Το σκυλί μέσα στο κεφάλι μου
Έχω ένα σκυλί μέσα στο κεφάλι μου
που τις νύχτες κλαίει ή αναπολεί
δεν γνωρίζω
δεμένο γύρω από μια σιδερένια πίκρα
ξεδιψά σε μια σκουριασμένη κατσαρόλα
με στάσιμα όνειρα
και να κοιμηθώ δεν μ' αφήνει.
Πλησιάζουν τ' αδέσποτα
έξω από τον φράχτη
και πουλάνε μαγκιές
μα αν είχε μακρύτερη αλυσίδα
θα τους έσπαγε τα κεφάλια
μονάχα μια φορά να έβγαινε εκτός.
Και στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του
δένοντας τα πόδια του
δείχνοντας τα δόντια του σ' εκείνους
που τα κόκαλά τους δεν μπορεί να σπάσει.
Ανήμπορος ύστερα σκάβει θυμωμένος
έναν λάκκο, κάθεται μέσα
και αρχίζει να κλαίει ή ν' αναπολεί.
Έχω ένα σκυλί μέσα στο κεφάλι μου.
Τη μέρα κοιμάται σαν παιδί
Καθώς το πλημμυρίζει ένα όνειρο
τρέμει σε πελάγη ευτυχίας
μέχρι η νύχτα να ξαναρθεί.
*
Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια
Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια
δεν τα φοράω πια.
Τα χάρισα στην κόρη μου.
Πάρε τα της είπα,
για να νιώσεις τον πόνο της ομορφιάς
και κάνε λίγο θόρυβο όταν περπατάς
διότι μια μέρα άλλο πια δεν θα τα θες,
τη μέρα εκείνη που θα καταλάβεις
ότι στη μήτρα της γης
βαδίζουμε ξυπόλητοι.
*
ΟΙ δυο πληγές
Το βράδυ
ξαπλώνουν οι δυο πληγές
σε μαλακό κρεβάτι.
Ανάμεσά τους αφήνουν ένα κενό
για τα όνειρα
να μη συγκρούονται η μια με την άλλη.
Σκεπάζονται με μια κουβέρτα
η καθεμιά γυρνά από την αντίθετη πλευρά.
Κοιμήθηκες;
Δεν μπορώ.
Ούτε εγώ μπορώ.
Σηκώνονται οι δυο πληγές από το κρεβάτι
τυλιγμένες με τις κουβέρτες
θρυμματίζουν καπνό
και τον τοποθετούν εκεί όπου στάζει αίμα.
Κάθονται στις καρέκλες
σαν δύο αρχαία αγάλματα
που μόλις έχουν
αποκαλυφθεί,
οι δυο πληγές
γλείφουν η μια την άλλη
ακριβώς εκεί που τις πονά.
*
Είμαι ένα χειμωνιάτικο φτέρνισμα
Είχα την πόρτα κλειστή
και τα παράθυρα καλυμμένα
με κάτι χοντρές κουρτίνες
και δεν σε άκουσα όταν ήρθες.
Περίμενες στο κατώφλι
μ' ένα μπουκέτο ηλιοτρόπια στα χέρια
κι ένα δάκρυ επιθυμίας στην άκρη
των ματιών σου.
Εγώ, που σε σκέφτομαι συνεχώς.
Συγχώρεσέ με!
Είμαι ένα χειμωνιάτικο φτέρνισμα
που χάνομαι σε θολά μονοπάτια πατημένα
και με βρίσκω μέσα στο κεφάλι μου
με πόδια δεμένα
ξύνοντας τις αναμνήσεις μου, ανήμπορη
να νιώσω την αναπνοή σου στην πόρτα.
Νόμιζα ότι με ξέχασαν οι Θεοί
σαν τους ανθρώπους,
ότι μόνον εγώ περιμένω
μόνον εγώ επιστρέφω.
Μα πώς να συγχωρέσω τον εαυτό μου
που χάνει ασυνείδητα όλα τα ωραία;
*
Εδώ θα μείνουν όλα
Εδώ θα μείνουν όλα.
Το σκασμένο ρόδι στο περβάζι
και η πορφυρένια δύση της Κυριακής.
Τα πέδιλά μου με το σπασμένο τακούνι
και η τότε αμηχανία μου.
Τα δύο πιάτα στο τραπέζι
και τα σιωπηλά φαγοπότια μας
σαν την τελευταία σταγόνα της χαράς.
Τα μαλλιά μου στη χτένα
και το κουρασμένο μου πρόσωπο
σαν τελευταία φωτογραφία στον καθρέφτη.
Ήρθε μια καταιγίδα
και δεν άκουσες την πόρτα
που πίσω μου έκλεισα ορμητικά.
.................................................................................................................................................................................
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη
Το φουστάνι
Η μάνα μου είχε μονάχα ένα φουστάνι
Το έπλενε τη νύχτα και το στέγνωνε δίπλα
στην κουζίνα.
Το πρωί μύριζε άρωμα λουλουδιών.
Δεν τη ρώτησα ποτέ γιατί
δεν είχε ένα δεύτερο,
δεν ήθελα να είχε άλλο.
Εγώ έτσι την γνώρισα
με το ροζ φουστάνι μέχρι το γόνατο.
Όταν μια μέρα
αγόρασε ένα κίτρινο μεταξωτό πουκάμισο
πήρα κρυφά το ψαλίδι
το έκοψα σε μικρά κομμάτια
και γέμισα τις τσέπες μου.
Η μάνα σιώπησε δυο μέρες
και εγώ χαιρόμουν μέσα μου
που εκείνη θα φορούσε το ίδιο φουστάνι
και στο μυαλό μου αντηχούσε η σκέψη
πόσο πολύ θέλω να της μοιάζω.
Σήμερα καταλαβαίνω τη μάνα μου
κι οι απορίες μου λύθηκαν,
καταλαβαίνω τη μαχητικότητά της
τη μελαγχολική μελωδία
των αναστεναγμών της τα βράδια
νανούρισμα ελπίδας στα όνειρά μου.
Καταλαβαίνω τα πάντα.
Μα γιατί έπρεπε να είχε
ένα φουστάνι μονάχα;
Ανοίγω τα φύλλα της ψυχής μου
και βλέπω τη σωσία της
όλα τα χρόνια της
να γκριζάρουν μπροστά
σ’ έναν καθρέφτη θύμησες.
Το εργοστάσιο αρτοποιίας
Πρώτη φορά
είδα έναν χαμάλη δίχως χέρια,
να σηκώνει τα σακιά με το αλεύρι
πάνω στην πλάτη του
με τριάντα ακροβατικά βήματα
από το φορτηγό μέχρι την αποθήκη.
Δεν είχε κεφάλι –
μόνο δυο σηκωμένους ώμους
και δυο μεγάλα μπράτσα σαν ατσάλινα ραβδιά.
Είχα ρωτήσει τότε τη μάνα μου
αν ήταν άνθρωπος αυτός ή ένα περίεργο πλάσμα
ουρανοκατέβατο;
Με κοίταξε μ’ ένα στοργικό βλέμμα
κι έσκυψε στο αυτί μου
ψιθυρίζοντάς μου:
Άνθρωπος είναι σαν εμάς,
που βγάζει με τον ιδρώτα το ψωμί!
Αργότερα είδα τον χαμάλη στην καντίνα
όπως κρατούσε το κουτάλι ανάμεσα στα δυο
κολοβά του χέρια
να τρώει γαλήνια
σαν εμάς.
Απορούσαν τα μάτια μου
κι όλο ρωτούσα, πώς και γιατί!
Κοίτα, έλεγε η μητέρα,
ο καθένας κάνει τη δουλειά του.
Στο εργοστάσιο αρτοποιίας
μασούσαν κρυφά τη χαμένη ελευθερία
με ζεστές μπουκιές απαγορευμένου άρτου.
Στον πλανήτη της κακουχίας
ήμουν το μοναδικό παιδί
που κοιμόταν πάνω στο τραπέζι
με ζύμη στο χέρι,
δίπλα στη μητέρα
που έπλενε τα άδεια ταψιά
στη νυχτερινή βάρδια.
Πηγή: https://tokoskino.me
Ardita Jatru
Το σκυλί μέσα στο κεφάλι μου
Κοινωνία των (δε)κάτων 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου