Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου - Ποιήματα

 [Σε θυμάμαι  σαν πόλη]

 

Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μια χώρα με πρωτεύουσα εσένα. Για να ξεφύγω από σένα
έπαιρνα τα όρη και τα βουνά, και τριγυρνούσα τις Κυριακές στα προάστια. Σε θυμάμαι με κήπους κι ανάκτορα, με δικαστήρια και θέατρα, τώρα που πλήττω μες τα μικρά χωριά και το χορτάρι ψηλώνει.


Το δέντρο

Επειδή ήταν πολύ αγαπημένοι ─όλη μέρα μπορούσαν να λέν' σαχλαμάρες─ χωρίς να πέφτουν απ' τα κλαριά του πανύψηλου εκείνου δέντρου, όπου είχαν ανεβεί για να 'ναι μόνοι, ανάμεσα στους ωραίους καρπούς που ακίνητοι άκουγαν, με μιαν αμείωτη και συγκινημένη σοβαρότητα. Ύστερα έπαψαν ν' αγαπιούνται, πιάσαν μιαν ατέλειωτη σοβαρή κουβέντα. Τότε, το δέντρο τους τίναξε κάτω μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό το δέντρο δεν αστειεύεται, οι καρποί του είναι είρωνες κι αυστηροί, έχουν, εξάλλου, ειδικευτεί στη μετάφραση.

 

Το ναυάγιο

 

Το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο.
Επέπλεε όμως η κακία των επιβατών.
Ένα ψαράκι κατάπιε λίγη και φαρμακώθη.
Έντρομοι απομακρύθηκαν οι καρχαρίες.

 

Γερνώ, ξενιτεύομαι

Ζουν ακόμα ο πατέρας κι η μάνα μου. Μα που να

’ναι ο μπαμπάς κι η μαμά; Σε μια δασωμένη εποχή

κατοικούν τα κορίτσια που υπήρξα, σε μια περασμένη

εξοχή, σε μια πατρίδα στο χρόνο που δεν μπορώ

να επιστρέψω. Ένας καιρός ανάποδος με τραβάει

στ’ ανοιχτά. Κι απομακρύνονται παραλίες και κήποι.

Γερνώ, ξενιτεύομαι.


Εύνοια

 
Εκεί που έπαιρνα θαυμαστικό, τώρα μου βάζαν αποσιωπητικά. Το κρασί γινόταν νερό, ο Παράδεισος ένα προάστιο κοντά στο Μαρούσι. Στον ύπνο μου έμπαινε ο άγγελός μου, ψιθυρίζοντας ύπουλα το επίθετό του. Μια γνώση οξύτονη και τετρασύλλαβη φώλιαζε μέσα μου. Κάτι σαν Χάρις που αποσυρόταν υπήρχε γύρω.
Δεν είναι τίποτα, είπε η Α. Κι εγώ το ’χω περάσει. Έχασες την εύνοια του βασιλιά.
Δεν ξέρω εγώ, της φώναξα, κανένα βασιλιά.
Δεν έχει σημασία, είπε άτονα. Εκείνος σε ξέρει. Μας ξέρει ανέκαθεν όλες εμάς, μας βαριέται μία μία θανάσιμα.

 

Στο βυθό

 
Έπεφτα κι έπεφτα, κι ούτε ήξερα ποιος μ’ είχε ρίξει. Γύρω οι φίλες μου χάνονταν, με φούστες που ανέμιζαν σα φτερούγια ψαριών, γύρω από πέτρα που πέφτει. Ένα πράσινο μήλο βρισκόταν στο χέρι μου, κι όσο εγώ πια κατέβαινα, τόσο εκείνο κοκκίνιζε, ωριμάζοντας γρήγορα μέσα στην πτώση. Δεν μπορεί, έλεγα μέσα μου. Όπου να ’ναι θα ερχόταν η αντίστροφη ώθηση, που θα μ’ έστελνε ίσια ψηλά, συνοδευμένη από πλήθος θριαμβευτικές φυσαλίδες.
Ένα έδαφος κρύο με δέχτηκε και με κράτησε. Το μήλο, στο χέρι μου, βαθύ βαθύ κόκκινο. Κανείς δεν ερχόταν.

 Τής αναλήψεως 

Εγώ μόλις γεννήθηκα, θα 'πρεπε κατευθείαν ν' απογειωθώ ν' αναληφθώ στους ουρανούς κι άσ' τους νά ψάχνουν. Μα ήταν μακριά ό αρχάγγελος που με φυλούσε. Στό καζίνο βρισκόταν, τρελός ξαφνικά, ενώ γυρνούσε ή ρουλέτα. Κι έτσι δεν έμενε παρά να φύγω. Έλα όμως πού δεν ήξερα νά περπατώ... Έλα που άργησα τόσο να  μάθω... 

[άτιτλο]

Τα τολμηρά φυτά, που ανθίζουν μιαν άνοιξη μονάχα στο βουνό κι ο ήλιος τα καίει, αυτά χαράζω πεισματωμένη στο οικόσημο μου, μ' όλο που εσύ, ντροπαλή σα κυκλάμινο, θ ανθίζεις πάλι τον άλλο χρόνο, και τον παράλλο, στη σκιά των δένδρων. 


Η φακή


Τ’ αναλφάβητα χαμομήλια, τα διανοούμενα κυπαρίσσια  κι από πάνω η Νύχτα, μαγειρεύοντας για όλους, τώρα που είναι άνοιξη, χρυσή φακή.

Γλέντι

Αναρριχώμενοι καημοί πνίξαν το σπίτι. Τα βάσανα σα μύγες κάθονταν στο τυρί.

Μ’ απελπισμένα τραγούδια γλεντούσαν οι άνθρωποι. 


Προσφώνηση


Ώ άνδρες Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Ψυχίατροι και άλλοι! Με σακατέψατε.


Νίκη-Ρεββέκα Παπαγεωργίου

από το βιβλίο: Του λιναριού τα πάθη-Ο μέγας μυρμηκοφάγος, Άγρα 1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window