Τα κάλαντα ξεκίνησα να πω
η μάνα το χριστόψωμο ζυμώνει
καθώς τελειώνει το ’58.
Διάφανα κρύσταλλα-σπαθιά στα κεραμίδια
τα δάκρυα του χειμώνα παγωμένα,
στα ρείθρα τα νερά κρουσταλλιασμένα
ακίνητα σα ναρκωμένα φίδια.
Γνωστούς και συγγενείς θα πάρω στη σειρά.
Οι θείοι θα μου δώσουν διφραγκάκια
οι γείτονες δραχμές, πενηνταράκια
που θα τα ρίξω μέσ’ στον κουμπαρά.
Οι πάρα πέρα μπακλαβάδες και τσαπέλες
και χάρτινο δεκάρικο η νονά
κι όταν περάσω από την αγορά
ο μπακάλης θα μου δώσει καραμέλες.
Αργά το μεσημέρι θα επιστρέψω
χαρούμενος και πουντιασμένος
θ’ αχνίζει ο τραχανάς σερβιρισμένος
και με τα σπιρτοκούτια μου θα παίξω.
Θα δω τη Νέα Υόρκη χιονισμένη
στην κάρτα που μας έστειλεν η θεία,
θα ταξιδέψω με τη φαντασία
ως την Αμέρικα που ζει ξενιτεμένη.
Το βράδυ μέσ’ στην ησυχία
θ’ ακούω στις πάχνες το Χριστό
στα ζα μας να μοιράζει το σανό
και σύνταχα θα πάω στην εκκλησία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξυπνώ και βρίσκομαι σ’ άλλον αιώνα
εβδομήντα τρεις χειμώνες με βαραίνουν
καθώς Χριστούγεννα σημαίνουν
στης τηλεόρασης τον κυκεώνα.
Όσοι με φίλεψαν σαν σήμερα παιδάκι
είναι φευγάτοι από καιρό
κι εγώ να ξέρω δεν μπορώ
για πόσο ακόμα θα κρατώ το δοιάκι
του τιμονιού, στη βάρκα αυτής της ζήσης
που πλέει σαν καρυδότσουφλο σπασμένο
στο καθημερινό το κύμα τ’ αφρισμένο,
γιομάτο από τις παιδικές μας αναμνήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου