Στην έδρα στέκεται, βαρύς, ο κύριος Καρλάφτης. Με τα μάτια κόκκινα ψαρεύει «κούτσουρα».
-Το ξέρετε όλοι το μάθημα; Τους ρωτά
-Μάλιστα! Φωνάζουνε όλοι και δυνατότερα ο «βασιλιάς» των Περσών.
Ο Χαμωλιάς ξαφνιάστηκε και γύρισε προς τα πίσω:
-Αλήθεια, το ξέρεις; Ρωτά το Δακρυτζίκο
-Το κέρατό μου το τράγιο, ξέρω! Του απάντησε εκείνος με το μάτι θολό από τη φούρκα.
-Ε, τότε, γιατί είπες ότι το ξέρεις, ρε;
-Έτσι, από αχωνεψιά…Θέλω να σκάσω τον Καρούμπαλο, γι’ αυτό (έτσι είχαν βαφτίσει το μαθηματικό).
-Θα σ’ ακούσει.
-Αυτό θέλω! Να μ’ ακούσει και να με διώξει. Μα δε με διώχνει
-Κι εγώ το θέλω, μα δε με διώχνουνε.
Ο καθηγητής απλώνει το τριχωτό του δάχτυλο και δείχνει τον Χατζηαστερίου. Το «κασέρι» σηκώνεται και προχωρά στον πίνακα…Το κασέρι γράφει ένα κλάσμα «τρία τέταρτα». Ο Καρούμπαλος, τον ρωτά, στέλνοντας απάνω του και λίγο σάλιο για να τον ξυπνήσει. Ήταν «σκράπας» στα μαθηματικά, όλοι το ξέρανε.
-Ποια είναι η υπερτέρα μονάς, Χατζηαστερίου; Ο αριθμητής ή ο παρανομαστής;
-Είναι,,. Είναι είναι ο…ο…ο…, λέει το Κασέρι.
Μισούσε τα νούμερα σαν τελώνια.
-Τι λέει, από κει πάνω, ο κύριος Χαμωλιάς; Ρωτάει ο καθηγητής.
-Ο αριθμητής…κύριε!...
-Και γιατί ο αριθμητής κύριε;
-Γιατί αυτός είναι πιο μεγάλος, κύριε!
-Και γιατί είναι πιο μεγάλος, κύριε;
Ο Δακρυτζίκος σήκωσε σαν κοντάρι την χερούκλα του.
-Λέγε, αξιοδάκρυτε Δακρυτζίκο.
-Γιατί είναι καβάλα! Ο αριθμητής κάνει καβάλα στον παρανομαστή. Κι ο παρανομαστής είναι πιο μικρός, γιατί ο αριθμητής είναι πιο μεγάλος και τον κάνει καβάλα τον παρανομαστή!
-Μπράβο, δακρύβρεχτε Δακρυτζίκο! Επιμελέστατο μηδέν! Αρίστων άριστε!
Όλοι χασκογελάνε γύρω του κι ο Δακρυτζίκος τρίζει τα δόντια του σαν κουνέλι.
Ο Μέλιος δεν μπορεί να εξηγήσει, πώς αυτός ο συμμαθητής του, που τον τρέμουνε όλοι και τον αναγνωρίζουνε για μεγάλο «αρχηγό», αφήνει να ρεζιλεύεται έτσι μπροστά σε όλους.
Κάποια στιγμή τον βλέπει να γυρίζει κατά τον Κούρκουλο και να του λέει μ’ ένα λυσσασμένο τρόπο:
-Γελάς κι εσύ, ρε; Καλά, καρτέρα να βγούμε και να δεις. Θα σου φάω το αυτί!
Ο Μέλιος τον βλέπει να μιλάει έτσι και το πιστεύει. Όλοι γελούν τώρα πιο πολύ. Περιγελά ο καθηγητής κι άλλο… κι η τάξη δεν έχει κρατημό. Ο Δακρυτζίκος περνά το χέρι του πίσω απ’ τη ράχη του θρανίου και πατά στο Μέλιο μια τσιμπιά.
-Εσύ. γιατί δε γελάς, ρε; του ρίχνεται.
Ο Μέλιος τον κοιτάζει ξαφνιασμένος.
-Γιατί δε θέλω… του λέει… Γιατί να γελάσω;
-Μονάχα εσύ κάνεις τον περήφανο. Δηλαδή, μονάχα εσύ είσαι ο έξυπνος εδώ μέσα; Ε;
-Δεν ξέρω…Δεν έχω κέφι να γελάσω.
-Ξέρεις, τι τους κάνω εγώ τέτοιους ψιλομύτηδες σαν και σένα; Ρώτα να σου πούνε.
-Δε θέλω να γελάσω μαζί σου…του λέει.
-Δηλαδή; Γιατί δε θέλεις; Δεν αξίζω;
-Ναι.
-Α!... Εσύ είσαι ο ψωροπερήφανος που λέγανε; Μάπα! Πάμε όξω ρε, να σου δείξω!
-Δεν παλεύω χωρίς λόγο. Χωρίς λόγο λέει ο βλάκας!... Αφού σε τσιμπάω, ρε, και σε βρίζω!
-Δεν πειράζει. Δεν φταις εσύ. Το σφάλμα είναι αυτωνώνε.
-Αχ!... Θεούλη μου!... Δωσ’ μου ένα σουγιά να τον τρυπήσω! Βρε συ… Σε ποια γλώσσα θέλεις να στο πω… Δε μ’ αρέσει να με λυπούνται. Πώς να σ’ το πω;
-Δε σε λυπούμαι. Ποιος σου είπε ότι σε λυπούμαι;
-Και τότε, γιατί δε γελάς;
Ο Μέλιος σήκωσε τώρα τη φωνή του.
-Γιατί είμαι θυμωμένος, γι’ αυτό! Μ’ αυτούς! Με τον Καρούμπαλο! Να γι’ αυτό!
Ο καθηγητής τους πήρε είδηση και χτύπησε τη ρίγα.
-Τι συμβαίνει εκεί, Καδρά; Σε φοβερίζει;
Ο Μέλιος στεναχωρέθηκε, που ήταν υποχρεωμένος να πει ψέματα.
-Όχι, κύριε… του λέει. Λέγαμε για το μάθημα.
Η τσιμπιά του Δακρυτζίκου ήταν τώρα πιο φαρμακερή.
-Γιατί, ρε, του είπες ψέματα; εσύ δεν είσαι που δε λες ποτές ψέματα;
-Δεν μπορώ να σε μαρτυρήσω… του λέει.
-Α… με λυπάσαι, παναπεί, ε; Και με ρώτησε, ρε, εμένα, αν θέλω να με λυπούνται; Ε;
-Ποιος σου είπε πως σε λυπάμαι; Δεν είσαι κανένας κακομοίρης, για να σε λυπάμαι.
-Έτσι σε θέλω! Και τότε γιατί με υποστηρίζεις;
-Γιατί… Γιατί…
-Α, πες το, ντε! «Γιατί… Γιατί…». Πες το!
-Γιατί σ΄αδικάνε, ρε! Γι’ αυτό…
-Άντε, σκάσε!... του λέει. Δε θέλω να συζητάω με σένα. Καρτέρα να σφυρίξει διάλειμμα και θα σου δείξω. Άντε, τώρα, κοίτα μπροστά σου, γιατί θα φας καμιά μπούφλα. Δε φταις εσύ. Τι να σου κάνω; Φταίει ο Πεσπές, που σου φούσκωσε τα μυαλά. Το μάθημα συνεχίστηκε ανάμεσα στις φωνάρες και τα πειράγματα του Καρούμπαλου. Μετά τον Κλαμίζο και τη Λιάγγουρα που πήραν κι αυτοί βαθμό κάτω από βάση, έβγαλε το καμάρι του, τον Ευαγγέλου, κι ύστερα έδωσε στην έδρα μια μπουνιά, κι έβγαλε λόγο!
-Ακούστε δω, τους λέει…Είσαστε όλοι μουλάρια!...Το σχολείον δεν είναι «τιμάω-τιμώ και πεινάω-πεινώ». Διότι αν το νομίζετε έτσι, τότε κι εγώ «χτυπάω-χτυπώ και κλωτσάω-κλωτσώ. Συνεννοηθήκαμε; Είναι ανάγκη να συνεννοηθούμε, γιατί, αν επιμένετε να μην συνεννοηθούμε, θα μείνετε και του χρόνου όλοι εδώ, για να κάνετε συντροφιά του αξιότιμου κυρίου Δακρυτζίκου! Τα μαθηματικά, κύριοι, δεν είναι αερολογίες. Εννοήσαμεν; Είναι μάθημα θετικόν, πρακτικόν και επιστημονικόν. Και, τώρα, γκρεμιστείτε! Ο κώδων εσήμανεν!
Στο διάλειμμα, μόλις πάτησαν στην αυλή, ο Δακρυτζίκος έτρεξε κι έπιασε απ’ το γιακά το Χαμολιά και τον Κούρκουλο.
-Πιάστε με, ρε!... τους λέει αφανισμένα. Πιάστε με, γιατί θα τον τρελάνω στις κουτουλιές.
Οι σωματοφύλακες γυρίσανε και κοιτάξανε το Μέλιο.
Ο Κούρκουλος έτρεξε να τον χτυπήσει. Ο Δακρυτζίκος, όμως τον άρπαξε.
-Που πας ρε, του λέει. Δεν έχω εγώ χέρια;
-Ε, τότε, γιατί δεν τον πλακώνεις στις γρήγορες;
-Λογαριασμό θα σου δώκω;
Ύστερα όμως ντράπηκε…
-Αφήστε, λέει, τον κρατάω, για να τον πνίξω στο ποτάμι…»
Πηγή: Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Αθήνα, Δωρικός σελ 74-77