Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Θεοχάρης Γιώργος Χ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Θεοχάρης Γιώργος Χ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Μνήμες επιστρατεύσεως


"Ξύπνα, επιστράτευση!", άνοιξα τα μάτια τρομαγμένος (είχα κοιμηθεί αργά, μιας και ξημέρωνε Σάββατο) και είδα το πατέρα μου πάν' από το κεφάλι μου. "Σήκω, φεύγουν οι φίλοι σου για Λιβαδειά, πού έχεις το απολυτήριο;", συνέχισε. Σηκώθηκα και συγκέντρωσα τα απαραίτητα: απολυτήριο (γαλάζιο), Ατομικό Βιβλιάριο Μεταβολών και Εκπαίδευσης, αστυνομική ταυτότητα, κάποια χρήματα. Είχα απολυθεί από το στρατό 15 μήνες πριν. Στις 13.30 έφυγα από την Αντίκυρα για τη Λιβαδειά. Πέρασα από το Στρατολογικό Γραφείο, επιβεβαίωσα ότι παρουσιάζομαι στα Φάρσαλα κι έφυγα, μαζί με πολλούς επίστρατους, με το φορτηγό του Γιάννη Άννη για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Πήχτρα στον κόσμο ο σταθμός. Κάμποσοι τουρίστες που τα είχαν χαμένα. Τέσσερις μικροί Ολλανδοί επιχείρησαν να φωτογραφήσουν μα τους εμπόδισε ένας χωροφύλακας. Τραίνα περνούσαν με επίστρατους κρεμασμένους στα παράθυρα. Κανένα δεν σταματούσε. Εντέλει βαδίσαμε ως την Χαιρώνεια και φύγαμε από κει με ένα ημιφορτηγό. Οι πιο πολλοί Αντικυραίοι. Στην Αταλάντη δύο πρατηριούχοι καυσίμων αρνήθηκαν να μας δώσουν αέρα για τα ελαστικά. Στα χωριά περνώντας μας χειροκροτούσε ο κόσμος. Κοντά στις Θερμοπύλες χάλασε το σωληνάκι της τρόμπας του ημιφορτηγού. Πήγαμε πεζή ως τη διασταύρωση με την εθνική οδό προς Λαμία. Συμπτωματικά σε λίγη ώρα πέρασαν και σταμάτησαν με τα φορτηγά τους ο Γιώργος Αλτάνης κι ο Τσετσόγιαννος, Αντικυραίοι, που πήγαιναν να παραδώσουν τα οχήματά τους στα Φάρσαλα κι εκείνοι. Σαλτάραμε και φτάσαμε στα Φάρσαλα γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Πρέπει να ήμασταν κοντά στα 7.000 άτομα σκορπισμένα στο άκοπο γρασίδι του χώρου επιστρατεύσεως. Νύχτα υγρή. Κρύωνα. Είχα μαζί μου ένα αντιανεμικό γαλάζιο. Το τυλίχτηκα και με πήρε ο ύπνος. Οδηγίες από μεγάφωνα καθοδηγούσαν τους επίστρατους ανά διαστήματα σε ποια πύλη του στρατοπέδου έπρεπε να επιβιβαστούν σε λεωφορεία που θα τους οδηγούσαν στα τάγματα συγκρότησης. Χαράματα της Κυριακής προσκάλεσαν κι εμένα, μαζί και όσους είχαμε κοινή κωδικοποίηση στα φύλλα πορείας. Πήγαμε σε μια τεράστια αποθήκη. Παραλάβαμε λινοστολή και το σάκο. (Χρόνια αργότερα διαπίστωσα ότι εκείνος που μου έδωσε τα υλικά ήταν ο κληρωτός Ελπιδοφόρος Καρβώνης, από τη Σύρο, που υπήρξαμε για αρκετές δεκαετίες συνάδελφοι στο εργοστάσιο αλουμινίου, φίλοι και συνοδοιπόροι στην όμορφη υπόθεση του περιοδικού Εμβόλιμον). Ανεβήκαμε στα λεωφορεία και φθάσαμε στους Σοφάδες. Συγκροτηθήκαμε ως 554 Τάγμα Πεζικού. Διαπίστωσα πως όλοι οι συγχωριανοί βρεθήκαμε στο ίδιο τάγμα. Σοφή πρόνοια σχεδιασμού, ώστε στη μάχη (ποια μάχη τελικά που ένα φιάσκο αποδείχτηκε όλο αυτό το ταρατατζούμ, αλλά εκείνη την πρώτη μέρα κανείς δεν ήξερε...) και στον φόβο του θανάτου να έχεις γνωστούς και συγγενείς κι αγαπημένους να σε εγκαρδιώνουν και να σε φροντίζουν, κι εσύ εκείνους. Ο συγχωριανός μου Σπύρος Παπαγεωργίου δεν βρίσκεται, δεν εντοπίζεται στις καταστάσεις επιστρατεύσεως του τάγματος. Παίρνει φύλλο πορείας για τον Βόλο. Μετά από λίγες ημέρες επιστρέφει γιατί δεν τον βρίσκουν πουθενά. Αποστρατεύεται και μας αποχαιρετά κοροϊδεύοντάς μας, ο τυχερός. Τοποθετήθηκα στον 2ο λόχο, στη 2η διμοιρία, στην 3η ομάδα. Σιτιστής του λόχου. Στήσαμε τις σκηνές μας, πλάι στο ποτάμι. Κάτοικοι των Σοφάδων έφερναν διαρκώς φαγητά. Το πιτσιρικομάνι περιδιάβαινε ανάμεσά μας. Δεν διώχναμε τα παιδάκια. Πιάσαμε γνωριμίες. Έγραψα ένα σύντομο γράμμα στη μάνα μου. Το έβαλα στον φάκελο και το έδωσα σε μια κοπελίτσα να το ταχυδρομήσει την επομένη. Παραλάβαμε οπλισμό. Κασόνια με τυφέκια Μ1 μέσα σε γράσο. Χρέωσα τα όπλα στους στρατιώτες του λόχου μου κι αρχίσαμε το καθάρισμά τους. Μοιράστηκα τη σκηνή με τον Μήτσο Κούκο. Κοιμηθήκαμε με την υγρασία να περονιάζει τα κόκαλά μας. Τη Δευτέρα βγήκα στο χωριό. Τηλεφώνησα στο σπίτι. Αγόρασα εφημερίδες κι ένα καρπούζι. Το βραδάκι μάθαμε από το ράδιο ότι έγινε ανακωχή στην Κύπρο. Βρήκα συγκληρωτούς μου από το τάγμα που υπηρετούσα στο Πολύκαστρο. Τα είπαμε. Τρίτη πρωί βάλαμε καζάνια στην ακροποταμιά. Συσσίτιο ημέρας φασόλια ξερά. Καθώς κόχλαζε η φασολάδα κάτω από τις πανύψηλες λεύκες της όχθης πέφτει ένα μακρύ νερόφιδο στο καζάνι του 3ου λόχου. Ο μάγερας το χτυπάει με την κουτάλα και το βγάζει. Συνεννοούμαστε μάγειροι και σιτιστές να μην πούμε τίποτα και μείνουν νηστικοί οι επίστρατοι. Κατά τις 16.30 μας ειδοποιούν ν΄ ανεβούμε στα ΡEO εν αναμονή αναχωρήσεως. Επιβιβαζόμαστε. Έρχεται κατά τις 18.00 με μια βέσπα ο κουνιάδος του φίλου μου Γιάννη Τσούπρου, από την Κοκκινιά, καθυστερημένος επίστρατος, κι έφερε νέα από την Αθήνα. Κάτι παίζει με τη χούντα μας λέει, κάτι με τον Καραμανλή. Να δούμε... Μας ενημερώνουν ότι θ' αναχωρήσουμε κατά τα μεσάνυχτα κι ότι μπορούμε να πάμε στο χωριό αν θέλουμε να βρούμε να φάμε. Κάναμε μια παρέα και φάγαμε κοντοσούβλι σ' ένα μαγαζί. Εκεί ακούμε στις 19.00 το έκτακτο ανακοινωθέν παράδοσης της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση κι ότι στις 20.00 θα συσκεφτούν οι αρχηγοί των πολιτικών σχηματισμών. Ανακοινώνεται ο ερχομός του Καραμανλή από το Παρίσι. Στις 23.00 δίνεται εντολή επιβίβασης για αναχώρηση. Ανεβαίνουμε στα οχήματα πάλι. Ένα μικρός από τους Σοφάδες, ο Κωστάκης, έχει κολλήσει από την πρώτη μέρα κοντά μου και δεν ξεκολλάει. Κάθεται πάνω στο ΡΕΟ πλάι μου και κλαίει που θα φύγω. Δεν ξέρω πώς να παρηγορήσω το παιδί. Του υπόσχομαι να τον θυμάμαι κι ότι θα επιστρέψω όταν τελειώσει η επιστράτευση να τον συναντήσω. Τον βάζω να μου υποσχεθεί ότι θα διαβάζει στο σχολείο. Δίνουμε τα χέρια. Χαϊδεύω το κεφάλι του και επιτέλους αποβιβάζεται. Αναχωρούμε. Αργά τη νύχτα διασχίζουμε την έρημη Λάρισα και ξημερώματα μπαίνουμε στην Κατερίνη. Στο δρόμο που οδηγεί στην πρώτη πλατεία της πόλης, εκεί μπροστά στην Εθνική τράπεζα, ομάδες μαθητριών, φορώντας τις μπλε ποδιές τους, μας πετούν πρόχειρα δεματάκια. Εκείνο που μού ΄λαχε είχε ένα κουτί μπισκότα γεμιστά Παπαδοπούλου, φυλλαράκια τσίχλες δυόσμου, ένα πακέτο τσιγάρα 22 φίλτρο, σπίρτα, κι ένα κομματάκι χαρτιού με σταμπωτές καρδούλες. Φύλαξα το χαρτάκι και τις τσίχλες ενθύμιο. Κάπου πρέπει ακόμη να βρίσκονται. Φτάνουμε λίγο πιο μετά στο χωριό Βρυά, 19 χλμ βόρεια της Κατερίνης. Στρατοπεδεύουμε. Καπνοχώρι με τους πιο πολλούς άντρες να λείπουν στη Γερμανία μετανάστες. Στήνουμε σκηνές. Πάω στο κοινοτικό γραφείο μήπως τηλεφωνήσω στο σπίτι. Αποτυχία πλήρης. Ένα καβουρδιστήρι με μανιατό δεν είναι ικανό να βγάλει ούτε Κατερίνη. Η τηλεγραφήτρια ζητάει συγγνώμη, λες και φταίει. Την επομένη, Πέμπτη 25 Ιουλίου, κατεβαίνουμε μεγάλη παρέα στην Κατερίνη μέχρι τις 22.00. Τηλέφωνο στο σπίτι. Την επαύριο και πάλι στην πόλη. Φωτογραφίες με φίλους. Περιοδικά, Εφημερίδες. Μπάνιο στο ξενοδοχείο Ολύμπιον. Απόλαυση, επιτέλους! Αγοράζω γραφική ύλη και βιβλία από το βιβλιοπωλείο Παπανικολάου. Σάββατο πρωί, μετά το εγερτήριο, καλούν συγκέντρωση στο χωράφι που στρατοπεδεύουμε προκειμένου να γίνει αγιασμός. Έρχεται ο στρατιωτικός ιερέας. Ο διοικητής αντισυνταγματάρχης Φλώρος (τον είχα υποδιοικητή στην κανονική μου θητεία στο 525 Τ.Π. στο Πολύκαστρο, τον ξαναβρήκα εδώ) ζητά κάποιον να γνωρίζει να ψάλει. Βγαίνω δύο βήματα από το στοίχο μου. Ξεκινάμε. Ρίχνω κάτι "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε" που τα ευχαριστιέται η ψυχή μου. Ο διοικητής μετά τον αγιασμό μού ζητάει να ψέλνω κάθε Κυριακή στον άγιο Στέφανο, την εκκλησία του χωριού, (καταθέσαμε τη μισθοδοσία μας του Αυγούστου για την αγορά μιας καμπάνας με τα στοιχεία του τάγματος επιστρατεύσεως και τη δωρίσαμε στον άγιο Στέφανο) για να εκκλησιάζονται οι επίστρατοι. Το απόγευμα ποδόσφαιρο μέσα στα οργώματα. Τη νύχτα σκοπός, γερμανικό νούμερο. Την επομένη, Κυριακή 28 Ιουλίου ψέλνω και μετά συσίτιο. Καλαμαράκια και κρασί μπόλικο. Ανεβαίνουμε με έναν λοχία, αγιογράφο, σε ένα τρακτέρ και πάμε στο χωριό Ριτίνη. Καφές. Ξύρισμα στο κουρείο. Στο τάγμα δύο κρούσματα ηπατίτιδας. Μέρα με τη μέρα περνάμε σε κατάσταση αποκτήνωσης. Κρούσματα επιθέσεων σε γυναίκες συχνά. Ένας επίστρατος στο τηλεγραφείο της Βρυάς επιτίθεται στην κοπέλα της υπηρεσίας φωνάζοντας να του βγάλει γραμμή γιατί θα μπει μέσα και θα την ξεβυζιάσει... Στο χωριό επίστρατοι έκλεψαν την μπουγάδα με τα εσώρουχα των κοριτσιών του ταβερνιάρη... Στην Κατερίνη πειράγματα χυδαία στο δρόμο... Αηδείς καταστάσεις... Οι μέρες πια κυλάνε ανούσια. Ξεκινήσαμε για πόλεμο και κάνουμε παραθέριση. Έλαβα 500 δρχ από το σπίτι. Πάνω στην ώρα γιατί έσπασε ο αριστερός βραχίονας από τα γυαλιά μυωπίας μου και πρέπει να γίνει αλλαγή. Την Τρίτη 30 Ιουλίου με παρέα στην παραλία Κατερίνης. Ελπίδες ότι θ' απολυθούμε από αυτό το φιάσκο μετά τη συμφωνία της Γενεύης. Πέμπτη 1 Αυγούστου, στην εφημερίδα Βραδυνή η είδηση περί αποστρατεύσεως τμημάτων Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Για να δούμε... Με 48ωρη άδεια. Επιστρέφοντας βρήκα το τάγμα να έχει μετακινηθεί στο χωριό Καρυές, νοτιοδυτικά της Βρυάς. Μικρό χωριό στις πλαγιές του Ολύμπου. Δρόμοι στενοί, ανηφορικοί. Παιδάκια βρώμικα με μάτια σπινθηροβόλα. Ηρεμία τοπίου και απουσία ήχων. Μια χρυσόμυγα ακούγεται τώρα δα, εν' όσω σκάζουν κάπου κάπου τα κλαριά που καίγονται στον φούρνο του αντικρινού σπιτιού. Σχολείο μονοθέσιο μέσα στον περίβολο της εκκλησίας. Στην είσοδό του μεγάλων διαστάσεων προτομή του Μεγαλέξανδρου και μια πρόχειρη επιγραφή "Όλοι πρέπει να τον έχουμε ως παράδειγμα". Ένα δεκάχρονο, ίσως, κοριτσάκι περνάει μπρος μου κουβαλώντας μια καρδάρα με νερό.... Ένας βοσκός περνάει στην άκρη του χωριού με τα γίδια του. Παζαρεύουμε μια γίδα. Την αγοράζουμε. Αναλαμβάνει ο συμμαθητής μου στο Δημοτικό Γιώργος Μαργαρίτης (Ζορμπάς) σφάξιμο, γδάρσιμο, ψήσιμο. Τη νύχτα γίνεται τρικούβερτο τσιμπούσι με τη γίδα...Όμορφες νύχτες στην Κατερίνη με φίλους καλούς και τον τραγουδιστή Φώτη Σφήκα στο κέντρο Εκάβη, στην Κατερίνη, και στο ξενοδοχείο Αλκυών, της παραλίας. Τετάρτη 14 Αυγούστου η χώρα βγήκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στο ψαλτήρι της εκκλησίας στις Καρυές για τον εσπερινό της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου. Σάββατο 17 Αυγούστου, ανασυγκρότηση στο Μοσχοχώρι, δίπλα στο ποτάμι κάτω από τα πλατάνια. Μαζί τρία τάγματα (554, - 555 - 556). Την Κυριακή 18 Αυγούστου στην καφτέρια των αδελφών Πόδα, στην Κατερίνη, Μεγάλου Αλεξάνδρου 49. Παίρνω εδώ την αλληλογραφία μου, για ασφάλεια. Γίναμε φίλοι με τον Λευτέρη Πόδα από την πρώτη φορά που μπήκα στο μαγαζί. Ήρθαν στο τάγμα επίστρατοι από μονάδες που διαλύθηκαν στα Σέρρας. Άλλαξε κι ο διοικητής του λόχου μας. Είναι ο μόνιμος ανθυπολοχαγός Βασίλης Καραφεϊζης. Παιδί σπαθί. Διαδόσεις για πιθανή νέα μετακίνηση αποδείχθηκαν ψευδείς, ωστόσο πήρα άρον άρον τα ρούχα μου από το καθαριστήριο στην Κατερίνη, ασιδέρωτα. Φίδι δάγκωσε στην πλάτη επίστρατο του λόχου υποστηρίξεως ενώ έγραφε επιστολή μέσα στη σκηνή του. Το ιατρείο δεν είχε ορό για την περίπτωση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Κατερίνης με ένα αγροτικό επιταγμένο. Φοβήθηκα και δεν κοιμήθηκα στη σκηνή, παρά έγειρα στην καρότσα ενός επιταγμένου αγροτικού. Την επαύριο στο Λιτόχωρο, στην έδρα της Μεραρχίας, για έλεγχο στα έξοδα μισθοδοσίας. Οι επίστρατοι, πολλοί δυστυχώς, εκτραχηλίζονται με αποτέλεσμα να μεταστρέφονται τα συναισθήματα των κατοίκων, ιδαιτέρως των γυναικών. Ο σιτιστής του λόχου υποστηρίξεως ενοχλεί μια κοπέλα στην κεντρική πλατεία της Κατερίνης κι εκείνη του λέει: "άντε παιδάκι μου να πολεμήσεις και κάποιος θα βρεθεί να με γαμήσει εμένα", άλλη που της έβαλε χέρι ένας επίστρατος: "μπα που να σ' εύρει μαύρη σφαίρα!" και η κυρία που κρατά το περίπτερο στρίβοντας για τον ΟΤΕ, σε μπουλούκι επίστρατων που χυδαιολογούν ψωνίζοντας τσιγάρα: "ε, λοιπόν, όταν σας επιστράτευσαν λυπήθηκα, μα τώρα λέω καλά σάς έκαναν!" Μπήκε Σεπτέμβρης και βολοδέρνουμε στις εξοχές. Οι σιτιστές έχουμε τα τυχερά μας. Κάθε πρωί οι φρουτέμποροι στην αγορά της Κατερίνης έχουν πληρωμένο τον πατσά που τρώμε στο μαγέρικο ώσπου να φορτώσουν τα τελάρα στα επιταγμένα αυτοκίνητα με τα οποία κάνουμε τις μεταφορές των ωνίων. Κι ακόμη, κάθε Παρασκευή, οι μανάβηδες μας καταβάλουν σε χρήμα το αντίτιμο της αξίας των τελάρων που επιστρέφουμε. Βγάζουμε έτσι τα βομαδιάτικα τσιγάρα. Σήμερα, 4 του μήνα, η δεύτερη γερή βροχή τις τελευταίες πέντε μέρες. Κάποιος έκλεψε από τη σκηνή τις κουβέρτες μου. Αύριο θα μας έρθει ο Μέραρχος. Για να δούμε τι νέα θα φέρει... θα πάμε σπίτια μας; Σάββατο βράδυ στην Εκάβη με τον Μητροπάνο. Γινόμαστε γκολ με ουίσκι και μπύρες. Η εφημερίδα Αθηναϊκή είναι τελικά μεγάλη κωλοφυλάδα... Στρατοπεδευμένοι σ' ένα ξεροπόταμο, κοντά στο χωριό Αρωνάς. Το απόγευμα προσγειώνεται ένα ελικόπτερο της αεροπορίας στρατού και συλαμβάνεται ο συγχωριανός μου Σ. Μ., επίστρατος, ο οποίος προφυλακίζεται στον Κορυδαλλό κατηγορούμενος αργότερα στη δίκη των βασανιστών (δικάστηκε 18 μήνες ως ένας από τους βασανιστές του Αλέκου Παναγούλη στο Μπογιάτι. Παιδί κι αυτός της επαρχίας που θαμπώθηκε από την εξουσία που του έλεγαν οι στρατοκράτες ότι τάχα είχε. Χαράμισε την υπόληψή του και τη λεβεντιά του). Σάββατο 7 Σεπτέμβρη αλλάζουμε θέση. Πάμε στην αντικρινή όχθη του ποταμού, μην τυχόν βρέξει και κατεβάσει νερά από το Όλυμπο κι αποκοπούμε. Τα βράδια πάμε στις αυλές των σπιτιών που γυναίκες και παιδάκια σπάζουν καπνό κι αρμαθιάζουν. Βοηθάμε, αλλάζουμε δυο κουβέντες, περνάνε οι νύχτες μας. Σημειώνω κάποιους πρόχειρους στίχους: Σκηνές στου ποταμιού την άκρη / πέφτει βροχή θλιμμένο δάκρυ // Καπνό μαζεύουν τα κορίτσια / στο Roxy παίζει τη "Μαλίτσια" // ο Γιάννης τρέχει στο χωράφι / για να βοηθήσει στον καπνό / και τονε βλέπουν σαν γαμπρό // Θλιμένες μέρες του Σεπτέμβρη / στης επιστράτευσης τη ρέμβη...Μέσα Οκτώβρη μετακινούμαστε στη Φαρκαδώνα (Τσότι) Τρικάλων. Μένουμε σε κατασκουριασμένα τολ εγκαταλειμμένου στρατοπέδου, στην πλαγιά πάνω από τον δημόσιο δρόμο. Είμαστε εντελώς ρέμπελοι πια. Κάθε βράδυ ανεβαίνουμε στα στρατιωτικά φορτηγά και πάμε στα μπουζούκια στο φρούριο των Τρικάλων. Γυρνάμε το πρωί και κοιμόμαστε ως το απόγευμα. Κραιπάλη ολκής. Στρατός για γέλια και για κλάματα. Ευτυχώς σε 12 ημέρες αποστρατευτήκαμε. Δεν πολεμήσαμε (ευτυχώς!!!) κάναμε όμως διακοπές αξέχαστες, με στρατιωτικό σιτηρέσιο μετά δημοσίων θεαμάτων...

Πηγή: https://www.facebook.com/profile.php?id=61550634516182

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Είχαμε πάει


Είχαμε πάει να πάρουμε κρασί στου Κώστα Τσάπα το σπίτι, στην άκρη του χωριού. Φεύγοντας ζήτησε να περάσουμε από την Ευγενία. Του ’καμα το χατίρι. Άνοιξε τη βαριά σιδερόπορτα. Περάσαμε μέσα. Χαιρέτησε τον κυρ Βασίλη και τη θεια-Λεμονιά και το αβάφτιστο της Πολυξένης. Προχωρήσαμε. «Γεια σου, Βγενούλα», της είπε. Μου ζήτησε να πιει. Του ’δωσα την μποτίλια. Ακούμπησε σε μιαν ακρούλα κι άρχισε ένα τραγούδι σιγανό: Βγενούλα το παινεύτηκε το Χάρο δε φοβάται / κι ο Χάρος άμα τ’ άκουσε, βαρύ του κακοφάνη. «Σήκω», του λέω, «να φύγουμε». Σηκώθηκε. «Αύριο», της υποσχέθηκε. Εκείνη αμίλητη, με το βλέμμα καρφωμένο στο αναπάντητο, μας κοίταγε απ’ τη φωτογραφία.
(Ενθύμιον, 2004)

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Πικρό τραγούδια για κείνες που δίχως χάδι μένουν


Στυφός καρπός και μέστωσε στης αγριελιάς τα κλώνια

Ποτέ του δεν τρυγήθηκε 'πο χέρι αγαπημένο

Στεγνώνει ακορφολόγητη στην πίκρα των καρπών της

και σταφιδιάζουν οι καρποί και σήπονται και πέφτουν


Όπως γυναίκα που έμεινε αχάιδευτη από χέρι

και συννεφιάζει ο πόθος της, η λαύρα της στεγνώνει

Γυναίκα που της έλαχε μη την καταδεχτούνε

μη την κεντρώσει ο έρωτας, να νιώσει, να ημερώσει


[από τη συλλογή Πλησμονή οστών, Μελάνι 2018]

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Γ. Χ. Θεοχάρης - Ο Τάσος Λειβαδίτης στον ύπνο μας συνεχίζει να λέει

Στα κατάλοιπά μου σας είχα προϊδεάσει: αφήστε κατά μέρος τις προηγούμενες καταθέσεις μου: θα πω την αλήθεια μόνο όταν θέλω εγώ ή όταν μ’ αφήσουν να κλάψω και ίσως θυμάστε ότι εκείνο το καλοκαίρι ένα πουλί κάθισε πάνω στα κάγκελα του κήπου, κάτι είπε στην κοπέλα της βεράντας, αλλά εκείνη δεν άκουσε. Βούιζε ο κόσμος από τα τζιτζίκια. Και τότε σκέφτηκα πως αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθώ κάποτε, ύστερα από χρόνια, και θα κλάψω απαρηγόρητος. Αυτή ήταν η αιτία, αν θέλετε να ξέρετε, που έκλαιγα απόψε ή, καλύτερα, όταν το τρένο πέρασε μέσα από το στήθος μου σφυρίζοντας για τρίτη φορά τυλίχτηκα στους ατμούς της μελαγχολίας σας, αλλά η μουσική που ερχόταν σαν χάδι από το βάθος ήταν η φοβερή μαγγανεία του χρόνου όπως τότε που με πήραν οι μικρές πεθαμένες εξαδέλφες μου και μπήκαμε με νοσταλγία στο όνειρο όπου καρτερικά πρόσμενε η θεία Ελβίρα να θηλάσω από το μαραμένο της στήθος, ώσπου χάσαμε εντέλει το δρόμο και μείναμε για πάντα στο όνειρο.
Και άλλοτε κοιτώντας στον καθρέφτη το χρόνο να μάχεται στο πρόσωπό μου επάνω «τι μάχη στημένη!» σκεπτόμουν «τι σημαδεμένα χαρτιά!», αλλά «μη λυπάσαι» μου έλεγε από τη φωτογραφία η θεοφοβούμενη θεία Γλυκερία «γιατί η ωραία νεότητα είναι το μυστικό κλειδί που μας ανοίγει την πόρτα προς το παρελθόν» -
όπως όταν γυρίζουμε στην αληθινή μας ζωή και συναντάμε τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, τον ρακένδυτο κηδευτή της ζωή μας να προσπαθεί το κορμί του να ξεκουράσει από το βάρος του σώματος που σήκωσε το δειλινό και αμήχανοι ρίχνουμε ένα κέρμα στο ντενεκάκι και φεύγουμε τρέχοντας ή όταν βλέπουμε τον ιεροψάλτη κυρ-Λαυρέντη να προσπαθεί να φορέσει τον ματωμένο χιτώνα της σάρκας και ο Θεός που διαβαίνει του χαρίζει ένα ματσάκι βιολέτες και σ’ εμάς ένα κουτάβι κουτσό για να μην πεθάνουμε ολομόναχοι.
Αλλά πάλι θα πείτε προς τι τόσο πάθος αφού οι αναμνήσεις έρχονται μονάχα για να μας παιδέψουν και όσες φορές επιστρέφουμε δεν μας περιμένει κανένας όπως το μεταμεσονύκτιο τρένο φτάνει στην προκαθορισμένη ώρα και βρίσκει το σταθμό ερειπωμένο και ο μοναδικός επιβάτης κατεβαίνει στην αποβάθρα της αιωνιότητας και ακουμπώντας τον ώμο του στον φανοστάτη του πασάγιου κλαίει με δάκρυα πικρά και πιο πέρα η φτωχή Ραχήλ με τα ανίατα όνειρα κυνηγάει τη νυχτερίδα της νιότης της και μια λασπωμένη βροχή διαλύει όλες τις προσδοκίες και κανείς δεν γνωρίζει πότε θα ‘ρθει η ώρα – και για ποιο πράγμα θα ‘ρθει η ώρα, ούτε καν η μικρή μου Τερέζα που μου γνέφει πίσω απ’ το δέντρο δείχνοντάς μου το λευκό της εσώρουχο ούτε και η Δεσποινίς Ευρυδίκη που προσμένει να με σύρει έξω απ’ τον Άδη.
Ήταν τότε σας λέω που, παιδάκια εμείς, τροφοδοτούσαμε τη μεγάλη φωτιά της αποκριάς με πουρνάρια στο δρόμο, οπότε ο σκοτεινός ξυλοπόδαρος έδωσε μια και τη σκόρπισε, γιατί ακόμη και πίσω από τις γελαστές προσωπίδες μάς συναναστρέφεται ο θάνατος,
και την άλλη στιγμή είδαμε την πεθαμένη στη γέννα Δωροθέα με το φλεγόμενο στήθος, γονατισμένη, καταφιλώντας με δάκρυα το πεθαμένο παιδί της στα μάτια,
ή, την άλλη φορά, εκείνη η γυναίκα άλλων καιρών, που είχε περιβολάκι στην αυλή της, με μαρούλια και πράσα και βυσσινιές και κλήματα, ανεβασμένη στον υδατόπυργο με την παλιά σκουριά στις κολώνες του, πέταξε στον ουρανό ακολουθώντας την παρδαλή της κατσίκα,
και, παρ’ όλ’ αυτά βέβαια, ο χρόνος συνεχίζει να ρέει ακάθεκτα, καταποντίζοντας σε βυθό αφανείας και λήθης τις αυταπάτες μας.
Κι ήταν αλήθεια όταν σας έλεγα πως ο τρελός θαμώνας του παλιού καφενείου επέστρεφε το βράδυ στο φτωχό κοιμητήριο και έσκαβε, νύχτες και νύχτες, το τούνελ που θα συντόμευε την απόσταση από την πρόθεση μέχρι την πράξη και το πρωί η ραχητική καντηλανάφτισσα άφηνε γι’ αυτόν ένα αχνιστό τσαγερό στη ρίζα του δέντρου των πρωτοπλάστων –
αλλά όταν άνοιξα την πόρτα η μητέρα στεκόταν ντυμένη νύφη, «έλα πάμε» μου λέει, «πού να πάμε μητέρα;» της λέω, και τότε κατάλαβε ότι ήμουν ο γιος που θα αποχτούσε και έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα επειδή γνώριζε πως θα με καταδίκαζε στην αιώνια περιπλάνηση,
καθόμουν λοιπόν στο σκαλάκι της πόρτας μαζί με το φτωχό μου φίλο Ιγνάτιο και βλέπαμε να έρχεται από το βάθος της αυταπάτης εκείνος που θα εμπόδιζε τις σκιές να σκεπάσουν το βλέμμα μας, αλλά όταν πλησίασε και είπαμε «τώρα είναι η στιγμή», εκείνος προσπέρασε και χάθηκε πέρα από τη ματαιότητα.
Όμως στο τέλος της μέρας περνούσε κάτω στους αγρούς η εαρινή λιτανεία, μικρά παιδάκια κρατώντας εικονίτσες και άλλοι με λάβαρα και εξαπτέρυγα και μεγάλες εικόνες από το τέμπλο της εκκλησίας καθώς και ένα πορτρέτο του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ δίπλα δίπλα με την εικόνα του αγίου Βλασίου και κάποιοι ακόμη με τρακτέρ ακολουθούσαν και πολλοί ανάμεσα στα αγριάκανθα και ο εφημέριος με το άσπρο του ράσο και το άσπρο επίσης πετραχήλι και έψαλαν όλοι τον Κωνσταντίνο τον μικρό τον μικροκωνσταντίνο και είδαμε τότε την εξαφανισμένη Γλυκερία γυμνή ανεβασμένη στην αχλαδιά να στολίζει με ανθάκια λευκά το σγουρό της εφηβαίο –
με λίγα λόγια, μονάχα οι νεκροί μπορούν να θησαυρίζουν από τόσα φορτία λησμονιάς και ο Θεός, μόνο αν δεηθεί η πόρνη μπορεί να εισακούσει κι όλους τους άλλους,
ή, όπως λέμε συνήθως, τα ποιήματα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ενέχυρα με τα οποία δανειζόμαστε ψιχία αιωνιότητας, ενέχυρα που η εκποίησή τους βαθαίνει της αβύσσου το χάσμα.
Και στην άκρη της μάντρας ο Πάνος, φορώντας μια μάσκα θεάτρου, τακτοποιούσε τα χειρόγραφα της βροχής – φύλλα ξερά ως τη θάλασσα, φεγγάρια χλωμά, φτερά παλιών αγγέλων ξεφτισμένα, και ο Ηλίας έψαχνε τον παππού του σ’ ένα υπόγειο ανύπαρκτο και, ετοιμάζοντας τα μνήστρα της αβύσσου, έλεγε «θα χαθώ, λόγος κι εγώ μέσα στα λόγια των χαμένων ή λυπημένο σύννεφο που πνέει ψιθύρους απ’ το πικρό αλφάβητο της ερημιάς» και ο Γιώργος, ω! ο αγαπημένος μου Γιώργος με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο, επιστολές ταχυδρομούσε στον Δ. Π. Παπαδίτσα και φρόντιζε να μη σκεπαστεί το ποτάμι που τη φοβερή πατρίδα του αρδεύει,
ή στην εξοχή στεκόταν και έλεγε εκείνη την παλιά προσευχή: «Κάποτε στίχους στα ωραία κυνηγούσα βιβλία όπως ο μικρός τις πεταλούδες στο δημόσιο κήπο, Κύριε, του πόνου γνωρίζοντας έτσι το άλγος»,
που σημαίνει, αν σωστά ερμηνεύω, πως κανένα αίνιγμα δεν λύνεται αν δεν φτάσεις ματωμένος στο τρίστρατο –
ή, ακόμη, εκείνη η βρεγμένη, αβάσταχτα όμορφη, γυναίκα στα μαύρα που περιμένει στην προβλήτα ένα πλοίο ενώ ακούει να σφυρίζει το τρένο που φτάνει γεμάτο πνιγμένους και στο επάνω πάτωμα ο ήχος μιας φυσαρμόνικας μας βεβαιώνει πως τα αθώα παιδιά μπορεί να βρούνε την άκρη του λαβυρίνθου,
ή ότι το βάσανο της ποίησης είναι το τίμημα της αθετημένης υπόσχεσης που δώσαμε στο παιδί που υπήρξαμε κάποτε.
Έβλεπα, λοιπόν, τα τρία αγόρια μου κι άκουγα τον αρχαίο λυγμό κάτω από τη νυχτερινή δροσιά, γιατί όταν σας έλεγα: θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα να νοσταλγώ το Θεό, αυτά τα παιδιά ακριβώς εννοούσα.

(Από τη συλλογή «Από μνήμης», εκδ. Μελάνι, 2010) Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/tasos-leivaditis-poihsi/4/ ]

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Η επίσκεψη


Είχε καιρό να φανεί
Αυτός που ποτέ δεν αργούσε τόσο
Ήρθε ξανά απόψε τη νύχτα
Αδυνατισμένος
Αξύριστος
Με το παράπονο του αποκομμένου στο βλέμμα
«Πού το κάλλος της νεότητας, το πολυφάνταστο;»,
σκέφτηκα…
Με κοίταξε με τόση αγάπη, όπως πάντα…
«Ασπρίσαν τα γένια σου», είπε, «πόσο χρονώ πας;»
«Σε πέντε χρόνια θα ‘μαστε συνομήλικοι», αποκρίθηκα
«Τι χρονιά είναι τώρα;», ρώτησε
«2025, 4 Ιουνίου σήμερα», είπα
«Πο-πο! Νεράκι περνάνε τα χρόνια», απάντησε
«Να προσέχεις», είπε, «η ζωή είναι μία, χόρτασέ την!»
Προχώρησε αργά, δυτικά
Σηκώθηκα να τον κοιτάζω καθώς εξαϋλωνόταν
στη στροφή του δρόμου
Είκοσι ένα χρόνια πεθαμένος ο πατέρας σήμερα

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Πρωτομαγιά


Μόλις τελειώσει η διαδήλωση

έλα να φύγουμε μαζί.

Πάμε να μάσουμε την άνοιξη

σε δυο μπουκέτα.

Να γίνουμε ένα με τις παπαρούνες

με τούτη τη ξεδιπλωμένη

απέραντη

               κόκκινη

                             σημαία 


Πτωχόν Μετάλλευμα, Εμβόλιμον 1990


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Υπέρ των ποιητών


Να αγαπάτε τους ποιητές.
Προς όφελός σας διαθέτουν την ψυχή τους·
την ειρηνική αυτή επαρχία εκρηξιγενών πετρωμάτων,
επιδιδόμενοι σε διαρκή εκβραχισμό
ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.
Αποτελούν, από μιαν άποψη,
ένα είδος θαλάμου ακροάσεων
των επιθυμιών και των καημών σας·
μία διώρυγα προσαγωγής της προσδοκίας σας
για κάτι το ωραίον·
ένα ακάτιο που σας διασώζει
από την αγκυλωτικήν αγκίστρωση
στους παγετώνες της ακαλαισθησίας.
Σας παρέχουν την ευκαιρία να ενωθείτε μαζί τους
με δεσμούς ετεροπολικούς,
αν αξιοποιήσετε τα ψυχικά τους αναβλήματα.
Να αγαπάτε τους ποιητές.
Αντιληφθείτε ότι δεν είναι τίποτε άλλο
από μία δεξαμενή έρματος
για να ισορροπούν οι υπερθαλάσσιοι θάλαμοι
του πλοίου με το οποίο ταξιδεύετε.
Κάθε φορά που τους πληγώνετε
υψίστανται μικρά εγκάρδια ραγίσματα
μη επισκευάσιμα.



Πηγή: Αμειψισπορά, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, 1996.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Γ. Χ. Θεοχάρης - Ποιήματα

 


ΑΣΥΜΠΤΩΤΟ


Εκείνη πορεύεται μέσʼ στη μαγεία του ρυθμού:

(α+β)2 = α2+2αβ+β2.

Αυτός περιπλανιέται σε σοκάκια απροσδιοριστίας.


Όσες φορές προσπάθησαν να προσεγγίσουν την ταυτότητα, κάνοντας την παραδοχή:

όπου α = αγαπώ και όπου β = βαρβατεύω,

το αποτέλεσμα πάντα προέκυπτε:


επειδή όπου α = αγαπώ,

γι αυτό όπου β = βασανίζομαι.


ΘΕΩΡΗΜΑ

Στον Διονύση Καρατζά


Επειδή κάτω από τόξα γεφυριών παλιών

οι στεναγμοί γλυκαίνουν,

γιʼ αυτό σπουδάζω ποταμούς

κι εσύ σαν άστρο λάμπεις.



ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ


Ω! Το υπέροχο Ω-μέγα των γοφών σου!


πόσα μάτια αναλφάβητα

πάνω του έχουνε σπουδάσει!


ΑΚΤΟΠΛΟΪΚΟ ΔΕΛΤΙΟ


Περί ώραν 3ην μεταμεσημβρινήν της σήμερον

απέπλευσεν η πεντάκωπος της δεξιάς παλάμης μου,

διʼ απαλής κωπηλασίας, βραδέως κατευθυνομένη

προς την τριπόθητον διώρυγα

των ροδαλών μαστών σου.


POLAROID


Ν΄ ακουμπάς ξαπλωμένη στο στήθος μου.

Να χαϊδεύω το λαιμό σου.

Να μη μιλώ.

Να κοιτάζω μονάχα βαθιά

τα μεγάλα όμορφα μάτια σου

και να σώζομαι μέσα τους.


ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΕΣ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑΣ


…έμαθες πια λοιπόν ότι η έκσταση μπορεί να μας χαρίζεται κάθε φορά που αποτρέπουμε της τρέλας τη διήθηση. Κάθε φορά που οι κραυγές του πόθου μας ενορχηστρώνονται επάνω στη σταρένια παρτιτούρα των κορμιών μας, ως τη στιγμή της έκρηξης. Ως τη στιγμή που διαλυόμαστε σπάζοντας σε χιλιάδες κομματάκια, σαν κέρματα που πέφτουν κουδουνίζοντας από τις τσέπες πανταλονιού που φεύγει βιαστικά απʼ το σώμα. Ως τη στιγμή που σαν βεγγαλικά εκτινασσόμαστε λαμπρύνοντας το σκοτεινό δωμάτιο με χίλιες αστραπές. Κι ύστερα πέφτουμε μεσʼ στο γλυκό κενό. Μέσα βουτάμε στο βαθύ πηγάδι αγκαλιασμένοι με το ρυθμό που η ανάσα μας ισορροπεί. Ώσπου προσγειωνόμαστε απαλά στο στρώμα, αργά, όπως το κύμα το μεγάλο ξεψυχά, στον έσχατο σπασμό, σʼ του σώματος την πιο ειλικρινή εκμυστήρευση. Τότε που οι ψυχές αλλάζουν σώματα. Τότε που τα μοιράζονται και τα φωταγωγούν. Την ώρα εκείνη που σε κατοικώ, χωρίς χαρτιά, χωρίς συμβόλαια, χωρίς κανονισμούς και ενοικιοστάσια και συ με δέχεσαι όπως τα ρημαγμένα νεοκλασικά τον άστεγο. Τότε που στρέφω παίρνοντας ένα μικρό λουλούδι αλήθειας απʼ τα μάτια σου και τʼ ακουμπώ στο μέτωπό σου,


έτσι για να ʽρθει η άνοιξη πιο γρήγορα

και να σε στεφανώσει.


Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2009/09/15/aethnaio-eaiunco-aoyidhouoa-dhiethiaoa/

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Η ομορφιά στο παράθυρό της το πρωί

Ξυπνάει πρωί 
με τη ζέστη του ύπνου τυλιγμένη στης ψυχής της τη θέρμη. 
Γυμνώνεται. 
Ανοίγει τα τζάμια των παραθύρων διάπλατα,
αντίκρυ στη θάλασσα. 
Οι πρωινές ηλιαχτίδες χαϊδεύουν την πορσελάνινη γυμνότητα, 
τη σφιχτή σάρκα, διαπερνούν 
φθάνοντας στις πηγές του πόθου της. 
Στέκει, γυμνή, αντίκρυ στο πεντακάθαρο φως, 
μετέωρη σχεδόν, 
όπως γυναίκα του Σεζάν στον έναστρο ουρανό, υπεριπτάμενη. 
Στο εφηβαίο της ανθοφορούν χαμομηλάκια
κι όλοι της άνοιξης οι έρωτες οργάζονται μεθυστικά. 

Τις μέρες που έχει συννεφιά
 στέκεται, στον καθρέφτη της, γυμνή, 
και καταυγάζεται εκτυφλωτικά το δώμα,
 από την αντανάκλαση της ηλιοστάλαχτης γυμνότητάς της.   


(Από τη συλλογή «Πλησμονή οστών», εκδ. Μελάνι, 2018)


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poihtes-mas-gia-ena-koritsi-sto-parathyro/2/ ]

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Χιτζάμπ χειραφέτησης

 Μπήκε στο πάρκο της φιλόξενης πόλης

όπου απάγκιασε η οικογένειά της

διωγμένη από τον φόβο του θανάτου

απ’ τον βομβαρδισμένο τόπο τους.


Περπατούσε αγέρωχη

με τη σχολική σάκα στους ώμους

το βλέμμα καρφωμένο σε ένα μέλλον ελπιδοφόρο

και τη μαντήλα στο όμορφο κεφάλι της

-Το χιτζάμπ της θρησκευτικής της πίστης.


Μαγνήτισε το βλέμμα του νεαρού

που καθόταν στο παγκάκι.

Της χαμογέλασε και κάτι ψιθύρισε,

κάτι σαν: «Όμορφη που είσαι!...»


Εκείνη έγειρε την κεφαλή και συνέχισε τον δρόμο της

ωστόσο δεν μπόρεσε να κρύψει

εκείνο το γελάκι φιλαρέσκειας

που έλαμψε στο βλέμμα και στα χείλη της.



 Ημερολόγιο 2023, Εκδόσεις Σοκόλη

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Γ. Χ. Θεοχάρης - Ποιήματα και πρόζες

 ΤΑΥΤΟΦΩΝΙΑ
I

Ένας καημός ρινόκερος είναι το ποίημα.
Ολοζωής την ψυχή του ποιητή
πασχίζει να ξεριζώσει.
II
Γνωρίζει πάντα ο ποιητής
ότι υπάρχει ένα ενδεχόμενο θανάτου
για το ποίημα.
III
Άλλωστε ο ίδιος
το οδηγεί πολλές φορές
σε εσκεμμένη αποτυχία
με την ελπίδα να το τιθασεύσει.
IV
Αλλά το ποίημα
ποτέ δεν τιθασεύεται.
Κι αν για να γεννηθεί την ψυχή του ποιητή
πρέπει να σχίσει,
θα το κάνει
V
κι ο ποιητής αντίρρηση δεν θα 'χει.

ΤΟ ΚΕΝΤΗΜΑ

Η Μαριάνθη πηγαίνει τα' ανοιξιάτικα απογεύματα
στο λόφο του Φιλοπάππου.
Έχει μαζί το κέντημά της
με τις πολύχρωμες κλωστές και τα βελόνια της.

Κάθεται στα βραχάκια, στην άκρη του γκρεμού
και φτιάχνει το εργόχειρό της.

Κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του ..........

Ένα μικρό κορίτσι, που έπαιζε το τόπι του,
σταμάτησε και την παρατηρεί.

Καλέ κυρία - τη ρωτάει - έχετε τόσα χρώματα,
γιατί κεντάτε μόνο με το κόκκινο;

Γιατί ο γκρεμός είναι βαθύς, πουλάκι μου,
κι όταν τελειώσει μου η κλωστή,
έτσι κι αλλιώς,
το κέντημα θα γίνει κατακόκκινο.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
Ένας άλλος θάνατος
είναι οι απογευματινές συγκεντρώσεις
τις άχρωμες Κυριακές.
Με τα κουλουράκια και τα φυστίκια,
τα πατατάκια με ρίγανη,
με το κονιάκ και τους καφέδες.
Με το "πώς πάνε τα παιδιά στα μαθήματα;"
και με το "τι καινούριο μας γράψατε;".
Με τις ατέλειωτες συζητήσεις
για τη δουλειά στο εργοστάσιο,
τις ατελέσφορες απόπειρες
ν' αλλάξει επιτέλους το θέμα συζήτησης.
Με το "έτσι ο ένας κι έτσι ο άλλος!",
με το "ακούστε και τούτο που άκουσα!!".
Στο μεταξύ καρφώνεις το βλέμμα σου
στα δέντρα του κήπου.
Τι καλά να ήμουν μια διακριτική ακακία,
σκέπτεσαι όλη την ώρα.

Ένας άλλος θάνατος
είναι η έγνοια σου για τον λεκέ από αίμα
που θα αφήσεις στη ράχη της πολυθρόνας
όταν θα σηκωθείς και θα φύγεις.
Η έγνοια σου για τη φιλόξενη οικοδέσποινα
που δεν θα ξέρει πώς να τον καθαρίσει.


Από την ενότητα «Περιστατικά της μνήμης» της συλλογής Ενθύμιον
X
 
               της μάνας
 


Μπήκα στο δωμάτιο. Τη βρήκα ντυμένη με το ρούχο του χειρουργείου. Ο ορός στο χεράκι της μετρούσε στάγδην το χρόνο. Σε λίγο θα την έπαιρναν. Μου φάνηκε πολύ γερασμένη. Το στόμα της σουφρωμένο, χωρίς τη μασέλα, πιεζόταν να σχηματίσει ένα πικρό χαμόγελο. Τη βέρα της είχε περάσει στο δάχτυλό της η αδερφή μου. Άλλα χρυσαφικά ποτέ δεν είχε. 

Σε καμιάν ώρα ήρθε ο νοσοκόμος και την επήρε. Περπατούσα πλάι της, δίπλα στο κυλιόμενο κρεβάτι. Με κοιτούσε παρακλητικά και, πριν τα πόδια του κρεβατιού παρασύρουν τη δίφυλλη πόρτα του χειρουργικού διαδρόμου, έβαλε στη δεξιά μου παλάμη ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα, που σίγουρα είχε ετοιμάσει την προηγούμενη νύχτα.

Έξω από την κλειστή πόρτα ξεδίπλωσα το χαρτί. Ήτανε κάποια στιχάκια με ομοιοκαταληξίες αδέξιες. Έλεγε για τη βασανισμένη της ζωή, για τη μάνα της που κι εκείνη νωρίς ο Χάρος εθέρισε, για τον πατέρα που θα μείνει μονάχος και για την αδερφή μου που τώρα θα πρέπει να προσέχω.
Διάβασα αυτό, το μόνο της ζωής της γραπτό, και κατάλαβα πως όταν ο άνθρωπος το παγωμένο χέρι του Χάρου αισθάνεται, στη ματαιότητα της ποίησης προστρέχει.

 Στη ματαιότητα προστρέχει της ποίησης.  Απελπισμένα.

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΔΙΣΤΟΜΟΥ

Στην άκρη του μαρτυρικού Διστόμου, πλάι στο κοιμητήριο, ζει ο ρεμπέτης Νικόλαος Παππάς, ο επονομαζόμενος κακούργος. Η επωνυμία αυτή συνίσταται στο τρομερόν της όψεώς του, η οποία φέρει τον μελανόμορφον χρωματισμόν του παρακειμένου όρους Ξεροβούνα - εις το οποίον έδρασε ο λήσταρχος Νταβέλης - προδίδοντας την αγαθή ψυχή του, τόσο έντονα, ώστε να έρχεται στον νου μου εκείνο που 'λεγε ο παπούλης μου: Μη τη ζητάς την εμορφιά μόνο σ' αυτό που βλέπεις, να τη γυρεύεις πιο βαθιά σ' εκείνο που δε βλέπεις.
Η ύπαρξη του εν λόγω Νίκου οφείλεται στο ότι η μητέρα του διέλαθε της κτηνωδίας των Γερμανών κατά την φοβερήν ημέρα της σφαγής, στις 10 Ιουνίου 1944 ή, κατά μία εκδοχή, επειδή η νύχτα πρόφτασε τους φονιάδες πριν μακελέψουν την δυτική πλευρά του χωριού, όπου και το πατρικό του. τώρα ταβέρνα.
Κάποιο απόγευμα Μαρτίου, όταν ο καρδιολόγος τον καθησύχασε πως η καρδιά του είναι μια χαρά και πως αδίκως ανησύχησε, ο Νίκος είπε: Εντάξει γιατρέ μου. Επιστρέφω λοιπόν στην εντατική του ούζου, και γύρισε στο Δίστομο μετρώντας καραφάκια. Το βράδυ άναψε τη φωτιά στη ψησταριά, 'τοίμασε τις χωριάτικες σαλάτες, έριξε στη μεγάλη σχάρα τις μπριζόλες και τα παϊδάκια κι αφού διεκπεραίωσε το σερβίρισμα ανέβηκε στο πάλκο μετατρέποντας το μαγαζί σε κήπο. Τραγούδησε ένα-δυο αρχοντορεμπέτικα, έτσι για την εισαγωγή κι αμέσως γνωστοποίησε πως: από δω και πέρα δεν έχει απόπλου, είναι κλεισμένες πλέον οι αποβάθρες, πιάνοντας το μπουζούκι όπως γυναίκα που ποθείς και σέβεσαι. Η καύτρα του τσιγάρου του λαμπύρισε ανάμεσα στον μέσο και στον παράμεσο του δεξιού χεριού του διαγράφοντας τη ρυθμική τροχιά του τραγουδιού
 
 
 
Μάζεψε συ τα γιασεμιά, Γιωργίτσα μου
κι εγώ τα βελονιάζω...

 

εικονοποιώντας την εσωτερική του φλόγα. κι όταν επάνω στα ταξίμια οι χορδές δεν άντεξαν, γύρισε τη φωνή του σε άκρο μπάσο κι ιερουργώντας εκελάηδησε
 
 
 
 
 
Πίνω και μεθώ, ωχ! Αμάν
μέρα-νύχτα τραγουδώ
και το ντέρτι μου, ωχ! Αμάν
στο μπουζούκι μου ξεχνώ

 

κι ήταν σαν να σιχτίριζε όλους εμάς που τον ακούγαμε ή και σαν να μας έλεγε: Γλεντάτε, που να πάρει ο διάολος. έτσι κι αλλιώς δεν σταματάει μέσα μας ν' ανοίγει τα λαγούμια του ο καρκίνος.


Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Τσοπάνος του άστεως


Στα ονειρά μου
ηχούνε κυπροκούδουνα
κι όταν ξυπνώ
την άκρη της φλοκάτης εκλαμβάνω
ωσάν το λάγιο αρνί
που χάσαμε στον κάρκαρο
μια μέρα με δρολάπι.
Δίνω βουτιά να το γλιτώσω,
το κακόμοιρο
κι ανοίγω το κεφάλι μου
στου καναπέ τα πόδια.
Ψηλά από της τηλεόρασης τη στρούγκα
οι σκύλοι των talk show
λυσσασμένοι μ’ αλυχτούν.

από τη συλλογή Αμειψισπορά (1996)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Γ. Χ. Θεοχάρης - Τα κάλαντα


Τα κάλαντα ξεκίνησα να πω
κι η πάχνη τα πλευρά μου κοκαλώνει,
η μάνα το χριστόψωμο ζυμώνει
καθώς τελειώνει το ’58.
Διάφανα κρύσταλλα-σπαθιά στα κεραμίδια
τα δάκρυα του χειμώνα παγωμένα,
στα ρείθρα τα νερά κρουσταλλιασμένα
ακίνητα σα ναρκωμένα φίδια.
Γνωστούς και συγγενείς θα πάρω στη σειρά.
Οι θείοι θα μου δώσουν διφραγκάκια
οι γείτονες δραχμές, πενηνταράκια
που θα τα ρίξω μέσ’ στον κουμπαρά.
Οι πάρα πέρα μπακλαβάδες και τσαπέλες
και χάρτινο δεκάρικο η νονά
κι όταν περάσω από την αγορά
ο μπακάλης θα μου δώσει καραμέλες.
Αργά το μεσημέρι θα επιστρέψω
χαρούμενος και πουντιασμένος
θ’ αχνίζει ο τραχανάς σερβιρισμένος
και με τα σπιρτοκούτια μου θα παίξω.
Θα δω τη Νέα Υόρκη χιονισμένη
στην κάρτα που μας έστειλεν η θεία,
θα ταξιδέψω με τη φαντασία
ως την Αμέρικα που ζει ξενιτεμένη.
Το βράδυ μέσ’ στην ησυχία
θ’ ακούω στις πάχνες το Χριστό
στα ζα μας να μοιράζει το σανό
και σύνταχα θα πάω στην εκκλησία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξυπνώ και βρίσκομαι σ’ άλλον αιώνα
εβδομήντα τρεις χειμώνες με βαραίνουν
καθώς Χριστούγεννα σημαίνουν
στης τηλεόρασης τον κυκεώνα.
Όσοι με φίλεψαν σαν σήμερα παιδάκι
είναι φευγάτοι από καιρό
κι εγώ να ξέρω δεν μπορώ
για πόσο ακόμα θα κρατώ το δοιάκι
του τιμονιού, στη βάρκα αυτής της ζήσης
που πλέει σαν καρυδότσουφλο σπασμένο
στο καθημερινό το κύμα τ’ αφρισμένο,
γιομάτο από τις παιδικές μας αναμνήσεις.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Γ. Χ. Θεοχάρης - «Φασματοσκόπιο ερωτικού λόγου»

[5]
Μέσα σ’ ένα ποίημα κοιμάται η αγάπη μας... η ανάσα της δίνει
ρυθμό στους στίχους, δημιουργεί ομοιοκαταληξίες παροξύτονες,
εξαίσιας ομορφιάς, όπως τα μάτια της, όπως η ευγένεια της
ψυχής της, όπως η ίδια η αγάπη˙ γιατί κάποτε βγαίνουμε από τον
εαυτό μας και ντυνόμαστε τη δροσερή φορεσιά τού αγέρα και
πάμε να συναντήσουμε τις τρυφερές παρειές των εσπεριδοειδών
καθώς θα πνέουμε στα περιβόλια και σε κάθε ριπίδι της πνοής
μας τινάζονται λεμονανθοί στα φλογισμένα σώματα των εραστών που αγκαλιασμένοι χαίρονται στις ρίζες των δέντρων˙ κι άλλοτε γυμνοί μπαίνουμε στα νερά μιας λίμνης τη νύχτα και κάτω από το φως του φεγγαριού στραφταλίζουν τα νερά από τις εκλάμψεις των συναισθημάτων μας˙ κι άλλοτε πάλι η νοσταλγία για την αθωότητα που αφήσαμε στο λούτρινο χνούδι των παιδικών παιχνιδιών μας τρέχει σε δάκρυα πάνω στο γυμνό κορμί της αγαπημένης μας και κρυσταλλώνονται σε αλάτι μνήμης στις αλυκές του αφαλού της˙ και πάλι είναι φορές που λέγοντας «σ’ αγαπώ» είναι σαν να δεόμαστε ευλαβικά στην ύπαρξη και στη χαρά της ζωής.

[48]


Κάποτε οι απουσίες σταλάζουν μέσα μας διαβρωτικά όπως
το πένθιμο φως του φθινοπώρου μέσα στην ψυχή της μέρας'
κι άλλοτε οι αμφιβολίες μάς κατατρώγουν όπως ο σκόρος
τα παλιωμένα ξύλα' αλλά έρχεται ώρα που ξεκαθαρίζουν τα
πράγματα, γίνονται φανερές οι προθέσεις και τότε ζεσταίνεται
η ψυχή από τη θέρμη της αγάπης' ζεσταίνεται η ψυχή απ’ την
αγάπη όπως ο ήλιος ανταποδίδει τη θέρμη του στα έμψυχα
και στα άψυχα που προσδοκούν κάθε πρωί την ανατολή του'
γιατί όποιος αγαπάει κι αγαπιέται αρνιέται να ντυθεί το θάνατο
αλλά υπερασπίζεται μονάχα την ομορφιά που έχει η γύμνια του
έρωτα' κι όταν αγαπάμε έχουμε την ικανότητα και γινόμαστε μέσα
στο δάσος δέντρο, μέσα στο περιβόλι λεμονιά, μες στο λιβάδι
χορταράκι, βότσαλο στην ακρογιαλιά, και γέλιο στα χείλη των
ανθρώπων που συναντάμε στο δρόμο' «έλα να πάμε περίπατο
στην εξοχή» ζήτησε ο ποιητής από την όμορφη ποδηλάτισσα που
είναι πια από χθες χωρίς ποδήλατο, «ξέμαθα να περπατώ, έλα
να πετάξουμε» του αποκρίθηκε και τότε, πιάνοντάς τον από το
χέρι σηκώθηκαν με τα φτερά του έρωτα ψηλά στο στερέωμα...
ώρα αργότερα βρέθηκαν πάνω από το διχοτομημένο ακόμα
Βερολίνο και το ποίημα έγινε ξάφνου ασπρόμαυρο... εκείνη ήταν η
Μάριον κι εκείνος ο Ντάμιελ... κάτω στην άσφαλτο ο ποιητής ήταν
ταυτόχρονα ο ίδιος και Βιμ Βέντερς που τους κινηματογραφούσε
ενώ πετούσαν.

49
Και δεν είναι απαραίτητο να ρέπει κανένας στην ευκολία της
θλίψης, αφού το δύσκολο είναι να μπορείς ν’ αγαπάς με διάρκεια
και να μπορείς να το χαίρεσαι˙ και, φυσικά, δεν είναι ανάγκη να
περιμένει κανείς το χιόνι για να δει τη λάμψη της λευκότητος˙ αρκεί
να κοιτάξουμε βαθειά στην ψυχή της αγάπης και να σπουδάσουμε
του λευκού την καθαρότητα˙ κι ούτε χρειάζεται να καρτερεί κανείς
τον ερχομό των τίγρεων και των λεόντων της ηλικιακής εμπειρίας,
όταν μπορεί να χαρεί τα ζαρκαδάκια της νεότητος˙ μακάριοι όσοι
αξιωθήκαμε και κρατήσαμε στην αγκαλιά μας ένα κορμί που
αγαπήσαμε, όπως κρατάμε στις παλάμες ένα κοτσύφι την αυγή,
τρομαγμένο από τη σκοτεινιά της νύχτας˙ κι όσο για την όμορφη
ποδηλάτισσα, τις ημέρες αυτές που δεν έχει ποδήλατο ξυπνάει
πολύ πρωί και με τ’ ατλαζένια μάτια της θερμαίνει το ξημέρωμα.


68
Κι όταν το σώμα κραυγάζει από επιθυμία δεν μπορεί να κατευναστεί
το αβάσταχτο πάθος παρά μόνο με την ιαματική παρέμβαση της
αγάπης˙ «να κάνεις ποίηση ενώ θα είσαι άνθρωπος ανθρώπινος,
να γράφεις για τους ανθρώπους, όχι για την τέχνη, να μη κάνεις
ευεργεσία στην τέχνη, αλλά στη γλώσσα», είπε ξαφνικά η όμορφη
ποδηλάτισσα στον ποιητή κι εκείνος απορημένος τη ρώτησε: «που
τα μαθαίνεις όλα αυτά; στις εξοχές που τριγυρίζεις και δεν μαζεύεσαι
μέσα στο ποίημα;»... «η φύση είναι γνώση», του απάντησε, «τα
λουλούδια στα καρποφόρα δέντρα γίνονται όμορφα για την
ομορφιά, νομίζεις, ή για να δεθεί ο καρπός γερός;»
125
Γιατί σκούνα απαλάμιστη το σώμα μας στης κάθε μέρας τις
απόκρημνες ακτές, χτυπιέται και τσακίζεται στα βράχια της
πραγματικότητας, μα φτάνει ένα βλέμμα μουσικό, μια συγχορδία
στεναγμών, μια μορφή θελκτική, ένα κάλεσμα θερμό, για
ν’ αναγεννηθεί σε μιαν άλλη ακτή, σε μιαν άλλη, ήσυχη, να
ξαναπλεύσει θάλασσα˙ και γιατί κι η σιωπή του ουρανού κρύβει
μια φιλντισένια ποίηση κι όταν ξεσπάει η καταιγίδα πέφτουνε στίχοι κεραυνοί, λέξεις βροντές κι αστράφτουν, κι ύστερα η δόξα του φωτός όλα τα καταυγάζει και σβήνετ’ η κατάμαυρη η θλίψη απ’ την ψυχή μας καθώς των στίχων η πνοή περνάει και τη σαρώνει κι από πηγάδι αρτεσιανό η μνήμη αναβλύζει, δροσιστικά, αγαπητικά, κι η αγάπη ξημερώνει˙ και γιατί καθώς αρθρώνεις «θάλασσα» άλογο γαλανό καλπάζει από τα κύματα, στο στέρνο σου περνάει τσαλαπατώντας τη βαριά τη σκοτεινή κουρτίνα που αποξενώνει τη χαρά απ’ το πικρό σου βλέμμα, και πλημμυρίζει ο κόσμος φως, χάδι αλμυρό η ψυχή σου˙ και γιατί ο αρχέγονος παλμός του νερού της βροχής είναι μια υπόμνηση της πραγματικότητας του φθαρτού, ένα πρελούδιο του θρήνου που θα συνοδεύσει την απώλεια, ένας ασπασμός στο άψυχο που προορίζεται να γίνει χώμα και θα δέχεται ατέρμονα τη βροχή σε μιαν αιωνιότητα που ποτέ δεν επόθησε˙ και, τέλος, γιατί, η ποδηλάτισσα μπορεί να αργοπερνά τελευταία, αλλά όταν αποφασίζει να περάσει, ε... τότε η υδρόγειος κάνει κουβάρι τις συντεταγμένες και το βόρειο σέλας καταυγάζει τούτον το βράχο της βαλκανικής που περνάμε τις μέρες μας.
Φασματοσκόπιο ερωτικού λόγου

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - [Μικραίναν οι μέρες του]

Μικραίναν οι μέρες του
μα να φύγει δεν ήθελε.

Έσκαβε μέρα νύχτα τη μνήμη,
έβρισκε πλαγιές μ’ ανθισμένο ροδάμι,
πλυμένα κόκκαλα στου μυαλού του τις λόχμες
κραυγές της απόγνωσης
που βουρκώναν τα μάτια
όπως κεραυνός λαμπαδιάζει
μυγδαλιές και πουρνάρια,

μα να φύγει δεν ήθελε.

Ενθύμιον, Καστανιώτης 2004

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Ελεύθερο πρωινό σ' επαγγελματικό ταξίδι


Περπάτησα κάμποση ώρα κάτω από τις καστανιές της λεωφόρου ανεβαίνοντας από την Concorde. Άφησα στ’ αριστερά μου την Αψίδα της Ναπολεόντειας νίκης στο Αούστερλιτς και κατευθύνθηκα βόρεια. 

Φωνές υπαίθριων πωλητών με τράβηξαν σ’ έναν παράδρομο της λεωφόρου MacMahon – Etoile. Στους πρώτους πάγκους της λαϊκής αγοράς παιδάκια πουλάνε λουλούδια. 

Από κάπου κοντά ακούγεται μουσική. Η μελωδία από "Το κορίτσι με τα λιναρένια μαλλιά", του Debussy, πλέκεται με τις τραγουδιστές φωνές της αγοράς.

Και ναι! Δεν λαθεύουν τα μάτια μου! Ανάμεσα στους πάγκους διακρίνω την πεθαμένη παιδούλα, από το ποίημα του Χρίστου Λάσκαρη, να διαλαλεί, στην ευωδιαστή ελληνική μου γλώσσα: «Πάρτε βιολέτες, ωραίες βιολέτες».

Παίρνω ένα μπουκέτο.

Θα πάω τώρα στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γερμανού ν’ αφήσω τις βιολέτες στο γλυπτό του Picasso "Τιμή στον Απολιναίρ". 

Έτσι, ως χειρονομία ευγνωμοσύνης και τιμής, πρωθύστερη, στη μνήμη του ποιητή Χρίστου Λάσκαρη, όταν δεν θα ‘ναι πια μαζί μας και θα κάνει συντροφιά στους πεθαμένους των ποιημάτων του.

            Paris, 12 Σεπτεμβρίου 2003 – Άσπρα Σπίτια, 3 Ιουνίου 2010


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Μικρό αρχιπέλαγος


στον κύριο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο
«Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν
η λειομέταξος ορφνή εσθής!»
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: «Ολόγυρα στη λίμνη»
Διάφανο κρύσταλλο της ηθικής του ήλιου ο Ιούλιος.
Τρούλοι λευκοί στο γαλανό ουρανό
Βάρκες με κοριτσιών ονόματα
στου δειλινού την αύρα.
Έρωτας του γλαυκού και του καθάριου.
Ο πεύκος πλάι στη θάλασσα
την υλοτόμησή του αναβάλλει
όσο στη ρίζα του αναδεύονται
σκουλήκια και σκαθάρια.
Τρούλος Σκιάθου, 14.7.1992
από τη συλλογή "Ενθύμιον", Καστανιώτης, 2004.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργος Ιωάννου - Η αριθμητική της βίας


Μνήμη Γιώργου Ιωάννου
Τον αριθμό των δολοφόνων,
των βιαστών τον αριθμό,
τ’ άθροισμα των βασανιστών,
της βίας την τραγική αριθμητική
τα θύματα την μαρτυρούν.
Κι ωστόσο
διαφεύγουν της αρίθμησης
κείνοι που πράξαν
μα κανείς δεν τους κυνήγησε,
κείνοι που έχουν διαφύγει οριστικά.
Μα, πιο πολύ,
τρομάζουνε τη σκέψη μου
όσοι δεν βρήκανε ακόμη
την κατάλληλη ευκαιρία
και καρτερούν
με τη γροθιά σφιγμένη,
ένστικτο τεντωμένο στ’ άκρα,
με το μαχαίρι στα δόντια…

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Γ. Χ. Θεοχάρης - Kodak 35


Παραμονή της Τυρινής των Απόκρεω, κι ενώ η πιτσιρικαρία άναβε τις φωτιές, ένα παιδί από άλλη γειτονιά πέρασε και κλώτσησε το κλαρί που καιγόταν σκορπίζοντας τη φωτιά. Τότε ο μικρός Γιωργάκης έβρισε τον χαλαστή με βρισιές άσχημες. Εκείνη τη στιγμή έφτανε από το καφενείο ο πατέρας του. Τον έπιασε από το αφτί και τον έσυρε στο σπίτι, παρέκει. Πήρε μια χούφτα πιπέρι και του μπούκωσε το στόμα. Άναψε το παιδί, κατακάηκε το κούφος του. Κατέβηκε η γιαγιά από το πάνω πάτωμα, μαλώνοντας έντονα τον γιο της. Πήρε τον κουβά γεμάτον νερό και τον άδειασε στο στόμα του μικρού. Κάποτε το παιδί ανάσανε. Ανέβηκε στη κουζίνα όπου είχαν καθίσει κι έτρωγαν την τραχανόπιττα, κατηφείς. Πήρε να καθίσει, μα ο πατέρας διέταξε να κατεβεί στο κατώγι και να σταθεί όρθιος στον στάβλο των υποστατικών μέχρι να τον φωνάξει να λήξει η τιμωρία. Πήγε, στάθηκε πλάι στον Ντορή και στη Γκιόσα. Έζεχνε ο στάβλος από την αποφορά της καβαλίνας και των ούρων. Ωστόσο έμεινε εκεί νηστικός, τιμωρημένος. Κάποτε κατέβηκε και πάλι η γιαγιά και τον πήρε επάνω να φάει. Είχε αρνηθεί, η γιαγιά, να βάλει μπουκιά στο στόμα αν ο γιος της δεν σταματούσε την τιμωρία του εγγονού της.

Πηγή: Δίφορη μνήμη, Πόλις 2021.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Ποιητικόν αίτιον



Η λευκή σελίδα με περιπαίζει
κάτω από το αμήχανο βλέμμα μου,
έτσι καθώς ακινητώ με το μολύβι στο χέρι,
ως ενεστώς, παρακείμενος μέλλοντος αορίστου.
Πάνω στη φράση που, μόλις, έγραψα
βηματίζει μια μύγα.
Μια μύγα που δεν αναγνωρίζει τη λέξη της,
παρ’ ότι δύo φορές την περπάτησε ήδη.
Η μύγα δεν ξέρει πως συμμετέχει στο ποίημα!
Προς τί, λοιπόν, τούτο το τέχνημα;
Δεν θα με σώσει και πάλι ο Λόγος!
Σε λίγο θα μείνουμε δίχως αίτιον.
Κι ετούτος ο Αύγουστος που φεύγει καυτός
κι εκείνος ο Σεπτέμβρης που φθάνει δροσάτος,
με των ημερών μας το αίμα εκτρέφονται
άλλωστε...

Αμειψισπορά, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας,1996.