Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κυριαζής Ιωάννης Ν.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κυριαζής Ιωάννης Ν.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Ιωάννης Ν. Κυριαζής - [άτιτλο]

Κάποτε
Μια παγκόσμια νύχτα
Θα καταπιεί όλες
Τις παγκόσμιες μέρες
Μια μαύρη τρύπα
Όλες τις μαύρες Παρασκευές
Άδεια καταστήματα
Που λεηλατήθηκαν
Θα ' ναι οι ζωές μας
Κι η αγάπη μας
Ξεραμένη κόλλα
Στο ψηφιδωτό του σύμπαντος
Μακριά
Θα διανυκτερεύει
Μονάχα η σελήνη
Επιτέλους χωρίς
Τους ποιητές της
(2019)

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Ι. Ν. Κυριαζής - 21η Μαρτίου


Μέσα στα όνειρα σε ψάχνω

κάθε βραδιά που ξενυχτάω

μεσ' στον πικρό καφέ που φτιάχνω

κάθε πρωί όταν ξυπνάω. 


Στης διαδήλωσης τους ήχους

και στους αγώνες για το δίκιο

σ' όλους τους άγραφούς μου στίχους

που στο γραφτό μου ρίχνουν ίσκιο. 


Τώρα που η ποίηση γιορτάζει

την εικοστή πρώτη Μαρτίου

η Άνοιξη με κατασπαράζει 

στην μέση άδειου δωματίου. 


Τώρα ο καθένας σε διαβάζει

σε λέξεις που 'σπασα κομμάτια

κι όποιος στα μάτια με κοιτάζει

κοιτά τ' ανίδωτά σου μάτια.


Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Hράκλειτος - Έμμετρη απόδοση: Ι.Ν.Κυριαζής


Σκουπίδια χυμένα τυχαίως
ο κόσμος ο πιο ωραίος.
[σάρµα εἰκῆ κεχυµένον ὁ κάλλιστος κόσµος.]
Όσοι γεννήθηκαν, να ζουν θέλουν νεκρούς να δίνουν
και θάνατοι να γεννηθούν, πίσω παιδιά αφήνουν.
[γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ' ἔχειν,
καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.]
Στα γαϊδούρια μη δίνεις χρυσό-
προτιμούν πιο πολύ το σανό.
[Ὄνοι σύρματ' ἂν ἕλοιντο μᾶλλον ἢ χρυσόν.]
Θάνατος όσα βλέπουμε όποτε σηκωθούμε
και ύπνος όταν πέφτουμε θα είναι όσα δούμε.
[Θάνατός ἐστι ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν,
ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος.]
Παιδάκι που ζάρια αναδεύει
ο χρόνος· παιδί βασιλεύει.
[Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων·
παιδὸς ἡ βασιληίη.]
Λίγο χρυσό όποιος ζητεί,
πρέπει να σκάψει πολλή γη.
[Χρυσὸν οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι
καὶ εὑρίσκουσι ὀλίγον.]
Ο άνθρωπος έχει θεό του
το ήθος το ανθρώπινό του.
[Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων.]
Πώς τάχα κανείς να ξεφύγει
αυτό που ποτέ του δε λήγει;
[Τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι;]
Κι οι σκύλοι γαβγίζουν
αν δε σε γνωρίζουν.
[Κύνες καὶ βαΰζουσι ὃν ἂν μὴ γινώσκωσι.]
Κανείς δυο φορές δεν μπορεί
στο ίδιο ποτάμι να μπει.
[δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης.]
Αναζήτησα να βρω
τον χαμένο μου εαυτό.
[ Εδιζησάμην εμεωυτόν. ]
Με παιχνίδια παιδιών πόσο μοιάζουν
όσα αλήθεια σ' ανθρώπους φαντάζουν...
[ παῖδες ἀθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα. ]
Και τα γουρούνια πιότερο την ηδονή θα βρούνε
στον βούρκο κι όχι σε νερό καθάριο μέσα αν μπούνε.
[ Ύες βορβόρω ήδονται μάλλον ή καθαρώ ύδατι. ]
Από θεό ή άνθρωπο ο κόσμος δεν εγίνη.
Ήταν, είναι και θα 'ναι πυρ, πάντα ζωή να δίνει.
Με μέτρο ανάβει πάντοτε, με μέτρο και θα σβήνει.
[ Κόσμον τονδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα. ]
Για τους ανθρώπους που ξυπνούν, κοινός ο κόσμος κι ένας...
Μα οι κοιμισμένοι βρίσκονται σε άλλον ο καθένας.
[ Τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι, των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεσθαι. ]
Όσα οι άνθρωποι ποθούνε
καλύτερα να μη συμβούνε.
[ ἀνθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὐκ ἄμεινον. ]
Ό,τι σέρνεται δέρνεται.
[ Πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται. ]
Με κάποιον που απουσιάζει
κανείς να μην τα βάζει.
[ Απόντι μη μάχου. ]
Άμα ξέρεις πολλά, δεν τα ξέρεις καλά.
[ Πολυμαθίη – κακοτεχνίη. ]
Όσοι δεν ξέρουν ν' ακούνε
δεν ξέρουν και να μιλούνε.
[ Ακούσαι ουκ επιστάμενοι ουδ’ επείν. ]
Στο σκοτάδι ο άνθρωπος, φως
κι όταν σβήνει τα μάτια, εαυτός.
Όσο ζει και κοιμάται, νεκρός.
Όμως μοιάζει νεκρός, ξυπνητός.
[ ἄνθρωπος ἐν εὐφρόνῃ φάος ἅπτεται ἑωυτῷ ἀποσβεσθεὶς ὄψεις. ζῶν δὲ ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος. ]
Ούτ' ο ήλιος μπορεί
μέτρα να υπερβεί.
[ Ήλιος ούκ αν υπερβήσεται μέτρα. ]
Συμπίπτει το τέλος κι η αρχή
σε κάθε γραμμή κυκλική.
[ Ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας. ]
Αυτό που αλλάζει
ησυχάζει.
[ Μεταβάλλον αναπαύεται. ]
Πόλεμος: πάντων ο πατέρας, πόλεμος: πάντων βασιλιάς.
Άλλους, θεούς ανέδειξε, κι άλλους, ανθρώπους μονομιάς.
Σ' άλλους σκλαβιά τους έδωσε
κι άλλους τους ελευθέρωσε.
Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους
Έμμετρη απόδοση: Ι.Ν.Κυριαζής

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Γιάννης Κυριαζής - [άτιτλο]

 Λιγόστεψαν τα πράγματα 

Που μπορείς να κάνεις λέξεις

Βουβά τα νοήματα 

Σε κοιτούν στα μάτια


Αποκοιμιέσαι

Πάνω στο δέρμα σου

Μα όλα σου τα όνειρα

Κάνουν διακοπές

Στα μάτια της.


Α, τι άτι ατίθασο

Το καλοκαίρι...

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Γιάννης Κυριαζής - Αστυάναξ


Ήμουν παιδί του Έκτορα
Με πέταξαν από τα τείχη βρέφος
μην πάρω εκδίκηση σαν μεγαλώσω
για τον θάνατο του πατέρα.
Στριφογύριζα στον αέρα
αιώνες ολόκληρους
θαρρείς ακόμη στριφογυρνώ
τα χέρια μου αρπάζαν το κενό
σαν στήθος Ανδρομάχης
βύζαινα το μηδέν
από κάτω έχασκαν
τα στόματα των νικητών
ζαλίστηκα να κοιτάζω
κι έκλεισα τα μάτια.
Κι ήθελα τόσο πολύ να παίξω
με το ξύλινο αλογάκι...
(Τι να πέφτει ένα παιδί
τι να πέφτει μια Τροία...)

Γιάννης Κυριαζής - Άργος


Μια μπάλα που ξεφούσκωσε στα πόδια των μνηστήρων
της υπηρέτριας χαρά που πια δεν τον φροντίζει
αργά που έλειωνε, αργά, ο σκύλος του ο Άργος...
Με τη μουσούδα ξέπνοα την κοπριά φυσούσε
ζητώντας ένα θάνατο βασιλικό καθάριο
τσίμπλες τα μάτια του γεμάτα
μπέρδευαν την ομίχλη με τον καπνό από το τζάκι
τ’ αφτιά του κρέμονταν παρατημένα
του σώματός του άχρηστες αποφύσεις
με αναίδεια περνούσαν από δίπλα του τ’ αγρίμια
και τα τσιμπούρια γλένταγαν την τελευταία γουλιά τους
τον ξεκοκκάλισε το γήρας
κι απ’ το τραπέζι αποχωρούσε τώρα ξανανιωμένο
δε μυριζόταν τίποτε, τον Όμηρο μην τον ακούτε,
τίποτε δεν κατάλαβε
όταν μια κάθετη σκιά είδε να τον ζυγώνει
κούνησε λίγο την ουρά, μα όταν τον προσπέρασε
απορημένος πέθανε
ο ηλίθιος
περίμενε φαΐ από ζητιάνο...

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Γιάννης Κυριαζής - Τα μάτια του Κεβριόνη


Τις νύχτες που ύπνος δεν με πιάνει
σκέφτομαι τον θάνατο
του Κεβριόνη
Πάνω στην άμαξα του Έκτορα
τα γκέμια δυνατά βαστούσε
κι όλο το Π της Ιλιάδας
πασπάλιζε με σκόνη
Πέτρα ο Πάτροκλος βαριά
απ' το έδαφος υψώνει
στοχεύοντας τον Έκτορα να πλήξει
μα η πέτρα βρήκε τον Κεβριόνη
ανάμεσα στα φρύδια
θρυμμάτισε το κόκκαλο
μια γούβα έσκαψε βαθιά
κι ανάβλυσε μια ραψωδία
και του ηνίοχου τα μάτια
στο έδαφος χυθήκαν
και από κει τον ποιητή του τον τυφλό
μ' ένα παράπονο θωρούσαν
αλλού κορμί κι αλλού τα μάτια
αλλού η ζωή κι αλλού το ποίημα
Κι ύστερα πόλεμος ξεσπά
γύρω απ' το πτώμα
ποιος θα το αποσπάσει
Σπαθιά κοντάρια ορφάνεψαν
απ' τους πολεμιστές τους
κι όλα χαράξανε στη γη
το περίγραμμά του
μα ο νεκρός γαλήνιος ξάπλωνε
αγνοώντας
τι θόρυβος τι ορυμαγδός
γι' αυτόν γινόταν
και σκόνη τρύπωσε πολλή
στη θέση των ματιών του
Τις νύχτες που ύπνος δεν με πιάνει
μέσ' στο σκοτάδι φέγγουνε
τα μάτια του Κεβριόνη
ψάχνοντας νά 'βρουνε
το υπόλοιπό του σώμα...

Γιάννης Κυριαζής - [άτιτλο]

 Το βράδυ που το ξύλινο άλογο 

μπήκε στην Τροία

η Ελένη λεν πως το γυρόφερνε

μιμούνταν τις φωνές των γυναικών τους

την Πηνελόπη την Κλυταιμνήστρα

κι άναβε μέσα τους τον πόθο 

όμως σιωπούσαν όλοι τους

κι ας ήταν που κι η σελήνη τρύπωνε

από τις χαραμάδες

φωτιά κατέτρωγε τα σπλάχνα τους

τον δούρειο ίππο της καρδιάς τους

κι ίσως τους πρόδιδε ο καπνός

αν δεν μουσκεύανε το ξύλο

με τα δάκρυά τους

αθόρυβα έσταζαν σταγόνες 

τρυπώντας την κοιλιά του αλόγου

μέχρι που θ' άνοιγε 

να ξεχυθεί ο χείμαρρος 

των σπαθιών 

και να πνιγεί η Τροία

μέσα στο ίδιο της το αίμα.

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Γιάννης Κυριαζής - Ελένη


Ο άνεμος πάνω στο κάστρο ξεφύλλιζε το ποίημα
δακτυλικό εξάμετρο φυσούσε από παντού
κουρέλια στίχων ντύναν το κορμί της
κι η σκόνη άσπριζε την κόμη της
«Τι θέλει το τσουλάκι πάνω στα τείχη;
Τόσα κορμιά ξεψύχησαν στα πόδια της
σκαλιά τα έκανε στους ουρανούς να φτάσει
σφαλίσαμε τα μάτια των παιδιών μας
για τα μάτια της
δεν της αρκεί;
Να την γκρεμίσουμε απ’ τα τείχη
ν’ απαλλαγούμε απ’ την πέτρινη καρδιά της ! »
Έτσι μιλούσαν σαν τους τζίτζικες
οι γέροντες της Τροίας
προσμένοντας εκείνη τη ριπή του ανέμου
που θα την έφερνε γυμνή
στα ροζιασμένα χέρια τους.
(2015)

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Γιάννη Κυριαζής - [άτιτλο]

 Πάμε να κυλιστούμε

Στα φεγγάρια που μας έσβησαν

Στους ήλιους που μας πάγωσαν 

Στα λιβάδια που μας ξερίζωσαν

Στις πέτρες που μας μαλάκωσαν

Στα ποιήματα που μας σκλήρυναν

Στις μουσικές που μας φίμωσαν

Στους έρωτες που σκοτώσαμε

Για να πεθάνουμε μόνοι

Για όσα μαζί ζήσαμε χώρια...

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Γιάννης Κυριαζής - Χαρταετού μονόλογος


Τον τράβαγα ψηλά
να πετάξει
τίποτε εκείνος
ριζωμένος στο χώμα
όπως όλοι
τους κοίταζα απ' τον ουρανό
πόσο μικροί έδειχναν
χαίρονταν την ανημπόρια τους
Κάποια στιγμή βαρέθηκα
έκοψα τον σπάγκο
κι άρχισα να κυνηγώ την ουρά μου
«Μια Καθαρή Δευτέρα
όλη κι όλη η ζωή μας»
είπα
Από τότε μένω πεσμένος
μέσα στα παιδικά του χρόνια...
(2022)

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Γιάννης Κυριαζής - Το χριστουγεννιάτικο δέντρο


Αυτό το δέντρο χάλασε
κι όλο μαδά
γέμισε το σπίτι
ψεύτικα Χριστούγεννα
η σκούπα ρούφηξε
μάγους και δώρα
χάθηκε στο πι και φι η επαφή
με το αόρατο
τα κλαδιά του αραίωσαν
πού θα κρεμάσεις φέτος
το βλέμμα σου
αυτό το δέντρο χάλασε
δεν τραγουδά
διώχνει το χρόνο που ’ρχεται
με τη σιωπή του
τα λαμπάκια του ανάβουν πια
μόνο από θυμό
όταν ακούει
πως χάλασε
και δεν κρατά
τα χρόνια μας
κάτω απ’ τα χιόνια του
κρυμμένα
Μα ο κορμός του
ολόρθος
όγκος σκοτεινός
με ξεγελά
τις νύχτες που με σηκώνει
η δίψα για πατέρα.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Γιάννης Κυριαζής - Άνθρωποι άτοποι


Οι άνθρωποι είναι τόποι
άνθρωποι χωριουδάκια
ξεραμένα στον ήλιο
διψασμένα γι' ανθρώπους
καφενεία με θαμώνες
βαριεστημένα πλατάνια
μπαλωμένες καρδιές
σ' έρωτες νέους
δωμάτια μάτια
κορμιά όρμοι
άνθρωποι ουρανοί
σύννεφα ανώφελα
άνθρωποι θάλασσες
απέραντοι και μάταιοι
κύματα ακίνητα
άνθρωποι μπλε
απ' την αλμύρα της αγάπης
Άνθρωποι
με θέα
τον θεό
το κενό
τον άλλον

Ιανουάριος 2021

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Γιάννης Κυριαζής-[άτιτλο]



Οι πιο δυνατές βροχές
πέφτουν μέσα σε ποιήματα
βροχές ανώνυμες μυστικές
μουσκεύουν χαρτιά
ξεβάφουν στίχους
ξεχειλίζουν μάτια
βουλώνουν στόματα
σαρώνουν καρδιές
κεραυνοβολούν αναγνώστες
παρασύρουν ποιητές
 
Καμιά ομπρέλα δεν ανοίγει
όταν βρέχει
μέσα
στα ποιήματα

Ι.Ν.Κυριαζής

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Γιάννης Κυριαζής-Κρανιάς απόσταγμα


Να ’ρθεις να σε δω
φορτώθηκα τα χρόνια και καμπούριασα
τα δάχτυλα θαμμένα σε παλιά κεντήματα
το στόμα στράβωσε κι οι λέξεις δε μιλιούνται
το πρόσωπο με κλίση προς τα κάτω
κλείνει ο κύκλος της σάρκας
ενσάρκωση του μηδενός
αν έρθεις ίσως υποχωρήσει η φθορά για λίγο
οι ρυτίδες θα κηρύξουν ανακωχή στο μέτωπο
τα πόδια θα υπακούσουν στον ανώτερό τους, το μυαλό ·
αν έρθεις θα σου βγάλω κι από την κρανιά
να γευτείς το αίμα απ’ τα γόνατά σου
στα δρομάκια του Ζιάκα
θα κατεβούν κι οι αρκούδες πεινασμένες στο χωριό
όπως σου ’λεγα τότε για να τρως
θα μας κοιτούν απ’ το παράθυρο
και θα θαμπώνουν τα χρόνια μας από τα νηστικά τους χνότα
αν έρθεις θα βάλουμε
να μη φοβάσαι
τον μπάρμπα σου να χορέψει
μ’ ένα μαντίλι στον αέρα
να χαιρετά για όταν με χάσει
τώρα με χάνει
Να ’ρθεις
όπως σ’ εκείνο το πανηγύρι του καλοκαιριού
όπου τρίβονταν οι λεβέντες
στις πέτρινες καρδιές των κοριτσιών
κι άναβε το γλέντι
κι εσύ αμάθητος απ’ το νερό του έρωτα
ίδρωνες σε μια γωνιά το αριθμητήρι του θερμόμετρου
μοιάζεις τόσο του αδερφού μου
θέλω στα μάτια σου να τον αποχαιρετήσω
θέλω στα μάτια του μπροστά τα μάτια μου να κλείσω
Δεν ήρθες
κι οι αρκούδες κάθε νύχτα
θα κατεβαίνουνε στο μνήμα
για να ξεχάσουνε την πείνα τους
γλείφοντας το μέλι
των παραμυθιών.
Συνήθισα πια να σαβανώνω τους νεκρούς με ποιήματα.
Χρονοθύελλα 2012

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Γιάννης Κυριαζής-Των εξετάσεων

 Των εξετάσεων

Με στήσανε στη μέση του διαδρόμου
τι πλήξη..., μαθητές να επιτηρώ
βοήθεια ζητώ απ το όνειρό μου
μ΄αυτό με ξαποστέλνει πίσω εδώ.
Τα πόδια της καρέκλας πριονίζουν
οι μνήμες που χουν γίνει ηλεκτρικές
και στα θρανία με ξανακαθίζουν
να δώσω πάλι πανελλαδικές.
Μου δίνουν να γεμίσω το τετράδιο
μ όσα μου μάθαν όλες οι χρονιές
μα είναι το μυαλό μου σπίτι άδειο
με παραβιασμένες κλειδωνιές.
Σκυμμένο απ τη νύστα το κεφάλι,
το χέρι μου στηρίζω στο στυλό
κι αν θέματα βατά μου χουνε βάλει
μηδεν με περιμένει στρογγυλό.
Στων παπουτσιών τις σόλες για σκονάκι
τους στίχους κρύβω κάποιων ποιητών-
μα λίγοι να λυγίσουνε λιγάκι
άτεγκτες κρίσεις βαθμολογητών....
Την άδεια ζητώ για τουαλέτα
καχύποπτα κοιτά ο επιτηρητής
τα χρόνια μου γυρνούν σε μια ρουλέτα-
αν και σαράντα, ακόμη μαθητής.
Οι ώρες δεν περνούν, μ ΄έχουν τρελάνει-
κανείς δε μου "σφυρίζει" το σωστό.
Το μέλλον μου, ανεξίτηλο μελάνι,
το μάθημα δε σβήνει που χρωστώ....
Χρονοθύελλα

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Γιάννης Κυριαζής-[άτιτλο]

Βγήκα κι εγώ να δω το φεγγάρι
να διασκεδάσω το σκοτάδι μου
Ήταν εκεί
πάνω απ' όλα
σαν φακός που τυφλώνει
για να μη δεις από πίσω του
ποιος τον κρατά αναμμένο
ποιος μας κάνει σήματα
ακατανόητα
απ' το υπερπέραν
Τι γυρεύουν
πάνω στον ουρανό
σπασμένα
τόσα πήλινα μάτια;...

Αντλήθηκε από το προφίλ ου ποιητή

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Γιάννης Κυριαζής- Απάντηση σε μιαν ερώτηση «Για πότε η παρουσίαση του βιβλίου σας;»


Η ποίησις
δεν παρευρίσκεται στις συνευρέσεις των ποιητών
δε συναγελάζεται με οιηματίες
στα καφέ των βιβλιοπωλείων
δεν περιφέρει τρεκλίζοντας το ποτήρι της
από παρέα σε παρέα
δεν πετά τη σκούφια της
γι’ αποδοχής χαμόγελα
δεν πιάνουν πάνω της βέλη φαρμακερά
δεν ξεκινά απ’ τη δοκιμή του μικρόφωνου
δεν τελειώνει σ’ απαλά παλαμάκια
δε σηκώνει τηλεφωνήματα διευθετήσεων
δεν εξυψώνεται από βάθρα ομιλητών
δεν καμπουριάζει για επίκυψη ξεσκονίσματος
δε γονατίζει μπροστά στον ύψιστο κριτή

Η ποίησις
δε φλερτάρει με τα φλας
δε συνθλίβεται σε θλιβερά κάδρα
δεν απαθανατίζεται σε άψυχα χαμόγελα
δεν ποζάρει μιας κι είναι σκιογενής

Η ποίησις
δε λογαριάζει τα νούμερα του κοινού της
δε λογαριάζεται με αριθμημένα αντίτυπα
δεν υπογράφεται με συλλεκτικές πένες
δε μοιράζεται με αφειδείς αφιερώσεις
δεν αναγγέλλεται εν είδει κηδειοσήμου
δεν απαγγέλλεται από συγκαμένους συγκινηματίες
δεν ανατριχιάζει φολιδωτούς αναγνώστες
δεν εκτοξεύεται από γραφείο για να πετύχει κρεβάτι

Η ποίησις
δεν ευκαιρεί γι’ άκαιρες συναντήσεις
δεν προσφέρεται σε τιμή ευκαιρίας
δεν αγοράζεται με ευρώ
δε χαλιέται σε ψιλά
δεν πουλιέται σε πουλημένους

Η ποίησις
παρουσιάζεται εκεί που
δεν
την περιμένεις.


Πηγή: Χρονοθύελλα 2012

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Γιάννης Κυριαζής-[άτιτλο]

Χειµωνιάτικο δειλινό χαµηλωµένο στη θλίψη· µεθυσµένο παραµυθάκι που τρεκλίζοντας χάνεται στο χιόνι· κι εκείνος ο άγγελος που δεν πιστέψαµε και κρεµάστηκε από ένα κλωνί χριστουγεννιάτικου δέντρου· µόνο, τις νύχτες που σε συλλογιόµουν, γέµιζε το δωµάτιο από τους ίσκιους των φτερών του που ανοίγανε σιγά-σιγά.

(Από την ποιητική συλλογή ΜΑΥΡΟ ΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ, 1992)