Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Δημήτρης Φαφούτης - Μικρή γραμματική


Η λέξη καημός
Δεν γράφεται με ήτα
Γράφεται με άγριους βρυχηθμούς
Και με φοβέρες του θεού
Που δεν δοκίμασε ποτέ
Την αγριάδα του πληγωμένου έρωτα
Να τ' αγαπάς λοιπόν τα σύμφωνα
Για το καλό, που σου προσφέρουν
Συχνά επάνω τους σκοντάφτουν τα φωνήεντα
Που διαθλούν το φως με την ηχώ της
έπαρσης τους
Δεν ωφελεί η επανάληψη
Κι ας είναι η μητέρα της μαθήσεως
Ας παραμείνω εγώ σε τούτη τη μοναχική γωνιά
Αγράμματος και ημιμαθής
Αεί διδασκόμενος από χαμένη αγάπη...


Τα λυπημένα Ποιήματα

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Νίκος Φωκάς - Ραδιόφωνο



Χαμήλωσα στο ελάχιστο τον ήχο
Κι οι πρόστυχες φωνές αυτοστιγμεί
Ακούγονται σαν ψίθυρος αγνές·
Σαν ψίθυρος μαζί με τις φωνές
Οι γλωσσικοί βιασμοί κι οι ξενισμοί
Που δεν απαριθμούνται σ’ ένα στίχο.

Διότι αν πρέπει να ’χω τέτοια γλώσσα
Με σόου τζάκποτ ζάπινγκ και τι-βι
Την καταργώ καλλίτερα εντελώς
Κι ας μείνει μόνο ως ψίθυρος απλός
Μιας πίστης υπενθύμιση ακριβή
Καθώς κοιτώ τα σύννεφα στην Όσσα.

Πλανόδιον, τχ. 21, 1994

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Νίκος Γκάτσος - Μια γλώσσα μια πατρίδα

                                        Γιώργος Νταλάρας - Μια Γλώσσα Μια Πατρίδα


Μια χούφτα είν’ ο άνθρωπος

από στυφό προζύμι

γεννιέται σαν αρχάγγελος

πεθαίνει σαν αγρίμι.


Του μένει μόνο στη ζωή

μια γλώσσα μια πατρίδα

η πρώτη του παρηγοριά

και η στερνή του ελπίδα.


Όλο το βιός κι η προίκα του

ένας καημός στα στήθια

κι ο τόπος που τον γέννησε

η δυνατή του αλήθεια.


Για ιδέστε κείνο το παιδί

με τα γερά τα χέρια

πώς οδηγεί τ’ αδέρφια του

ν’ ανέβουν ως τ’ αστέρια.


Κι απ’ τα βουνά της Ρούμελης

και τα νησιά του νότου

ένας πανάρχαιος παππούς

κοιτάει τον εγγονό του.


Τα κάτα Μάρκον, 1991

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Δημήτριος Βικέλας - Επίγραμμα


Πού την τραβάτε ώ γραμματισμένοι, 

τη νέα γλώσσα την ελληνική;

Εμπρός εκείνη μόνη της πηγαίνει.

Αφήστε την να δούμε πού θα βγει.

Του κάκου τα οπίσω την καημένη 

τη σέρνετε˙ αυτή ομπρός πατεί.

Θα σπάσει το σχοινί που την τραβάτε, 

και όλοι σας τ’ ανάσκελα θα πάτε.


Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου και ΣΙΑΣ.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Θοδωρής Αργυρόπουλος - Στοιχειώνουν τον νου μου


Στοιχειώνουν το νου μου λέξεις, όπως

παταλιά, κιώνω, κατακιάζω, πιλάλα, (γ)κλιτσινάρα, αρνάρι

τηλώθηκα, τσιρικώνω, αρτσίδι, στρεκλάω, σιγενικό,

δρούγα, χαράρια, αρμακάς, σκαπέτηκε, στρουμπούλι… *

…Και άλλες που κανάκεψαν τα μικρά μου χρόνια

και πια δεν θυμάμαι…

Τις πήρανε μαζί τους τα στόματα

που έκλεισαν για πάντα…

Ίσως να έχει κάπου και η γλώσσα

το δικό της κοιμητήριο…

Να ‘ξερα πού, να μπορώ να πηγαίνω…

Να τους ανάβω κερί και να θυμάμαι….

...................................................................................................................................................................

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 17/4/2018

* Μετά από αίτημα απόδοσης των νοημάτων:

παταλιά= ανάσκελα

κιώνω= τελειώνω

κατακιάζω= καταφέρνω να φάω μεγάλη ποσότητα και σε γρήγορο χρόνο

πιλάλα=τρεχάλα

(γ)κλιτσινάρα= ο πίσω τένοντας που κινεί την φτέρνα

αρνάρι= τριβείο που λείαιναν τις οπλές των αλόγων

τηλώνομαι= χορταίνω (τήλος στον Όμηρο η μπουκιά)

τσιρικώνω το άλογο = καλπάζω με το άλογο

αρτσίδι= μούσκεμα

στρεκλάω= παραπατάω (μετά βίας στέκομαι όρθιος μην πέσω)

σιγενικό= το κρύο που δεν αντέχεται... ο δυνατός παγωμένος αέρας...

δρούγα= εξάρτημα της ρόκας

χαράρια = κατασκευή από βέργες ξύλινες και σχοινί για το κουβάλημα του άχυρου

αρμακάς= σωρός από πέτρες συνήθως σε μια άκρη του αμπελιού

σκαπετάω =εξαφανίζομαι τρέχοντας πίσω από χαμηλή ράχη

στρουμπούλι = στρογγυλή πέτρα λεία από την ποταμιά που χρησίμευε για το τρίψιμο του αλατιού.


Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου


Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Γράμμα Εξορίας, 1967


Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
Μνημονεύετε Αλέξανδρον Παπαδιαμάντη

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Δεν είναι πια η απόσταση
μα οι κάθετες παρεμβολές
δεν είναι οι λέξεις
μα η παγίδα της φωνής
φίλε, τι να σου γράψω, πώς
να δονήσω τις φριχτές μεμβράνες
τι να σου πω για τους τυφλούς
τον νουν τα όμματα.
Πικρό είναι το ψωμί της εξορίας,
είπε ο Κάλβος, κρούοντας
την αυθεντική του λύρα.

Είμαστε τώρα εξόριστοι
μέσα στο ίδιο μας το σπίτι
και γύρω μας ασχημονούν
οι μεταμφιεσμένοι επιδρομείς.
Η Ελλάς ξεφεύγει από τα χέρια μας.

Και στη γυμνή επιφάνεια
των καιρών οι κούφιοι
της στιγμής αξιωματούχοι
νοθεύοντας τις λέξεις
ασελγούντες επί της σεπτής
του Γένους ιστορίας
οι κορακόφθαλμοι...

Τέτοιες στιγμές, διαβάζοντας 
τον πληγωμένο βάρδο, κρούω 
κι εγώ την λύρα του, κράζω 
μέσ’ στις στροφές του: σωθήτωσαν 
αι Ωδαί, σώσατε την ψυχή σας!

Ο Μακρυγιάννης είπε:
«σημειώνω τα λάθη ολονών 
και φτάνω ως την σήμερον...»
Πιο πέρα: «και η πατρίς κατάντησε 
παλιόψαθα των ατίμων...»
Πιο πέρα: «Πάρ’ το αυτό 
το χαρτί και βάλ’ το σε μια πέτρα 
να είναι σίγουρο, μην κάψουν 
το σπίτι και καγεί...»
Πιο πριν: «Κι αν είν’ εκείνοι φτωχοί
εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι
πολύ εις τα στορικά του κόσμου...»
Κι εγώ τα λόγια του στοιχειοθετώ.

Φίλε μου, τόσα χρόνια 
προσπαθώντας να εκφρασθώ 
με συγχωρείς την γλώσσα μου 
δεν ξέρω να μιλώ· και όμως
ένα τοπίο μοναχά 
με συντηρεί και λίγες λέξεις 
από την ελληνική λαλιά μας.

Συγκεντρωμένα ποιήματα 1952 -1990, Αθήνα, Πλέθρον, 1991.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Γεώργιος Βιζυηνός - Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα


Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν. Οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρο πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή δια των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις! «Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ’ αυτό την ύπαρξίν της, είναι… Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του οποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.

Όταν ήμουν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι εν τινί απ’ αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσω και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;…

Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.

― Πως σε λέγουν εσένα;
― Θεόδωρο Μπεράτογλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πως σε λέν;
― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

Και ούτω καθ’ εξής εν μια ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!
Όπως δήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι του Γεωργή του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδία μου· το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ωνόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.
Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιωρίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπο της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ, ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:

― Τι πράγμα εν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.
― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.
― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!

Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθη και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.
― Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πως ημπορεί αυτό ποτέ να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξέυρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!

― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα· αυτό ν’ μηλιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

Και αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

Τώρα πρέπει να ηξεύρετε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιά εις τη μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα. Κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλον, και να ειπώ επί τέλους ότι η μηλιά είναι μηλέα!

Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος· έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα… Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ’ ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.

Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί το διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.

― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.
― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.

Αλλά δεν επρόφθασα να καθήσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν δια το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα· διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις –το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς– αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:
Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα· και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.
Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

Η μηλιά –δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά– εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της –παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας– βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα - έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος. Και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του· ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:

― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.

Μόνο οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον· διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακήν κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!

Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ’ αρχής μέχρι τέλους δύνανται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν, διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν’ αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι’ ων απαιτούσι να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον δια πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον! Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ’ εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα.


Γ. Μ. Βιζυηνός, «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», Τα διηγήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1991.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Τίτος Πατρίκιος Η γλώσσα μου


Τη γλώσσα μου δεν ήταν εύκολο να τη φυλάξω
ανάμεσα σε γλώσσες που πήγαιναν να την καταβροχθίσουν
όμως στη γλώσσα μου συνέχιζα πάντα να μετράω
στη γλώσσα μου έφερνα τον χρόνο στα μέτρα του κορμιού
στη γλώσσα μου πολλαπλασίαζα την ηδονή ώς το άπειρο
μ’ αυτή ξανάφερνα στον νου μου ένα παιδί
με άσπρο σημάδι από πετριά στο κουρεμένο του κεφάλι.
Πάσχιζα να μη χάσω ούτε μια της λέξη
γιατί σ’ αυτή τη γλώσσα μου μιλούσαν κι οι νεκροί.

Τίτος Πατρίκιος, Η Ηδονή των παρατάσεων,  Κέδρος, 1998 στο: Ποιήματα, IV (1988-2002), σελ.116, Κέδρος.


Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Νικηφόρος Βρεττάκος -Η ελληνική γλώσσα


Όταν κάποτε φύγω απὸ τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα
ρυακάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχὸν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
μεταξύ τους με μουσική.

Πηγή: Εκκρεμής Δωρεά, 1986.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Νίκος Φωκάς-Κουτσοβλαχική


Τι θλιβερό να χάνεται μια γλώσσα!
Να χάνεται μαζί της μέσ’ στα τόσα
Ό,τι στα ελληνικά λέμε «τι κάνεις;»
Ή «δος ημίν» ή «το καθήκι ο Φάνης».
Και πάλι όχι ακριβώς: μια γλώσσα είν’ άλλος
Σταθμός από τη δίπλα, εξίσου λάλος·
Τον σβήνεις αν κινήσεις τη βελόνα –
Μια κίνηση μικρή μα γλωσσοκτόνα…
Κλαίω για τα ελληνικά μα ποιος της χρήστης
Θα κλάψει και γι’ αυτήν, ποιος ποιητής της
Αληθινός, καθώς μικροί-μεγάλοι
Σ’ αυτήν ξενομιλούν; – εγώ και πάλι!
Εγώ και πάλι, αφού ποιητής δεν είναι
Δικός της να την κλάψει, ακούστε τήνε
Κι ας μην καταλαβαίνετε· σας λέει
Γι’ αγάπες, για θανάτους και για κλέη –
Εγώ και πάλι, που θρηνώ το γνήσιο
Στον άθλιο τόπο αυτόν τον πιθηκίσιο!

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ (1927-)
Από το βιβλίο: Νίκος Φωκάς, «Ποιητικές συλλογές 1954-2000», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2002, σελ. 327.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Πάνος Θασίτης - Ελληνικά



«νηρόν» ύδωρ μη ειπής, αλλά «πρόσφατον» ακραιφνές»

«συκχαίνομαι» τω όντι ναυτίας άξιον τούνομα,

αλλ’ ερείς «βδελύττομαι» ως Αθηναίος…

το μεν «μάγειρος» δόκιμον, το δε «μαγειρείον» ουκέτι


Φρύνιχος 200μ.Χ.



Όχι φτωχός, αλλ’ άπορος ή πιο καλά βιοπαλαίων
ή εκείνο το έξοχο, το τέλειο, τ’ αρνητικό μη πλούσιος  –
                                                                – το κυριολεχτικό. –
Ούτε ψεύτης – ακούγεται άσχημα, ενοχλεί – 
αλλά μη λέγων την αλήθειαν – όλη,
μη ευθύς, μη αυθορμήτως ομιλώντας τέλος πάντων,
 ή – γιατί όχι; – και σκεπτικιστής
 και το πολύ-πολύ και μόνον εν εσχάτη ανάγκη ανειλικρινής.
Κι αντί το βάρβαρο χυδαίο εκείνο κλέφτης
όχι με απολύτως καθαράς τας χείρας πες
όχι – με τ’ αυστηρά τ’ απόλυτα τα μέτρα, τ’ απάνθρωπα στο
                                                                                            κάτω-κάτω –
 ανιδιοτελής, όχι αρνητής – ανθρώπινο – των εγκοσμίων.

Τι πλούτο έχει η γλώσσα μας.
 Τι θησαυρός αυτά τα ελληνικά

Εκατόνησος, 1971

Πάνος Κ. Θασίτης (1923, Μόλυβος - 21 Αυγούστου 2008, Θεσσαλονίκη)