Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Μάνος Ελευθερίου - Στη χώρα των αθώων

 Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας.

Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς;

Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας

Και οι εχθροί είναι εραστές με εκβιασμούς.

Των δράκων γάλα πίνουν μόνο και φαρμάκι.

Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη.


Στους ουρανούς θ’ αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν.

Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό.

Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν

κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό.

Όχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα.

Μ’ ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα.


Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, κοντά τους

να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό

κυνηγημένος απ΄ το σώμα σου στους βάλτους

βρήκες ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό.

Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων

Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων.


Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως 

στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά.

Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος

μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά.

Ω επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις.

Τα μαχαιρώνεις και λυσσάς κι όλο σπαράζεις.


Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει;

Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά;

Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει

την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά.

Σ’ άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες.

Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες.


Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων.

Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ,

δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων

γι’ αυτούς που ζούνε συντροφιά μ’ έναν χαφιέ.

Λυσσούν να σ’ εύρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι.

Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι.


Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία

αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής.

Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία.

Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής.

Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.

Μας περιμένουν τα τσιγκέλια στα σφαγεία.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Θωμάς Κοροβίνης - Είμαι ο Βαγγέλης


Είμαι ο Βαγγέλης. Με τα τριπλά του χρόνια. Είναι ο γιος μου, ο εγγονός μου, όμως είναι ο αδερφός μου, είναι το σπλάχνο μου, είμαι εκείνος. Είμαι το ομοίωμά του, είμαι το αίμα του, είμαι εκείνος. Είμαι ο Βαγγέλης. Μα είμαι ζωντανός. Τρόπος του λέγειν δηλαδή. Στο μεταξύ πόσες φορές μ’ έχουν πεθάνει και μένα! Όσες αναγνωρίζω, γιατί υπάρχουν κι άλλες ανεπαίσθητες δολοφονίες, άλλα κρυφά φονικά που έχουν συντελεστεί στην πλάτη μου μα δεν τα ξέρω. Ή μάλλον κάνω πως δεν τα ξέρω γιατί δεν αντέχεται τόσο βάρος. Ναι, «όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους», λέει ο Καρυωτάκης.
Μόνον εγώ το ξέρω όμως το πώς είμαι ακόμα ζωντανός. Εκατό ζωές δε θα μου ’φταναν για να γράψω εκατό γραφές και χίλια τραγούδια για να χωρέσουν αυτόν τον ζωντανό θάνατο. Με παίδεψαν πολύ, με τυράννησαν με ποικίλα χοντροκομμένα και άπειρα πιο ανάλαφρα, αβάσταχτα όμως, πρώιμα μπούλινγκ. Εκείνα της δεκαετίας του ’60, μα που ήταν, λες εκ των υστέρων, ο κόσμος πιο απαίδευτος, όμως μέσα στην μετεμφυλιακή του μιζέρια, με το χνώτο του άκαμπτου χωροφύλακα στο σβέρκο, την αχορταγιά των κοτζαμπάσηδων της εποχής, τη βίτσα του δάσκαλου, την παντοκρατορία των στρατόκαβλων και την ανατολίτικη σατραπεία του πατέρα-αφέντη, να βρίσκουν τα αντίβαρά τους σε ανθρώπινες αγκαλιές που άνοιγαν πρόθυμα σε κάθε βασανισμένη γειτονιά. Κακά τα ψέματα, ο κόσμος ήταν πάντα ίδιος, κι έτσι καθώς φαίνεται θα πάει (χιλιάδες Μαρξ και Φρόυντ να γεννηθούν) αλλά, θαρρείς, τότε μια ιδέα πιο ανθρώπινος. Είχαν ζήσει πόλεμο και πείνα οι δικοί μας, είχαν στερηθεί κι είχαν διδαχτεί και είχαν μιαν ισόβια αγωγή στη συμπόνια. «Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους», λέει ο Αναγνωστάκης.
Κρατούσα άσβεστη μια φλόγα αντίστασης, έτσι γλίτωσα απ’ τους βασανιστές μου. Δε μπορεί ο καθένας όχι, δεν έχουν όλοι τα ίδια ψυχικά συστατικά. «Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο», λέει ο Σεφέρης. Χωνόμουνα στην αγκαλιά της γιαγιάς μου, αμίλητος, -που να μιλήσεις! Ούτε τώρα θα μιλήσω. Δε θα μιλήσω ποτέ. Αν και, με τον δικό μου τρόπο μιλάω, και μιλάω ανοιχτά πάντοτε, πολύ ανοιχτά, δεν έχω ανάγκη κανέναν, -χρέος είναι εξάλλου- αφού, καθώς χωνόμουνα μέσα στα χαρτιά, μ’ ένα μολύβι έχτισα τον δικό μου κόσμο, δίπλα στο κόσμο μας. Και ανακάλυψα εκεί μια μορφή –όχι πλαστής- ευτυχίας. Βρήκα όμως την ψυχή, είχα το σθένος, πως να το πω, και έχτισα τις αξίες μου, αγάπησα τους ανθρώπους, έζησα παραδείσους ερωτικούς, ανέπτυξα την προσωπικότητά μου, χόρτασα ζωή. Όλα χειροποίητα. Και πάντοτε με εμπόδια. Οι τρικλοποδιές, τα χουνέρια και οι παγίδες μ’ έκαναν ακόμη πιο ατσάλινο. «Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας», θα’ λεγε ο Ταχτσής. Όχι μόνον.
Έκανα κι εγώ μικρότερος κάποια μικρομπούλιγκ, κάποιους πλήγωσα, δε μπορεί. Μερικά τα θυμάμαι και σκύβω το κεφάλι. Όλοι μας έχουμε κάποιο βαθμό συμμετοχής και ευθύνης σ' αυτά τα απάνθρωπα ρεσιτάλ κτηνωδίας, που μας υποβιβάζουν στο τελευταίο σκαλοπάτι της ξεφτίλας, στον πάτο της ανθρώπινης χαμέρπειας, Ο Βαγγέλης –με την άγια ικεσία και την πεντάμορφη αγνότητα στο βλέμμα του- είναι η χωλή Μαρία(κουτσάβλα), η χοντρή κυρία(βαρέλα), η ζαρωμένη γιαγιά(πουρόγρια), ο κουνιστός συμμαθητής(γυναικούλα), η ζωηρή γειτονοπούλα(πουτανάκι), ο φιλάσθενος περαστικός (χτικιάρης), ο σακατεμένος παππούς (σκατόγερος), ο ανεπιθύμητος φτωχός ξένος(βρωμόγυφτος). Ατερμάτιστη η ανερμάτιστη ρατσιστική Βαβέλ.
Όταν η ζωή σου γίνεται μαρτύριο, μπορεί να οδηγηθείς εθελουσίως στην έξοδο. «Ευτυχώς που υπάρχει κι η αυτοκτονία», δηλώνει ένας Γάλλος, ο Γκουαταρί νομίζω. «Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι», αρχίζει ο Σικελιανός το ποίημά του «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα» εξυμνώντας το άφευκτον της γενναίας αυτοχειρίας. Μα εδώ - ακόμη κι αν η τελευταία πράξη ήταν μοιραίο αποτέλεσμα απόλυτου προσωπικού αδιεξόδου- πρόκειται για πεντακάθαρο έγκλημα.
Αδικώ τις πόλεις που τις βρίζω συχνά –κι όχι άδικα- για άλλους λόγους. Τώρα θα πω «ζήτωσαν τα πολύβουα άστεα» που λειτουργούν ως σύγχρονα καταφύγια θηραμάτων («χωράμε όλοι στο τραπέζι, και τα όρνια και τα σπουργίτια» θα’ λεγε ο Έλιοτ). Αλλά γιατί δε λες καλύτερα ότι πόλεις και χωριά βράζουμε στο ίδιο ζουμί -για να' σαι μέσα;
Βέβαια κανένα καλό αρσενικό –και καλά αρσενικά είναι μόνο τα υψηλής ευαισθησίας- δεν γλυτώνει απ’ την επικροτούμενη τσογλανερί των αιώνιων εσατζήδων, το φασιστικό σώμα που δεν θα καταργηθεί από κανέναν εκλεγμένο ηγεμόνα του πλανήτη. Αυτά τ’ αρσενικά, τα καλύτερα, είναι που δε γλιτώνουν ούτε απ’ τις γυναίκες, τις ερωμένες, τους ερωμένους, τους φίλους μα ούτε κι απ’ τις ίδιες της μανάδες τους. Τους αρκεί η αποκάλυψη μιας κάποιας "αλλιώτικης" ευαισθησίας. Δεν είναι μόνο η αναγνώσιμη, απ' τον στενό κύκλο ή την ευρύτερη κοινότητα, μισοφανερωμένη ή απροκάλυπτη εκδήλωση ομοφυλόφιλης συμπεριφοράς. Εκεί πια γίνονται μπαρούτι. Αυτοί είναι οι «γιοι χωρίς μητέρα», έτσι τους βάφτισε ο Ζαν Ζενέ, οι ανθρωπινότεροι των άλλων, των πολλών. Εκείνων των ανασφαλών πορδών που υπηρετούν ισοβίως στο «Λεβεντομαλακιστάν», οι αγάμητες κομπλεξάρες. («Παντέρμη Κρήτη, κόσμημα της γης, μην πας πλέον χαράμι για τα θλιβερά σου κυνικά χωριατόπουλα που τους έμαθες καλά να μην ξεχωρίζουν το τσουτσουνάκι τους απ’ την μπιστόλα, άλλαξε πια τροπάριο, Λεβεντογέννα μου!»)
Τώρα δε μπορεί να με πειράξει πια κανείς απ’ αυτούς. Δεν τρέφω μίσος. Αηδία, μιαν απέραντη αηδία. Και οίκτο. Μα στο βάθος βασιλεύει ένας καγχαστικός θρίαμβος. Τώρα πια δε μπορούν να με «φάνε» εκείνοι. Αν μπορούσαν θα το ’καναν ευχαρίστως. Ακόμη και τώρα που γερνάνε. Μα τι ανάγκη! Έχουν αφήσει άλλους στη θέση τους, αξιότερους σαδίκλες. Είναι αυτοί που με σκότωσαν ξανά στο πρόσωπο του Βαγγέλη. Και που, αν μπορούσα, θα τους σκότωνα κι εγώ με τη σειρά μου χωρίς δεύτερη σκέψη. Γιατί η εκδίκηση αυτή είναι ιερή, δεν προσωποποιείται, είναι προϊόν μιας αδικίας ιστορικής, ανήκει στο διηνεκές. Μα δε θα γίνει έτσι ποτέ. Θα κοιμηθώ απόψε παίρνοντας αυτό το σπαραγμένο γιαβράκι στα όνειρά μου, όπως θα κάνω από δω και πέρα κάθε νύχτα, κι όταν κάποτε κάποιο τρένο κι εμένα θα με πάρει, Βαγγέλη μου, του Χάρου μου θα σε κάνω διήγημα.
16 Μαρτίου 2015

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Ιωάννου - Παρατσούκλια



Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν γερασμένο, που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν τον χαιρετάω. Τον άκουσα για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα ν' αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Σαν χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν' ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. Αυτό το τέρας που είχε τώρα το θράσος να μου κάνει και παράπονα, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους διώκτες και βασανιστές μου, όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο. Κυρίως αυτός διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια μου, παριστάνοντας μάλιστα, όσο μπορούσε πιο γελοία, και τον τρόπο που μιλούσα. Η αλήθεια είναι ότι νέα παρατσούκλια δεν μου έβγαζε γιατί δεν ήταν σε θέση, έδειχνε όμως ιδιαίτερο ζήλο για τη διάδοση των ήδη γνωστών. Αυτός επίσης ο ουραγκοτάγκος ήταν που μετάφερνε τα παρατσούκλια του σχολείου στη γειτονιά μου και το αντίστροφο, κι αυτός πάλι με την παρέα του μου τα φώναζαν ακόμα και μέσα στο δρόμο, όταν πήγαινα βόλτα με τους γονείς μου. Νομίζει το χαϊβάνι πως δεν τα θυμάμαι πια ή ότι έχω ψυχή επιπόλαια σαν τη δικιά του. Ξεχνάει όμως ή συγχωρεί ποτέ ένας άνθρωπος με σώες τις φρένες τα βασανιστήρια που κάποτε του κάνανε; Πώς λοιπόν να ξεχάσω κι εγώ αυτά που τράβηξα απ' την πρώτη ακόμα τάξη του δημοτικού σχολείου;
Πρώτα πρώτα το άλλο, το παλιό μου επίθετο, ήταν ένα αστείο παρατσούκλι. Και δεν ήταν ανάγκη να το πουν οι άλλοι, έπρεπε κάθε τόσο να το δηλώνω μονάχος μου. Μικρόν ορισμένοι με ξεμονάχιαζαν και μ' έβαζαν να το επαναλαμβάνω κάνοντας πως δεν το καλάκουσαν. Πεθαίνανε κάθε φορά στα γέλια. Στο σχολείο πάλι, όσο ανέβαινα τις τάξεις, το πράγμα καταντούσε μαρτύριο. Μόλις άρχιζαν να φωνάζουν κατάλογο, σφίγγονταν η καρδιά μου, ίδρωναν τα χέρια μου και μ' έπιανε τρεμούλα. Στο μεταξύ, ο καθηγητής είχε φωνάξει δυο τρεις φορές το επίθετό μου, ώσπου ν' ακούσει το άψυχο «παρών» που έβγαζα, μέσα σε μια τάξη σκασμένη κιόλας στα γέλια. Κάποτε ένας απαίσιος καθηγητής της μουσικής, μεγάλος σπάρος, διέκοψε τον κατάλογο, με πρόσταξε να σηκωθώ και μου έκανε στριμμένα: «Γιατί δε φωνάζεις δυνατά, ρε μπούφε;» Αυτό ήθελαν κι οι άλλοι, τους πετούσε νέα τροφή. Για μεγάλο διάστημα, εκτός από πολλά άλλα, ήμουν και ο «μπούφος» της τάξεως. Οι κακοηθέστεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το κάνουν γνωστό σ' ολόκληρο το γυμνάσιο. Επεδίωκαν μάλιστα να διηγούνται το περιστατικό, ενώ βρισκόμουν κάπως κοντά στην παρέα τους για να τ' ακούω κι εγώ και να σκάω.
Τις μέρες εκείνες μ' έστειλε η γιαγιά μου να δώσω ένα πρόσφορο στην εκκλησία μας. Καθώς δεν είδα κανέναν μέσα, άναψα το κερί μου για να φέξει κάπως, κι άρχισα να ασπάζομαι με κατάνυξη μια μια τις εικόνες. Ένιωθα παρηγοριά και αγαλλίαση, γιατί καθώς δεν παραπονιόμουν σε κανέναν, μόνο ο θεός γνώριζε το τί τραβούσα. Την ώρα όμως που ασπαζόμουν την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο άκουσα έναν ψίθυρο, που σα να επαναλάμβανε το όνομά μου. Κοκάλωσα απ' τη φρίκη· ο ίδιος ο θεός μου μιλούσε, κάτι μου έλεγε. Ήταν η εποχή που φοβόμουν τα υπερφυσικά πράγματα περισσότερο από κάθε τι άλλο. Ο ψίθυρος επαναλήφτηκε πιο καθαρά και πιο γελαστά κάπως:
Βατραχίδη, καλέ Βατραχίδη… κουάξ-κουάξ…
Το πώς δε λιποθύμησα είναι θαύμα. Ακόμα κι ο Χριστός με κορόιδευε. Κι αυτός ακόμα έκαμνε φτηνά αστεία με το επίθετό μου. Αυθόρμητα έκανα να το βάλω στα πόδια. Όμως ένα πολύ ανθρώπινο χάχανο μ έκανε να στρέψω πίσω το κεφάλι. Απ' την Ωραία Πύλη είχε ξεπροβάλει το κεφάλι του ο κατσικογένης παπάς της ενορίας μας θεός σχωρέσ τον. Πήρε το πρόσφορο καταχαρούμενος κι ούτε μου έδωσε καμιά εξήγηση για τα καμώματά του. Είμαι βέβαιος πως αν δεν ήταν να χάσει το πρόσφορο, θα μ' άφηνε να φύγω χωρίς να φανερωθεί και να πιστεύω σ' όλη μου τη ζωή και σ αυτό το θαύμα.
Όταν όμως παίχτηκε κάποτε στο θέατρο μια οπερέτα με τίτλο Οικογένεια Βατραχιάν και γέμισαν οι τοίχοι αφίσες, ολόκληρο το σόι μου έπεσε άρρωστο. Κανένας τους δεν ήθελε να βγει στο δρόμο. Εγώ σχεδόν το χάρηκα, γιατί επιτέλους τους έβλεπα κι αυτούς να υποφέρουν απ' το όνομά μας. Ευτυχώς όμως που έτυχε να είναι καλοκαίρι, γιατί αλλιώς εγώ κυρίως επρόκειτο να τραβήξω τα μαρτύρια των εβραίων στο σχολείο. Και τώρα καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο την οπερέτα αυτή, που είναι πράγματι πολύ αστεία. Καρφί όμως δεν μου καίγεται. Ακόμα κι επίτηδες να μας το κάνουν, διόλου δεν μ' ενδιαφέρει. Μακάρι να μπορούσαν να την παίζουν μέρα νύχτα για να ευφραίνομαι.
Το ευτύχημα ήταν πως το γυμνάσιο βρίσκονταν σε άλλη περιφέρεια απ' το δημοτικό που είχα βγάλει κι έτσι στα παρατσούκλια του γυμνασίου δεν προστέθηκαν κι εκείνα του δημοτικού. Γιατί εκεί πια ήταν που μου είχαν ζεματίσει την ψυχή. Η δασκάλα μας, μια ανεκδιήγητη γκεργκέφω, μόλις με είδε ζαρωμένον στο θρανίο παρατήρησε: «εσύ παιδί μου, κάνεις σα σκαντζόχοιρος». Όλα τα παιδιά γέλασαν κι απ' το πρώτο κιόλας διάλειμμα άρχισαν να μου το φωνάζουν. Η δασκάλα κατευχαριστημένη το επανέλαβε και τη δεύτερη ώρα. Στην αρχή όλοι μου φώναζαν το παρατσούκλι κοροϊδευτικά. Κατόπι, αντί να το ξεχάσουν, το συνήθισαν και το 'λεγαν χωρίς ιδιαίτερη κακία, σαν ένα οποιοδήποτε όνομα. Εγώ όμως αδύνατο να το συνηθίσω, κάθε μέρα με πλήγωνε πιο βαθιά. Ιδίως όταν παίζαμε ποδόσφαιρο κι ήθελαν να τους δώσω πάσα, τότε το «Σκαντζόχοιρε, Σκαντζόχοιρε» αντηχούσε σ' όλους τους τόνους.
Άρχισα να μην παίζω με κανέναν. Έπαιζα μόνος μου στην αυλή μας διάφορα δικά μου παιχνίδια. Έβρισκα δυο φωλιές μερμήγκια διαφορετικά σε χρώμα και μέγεθος. Επειδή ήμουν πολύ ξανθός, ήθελα η μια φωλιά να έχει ξανθά μερμήγκια. Η άλλη είχε μελαχρινά με μεγάλα ευκίνητα πόδια. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Έπαιρνα τότε ένα απ' τα ξανθά, που ήταν πιο αδύναμα, και το 'ριχνα μέσα στην τρύπα της φωλιάς, εκεί όπου έβραζαν τα μαύρα μερμήγκια. Αυτά έζωναν αμέσως το ξανθό, το δάγκωναν από παντού, το τραβολογούσαν, και τελικά, μέσα σ' ένα συνωστισμό, το 'σερναν μισοπεθαμένο στη φωλιά τους. «Πάει ο σκαντζόχοιρος», έλεγα πικραμένος.
Άλλη μανία μου ήταν να χτυπάω με πέτρες ή να κλοτσάω τις γάτες και τα σκυλιά, ιδίως τα γκαστρωμένα. Το χτύπημα, όταν πετύχαινε καλά, έκαμνε έναν ήχο βαθύ, που με τρέλαινε. Ήταν επίσης και το ούρλιαγμά τους. Όλα αυτά όμως ποιος θα μου τα συγχωρέσει; Ίσως μόνο η Μαρία της Λιβύης, που λατρεύει τα ζώα σα θεούς.
Τα βράδια, συνήθως την ώρα που τρώγαμε, περνούσαν παρέες παρέες τα παιδιά κάτω απ' το σπίτι και ούρλιαζαν στα σκοτεινά τα διάφορα παρατσούκλια μου. Μέχρι τραγούδια μου είχαν βγάλει. Μόνο εγώ τα άκουγα, οι δικοί μου χαμπάρι δεν είχαν. Μ' έπιανε τότε σφίξιμο στο στομάχι, χλώμιαζα, κι αφήνοντας το φαγητό στη μέση έτρεχα να κοιμηθώ ή μάλλον να κρυφτώ κάτω απ' τα στρωσίδια.
Εκείνες τις μέρες τυράννησα και μια χελώνα — ας το εξομολογηθώ κι αυτό. Η χελώνα αυτή, ίσως από κάποιο κουσούρι, δεν μπορούσε να τραβήξει το κεφάλι της μέσα στο καβούκι. Της έβαλα ένα χόρτο μπροστά στο στόμα κι αυτή, μετά από κάποιο δισταγμό, το δάγκασε σφιχτά. Το τραβούσα, μα δεν τ' άφηνε. Τότε το τράβηξα πιο δυνατά και την πήραν τα αίματα.
Ήρθε όμως μέρα, που το κακό στο σχολείο παράγινε. Δίπλα μου στο θρανίο καθόταν ένα παιδί, που του είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Δε θυμάμαι πια τ' όνομά του, θυμάμαι όμως που φορούσε ναυτικά, παιδικά ρούχα της μόδας τότε. Ένα πρωί, στο διάλειμμα, η δασκάλα με κάλεσε στο γραφείο. Μέσα περίμενε μια άγνωστή μου κλαμένη γυναίκα, που μόλις μπήκα μ' αγκάλιασε και με φιλούσε. Κατόπι μου εξήγησε πως ο φίλος μου, λίγο προτού ξεψυχήσει, παραμιλούσε κι έλεγε συνεχώς τ' όνομά μου. Πάλι καλά που δεν έλεγε κι αυτός το παρατσούκλι μου — όλα να τα περιμένεις.
Στα σαράντα του, η φρικαλέα εκείνη δασκάλα φρόντισε να διορθώσει κάπως τα πράγματα. Είχαν στείλει στο σχολείο φακελάκια με κόλυβα και γλυκά παξιμάδια. Η κυρία μας, αφού φόρεσε τελετουργικά κάτι μαύρα μανικέτια απ' τον καρπό ώς τον αγκώνα για να μη λερωθεί, είπε μελιστάλαχτα: «Ο Σκαντζόχοιρος θα πάρει από δύο, γιατί ήταν φίλος του». Το χτύπημα ήταν αβάσταχτο. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας πικρά. Έπεσα στο σπίτι με πυρετό. Δεν ήθελα να ξαναπάω σχολείο ούτε να βγω έξω. Μάταια προσπαθούσαν να με πείσουν, ότι παραπονέθηκαν στη δασκάλα, που φυσικά όχι μόνο τ' αρνήθηκε όλα, μα δήλωσε πως μ' αγαπούσε ιδιαίτερα.
Τις επόμενες μέρες δεν μ' έστειλαν σχολείο. Η μάνα μου κάθε πρωί μου φορούσε τα καλά μου, μου 'βαζε ένα καπέλο, και μ' έστελνε στο γειτονικό Σέιχ-Σου. Εκεί δεν είχε τότε τόσα ζευγαράκια, ούτε δράκους ούτε χωροφύλακες. Είχε μόνο πολλά μερμήγκια, αλογάκια της Παναγίας και ακρίδες με πολύχρωμα φτερά. Αυτό σα να με γιάτρεψε κάπως. Την άλλη χρονιά με γράψανε σε άλλο σχολείο.
Τώρα πια ούτε οι πιο κακόγλωσσοι και φαρμακεροί φίλοι και συνάδελφοί μου τολμούν να μου βγάλουν παρατσούκλι. Το πράγμα σχεδόν με στενοχωρεί. Φαίνεται πως με το πέρασμα του χρόνου η φωνή μου, η μορφή μου, η σκέψη μου, το βάδισμά μου, πήραν επιτέλους να μου ταιριάζουν, ίσως και να διορθώθηκαν, ενώ πρώτα ήταν ίσως πρόωρα και παράταιρα επάνω μου. Ενώ με τους περισσότερους απ' αυτούς συμβαίνει τ' αντίθετο. Βέβαια, θα έχει παίξει κάποιο ρόλο και το γεγονός πως έχω γίνει εγώ ο ίδιος πια άσος στο να κολλώ παρατσούκλια και κάμποσα που έστειλα συστημένα κάποτε σε ορισμένους απόκοτους και γελοίους τους ζεμάτισαν τόσο, που δεν ξανάβγαλαν άχνα. Κρίμα που δεν ανακάλυψα την μέθοδο αυτή πιο μπροστά.
Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα, τώρα καταλαβαίνω πόσο μαρτύρησα κάποτε απ' το τίποτε και πόση επίδραση είχαν πάνω σ' όλη μου τη ζωή εκείνα τα παρατσούκλια.


Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, Κέδρος

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Μενέλαος Λουντέμης - Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα (απόσπασμα)

 Στην έδρα στέκεται, βαρύς, ο κύριος Καρλάφτης. Με τα μάτια κόκκινα ψαρεύει «κούτσουρα».
-Το ξέρετε όλοι το μάθημα; Τους ρωτά
-Μάλιστα! Φωνάζουνε όλοι και δυνατότερα ο «βασιλιάς» των Περσών.
Ο Χαμωλιάς ξαφνιάστηκε και γύρισε προς τα πίσω:
-Αλήθεια, το ξέρεις; Ρωτά το Δακρυτζίκο
-Το κέρατό μου το τράγιο, ξέρω! Του απάντησε εκείνος με το μάτι θολό από τη φούρκα.
-Ε, τότε, γιατί είπες ότι το ξέρεις, ρε;
-Έτσι, από αχωνεψιά…Θέλω να σκάσω τον Καρούμπαλο, γι’ αυτό (έτσι είχαν βαφτίσει το μαθηματικό).
-Θα σ’ ακούσει.
-Αυτό θέλω! Να μ’ ακούσει και να με διώξει. Μα δε με διώχνει
-Κι εγώ το θέλω, μα δε με διώχνουνε.
Ο καθηγητής απλώνει το τριχωτό του δάχτυλο και δείχνει τον Χατζηαστερίου. Το «κασέρι» σηκώνεται και προχωρά στον πίνακα…Το κασέρι γράφει ένα κλάσμα «τρία τέταρτα». Ο Καρούμπαλος, τον ρωτά, στέλνοντας απάνω του και λίγο σάλιο για να τον ξυπνήσει. Ήταν «σκράπας» στα μαθηματικά, όλοι το ξέρανε.
-Ποια είναι η υπερτέρα μονάς, Χατζηαστερίου; Ο αριθμητής ή ο παρανομαστής;
-Είναι,,. Είναι είναι ο…ο…ο…, λέει το Κασέρι.
Μισούσε τα νούμερα σαν τελώνια.
-Τι λέει, από κει πάνω, ο κύριος Χαμωλιάς; Ρωτάει ο καθηγητής.
-Ο αριθμητής…κύριε!...
-Και γιατί ο αριθμητής κύριε;
-Γιατί αυτός είναι πιο μεγάλος, κύριε!
-Και γιατί είναι πιο μεγάλος, κύριε;
Ο Δακρυτζίκος σήκωσε σαν κοντάρι την χερούκλα του.
-Λέγε, αξιοδάκρυτε Δακρυτζίκο.
-Γιατί είναι καβάλα! Ο αριθμητής κάνει καβάλα στον παρανομαστή. Κι ο παρανομαστής είναι πιο μικρός, γιατί ο αριθμητής είναι πιο μεγάλος και τον κάνει καβάλα τον παρανομαστή!
-Μπράβο, δακρύβρεχτε Δακρυτζίκο! Επιμελέστατο μηδέν! Αρίστων άριστε!
Όλοι χασκογελάνε γύρω του κι ο Δακρυτζίκος τρίζει τα δόντια του σαν κουνέλι.
Ο Μέλιος δεν μπορεί να εξηγήσει, πώς αυτός ο συμμαθητής του, που τον τρέμουνε όλοι και τον αναγνωρίζουνε για μεγάλο «αρχηγό», αφήνει να ρεζιλεύεται έτσι μπροστά σε όλους.
Κάποια στιγμή τον βλέπει να γυρίζει κατά τον Κούρκουλο και να του λέει μ’ ένα λυσσασμένο τρόπο:
-Γελάς κι εσύ, ρε; Καλά, καρτέρα να βγούμε και να δεις. Θα σου φάω το αυτί!
Ο Μέλιος τον βλέπει να μιλάει έτσι και το πιστεύει. Όλοι γελούν τώρα πιο πολύ. Περιγελά ο καθηγητής κι άλλο… κι η τάξη δεν έχει κρατημό. Ο Δακρυτζίκος περνά το χέρι του πίσω απ’ τη ράχη του θρανίου και πατά στο Μέλιο μια τσιμπιά.
-Εσύ. γιατί δε γελάς, ρε; του ρίχνεται.
Ο Μέλιος τον κοιτάζει ξαφνιασμένος.
-Γιατί δε θέλω… του λέει… Γιατί να γελάσω;
-Μονάχα εσύ κάνεις τον περήφανο. Δηλαδή, μονάχα εσύ είσαι ο έξυπνος εδώ μέσα; Ε;
-Δεν ξέρω…Δεν έχω κέφι να γελάσω.
-Ξέρεις, τι τους κάνω εγώ τέτοιους ψιλομύτηδες σαν και σένα; Ρώτα να σου πούνε.
-Δε θέλω να γελάσω μαζί σου…του λέει.
-Δηλαδή; Γιατί δε θέλεις; Δεν αξίζω;
-Ναι.
-Α!... Εσύ είσαι ο ψωροπερήφανος που λέγανε; Μάπα! Πάμε όξω ρε, να σου δείξω!
-Δεν παλεύω χωρίς λόγο. Χωρίς λόγο λέει ο βλάκας!... Αφού σε τσιμπάω, ρε, και σε βρίζω!
-Δεν πειράζει. Δεν φταις εσύ. Το σφάλμα είναι αυτωνώνε.
-Αχ!... Θεούλη μου!... Δωσ’ μου ένα σουγιά να τον τρυπήσω! Βρε συ… Σε ποια γλώσσα θέλεις να στο πω… Δε μ’ αρέσει να με λυπούνται. Πώς να σ’ το πω;
-Δε σε λυπούμαι. Ποιος σου είπε ότι σε λυπούμαι;
-Και τότε, γιατί δε γελάς;
Ο Μέλιος σήκωσε τώρα τη φωνή του.
-Γιατί είμαι θυμωμένος, γι’ αυτό! Μ’ αυτούς! Με τον Καρούμπαλο! Να γι’ αυτό!
Ο καθηγητής τους πήρε είδηση και χτύπησε τη ρίγα.
-Τι συμβαίνει εκεί, Καδρά; Σε φοβερίζει;
Ο Μέλιος στεναχωρέθηκε, που ήταν υποχρεωμένος να πει ψέματα.
-Όχι, κύριε… του λέει. Λέγαμε για το μάθημα.
Η τσιμπιά του Δακρυτζίκου ήταν τώρα πιο φαρμακερή.
-Γιατί, ρε, του είπες ψέματα; εσύ δεν είσαι που δε λες ποτές ψέματα;
-Δεν μπορώ να σε μαρτυρήσω… του λέει.
-Α… με λυπάσαι, παναπεί, ε; Και με ρώτησε, ρε, εμένα, αν θέλω να με λυπούνται; Ε;
-Ποιος σου είπε πως σε λυπάμαι; Δεν είσαι κανένας κακομοίρης, για να σε λυπάμαι.
-Έτσι σε θέλω! Και τότε γιατί με υποστηρίζεις;
-Γιατί… Γιατί…
-Α, πες το, ντε! «Γιατί… Γιατί…». Πες το!
-Γιατί σ΄αδικάνε, ρε! Γι’ αυτό…
-Άντε, σκάσε!... του λέει. Δε θέλω να συζητάω με σένα. Καρτέρα να σφυρίξει διάλειμμα και θα σου δείξω. Άντε, τώρα, κοίτα μπροστά σου, γιατί θα φας καμιά μπούφλα. Δε φταις εσύ. Τι να σου κάνω; Φταίει ο Πεσπές, που σου φούσκωσε τα μυαλά.
Το μάθημα συνεχίστηκε ανάμεσα στις φωνάρες και τα πειράγματα του Καρούμπαλου. Μετά τον Κλαμίζο και τη Λιάγγουρα που πήραν κι αυτοί βαθμό κάτω από βάση, έβγαλε το καμάρι του, τον Ευαγγέλου, κι ύστερα έδωσε στην έδρα μια μπουνιά, κι έβγαλε λόγο!
-Ακούστε δω, τους λέει…Είσαστε όλοι μουλάρια!...Το σχολείον δεν είναι «τιμάω-τιμώ και πεινάω-πεινώ». Διότι αν το νομίζετε έτσι, τότε κι εγώ «χτυπάω-χτυπώ και κλωτσάω-κλωτσώ. Συνεννοηθήκαμε; Είναι ανάγκη να συνεννοηθούμε, γιατί, αν επιμένετε να μην συνεννοηθούμε, θα μείνετε και του χρόνου όλοι εδώ, για να κάνετε συντροφιά του αξιότιμου κυρίου Δακρυτζίκου! Τα μαθηματικά, κύριοι, δεν είναι αερολογίες. Εννοήσαμεν; Είναι μάθημα θετικόν, πρακτικόν και επιστημονικόν. Και, τώρα, γκρεμιστείτε! Ο κώδων εσήμανεν!
Στο διάλειμμα, μόλις πάτησαν στην αυλή, ο Δακρυτζίκος έτρεξε κι έπιασε απ’ το γιακά το Χαμολιά και τον Κούρκουλο.
-Πιάστε με, ρε!... τους λέει αφανισμένα. Πιάστε με, γιατί θα τον τρελάνω στις κουτουλιές.
Οι σωματοφύλακες γυρίσανε και κοιτάξανε το Μέλιο.
Ο Κούρκουλος έτρεξε να τον χτυπήσει. Ο Δακρυτζίκος, όμως τον άρπαξε.
-Που πας ρε, του λέει. Δεν έχω εγώ χέρια;
-Ε, τότε, γιατί δεν τον πλακώνεις στις γρήγορες;
-Λογαριασμό θα σου δώκω;
Ύστερα όμως ντράπηκε…
-Αφήστε, λέει, τον κρατάω, για να τον πνίξω στο ποτάμι…»

Πηγή: Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Αθήνα, Δωρικός σελ 74-77

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Δημήτρης Καταλειφός - 45

Στις αυλές των σχολείων ανοίγουν τα πρώτα τραύματα και έκτοτε αιμορραγείς. Αυτή η ανοησία για την παιδική αθωότητα με υπερβαίνει.

Τερατάκια με κοντό παντελόνι ή λουλουδάτο φόρεμα στο πρώτο κουδούνισμα χιμούν λιμασμένα στην αρένα. Εντοπίζουν το θύμα από μακριά, σπεύδουν κοντά του και το καταβροχθίζουν για κολατσιό. Στο μάθημα που ακολουθεί ακόμα γλύφουν ψίχουλα από το φαγοπότι. Ο τραυματίας μάταια προσπαθεί να συγκεντρωθεί στον πίνακα. Αίμα και δάκρυα λεκιάζουν το τετράδιο που καμία γομολάστιχα δε σβήνει.

Αν θέλετε να πούμε για αθωότητα, οι γέροι μόνο έχουν κάποια ελπίδα. Είτε γιατί είναι χορτασμένοι πια από τη βλακεία τους είτε γιατί εμπέδωσαν εντέλει την μοιραία εξίσωση.

Δημήτρης Καταλειφός

Συμπληγάδες γενεθλίων, 2020


Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

Ηerman Hesse-Ντέμιαν (απόσπασμα)


Πιστεύω πως το σφύριγμα του Κρόμερ θα με τρόμαζε ακόμα και σήμερα αν το άκουγα στα ξαφνικά. Δεν υπήρχε σκέψη, παιχνίδι ή απασχόληση που να μη διέκοπτε το σφύριγμά του, εκείνο το σφύριγμα που μ’ είχε κάνει σκλάβο του κι έγινε της μοίρας μου πεπρωμένο. Συχνά, τα γλυκά όλο χρώμα φθινοπωρινά απογεύματα πήγαινα στο μικρό αγαπημένο μας κήπο με τα λουλούδια και μια αλλόκοτη παρόρμηση μ’ έσπρωχνε να ξαναγυρίσω στα παιχνίδια του παλιού καιρού, τότε που ήμουνα μικρό αγόρι. Φανταζόμουν πως ήμουν μικρότερος, καλός, αθώος, ειλικρινής και προφυλαγμένος, όμως στο μέσο του παιχνιδιού το σφύριγμα του Κρόμερ, απαίσια τρομαχτικό, με ξάφνιαζε μ’ όλο που το περίμενα, αντηχούσε από κάπου εκεί διακόπτοντας τα παιχνίδια μου και γκρεμίζοντας τα όνειρά μου. Τότε έπρεπε να φύγω και ν’ ακολουθήσω τον βασανιστή μου σε συνοικίες φριχτές, να του δίνω αναφορά και να τον αφήνω να με βασανίζει για λεφτά. Η ιστορία εκείνη κράτησε μόνο μερικές εβδομάδες που ωστόσο μου φάνηκαν χρόνια, ολόκληρη αιωνιότητα. Σπάνια μπορούσα να εξοικονομήσω κάποιο κέρμα των πέντε πφένιχ ή κανένα ασημένιο νόμισμα που το ‘κλεβα από το τραπέζι της κουζίνας σαν άφηνε εκεί η Λίζα το καλάθι με τα ψώνια. Κάθε φορά δεχόμουνα την επίπληξη του Κρόμερ κι ένα σωρό περιφρονητικά λόγια για μένα. Εγώ ήμουν εκείνος που τον κορόιδευε, που τον στερούσε από τη νόμιμη περιουσία του! Τον έκλεβα, τον έκανα δυστυχισμένο! Λίγες φορές είχα νιώσει τόσο βασανισμένος, ποτέ άλλοτε τόσο απελπισμένος ή εξαρτημένος από κάποιον άλλον.
Καθώς πολλές φορές πήγαινα στο βασανιστή μου δίχως λεφτά, άρχισε να σκαρφίζεται άλλους τρόπους για να με παιδεύει. Μ’ έβαζε να δουλεύω για λογαριασμό του. Τα διάφορα θελήματα που έπρεπε να κάνει για τον πατέρα του τα φόρτωνε τώρα σε μένα. Ή μου ζητούσε να πηδάω δέκα λεπτά στο ένα πόδι ή ακόμα να καρφιτσώνω παλιόχαρτα στα πανωφόρια των περαστικών. Τούτα τα μαρτύρια συνεχίζονταν πολλές νύχτες στον ύπνο μου, καθώς έπλεα στον ιδρώτα μετά από ‘να εφιάλτη.
Αρρώστησα. Οι εμετοί συνέχιζαν, κρύωνα εύκολα, μα τις νύχτες γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα.

Χέρμαν Έσσε, Ντέμιαν, Μετάφραση: Μαίρη Κιτσικοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη.

Θανάσης Τριαρίδης-Σε έναν έφηβο



Αν κάποια μέρα στο λεωφορείο
ακούσεις να γελούν με μια παχουλή κοπέλα
που στριμώχνεται για να περάσει μες στην κοσμοσυρροή,
αν κάποια νύχτα στον δρόμο
τύχεις μια παρέα που προγκάρει δυο γκέι
επειδή επιμένουν να περπατούν πιασμένοι χέρι χέρι,
αν στο σχολείο, σε κάποιο διάλειμμα,
δεις ένα τσούρμο σιχαμένων αγοριών να ρίχνουν μπούγιο
στον πιο αδύναμο συμμαθητή τους,
να ξέρεις πως δεν βλέπεις
απλώς μαλακισμένα αγόρια
«που περνούν την εφηβεία τους»,
«που παρασύρονται αλλά, κατά βάθος,
είναι καλά παιδιά».
Αν κάποια μέρα στο πάρκο
ακούσεις μια παρέα εφήβων να ονομάζουν «μπάζο» μια συμμαθήτριά τους,
ώσπου κάποτε ο έξυπνος της παρέας να πει κλείνοντας το μάτι
«Αν δεν μπαζώσεις, δεν θα χτίσεις...»
να ξέρεις πως δεν είναι
μια άσκεφτη, επιπόλαια κουβέντα
ετούτων των «κατά βάθος καλών παιδιών»...
Να ξέρεις πως βλέπεις υποψήφιους δεσμοφύλακες
για το Άουσβιτς, για την Τρεμπλίνκα και για το Μπέλζεκ.
Και πως, κατά βάθος, απέχεις ένα τσικ,
ένα μονάχα τσικ,
για να βρεθείς κι εσύ ανάμεσά τους.


Η εικόνα αντλήθηκε από: http://psychlab.primedu.uoa.gr/fileadmin/psychlab.primedu.uoa.gr/uploads/Images/Ekfobismos/1.jpg