Βύρων Λεοντάρης, 1932-2014
ΑΥΓΗ, 10.8.2014
Ἐδῶ, στό συνοικιακό νεκροταφεῖο
πού μαζευτήκαμε νά κεραστοῦμε
καφέ, παξιμαδάκι καί κονιάκ
γιά τόν ἀγαπημένο μας πού χάθηκε νέος πολύ ἐν ἀρετῆ καί θλίψει
καί λίγο πρίν στή γῆ ἀπιθώσαμε τό σῶμα του
-τό βάρος μιᾶς νεότητας ἀσήκωτο σά μεταμέλεια…-
ἡ σύναξη ἑτερόκλητη
φίλοι καί συγγενεῖς ἐγγύτεροι καί ἀπώτεροι οἱ συμμετασχόντες
-σέ τί συμμετασχόντες
καί ποιοί τώρα οἱ «ἐγγύς» καί ποιοί οἱ ἀπώτεροι…-
λόγια συμβατικά γιά τόν νεκρό, τριμμένα κι ἄλλα πού σωπαίνονται
καί ἐγκώμια σέ παληά ἑλληνικά ὅπως συνηθίζεται
«ἀναλωθείς…», «διαπρέψας…», «ὑπερακοντίσας…»
Τό τελευταῖο αὐτό μέ λύγισε
Τί λέξη, ἀλήθεια, καί τί μοίρα
γι᾿ αὐτούς πού ξεπεράσανε τό στόχο
κι ἔτσι, ὑπερακοντίσαντες, ἀστόχησαν
Τί ἔγινε ἡ ὁρμή τους
ποῦ καρφώθηκε τό ἀκόντιο…
Δέ μέτρησε ἡ βολή τους τίποτε δέ μέτρησε
***
Υπάρχουν ποιητές και κριτικοί τελεσίδικα γνωστοί, υπάρχουν και αυτοί που τους ανακαλύπτουμε αδιάκοπα. O Λεοντάρης είναι ένας από εκείνους που απωθούμε.
Κατά ένα μεγάλο μέρος τους, η ποίηση και τα δοκίμια του Λεοντάρη αποτελούν την έκφραση και την κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης. Γιατί ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνικής ύπαρξης, αναιρώντας τόσο ριζικά και καίρια τις ιδεολογικές κατασκευές για την «κοινωνική σημασία» της ποίησης και τον «κοινωνικό ρόλο» του ποιητή. Στα κείμενά του, οι αντιλήψεις για την «μοναδικότητα της ποιητικής προσωπικότητας», για την μεσσιανική «αποστολή» του ποιητή κλπ, σαρώνονται με άτεγκτους, βάναυσους, όσο και οξείς αφορισμούς. Υπήρξε ψυχρός συγγραφέας, χωρίς αναπτύξεις στην έκφραση, χωρίς μηρυκασμούς στην έμπνευση, συντάκτης του ισολογισμού: ουσία της ποίησης – κοινωνικοί όροι ύπαρξής της.
Όλες οι λογοτεχνίες εκδικούνται τα βλάσφημα παιδιά τους, κάθε μια με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου εύρωστη, αναιμική και κομφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα μέχρι σήμερα κάτω από τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης και στη συνέχεια ο Λεοντάρης (επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις, εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες κλπ) δεν φαίνεται ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκλησή τους. Με όλους τους μηχανισμούς της, δεν κατορθώνει να τους εντάξει (δηλ. να τους αφανίσει) θετικά ή αρνητικά στο σύστημα των αξιών της.
Δεν μένει παρά ο μηχανισμός της απώθησης, γιατί η ωραία μας ποίηση πρέπει να ζήσει και να προκόψει. Και δεν αντέχει αυτόχειρες και βλάσφημους. Είναι βέβαια και η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλ. κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης και ο Λεοντάρης θα είναι εξακολουθητικά παρόντες.
Ο Βύρων Λεοντάρης δεν ορίζεται σαν προσωπικότητα. Ορίζεται μόνο σαν πραγματικότητα. Χρειάζεται να απορρίψουμε όλες τις εκδοχές που έκαναν και θα κάνουν το ύποπτο λάθος να τον προσεγγίσουν μόνο ή κυρίως σαν προσωπικότητα-περίπτωση.
Σαν μορφή είναι και θα παραμείνει άγνωστος.
Άγνωστος από όσα θα γράψουν οι συγκαιρινοί του και οι βιογράφοι. Είναι τρομακτικά ασήμαντα όλα όσα θα μας παραδοθούν για τη ζωή του, τις συνήθειές του, τα βάσανά του.
Άγνωστος από όσα ο ίδιος αυθεντικά έχει πει για τον εαυτό του. Ήταν και έμεινε τέλεια οχυρωμένος πίσω από μιαν αδιαπέραστη ασπίδα συμπεριφοράς και λόγων καθημερινότητας.
Άγνωστος από τις φωτογραφίες του. Όσο τις κοιτάζουμε, τόσο περισσότερο η μορφή αυτή εσωστρέφεται, αρνείται να μας δει, αρνείται να την δούμε, αρνείται ν’ αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον χρόνο.
Και θα μείνει άγνωστος. Ας το πάρουν απόφαση, βιογράφοι, ιστορικοί της λογοτεχνίας, επετειογράφοι, σαβανωτές και σαβανώτριες. Δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτε παραπάνω από όσα «ξέρουμε».
Ο Λεοντάρης είναι μια αντιπροσωπικότητα. Όπως και ο Καρυωτάκης.
[Πρόκειται για μερικές από τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», του Βύρωνα Λεοντάρη, «εφαρμοσμένες» πάνω στον ίδιο. Νομίζω πως το δικαιούται. Κ.Β.]
Ο νεκρός της οθόνης
Έτσι όπως έγυρε στην τελική του πτώση
αρπάχτηκε από την οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω του
μανδύας διάτρητο σκοτάδι.
Τρέξαμε τον σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο κινδύνου
έμπαζε από παντού αναφιλητό
η νύχτα της Αθήνας ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια φώτα
κι η σκάλα φρέαρ στο πουθενά.
Ίλιγγοι και στροφές η κάθοδος.
Χυμούσε από ψηλά να μας τον πάρει ο ουρανός
και κάτω μας λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
κάθε σκαλί μάς σκαμπανέβαζε σαν κύμα
– κι η σκάλα ανέβαινε; κατέβαινε; –
μα εμείς γερά κρατούσαμε
παληοί της συντεχνίας
μανουβραδόροι σε λιμάνια και σταθμούς
σε αναχωρήσεις και σε αφίξεις
για τα μεγάλα βάσανα και τα βαριά τα πένθη
βαστάζοι των αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.
…Αγέρωχος, αγαλματένιος μέσ’ στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα χείλη του
η θάλασσα απ’ τα μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύματα.
Όχι, θα τον αφήναμε στον έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς δημοσιογράφους
για την των παθημάτων κάθαρση…
Άσ’ τους να ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές στην αίθουσα
όταν ανάβουνε τα φώτα κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
Ίσαμε εδώ η μέθεξη.
Μας παίξατε, κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.
…Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε απρόσκλητοι στο Poetry Bar.
Kονιάκ!… και μη μου λες εμένα «κλείνουμε» παλιορουφιάνα
Ποτήρι και στον φίλο μας… Και μακρυά τα χέρια απ’ τον συναγερμό.
Τώρα θα δεις τι πάει να πει μεθύσι των νεκρών.
Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για αυτοπυρπόληση.
Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας.
Βύρων Λεοντάρης: ένας γενναίος
– Νεκρέ, είπε η Στιχομάντισσα,
δύσκολο θάνατο έχεις να διαβείς
Απ’ το βασίλειο της Μνήμης φεύγοντας
μακρυά θα πορευθείς περιπλανώμενος
γυρεύοντας το Τι.
Βλέπω στις ερημιές να σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα απαντήσεις
να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα
ώσπου να φτάσεις κάποτε
στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις
Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφούν το νόημά τους
Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές
Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει
Ως κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος, ο Βύρων Λεοντάρης άφησε ισχυρό, σαφές και σημαίνον το αποτύπωμα της σκέψης του πάνω στο σώμα της λογοτεχνίας μας. Ένα αποτύπωμα ταυτόσημο και συμπληρωματικό με αυτό της ποίησής του, όσον αφορά τις ιδέες που το συνέχουν. Οι πιο εμφανείς σταθερές του είναι η μακρά, ανανεούμενη παράδοση του ρομαντισμού, και το φάσμα των ιδεών της Κριτικής θεωρίας.
Το κορυφαίο δοκίμιο του Λεοντάρη, και κατά τη γνώμη μου το κορυφαίο νεοελληνικό λογοτεχνικό κριτικό δοκίμιο, είναι οι «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», οι οποίες δημοσιεύονται το 1973 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Σημειώσεις, τις οποίες «Θέσεις» παρουσίασα και αναδημοσίευσα πέρυσι στις «Αναγνώσεις» (16/3/2013). Με βάση αυτό το δοκίμιο, όχι μόνο μπορούμε να «περιοδολογήσουμε» την καρυωτακική φιλολογία και κριτική, σε πριν και μετά απ’ αυτό, αλλά και να αναστοχαστούμε την ποίηση του 20ού αιώνα μέσα από την τομή που επιφέρει στην εικόνα της.
***
Άλλο ήταν όμως το δοκίμιο του Λεοντάρη που έδρεψε τη μεγαλύτερη φήμη, έστω και διά της παρανάγνωσης. Πρόκειται για την «Ποίηση της ήττας» (Επιθεώρηση τέχνης, 1963 και 1964), ένα δοκίμιο που κυριολεκτικά εξαφανίστηκε από τον δημόσιο αλλά και τον λογοτεχνικό διάλογο, όσον αφορά τις θέσεις και τις ιδέες που περιέχει, ή ακόμα και ως αναφορά, ενώ ταυτόχρονα ο αχός του κρατεί αμείωτος μέχρι τις μέρες μας, αφού πλείστοι όσοι φιλολογούντες κάθε τόσο ρίχνουν και μια «βολή», σε αυτή την θρυλούμενη ως άθλια και ιδεολογικά ύποπτη κατασκευή, η οποία χαρακτηρίζει ως ποιητές της ήττας τους αριστερούς μεταπολεμικούς ποιητές…
Είναι βέβαιο ότι κανείς από τους καταγγέλλοντες δεν έκανε τον κόπο να διαβάσει το δοκίμιο του Λεοντάρη, πόσω μάλλον να αναλογιστεί το θεωρητικό του πλαίσιο ή και να αναμετρηθεί με τα επιχειρήματά του. Ο ακόμη περιρρέων «αντιδογματισμός», ως υποκατάστατο λογοτεχνικής θεωρίας, έχει (ακόμη) ανάγκη από κάποια κλισέ, που αποδίδουν εύκολα και αβίαστα εύσημα μιας κάποιας αμφισβητησιακής αριστεροσύνης.
Όπως θρυλείται και υπονοείται κάθε φορά που γίνεται λόγος για ποίηση της ήττας, οι νεαροί τότε αριστεροί μεταπολεμικοί ποιητές (Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Κατσαρός, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος κλπ) εξέφρασαν τον σκεπτικισμό τους για την αριστερά, δηλαδή για τη σταλινική/ζαχαριαδική αντίληψή της που ηττήθηκε στον εμφύλιο. Αυτός ο σκεπτικισμός ήταν που οδήγησε, στη δεκαετία του ’60, μέσα και από την ΕΔΑ, στη δημιουργία του ρεύματος του αντιδογματισμού, απ’ το οποίο ακόμη αρδεύεται η καθ’ ημάς ανανεωτική αριστερά. Αυτόν τον σκεπτικισμό, όπως θρυλείται, η δογματική πτέρυγα τον κατήγγειλε ως ποίηση της ήττας…
Είναι αμφίβολο αν, και πόσοι, γνωρίζουν ότι πρόκειται για το ομώνυμο δοκίμιο του Λεοντάρη που εισήγαγε τον όρο «ποίηση της ήττας», και άρα δεν πρόκειται απλώς για κάποια φράση/χαρακτηρισμό, που, κάπως, κάποτε, ανέκυψε. Παρ’ ότι όμως το δοκίμιο αυτό, αλλά και τα τεκμήρια του σχετικού διαλόγου που προκάλεσε στην Επιθεώρηση Τέχνης, απ’ τη μεταπολίτευση και εντεύθεν είναι ευκόλως προσβάσιμα, αφού περιέχονται στα βιβλία δοκιμίων του Λεοντάρη που υπάρχουν διαθέσιμα στα βιβλιοπωλεία, η παρανάγνωση καλά κρατεί μέχρι τις μέρες μας.
Το δοκίμιο του Λεοντάρη γράφεται με αφορμή δύο ποιητικές συλλογές, την Μαθητεία του Τίτου Πατρίκιου και τον Γυρισμό του Θανάση Κωσταβάρα. Ως θεωρητική του αφετηρία έχει την όλη καρυωτακική προβληματική, για τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης και την ποιητική λειτουργία, αλλά και την επίσης περιβόητη ρήση του Αντόρνο, για το αν μπορεί να γραφεί ποίηση μετά το Άουσβιτς. Για το αδιέξοδο και τις αντιφάσεις της διαδρομής της νεωτερικότητας μιλά λοιπόν ο Λεοντάρης, «εφαρμόζοντας», απολύτως δημιουργικά και συγκεκριμένα, τις επεξεργασίες της Κριτικής θεωρίας.
«Ένα νέο ποιητικό κλίμα μας επιβάλλει να μιλήσουμε σήμερα για μια ποίηση, που πυρήνας της είναι η αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι, γενικότερα, ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού…» «Άλλωστε, η ποίηση της ήττας δεν επισημαίνεται μόνο στο έργο των αριστερών ποιητών. Εκτείνεται συχνά και πέρα απ’ αυτούς. Η αίσθηση της ήττας διακατέχει και ποιητές που προσδοκούσαν αόριστα μιαν άλλη ανθρώπινη μοίρα απ’ αυτήν που ζουν σήμερα, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο…».
Μα το εν λόγω δοκίμιο του Λεοντάρη έχει ως προανάκρουσμά του ένα προηγούμενο, και εκτενέστερο δοκίμιο, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κριτική, που ανατέμνει την ποίηση της περιόδου 1940-1960. Αρκεί νομίζω ο τίτλος του δοκιμίου και οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων του, για να δηλωθεί ο προβληματισμός του:
Η ιδεολογία της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης, Η σιωπή του Βάρναλη, Ο Σεφέρης και οι παράλυτες αξίες, Ο Ελύτης και το νόημα της «ελευθερίας» του, Οι νέοι προσανατολισμοί του Σικελιανού, Αντιστασιακή ποίηση – Ο αντιστασιακός ρεαλισμός, Ο αντιστασιακός πεσιμισμός, Ο αντιστασιακός μηδενισμός, Η ποίηση της διάψευσης, Η αιχμάλωτη ποίηση.
Γιατί το δοκίμιο του Λεοντάρη για την ποίηση της ήττας έχει ως βασικό του ιδεολογικό/ποιητικό μέτωπο την αντιστασιακή ιδεολογία, η οποία για συναπτές δεκαετίες συνέχει το ιδεολογικό background της αριστεράς, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, αποτελώντας την ιδανική συνθήκη όπου ευδοκιμεί και τρέφεται ο εθνικολαϊκισμός. Μετά την ενδελεχή εξέταση της πολιτικοποιημένης ποίησης της περιόδου 1940-1960, η θέση του Λεοντάρη, όταν γράφει το δοκίμιο «Η ποίηση της ήττας», είναι σαφής:
«Η ποίηση της ήττας είναι για μένα νέα ποιητική πραγματικότητα, που ήρθε σαν κρίση και σαν αναίρεση της αντιστασιακής ποίησης και όχι σαν συνέχειά της…» «Η ποίηση της ήττας βασικά είναι μια βαθειά κρίση και ίσως το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας…».
Στη δεκαετία του 1960 λοιπόν, όπου διαμορφώνονται οι βασικές παράμετροι της σκέψης, που μετέβαλαν τον τρόπο που οι δυτικές κοινωνίες έβλεπαν τον κόσμο και βίωναν τη ζωή, τη στιγμή όπου δημιουργείται η συνθήκη για την έκρηξη της θεωρίας κατά τις επόμενες δεκαετίες, τη στιγμή όπου το τέλος του «χαρούμενου» κύκλου της νεωτερικότητας πλησιάζει, δίνοντας τη θέση του στον κύκλο της κρίσης του ως μακράς διάρκειας, ο Βύρων Λεοντάρης, με αυτό το δοκίμιο, συμμετέχει στους πιο προωθημένους προβληματισμούς που αναπτύσσονται στην Ευρώπη, επιχειρώντας να εντάξει και τη σύγχρονή του ποίηση σε αυτούς. Μια υποδειγματική στάση διανοούμενου:
«Οι ιστορικές εξελίξεις που αλματικά συντελούνται στα πιο κρίσιμα ανθρώπινα προβλήματα, αποκαλύπτουν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο την εσωτερική ανεπάρκεια, την αντιφατικότητα και την ουτοπικότητα πολλών από τις βασικές αντιλήψεις της αντιστασιακής ιδεολογίας. Ο αντιστασιακός ποιητής ήταν απόλυτα πεπεισμένος για το ανεξάντλητο του ανθρώπινου δυναμικού, για τον ατομικό και ομαδικό ηρωισμό. Σήμερα νιώθει το μέλλον μέσα στο παρόν του, αρνείται να δεχτεί την έννοια της ‘μεταβατικότητας’ της εποχής του και της ζωής του. Πίστευε σε ορισμένες κοινωνικές και πολιτιστικές κατακτήσεις. Τώρα κι αυτές μπαίνουν σε αμφισβήτηση και κριτικό έλεγχο. Τέλος, θεωρούσε τον εαυτό του σίγουρο και υπεύθυνο για την ποίησή του, για την επίδρασή του στη μεταμόρφωση του κόσμου, ενώ σήμερα ο ποιητής αισθάνεται την ποιητική του λειτουργία σαν άγχος».
Γράφοντας τα σχετικά με την ποίηση της ήττας, ήταν ο Λεοντάρης που εισέπραξε την μήνιν της κομματικής ορθοδοξίας (Τάσος Βουρνάς), αλλά και εισέπραξε τη δυσφορία ολόκληρης της λογοτεχνικής συντεχνίας. Μικρό όμως το κακό. Στα χρόνια του ’60, μαζί με τον Μανόλη Λαμπρίδη, τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, τον Μάριο Μαρκίδη, τον Στέφανο Ροζάνη, τον Τάσο Πορφύρη, «περιορίστηκαν» στο περιοδικό Μαρτυρίες και αργότερα στις Σημειώσεις, δύο περιοδικά απ’ τα ελάχιστα που κοσμούν και συνέχουν τη διαδρομή της πνευματικής μας ζωής, και τα μόνα, μαζί με τα Νέα Γράμματα, που διαθέτουν πρόταγμα ιδεών, εμπεδωμένο στα παντός είδους κείμενά τους. (Χαρακτηριστική είναι η αξιολόγηση του προβληματισμού του Αντόρνο, για την ποίηση μετά το Άουσβιτς, από τον Στέφανο Ροζάνη, σε ένα από τα πρώτα τεύχη τωνΣημειώσεων).
Πάντως, η εγκατάλειψη της συγχρονικής κριτικής από τον Λεοντάρη δεν ήταν αποτέλεσμα λιποψυχίας. Το αντίθετο: αν κάτι χαρακτηρίζει τη γραφή του Λεοντάρη είναι η γενναιότητα, δηλαδή εκείνη ακριβώς η ιδιότητα και στάση που σπανίζει στα πνευματικά μας δρώμενα. Η λογοτεχνική συντεχνία και συνθήκη δεν του άφηνε άλλο δρόμο από τη σιωπή. Ως μόνη λύση, θα μπορούσε, «καλλιεργώντας» την πνευματώδη και καταλυτική ειρωνεία του, να περάσει στη σάτιρα και τον λίβελλο. Δεν το επέλεξε. Προτίμησε, αντί της συγχρονικής κριτικής, το δοκίμιο, δίνοντάς μας, εκτός από τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», και άλλα εξαιρετικά κείμενα, αλλά και ποιήματα, της ίδιας «θεματικής».
Ἅ γ ο ς καί ἄ γ ο ς
Τό δεύτερο ἀντιθέτου σημασίας πρός τό πρῶτο
καί διά τοῦτο ἀκριβῶς συνεφύρθη γραφικῶς πρός ἐκεῖνο,
ὅθεν πολλάκις ἐδασύνθη μέν καί τοῦτο, ἐψιλώθη δέ καί ἐκεῖνο
καί ἐθεωρήθησαν μία καί ἡ αὐτή λέξις…
Γιά τούς λεξικογράφους τέτοιες διακρίσεις
ὄχι γιά μᾶς πού κύλησε ἡ ζωή μας ὅλο συμφυρμούς
πού ἐδασύνθημεν καί ἐψιλώθημεν ἀμέτρητες φορές
πού ὅποιες σημασίες κι ἄν πήραμε καμμιά τους δέ μᾶς ταίριαζε
Καί διά τοῦτο ἀκριβῶς
γιά μᾶς
καί ἅγος καί ἄγος
καί ἁγίασμα κι ἀγιάζι
καί ἀγώνας καί ἀγωνία
τό ἴδιο ἄγχος καί Ἄουσβιτς τοῦ λόγου καί τῆς ὕπαρξης
***
Σήμερα που η ποιητική ιδιότητα, ως κοινωνική αξίωση, είναι συνώνυμη του πληθωρισμού, σε μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη με το κοινωνικό της βάρος, σήμερα που η ιδιότητα του διανοουμένου, ως θεσμική αξίωση, είναι επίσης συνώνυμη του πληθωρισμού, παρά την έκπτωση του ρόλου του, το συνολικό ιστορικό στίγμα του Βύρωνα Λεοντάρη μας δίνει το μέτρο των πραγμάτων. Και, επιπλέον, μας δίνει το μέτρο για τις κοσμικότητες της εποχής μας, αφού μέχρι χθες το μέγεθος Λεοντάρης κυκλοφορούσε ανάμεσά μας και ως φυσική παρουσία. Αλλά οι πολυπληθείς κοινωνικές κατηγορίες, των λογοτεχνών, των φιλολόγων, των πανεπιστημιακών, των δημοσιολογούντων, είτε δεν το είχαν αντιληφθεί είτε το παρέκαμπταν αμήχανοι, εθελοτυφλούντες. Έστω κι αν η «ποίηση της ήττας» και άλλοι όροι και έννοιες του Λεοντάρη παραμένουν μερικά από τα πολλά αξεσουάρ της φλυαρίας τους.
Τίποτα περίεργο και πρωτοφανές δεν συμβαίνει εδώ. Στο εκδοτικό σημείωμα που προτάσσεται στην έκδοση των εν λόγω δοκιμίων από τον «Έρασμο» (1983), δηλαδή στο τομίδιο Η ποίηση της ήττας, ο Λεοντάρης και η παρέα των Σημειώσεων περιγράφουν αυτή τη διαδικασία, περιγράφουν, ήδη από τότε, την τύχη τέτοιων κειμένων, καθώς και όρων και εννοιών όπως η «ποίηση της ήττας»:
«αφομοιώνονται και νομιμοποιούνται σε μια χυδαία ιδεολογική χρήση και ισοπεδωτική εσπεράντο και γνωρίζουν λαμπρή σταδιοδρομία στην αγορά του πνεύματος – με απαραίτητο τίμημα βέβαια την αποσιώπηση του αφετηριακού προβληματισμού τους».
Όλοι αυτοί οι «χρήστες», μα και άλλοι, είναι σίγουρο πως θα σπεύσουν τώρα να καταθέσουν τη συγκίνησή τους για την απροσδόκητη απώλεια, για τη σημασία των κειμένων του Λεοντάρη, κλπ κλπ. Μα και αυτή τη διαδικασία την έχει προβλέψει και περιγράψει ο Λεοντάρης και η παρέα των Σημειώσεων, διακωμωδώντας και τους σημερινούς επίδοξους τιμητές. Στο εν λόγω εκδοτικό σημείωμα, σημειώνουν εν κατακλείδι για την τύχη των κειμένων τους:
«Παρόμοια κείμενα αντιστέκονται σε όλες τις προσπάθειες αφομοίωσής τους από αυτούς που ‘αναγνωρίζουν’ πρόθυμα το χθεσινό δίκιο των ‘αιρετικών’ αλλά δεν βλέπουν ποτέ το σημερινό· αυτό θα το ‘αναγνωρίσουν’ και θα το διακηρύξουν πανηγυρικά αύριο, όταν θα τσακίζουν τους αυριανούς ‘αιρετικούς’…».
Αλλά και όσοι «καλοπροαίρετοι», ακόμα και οι χωρίς εισαγωγικά καλοπροαίρετοι ομότεχνοί του επιλέξουν αυτή τη στιγμή για να δηλώσουν τον πόνο τους και τον θαυμασμό τους, τη θλίψη τους για τη βαριά απώλεια, παρ’ ότι έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν, κατά τη γνώμη μου θα ήταν ίσως προτιμότερο να αναλογιστούν, εις μνήμην του Λεοντάρη, την έννοια της «περιφοράς» της ποίησης, έννοια την οποία εισήγαγε για να περιγράψει ακριβώς τη συμπεριφορά τους, τη στάση τους, εν τέλει τη σχέση τους με την ποιητική λειτουργία. Άλλωστε, ο Λεοντάρης γνώριζε πώς θα γίνει και η δική του «περιφορά», και την περιέγραψε μιλώντας με αφετηρία τον Καρυωτάκη, που μας έδωσε «ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας»:
Δυστυχισμένε
γιατί θέλησες τα λόγια σου αμετάκλητα
γιατί δε φρόντισες τα ίδια αυτά να ‘ναι επιδεκτικά ανακλήσεως και ποικίλων εκφορών
να προσαρμόζονται στο πώς μιλιέται η τέχνη κι όχι η ζωή
-αυτή δε μιλιέται…-
για να μπορείς, μαζί τους φιλιωμένος, να κυκλοφορείς
στων αισθημάτων και των ιδεών την αγορά
αφού κι εσύ δεν είσαι δα αμετάκλητος…
Κι όχι να τ’ αποφεύγεις τώρα, να τους κρύβεσαι,
να σου χτυπούν στις φλέβες και να λες «δεν είμαι»
Μνησίκακα, μια μέρα θα σ’ εκδικηθούν, σαν λυσσασμένα
σκυλιά θα πέσουν πάνω σου, θα σε κατασπαράξουν
Στις ερημιές θα διαμελισθείς
σ’ αυτό που ήσουν και σ’ αυτό που ειπώθηκες.
***
Κλείνοντας, ας καταθέσω μερικά ψήγματα προσωπικής μαρτυρίας. Αυτός, ένας εστέτ, που ποτέ δεν υπέγραφε στους καταλόγους υποστήριξης ή διαμαρτυρίας, «ανθρώπων των τεχνών και των επιστημών», αυτός που ούτε καν στην Εταιρεία Συγγραφέων δεν εντάχθηκε (πολύ αργότερα η Εταιρεία τον τίμησε με την ιδιότητα του επίτιμου μέλους), ήξερε πολύ καλά πότε έπρεπε να βρίσκεται πού. Έχω λοιπόν την εικόνα του, να συμμετέχει σιωπηλός, με το σπινθηροβόλο βλέμμα του να προσπαθεί να «διαβάσει» τη συμπυκνωμένη ιστορική στιγμή του 1989, εκεί στην πλατεία Ομονοίας, στην προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά. Βαθειά έξαλλος, με όσα όφειλε να είναι έξαλλος…
Τιτίβισμα του τίποτε
ήξερες τελικά πώς να επιζήσεις
Δε μπλέχτηκες εσύ σε οράματα
και σε χαμένες υποθέσεις
ήξερες να φυλάγεσαι περίκομψα
ξέφυγες την αισθητική καταστροφή
Έντομο ανθεκτικό της μετατέχνης
ζουζούνι της τεχνολογίας του αισθήματος
χαζοχαρούμενο και χαζολυπημένο
διακοσμητικό του ανύπαρκτου
ήξερες τελικά πώς να επιζήσεις
-όχι σαν τη δική μου τη φωνή
που πνίγηκε
στο βόγκο του υπαρκτού
Επίσης, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 που γνωρίζω τον Λεοντάρη, μέχρι και σήμερα, παρ’ ότι είχε σιωπήσει ως συγχρονικός κριτικός, είναι βέβαιο ότι παρακολουθούσε με επιμέλεια την ποιητική παραγωγή, ακόμα και των νεοτάτων, καθώς και επιλεκτικά την πεζογραφική, και, όταν το επέλεγε, προέβαινε σε κρίσεις, προφορικές και γραπτές, αλλά πάντοτε ιδιωτικές, που όχι μόνο έδειχναν την ενημέρωσή του αλλά και πιστοποιούσαν πως η κριτική του ματιά παρέμενε ενεργή και πάντα διορατική, απολύτως συγχρονική.
Βύρων Λεοντάρης, λοιπόν, 1932-2014. Ποιητής και κριτικός· διανοούμενος. Αριστερός διανοούμενος· αυτός, και όχι τόσοι και τόσοι άλλοι.
Ό,τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.
Ο Βύρων Λεοντάρης και η ενοχή της αθωότητας
–Αθώο ξεκίνημα πού μ’ έφερες, πού μ’ έφερες1
Η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη, σε αρκετά σημεία της συμπορευόμενη με την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά και με την όψιμη, μετά το 1970, ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, μας συνιστά μια από τις πιο εμβληματικές λυρικές φωνές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ωστόσο, παρ’ ότι συμμερίζεται έμμεσα τη βασική θέση του Αναγνωστάκη, διαπιστώνοντας ότι με τις συνθήκες αυτές που επικράτησαν στον μεταπόλεμο δεν έχει νόημα η ποίηση, αφού κι αυτός λέει ότι όντως στον σύγχρονο κόσμο «η τέχνη [είναι] ένας πανικός μπρος στην πραγματικότητα», διαφοροποιείται εμφανώς στο θέμα της σιωπής και της ολοσχερούς άρνησης ή της απόσυρσης. Και νομίζω ότι διαφοροποιείται για έναν βασικό λόγο που θα τον βρούμε στο δοκίμιό του «Εν μετεωρισμώ…»2, όπου αρνείται ουσιαστικά την ιερότητα του σπαταλημένου ιδεώδους, δηλαδή τη θέωση της ήττας και του μη περαιτέρω μετά την κατερείπωση των πολιτικών οραμάτων, μιας ήττας που, ιδίως για ορισμένους ποιητές και πεζογράφους της αριστεράς, υπήρξε ένα είδος άσβεστης ενοχής μπροστά στις κλειστές πύλες ενός φαντασιακού Παραδείσου, αλλά κι ένα είδος μυστικιστικού, θεολογικού κέντρου. Ανάλογου (γιατί όχι;) με το «χαμένο κέντρο» της ποιητικής του Σεφέρη, όπως το προσδιόρισε ανεπανάληπτα ο Ζήσιμος Λορεντζάτος! Για τον Λειβαδίτη αυτό είναι σαφέστερο, προπάντων για την ποίηση που άρχισε να γράφει στα πρώτα χρόνια της χούντας – όμως δεν ισχύει λιγότερο, αν και όχι παρόμοια στην περίπτωση του Αναγνωστάκη. Η σιωπή για εκείνον, όπως το τόνισε αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του, προκύπτει από τη στιγμή που είναι αδύνατη κάθε αρμονική και λειτουργική αναφορά της ποίησης σ’ αυτή την άλλοτε αισθησιακή και τώρα μόνο νοητή, ιδεολογική υπέρβαση. Επομένως, η κρίση έχει πολλές όψεις: η μία είναι αυτή που μόλις αναφέραμε και που οδηγεί στη σιωπή. Για τον Λεοντάρη, αντίθετα, η ποίηση δεν μπορεί να γεννηθεί (και μάλιστα όχι μόνο τώρα, αλλά πάντοτε) παρά μόνο ως αποτύπωμα της διάστασης του ανθρώπου προς κάθε υπερβατικό νόημα του βίου.3 Ετούτη η κρίση (ή ετούτος ο μετεωρισμός) που στέφεται από τη διάσταση ανάμεσα στο υψηλό ιδεώδες και στο «χαμηλό όνειρο» εκφράζεται καίρια στην εξής διαπίστωση: «Δεν είναι γραφτό μας να πεθάνουμε από ποίηση/ μα απ’ τα κοινά και ταπεινά μας πάθη»4 είναι παραδόξως αυτή που φυσάει τη στάχτη από την πυρκαγιά που άναψαν και ανάβουν οι βουλιμικές κοσμοθεωρίες, για να συντηρηθεί η ποίηση ως αυτούσιο ανθρώπινο γεγονός.
***
Η ιδιαίτερη σημασία του έργου του Λεοντάρη, ποιητικού και κριτικού, συνδέεται με το βασικό του μέλημα που είναι ακριβώς ετούτο: η αφήγηση της ηθικής κρίσης στην οποία είναι ριγμένος ο μεταπολεμικός κόσμος, αλλά και ο μεταπολεμικός άνθρωπος και οι ματαιόδοξες ιδεολογίες του. Αρχικά θρεμμένη από το βίωμα της ματαίωσης του κοινωνικού οράματος, η ποίησή του σχεδόν συμπλέκεται αδελφικά με εκείνη του Αναγνωστάκη, του Κλείτου Κύρου, του Θανάση Κωσταβάρα, εγκιβωτίζοντας συνάμα τη διπλή ενοχή των «άκαπνων» επιγόνων: «Έσπασα πια τις σάλπιγγες/ έκαψα τις σημαίες./ Τώρα μιλώ με την ανθρώπινη φωνή μου,/ αχ, τώρα σας μοιράζω την ψυχή μου/ -κι εσείς γυρνάτε αλλού το πρόσωπο»5, και, στο ίδιο περίπου μοτίβο, «Τόσοι αγώνες-δίχως μάχη/ τόσες μαγείες-δίχως θάμα/ Κρυφά θα φύγει δίχως να ‘χει/ αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας»6, όπου εμφανώς η συλλογική αίσθηση και ο ιστορικός ορίζοντας καλύπτουν ακόμα τη διαπεραστική οξύτητα της επικείμενης ωριμότερης φωνής του. Πράγμα όμως που δεν συμβαίνει στα καθαυτό ερωτικά ποιήματα που έχει συμπεριλάβει στις πιο νεανικές του συλλογές, Ορθοστασία (1957) και Ανασύνδεση (1962). Η ερωτική ποίηση του Λεοντάρη εκπλήσσει με την εσωτερική της ένταση, με τον ερωτισμό και το πάθος της, την ψυχική συντριβή εκείνου που πανικοβάλλεται από την προοπτική της στέρησης του έρωτα, την κατάσταση του εξόριστου από τη γυναικεία παρουσία, κατάσταση η οποία κι εδώ, όπως με την περίπτωση της διάστασης προς το υπερβατικό, αφήνει μέσα στο κενό της να προκύψει η ποίηση. Με συνεχείς αναβαθμούς, το έργο του κορυφώθηκε κατ’ αρχάς με την Ψυχοστασία (1972) μια συλλογή μεταιχμιακής σημασίας, αφού με τα ποιήματά της ο Λεοντάρης έδωσε άλλη τροπή στον λόγο του, δημιουργώντας ένα μυθικό πεδίο μισοπραγματικό-μισοφανταστικό, με σημεία περνώντας από την γενική αίσθηση στην προσωπική διαπίστωση και από εκεί στην υπαρξιακή αυτογνωσία.7Παρά το ότι η πορεία αυτογνωσίας του ανταποκρίνεται σε μια ποιητική γλώσσα ολοένα και πιο λιτή, ούτε ο ελεγειακός της τόνος μειώθηκε αλλά ούτε το συναισθηματικό της βάθος και η λυρική έκφραση. Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής, σε δοκίμιά του που ερευνούν το θέμα της γνησιότητας (αλλά όχι της απλότητας) του σύγχρονου ποιητικού λόγου, επανέρχεται συχνά στο νόημα της συγκίνησης, την ύπαρξη της οποίας θεωρεί προϋπόθεση για την αποκαλυπτική γνώση του άλλου. Αυτό το συνειδητά ακανόνιστο και απροσχημάτιστο της γλώσσας, που άλλοτε πεζολογεί και άλλοτε κινείται ρυθμικά, με αντιστίξεις, διαδοχικές ομοειδείς εικόνες, επαναλήψεις, μοιάζει με πολυμορφική αφήγηση που ενώ έχασε τον αρχικό, σταθερό της πυρήνα, συνεχίζει με μια δαιμονιώδη ταχύτητα να φέρνει στο φως και να ξαναρίχνει στο σκότος στιγμές που έζησε ή στιγμές που φαντάστηκε ο ποιητής, από τη ροή των οποίων προσπαθεί να βγάλει ένα νόημα που δικαιώνει. Όπως ακριβώς ο μοντέρ στο Πλήθος του Αντρέα Φραγκιά προσπαθεί μάταια από τα χιλιάδες μέτρα φιλμ, με αμέτρητα ασύνδετα μεταξύ τους επεισόδια, να συνθέσει μια ταινία με συνοχή και κάποιο έστω νόημα. Ανάλογα και ο Λεοντάρης στο Εκ περάτων, που είναι στην ουσία μια επική νέκυια της ιστορίας της αριστεράς, με τη μορφή όμως της καθόδου στον Άδη που προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τη Θεία Κωμωδία, αναπαριστάνει τη φοβερή σκηνή ενός τεράστιου πλήθους που όπως στη ζωή έτσι και στο θάνατο τραβούν προς το χαμό, αφημένοι με εμπιστοσύνη στο ρεύμα ενός ποταμού. Ενώ μερικοί, ξεκομμένοι από τη μάζα8, προσπαθούν να τους συνεφέρουν, λέγοντάς τους ότι είναι μάταιη αυτή η πειθαρχία, ότι έτσι θυσιάζονται τυφλά: «Πού πάτε, έτσι ζωσμένοι στο ίδιο σας το δίχτυ και τις αλυσίδες σας … ποτέ σας δε θα βγείτε από την κοίτη… πιο κάτω θα σας θάψουν όπως τόσα ποτάμια που τα κάνουν υπονόμους».
***
Από το Μόνον δια της λύπης και έπειτα ο Λεοντάρης έδωσε διέξοδο σε μια ποιητική του εναγώνιου πάθους, της μάταιης ερωτικής χαράς και του προγραμμένου πόνου, σε μια στιγμή που ο κανόνας έκφρασης της ποίησης του μεταπολέμου, από το 1970 και έπειτα, έδειχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση: προς την άνυδρη και την αποδραματοποιημένη γλώσσα. Έτσι, ήθος για τον ποιητή είναι η τόλμη τού να κάνει αισθητά το πιο απόκρυφο ρίγος, την πιο πηγαία ενόραση και ένταση. Το ποίημα, συνήθως αποτελούμενο από μικρές ή μεγάλες ενότητες, εν είδει σκηνικού δράματος, ξεδιπλώνεται και αναπτύσσεται ως ευαγγελικός απόλογος, ως παρατεταμένη κραυγή, ως πολυφωνική σύνθεση που μέσα της συμφύρονται, εν είδει αμαλγάματος, όνειρα, αναμνήσεις, αποσπάσματα από εκκλησιαστικά και ιερουργικά κείμενα, κομμάτια της κλασικής μας δραματουργίας, αρχαΐζοντες τύπους, βιβλικά χωρία· έτσι ώστε ο ποιητής να γίνεται ένα είδος ζώντος παλίμψηστου της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας. Αλλά, αυτά δεν σημαίνουν ότι το έργο του αποκόπτεται από την εποχή του. Αντίθετα, επανέρχεται με έμφαση στο θέμα της εξαχρείωσης, της ηθικής έκπτωσης της ζωής, με την έννοια όμως ότι τα φαινόμενα δεν συνδέονται δουλικά με την εποχή, καθώς ανταποκρίνονται σε έναν βαθύτερο χαλασμό του ανθρώπου. Γι’ αυτό και μετά το 1970, οι ποιητικές συνθέσεις του, Εκ περάτων (1986), Εν γηαλμυρά (1996),`Εως (2003) -όλες τους με δανεισμούς του βιβλικού ύφους που σκοπό έχουν να αποδοθεί πιο καίρια το νόημα και η ψυχική ατμόσφαιρα- υπενθυμίζουν με κάθε τρόπο το αδιέξοδο και το τελεσίδικα ορισμένο και οριακό της ζωής. Ο κόσμος είναι άδειος από νοήματα, οι ηθικές διακρίσεις είναι πλασματικές, και ο μόνος "χώρος" όπου υπάρχει δυνατότητα καταφυγής είναι η μνήμη ενός πρόσκαιρου παραδείσου το όραμα του οποίου λειτουργεί περισσότερο ως αντιστάθμισμα στην αφόρητη αίσθηση της ματαίωσης. Η φαντασίωση, λ.χ., των στιγμών όπου η ιστορία διαμορφωνόταν από τη συλλογική και ταυτόχρονα την ατομική επιθυμία αντιπαρατίθεται σε ένα σύγχρονο απελπισμένο αίσθημα της κρίσης του σύγχρονου κόσμου, μιας ακόμα κρίσης, ανάλογης με εκείνη της δεκαετίας 1915-1925, που είχε εμπνεύσει πολλούς από τους ποιητές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, από τον Τ. Σ. Έλιοτ ως τον K. Γ. Καρυωτάκη.
Οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των «Αναγνώσεων»
* Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
1 Β. Λ., Ψυχοστασία (1972), « Η σκάλα».
2 Δοκίμια για την ποίηση (1985) και τώρα Κείμενα για την ποίηση (2001), σ. 25-43
3 Μανόλης Λαμπρίδης, «Σημειώσεις στα περιθώρια. Θέματα ποιητικής», Μανδραγόρας, τχ. 25, Μαρτ.-Ιουλ. 2001, σ. 87-95. Με αφορμή το μελέτημα του Στ. Ροζάνη, «Η νοσταλγία της ποιητικής μορφής», Σημειώσεις, τχ. 30, Νοεμ. 1987 (=Προσωπικοί λογαριασμοί, 1990)
4 Μόνον δια της λύπης, ΙΙ (1976)
5 Η ομίχλη του μεσημεριού, VI (1959)
6 «Ιωσήφ, βουλευτής Αριμαθαίας», ΙV
7 Να σημειώσω εδώ ότι η διαμόρφωση και η ποιητική πορεία του Βύρωνα Λεοντάρη είναι αδύνατο, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθούν αν δεν ληφθεί υπ΄ όψη ότι τόσο η ποίησή του όσο και ο κριτικός του λόγος, τουλάχιστον σ’ ένα ορισμένο βαθμό, διαπλάστηκαν από τη συνάφειά του με τα υπόλοιπα μέλη της παρέας του περ. Μαρτυρίες και έπειτα, διαδοχικά, του περ.Σημειώσεις, μιας παρέας που από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και για πολλά χρόνια είχε ισχυρούς φιλικούς δεσμούς. Αν και παροδικά υπήρξαμε αρκετοί όσοι βρεθήκαμε στην περίμετρό της, νομίζω ότι ο βασικός της κορμός παρέμεινε ο ίδιος από την αρχή ως το τέλος, με συμμαθητές του Γυμνάσιου Χαλανδρίου και με σεβαστότερο ανάμεσά τους τον Μανόλη Λαμπρίδη, αδελφό του Βύρωνα. Οι υπόλοιποι ήταν: ο Ανδρέας Κίτσος-Μυλωνάς και αργότερα η Μαρία Μυλωνά , ο Μάριος Μαρκίδης, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Μάρκος Μέσκος, ο Τάσος Πορφύρης, ο Αντώνης Λαυραντώνης, η Ζέφη Δαράκη, ο Μάνος Ελευθερίου, παλαιότερα η Ρένα Κοσσέρη και πιο πρόσφατα ο επίσης Χαλανδραίος Παναγιώτης Κονδύλης. Οι συζητήσεις επί πολύ συγκεκριμένων θεμάτων, οι αναγνώσεις κειμένων και οι εξαντλητικοί σχολιασμοί σ’ αυτά, επί πολλά χρόνια, όχι μόνο επηρέασαν εκατέρωθεν τη σκέψη μελών της παρέας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δημιούργησαν έναν κώδικα έκφρασης που πέρασε και στο γράψιμό τους.
8 Βλ. και το σημαντικό του ποίημα «Προς Amager» που δίνει με μεγάλη ακρίβεια το πολιτικό του στίγμα , αλλά και το νόημα του ποιητή: «Ά, τι μακάριοι όσοι δεν είναι σαν κι εμάς αντιδογματικοί/πιστοί της ποίησης φλεγόμενοι μα μη καιόμενοι/ που τους εδόθη η χάρη τηςεύλογης απόστασης απ’ την πληγή και το ουρλιαχτό/ στο μέσο του ύψους στο μέσο του ύψους…», στη συλλογική έκδοση Ιδίοις αναλώμασιν (1985) .
Ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης*
Θεωρώ τον Βύρωνα Λεοντάρη έναν από τους σημαντικότερους -ίσως τον σημαντικότερο- ποιητή της γενιάς του, της Δεύτερης Μεταπολεμικής, και μία από τις κορυφαίες και χαρακτηριστικότερες μορφές της μεταπολεμικής μας ποίησης και κριτικής. Το ποιητικό του κυρίως έργο είναι κατάστικτο από τα στοιχεία εκείνα που ταλανίζουν τον ευαίσθητο και ευαισθητοποιημένο ιδεολογικά μεταπολεμικό άνθρωπο και συγκροτούν την έννοια της «μεταπολεμικότητας» (τραυματικές μνήμες, εμπειρίες και βιώματα από τη δεκαετία του ’40, συγκεκριμένη ή ασαφής και απροσδιόριστη, προσωπική και συνάμα συλλογική αίσθηση της ήττας και της οριστικής ματαίωσης των προσδοκιών για έναν ανθρώπινο κόσμο, έντονο αίσθημα ενοχής, που συχνά παίρνει υπαρξιακής υφής διαστάσεις και συχνά εκδηλωνόμενη ανάγκη καταφυγής σε μια διαβρωμένη από το προσωπικό συναίσθημα εκδοχή της απάνθρωπης πραγματικότητας).
Ο Λεοντάρης, τόσο ως ποιητής όσο και ως κριτικός και ως πνευματική ενγένει προσωπικότητα αποτελεί τον συνδετικό κρίκο, τον ενωτικό δίαυλο ανάμεσα στους ιδεολογικά εμπλεκόμενους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς και στους παρεμφερώς προβληματιζόμενους ποιητές της γενιάς του. Εμφανίζεται στα γράμματα το 1954 (με τη συλλογή Γενική αίσθηση)· όταν η εκτυφλωτική φωταψία του ματαιωμένου οράματος, σβησμένη οριστικά, έχει κατακαθίσει και έχει επικαλυφθεί από την οδυνηρή αίσθηση της ματαίωσης· όταν το αγωνιστικό ρίγος των πρώτων έχει ήδη μετατραπεί σε υπαρξιακή αγωνία και έχει γίνει συνείδηση ότι είναι αδύνατον να ταυτιστούν «η πορεία της επανάστασης και η πορεία του ανθρώπου», ότι «ο θάνατος και η φθορά δεν αντισταθμίζονται με καμιά λυτρωτική μελλοντολογία», ότι είναι καιρός οι όποιες αγωνιστικές αξίες να γκρεμιστούν συθέμελα, αφού «κανένα αποτέλεσμα και κανένα τέρμα δεν μπορεί να είναι το ζητούμενο» και αφού δεν μένει πια «παρά μόνο […] η ασταμάτητη θεομαχία μπροστά σε ένα μέλλον που θα έχει πάντα ‘πολύ ξηρασία’». Είναι η εποχή που, όπως λέει ο ίδιος, κάνουν, ολοένα και εντονότερα, την εμφάνισή τους «οι εκφυλιστικές τάσεις της αντιστασιακής ποίησης με κύριο χαρακτηριστικό την αποδέσμευση από την ιδεολογία, με παράλληλη υποτίμηση και απομυθοποίησή της».
Στην ποίησή του είναι ευδιάκριτα -περισσότερο από όσο στην ποίηση των άλλων εκπροσώπων της Δεύτερης Μεταπολεμικής γενιάς- τα ίχνη του επώδυνου περάσματός του από το στάδιο της φθίνουσας ελπίδας «του αντιστασιακού πεσιμισμού», στο τέλμα ενός «απέραντου μουδιάσματος». Ο πεσιμισμός, ο μηδενισμός, η αίσθηση της ματαίωσης και της διάψευσης καθώς και η ενοχή, που χαρακτηρίζουν την ποίηση των σημαντικότερων πρώτων μεταπολεμικών ποιητών, μπορεί να μην ανταποκρίνονται πλήρως στα προσωπικά βιώματα, τις εμπειρίες, τις πνευματικές αναζητήσεις και ανησυχίες του Λεοντάρη, βρίσκουν ωστόσο απήχηση στον -μονίμως ρέποντα προς τη νηφάλια συγκινημένη και συναισθηματικά φορτισμένη πρόσληψη της πραγματικότητας και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας- ψυχισμό του, υποδορίως υποδεικνύοντάς του τρόπους και εκφραστικές εκδοχές ανταποκρινόμενες στις ενδιάθετες τάσεις του. Στην περίπτωσή του, θα τολμούσα να μιλήσω για έναν εσωτερικό «μετεμφυλιακό εμφύλιο» ο οποίος, μολονότι διεξάγεται χωρίς όπλα, καθόλου δεν στερείται τραυματικών συνεπειών σε ιδεολογικό και συνειδησιακό επίπεδο.
Ο Λεοντάρης αισθάνεται «ηττημένος», χωρίς να έχει συμμετάσχει «εμπράκτως» σε κάποια μάχη· δεν έχει γνωρίσει καμιάς μορφής χαρακώματα. Όπως και οι περισσότεροι εκπρόσωποι της γενιάς του «βρέθηκε από νωρίς έξω από το ιστορικό παιχνίδι», στερημένος από τη «δυνατότητα ομαδικής δράσης. Πράγμα που σημαίνει αναγκαστικά έλλειψη ομαδικής ζωής και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα, όπως λ.χ. στο πνευματικό» (Γιώργος Αράγης). Κι όμως, οι συνέπειες μιας χαμένης υπόθεσης τον κατατρέχουν μονίμως, σε ατομικό, απολύτως προσωπικό και σε συλλογικό-γενεαλογικό επίπεδο. Αν και η «συμμετοχή» του είναι πρωτίστως συναισθηματική, διακρίνει κανείς μιαν εξ αποστάσεως ταύτισή του με τους πρωταγωνιστές του συντελεσμένου δράματος· τον αισθάνεται να συμπεριφέρεται ως άμεσος συνεργός, να βιώνει την ήττα σε προσωπικό επίπεδο και να τείνει, από νωρίς, προς μιαν ιδιότυπη ενδοσκόπηση, σπανίως αποκομμένη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με συνεχείς αναδρομές σε τραυματικές μνήμες της νεότητάς του, στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και σε μιαν έμφοβη αντιμετώπιση του κατακερματισμένου παρόντος.
Η παθητική βίωση των δραματικών γεγονότων των δεκαετιών του ’40 και του ’50 και η καθόλου άσχετη μ’ αυτήν συχνή, άμεσα ή έμμεσα εκδηλωνόμενη, τάση του να μυθοποιεί γεγονότα και καταστάσεις, σε συνδυασμό με μιαν ενδιάθετη, ιδιοσυγκρασιακά προσδιορισμένη εσώστροφη διάθεση, τον ωθεί σε μοναχικές και συχνά αντιπροσωπευτικές της γενιάς του εξομολογήσεις, φορτίζοντας τον λόγο του συναισθηματικά και συγκινησιακά, κάνοντάς τον να φαίνεται σαν «συγκινησιακό ισοδύναμο» σκέψεων και αισθημάτων και συντελώντας στη διαμόρφωση μιας γλώσσας αυτοβιογραφικής στη συναισθηματική μετάδοση της εμπειρίας του ιστορικού γίγνεσθαι (Δώρα Μέντη). Στη διατήρηση, εξάλλου, της υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας που διακρίνει την ποίησή του, συμβάλλει και η, με την πάροδο του χρόνου, ολοένα επιταχυνόμενη μετατροπή της ενοχής και της ηθικής ευθύνης, που μονίμως τον διακατέχουν, σε μιαν δυσβάστακτη, υπαρξιακής υφής, αγωνία, την οποία καμιά μεταφυσική δεν μπορεί να αμβλύνει. Η ιδιαιτερότητα, στην προκειμένη περίπτωση, έγκειται στο γεγονός ότι ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος, σαν δύο ομόκεντροι κύκλοι, επικαλύπτονται ακατάπαυστα εναλλάξ, με συνέπεια άλλοτε να υπερισχύει ο ιστορικός-κοινωνικός περίγυρος, διαβρωμένος από την υγρασία των προσωπικών συναισθημάτων και της προσωπικής οδύνης, και άλλοτε η αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου που μονίμως και διακαώς επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται μπροστά στις αενάως μεταβαλλόμενες -παρά το αναλλοίωτο του πυρήνα τους- εκδοχές της πραγματικότητας.
Το παρελθόν, στην ποίηση του Λεοντάρη, δεν είναι κάτι που απλώς, άμεσα ή έμμεσα, ανακαλείται· υποβόσκει απειλητικό, επίφοβο και διεκδικητικό του παρόντος. Η «ήττα» του χθες είναι και προβάλλει ως «ήττα» του σήμερα, ενδεχομένως και του αύριο. Η αίσθησή της, ωστόσο, όσο συγκινημένη, όσο φορτισμένη συναισθηματικά και αν προβάλλεται, ποτέ δεν υπερβαίνει τα όρια της κάθε φορά επιβαλλόμενης νηφαλιότητας. Ίσως επειδή συχνά, περισπαστικά, διαχέεται σε απροσδόκητες, λυρικές και άλλες λυρικότροπες, κάποτε και ερωτικές κορυφώσεις, ενίοτε και εκρήξεις, που δεν αποκλείεται να είναι, ως ένα σημείο τουλάχιστον, απόηχος της αγαπητικής σχέσης που πάντοτε διατήρησε με τους νεορομαντικούς και νεοσυμβολιστές ποιητές του μεσοπολέμου. Μιας σχέσης που δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε είτε απ’ ευθείας είτε μέσω δύο αγαπημένων του ποιητών: του Καρυωτάκη και του Αναγνωστάκη.
*Αισθάνομαι ότι το κείμενο αυτό, γραμμένο υπό το καθεστώς αμηχανίας και συγκίνησης, από το ξαφνικό άγγελμα του θανάτου του Βύρωνα Λεοντάρη (ο οποίος με τίμησε με τη φιλία του για τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνια), δεν εκφράζει ούτε την αγάπη και την εκτίμηση που έτρεφα για τον ποιητή και για το σύνολο του έργου του, ούτε ανταποκρίνεται στη μέγιστη αξία της ποίησής του. Ελπίζω στο εγγύς μέλλον να αξιωθώ να του αποδώσω τα δέοντα.
* Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Στον δρόμο για το Amager
- Μνήμη Βύρωνα Λεοντάρη
Καλύτερα χοιροβοσκός στο Amagerbro (…)
παρά ποιητής
Søren Kierkegaard
Θα ξεχνάς να διαβάσεις, θα ξεχνάς να γράψεις και να διαβάσεις,
τα λόγια που ευχόσουν να σχηματιστούν στων βιβλίων τα χείλη,
θα ικετεύεις στα πρόσωπα των άλλων να χαριστούν θα διστάζεις
να προφέρεις έναν στίχο, η πόρτα της συγκίνησης θα σβήνει,
με πάταγο θα κλείνει: Φέρετρο. Αποχαιρετισμός.
Όλα ψεύτικα, δεν υπάρχει αγωνία ούτε κίνδυνος,
το χέρι κομμένο που γράφει, η οπτασία ματαιωμένη.
Απελευθερωμένα χτυπούν οι καμπάνες, έρχονται
νέοι ήχοι, νέες φωνές, το χειρότερο: δάκρυα από γέλια.
Μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας ημών…-
Δεν είχαμε τίποτα, ένα βρέφος κρατούσαμε μόνο,
γέννηση κλάμα ωδίνες, το συμπαγές σώμα του μες στο αίμα,
να ξεπλυθεί, να ομορφύνει, να λάμψουν
οι περίλυπες μπούκλες στο φως, μαύρα μυστήρια τα μάτια –
Εγκυμονούσε φίδια το πάθος, μια καταστροφή:
αντί για τον ομφάλιο λώρο έκοψε το ίδιο μας το κεφάλι.
Θα ξεχνάς να διαβάσεις, θα ξεχνάς να γράψεις,
θα ξεχνάς να γράψεις και να διαβάσεις.
Κάποτε υπήρχαν τα χείλη της, κόκκινα σαν το μαχαίρι που μας σκοτώνει
Σταφύλι των αρωμάτων έσπαγε στο στόμα,
οι αισθήσεις ν’ αγγίζουν το μνήμα του παρελθόντος.
Άξιζε να πεθάνεις γι’ αυτό, άξιζε να πεθάνεις;
Σαράντα παιδιά ορφανά μες στην χούφτα του χρόνου χωρίς φωνή.
Μας πολέμησε σφόδρα ο καιρός, γίναμε ένα με το λασπωμένο χώμα.
Μας πρόδωσε η τυφλή κρυστάλλινη σφαίρα των υποσχέσεων,
η αλήθεια ότι γύρω μας έλαμπε η μέρα πυρακτωμένη,
και χρειάστηκε αντοχή, κι είπαμε: ας περιμένουμε ακόμα.
Τα δάκρυα συναντούν το χώμα, τα μάτια μας
βυθίζονται στην λάσπη: ρύποι, μαργαριτάρια των χοίρων.
Θα ξεχνάς να γράψεις, θα ξεχνάς να διαβάσεις,
θα ξεχνάς να γράψεις και να διαβάσεις ακόμα και να μιλήσεις θα ξεχνάς.
Θ’ αναγνωρίζεις τις λέξεις που είχες να δώσεις, θα προσπερνούν
γύρω σου θολωμένα τα πλήθη, εμβρόντητος θα κοιτάζεις, ύστερα
το κλάμα σαν πέπλο θα σου κρύβει τα μάτια.
Όταν πλησιάζει το τέλος θα είσαι ένας από εμάς.
Those are pearls that were his eyes. Those are pearls that were his eyes.
Πνίγεται το τραγούδι, μιαν οπτασία βλέπουμε, σε άνυδρη έκταση, ραγισμένη.
Μας περιγελούν, μας παρωδούν, σαν χοίροι θα μας ποδοπατούν.
Μας ζητούν να θαφτούμε σε σπήλαια πετρώδους θρήνου.
Οι ρώγες των σταφυλιών θα κυλούν στ’ άδυτα των υπονόμων,
το παρελθόν θα γεννιέται, βρέφος νεκρό, ξανά και ξανά,
το μαχαίρι της ζωής θα βασανίζει το κομμένο μας κεφάλι.
Those are pearls that were his eyes.
Θα ξεχνάς να γράψεις, θα ξεχνάς να διαβάσεις,
θα ξεχνάς ακόμα και να μιλήσεις – όμως:
Ονειρευτήκαμε πως στα βαλτόνερα, κάποια στιγμή, θα βρεθείς,
εσύ, να κρατάς την πυρακτωμένη μέρα στα μάτια μας πάλι,
τις εικόνες θ’ αφήσεις, να πετούν ψηλά, ζωής και θανάτου, ονειρευτήκαμε
πως θα γνωρίσεις, θα αισθανθείς, μια γλώσσα
του παρόντος, του παρελθόντος, του μέλλοντος,
και τα ποιήματα θ’ αναδυθούν, πεταλούδες του σκοτεινού αιώνα,
απ’ τα χέρια σου, η οπτασία θα είναι
το ανέσπερο όλων μαζί σώμα τους, στον ορίζοντα να χορεύει,
κι ο άνεμος -ίσως για λίγο συμβεί- θα μπορεί
κι εμάς ακόμη να μας σηκώνει.
Σημ. : «…μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων»
Ματθαίου, κεφ. Ζ, παρ. 6
Αλέξανδρος Μηλιάς
Έγκλειστοι
Έγκλειστοι σε θεσμούς αχειροποίητους (τουλάχιστον έτσι μας έλεγαν), όταν η ισότητα σύρθηκε γονατιστή μπροστά στην ύλη, φανταστήκαμε ρεμβάζοντας θάλασσες, για να ποτίσουμε τελικά μ’ αυτές, κατά τις δυνάμεις του ο καθένας, ένα δέντρο με ρίζες στον ουρανό.
Σ’ αυτήν την οδοιπορία φιλιώσαμε με τον Βύρωνα, στην παρέα των «σημειώσεων», καθώς συναντιόμασταν Τετάρτες στο οινομαγειρείον της Τρικούπη, για να γλυτώσουμε από την ομίχλη, που καταπώς φαίνεται κουβαλούσαμε με το έτσι θέλω. Ο κόσμος γινόταν πιο περίεργα αλλιώτικος εκεί, και σ’ αυτό σίγουρα ευθυνόταν η απενοχοποίηση της αθωότητας όπως την κατέθετε μες την απόγνωση ο Βύρων Λεοντάρης.
Αυτά κράτησα και μ’ αυτά κρίνω εκείνον που έθεσε τους στόχους του και τους έφερε εις πέρας, ίσαμε εκεί που συνταιριάζουνε αμετάκλητα οι λέξεις. Όλο και πιο μόνοι Βύρωνα.
Μ’ αγάπη
Γιώργος Μερτίκας
Αποσπάσματα
…Α, τι μακάριοι όσοι δεν είναι σαν κι εμάς αντιδογματικοί
πιστοί της ποίησης φλεγόμενοι και μη καιόμενοι
που τους εδόθη η χάρη της εύλογης απόστασης απ’ την πληγή και το ουρλιαχτό
στο μέσο του ύψους στο μέσο του ύψους…
Κι έτσι πηγαίναμε και βουή κι ανθόσκονη σήκωναν οι μιλιές μας και μας τύλιγαν
ωσότου κέκλινεν η ημέρα
κι εκεί ανάμεσα σε Φιλοθέη και Χαλάνδρι μ’ έπνιξαν τα δάκρυα και χωρίσαμε
διέστην απ’ αυτών
ο δρόμος μου έστριβε για το Amager
***
…Πλεκτάνη η απιστία αυτής της ίδιας μας της πίστης και η παραίτηση του ίδιου του πόθου δόλια παγίδα
Στ’ αλήθεια, είναι άραγε «καλύτερα»
χοιροβοσκός πέρα στο Amager και μικρομαγαζάτορας στης λίμνης το νησί
ή μήπως
μας έπαιξε κι εδώ άτιμο παιχνίδι η ποίηση και μας έριξε
βορά των χοίρων και των κουνουπιών
βορά αυτής της ίδιας πάλι
Βύρων Λεοντάρης, Εν γη αλμυρά, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου