Περπάτησαν μέρες πολλές, νύχτες ολόκληρες γαντζώθηκαν
κάτω απ' τα φορτηγά
σαν από ομηρικά πρόβατα
με μια φράση για διαβατήριο στα χείλη:
«Είμαι ο Κανένας».
Η κάθε τους μέρα ένας ενικός,
«για αμέτρητα φεγγάρια δεν ήξεραν τι θα πει
η γεύση του κρέατος»,
το κάθε τους λεπτό ένας πληθυντικός,
ένα στεγανό «τώρα» η Υπηκοότητα τους
και στη θέση Ονοματεπώνυμο η λέξη
«ξένος».
Τα τρομαγμένα ζαρκάδια που έβγαιναν απ' τα μάτια τους
άφηναν άδειες τις κόγχες
και χάνονταν ανάμεσα στον μοναδικό τους συγγενή,
το ανώνυμο πλήθος.
Τα ιδρωμένα κορμιά τους ανέδιδαν μια πηχτή μυρωδιά
απρόσωπη
όπως στους στρατιωτικούς θαλάμους
στα δημόσια αποχωρητήρια
και στα πορνικά δωμάτια.
«Και δεν υπάρχει, ούτε ένα ζώο (που περπατά)
στη γη, ούτε ένα πουλί που πετά με τα φτερά
που να μην αποτελεί μέλος κοινότητας»
κι όμως αυτοί ανέστιοι και μόνοι
περιπλανιούνται
«διαψεύδοντας τα Σημεία».
Κι αν η πέτρα θυμάται
ο άνεμος θυμάται
το αίμα θυμάται
δεν τους υπερασπίστηκαν
γιατί δεν μιλούσαν τη γλώσσα τους.
«Από την εξορία στη Βαβυλώνα ως τον Χριστό
δεκατέσσερις γενιές»
σιωπής.
Μα δεν τους κράτησαν κακία.
«Οι εχθροί του ανθρώπου θα είναι τα μέλη
της οικογένειας του»
και η προφητεία είχε εκπληρωθεί.
Και όταν κάποτε «ήγγικεν» και για αυτούς «η ώρα»
ακούστηκε ένα κλάμα
βαθύτατα προσωπικό
επώνυμο
ιδιόχρωμο
ξεχωριστό:
«Ήταν η Ραχήλ που έκλαιγε για τα παιδιά της
και δεν ήθελε να παρηγορηθεί»
γιατί πιο οδυνηρό κι από τον χαμό τους είναι
η φρικτή λησμονιά του θανάτου.
Απ' το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου