(άσεμνη) εισαγωγή σαν (σεμνότατη) προσωπική σημείωση :
όταν είσαι (οχι)οικειοθελώς και (ναι)ενσυνειδήτως αόρατη κι ανύπαρκτη για τή χώρα (όπου μοίρα κακιασμένη σ’ έρριξε για να σού κανει μόνο αντίδωρο τή γλώσσα τή μόνη που αγαπάς) η χώρα η δικιά σου τότε ελευθερώνεται ξεκαρφιτσώνεται απ’ τό χαρτί τού χάρτη και φεύγει στα αχαρτογράφητα νερά τής αδιανόητης χαράς και τής ελευθερίας – κι η χώρα σου τότε χαιρετά και χαίρεται τούς δέκα (τό πολύ) κατοίκους της – αυτό λέγεται βέβαια τότε (και είναι) υπερπληθυσμός –
μέσα σ’ αυτό τό καράβι τών αόρατων, στα πελάγη τά ορατά τών ελαχίστων, γνώρισα τότε κι εγώ ένα μεσημέρι (ελάχιστη και μικρότερη και δεν εννοώ ηλικιακά, θα ήταν άσχετο και αστείο) στη γέφυρα που λουζόταν σ’ ένα φως (σαν αθηναϊκό σαν ξεχασμένο) τόν βύρωνα λεοντάρη που ήξερα, ήξερα μέσ’ από τήν ιδρυτική ομάδα τού περιοδικού (ιδρυτική με κείνον και τόν γεράσιμο λυκιαρδόπουλο, τόν αντρέα κίτσο–μυλωνά τόν μάριο μαρκίδη τόν στέφανο ροζάνη) αλλ’ ήταν, αυτό τό υποψιαζόμουν ήδη, όχι και τόσο ιδρυτές ούτε κι ομάδα, και ούτε καν τόσο ή ποιητές ή και φιλόσοφοι, όσο φίλοι : αυτό κυριαρχούσε, στην κανονική ζωή, και αυτό τότε κι από τότε, στη γέφυρα και τά καταστρώματα για πολλές μέρες μέσ’ στην απόλυτη μοναξιά τού ταξιδιού τής χαράς είχα και τή χαρά και είδα
λεπτομέρειες θα ειπωθούνε (άπειρες) άλλη φορά, τό μόνο που ήθελα να επισημάνω τώρα είναι η απερίσκεπτη γενναιοδωρία και η άφοβη ευγένεια : ευγένεια που ερχότανε από μια στάση ζωής και λόγου (που λέει, επειδή μιλάει) ατίθασση αντισυμβατική και γι’ αυτό απέραντα επιεικής : πόσο να τόν ευχαριστήσω, αυτόν τόν μεγάλο άνθρωπο, ούτε μπορώ ούτε και μπόρεσα (όχι, ποτέ για τά μεγάλα του, τήν ποίηση ή τή σκέψη του σ’ εκείνα τά πεζά) αλλά για τά μικρά του επιεική και χαμηλόφωνα «μού άρεσε αυτό κι αυτό, ήταν καλά αυτά και θέλω κι άλλα» γιατί αυτή η χώρα η δικιά μου έτσι ταξίδευε και πάντοτε θα ταξιδεύει, (σαν) παρηγορημένη απ’ τήν ευγνωμοσύνη.
τό αφιέρωμα στον βύρωνα λεοντάρη (τού περιοδικού «σημειώσεις» τεύχος 80, που μόλις κυκλοφόρησε) αρχίζει λοιπόν και τελειώνει με κείμενο – πεζό στην αρχή και ποιητικό στο τέλος – τού γεράσιμου λυκιαρδόπουλου : αυτά θα παραθέσω σήμερα (άλλοτε θα ακολουθήσουν άλλα) :
Κι έτσι πηγαίναμε και βουή κι ανθόσκονη σήκωναν οι μιλιές μας
και μάς τύλιγαν
ωσότου κέκλινεν η ημέρα
κι εκεί ανάμεσα σε Φιλοθέη και Χαλάνδρι μ’ έπνιξαν τά δάκρυα
και χωρίσαμε
διέστην απ’ αυτών
ο δρόμος μου έστριβε για τό Amager. *
Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά»
Ανήμερα τής Μεταμόρφωσης τού Σωτήρα τού 2014 ο Βύρων Λεοντάρης διέστη αφ’ ημών παίρνοντας τόν δικό του δρόμο για τό Amager. Γι’ αυτό και τό παρόν τεύχος τών Σημειώσεων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας φτωχός «οβολός» κι ένα ελάχιστο αντιχάρισμα στον άνθρωπο που καταστατικά, καθοριστικά, συστατικά και συνθετικά για πάνω από 40 χρόνια λάμπρυνε ανεξίτηλα τίς σελίδες αυτού τού περιοδικού με τόν κριτικό του στοχασμό και τήν ποιητική του πράξη.
Κάποια ερανίσματα από τό αρχείο του, ένα κείμενο τού Γιάννη Δάλλα και ένα τού Βασίλη Λαμπρόπουλου, και εφτά ποιήματα για τόν Βύρωνα είναι τά ταπεινά μας κτερίσματα και η φτωχική μας φερνή. Μαζί με αυτά, κάποιες παλαιότερες κριτικές που επιλέχθηκαν όχι αξιολογικά (υπάρχουν αρκετά άλλα σημαντικά κριτικά κείμενα, ανάμεσα στα – μάλλον – όχι και πολλά που γράφτηκαν για τό έργο του) αλλά, απλώς, υπακούοντας στην «οικονομία» τού τεύχους και στην προσπάθεια να καλυφθεί κατά τό δυνατόν όλο τό εύρος τής, έτσι κι αλλιώς λιτής και «οικονομικής», παραγωγής του.
«Λόγια που λένε αλλά δε μιλούν», γράφει ο ίδιος στο Έως… Αν αυτό ισχύει για τούς ανθρώπους που θα πρέπει να παλέψουν πολύ για να ομιλούν (να εννοούν και να συνομιλούν) αυτό που λένε, λέγοντας αυτό που πιστεύουν και πιστεύοντας αυτό που λένε, σίγουρα ισχύει πολύ περισσότερο (και κατά κυριολεξία) για τά περιοδικά, μιας και αυτά έχουν γραφή και όχι φωνή.
Αν, λοιπόν, αυτή η σελίδα μπορούσε να πάρει «ανθρώπινη λαλίτσα» για να αποχαιρετήσει έναν άνθρωπο που με τήν παρουσία του «ομόρφυνε τή μοίρα» ετούτου τού περιοδικού, δεν θα ήταν άλλη από τήν (εδώ παραφρασμένη) φωνή ενός συναδέλφου τού Βύρωνα, ποιητή τού 13ου αιώνα, τού Γεωργίου Ακροπολίτου :
…ει και τά σπλάχνα τιτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τήν σήν ποίησιν δεξαμένη μεγαλύνω…
Μέρες τού Μάη τού 2015, ενώ τό ανοιξιάτικο αγέρι και τό (πάντα παρόν) αίσθημα τής απουσίας θροΐζουν τίς λυπημένες σελίδες…
*(σημείωση σημειωματάριου : για τό νόημα τής (μάλλον άγνωστης στον μέσο αναγνώστη) λέξης «Amager» βρίσκω χρήσιμο να παραθέσω τίς σχετικές αναφορές τού γιάννη δάλλα (στο δοκίμιο του για τόν λεοντάρη που βρίσκεται εν συνεχεία στο παρόν τεύχος τού περιοδικού) : ο δάλλας λοιπόν μιλώντας για τή σχέση τού λεοντάρη με τόν δανό φιλόσοφο σαίρεν κίρκεγκωρ λέει (σταχυολογώ) :
«Πιστεύω πως ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ υπήρξε ο φιλόσοφος τής ύπαρξης που ακούγεται πρώτη φορά ως σταθερά στη (…) συλλογή Εν γη αλμυρά (…) με τήν πρώτη ενότητά της να τιτλοφορείται “Amager” (τό όνομα ενός νησιού χοιροβοσκών και μικρομάγαζων ενός πορθμού κοντά στην Κοπεγχάγη) (…) (“Amager, Σύβοτα… Ουτοπίες σωτηρίες χαμοί ακρογιάλια δίχως θάλασσα”) (…) Ακολουθεί μια δειγματοληψία συγγενών απόψεων τού φιλοσόφου, όχι μόνον οι σχετικές με τή θυσία τού Αβραάμ ή τήν πορεία προς τό Amager που ασφαλώς θα είχε υπόψη του ο ποιητής…»
προσωπικά να προσθέσω ότι μ’ αρέσει πολύ αυτή η εσώτατη αλλά και οργανικότατη σχέση τού ύστερου λεοντάρη με τόν κίρκεγκωρ…)
(και μια διόρθωση τελευταία (σαν απντέϊτ…) ύστερα από πολύ ευγενική διευκρίνιση τού περιοδικού (και μέ χαροποιεί όσο και μέ τιμάει τό πως οι «σημειώσεις» διαβάζουνε με κατανόηση τό «σημειωματάριο») : τό κείμενο, τό «πεζό στην αρχή», που τό έθιμο τό ’χει, ως «ανυπόγραφο» στις «σημειώσεις» πάντα, να (υπο)γράφεται από τόν γεράσιμο λυκιαρδόπουλο, τή φορά αυτή γράφτηκε με τήν ενεργό συνεργασία τού φιλόλογου βασίλη αλεξίου, που επιμελήθηκε και τή δημοσίευση σ’ αυτό τό τεύχος τών, τόσο διαφωτιστικών, τόσο χρήσιμων, κειμένων από τό αρχείο τού ποιητή.)
τό θαύμα
μνήμη Βύρωνα Λεοντάρη
«Μην τόν πιστεύετε» μάς είπαν
«δεν είναι άγιος είναι μάγος»
Όμως εμείς
θαλασσοβάτες κάποτε
σφογγίσαμε με πίστη τά δάκρυα τής λαμαρίνας
τή σκουριά πολεμήσαμε με τόν άνεμο
με τόν άνεμο παλεύοντας
για μιαν ένδειξη θαύματος
(κι αν κλάψαμε κάποτε
ήταν μόνο στον ύπνο μας)
Δείξαμε στο τέλος τά ρέστα μας :
μια θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα
– τό δικό μας θαύμα
κι ας μην αγιάσαμε ποτέ
Αναδημοσίευση από: https://simiomatariokipon.wordpress.com/2015/06/26/leontaris2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου