Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καραγάτσης Μ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καραγάτσης Μ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

Μ. Καραγάτσης - Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (απόσπασμα)


«Ο Μαλίτζιν προτίμησε νὰ κρυφτῆ ἄναντρα μέσ' στὸ σπίτι του, παρατώντας τὴ γυναίκα στὴ μανία τοῦ χυδαίου ὄχλου. Κι ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς μοιχαλίδας ξακολούθησε αποτρόπαια βάρβαρος, μέσ' στα γιουχαΐσματα τοῦ δειλοῦ πλήθους. Αφοῦ τὴν προπηλάκισαν, τὴν ἔφτυσαν καὶ τὴ χτύπησαν, οἱ ἱερόδουλες ἄρχισαν νὰ τὴ γδύνουν. Ένα χέρι άρπαξε τὸ κομψό καπελάκι καὶ τὸ πέταξε στὰ κεραμίδια τοῦ πλαϊνοῦ σπιτιοῦ. Τὸ φουστάνι γίνηκε μύρια κομμάτια• ἡ κομπιναιζὸν ἀνεμίστηκε θριαμβευτικά πάνω ἀπ' τὰ κεφάλια τῆς ὀρθῆς. Τὸ σουτιέν στήθηκε τρόπαιο στὴν ἄκρη ἑνὸς μπαστουνιού. Η κυλότα, τελευταία, σχίστηκε σὲ ἑκατὸ κουρέλια, ποὺ ισάριθμα χέρια τ' ἄρπαξαν γιὰ ἐνθύμιο. Οἱ πόρνες ουρλιαζαν ξέφρενες• ἡ δ/νὶς ᾿Αγγελικὴ εἶχε σπασμούς ὑψηλῆς ὑστερίας• κι οἱ ἄντρες ἀποκτηνωμένοι, με σάρκα ξαναμμένη, κοιτούσαν μὲ μάτια θολὰ τὴν πανέμορφη κι ὁλόγυμνη γυναίκα, ποὺ ἀσάλευτη κι άψυχη παράδωσε τὸ κορμί της στὸν ὀπτικό όργασμὸ τοῦ ὄχλου.

Αὐτὴ ἡ σκηνὴ ποὺ γίνηκε στη Λάρισα, μποροῦσε νά 'χε γίνει σ᾿ ὁποιοδήποτε άλλο μέρος τοῦ κόσμου. Ὁ ὄχλος εἶναι τὸ ἴδιο ἄναντρος κι ἀπάνθρωπος σ' ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη. Οι πόρνες ἔχουν τὸ ἴδιο υστερικό μίσος στο Παρίσι, στὸ Πεκίνο καὶ στὸ Χαρτούμ. Δὲ θά 'πρεπε λοιπὸν νὰ καταλογίσουμε στη Λάρισα την ευθύνη τούτης τῆς ἀσχήμιας. Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω. . .

Κι ὅμως οἱ χριστιανοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν αὐτὸ τὸ θέαμα, ἔριξαν τὴν πέτρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἀρνήθηκε νὰ ρίξη. Τὸ μαζικό κτήνος ξύπνησε λίγο αἷμα ἦταν ἀπαραίτητο επιδόρπιο τῆς σαδικής πανδαισίας. Οι πρώτες πέτρες, άτολμα σφεντονισμένες, μελάνιασαν τὸ νιὸ καὶ πεθυμητὸ κορμὶ τῆς μοιχαλίδας. Τώρα τὰ χέρια, μὲ πυρετό φονικό, γύρεψαν ἀπ' τὸ χῶμα καινούργια βλήματα, πιὸ θαρραλέα.

Χτυπημένη στὸ μηλίγγι, ἡ γυναίκα κλονίστηκε. Ενα πορφυρὸ ρυάκι κύλησε καὶ λέκιασε τὸ μάγουλό της. Ο όχλος δὲν ἀλαλάζει πιά• όταν σκοτώνη, γίνεται μουγγός...

Έξαφνα, ἀναπάντεχα, δυὸ ἄντρες κυλίστηκαν καταγής μουγκρίζοντας, ἐνῶ γύρω τους σχηματιζόταν κενὸ φοβισμένο. Τσίριξαν οι δημόσιες κραυγές τρόμου καὶ λάκισαν πανικόβλητες. Ὁ ὄχλος όπισθοχώρησε, μὲ μουρμουρητό σεβασμού. Ήταν ὁ Λιάπκιν, ποὺ ἐπέβαλλε τὴν τάξη μὲ τὶς φοβερές γροθιές του.

Εβγαλε τὸ μακρύ πανωφόρι του, τύλιξε τὴ γυμνὴ γυναίκα, τὴν ἅρπαξε μέσ' στ' ἀτσαλένια μπράτσα του, τὴ σήκωσε σαν πούπουλο κι ούρλιαξε :

-Αλάργα, κανάηδες! Μαθήτε, παλιόμουτρα ! Ώσπου νὰ πῶ κίμινο, νά 'χη αδειάσει ὁ δρόμος!

Έτσι γίνηκε. Ο ὄχλος ξύπνησε, συνέφερε, ένιωσε που παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ δυσεξήγητο μεθύσι. Οι νοικοκυραίοι λάκισαν ντροπιασμένοι μέσ' στὸ σκοτάδι, κρύβοντας τὰ μοῦτρα τους στὸν ἀνασηκωμένο γιακά τοῦ παλτού. Οι λαϊκοί διαλύθηκαν πιὸ σιγανά, σιωπηλοὶ καὶ στενοχωρεμένοι. Οι πόρνες μανταλώθηκαν στα παλιόσπιτά τους. Οἱ δυὸ χτυπημένοι ἀπ' τις γροθιές τοῦ Λιάπκιν σηκώθηκαν κι ἔφυγαν τρεκλίζοντας, δίχως νὰ ζητήσουν τὸ λόγο. Μέσα σ' ένα λεπτό, ὁ τόπος τῆς ὀχλαγωγίας ἔπεσε σὲ σιωπὴ νεκρική• καὶ τότε ἦρθαν οι χωροφύλακες ...» 

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., σσ/ 120-121

Α΄έκδοση 1933, 17η έκδοση 1999

Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

Μ. Καραγάτσης - Μεγάλη Χίμαιρα (αποσπάσματα)



«… πηγαίνει στον Παρθενώνα να προσκυνήσει τους θεούς που της επέβαλε η μοίρα και η νοημοσύνη. Είναι όμορφη – και το ξέρει. Παράξενα και ξωτικά όμορφη για τους Αθηναίους, που ξαπλωμένοι στα μαρμάρινα σκαλιά σταμάτησαν την πολιτική τους συζήτηση, για να την καμαρώσουν. Εκείνη, σαν γυναίκα πονηρή, καμώνεται πως δεν βλέπει το θαυμασμό στα μάτια των αντρών. Σιγανεβαίνει τα σκαλοπάτια πολύ αξιόπρεπα, με τα βλέφαρα τάχα σεμνά χαμηλωμένα».

«Φαίνεται πως έκανε τη βρομοδουλειά με τον αρραβωνιαστικό της. Είναι γκαστρωμένη, τεσσάρω μηνώ. Και τώρα την έζωσαν τα φίδια, να γυρίσει σύγκαιρα ο λεγάμενος, να παντρευτούν πριν γεννήσει το μπασταρδέλι».

«Αδιαφορεί αν πάνω σ ’εκείνο το κρεβάτι, το πλανεμένο κι αλήτικο, μια άλλη γυναίκα κυλιέται κάτω απ’ το κορμί του άντρα της, μολονότι μαντεύει πως αυτό γίνεται, πως έτσι είναι. Στην ψυχή της δεν χωράει ζήλια. Χαμογελάει μ’ επιείκεια για τις σαρκικές παρεκτροπές του Γιάννη. Δεν έχει σημασία αυτό· δεν την απατάει με την ψυχή του».

«“Δεν είναι σωστό να γλεντάει έτσι, φανερά κι απερίσκεπτα, με ύποπτες γυναίκες. Αν το μάθει η Λιλή θα στενοχωρεθεί, θα πονέσει”. “Ας πονέσει. Αυτός είναι ο κλήρος της γυναίκας που αγαπάει. Ας πονέσει”».

«Έχει εντελώς αποκτηνωθεί. Δεν είναι πια παρά μια μήτρα διψασμένη για συνουσία, με πέη υποταγμένα στην ηδονική της έκρηξη. Δεν είναι παρά ένα κτήνος πορνικό. Έγινε πια πόρνη. Προκαλεί πια τους πάντες χωρίς να το θέλει, χωρίς να καταλαβαίνει πως το θέλει. Την κυβερνάει η υπερέκκριση των ωοθηκών της. Ένα σφουγγάρι ποτισμένο στην πιο χυδαία εστραδιόλη, κυνικά προκλητικό, πρόθυμο να σμιχτεί με την κάθε τεστοστερόνη που θα συναπαντήσει μπροστά του».

«Κι όταν ένιωσε πως αυτός και το μίσος γίνηκαν ένα, τότε της είπε με μια φωνή πνιχτή:

— Πουτάνα!

Την άρπαξε απ’ τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε. Εκείνη κρατήθηκε από το τραπέζι να μην πέσει, τόσο δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε τη βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της και άρχισε να τη χτυπάει στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε. Τα χτυπήματα ηχούσαν υπόκωφα, μουγκά στο ηχείο του κορμιού της. Τα δεχόταν δίχως μια φωνή, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Είχε κλείσει τα μάτια, είχε μισανοίξει τα χείλη. Στη μορφή της είχε χυθεί η ύπουλη εκείνη έκφραση, που κυμαίνεται ανάμεσα σε οδύνη κι ηδονή. Ένα πιο δυνατό χτύπημα στο μηλίγγι τη ζάλισε. Λύγισαν τα πόδια της, έπεσε γονατιστή.


— Μη με χτυπάς τόσο δυνατά, μουρμούρισε. Θα με σκοτώσεις· και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα…



Σταμάτησε να την χτυπάει· την κοίταζε κι ανάσαινε βαριά. Τότε εκείνη, καθώς ήταν γονατιστή, του αγκάλιασε σφιχτά τα γόνατα, ακούμπησε το κεφάλι της στα μεριά του και χαϊδεύτηκε σα γάτα.



Τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς, μουρμούρισε».

Μ. Καραγάτσης - Υποθήκες, υποσχέσεις και αμφιβολίες (απόσπασμα)

 



Θα 'ρθει κι άλλο πουλί που δε θα 'χει φτερά

στου θολού ποταμού θα λουστεί τα νερά.

Σιωπηλό το πουλί. Θα λαλούν τα βατράχια.

Ο ιππότης θα δώσει τη μάχη στα βράχια.

Με κοντάρι χυπάει τ' αστρί, κρεμεζί,

κι' οι βατράχοι γελάνε, γελάν σα χαζοί...

Σα γραμμόφωνο κλαις με παμπάλαιη πλάκα.

Παίζεις δίχως κοινό. Χασμουριέται η κλάκα.

Για κομήτες παλιούς θα σου πω που περάσαν.

Είναι τόσο παλιοί που οι σοφοί τους ξεχάσαν.

Θα σου πω τι θα βρεις σαν κατέβεις στη γης.

Πώς κοιμούνται τη νύχτα οι νεκροί της αυγής.

Για καράβια που μπλέξαν και μείναν στα φύκια,

για νεκρούς ναυαγούς στου γυαλού τα χαλίκια.

Για ζωστές της Βλαχέρνας - ψυχές σκοτινές.

Πώς σκοτώσαν οι Ίνκας τη Ντόνα Ινές.

Πώς ο Βούδας κινεί το Μεγάλο Τροχό.

Ξαναμένες Βαλκύρες στριγγλούν: «Μάι-Χο!».

Πώς γεννήθ' η ζωή στης θαλάσσης τα βύθη.

Πώς η μνήμη χτυπά και νικάει τη λήθη.

Γιατί κλαιν οι γυναίκες στο πρώτο φιλί,

πώς στα ύψη πετά γητεμένο χαλί.

Για τ' απόκρυφο πλέγμα της κάθε ψυχής,

πώς σκορπίζει ο ήλιος τα σπλάχνα της γης.

Για τη σμέρνα που σμίγει τη νύχτα μ' οχιά,

για την τύχη που φέρνει κρεμάλας τριχιά.

Πώς μαζεύει ο Ερμής τους νεκρούς στην απόχη,

το αστρί της αυγής γιατί χάνεται...


Από τη φανταστική νουβέλα Το χαμένο νησί, 1943


Γιώργος Ρωμανός - Υποσχέσεις (Κράμα, 1988)


Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Από την αλληλογραφία μεταξύ του Μ. Καραγάτση και του Ν. Καββαδία.

Θυμάσαι, Κόλια, ένα κοριτσάκι, που μια συννεφιασμένη μέρα του περσινού χειμώνα το κοροϊδέψαμε, σ’ εκείνο το δρομάκι πίσω απ’ τον «Ευαγγελισμό»; Παρουσιάστηκες συ για Καραγάτσης και ΄γω για Μαραμπούς. Ούτε χάσαμε ούτε κερδίσαμε κι οι δύο στην αλλαγή. Δυο παλιάνθρωποι που σκαντζάρουν τα πασαπόρτια τους, πάντα παλιάνθρωποι μένουν.
Δεν ξέρω πώς, μου ήρθε, εδώ και λίγες μέρες, κέφι να ξαναδώ το κοριτσάκι, έτσι, για να του πω πως λυπάμαι για την ανόητη φάρσα που του έκανα. Το φώναξα. Ήρθε. Και πήγαμε κάπου μακριά και μιλήσαμε.
Με ρώτησε πώς και τη θυμήθηκα, μετά τόσον καιρό. Δεν ήξερα τι ν’ αποκριθώ. Αναμάσησα τα αιώνια βρομερά λογοτεχνικά ψέματα, γιατί δεν είχε την απαιτούμενη φιλοσοφική προδιάθεση να δεχτεί την ομολογία της κυνικής αλήθειας. Άκουσε τις υποκριτικές δικαιολογίες μου με αγγελική αφέλεια, και μου είπε: «Δίχως άλλο δεν θα ΄χετε φίλους».
Τότε η πηγή της ψευτιάς στείρεψ’ εντός μου, και αποκρίθηκα: «Φίλους; Έχω έναν, μα δεν είναι δω. Λείπει ταξίδι». Κι έτσι ήρθε η κουβέντα για σένα. Και κράτησε πολύ.
Σήμερα κοιτούσα στο χάρτη πού βρίσκεται η πολιτεία της διαμονής σου. Κι είδα πως η θάλασσα δεν είναι κοντά. Κι ένιωσα πόσο θα υποφέρεις. Η φυγή; Ο στρατιωτικός ποινικός νόμος την ονομάζει λιποταξία και τρεις στρατοδίκες την τιμωρούν με θάνατο. Ο θάνατος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεν αξίζει πολλά πράματα. Αν ήσουνα μέσα στο “Royal Oak” την ώρα που βυθίστηκε περήφανα, ίσως να ΄βρισκες τη Μοίρα σου στο βούρκο των μπάνκων του Dogger Bank. Έχεις βρει, καλότυχε, τον «ωραίο θάνατό» σου, και θα τον πετύχεις. Μα εγώ, πώς πρέπει να πεθάνω, για να πεθάνω «ωραία»;
Στο τέλος αυτής της βδομάδας, ή αρχές της ερχόμενης, θα συναντηθούμε. Έχω δουλειά στην Καβάλα. Και δεν θα λείψω να πεταχτώ ώς αυτού, να σε ιδώ, να τα πούμε, να τα μιλήσουμε.
Γεια χαρά,
Μ. Καραγάτσης
Μη λησμονείς να μου γράφεις
...........................................................................................................................................................................................................
Σεβάχ Θαλασσινέ,
Δεν υπάρχει λόγος πως πρέπει να μπαρκάρεις. Όχι τόσο για τις 40 μηνιάτικες στερλίνες, όσο γιατί η θάλασσα είναι θάλασσα και συ Μαραμπούς. Τα λιμάνια πάντοτε απομένουν λιμάνια, κι οι πόρνες τους δεν επλάσθησαν απ’ τον Γιεχωβά για να γιάνουν τις αρρώστιες, μα για να τις δίνουν. Μη θαρρείς πως ένας πόλεμος μπορεί να έχει την παραμικρότερη επιρροή στις μεγάλες γραμμές της ζωής. Ένα, μόνο, κατορθώνει ο πόλεμος: Φέρνοντας τον θάνατο στο προσκήνιο, κάνει τη ζωή πιο έντονη, πιο ξεφρενιασμένη.
Τρύγα την ηδονή όπου κι όπως τη βρεις, κάτω απ’ οποιαδήποτε μορφή της. Το κορμί μας, που τόσους πόνους μας στοιχίζει, έχει την υποχρέωση, σε αντιστάθμισμα της οδύνης να μας χαρίζει την ηδονή. Αυτή είναι η μεγάλη σαρκική δικαιοσύνη.
Ο Γιούγκερμαν γύρισε στη Φινλανδία να πεθάνει καβαλώντας την Ντάινα. Μα σήμερα πήρα τηλεγράφημά του. Ξαναφόρεσε τη στολή του εσσαούλ των κοζάκων και πολεμάει για τη λευτεριά της πατρίδας του, στα έλη της Καρελίας. Ίσως να πεθάνει από σφαίρα μπολσεβίκου πριν προφτάσει να πάει τη στερνή, υπέροχη και θανάσιμη ιππασία του.
Στον Πυρσό έβγαλα την τρίτη έκδοση του Λιάπκιν. Στον Γκοβόστη τυπώνω διηγήματα. Το s/s «Tynebdidge» προσέκρουσε σε μαγνητική νάρκη στ’ ανοιχτά του Κορνγουώλ, και το α/π «Χίμαιρα» ετορπιλήσθηκε από γερμανικό υποβρύχιο 200 μίλια δυτικά της Ιρλανδίας. Δεν έχω υλικό ούτε κουράγιο να σκαρώσω καινούργια βαπόρια. Ο κατά θάλασσαν πόλεμος με νέταρε. Το κουφάρι του Μακ Γκρέγκορ πλέει στους ωκεανούς έχοντας πανί το κιμονό της Γιαπωνέζας δεμένο στο υπερφίαλο πέος του. Τα σκυλόψαρα σε περιμένουν.
Γεια χαρά
Μ. Καραγάτσης
......................................................................................................................................................................

Φίλε Καραγάτση,
Τελευταία σ’ έχω πάρα πολύ σκεφτεί και πεθυμήσει. Έτσι να ‘ρθω μια μέρα από το Γραφείο ν’ ανεβούμε μαζί στην Αθήνα ή ένα μεσημέρι στο σπίτι να πιούμε καφέ και λικέρ κοιτάζοντας το λεύκωμα με τις ζωγραφιές του παράξενου Φλαμαντέζου ή του Λωτρέκ. Κατόπι να μου διαβάσεις το τελευταίο σου διήγημα κι εγώ να χαίρομαι, να συγκινούμαι, να ξαναταξιδεύω καθώς σ’ ακούω και να καπνίζω. Να σωθούν να τσιγάρα μου και να βάλω χέρι στα δικά σου. Κατόπι να κατεβούμε στο Παλιό Φάληρο. Να ΄ναι χειμώνας και ήλιος. Έπειτα να χωρίσουμε εκεί στη στροφή της οδού Βουκουρεστίου προς το Σύνταγμα, αφού πρώτα πειράζαμε τον Χρυσόστομο ή μάλλον μας πείραζε, να τραβήξεις για το King George κι εγώ για τις άσκοπες νυχτερινές περιπλανήσεις. Βγάλε από τα γράμματά σου αυτό το αυστηρό ύφος που δεν ταιριάζει στη φιλία μας, τη μεγάλη φιλία μας. Γράφε μου όπως τότε στην Ξάνθη. Βρίζε με αλλά δίχως γάντι. Έμαθα πως βγάνεις βιβλίο τώρα γρήγορα. Μεγάλη η επιθυμία μου και η περιέργειά μου. Θα σου είναι δύσκολο να τις ικανοποιήσεις;
Γράφε μου. Γράφε μου συχνά. Όσο μπορείς. Αν άργησα να σου απαντήσω δε φταίω. Του Βαγγελάκη έγραψα χθες ευχαριστώντας.
Στην κυρία τα σέβη μου και στη Μαρίνα ένα φιλί.
Σε φιλώ
Καββαδίας
......................................................................................................................................................................

Αδελφέ
‘Ησουνα μακριά. Πού ήσουνα; Πού ταξίδευες, τόσα χρόνια; Σε ποιες θάλασσες έπλεγες, ποιους ουρανούς αντίκριζες; Τι σε δίδαξαν τα πορφυρά κύματα, τα ματωμένα σύννεφα; Βρήκες τον κόσμο που ονειρευόσουνα; Κατάφερες να λησμονήσεις τον γαμημένο κόσμο που παράτησες; Και που εμείς ─οι άλλοι─ τον αγαπούμε, ακριβώς επειδή είναι ξεκωλιάρης;
Χρόνια σιωπής. Θυμόμουνα εκείνο που κάποτε είπε ο αδελφός σου: «Σκοπός είναι να έχεις ταλέντο ανθρώπου». Κι απορούσα: Πώς γίνεται, ο άνθρωπος που ξεστόμισε αυτόν τον πάνσοφο λόγο, να χάσει το ανθρώπινο ταλέντο του; Χρόνια σιωπής. Κι έξαφνα, γράμμα από το Πόρτο-Φίνο, από το Κολόμπο, από την Αουστράλια. Οι θάλασσες ξαναπήραν το βαθυκύανο χρώμα τους; Ο ουρανός ξανάγινε γαλάζιος; Από ποιο μακρινό ταξίδι γυρίζει πάλι, κοντά μας, ο χαμένος αδελφός;
Εσύ συναπάντησες παράξενους καιρούς στο μεταφυσικό ταξίδι σου. Εμένα, εφέτο μ’ έδειραν τα μελτέμια του Αιγαίου. Στη Μύκονο, στην Άντρο. Κλεισμένος σε μια κάμαρα, πλάι στο κύμα, έγραφα την ιστορία της φυλής των Ελλήνων. Γαμημένη ιστορία ξεκωλιάρας φυλής. Είναι αφάνταστο πώς κατέχουμε την τέχνη να κυλιόμαστε στο βούρκο και να περιπλανιόμαστε στ’ αστέρια. Σαράντα αιώνες αυτό το βιολί. Περισσότεροι ναι, λιγότεροι όχι. Πώς να τους ξεγράψεις, τους αφιλότιμους; Περί το δειλινό, στοχαζόμουν ξαπλωμένος, σε κάποια αμμουδιά. Δίπλα μου, μια γυναίκα που έλεγε στίχους του χαμένου αδελφού. Στίχους γαμημένους. Α! την έσκισε, ο μπινές, τη θολή γραμμή των οριζόντων! Βούλιαξε στη θολούρα της μεταφυσικής, σαν ψαράκι στο νερό. Μαστούρωσε, ντερβίσης γίνηκε. Την ανθρωπότητα βάλθηκε να σιάξει κι αυτός. Τσιμέντο να χύσει στο μουνί της πουτάνας. Μπετό στην κωλοτρυπίδα της Γεωργίας της κουτσής. Δεν του έφταναν τα ποιήματα που έγραψε ─ο κίναιδος─ όταν ήταν λεύτερος να κάνει τέχνη την ανθρωπιά του. Αλλά πριν φύγει, μας τ’ άφησε να τα χαιρόμαστε. Τον ευχαριστούμε, για τη χαρά. Ατίμητα πετράδια, για εμάς, τα ποιήματά του. Στολίζουν υπέροχα τον άδικο κόσμο μας. Τον κάνουν να φαίνεται ωραίος. Τον κάνουν ωραίο. Στον άλλο ─τον δίκαιο─ δεν έχει ποιήματα του αδελφού μου. Δεν έχει παρά ελπίδα δικαιοσύνης. Και ντερβισάδικα τροπάρια που υμνούν δυο μεγαλοφυή μουστάκια, απ’ όπου κρέμεται το αβέβαιο όραμα ενός μελλοντικού κόσμου, όπου όλοι οι άνθρωποι θα τρων ─και θα χέζουν─ τις ίδιες ακριβώς ποσότητες τροφίμων και ποιότητες σκατών.
Μέτρησε τις ρίζες της ψυχής σου, να ιδείς πόσο μακριά πηγαίνουν…
Ο αδελφός σου
Δημήτρης
Από την αλληλογραφία μεταξύ του Μ. Καραγάτση και του Ν. Καββαδία.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Μ. Καραγάτσης - Το κουτί της Πανδώρας

 ΘΥΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ; Ήταν η πρώτη γυναίκα του κόσμου, και σαν τέτοια έχει συγκεντρωμένες όλες εκείνες τις ευχάριστες ή δυσάρεστες ιδιότητες που έχει διασπείρει σήμερα στις απογόνους της. Ήταν ο παράδεισος και η κόλαση μαζί. Μια πραγματική ένωση, δυαδική μοναρχία, του Βασιλείου των Ουρανών και της Ηγεμονίας του Ερέβους.
Ο μύθος λέει, ότι τότε οι Θεοί αποφάσισαν να σπείρουν τα κακά στη Γη. Θαυμάζω την αφέλεια των προγόνων μας, αν μου επιτρέπεται να χαραχτηρίσω αφέλεια μια τέτοια επιπολαιότητα. Οι θεοί είχαν στείλει στη Γη τη γυναίκα, δεν υπήρχε λοιπόν ανάγκη να στείλουν και άλλα κακά, δεδομένου ότι η κοινή μας πρόγονος πρέπει να ήταν πλασμένη από μιαν πάστα κακίας, τύπου γάλακτος Νεστλέ, ευχάριστου και ιδίως συμπεπυκνωμένου.

Ή μήπως πάλι πλανώμαι; Διόλου απίθανο οι παμπόνηροι αυτοί Δαναοί, να πλάσαν τον μύθο έτσι, για να κολακέψουν τις ομηρικές συνεύνους των, στέλνοντας το απαίσιο κουτί κατόπιν, σαν είδος αναρχικής μπόμπας, κρυμμένης μέσα σε θήκη κοσμημάτων, και πληρωτέας contre-rembourcement.

Πάντως, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης το ρίξαν σε κάποιο Θεό, δεν θυμάμαι ποιον, γενικό αποδέχτη όλων των εκφράσεων των εσωτερικών αισθημάτων μας, που προκαλούν τα εξωτερικά γεγονότα, όπως όλοι οι θεοί άλλωστε. Αυτή λοιπόν η συκοφαντημένη Θεότης, έστειλε το κουτί με τα κακά στην Πανδώρα, και της είπε να μην τ’ ανοίξει, επ’ ουδενί λόγω. Αν σκεφθεί κανείς λογικά, θα δει ότι αυτή η απαγόρεψη, δεν χρησίμευε παρά για ένα πρόσχημα, που πίσω του θα κρυβόταν η τυχόν τύψη της θεϊκής συνείδησης. Εφόσον ο σκοπός του ήταν να σκορπίσει στον κόσμο κάθε δυσάρεστη ασχήμια, γιατί να διαλέξει για πλασιέ αυτή την αθώα γυναίκα; Ή μην ήταν τρόπος κι αυτός για να επαυξήσει την δύναμη του περιεχομένου του κουτιού, επιβάλλοντας ύπουλα στην Πανδώρα τη δυσφήμιση του φταίξιμου, που μοιρασμένη τη φέρνουν ώς σήμερα όλες οι απόγονοί της;

Η Πανδώρα το άνοιξε το κουτί. Δεν βάσταξε. Ήταν γυναίκα και σαν γυναίκα, περίεργη. Τα λοιπά περιττεύουν, και η συνέχεια είναι γνωστή και τετριμμένη. Σας υπενθυμίζω μόνον, ότι ενώ τα ελευθερωμένα κακά φύγαν και σκορπίστηκαν στα πέρατα της Οικουμένης, η Ελπίδα, το μορφινούχο αυτό καταπότιο, που χάρισαν οι δίκαιοι και πολυεύσπλαχνοι Θεοί στους ανθρώπους, μετά το πρώτο τους δώρο, τον καρκίνο της δυστυχίας, εθεώρησε καλό να καθίσει τεμπέλικα στην άκρη του κουτιού, χωρίς απολύτως καμιάν όρεξη να εκτελέσει την επανορθωτικήν εργασία του. Και κει βρίσκεται ακόμα.

Έτσι λοιπόν και μένα μια μέρα, άνοιξε μπροστά μου το κουτί που έκρυβε τα κακά της πολιτικής. Τις ασχημίες της ζωής τις ήξερα από καιρό. Μα φαίνεται ήμουν γεννημένος σκεπτικιστής, γιατί από τότε κοιτούσα τον κόσμο με φιλοσοφικήν αδιάφορη προσοχή. Μερικοί αυτό το λεν έλλειψη πνεύματος. Περιττόν να σας πω ότι διαφωνώ ριζικώς και εξ ενστίκτου.

Μόλις είχαν αρχίσει τότε τα πάθη, που κάμποσα χρόνια διαίρεσαν τον τόπο μας σε δύο στρατόπεδα. Ήμουν πολύ μικρός. Τα πολιτικά γεγονότα της εποχής μου τα σκεπάζει μια πυκνή ομίχλη μέσα μου. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι είχαν γίνει εκλογές. Λεπτομέρειες μη μου ζητάτε. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω. Θυμάμαι μόνον ότι ήταν χειμώνας και ότι πήγαινα στο σχολείο, όπου με κρατούσαν σε διαρκή γοητεία τα μεγάλα μάτια και το αχνό πρόσωπο της κυρίας Νίτσας.

Πολλές φορές ώς τότε, είχα ακούσει την μητέρα μου τα δειλινά ή τα βράδια, όταν το γκρίζο χειμωνιάτικο φως έκοβε το προφίλ της στο άνοιγμα του παράθυρου, να μιλάει με την πίκρα της δοκιμασμένης γυναίκας για την πολιτική. Συνήθως δεν απευθυνόταν σε μένα, γιατί ακόμα δεν ήμουν σε θέση να υπεισέλθω στα μυστήρια αυτής της υπερεπιστήμης. Αλλά το θέμα ήταν φρικωδώς ενδιαφέρον. Άφηνα στη μέση το διάβασμα της Διάπλασης, και παρακολουθούσα τη συζήτηση, που το πιο μεγάλο μέρος της ήταν ένας ατέλειωτος μητρικός μονόλογος.

— Είναι γλυκιά και προδότρα σαν τη θάλασσα, ύπουλη σαν τη γυναίκα, έχει χίλια πρόσωπα και άπειρα χέρια σαν τον Βισνού, χέρια που χτυπούν, που εκλιπαρούν, που απειλούν, που ζητιανεύουν, που κολακεύουν, που γοητεύουν και που πιο συχνά κλέβουν. Είναι το Ινδικό Τριμουρτί, με τις μορφές της Δόξας, της Μετριότης, και της Αφάνειας. Ένστικτο, Επιστήμη και αρρώστια συγχρόνως, αναφαίνεται, κολλάει, μαθαίνεται. Δοξάζει την πιο περίφημη μηδενικότητα, και γελοιοποιεί το πιο δυνατό μυαλό. Είναι φωτεινή νύχτα, που μόνον οι νυχτάλοπες βλέπουν, βράχος που δοκιμάζονται οι χαρακτήρες με βραβείο την Αποτυχία, σαρκαστικό γέλιο του Δαίμονα που τον λευτέρωσες, ανοίγοντας το μπουκάλι με τη σφραγίδα του Σολομώντος...

Και ο μονόλογος εξακολουθούσε σε εικόνες που θα τις ζήλευαν οι Άραβες μυθογράφοι και οι διάδοχοι του Παρνασσού.

— Σπέρνει τη διχόνοια, χωρίζει οικογένειες, ψυχραίνει φίλους. Κάνει τον άνθρωπο μισητό και επιθυμητό. Είναι ο σίφουνας των κακών και της δυστυχίας...

Με μια λέξη, αν πιστεύαμε τυφλά τις διδαχές της μητέρας μου, η πολιτική ήταν το κουτί της Πανδώρας, ένα κουτί που μόνο τη φήμη του ήξερα, μα που το περιεχόμενό του ήταν ασαφές και προβληματικό. Και νά που μια μέρα, την επομένη Δευτέρα των εκλογών, το καπάκι άνοιξε, και τα κακά της πολιτικής φτερούγισαν μπρος στα μάτια μου, σαν μαύρα καλικαντζαράκια.

Η σκηνή στο σχολείο, στο διάλειμμα. Την πελώρια αυλή, τη φωτίζει ένας ήλιος παγωμένος. Οι αδύνατες γαμπίτσες των παιδιών παίρνουν τόνους μελιτζανιούς και κάτω από τις μυτίτσες κρέμεται ένα διάφανο διαμάντι.

Μέσα στο γραφείο οι «κυρίες», καθισμένες γύρω στη σόμπα, ακούν την κυρία διευθύντρια που διαβάζει στην εφημερίδα τα πρώτα αποτελέσματα. Από το ισόγειο παράθυρο βλέπω τις εξημμένες από φόβο και περιέργεια φυσιογνωμίες τους.

Το κρύο μάς περουνιάζει. Τα γυμνά γόνατά μου χτυπιούνται μ’ ένα κρότο κούφιων ξύλων. Μόνον ένα γερό τρέξιμο πάνω στην παγωμένη λάσπη μπορεί να μας δώσει μια ζωογονητική θερμότητα. Ρίχνω μιαν ανεύθυνη ιδέα.

— Παιδιά! Παίζουμε τους κλέφτες και τους χωροφύλακες;

Όλη η αυλή αντήχησε από χαρούμενες φωνές.

— Ναι, ναι, μπράβο Γιαννάκη, τους κλέφτες και τους χωροφύλακες. Εγώ θα γίνω χωροφύλακας! Εγώ κλέφτης! Εγώ αστυνόμος!

Είναι γνωστό, ότι η αναρχία είναι ένα από τα πιο μεγάλα κακά. Και καθώς βλέπετε μια φοβερή αναρχία απειλούσε το παιδικό μας παιχνίδι. Η διαίρεση και η διοργάνωση της ομοιογενούς αυτής δύναμης σε δύο στρατόπεδα αντίθετα δεν ήταν και πολύ εύκολο πράμα. Μόνο μια λύση υπήρχε. Ο από μηχανής Θεός, ο άνθρωπος της επιβολής, που παίρνοντας την αρχηγία των κλεφτών, χωρίς άλλο από προγονική κληρονομικότητα της λατρείας της ελευθερίας και περιφρόνηση στην ένοπλο δύναμη, θα διόριζε τον εντεταλμένο στην καταδίωξη αστυνόμο, παίρνοντας έτσι την ανώτερη αρχηγία και εποπτεία του παιχνιδιού.

Και ο άνθρωπος της πυγμής παρουσιάστηκε. Είναι ο νταής του σχολείου, ένας από τους μεγάλους της τετάρτης, μαύρος και άσκημος, που ακούει στα ονόματα Καραμπόλας, Μούμια, Στοκοφίσι και Ιππώνεια, το τελευταίο γιατί στο παιχνίδι «άλογο και καβαλάρης», αυτός διόριζε τ’ άλογα.

Μπήκε στη μέση και με μια κίνηση γιομάτη περιφρονητική μεγαλοπρέπεια επέβαλε την τάξη.

— Σκασμός, μυξιάρικα! Εγώ είμαι αρχιλήσταρχος!

Αφού με πραξικόπημα πήρε την αρχή, άρχισε να μοιράζει αξιώματα. Και πρώτα σκέφτηκε για το πρόσωπο του άξιου εχθρού του.

— Εσύ Γιαννάκη θα είσαι αστυνόμαρχος. Ο Γκαμήλας χωροφύλακας, ο Παπαδόπουλος ενωμοτάρχης. Για πρωτοπαλίκαρο παίρνω τον Πίπη...

Όλοι γυρίσαμε να ιδούμε τον εκλεχτό υπασπιστή του Αρχηγού. Μα ο Πίπης με τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιού και τα πόδια ανοιγμένα κοιτούσε τον Καραμπόλα με ένα ύφος γιομάτο ειρωνεία και αυθάδεια.

— Ρε Ιππώνεια, μπας και νόμισες, πως εγώ ο γιος του συνταγματάρχη Τριαστέρη θα καταδεχτώ να γίνω πρωτοπαλίκαρο ενός Βασιλικού σαν και σένα. Άι στο διάολο ρε!

Και γυρίζοντας κατά το μέρος μας επρόσθεσε με άφατη αυτοπεποίθηση.

— Εγώ είμαι αρχιλήσταρχος, που είμαι και Βενιζελικός!

Ιερή οργή τάραξε από πάνω ίσαμε κάτω τον Καραμπόλα, ενώ εμείς άβουλο ποίμνιο περιμέναμε με αγωνία την εξέλιξη των γεγονότων.

— Ρε πουλημένε, που τολμάς και βάζεις στο στόμα σου τον βασιλιά, πέρνα από τον μαχαλά σαν σου βαστάει ρε, να γυρίσεις μπλε μαρέν στο ξύλο...

Και γυρίζοντας κατά το ακροατήριο, επιβεβαίωσε τη στερεότητα της θέσης του.

— Εγώ είμαι αρχιλήσταρχος!

Αλίμονο, όμως! Ο όχλος είναι άβουλος, και μόνον ένας ηρωισμός, μια αυτοθυσία, μπορεί να τον παρασύρει, κατά μιαν άποψη. Ο Καραμπόλας πρώτος κατάλαβε την ψυχολογία μας και έβαλε σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα.

— Ο Βενιζέλος είναι γυαλάκιας.

Η μεγάλη ύβρις αντήχησε στον παγωμένο αέρα. Ο Πίπης ωχρίασε και χωρίς ν’ απαντήσει ρίχτηκε με γροθιές μπροστά στον Καραμπόλα, και οι δυο κυλίστηκαν στο χώμα, ενώ ο αχάριστος όχλος βλέποντας τους αρχηγούς να μαλλιοτραβιούνται ξέσπασε σε φωνές κανιβαλικής χαράς.

Το βράδυ, όπως πάντα η μητέρα, καθισμένη κοντά στο παράθυρο κεντούσε. Το έντονο προφίλ της ζωγραφιζόταν αδρά ανάμεσα στις σκοτεινές κουρτίνες. Μπήκα στην κάμαρα με σοβαρότητα και επιβολή. Ένιωθα πως ήμουν πιο μεγάλος, πιο πολύς. Ένα καινούριο φορτίο, ένα βάρος γνώσης, μου ’δινε μια μεγάλην ιδέα για τον εαυτό μου και άμετρο πεσιμισμό για τον κόσμο και τη ζωή.

Η μητέρα, όπως πάντα, με υποδέχτηκε με τη γλυκιά φωνή της.

— Καλώς τον Γιαννάκη μου, καλώς το χρυσό μου το παιδί. Είναι ευχαριστημένος ο μικρός μου από το σχολείο σήμερα;

Αυτό είναι αμφίβολο. Πολλά αισθήματα, και φοβερές επιρροές κλονίζουν την ψυχούλα του Γιαννάκη, του καλού παιδιού. Κάθουμαι στην καρεκλίτσα μου στα πόδια της μητέρας. Τα άσπρα χέρια της ανεβοκατεβαίνουν πάνω στο κέντημα. Είναι η ώρα των εκμυστηρεύσεων. Το σκοτάδι είναι καλός σύμβουλος, και η μητέρα καλός σύντροφος.

— Μαμά. Η πολιτική είναι κακό πράμα...

Η μητέρα με κοιτάει με έκπληξη πάνω από τα γυαλιά της.

— Και πώς το κατάλαβες Γιαννάκη;

Με άφατη σοβαρότητα της διηγούμαι τα φοβερά γεγονότα της ημέρας. Συμμερίζεται απόλυτα τη γνώμη μου και κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι. Μα νομίζω πως ένα αδιόρατο χαμόγελο τραβάει το χείλι της.

Η διήγηση τέλειωσε. Η μητέρα αναστενάζει. Και ξαναπιάνει το αιώνιο τροπάρι της, ενώ το σκοτάδι πέφτει σιγά σιγά στην κάμαρα.

— Είναι ωραία και κακιά σαν τη θάλασσα, γλυκιά και πικρή σαν όμορφη γυναίκα, ελαφριά και λαμπερή σαν σαπουνόφουσκα, επιθυμητή και φοβερή σαν μάγισσα. Είναι η στρίγκλα του βουνού, το χρυσό μήλο που το τρώει το σκουλήκι, η Βαβέλ της φιλίας, η μορφίνη της ματαιοδοξίας...


1927



Μ. Καραγάτσης. [1993] 2002. Νεανικά διηγήματα. Εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Πρόλογος: Στρατής Πασχάλης. 2η έκδ. Αθήνα: Εστία.

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Μ. Καραγάτσης - Ο Κίτρινος Φάκελος (απόσπασμα)

Αν ήμουν χριστιανός, ίσως ξομολογιόμουν το μαρτύριό μου. Αυτό είναι το πλεονέκτημα των θρησκειών. Μπορείς ν'ανοίγεις την ψυχή σου σ'έναν άνθρωπο, προετοιμασμένο ν'ακούσει τα πιο παράξενα πράματα, και που προσπαθεί να σε γαληνέψει με άφθονες παρηγορίες. Μα αυτό το ξαλάφρωμα είναι δυσκολόβρετο έξω από τις μεταφυσικές λατρείες. Ο συνάνθρωπός σου - ο κοινωνικός σου σύντροφος, με τη τετράγωνη, υγιήλογική - θα γελάσει με τις εκμυστηρεύσεις σου. Κι ίσως φροντίσει να προφυλάξει την κοινωνία από τις αιρετικές σου σκέψεις και τα παράξενα αισθήματα σου, κλείνοντας σε στη φυλακή, ή το φρενοκομείο.

Ίσως πάλι να υπάρχει κάποιος, σ'ολόκληρο τον κόσμο, που να μπορεί να καταλάβει την περίεργη ψυχοτροπία μου. Μα είναι δύσκολο να τον βρω. Θα έπρεπε να ρθω σ'επαφή με χίλιους κοινούς ανθρώπους, για να βρω τον ένα, τον εξαιρετικό.

Το έπαθλο δεν αξίζει τον κόπο...


Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Όλγα Σελλά - Όταν οι διανοούμενοι έπαιρναν θέση



Θεοτοκάς, Σεφέρης και Καραγάτσης ανταλλάσσουν δημόσια απόψεις μέσω επιστολών για το θέμα της Κύπρου το 1954



Όλοι τις περιμένουν, και πάντα προκαλούν αντιδράσεις. Οι γνώμες, οι απόψεις, οι αναλύσεις των διανοουμένων και των αναλυτών, σε στιγμές εθνικής ή κοινωνικής κρίσης, αναμένονται πάντα με ενδιαφέρον. Άνθρωποι του πνεύματος, των γραμμάτων, της επιστήμης ή της πολιτικής επιχειρούν να ερμηνεύσουν ή να τοποθετηθούν σε θέματα που απασχολούν, κάθε φορά την κοινωνία. Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι τοποθετήσεις τους προκαλούν νέες εντάσεις, νέες συμμαχίες, νέα στρατόπεδα σύμπλευσης ή αντιπαράθεσης, νέους κραδασμούς.


Η «Κ» ξαναθυμίζει σήμερα πώς τρεις συγγραφείς της γενιάς του '30 τοποθετήθηκαν στο θέμα της Κύπρου το 1954, λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την ανεξαρτησία της Κύπρου από τους Άγγλους και ενώ στην Αθήνα κυριαρχούσαν οι μεγάλες διαδηλώσεις. Ο Γιώργος Θεοτοκάς (ευγενής, αλλά ευθύς) δημοσίευσε, το 1954, ένα κείμενο στην «Κ», στο οποίο κρίνει τη στάση Ελλήνων και Αγγλων, ανιχνεύει λάθη εκατέρωθεν, επικρίνει επιλογές και πρωτοβουλίες. Του απάντησε ο Γιώργος Σεφέρης (ποιητικός και συναισθηματικός) με μια επιστολή του από τη Βηρυτό. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, όμως, δέχεται και μια επιστολή από τον Μ. Καραγάτση (πληθωρικός και άμεσος), που για πρώτη φορά δίνεται στη δημοσιότητα. Είναι ένα κείμενο που βρισκόταν στο αρχείο Γιώργου Θεοτοκά, αλλά λάνθανε.


Τρία κείμενα που υπογραμμίζουν ένα θέμα πάντα επίκαιρο: ποια είναι η θέση των διανοουμένων σε περιόδους διαπραγμάτευσης κρίσιμων θεμάτων; Οφείλουν να φωτίζουν και άλλες πλευρές των πραγμάτων, ακόμα κι όταν η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το ακούσει; Τα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου στην Αθήνα και στην Ελλάδα, οι εκρήξεις οργής, αντίδρασης και βίας, τα πληκτρολόγια πήραν φωτιά, οι λέξεις επιχείρησαν να ερμηνεύσουν και να κρίνουν, οι αντιδικίες για μια ακόμα φορά ακολούθησαν τις απόψεις που εκφράστηκαν. Τα τρία κείμενα, των Θεοτοκά, Σεφέρη, Καραγάτση, υπενθυμίζουν στάσεις και συμπεριφορές των διανοητών που πάντα ισχύουν σε περιόδους κρίσης, αλλά αποκαλύπτουν τις αντιλήψεις και την προσωπικότητα καθενός από τους γράφοντες.


Το κείμενο Θεοτοκά και η αντίδραση Σεφέρη


Στις 22 Δεκεμβρίου 1954 ο Γιώργος Θεοτοκάς δημοσίευσε στην «Κ» ένα κείμενο με τίτλο «Έλληνες και Άγγλοι - Σκέψεις εξ αφορμής του Κυπριακού», το οποίο περιλαμβάνεται στο δίτομο έργο «Στοχασμοί και θέσεις - Πολιτικά κείμενα 1925-1966» (Εκδ. Εστία). «Όσοι έχουν τον τρόπο να εκφράζονται δημοσίως οφείλουν, όσο είναι καιρός, να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου». Στη συνέχεια κάνει μια αναδρομή στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας και συνεχίζει με κριτική τοποθέτηση στους πολιτικούς χειρισμούς από τις δύο πλευρές: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι, για κάθε απροκατάληπτο τρίτο, η κύρια ευθύνη βαρύνει τους αρμόδιους Βρετανούς υπουργούς. Οι Έλληνες επικαλούνται το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών, δηλαδή μίαν από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η πολιτική φιλοσοφία του δυτικού πολιτισμού. Οι Άγγλοι επικαλούνται τις ανάγκες της στρατηγικής τους και φοβούνται, προφανώς, ότι η υποχώρησή τους στην Κύπρο θα τους αναγκάση να υποχωρήσουν και σε άλλα σημεία του χάρτη. (...) Ας πούμε τώρα και τα δικά μας λάθη... (...) Λάθος ήταν ο φανατισμένος τόνος που προσέλαβε συχνά η ελληνική προπαγάνδα και η ενθάρρυνση των σκηνών του δρόμου. Φαντάζεται κανείς σοβαρά ότι οι εκκλήσεις προς το μίσος, οι προσβολές ξένων σημαιών και οι καταστροφές γραφείων και βιβλιοθηκών αποτελούνε επιχειρήματα που πρόκειται να ενισχύσουν τη διεθνή μας θέση; Ποιον πάμε να πείσωμε με τα μέσα αυτά;»


Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1954, του απαντά από τη Βηρυτό (η επιστολή δημοσιεύεται στον τόμο «Αλληλογραφία Γιώργος Θεοτοκάς και Γιώργος Σεφέρης, 1930-1966)», εκδ. Ερμής. «...Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα “κουλτούρας” με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων “πολιτική προπαγάνδα”. (...) Απόκριση σ’ αυτό το αίτημα της συνείδησης περίμενα να βρω στο άρθρο σου, Γιώργο. Θα μου πεις: δεν ήταν το θέμα μου – έπρεπε να είναι κι αυτό».


Η επιστολή Καραγάτση (31.12.1954)


Αγαπητέ Γιώργο,


Αργά διάβασα το περί Κύπρου άρθρο σου στην «Καθημερινή». Χρέος μου να σε συγχαρώ για τη νηφαλιότητα των απόψεών σου. Το ότι δεν συμφωνώ σε πολλά σημεία (ιδίως σε ό,τι αφορά την προϊστορία των ελληνο-βρετανικών σχέσεων) δεν έχει σημασία. Ο αγοραίος όμως τρόπος –ο ενθυμίζω δηλιγιαννική πολιτική σαπρία– με τον οποίο έγινε ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χειρισμός ενός τόσο σοβαρού εθνικού ζητήματος με έκανε, πολλές φορές, να αηδιάσω. Μισώ το πεζοδρόμιο. Μισώ την ψευδορρητορική πομφόλυγα. Μισώ την επιπόλαια ταρταρινική προκλητικότητα, που μας γελοιοποιεί ανεπανόρθωτα στη διεθνή γνώμη. Με κάτι τέτοιες ευτράπελες μπαλαφάρες ο παλαιοκομματισμός χαντάκωσε τις εθνικές μας επιδιώξεις, τον περασμένο αιώνα. Δυστυχώς η βρετανική πολιτική υπέθαλπε, στην Ελλάδα, αυτή την ευτράπελη πολιτική ατμόσφαιρα, που τόσο εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Όταν όμως οι Άγγλοι είδαν πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε τη σφραγίδα της σοβαρότητας στην πολιτική ζωή μας (και πως συνεπώς τα διαλυτικά τεχνάσματά τους δεν έπιαναν πια τόπο) με πολιτική ευστροφία αξιοθαύμαστη επήραν την Ελλάδα στα σοβαρά, και την οδήγησαν στην Τσατάλτζα και στη Σμύρνη. Όταν πάλι ξαναγινήκαμε πολιτικώς ευτράπελοι, οι Βρετανοί ξαναγύρισαν στην παλιά διαλυτική πολιτική τους. Και γεννιέται το ερώτημα: φταιν οι Βρετανοί που μας διαλύουν πολιτικώς; Ή εμείς που προσφερόμεθα βλακωδέστατα στη διαβρωτική επενέργεια των Βρετανών; Οι Άγγλοι κάνουν τη δουλειά τους· κι όπως ξέρεις, στις business συναισθηματισμοί δεν στέκονται...


Στο ζήτημα της Κύπρου έχουμε όλο το δίκιο με το μέρος μας. Μέσα στο σημερινό κυρίαρχο κλίμα της δημοκρατίας και της αυτοδιαθέσεως των λαών, ένας ήρεμος και σοβαρός πολιτικός χειρισμός θα μας οδηγούσε –αργά ίσως αλλά ασφαλώς– στην επιτυχία. Προτιμήσαμε το πεζοδρόμιο, τον κούφιο ψευδολυρισμό και τις φωνασκίες χυδαίων ρασοφόρων και ηλίθιων καθηγητάδων ενός δήθεν Πανεπιστημίου. Έτσι, γενήκαμε καταγέλαστοι. Σκατά!


Δικός σου


Μ. Καραγάτσης


Πηγή: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (11 Ιανουαρίου 2009)

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Μ. Καραγάτσης - Το χαμένο νησί (αποσπάσματα)


Γιατί κατέβηκα στη ρεματιά την ισκιερή την τόσο βαθιά; Τις στερνές ηλιαχτίδες χαιρετούσαν οι αγριοκαστανιές. Το στερνό δάκρυ της πηγής έκρυβαν οι φτέρες από τη βουλιμία των διψασμένων σατύρων.
Κ' ήταν άχρωμο το δειλινό σαν μέρα δίχως έλεος. Κ' είχανε φύγει τα πουλιά για τις σπηλιές των βράχων. Κ' είχε απομείνει το πέλαγο μονάχο κ σιωπηλό, να δεχτεί τα πικρά νερά της παγωμένης ρεματιάς. Και γω κατέβαινα το μονοπάτι με τα βατόμουρα, με τους σκίνους. Έχοντας στολισμένο το ριζάφτι με ορτανσία λευκή, την καρδιά με μαβιά. Και τραγούδαγα το θρήνο εκείνων που πέθαναν και δεν το ξέρουν. Επειδή ζητούσα τη ζωή κ' εσένα και το θάνατο στη ρεματιά. Κ' ήσουν κ' εσύ κι' ο θάνατος. Κ' η ζωή είχε αφήσει γλυστρόντας στη στερνή ηλιαχτίδα, αυτή που πάντοτε λησμονάει ο ήλιος...

[...]

Κάθησα σε μια μεγάλη πέτρα, να ξαποστάσω απ' τον ανήφορο πριν πάρω την κατηφοριά της ρεματιάς. Χάθηκε το μάτι μου στην έκταση του πελάγου. Και δεν ξέρω πως, - ήταν η ώρα στοχαστική, κ΄ η μοναξιά, κι' ο τόπος, - έφυγε κ΄η ψυχή μου, πισωδρόμησε στα υγρά και στεγνά μονοπάτια της περασμένης μου ζωής, γύμνωσε τον εαυτό μου, και τον έκρινε και στοχάστηκε.
Τριανταοχτώ χρονών. Πέρασαν τα νιάτα με τα όνειρα, κυλάει ο χρόνος που φέρνει το μεστωμένο άντρα στο κατόφλι του χινοπώρου. Τα γερατιά; Είναι ακόμα μακριά. Μα που είναι και τα νιάτα; Τι απομένει από την φλόγα της ψυχής, αυτή που φώτιζε τη ζωή με αντιφεγγίσματα πορφυρά; Τι κέρδισα, τι έχασα στο μεγάλο τριανταοχτάχρονο παζάρι της ζωής μου;
Και τότε είδα, και τότε ένιοσα-καθώς ο ήλιος του απομεσήμερου έγυρε κουρασμένος στο δρόμο της νυχτός-πως κύλησαν ανόητα τα χρόνια τα τριανταοχτώ, πως σπαταλήθηκαν δίχως λογισμό και κρίση, δίχως στοχασμό και πείρα, δίχως ηδονή και πίκρα, σε μια τελμάτωση ζωής καθημερινής, καθεωρινής, κουρντισμένης ωσάν ρολόϊ μ΄ελατήρια που δεν λένε να σπάσουν ποτέ. Σπατάλησα τα κερδητά μου δίχως να τα χαρώ. Κ' ήταν ζημιές τα κέρδη, κέρδη οι ζημιές, που ισοσκέλιζαν απελπιστικά όλα τα φύλα του μεγάλου βιβλίου... Καμιά μεταφορά εις νέον. Καμιά ανωμαλία στους λογαριασμούς. Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με δράμι σ΄όσους ήθελαν να αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος....

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Μ. Καραγάτσης - Η Μεγάλη Χίμαιρα (απόσπασμα)

 Ακουμπάει το βιβλίο στο κομοδίνο, σβήνει το φως και κλείνει τα μάτια. Μα ο ύπνος αργεί να έρθει. Αναπολεί τις συνομιλίες της με το μικρό κουνιάδο. «Νοήμων, καλλιεργημένος, λεπταίσθητος. Στο αριστοκρατικό βιολογικά σάρκινο περίβλημα φωλιάζει ηθικός κόσμος αριστοκρατικός. Δεν μπορώ να μη θαυμάσω το κριτικό πνεύμα που συνοδεύει την πλατιά του καλλιέργεια. Κι είναι μόλις είκοσι χρονών! Το σημαντικότερο όμως σ’ αυτόν είναι η νοοτροπία του, η τόσο πρωτότυπη και διεισδυτική, αλλά και ορθολογικά πειθαρχημένη κάτω απ’ τον αρμονικό συνταυτισμό της γνώσης με το συναίσθημα. Όταν ζούσα στη Γαλλία πάντοτε ξεχώριζα τους μελαχρινούς Γάλλους -τους θερμούς μεσογειακούς, που έδιναν κάποιο νεύρο στη βορεινή ηρεμία της φυλής. Εδώ στην Ελλάδα θα πρέπει να προσέχω τους ξανθούς, που με τη στοχαστική ψυχραιμία τους αντισταθμίζουν τον άκριτο κάποτε αυθορμητισμό της ράτσας.»

Άνοιξε τα μάτια μες στο σκοτάδι. Της ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Και πάλι παραδόθηκε στις σκέψεις: «Μου γίνηκε πραγματικά συμπαθητικός, αγαπητός. Εκλεκτικές συγγένειας… Αν ήμουν Ελληνίδα, θα έπρεπε να τον αγαπούσα, επειδή είναι αδελφός του άντρα μου. Αλλά δεν είμαι… Μου είναι αγαπητός σαν άτομο, ξέχωρα από κάθε οικογενειακό δεσμό. Το νόημα της οικογένειας… Αυτό που λέγεται οικογένεια δεν ο γνώρισα ποτέ. Ένας πατέρας που έλειπε έντεκα μήνες τον χρόνο, πριν εξαφανιστεί ολότελα με το θάνατό του. Μια μητέρα πόρνη… Τώρα πρέπει να ανασυγκροτήσω την τη λαχτάρα μου για οικογένεια. Ν’ αντικρύσω τον Γιάννη σαν σύζυγο κι όχι σαν εραστή.  Να παραδεχθώ τη μητέρα του για μητέρα μου, τον αδερφό του για αδερφό μου. Να περιπλεχτούν τα τέσσερα αίματά μας με τους συμβολικούς τέσσερες τοίχους τούτου του σπιτιού. Ν’ αφομοιώσω τη νοητική κι αισθηματική παράδοση που συγκροτεί τον άνθρωπο της ελληνικής φυλής. Πρέπει. »

Ο Γιάννης ξύπνησε. Ένιωσε το θερμό χέρι του ν’ αναζητάει το κορμί της. Τρεμούλιασε · και σφάληξε τα μάτια…


Μ. Καραγάτσης - Η Μεγάλη Χίμαιρα (απόσπασμα)


 

Τώρα που ο Μηνάς έφυγε, το σπίτι φαίνεται πιο άδειο. «Πώς μπόρεσε να το γεμίσει με τη θέρμη της παρουσίας του, μέσα σε δυο βδομάδες!» θαυμάζει η Μαρίνα.

Την άλλη μέρα την πέρασε άνεργη, βαριεστημένη. Δεν είχε διάθεση ούτε να κατέβει στη Σύρα, ούτε να διαβάσει. Το βράδυ ήρθε ο κ. Ανθεμίου, για το συνηθισμένο μάθημα. Το βρήκε ανιαρό. Προφασίστηκε πως είναι αδιάθετη κι έδιωξε τον καθηγητή μισή ώρα νωρίτερα. Τη νύχτα κοιμήθηκε δύσκολα κι ανήσυχα.

Το πρωί όμως ξύπνησε φρέσκη, δυνατή κι ισορροπημένη. «Όλ’ αυτά χρωστιώνται στ’ ότι απομονώθηκα περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει. Και το πιο εξαίσιο μελόμηνο πρέπει, κάποτε, να δώσει θέση σε ζωή κοινωνικότερη. Δεν είναι σωστό να τραβώ τον άντρα μου από τους φίλους του. Απεναντίας, πρέπει να τους κάνω και δικούς μου φίλους. Η επαφή με τον ολόγυρα κόσμο είναι απαραίτητη.»

Οι Συριανοί είναι άνθρωποι ευγενικοί και πρόσχαροι. Όπως όλοι οι νησιώτες έχουν χαραχτήρα μαλακό, πάθη συγκρατημένα από την πολιτιστική αγωγή που τους χάρισε η γειτονιά της θάλασσας. Οι βιολόγοι απέδειξαν πως η ζωή γεννήθηκε στο αρμυρό νερό, για να ξεστρατίσει αργότερα στη στεριά. Το ίδιο κι οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε αμφίβιος και χίμηξε στη θάλασσα, να βρει τον πολιτισμό. Πως ό,τι ωραίο κι ανώτερο κερδίσαμε, η θάλασσα μας το ’δωσε: ο μεγάλος τούτος δρόμος της πανανθρώπινης επικοινωνίας, που μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης. Πάνω στα κύματά της δεν κυκλοφορεί μονάχα ο υλικός, μα κι ο ηθικός πλούτος της γης. Ο ναύτης, στα μακρινά λιμάνια, μαζί με τη σερμαγιά εμπορεύεται και τις ιδέες του. Γυρνώντας στην πατρίδα, δεν φέρνει μόνο το καράβι του φορτωμένο πραμάτιες ξωτικές, αλλά και το μυαλό του γεμάτο νοήματα ενός άλλου κόσμου. Πάνω στα κύματα σφυρηλατήθηκε η νοημοσύνη του ανθρώπου. Όποιος έσχισε τη θάλασσα έμαθε πολλά· κι όποιος την κρατάει γερά, κρατάει τα πάντα τούτης της γης μέσα στα χέρια του. Αρκεί να δεις ένα ηλιοβασίλεμα στη μέση του πελάγου, για να νιώσεις πολλά κρυφά, μυστήρια αμέτρητα. Η σοφία των λαών, ένιωσε βαθιά τούτη την αλήθεια· τη στέριωσε, την ανύψωσε σε σύμβολο· κι ανακήρυξε πατέρα του πολιτισμού τον Οδυσσέα, τον αλήτη των ταραγμένων νερών.

Στη Σύρα, ο φτωχός κόσμος ζει ξένοιαστα, με γλύκα και χαρά. Οι άντρες δουλεύουν για το ψωμί τους με το χαμόγελο στα χείλη, και γλεντούν με την αμεριμνησία της ευκολοχόρταστης ψυχής. Οι γυναίκες πάλι έχουν τη χάρη από τα τόσα αίματα που κυλάν στις φλέβες τους: αίμα ελληνικό της ειδωλολατρίας και του βυζαντινού χριστιανισμού· αίμα λατινικό, γεμάτο ορθολογισμένη θέληση· αίμα σαρακηνό, φλογισμένο στους άμμους της Αφρικής· αίμα ιταλικό, ποτισμένο ύπουλο αισθησιασμό· αίμα φράγκικο, περήφανο κι ερωτιάρικο. Είναι μικρόσωμες, πλούσια σαρκωμένες, με ψυχή παιγνιδιάρα. Μεγάλη τους φροντίδα είναι ο έρωτας, ο πιο σύμφωνος με τη φυσιολογική του σημασία, δηλαδή τη χαρά των αισθημάτων και των αισθήσεων. Όλη η περιορισμένη νοημοσύνη τους αφιερώνεται σε τούτο το σπαρταριστό παιγνίδι. Οι στοχασμοί, οι ώρες της μέρας και της νύχτας, οι κουβέντες, ολόκληρη η βιοτική τους δραστηριότητα, δεν έχουν άλλο σκοπό. Περί το βράδυ, στις κάτασπρες ανηφοριές, τις χρωματισμένες από το βαθυγάλανο της ερχόμενης νύχτας, θα ιδείτε τα ζευγαράκια να περιδιαβάζουν τη σμιχτή τους ευτυχία.

Στη Σύρα, τα πάθη του κορμιού είναι παντοδύναμα. Οι λιγοστές ικμάδες του άδροσου βράχου έχουν ποτίσει τους ιστούς των ανθρώπων· έχουν κορέσει τις σάρκες, αφήνοντας την πέτρα κατάξερη. Οι αισθήσεις κυβερνούν· παρεπόμενη συνέπεια του κυρίαρχου αισθησιασμού είναι τα αισθήματα. Δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου, ηθική γραμμή υποκειμενική ή αντικειμενική. Η γυναίκα που επιθυμεί έναν άντρα πιστεύει πως τον αγαπάει· και του δίνεται απλά, πρόσχαρα, δίχως μεγάλο προηγούμενο αισθηματικό έλεγχο, σαν να εκτελεί κάτι το ψυχικό, το αναπότρεπτο. Έτσι, τα ερωτικά μικροδράματα, οι μικροτραγωδίες του πάθους, της ζήλειας και του πληγωμένου εγωισμού δεν έχουν μετρημό. Τα πάντα όμως περνούν απαρατήρητα κι ασχολίαστα μέσα στο ρέμα της αμέριμνης κι ηδονιστικής ζωής, που δικαιολογεί τα πάντα. Ο απατημένος παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες. Η μοιχαλίδα, τις πιότερες φορές, ξαναγυρνά συχωρεμένη στο νόμιμο κρεβάτι· κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά.

Ο άλλος κόσμος — ο αστικός — είναι πιο σύνθετος σε νοοτροπία, αρκετά αταξινόμητος μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το μεγάλο εμπόριο έφερε στην Ερμούπολη μια πανσπερμία από Έλληνες, διαφορετικούς σε καταγωγή και κοινωνική εξέλιξη, μα που τους ένωσε ο κοινός σκοπός του κέρδους. Χιώτες κουτοπόνηροι, Αντριώτες δουλευταράδες κι αφελείς, Μοραΐτες σκοτεινοί και δίβουλοι, Κασιώτες απλοϊκοί και τίμιοι κρατώντας, κατά κάποιο τρόπο, τις τοπικιστικές φατρίες τους, ενώθηκαν σε σύνολο ρευστό κι απροσδιόριστο, με βασικό κριτήριο το χρήμα. Αν εξαιρέσουμε τους λιγοστούς που η μόρφωση και κάποια ψυχική ανωτερότητα ξεχώρισε απ’ τη μάζα, οι άλλοι θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής. Δημιούργησαν μια κοινωνική ζωή βασισμένη στην επίδειξη του πλούτου, που δίνει ξώπετση εντύπωση πολιτισμού. Λέσχη πολυτελής, σπιτικά καλοβαλμένα, τρόποι ευπροσήγοροι, γλώσσα συγκρατημένη, φιλοξενία παροιμιακή. Κάτω όμως από τούτη τη βιτρίνα, τα πάθη που γεννάει η έλλειψη βαθύτερης καλλιέργειας σαλεύουν παντοδύναμα. Δεύτερη συνέπεια της γνωστικής φτώχιας, είναι ένας άκρατος μοντερνισμός κι ένας αδιάλλαχτος κοσμοπολιτισμός, που φυτρωμένοι σ’ έδαφος ανέτοιμο να τους δεχτεί δημιουργούν στενόχωρες τραγελαφικότητες. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο, οι Κασιώτες αποτελούν παρήγορη παραφωνία. Οι «παλιοί» τους θεωρούν νεόπλουτους, μολονότι οι χρονολογίες του πλουτισμού και των δυονών δεν χωρίζονται από μεγάλη απόσταση. Μα οι Δωδεκανησιώτες θαλασσινοί έχουν την εξυπνάδα να βλέπουν τα πράγματα στις πραγματικές διαστάσεις τους. Ζουν άνετα και διακριτικά, σ’ ένα μισόφωτο ανάλογο με το φτωχικό τους ξεκίνημα. Χωρίς να ξιπαστούν από το χρήμα — που γνωρίζουν τη σχετική τους αξία — προσπαθούν να ανυψώσουν την κοινωνική τους στάθμη στο οικονομικό τους επίπεδο κι όχι να την ξεπεράσουν. Εργάζονται σκληρά κι ευσυνείδητα στα βαπόρια τους και τα γραφεία τους της Σύρας, του Πειραιά και του Λονδίνου, ακριβώς όπως μοχθούσαν οι πατεράδες τους στα καραβόσκαρά τους. Και περιμένουν την ώρα τους υπομονετικά, απόλυτα βέβαιοι πως κάποτε θα φτάσει.

Αναγκαστικά, οι Ρεΐζηδες πλησίασαν πιότερο τους συμπατριώτες τους. Οι Κασιώτες ζουν κάπως παράμερα, κλεισμένοι στον κύκλο τους και κοιτώντας με κάποια δυσπιστία τους παλιούς Συριανούς. Τα πιο ξεχωριστά μέλη της παροικίας ήσαν οι δυο αδελφοί Παπαδάκη — άνθρωποι απλοί και τίμιοι — κι οι γυναίκες τους, νέες ακόμα, πολύ ευγενικές κι αρκετά μορφωμένες. Ο Καστρινός, τριανταπεντάρης ήσυχος και μαλακός, αφοσιωμένος στο κουμάντο των βαποριών του. Ο Πατερίδης, εξαιρετικά έξυπνος και δραστήριος, που τον πιότερο καιρό έμενε στον Πειραιά, όπου διεύθυνε το γραφείο των Παπαδάκηδων. Ο Μηνάς Ψάλτης, πενηντάρης έξυπνος, αγαθός και μειλίχιος, φοβερά ερωτευμένος με την τριαντάχρονη όμορφη γυναίκα του. Κι ο καπετάν Ηλίας Μανίτης, πολύ απλοϊκός άνθρωπος, σαστισμένος και ζαλισμένος στο κατάστρωμα της στεριάς, μην μπορώντας να ξεχάσει τη λαμαρίνα του βαποριού του. Όλοι αυτοί ήσαν μεταξύ τους συγγενείς ή συμπέθεροι, πάντα αγαπημένοι κι ενωμένοι, παρά τις προσωρινές διαφωνίες που δεν μπορούσαν να μην υπάρχουν, μα που δεν κατάφεραν να τους χωρίσουν.

Οι διασκεδάσεις τους ήσαν απλές, μικροαστικές, γεμάτες απ’ τη γαλήνη της επαρχιακής ζωής. Επισκέψεις στα διάφορα σπίτια, λίγο πόκερ, περισσότερο πινάκλ και μπριτζ, αρκετό κουτσομπολιό, σπάνια κανένας χορός «οικογενειακός». Έτσι πέρασε ο πρώτος χειμώνας της Μαρίνας στη Σύρα, με μοναδική εξαίρεση τις Απόκριες, που απαίτησαν δραστηριότερη κοσμικότητα. Η λέσχη είχε τα πρωτεία, με τους επίσημους και πολυτελείς χορούς της. Έγιναν όμως και δεξιώσεις ιδιωτικές, όπου οργίαζε η πιο μάταιη επίδειξη.

Με την άνοιξη οι κοσμικότητες αραίωσαν. Οι Ρεΐζηδες ξαναγύρισαν στο συνηθισμένο νησιώτικό κύκλο τους. Μαζεύονταν στη μικρή λέσχη του Πισκοπιού, απ’ όπου η θέα προς τη θάλασσα, τα ολόγυρα νησιά και την πολιτεία είναι μοναδική για τη λιτή ομορφιά της. Πολλές φορές ξεκινούσαν για κοντινές εκδρομές στις παραλίες του νησιού — το Φοίνικα, τη Ντελαγκράτσια — τις πλαισιωμένες από βράχους άδροσους κι άφυλλους. Μα η αμμουδιά ήταν από τρυφερή και χλιαρή χρυσόσκονη· η θάλασσα από κρύσταλλο αχνογάλανο. Η Μαρίνα — που τα παντοτεινά ψυχρά και θολά νερά του Ατλαντικού δεν την ενθουσίασαν ποτέ — βρήκε χαρά καινούργια κι απροσμέτρητη να βυθίζει το κορμί της στη χαδιάρικη χλιάδα του Αιγαίου. Πολύ σύντομα έμαθε να κολυμπάει σαν ψάρι· να βγαίνει στ’ ανοιχτά· να ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στην επιφάνεια του νερού, αφήνοντας την απαλή ανασαιμιά της θάλασσας να την λικνίζει ηδονικά. Άλλοτε πάλι έφτανε σε κάποιο απόμακρο βράχο, σκαρφάλωνε τις απότομες πλαγιές του, έριχνε το κορμί της πάνω στην οδυνηρή σκληράδα της ανώμαλης πέτρας και το παράδινε στις συγκερασμένες αντιθέσεις της χαυνωτικής θέρμης του ήλιου και του διεγερτικού χαδιού του άνεμου.

Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, είδε το Γιάννη να κανονίζει το ξυπνητήρι.

—Τί συμβαίνει; τον ρώτησε με απορία.

—Θα ξυπνήσουμε νωρίς, της αποκρίθηκε χαμογελώντας μυστηριακά. Σου ετοιμάζω μια έκπληξη.

Ξύπνησαν στις τρισήμισυ. Ντύθηκαν βιαστικά, ρούφηξαν τον καφέ τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατέβηκαν στην πολιτεία, στο λιμάνι. Μια μεγάλη ψαρόβαρκα με τέσσερις ναύτες και με μηχανή που δούλευε, τους περίμενε. Στην πλώρη ήσαν στοιβαγμένα ένα σωρό παράξενα πράματα, κάτι σα χαμηλά πανέρια γεμάτα σπάγκους.

—Πού λες να τα ρίξουμε; ρώτησε ο Γιάννης το γεροντότερο ναύτη.

—Κατά τις Δήλες.

Η βάρκα έσκισε το κοιμισμένο λιμάνι και βγήκε στο πέλαγο. Το σκοτάδι ήταν βαθύ, μόλις αλαφρωμένο από τη μαρμαρυγή των τρισμύριων αστεριών του πεντακάθαρου ουρανού. Γύρω απ’ τη λίμνη του μαύρου πηχτού νερού, μόλις μαντεύονταν οι σκοτεινότεροι όγκοι των νησιών να ορθώνονται προς τον αστροστόλιστο θόλο. Καθώς προσπέρασαν τον κάβο, κρύφτηκαν τα λιγοστά φώτα της Σύρας· μα το αντιφέγγισμά τους απόμεινε μετέωρο πάνω απ’ το βράχο, σα λαμπεράδα πυρκαγιάς μακρινής. Σε δυο σημεία του ορίζοντα — σ’ ανατολή και νότο — μερικά φωτάκια που τρεμόπαιζαν, μαρτυρούσαν την Παναγιά της Τήνος και το λιμάνι της Μύκονος. Κι ανάμεσά τους ο φάρος του Τσικνιά έριχνε, με χρονικό ρυθμό αδέκαστο, τη φωτερή του λόγχη πάνω στο μαύρο διαμάντι της νυχτερινής θάλασσας. Η Μαρίνα, για μια στιγμή που έσκυψε, είδε πως το νερό που ανάγειρε η πλώρη της βάρκας χόχλαζε, στολισμένο με μύριους πολύχρωμους φωσφορισμούς. Γητεμένη και παραξενεμένη, άγγιξε το χέρι του άντρα της.

—Γιάννη. Η θάλασσα φωσφορίζει; Ή εγώ το θαρρώ;

—Δεν το θαρρείς. Είναι οι αμέτρητοι μικροοργανισμοί του πλαγκτού, που λάμπουν μέσα στο σκοτάδι.

Και με κάποια ειρωνεία στη φωνή, τη ρώτησε:

—Πώς δεν το ’ξερες αυτό εσύ, η παντογνώστρια;

—Μην είσαι κακός…

Βρήκε την ειρωνεία του Γιάννη άτοπη· στεναχωρέθηκε. Εκείνος το κατάλαβε, κι είπε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά:

—Κι εσύ, μην είσαι κουτή…

 

Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα, 171995, σ. 74-79.

Μ. Καραγάτσης - Το χαμένο νησί (απόσπασμα)

-Να μη βάζω στο στόμα μου τις γυναίκες σας;  Έ;  Φχαριστώ! Βρώμες δε γεύτηκε η γλώσσα μου ποτές! Χουχού! Οι γυναίκες σας! Άντρας έξω απ΄το δικόνε τους δεν άγγιξε το κορμί τους! Μόνο που έχουν πλαγιάσει με όλα τα σερνικά της γής! Ναι!

Καναδυό χτυπημένοι απ΄τη βρισιά, έκαναν να μιλήσουν. Μα η Χουχού τους εμπόδισε με χειρονομία ξερή.

-Ναι με όλους τους άντρες της γης! Δεν τις ρωτάτε τις γυναίκες σας, για ποιόνε κάθε νύχτα πλαντάζει το τίμιο κορμί τους; Ποιόνε κράζει η αχόρταγη ψυχή τους;

Για ποιόνε σπαράζουν τα σωθικά τους;  Με πόσους και πόσους γλυκαίνονται μονάχες τους στο κρεβάτι το μοναχικό;

Ξέρετε τι θέλω να πω… Καταλαβαίνετε… Τίμιες οι γυναίκες σας! Ανέγγιχτα τα κορμιά τους!

Μα η ψυχή τους είναι λάσπη και σβουνιές! Σάλια σαλιγκάρου, μπάκακα αφροί!

Να τι είναι οι γυναίκες σας! Πόρνες! Πόρνες της ψεύτρας της ψυχής τους! Πόρνες της κρυφής πεθυμιάς τους! Πόρνες της παιδεμένης σάρκας τους! Πόρνες όταν γλυκαίνονται μόνες τους με την ονειροφαντασιά του σερνικού! Πόρνες όταν στην αγκαλιά σας, με μάτια κλειστά, αλλουνού θαρρούν πως ρουφούν τη γλύκα!

Να τι είναι οι τίμιες γυναίκες σας!

Και σεις, χαμένα κορμιά, κερατάδες είσαστε! Κερατάδες της τιμιότητας!

Μ. Καραγάτσης – Το χαμένο νησί

Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν (απόσπασμα)



Το μεγάλο πανηγύρι έγιν’ ένα Σάββατο. Το βραδάκι, σεις εφτά, η Βούλα είχε το συνηθισμένο ραντεβού της με το Βάσια. Όταν, κατά τις εξήμιση, κατέφθασε ο κύριος οιονεί* αρραβωνιαστικός. Δε γινόταν για πρώτη φορά αυτό. Τότε η Βούλα έκλεινε το μισό παραθυρόφυλλo της κάμαράς της, σε τρόπο που να το ιδεί ο Βάσιας απ’ το Περίπτερο. Κι αυτό είχε την εξής συμβατική σημασία: «Σήμερα δεν μπορώ να έρθω. Αύριο την ίδια ώρα».

Οπωσδήποτε, η Βούλα περίμενε την επίσκεψη του γιατρού για την Κυριακή. Από το πρωί βρισκόταν σε πυρετική προσμονή του βραδινού περίπατου. Τόσο πολύ πεθυμούσε να ιδεί το φίλο της εκείνο το βράδυ, που τίποτα δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει. Στο σαλόνι, όπου πήγε με το Γιώργο, ήρθε κι η Νίτσα*. Ευτυχώς γιατί δε θα μπορούσε να κρατήσει μια συνομιλία, με την αγωνία που τη σύνεχε. Είπε μόνο δυο-τρεις λέξεις· διαρκώς στριφογύριζε στην καρέκλα της, φανερά νευριασμένη κι ανυπόμονη. Όταν το ρολόι χτύπησε εφτά, χωρίς να δικαιολογηθεί, βγήκε απ' την κάμαρα, σα να πήγαινε για δυο λεπτά κάπου. Και ξαναγύρισε σεις εννιά.

Χτυπώντας την πόρτα του σπιτιού της, ήξερε τι την περίμενε· μα ήταν έτοιμη να δεχθεί τα πάντα με απόλυτη ψυχραιμία. Μήπως δυο ολόκληρες ώρες δε γνώρισε την πιο τέλεια ευτυχισμένη γαλήνη κοντά στον αγαπημένο άντρα; Τι αξία είχαν όλα τ’ άλλα;

Φαίνεται πως η φασαρία που ακολούθησε το ξεπόρτισμά της ήταν γενναία. Ο Γιώργος γίνηκε κατακίτρινος κι έφυγε απειλώντας γη και ουρανό. Η Παπαδέλαινα μάταια προσπάθησε να τον γαληνέψει γεμίζοντάς τον εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις. Σαν έμεινε μόνη έπεσε σε νευρική κρίση, που είχε αντίχτυπο στις δυο μικρές της κόρες. Πάνω στη συναυλία των γοερών κλαμάτων κατέφθασε ο Χρίστος στο τσακίρ-κέφι· τα είχε κοπανήσει στο Πασαλιμάνι, με την παρέα του. Όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα άρχισε να βλαστημάει Χριστούς και Παναγίες, απειλώντας πως θα κόψει τα ποδάρια της παλιοβρώμας της αδερφής του και του «τοιούτου» αγαπητικού της. Από αντανάκλαση ο Κωστάκης ούρλιαζε, χωρίς να ξέρει γιατί. Η υπηρέτρια κλείστηκε στην κουζίνα, με τρομαγμένα σταυροκοπήματα· κι οι γειτόνοι βγήκαν στα παράθυρα.

Απάνω στην ώρα έφτασε η Βούλα. Μόλις την αντίκρισε, ο Χρίστος εξαγριώθηκε. Τη στρίμωξε σε μια γωνιά, και με μούτρο αναμμένο άρχισε να τη βρίζει καπηλικά. Από το στόμα του βγήκε ένας περαιώτικος οχετός βρωμερός, ασφυχτικός και τόσο αναπάντεχος, που η Βούλα σάστισε. Μα γρήγορα ξανάβρε την ψυχραιμία της, τη θωρακισμένη με τη γενικότερη αδιαφορία για ό,τι δεν αφορούσε την αγάπη της. Σήκωσε τους ώμους και ψιθύρισε ήρεμα, δίχως κακία, ίσως με κάποια θλίψη:

- Είσαι πιωμένος, Χρίστο, και δε σε συνερίζομαι...

Ο αδερφός φούντωσε από τη λύσσα του.

- Α! Ώστε έχεις μούτρα και με βρίζεις, παλιοβρώμα! Είμαι μεθυσμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται! Δε φτάνει που κατάντησες έτσι, μα βγάζεις και γλώσσα στον αδερφό σου! Θα σου δείξω εγώ!

Είχε τέτοια συναίσθηση πως ήταν άτρωτη από κάθε κακό, έξω από την αγάπη της, που ξανασήκωσε τους ώμους.

- Τι θα μου δείξεις; μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό της.

Μα ο Χρίστος το πήρε αλλιώς. Χάνοντας ολότελα τον έλεγχο του εαυτού του, της τράβηξε δυο γερά χαστούκια.

- Να, σκύλα ξαναμμένη! Να σε μάθω να μου βγάζεις γλώσσα!

Αυτό δεν το περίμενε. Το τράνταγμα ήταν τόσο δυνατό, που έμεινε σαστισμένη, ζαλισμένη, με μια βοή στ’ αυτιά. Γρήγορα όμως συνήρθε. Ορθώθηκε, όσο της επέτρεπε το μικρό κορμί της μα ο θυμός της ήταν τέτοιος, που φάνηκε πελώρια. Το πρόσωπό της γίνηκε φλουρί· τα καστανά μάτια της πετούσαν μαύρες φωτιές.

- Άκου να σου πω, είπε με φωνή δυνατή και ξεκάθαρη. Αν νομίζεις πως θα πουλήσω την τύχη και το κορμί μου, μικρέ παλιάνθρωπε, για να γίνουν τα κέφια σου, είσαι γελασμένος. Σ' το λέω εσένα, και να το ακούσουν όλοι! Πόρνη δεν είμαι, ούτε θα γίνω ποτέ, και μάλιστα για σας, πεινασμένοι λύκοι! Αν πάρω το Γιώργο -που δε θα τον πάρω ποτέ- να το ξέρετε: το καθήκον μου, σαν τίμια σύζυγος, με προστάζει ένα πράμα: να υπερασπιστώ την περιουσία του άντρα μου από τα νύχια σας! Όχι! Δε θα τον αφήσω να σας δώσει ούτε μια πεντάρα! Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!

Προχώρησε κατά πάνω του απειλητική, με σαγόνια και γροθιές σφιγμένες.

- Όσο για σένα, μικρέ εκβιαστή, που τόλμησες να σηκώσεις άδικο χέρι πάνω στη μεγάλη αδερφή σου, σε σιχαίνομαι! Είσαι πολύ χαμηλός ανθρωπάκος! Φύγε από μπροστά μου!

Το πρόσωπο, η φωνή, τα λόγια της ήσαν τόσο τρομαχτικά, που ο νεαρός μεθυσμένος τα ‘χασε. Χωρίς να μιλήσει, με κεφάλι κατεβασμένο οπισθοχώρησε, πήρε το καπέλο του, ροβόλησε τη σκάλα και βγήκε στο δρόμο χτυπώντας την πόρτα με μανία. Κατάλαβε πως νικήθηκε χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, αφού είχε το δίκιο με το μέρος του...



οιονεί: σαν.

Νίτσα: η αδερφή της Βούλας.

Μ. Καραγάτσης - Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (απόσπασμα)

 Την άνοιξη ήρθαν στη Λάρισα μερικοί Ρώσοι πρόσφυγες. Ήσαν όλοι τους ευγενείς και αστοί, που δεν μπόρεσαν να εγκλιματισθούν στις περιστάσεις της νέας τους ζωής, δηλαδή στην ανάγκη να δουλέψουν για να ζήσουν. Δέκα χρόνια τριγύρισαν εδώ κι εκεί την άτυχη βιοτική τους προσπάθεια, δίχως να κατορθώσουν ν' αποχτήσουν μιαν εσωτερική πειθαρχία. Αλήτευαν από πολιτεία σε χωριό δουλεύοντας λίγο, πίνοντας πολύ και συζητώντας άρρητ' αθέμιτα, λόγια του αέρα. Η φτώχεια κι η βιοπάλη ξύπνησε στις άτολμες μικροαστικές ψυχές τους όλα τα αναρχικά ένστιχτα της ρωσικής φυλής. Έγιναν αλήτες γιατί, εξόν απ' τον άκοπα κερδισμένο πλούτο, μονάχα σε τούτη την ανεύθυνη ζωή έβρισκαν κάποιαν ευχαρίστηση. Στη Λάρισα έπιασαν κάτι δουλειές του ποδαριού και φυτοζωούσαν. Εξάλλου ο Λιάπκιν, μόλις τους ανακάλυπτε, τους περιμάζευε και τους φρόντιζε στοργικά. Δε δυσκολεύτηκε να τους βρει πιο συστάμενες δουλειές γιατί οι Λαρισινοί, γνωρίζοντας τη μοναδική του εργατικότητα, νόμιζαν πως όλοι οι Ρώσοι ήσαν σαν κι αυτόν. Δεν άργησαν να καταλάβουν την πλάνη τους...


Απ' τους νεοφερμένους πιο συμπαθητικοί ήσαν τέσσερες, που ο Λιάπκιν τους έκανε τακτική του παρέα: ο Αντρέι Πάβλοβιτς Ιζλετσένιεφ, ο Αρνταλιόν Αντρέγιεβιτς Καρζίμιν, ο Ιγκνάτι Κούσμιτς Ιγκόλκοφ κι ο Μπαρίς Αλεξάντροβιτς Γκβοστίκιν.


Ο Ιζλετσένιεφ ήταν σαραντάρης περίπου, κακομούτσουνος, φαλακρός σα γουλί κι αρκετά κουτός. Πριν την επανάσταση ήταν βιβλιοπώλης στη Μόσχα και κέρδιζε αρκετά. Είχε παντρευτεί από συφέρο μια ξαδέρφη του, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, αντρογυναίκα άσκημη κι αυταρχική, που την λέγαν Σόνια. Παντρεμένος ήταν κι ο μόνιμος λοχαγός του πυροβολικού Καρζίμιν. Σε μια μικρή πόλη της Πολωνίας, που υπηρετούσε στον πόλεμο, ερωτεύθηκε μια δεκαεξάχρονη και πεντάμορφη Πολωνέζα, την Αγνή Μπαρτέκοβα. Παντρεύτηκαν∙ και παρ' όλη την κατάντια της προσφυγιάς αγαπιόντανε σαν περιστεράκια∙ γιατί κι ο Καρζίμιν ήταν ομορφάντρας και πολύ δεξιοτέχνης στις σχέσεις του με τις γυναίκες.


Ο Ιγκόλκοφ ήταν ο τύπος του Ρώσου προπολεμικού φοιτητή, που σπούδαζε αιώνια, δίχως να παίρνει δίπλωμα ποτέ. Αυτοεξορίστηκε κι αυτός, μολονότι κανέναν κίντυνο δε διέτρεχε από τους μπολσεβίκους, ούτε η ζωή του στη Ρωσία θα ήταν υλικά χειρότερη από εκείνη που έκανε στην εξορία. Μα κάτι τέτοια δεν τα ξέταζε. Όντας σοσιαλιστής μισούσε τους κομμουνιστές, κι ήθελε να διατηρήσει το δικαίωμα να μιλάει λέφτερα. Τέλος ο Γκβοστίκιν ήταν ένας εικοσάχρονος ασθενικός νέος, που έφυγε απ' τη Ρωσία παιδί ακόμα, μαζί με τον πατέρα του, έναν ευγενή μικροχτηματία. Ο γέρος πέθανε στην Αθήνα, ύστερ' από λίγον καιρό κι ο νεαρός Μπαρίς έμεινε μόνος στον κόσμο. Η ανάγκη τον έκανε να διακόψει τις σπουδές του στο Ωδείο, και να παίζει βιολί στις επαρχιακές ταβέρνες, για να βγάλει το ψωμί του. Όσες ώρες ήταν λέφτερος μελετούσε μουσική με πάθος, γιατί ήθελε ν' αναδειχθεί.


Μ. Καραγάτσης, Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Το Βήμα βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011 [α΄ έκδοση 1933], σσ.  174-176.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Μ. Καραγάτσης - Η Μεγάλη Χίμαιρα [απόσπασμα]



Η Μαρίνα, νεαρή Γαλλίδα, ερωτεύεται και παντρεύεται έναν Έλληνα καπετάνιο, τον Γιάννη. Αφήνει τη χώρα της και μετακομίζει στη Σύρο. Εκεί συγκατοικεί με την  πεθερά της, τη γριά Ρεΐζαινα.

 

Ο γάμος τους γίνηκε ύστερ’ από μια βδομάδα, στον Άγιο Νικόλαο τον Πλούσιο.

Όλος ο καλός κόσμος της Σύρας ήταν προσκαλεσμένος. Κι ήρθε ο καλός ο κόσμος, με περιέργεια και συμπάθεια, να θαυμάσει το νιό κι όμορφο ζευγάρι. Ο Γιάννης έλαμπε από χαρά και χαμογελούσε με τα κάτασπρα δόντια του. Η Μαρίνα με μάτια στυλωμένα πέρα, μακριά, ονειρευόταν…

Η γριά Ρεΐζαινα δεν έπαιρνε μεγάλο μέρος στη ζωή του αντρόγυνου. Ήσυχη, λιγομίλητη, περπατώντας αθόρυβα, κρατούσε ουσιαστικά το νοικοκυριό με ικανότητα και διακριτικότητα, που προκαλούσε την ευγνωμοσύνη της Μαρίνας. Η νοοτροπία της σφυρηλατημένη με την παράδοση της ελληνολατινικής φατρίας, την πρόσταζε να υποχωρήσει μπροστά στη γυναίκα του αρχηγού της οικογένειας, του πρωτότοκου γιου της. Έτσι ήταν ο άγραφος νόμος από πάντοτε. Εξάλλου αυτή η ξένη, η όμορφη και «σοφή» κυρία που έκανε στο γιο της την τιμή να γίνει γυναίκα του, έπαιρνε στα μάτια της γριάς θέση ανώτερη, άξια σεβασμού. Εκείνο που τη γέμιζε με δέος ήταν τα χρήματα, που ήρθαν στη φαμίλια μαζί με τη νύφη: οι 30.000 λίρες του δεύτερου βαποριού, που προβίβασαν το γιο της από μικρό σε μεγάλο εφοπλιστή.

Πολλές φορές, τα πρωινά που ο Γιάννης έλειπε στη Σύρα, πεθερά και νύφη κουβέντιαζαν παρακινημένες από κάποια βαθύτερη ανάγκη επαφής. Η Μαρίνα έλεγε πολύ λίγα για την παλιά της ζωή. Είχε αποφασίσει να μην εξομολογηθεί ποτέ, σε κανέναν, όλα εκείνα που υπήρξαν η δυστυχία και η ντροπή της πρώτης ηλικίας της.

-Μη γυρεύεις λεπτομέρειες από την παλιά μου ζωή, είχε πει του Γιάννη. Ήταν τόσο δυστυχισμένη, που δεν θέλω ούτε να τη θυμάμαι. Σου λέω την αλήθεια. Και σε παρακαλώ να σεβαστείς την επιθυμία μου.

- Θα τη σεβαστώ…

Πήγε και βρήκε τη μάνα του, τη Ρεΐζαινα. Ήταν δύσκολο να της πει αυτό που ήθελε:

-Μητέρα, η Μαρίνα δεν είναι σαν τις δικές μας τις γυναίκες. Σκέφτεται αλλιώτικα, νιώθει αλλιώτικα. Δεν θα ’θελε ποτέ να τη ρωτάνε για την περασμένη ζωή της. Αν νιώσει την ανάγκη, θα μιλήσει πρώτη αυτή…

Η ματιά της γριάς συννέφιασε:

-Θαρρείς πως θα τη ρωτούσα, αν δεν καταλάβαινα πως ήθελε να μιλήσει; Φαίνεται πως με έχεις για ανέμυαλη…

-Μη με παρεξηγείς…

-Πώς γίνεται να σε παρεξηγήσω; Θα ήθελα όμως να σε ρωτήσω κάτι…

- Τι;

- Εσένα σου μίλησε ποτέ;

- Όχι, ποτέ. Ούτε θα μου μιλήσει.

Η γριά ένιωσε ένα δυνατό χτύπο στην καρδιά: «Δεν τον αγαπάει. Όχι, δεν τον αγαπάει»

Μπόρεσε να συγκρατηθεί να μην καταλάβει ο Γιάννης την ανησυχία της και είπε με φωνή άχρωμη:

-Έτσι φαίνεται είναι οι ξένες. Δεν έχουν την καρδιά στο χέρι, διαφεντεύουν τη γλώσσα τους…

Ο Γιάννης κατάλαβε. «Δεν την αγαπάει.  Όχι, δεν την αγαπάει. Μα κι η Μαρίνα… Είναι έξυπνες και οι δυο. Θα βρουν τρόπο να συνεννοηθούν.»

Έτσι οι συνομιλίες της Ρεΐζαινας με τη νύφη της ήταν συνήθως ένας μακρύς μονόλογος της πρώτης. Η γριά η ποτισμένη με το φαρμάκι της γυναίκας του ναύτη, διηγόταν την ιστορία της θαλασσοδαρμένης φαμίλιας της. Τα λόγια αντηχούσαν στο στόμα της σαν ποίημα, που δεν ήταν άλλο από το μεγάλο έπος της θάλασσας. Η Μαρίνα την άκουγε με ενδιαφέρον, πολλές φορές και με συγκίνηση. Μα όλ’ αυτά ήταν ξώπετσα, μην μπορώντας ν’ αγγίξουν το βάθος της καρδιάς.

Δεν γινόταν να μονιάσουν αυτές οι δύο γυναίκες. Τις χώριζε ένα απέραντο διάστημα από χώρες,  φυλές και κλίματα. Η μία ήταν κόρη των ξανθών Βίκινγκς, των σκληρών πολεμιστών του χρυσαφιού. Η άλλη Ασιάτισσα, με ψυχή κλειδωμένη, είχε στις φλέβες της το αίμα των αληθινών θαλασσινών, εκείνων που παλεύουν πραγματικά με το κύμα για να εμπορευτούν τον πλούτο της γης. Για τους πρώτους, η θάλασσα είναι μέσο∙ για τους δεύτερους, σκοπός.

« Όταν μπορέσω -συλλογιζόταν η Μαρίνα- να βρω εκείνο που κρύβεται κάτω από τα λόγια της, τότε θα καταλάβω πως γίνηκα ένα με τούτη τη γη και τους ανθρώπους της»

Την ίδια στιγμή η Ρεΐζαινα έλεγε μέσα της: « Όχι! Εκείνο που θα ’λεγα σε μία γυναίκα που ’χει το ίδιο αίμα με μας, σε τούτη δεν μπορώ να το πω. Δεν θα με καταλάβει. Αλλά κι ούτε θέλω να με καταλάβει.»

Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, 2016