Γιατί κατέβηκα στη ρεματιά την ισκιερή την τόσο βαθιά; Τις στερνές ηλιαχτίδες χαιρετούσαν οι αγριοκαστανιές. Το στερνό δάκρυ της πηγής έκρυβαν οι φτέρες από τη βουλιμία των διψασμένων σατύρων.
Κ' ήταν άχρωμο το δειλινό σαν μέρα δίχως έλεος. Κ' είχανε φύγει τα πουλιά για τις σπηλιές των βράχων. Κ' είχε απομείνει το πέλαγο μονάχο κ σιωπηλό, να δεχτεί τα πικρά νερά της παγωμένης ρεματιάς. Και γω κατέβαινα το μονοπάτι με τα βατόμουρα, με τους σκίνους. Έχοντας στολισμένο το ριζάφτι με ορτανσία λευκή, την καρδιά με μαβιά. Και τραγούδαγα το θρήνο εκείνων που πέθαναν και δεν το ξέρουν. Επειδή ζητούσα τη ζωή κ' εσένα και το θάνατο στη ρεματιά. Κ' ήσουν κ' εσύ κι' ο θάνατος. Κ' η ζωή είχε αφήσει γλυστρόντας στη στερνή ηλιαχτίδα, αυτή που πάντοτε λησμονάει ο ήλιος...
[...]
Κάθησα σε μια μεγάλη πέτρα, να ξαποστάσω απ' τον ανήφορο πριν πάρω την κατηφοριά της ρεματιάς. Χάθηκε το μάτι μου στην έκταση του πελάγου. Και δεν ξέρω πως, - ήταν η ώρα στοχαστική, κ΄ η μοναξιά, κι' ο τόπος, - έφυγε κ΄η ψυχή μου, πισωδρόμησε στα υγρά και στεγνά μονοπάτια της περασμένης μου ζωής, γύμνωσε τον εαυτό μου, και τον έκρινε και στοχάστηκε.
Τριανταοχτώ χρονών. Πέρασαν τα νιάτα με τα όνειρα, κυλάει ο χρόνος που φέρνει το μεστωμένο άντρα στο κατόφλι του χινοπώρου. Τα γερατιά; Είναι ακόμα μακριά. Μα που είναι και τα νιάτα; Τι απομένει από την φλόγα της ψυχής, αυτή που φώτιζε τη ζωή με αντιφεγγίσματα πορφυρά; Τι κέρδισα, τι έχασα στο μεγάλο τριανταοχτάχρονο παζάρι της ζωής μου;
Και τότε είδα, και τότε ένιοσα-καθώς ο ήλιος του απομεσήμερου έγυρε κουρασμένος στο δρόμο της νυχτός-πως κύλησαν ανόητα τα χρόνια τα τριανταοχτώ, πως σπαταλήθηκαν δίχως λογισμό και κρίση, δίχως στοχασμό και πείρα, δίχως ηδονή και πίκρα, σε μια τελμάτωση ζωής καθημερινής, καθεωρινής, κουρντισμένης ωσάν ρολόϊ μ΄ελατήρια που δεν λένε να σπάσουν ποτέ. Σπατάλησα τα κερδητά μου δίχως να τα χαρώ. Κ' ήταν ζημιές τα κέρδη, κέρδη οι ζημιές, που ισοσκέλιζαν απελπιστικά όλα τα φύλα του μεγάλου βιβλίου... Καμιά μεταφορά εις νέον. Καμιά ανωμαλία στους λογαριασμούς. Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με δράμι σ΄όσους ήθελαν να αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου