαμε κατσίκι οφτό
και πίναμε μαύρο κρασί.
Κι έπεσ’ ένα χρυσόμηλο
στη μέση στο τραπέζι μας.
Το πήρα και το κράτησα
κι είπα δεν είχα δει ποτέ
μήλα χρυσά χρυσομηλιάς —
νόμιζα πως υπάρχουνε
μόνο στα παραμύθια μας.
Κι ένας από τη συντροφιά
γιόμισε τα ποτήρια μας
και γεια σας είπε ρε παιδιά
εμείς που πάθαμε πολλά
στο μύθο πάντα ζήσαμε.

Λίγος άμμος

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Γιώργης Παυλόπουλος - Η πόρτα και ο καθρέφτης



Η πόρτα μισάνοιγε με τον αγέρα
και μέσ' από το άνοιγμα
για μια στιγμή
βλέπαμε τη θάλασσα.

Και στον καθρέφτη
σαν άνοιγε η πόρτα
βλέπαμε πάλι τη θάλασσα.

Το κρεβάτι τα κορμιά μας
και τη θάλασσα.

Τα αντικλείδια

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

Γιώργος Παυλόπουλος - Πάρις

 οὐ γὰρ πὼ ποτὲ ὧδε γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψες

Ιλιάδα, Γ 442
Τους πήρε ο ύπνος γυμνούς
και ήταν όλη μες στην αγκαλιά του.
Ποτέ άλλοτε δεν την πόθησε τόσο πολύ.
Μόνον όταν τον άγγιξε ο Θάνατος.
Χάμω στο πάτωμα τα διάφανα πέπλα της
και δίπλα η τρυπημένη ασπίδα του.
Απ’ τα καράβια των Αχαιών ανέβαινε τώρα
η σκοτεινή βοή που θ’ αφάνιζε την Τροία.
Και μέσα στην καταχνιά της κάμαρης
η Αφροδίτη, γριά σκεφτική, να τους κοιτάζει.

Πού είναι τα πουλιά; εκδ. Κέδρος, 2004.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Γιώργης Παυλόπουλος - Αλλά το ποίημα δεν χάνεται




Στη μνήμη του Νάσου

Μέτρησα δώδεκα φεγγάρια
ώσπου ν' ανταμωθούμε
και μια μέρα - τι μέρα Θεέ μου!  - 
βρεθήκαμε σε δάση και σε λίμνες
ανεβήκαμε σε κάστρα κι ανάκτορα
και κοιτάξαμε από ψηλά τη Θάλασσα
τη δική μας αρχαία Θάλασσα
και λησμονήθηκαν οι πίκρες μου κι οι χωρισμοί.
Γέλαγαν τα κορίτσια
το γέλιο τους άνοιγε την καρδιά μας
ακούγαμε πουλιά που κελαηδούσαν
κι ανάμεσα στα κελαηδήματα
μια λύρα με λαγούτο.
Και ξαφνικά γέμισε ο τόπος ηλιοτρόπια
και μια γυναίκα μάς είπε
να κόψουμε από τον κήπο της
για να θυμόμαστε το καλοκαίρι.
Και κόψαμε δύο ηλιοτρόπια
ένα για κάθε κορίτσι. 
Και ταξιδεύοντας κατά το Νότο
φτάσαμε σε Πύργο έρημο.
Ιππότες άλογα φρουροί και πυργοδέσποινα
όλοι μαρμαρωμένοι
κι άμα τους άγγιζες ζωντάνευαν και σου μιλούσαν.
Και τότε σκέφτηκα πως όλα είναι αληθινά
μόνο στα παραμύθια και τ' άλλα είναι ψέμα.

Γιώργης Παυλόπουλος, Να μη τους ξεχάσω, 2008.