Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νεοελληνική γλώσσα-φασισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νεοελληνική γλώσσα-φασισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Κώστας Δεσποινιάδης - ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑ Wstawać1




Ο κάπως παράξενος τίτλος της ομιλίας μου είναι μια ευθεία αναφορά σε ένα ποίημα του Πρίμο Λέβι, ενός από τους επιζήσαντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης και συγγραφέα μεταξύ άλλων του συγκλονιστικού βιβλίου Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδ. ΄Αγρα). Σας το διαβάζω και θα καταλάβετε αμέσως το γιατί.



Ονειρευόμασταν στις άγριες νύχτες

όνειρα βίαια και πυκνά,

ονειρευόμασταν με την ψυχή και το σώμα

να γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.



΄Ωσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά

το παράγγελμα που συνόδευε την αυγή

«Wstawać»

και ράγιζε την καρδιά μας

Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,

τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας,

και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,

σήμανε η ώρα. ΄Οπου να ’ναι θα ακούσουμε πάλι

το ξενικό παράγγελμα: «Wstawać»

Πρίμο Λέβι, «Η ανακωχή», 11 Ιανουαρίου 1946



Το παράγγελμα Wstawać που αναφέρει ο Πρίμο Λέβι, ήταν το παράγγελμα «εγέρθητι» στα πολωνικά, που άκουγαν κάθε πρωί οι έγκλειστοι του ΄Αουσβιτς.

Το εφιαλτικό παράγγελμα σηματοδοτούσε για τους κρατουμένους την επιστροφή στον καθημερινό, ατέρμονο εφιάλτη της «ζωής» στο στρατόπεδο, το ξεκίνημα μιας ακόμα μέρας που όλοι ήξεραν ότι μπορεί να ήταν η τελευταία τους, και τη διακοπή της μοναδικής ανάπαυλας –του ύπνου– μέσα στην κόλαση του εγκλεισμού. Λίγο μετά την απελευθέρωσή του ο Πρίμο Λέβι «προβλέπει» στο ποίημά του, ότι το παράγγελμα θα ακουστεί ξανά, η κτηνωδία θα επιστρέψει.

Μοιραία θυμήθηκα το ποίημα του Λέβι μετά το γνωστό περιστατικό με το «εγέρθητι» που ακούστηκε στα επινίκια των νεοναζί.

Η κατάσταση στην Ελλάδα εδώ και καιρό θυμίζει γερμανικό μεσοπόλεμο, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί στο εξαιρετικό BerlinAlexanderplatz του Ντέμπλιν και στην ομώνυμη ταινία του Φασμπίντερ.

Τι είναι ωστόσο αυτό που έχουμε μπροστά μας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και η αντιμετώπιση του φαινομένου δύσκολη· στον φασισμό είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με ορθολογικά και έλλογα επιχειρήματα, γιατί τα δικά του επιχειρήματα –όπως έλεγε ο Μουσολίνι– είναι οι γροθιές του. Θα επιχειρήσω να θίξω ορισμένες μόνο πλευρές του φαινομένου.

Ο Χορκχάιμερ σε μια γνωστή του φράση έλεγε πως όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, δεν πρέπει επίσης να μιλά και για τον φασισμό»2.

΄Ενα πράγμα, λοιπόν, που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι ο φασισμός αποτελεί οργανική τάση του καπιταλισμού που αναδύεται σε συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Δεν αποτελεί ατύχημα της ιστορίας. Ιστορικά, δεν αναπτύχθηκε ποτέ φασισμός σε μη καπιταλιστικές κοινωνίες (μπορεί να είχαμε άλλες μορφές ολοκληρωτισμού, αλλά όχι φασισμό).

Μίλησα, ωστόσο, για οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Πολλοί κάνουν το λάθος να θεωρούν την άνοδο του φασισμού στην Ελλάδα ως αποκλειστικό αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και ως ένα φαινόμενο που μας έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό. Σαφώς η οικονομική κρίση είναι προαπαιτούμενο. Σαφώς η ανεργία και η κοινωνική αποσύνθεση λειτουργούν ως δεξαμενές του φασισμού. ΄Ομως αυτή η εξήγηση από μόνη της δεν μου φαίνεται αρκετή. Γιατί άραγε δεν συνέβη το ίδιο στην Αργεντινή, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοια ή χειρότερα φαινόμενα οικονομικής κρίσης; Προτού ο φασισμός γίνει μια νομιμοποιημένη πολιτική επιλογή, είχαν προηγηθεί διάφορα στην ελληνική κοινωνία που καλό είναι να μην τα ξεχνάμε και να μην τα παραβλέπουμε. Η φτώχεια από μόνη της δεν οδηγεί ούτε στον φασισμό ούτε στον κρετινισμό.

Στην Ελλάδα δυστυχώς το έδαφος είχε προετοιμαστεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η ελληνική κοινωνία έχει σε μεγάλο βαθμό ένοχη συνείδηση, κι ας προσπαθεί επίμονα να παριστάνει ότι δεν θυμάται. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα φαινόμενα:

-Εθνικιστικές εξάρσεις με αφορμή το Μακεδονικό.

-Αντιμεταναστευτικό (και ιδίως αντιαλβανικό) μένος με τα πρώτα κύματα μεταναστών (που έφτασε στο σημείο να δικαιολογεί ακόμα και τη δολοφονία μεταναστών για ένα κλεμμένο καρπούζι), σε εποχές που η οικονομία διένυε υποτίθεται περίοδο ευμάρειας και οι μετανάστες λειτουργούσαν ως κάρβουνο στην ατμομηχανή του «ελληνικού θαύματος».

-Στυγνή εκμετάλλευση γυναικών από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, με αγαστή συνεργασία σωματεμπόρων και πελατών.

-΄Ενας μεταμοντέρνος μεγαλοϊδεατισμός με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και κάποιες πρωτιές σε ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, που δικαιολογούσε πογκρόμ και λυντσαρίσματα αλλοδαπών αν η ποδοσφαιρική τους ομάδα τολμούσε να κερδίσει την ελληνική (και σε άλλες χώρες διοργανώθηκαν Ολυμπιακοί Αγώνες, και άλλες χώρες κέρδισαν ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, αλλά δεν υπήρξαν ανάλογα φαινόμενα).

-Μια διάχυτη στα ΜΜΕ lifestyle τσογλανιά, συνοδευόμενη από γκλαμουριά και έναν χυδαίο νεοπλουτισμό που εκδηλωνόταν με διάφορες αφορμές στην ιδιωτική και δημόσια ζωή, σε συνδυασμό με μια σκανδαλωδώς μεγάλη ποσότητα ρατσιστικού λόγου που διακίνησε και ανέχτηκε η ελληνική κοινωνία.

-Αντιμετώπιση των περιθωριακών και των μεταναστών με όρους υγειονομικούς (όπως για παράδειγμα στην απεργία πείνας των 300 μεταναστών, στην ιστορία με τις ιερόδουλες κ.ά.)

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ λίγο και να θυμίσω ότι ο Φουκώ κάπου λέει ότι «οι Ναζί διέπονταν από το πνεύμα της καθαρίστριας: ήθελαν να καθαρίσουν την κοινωνία από οτιδήποτε θεωρούσαν ανθυγιεινό, ρυπαρό, βρώμικο: τους συφιλιδικούς, τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, όσοι δεν ήταν άριοι, τους μαύρους, τους τσιγγάνους, τους τρελούς. Πίσω από το όνειρο των Ναζί βρίσκεται το απόλυτο μικροαστικό όνειρο της φυλετικής υγιεινής.»3

Αυτό εν πολλοίς συνέβη και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Η πολιτική ελίτ είτε σκόπιμα είτε από ανεπάρκεια, έθεσε το ζήτημα των μεταναστών και μια σειρά άλλα κοινωνικά ζητήματα με όρους υγειονομικούς (θυμίζω φράσεις όπως «υγειονομική βόμβα»), πέταξε τη μπάλα στο γήπεδο των Ναζί δηλαδή, και τους άφησε να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Και μάλιστα, πολλές φορές ήταν οι φασίστες που έβαζαν τα ζητήματα της πολιτικής ατζέντας. ΄Οταν το κράτος έρχεται σήμερα να μιλάει για θέματα που οι νεοναζί έθεταν από το ’90, υιοθετώντας μάλιστα την ρητορική τους, είναι λογικό ότι οι τελευταίοι θα βγουν κερδισμένοι.

Την πολιτική υπεραξία των όσων περιέγραψα παραπάνω νομίζω ότι καρπώθηκε η Χρυσή Αυγή όταν το επέτρεψαν οι οικονομικές συνθήκες και οι μέχρι τότε παραδοσιακοί διαχειριστές της εξουσίας στην Ελλάδα απονομιμοποιήθηκαν στα μάτια των πρώην ψηφοφόρων τους.

΄Ενα επιπλέον δεδομένο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει και που τρόπον τινά δίνει ένα «πλεονέκτημα» στον φασισμό στις παρούσες συνθήκες είναι ότι ουσία του ολοκληρωτισμού είναι η συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας (αυτό δηλαδή που εν πολλοίς ζούμε σήμερα).

Το ότι ο φασισμός ποτέ δεν τα έβαλε με το μεγάλο κεφάλαιο αλλά και το ότι παρουσιαζόταν πάντα διπρόσωπος σε σχέση με τα συμφέροντα των εργατών (ας μην ξεχνάμε για παράδειγμα την απαγόρευση των εργατικών συνδικάτων από τον Χίτλερ), τον καθιστούν μια επιλογή που οι κυρίαρχες ελίτ δεν αποκλείουν σε συνθήκες ακραίας κρίσης.

Και αν τελικά βρεθούμε μπροστά στο δίλλημα: «Συνολική Επαναστατική Ανατροπή ή Φασισμός» είναι βέβαιο πως οι ελίτ θα επιλέξουν το δεύτερο. Ο φασισμός είναι η τελευταία εφεδρεία του συστήματος και γι’ αυτό άλλωστε η πιο κτηνώδης.

Εύγλωττα σημάδια αυτού μπορούμε ήδη να διακρίνουμε στη στάση φιλελεύθερων διανοουμένων και δημοσιογράφων και στις μετατοπίσεις του δημόσιου λόγου τους τον τελευταίο καιρό. Το πρώτιστο ζήτημα για αυτούς είναι η διατήρηση και ενίσχυση ενός αδηφάγου καπιταλιστικού συστήματος, που μπορεί να ισοπεδώνει κοινωνίες ολόκληρες αλλά εξυπηρετεί τα γιγαντωμένα οικονομικά συμφέρονται που πάντα εξυπηρετούσε και των οποίων υπάλληλοι είναι αυτοί. Το ποια πολιτικά μορφώματα θα χρησιμοποιηθούν για αυτόν τον σκοπό, είναι –σε οριακές συνθήκες– δευτερεύον.

΄Αλλωστε, ως προληπτικό θεωρητικό όπλο στην (μακρινή έστω) προοπτική του διλήμματος που προανέφερα (δηλαδή του διλήμματος Επανάσταση ή Φασισμός) έπεσε στο τραπέζι ως ξαναζεσταμένη σούπα η περιβόητη θεωρία των δύο άκρων. Η ειρωνεία είναι ότι μιλάνε για «άκρα» αυτοί που την ίδια στιγμή εφαρμόζουν και επικροτούν τις πιο ακραίες και ανελέητα καταστροφικές ντιρεκτίβες των ατσαλάκωτων γιάπηδων των διεθνών τραπεζο-οικονομικών ερπυστριών που ισοπεδώνουν κοινωνίες ολόκληρες.

Παράλληλα, βέβαια, με την προορισμένη για μαζική κατανάλωση θεωρία των δύο άκρων, το ελληνικό σύνταγμα, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά αστικά συντάγματα άλλωστε, έχει προβλέψει και έχει επιλέξει με ποιο «άκρο» θα συνταχθεί όταν και αν έρθει εκείνη η ώρα. ΄Αλλωστε στο άρθρο 48 του Ελληνικού Συντάγματος προβλέπεται ρητά η κήρυξη Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης. Προβλέπεται δηλαδή υπό ποιες συνθήκες μπορούν να αρθούν βασικές διατάξεις του Συντάγματος και κατ’ ουσίαν να ζήσουμε μια περίοδο συνταγματικής εκτροπής (και αυτές οι συνθήκες, όπως τις ορίζει το Σύνταγμα, δεν απέχουν πολύ από αυτά που ζούμε ή μπορεί να ζήσουμε στο εγγύς μέλλον)

Και φυσικά, σε επίπεδο συμβολισμού, δεν είναι τυχαίο ότι το άρθρο 48 ήταν ακριβώς εκείνο το άρθρο στο σύνταγμα της Βαϊμάρης που επέτρεψε στον Χίτλερ να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης αμέσως μόλις κέρδισε τις εκλογές του ’33, μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δεν αναιρέθηκε καθόλη τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ.

΄Ολα αυτά συνομολογούν αυτό που εύγλωττα έγραψε πριν από χρόνια ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: ότι η καλύτερη άμυνα της αστικής δημοκρατίας είναι η αυτοκατάργησή της.

Τίθεται, λοιπόν, πιεστικά το ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε;

Σαφώς δεν είμαι εδώ για να δώσω συμβουλές σε κανέναν. Δύο πράγματα όμως θα ήθελα να επισημάνω: Το πρώτο: δεν πρέπει επουδενί να επικρατήσει ο φόβος. Για κάθε βήμα που εμείς θα κάνουμε πίσω, θα κάνουν οι φασίστες ένα ή δέκα βήματα μπροστά. Το δεύτερο και πολύ σημαντικό είναι να μην υποτιμήσουμε τον φασισμό. Δυστυχώς είναι επιβεβαιωμένο ιστορικά αυτοί που θα έπρεπε να βρίσκονται απέναντί του είχαν την τάση πάντα να τον υποτιμούν. Θυμίζω τις δηλώσεις της Αλέκας Παπαπαρήγα πριν τις εκλογές που αφελώς έλεγε ότι μόλις οι ναζί μπουν στη βουλή θα φορέσουν τα κοινοβουλευτικά τους κοστούμια και θα κάτσουν φρόνιμα· λίγες μέρες μετά, έγινε το γνωστό επεισόδιο με τον Κασιδιάρη και την Κανέλλη. Η απάντηση βέβαια στην... τρομερή πολιτική διορατικότητα της Αλέκας Παπαρήγα είχε δοθεί πολλά χρόνια πριν, από τα πλέον αρμόδια χείλη. Σας διαβάζω:

«Είμαστε κόμμα αντικοινοβουλευτικό. Μπαίνουμε στη Βουλή για να μας εφοδιάσει το οπλοστάσιο της δημοκρατίας με τα δικά του όπλα. Αν η δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια που γι’ αυτή τη δουλειά να μας δώσει κάρτες δωρεάν μετακίνησης και μισθούς, δικό της πρόβλημα. Αν πετύχουμε να εκλεγούν στα διάφορα κοινοβούλια εξήντα ως εβδομήντα υποκινητές και οργανωτές από το κόμμα μας, θα πληρώνει για την αγωνιστική μας οργάνωση η ίδια η πολιτεία. Κι ο Μουσολίνι μπήκε στη βουλή. Λίγο αργότερα, όμως, παρήλαυνε στη Ρώμη με τους Μελανοχίτωνές του. Αν δεν πετύχουμε να έχουν ασυλία οι πιο επικίνδυνοι άνδρες μας, αργά ή γρήγορα θα βρεθούν όλοι πίσω απ’ τα σίδερα. Θα συμβεί αυτό αν έχουν ασυλία; Βεβαίως, αλλά μέχρι τότε θα έχει περάσει αρκετό διάστημα, και εν τω μεταξύ οι προστατευμένοι από την ασυλία πρόμαχοι της πίστης μας θα έχουν βρει το χρόνο και την ευκαιρία να διευρύνουν το αγωνιστικό μας μέτωπο, έτσι που ο περιορισμός τους και το φίμωμα του δημόσιου κηρύγματός τους να μην μπορεί να γίνει όπως θα ευχόταν η δημοκρατία. Δεν ερχόμαστε ούτε ως φίλοι ούτε και ως ουδέτεροι. Ερχόμαστε ως εχθροί! Όπως επιτίθεται ο λύκος στα πρόβατα, έτσι ερχόμαστε».

Τα λόγια είναι του Γιόζεφ Γκέμπελς, γραμμένα στις 30 Απριλίου του 1928, στην εφημερίδα DerAngriff.



Πρέπει να το καταλάβουμε. Ο φασισμός δεν είναι ούτε μόδα, ούτε κάτι που, απ’ τη στιγμή που θα δυναμώσει, είναι εύκολο να καταπολεμηθεί. Ο φασισμός, δυστυχώς, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι πάντα συνειδητή επιλογή ενός κομματιού της κοινωνίας, και όχι πλάνη. ΄Αλλωστε, το σχεδόν ισόποσα κατανεμημένο πανελλαδικά ποσοστό της Χρυσής Αυγής στις πρόσφατες εκλογές το αποδεικνύει. Η Χρυσή Αυγή δεν συγκέντρωσε υψηλά ποσοστά μόνο σε περιοχές με συσσωρευμένα προβλήματα, αλλά ακόμα και σε χωριά και κωμοπόλεις με χαμηλή ανεργία, σε χωριά και κωμοπόλεις χωρίς γκετοποιημένες περιοχές και υψηλή εγκληματικότητα, όπου δεν συντρέχει κανένας από τους υποτιθέμενους «αντικειμενικούς» λόγους ανόδου των νεοναζί.

Σήμερα διαθέτουμε καταγεγραμμένη ολόκληρη της ιστορία του 20ού αιώνα. Ξέρουμε τι έγινε και τι μπορεί να ξαναγίνει. ΄Οποιος κάνει πως δεν βλέπει και πως δεν καταλαβαίνει ας μην παριστάνει μετά τον αθώο του αίματος. Η «Ανακωχή», για να θυμηθούμε, ξανά τον Πρίμο Λέβι, δείχνει να τελειώνει. Η οικονομική κρίση, τα στρατόπεδα «φιλοξενίας», κατά την ευφάνταστη οργουελική φρασεολογία, οι στρατιές των απόκληρων που ζουν στο όριο της ανθρώπινης υπόστασης, ο κοινωνικός κανιβαλισμός, η αντιμετώπιση των περιθωριακών και των μεταναστών με όρους υγειονομικούς, τα καθημερινά πογκρόμ και λυντσαρίσματα, το φάσμα της εκμηδένισης ολόκληρων πληθυσμών είναι μερικές μόνο ψηφίδες μιας εικόνας που πλέον γίνεται πεντακάθαρη. ΄Ηδη ακροδεξιοί και φιλελεύθεροι προτείνουν ανοιχτά να επιτραπεί η οπλοφορία, ώστε τα σύγχρονα freikorps –που σχεδόν καθημερινά πλέον επιδίδονται σε αντιμεταναστευτικά πογκρόμ– να αποκτήσουν και θεσμική κατοχύρωση.

Δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το επίσημο όνομα του φασισμού που έρχεται αλλά ξέρουμε τι θα κάνει. Το βλέπουμε ήδη γύρω μας. Ο Μπένγιαμιν, ένα ακόμα από τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, πρόλαβε και μας προειδοποίησε: «Αν ο εχθρός νικήσει, ούτε οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς στους τάφους τους. Και αυτός ο εχθρός δεν έχει σταματήσει να νικά»

Καιρός είναι να τον κάνουμε να ηττηθεί.








1 Ομιλία στις 10-11-2012, στα πλαίσια αντιφασιστικού τριημέρου που διοργάνωσαν η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Θεσσαλονίκης, η Ομάδα Προσβασιμότητας, το Thessaloniki Pride, το στέκι μεταναστών YOL και το Παρατηρητήριο για τα δικαιώματα στο χώρο της ψυχικής υγείας


2 Βλ. Μαξ Χορκχάϊμερ, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. ΄Ερασμος.

3 Βλ. Μισέλ Φουκώ, «Μαρκήσιος Ντε Σαντ. Ο λοχίας του σεξ», μτφρ. Κ. Δεσποινιάδης, Πανοπτικόν τχ. 12, Ιανουάριος 2009.




Κώστας Δεσποινιάδης

[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σημειώσεις της Στέπας», τχ. 3, Ιούνιος 2013]


Πηγή: https://www.panopticon.gr/index.php/menu-keimena-kritikes/11-cat-keimena-kritikes/91-keim-krit-paraggelma

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Diego Rivera - My Art, my Life: an autobiography (απόσπασμα)


Απόσπασμα από το κείμενο του μεγάλου μεξικανού ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα (περιέχεται στο My Art, my Life: an autobiography, Dover 1991), που αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Βερολίνο του 1928 και τη «γνωριμία» του με τον Χίτλερ. 

Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.

Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.

Πίσω από μια συστάδα δέντρων, στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό φυτό των δρυίδων. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους, τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ενδυμασία, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ ως μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος, τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από τον «θεό» συνωστιζόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Όλα τα πεδία της γερμανικής «κουλτούρας» εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.

Η πομπή σταμάτησε, και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες, η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.Κανείς ανάμεσα στους γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο στεγνής μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ και τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να αντιπαρέρχεται ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.

Λίγες μέρες αργότερα, είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βερολίνο, δίπλα σε ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου, τα κεντρικά γραφεία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.

Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστές εργάτες. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο, από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, γενικός γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ εξηγούσε τα σχόλιά μου στον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ σε μένα.

Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει τον λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή δειλούς ή ανόητους.

Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του ώστε να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια, έκανε ένα νεύμα για να επικρατήσει σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος σώπασε απολύτως.

Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σ’ αυτόν ανατάραξε, φαίνεται, το βάθος της ψυχής των ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα μεταξύ αυτού και του πλήθους. Ήταν τόσο βαθύ που, όταν τελείωσε, έπειτα από δύο ώρες ομιλίας, επικράτησε μια στιγμή πλήρους σιγής. Ούτε καν οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Και τότε, η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.

Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά βουτηγμένος στη θλίψη.

Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;».

«Αυτό που τρέχει», του είπα, «είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα στον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια».

Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία που είχα ως καλλιτέχνης.

«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;».

 Του απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης στα κεφάλια των ακροατών, αλαλιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα το καπιταλιστικό χρήμα πίσω του. Μ’ αυτό μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».

Μα αυτά τα λόγια μου έκαναν τους γερμανούς συντρόφους να ξεσπάσουν σε ακόμα δυνατότερα γέλια. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε: «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».

Αυτό μου προκάλεσε μονάχα ακόμα μεγαλύτερη θλίψη, και εξέφρασα ξανά τους φόβους μου. Τώρα πια όμως ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Παρατήρησε ότι ο κόσμος τον χειροκροτούσε ακόμα. Πριν φύγει από την πλατεία, ο Χίτλερ έκανε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός κι έπιασε το χέρι μου.

Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» (Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα).

Η τρελή φαντασία του καλλιτέχνη επιβεβαιώθηκε αργότερα πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.

Μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής

Αναδημοσίευση από: https://tvxs.gr/istoria/taksidia-sto-xrono/berolino-1928-xitler-enas-klooyn-poy-ton-apotheonoyn-ta-plithi/

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Τέλλος Φίλης - Ο φασισμός δεν είναι λέξη

Ο φασισμός δεν είναι λέξη,

δεν είναι επιθετικός προσδιορισμός

δεν περιέχει ουσιαστικό στη σύνταξη του

ο φασισμός είναι η στάση σου

η απουσία σου

και κυρίως

η σιωπή σου στην αληθινή ζωή


Το έσχατο έρμα, Πόλις 2018.

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Ηλίας Γεροντόπουλος - Λοιπόν, έχουμε πόλεμο!

 Ένας απ’ τους πιο γνωστούς αστικούς μύθους της ελληνικής ιστορίας, είναι το περίφημο "όχι" του Μεταξά στον Ιταλό πρέσβη. Ακίνδυνος μύθος (η ουσία της απάντησης δεν αλλάζει). Κι ωστόσο είναι γεγονός ότι ο δικτάτορας της Ελλάδας δεν απάντησε στην ιταλική “διορία” με μια κολοκοτρωνέικη άρνηση στα ντόπια ελληνικά, αλλά με μια κυνική παραδοχή στα διεθνή γαλλικά. “Alors, c’ est la guerre”. Ελληνιστί: Λοιπόν, πόλεμος.

Στο σήμερα δυστυχώς, μια τέτοια κυνική αποδοχή μοιάζει μονόδρομος. Οι εποχές της παλικαριάς, της φωνής, του παθιασμένου “όχι” στο φασισμό πέρασαν μαζί με τις ψευδαισθήσεις μας. Την ψευδαίσθηση ότι ξεμπερδέψαμε βάζοντας φυλακή τη Χρυσή Αυγή, την ψευδαίσθηση ότι στ’ αλήθεια ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της “δεν ήξερε”, την ψευδαίσθηση ότι σ’ αυτό τον αγώνα η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας θα είναι με την πλευρά των ανθρώπων. Όχι. Κυνικά, συνειδητά, ψύχραιμα: Λοιπόν, πόλεμος.

Μια γρήγορη βόλτα στα σχόλια για τη “Νύχτα των Κρυστάλλων” στη Λεμεσό φαντάζει ενδεικτική. Ο ναζισμός βαφτίζεται “πατριωτισμός”. Οι τραμπούκοι προπηλακίζουν από αγνή “αγάπη για τη χώρα τους”. Όποιος στέκεται απέναντι στη βία και την καταστροφή είναι “τουρκόφιλος”, και “προδότης”, και “πουλημένος” (κι άλλα πολλά που δεν θα τους κάνω τη χάρη ν’ αναφέρω). Φυσικά, στο κέντρο μιας σωστής νύχτας κρυστάλλων, οι μετανάστες έχουν το ρόλο του κακού: ζώα, άγριοι, βιαστές, πολέμιοι κι εχθροί της εθνικής κουλτούρας. Όλ’ αυτά χωρίς μπερδέματα, χωρίς παρεξηγήσεις, χωρίς παρανοήσεις. Λοιπόν, πόλεμος.


Κι η πιο μεγάλη παρανόηση απ’ όλες: Μα καλά, κάθεσαι σοβαρός άνθρωπος και διαβάζεις σχόλια των αγράμματων στο ίντερνετ; Αυτή η ερώτηση, κάπως ελιτίστικη, κάπως λογική, σίγουρα δικαιολογημένη, μας έκανε ν’ αδιαφορήσουμε για τους αμόρφωτους, τους φανατισμένους των σόσιαλ μίντια. Και τι κατάφερε αυτή μας η αδιαφορία; Κλειστήκαμε σε μια ναρκισσιστική φούσκα καλλιεργημένου κι ακαδημαϊκού μικρόκοσμου, κι αφήσαμε τους οργισμένους οπαδούς της αιματοβαμμένης εθνικής κάθαρσης να εκπροσωπούνται με 15% στη Βουλή. Όχι λοιπόν, άμα σε νοιάζει στ’ αλήθεια η χώρα, κι η δημοκρατία, κι η ελευθερία σου, δεν γίνεται ν’ αδιαφορείς για τα σχόλια των φανατισμένων. Των φανατισμένων ψηφοφόρων. Των φανατισμένων πολιτών. Δεν μπορείς να ‘σαι υπεράνω. Γιατί αυτό το υπεράνω δίνει έδαφος. Δίνει χώρο. Και δεν μας παίρνει να δώσουμε άλλο.

Λοιπόν, πόλεμος.

Όμως τι πόλεμος; Πώς πολεμάς τη βία χωρίς βία; Πώς πολεμάς ανθρώπινα το απάνθρωπο; Δεν θ’ ακούσουν πια οι άνθρωποι αυτοί, δεν θα πειστούνε μ’ επιχείρημα, δεν θα θελήσουνε να καταλάβουν. Οπότε; Οπότε είν’ ώρα να βάλουμε πλάτη. Να σταθούμε απέναντι. Να μας βρουν μπροστά τους. Όπου υπάρχουν. Διαδικτυακά και διά ζώσης. Θεσμικά και με σάρκα. Μπροστά τους. Οργανωμένα. Ενωμένα. Σοβαρά. Είμαστε ανώδυνοι μα περισσότεροι. Και δεν φοβόμαστε. Δεν πρέπει να φοβόμαστε. Και δεν μας παίρνει.

Αν σήμερα αφήσουμε χωρίς αντίλογο το: “η Λεμεσός δεν είναι ναζισμός, είναι η προστασία του Κύπριου”, αύριο θα ‘ρθει να πατήσει πάνω εκεί το: “οι Γερμανοί το ‘38 δεν ήτανε καθίκια, ήταν άνθρωποι που αγαπούσανε τη χώρα τους”. Και τότε θα ‘ναι ήδη αργά. Αλίμονο στο λαό που θα επιτρέψει στην αγάπη της πατρίδας του να γίνει μίσος για τις άλλες. Αλίμονο στη χώρα που θα μπερδέψει την προστασία των ανθρώπων της με το κυνήγι των άλλων. Αλίμονό μας. Λοιπόν, πόλεμος.

Πηγή: https://www.2020mag.gr/

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Paco Ignacio Taibo II - [φασισμός]

 Υποθέτω ότι έχετε κάποια πληροφόρηση για την καταγωγή του φασισμού. Του έχουν δοθεί πολύ ασαφείς ορισμοί. Βάρβαρος καπιταλισμός; Λούμπεν καπιταλισμός; Ιμπεριαλισμός αλλά σε τρομώδες παραλήρημα; Συμμαχία του υποπρολεταριάτου με τη βιομηχανική αριστοκρατία που χρησιμοποιεί μάγους δημαγωγούς για μεσολαβητές; Ο φασισμός μαζεύει όλη την κοινωνική σκουριά, τα σκουπίδια που βγαίνουν από το βυθό της θάλασσας ύστερα από την καταιγίδα: κοινωνικά απόβλητα, φανατικούς, οπορτουνιστές, θύματα από το ντελίριο της μεγαλομανίας, δήμιους σαδιστές, διανοητικά διεστραμμένους, δραπέτες των παραδοσιακών κομμάτων, λούμπεν διανοούμενους, και προπαντός μαζεύει αρρωστημένους εθνικιστές, ρατσιστές και κάθε παραλλαγή του εσωτερισμού που γεννά μια κοινωνία η οποία χρόνια τώρα βρίσκεται σε καλπάζουσα κρίση κυριευμένη από φόβο.

Paco Ignacio Taibo II

Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Από τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Ζούκωφ



Εμείς, οι αντιπρόσωποι της Ανωτάτης Διοίκησης των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων και της Ανωτάτης Διοίκησης των συμμαχικών στρατευμάτων, είπα, ανοίγοντας τη συνεδρίαση, είμαστε εξουσιοδοτημένοι από τις κυβερνήσεις του αντιχιτλερικού συνασπισμού να δεχθούμε την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας από τη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση. Καλέσατε στην αίθουσα τους αντιπροσώπους της Γερμανικής Γενικής Διοίκησης.

Όλοι οι παριστάμενοι γύρισαν τα κεφάλια τους προς την πόρτα…

Πρώτος χωρίς να βιάζεται και προσπαθώντας να διατηρήσει φαινομενική ηρεμία, πέρασε το κατώφλι ο στρατάρχης Κάιτελ, δεξί χέρι του Χίτλερ. Σήκωσε το χέρι με τη στραταρχική του ράβδο, χαιρετίζοντας τους αντιπροσώπους της Ανωτάτης Διοίκησης των σοβιετικών και συμμαχικών στρατευμάτων.

Μετά τον Κάιτελ μπήκε ο στρατηγός Στουμπφ. Ανάστημα λίγο κάτω του μέτριου, με μάτια γεμάτα κακία και αδυναμία.

Ταυτόχρονα μπήκε ο ναύαρχος Φον Φρίντεμπουργκ που έμοιαζε πρόωρα γερασμένος.

– Προτείνω στη γερμανική αντιπροσωπεία να πλησιάσει εδώ, στο τραπέζι. Εδώ θα υπογράψετε την πράξη της άνευ όρων παράδοσης της Γερμανίας.

Ο Κάιτελ σηκώθηκε γρήγορα από τη θέση του, ρίχνοντας σε μας μια εχθρική ματιά, ύστερα κατέβασε τα μάτια και, παίρνοντας αργά από το τραπέζι τη στραταρχική ράβδο του, προχώρησε με αβέβαιο βήμα προς το τραπέζι μας. Το μονόκλ του έπεσε και κρεμάστηκε στο κορδόνι. Το πρόσωπο του γέμισε με κόκκινες κηλίδες.

Μαζί του πλησίασαν στο τραπέζι ο στρατηγός Στουμπφ, ο ναύαρχος Φον Φρίντεμπουργκ και οι Γερμανοί αξιωματικοί που τους συνόδευαν. Αφού διόρθωσε το μονόκλ ο Κάιτελ κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και με τρεμάμενο ελαφρά χέρι και χωρίς να βιάζεται υπέγραψε πέντε αντίτυπα της πράξης για την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Μετά έθεσαν τις υπογραφές τους οι Στουμπφ και Φρίντεμπουργκ.

Στις 9 Μαΐου 1945 ώρα 0.43′, η υπογραφή της πράξης για την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας είχε τελειώσει.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Imre Kertész - Ομιλία κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (Στοκχόλμη, 7 Δεκεμβρίου 2002)



Θα ξεκινήσω με μια ομολογία, μια παράξενη ίσως, αλλά ειλικρινή ομολογία. Από τη στιγμή που μπήκα στο αεροπλάνο, για να έρθω εδώ στη Στοκχόλμη και να παραλάβω το φετινό βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αισθάνομαι διαρκώς στη πλάτη μου το διαπεραστικό βλέμμα ενός ουδέτερου παρατηρητή, και τούτη την πανηγυρική στιγμή – η οποία με τοποθετεί ξαφνικά στο επίκεντρο της προσοχής όλων – αισθάνομαι να ταυτίζομαι μάλλον με αυτόν τον νηφάλιο παρατηρητή παρά με έναν συγγραφέα που το έργο του διαβάζεται ξαφνικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ελπίζω μονάχα ότι η ομιλία, που έχω την τιμή να εκφωνήσω με την ευκαιρία αυτή, θα με βοηθήσει να άρω αυτόν το διχασμό και να ενώσω εντέλει αυτά τα δυο πρόσωπα που ζουν μέσα μου.

Κατά πρώτον δεν είναι ούτε και σε μένα τον ίδιο απολύτως σαφές τι είδους χάσμα είναι αυτό που αισθάνομαι να υπάρχει ανάμεσα σε αυτήν την εξαιρετική διάκριση και το έργο μου, και στη ζωή μου. Ίσως να έζησα για πάρα πολλά χρόνια σε μια δικτατορία, σε ένα εχθρικό, σε ένα απελπιστικά ξένο πνευματικό περιβάλλον, ώστε να μπορώ να αποκτήσω μια σαφή αυτοσυνείδηση ως συγγραφέας: Ήταν περιττό να προβληματίζεται κανείς για το θέμα αυτό. Επιπλέον, μου έδιναν από κάθε πλευρά να καταλάβω ότι αυτό για το οποίο γράφω, το λεγόμενο «θέμα» που με απασχολεί, είναι αναχρονιστικό και καθόλου ελκυστικό. Για το λόγο αυτό, και εφόσον συνέπιπτε με τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, θεωρούσα συνεχώς τη συγγραφή πάντα αυστηρά προσωπική μου υπόθεση.

Το γεγονός ότι πρόκειται περί προσωπικής υπόθεσης δεν αποκλείει φυσικά τη σοβαρότητα, έστω κι αν μια τέτοια σοβαρότητα μοιάζει λιγάκι αστεία σε ένα περιβάλλον, όπου λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν μονάχα το ψεύδος. Εκεί ίσχυε το φιλοσοφικό αξίωμα ότι ο κόσμος είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς. Εγώ, αντιθέτως, μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα του 1995 συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα – και αυτή η πραγματικότητα είμαι εγώ ο ίδιος, η ζωή μου, αυτό το εύθραυστο δώρο που μου δόθηκε για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, που κατασχέθηκε από άγνωστες, ξένες δυνάμεις και που έπρεπε να το ξαναπάρω πίσω από τη λεγόμενη Ιστορία, αυτό τον τρομερό Μολώχ, επειδή ανήκει μονάχα σε μένα, και επειδή έπρεπε να το χειριστώ αναλόγως.

Κάτι τέτοιο ερχόταν οπωσδήποτε σε τρομερή αντίθεση με όλα εκείνα που αποτελούσαν ολόγυρά μου την, έστω κι αν όχι αντικειμενική, ωστόσο όμως αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Μιλώ για την κομμουνιστική Ουγγαρία, για τον σοσιαλισμό που «ανθούσε και ευημερούσε». Αν ο κόσμος είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς, τότε ο άνθρωπος – ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό – δεν είναι παρά αντικείμενο και η ιστορία της ζωής του δεν είναι παρά μια ασύνδετη σειρά ιστορικών συμπτώσεων, οι οποίες μπορεί να τον παραξενεύουν, με τις οποίες όμως ο ίδιος δεν έχει απολύτως καμία σχέση. Είναι άσκοπο να προσπαθήσει κανείς να τις συνδέσει ώστε να σχηματίσει ένα Όλον με συνοχή, αφού εκεί μέσα υπάρχουν στιγμές που παραείναι αντικειμενικές, ώστε το υποκειμενικό του Εγώ να μπορεί να αναλάβει την ευθύνη τους.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1956, ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση. Για μια στιγμή η χώρα έγινε υποκειμενική. Τα σοβιετικά τανκς ωστόσο επανέφεραν γρήγορα την τάξη. Ακόμα κι αν σας φανεί ειρωνικό, θα ήθελα να σας ζητήσω να σκεφτείτε τι απέγινε η γλώσσα, οι λέξεις του εικοστού αιώνα. Ίσως για τον σημερινό συγγραφέα να είναι μια από τις πρώτες και πιο συγκλονιστικές ανακαλύψεις το γεγονός ότι η γλώσσα, έτσι όπως είναι, τρόπον τινά κληροδοτημένη από μια αρχέγονη πολιτισμική εποχή, είναι ανίκανη να περιγράψει τις πραγματικές διαδικασίες και τις απόψεις εκείνες που άλλοτε είχαν την γενική αποδοχή. Σκεφτείτε τον Κάφκα, τον Όργουελ, στα χέρια των οποίων η παλιά γλώσσα απλώς αποσυντίθενται, σάμπως να την έριχναν στη φωτιά, για να επιδείξουν έπειτα τις στάχτες της, μέσα από τις οποίες έρχονται στο προσκήνιο νέες και ως τώρα άγνωστες μορφές της.

Θα ήθελα ωστόσο να επανέλθω στην προσωπική μου υπόθεση, στη συγγραφή. Υπάρχουν ερωτήματα τα οποία κάποιος στη δική μου κατάσταση δεν τα θέτει καν. Ο Σαρτρ, λόγου χάριν, αφιέρωσε σε ένα από τα ερωτήματα αυτά ένα ολόκληρο βιβλίο: «Για ποιον γράφουμε;» Το ερώτημα είναι ενδιαφέρον, μπορεί όμως να αποδειχτεί και επικίνδυνο, κι εγώ ευγνωμονώ τη μοίρα που δεν με ανάγκασε να ασχοληθώ μαζί του ποτέ. Ας δούμε όμως πού έγκειται ο κίνδυνος. Αν επιλέξουμε, λόγου χάριν, ένα κοινωνικό στρώμα, το οποίο δεν θέλουμε απλώς να ευχαριστήσουμε αλλά και να επηρεάσουμε, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να εξετάσουμε αν το ύφος μας είναι πραγματικά κατάλληλο για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σύντομα ο συγγραφέας κυριεύεται από αμφιβολίες: Το χειρότερο είναι ότι επιβαρύνεται σε κάθε περίπτωση με το να παρατηρεί τον ίδιο του τον εαυτό. Και πώς μπορεί να ξέρει τι πραγματικά επιθυμεί το κοινό του, τι του αρέσει; Σε τελική ανάλυση δεν είναι δυνατόν να τους ρωτήσει όλους, ένα έναν ξεχωριστά. Εξάλλου θα ήταν μάταιο να το κάνει. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος είναι το πώς ο ίδιος φαντάζεται αυτό το κοινό, ποιες επιθυμίες ο ίδιος αποδίδει σε αυτό και ποια επίδραση θα ασκούσε στον ίδιο εκείνο το αποτέλεσμα, το οποίο ο ίδιος επιδιώκει να πετύχει. Για ποιον λοιπόν γράφει ο συγγραφέας; Η απάντηση είναι προφανής: γράφει για τον ίδιο του τον εαυτό.

Για μένα θα μπορούσα να πω ότι έφτασα απευθείας στην απάντηση αυτή. Βεβαίως, το ζήτημα είναι πιο απλό: Δεν είχα κοινό ούτε και ήθελα να επηρεάσω κανέναν. Δεν ξεκινούσα να γράφω ορμώμενος από κάποια σκοπιμότητα, και αυτά που έγραφα δεν απευθύνονταν σε κανέναν. Αν αυτά που έγραφα είχαν κάποιο συγκεκριμένο στόχο, τότε ο στόχος αυτός δεν ήταν παρά η πίστη στο αντικείμενό μου, ως προς τη μορφή και ως προς τη γλώσσα, τίποτε περισσότερο. Ήταν σημαντικό να ξεκαθαριστεί αυτό κατά τη διάρκεια της γελοίας αλλά και θλιβερής περιόδου της κρατικά ελεγχόμενης και λεγόμενης στρατευμένης λογοτεχνίας.

Πιο δύσκολο θα ήταν για μένα να απαντήσω σε ένα άλλο ερώτημα, το οποίο ενείχε μάλιστα και δικαιολογημένες αμφιβολίες – γιατί γράφουμε. Αλλά και εδώ στάθηκα τυχερός, διότι δεν συνέβη ποτέ, όταν ετίθετο το ερώτημα αυτό, να μπορώ να επιλέξω. Τον τρόπο που έγινε τον έχω περιγράψει παρεμπιπτόντως στο μυθιστόρημά μου με τίτλο «Φιάσκο», μένοντας πιστός στην πραγματικότητα. Στεκόμουν στον άδειο διάδρομο του κτηρίου κάποιας δημόσιας υπηρεσίας, όταν από έναν άλλον, κάθετο διάδρομο άκουσα βήματα. Μια παράξενη αναστάτωση με κυρίευσε όσο τα βήματα πλησίαζαν και, παρόλο που ήταν τα βήματα ενός και μόνο, άγνωστου ανθρώπου, με κατέκλυσε η αίσθηση ότι άκουγα τα βήματα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ήταν σάμπως να πλησίαζε μια παρατεταγμένη φάλαγγα, με βήμα βαρύ, και κατάλαβα αίφνης την ελκτική δύναμη που ασκούσε αυτή η φάλαγγα, που ασκούσαν αυτά τα βαριά βήματα. Εκεί, σε εκείνον τον διάδρομο, συνειδητοποίησα σε ένα και μόνο λεπτό την έκσταση της αυτοεγκατάλειψης, τη μεθυστική ηδονή του να χάνεσαι μέσα στο πλήθος, την οποία ο Νίτσε – σε άλλο πλαίσιο βεβαίως, με τρόπο ωστόσο που ταιριάζει και στην προκείμενη περίπτωση – ονομάζει διονυσιακή εμπειρία. Μια σχεδόν φυσική δύναμη με έσπρωχνε και με τραβούσε στις σειρές αυτής της φάλαγγας, είχα την αίσθηση ότι θα έπρεπε να ακουμπήσω τη πλάτη στον τοίχο και να μείνω εκεί, για να αντισταθώ σε αυτή την παραπλανητική έλξη.

Διηγούμαι αυτή την τόσο έντονη στιγμή ακριβώς όπως την έζησα· σάμπως η πηγή από την οποία ξεπηδούσε σαν όραμα να βρισκόταν κάπου έξω από μένα και όχι μέσα μου. Κάθε καλλιτέχνης έχει γνωρίσει τέτοιες στιγμές. Παλιότερα τις αποκαλούσαν ξαφνική έμπνευση. Αυτό που έζησα όμως δεν θα το κατέτασσα στις εμπειρίες καλλιτεχνικής φύσης. Θα το χαρακτήριζα μάλλον ως υπαρξιακή συνειδητοποίηση. Αυτό που κέρδισα από τη στιγμή αυτή δεν ήταν η Τέχνη μου, της οποίας τα μέσα θα αναζητούσα για καιρό ακόμα, αλλά η ζωή μου, την οποία είχα σχεδόν χάσει. Η στιγμή αυτή αφορούσε τη μοναξιά, αφορούσε μια δύσκολη ζωή, αφορούσε αυτό για το οποίο μίλησα στην αρχή: την έξοδο από αυτή την μεθυστική φάλαγγα, από την Ιστορία που μας αφαιρεί την προσωπικότητα και τη μοίρα. Εμβρόντητος κατάλαβα ότι μετά από μια δεκαετία, όταν είχα γυρίσει πια από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί και βρισκόμουν υπό την επήρεια της σταλινικής τρομοκρατίας, αυτό που μου έμεινε από όλα αυτά δεν ήταν παρά μια θολή εικόνα και κάποιες ανέκδοτες ιστορίες. Σάμπως να μην είχα πάθει τίποτα, όπως λέμε.

Είναι ολοφάνερο πως τέτοιου είδους στιγμές, που μοιάζουν με όραμα, έχουν μια δική τους, μεγάλη προϊστορία· ο Φρόιντ πιθανόν να τις ερμήνευε ως αποτέλεσμα της καταπίεσης ενός τραυματικού βιώματος. Και ίσως να είχε και δίκιο. Και μιας και ο ίδιος κλείνω προς τον ορθολογισμό και κάθε είδους μυστικισμός και ονειροπόληση μου είναι ξένα, όταν μιλώ για όραμα είμαι αναγκασμένος να το αντιλαμβάνομαι ως κάτι το πραγματικό, το οποίο έχει αποκτήσει υπερφυσική μορφή· την αιφνίδια, κατά κάποιον τρόπο, επαναστατική αποκάλυψη μιας σκέψης που έχει ωριμάσει μέσα μου, κάτι που εκφράζεται με την αρχαία κραυγή «Εύρηκα!». Τι είχα βρει όμως;

Είχα πει κάποτε ότι ο λεγόμενος Σοσιαλισμός σημαίνει για μένα ό,τι σήμαινε για τον Μαρσέλ Προυστ μια μικρή μαντλέν βουτηγμένη στο τσάι, που ξυπνούσε ξαφνικά μέσα του τη γεύση χρόνων περασμένων. Κατά κύριο λόγο βασιζόμενος σε λόγους που αφορούσαν τη γλώσσα, μετά την καταστολή της Επανάστασης του 1956 αποφάσισα να μείνω στην Ουγγαρία. Αυτή τη φορά μπορούσα να παρατηρώ ως ενήλικας – και όχι σαν παιδί, όπως άλλοτε – πώς λειτουργεί μια δικτατορία. Είδα πώς έφερνε έναν λαό στο σημείο να αρνηθεί τις ιδέες του, είδα τις πρώτες, προσεχτικές κινήσεις προσαρμογής, κατάλαβα ότι η ελπίδα είναι όργανο του Κακού και η Κατηγορική Προσταγή του Καντ, η Ηθική, είναι ένας απλός υπηρέτης της αυτοδιατήρησης.

Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια μεγαλύτερη ελευθερία από εκείνη που απολαμβάνει ο συγγραφέας με μια ήπια, κουρασμένη θα λέγαμε, παρακμιακή μάλιστα δικτατορία; Στη δεκαετία του εξήντα η ουγγρική δικτατορία κατάφερε να φτάσει σε μια κατάσταση εδραίωσης, την οποία θα μπορούσε κανείς να περιγράψει σχεδόν ως κοινωνική συναίνεση και την οποία ο δυτικός κόσμος ονόμασε με σχεδόν ιλαρή επιείκεια «κομμουνισμό γκούλας»: Μετά την αρχική αποδοκιμασία ο κομμουνισμός της Ουγγαρίας φάνηκε να έγινε ξαφνικά ο αγαπημένος τύπος κομμουνισμού της Δύσης. Στον βαθύ βόρβορο αυτής της συναίνεσης ή εγκατέλειπε κανείς οριστικά τον αγώνα ή έβρισκε περίπλοκους δρόμους που οδηγούσαν στην εσωτερική ελευθερία.


Τα πάντα είναι μυθοπλασία. Ο άνθρωπος είναι μια μυθοπλασία. Αν δω τη ζωή μου από απόσταση, συνειδητοποιώ πως έγινα συγγραφέας όταν τίποτε δεν έδειχνε ότι θα γινόμουν. Δεν το είχα πει σε κανέναν, δεν ήξερα τίποτε, δεν είχα σχέδιο και αυτά που έγραφα ήταν εντελώς απίθανα. Δεν πίστευα πως θα ζούσα από αυτά ή θα τα έβλεπα δημοσιευμένα σε μια κοινωνία όπως αυτή της κομμουνιστικής Ουγγαρίας. Αλλά επέμενα σε αυτήν τη μυθοπλασία που είχα επινοήσει και ζούσα μια διπλή ζωή: μια μυστική ζωή, μεγαλειώδη και μια ζωή πολύ κοντά στην επιφάνεια. Από συνέντευξη του συγγραφέα στην ισπανική εφημερίδα El Pais.

Τα βασικά έξοδα του συγγραφέα είναι μικρά, το μόνο που χρειάζεται για να ασκήσει το επάγγελμά του είναι χαρτί και μολύβι. Η απέχθεια και η καταπίεση με τις οποίες ξυπνούσα κάθε πρωί με προετοίμαζαν αμέσως για τον κόσμο τον οποίο ήθελα να περιγράψω. Διαπίστωσα ότι τοποθετούσα τον άνθρωπο που βογκούσε υπό τη λογική του ολοκληρωτικού συστήματος σε ένα άλλο ολοκληρωτικό σύστημα, και αυτό αναμφίβολα μετέτρεπε τη γλώσσα του μυθιστορήματός μου σε ένα υποβλητικό μέσο. Αν αναλογιστώ πολύ σοβαρά την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν τότε, δεν ξέρω αν θα ήμουν σε θέση να γράψω στη Δύση, σε μια ελεύθερη κοινωνία το μυθιστόρημα που είναι γνωστό σήμερα με τον τίτλο «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» και το οποίο τιμήθηκε με τη μεγαλύτερη διάκριση της Σουηδικής Ακαδημίας.

Όχι, οι προσπάθειές μου θα είχαν στραφεί σίγουρα σε κάτι διαφορετικό. Δεν λέω ότι δεν θα επρόκειτο πάλι για την αλήθεια, ίσως όμως για ένα άλλο είδος αλήθειας. Στην ελεύθερη αγορά των βιβλίων και των ιδεών ίσως να είχα προβληματιστεί κι εγώ πολύ, για να βρω μια κάπως πιο φαντασμαγορική μυθιστορηματική μορφή: Θα μπορούσα λόγου χάριν να κατακερματίσω το χρόνο της αφήγησης, ώστε να αφηγηθώ μονάχα τις δυνατές σκηνές. Μόνο που ο ήρωας του μυθιστορήματός μου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν βιώνει τον δικό του χρόνο, επειδή δεν του ανήκουν ούτε ο χρόνος ούτε η γλώσσα ούτε η προσωπικότητά του. Δεν καταθέτει αναμνήσεις, υπάρχει, Έτσι, ο δύσμοιρος νέος ήταν αναγκασμένος να μαραζώνει στις ύποπτες παγίδες της γραμμικότητας και δεν μπορούσε να αποδεσμευτεί από τις βασανιστικές λεπτομέρειες. Αντί για μια εντυπωσιακή ακολουθία μεγάλων τραγικών στιγμών ήταν αναγκασμένος να βιώνει το Όλον, το οποίο είναι στενόχωρο και προσφέρει ελάχιστες εναλλαγές, όπως η ζωή.

Αυτό όμως οδήγησε σε απροσδόκητα διδάγματα. Η γραμμικότητα απαιτούσε να συμπληρωθούν πλήρως οι δεδομένες συνθήκες. Δεν άφηνε το περιθώριο να παραλείψω εύσχημα ένα διάστημα είκοσι λεπτών, ας πούμε, απλώς και μόνο επειδή αυτά τα είκοσι λεπτά ανοίγονταν μπροστά μου σαν μια άγνωστη και τρομακτική μαύρη τρύπα, σαν μαζικός τάφος. Μιλώ για εκείνα τα είκοσι λεπτά που περνούσαν στην αποβάθρα φόρτωσης του Μπίρκεναου, ώσπου οι άνθρωποι που κατέβαιναν από το τρένο να φτάσουν μπροστά στον αξιωματικό που έκανε την επιλογή. Σε γενικές γραμμές θυμόμουν αυτά τα είκοσι λεπτά, το μυθιστόρημα όμως απαιτούσε από μένα να μην εμπιστεύομαι τη μνήμη μου. Όπως όσες μαρτυρίες, καταθέσεις, αναμνήσεις επιζώντων διάβασα, σχεδόν όλες συμφωνούσαν ότι τα πάντα κυλούσαν πολύ γρήγορα και μπερδεμένα: Οι πόρτες των βαγονιών άνοιγαν, άκουγαν ουρλιαχτά και γαβγίσματα σκύλων, οι άντρες χωρίζονταν από τις γυναίκες, και μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση βρίσκονταν να στέκουν μπροστά στον αξιωματικό, που τους επιθεωρούσε με μια γρήγορη ματιά, έδειχνε κάτι τεντώνοντας το χέρι κι αμέσως μετά βρίσκονταν να φορούν τις στολές των κρατουμένων.

Είχα αυτά τα είκοσι λεπτά διαφορετικά στη μνήμη μου. Αναζητώντας αυθεντικές πηγές διάβασα για πρώτη φορά τα ξεκάθαρα και με τρόπο αυτοβασανιστικό ανηλεή διηγήματα του Ταντέους Μπορόφσκι, μεταξύ αυτών και το διήγημα με τίτλο «Από δω για τα αέρια, κυρίες και κύριοι». Αργότερα έπεσαν στα χέρια μου οι φωτογραφίες των ανθρώπινων φορτίων που έφταναν στην αποβάθρα του Μπίρκεναου, τις οποίες είχε βγάλει ένας στρατιώτης των SS και οι οποίες βρέθηκαν από αμερικανούς στρατιώτες στον πρώην στρατώνα των SS του στρατοπέδου Νταχάου, όταν είχε πια απελευθερωθεί. Κοιτούσα άναυδος τις φωτογραφίες. Όμορφα, χαμογελαστά γυναικεία πρόσωπα, νέοι άντρες που κοιτούσαν γεμάτοι κατανόηση, γεμάτοι με τις καλύτερες προθέσεις, γεμάτοι προθυμία να συνεργαστούν. Τότε κατάλαβα για ποιο λόγο και με ποιο τρόπο αυτά τα ταπεινωτικά είκοσι λεπτά απραξίας και αμηχανίας μπόρεσαν να σβηστούν από τη μνήμη τους. Και όταν σκέφτηκα ότι όλα αυτά επαναλαμβάνονταν πάντα με τον ίδιο τρόπο, κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα, για χρόνια, τότε κατάλαβα το μηχανισμό του τρόμου, συνειδητοποίησα πώς ήταν δυνατόν η ανθρώπινη φύση να στραφεί ενάντια στην ανθρώπινη ζωή.

Έτσι προχώρησα, βήμα βήμα, ακολουθώντας τη γραμμική οδό της εξερεύνησης· ήταν, αν θέλετε, η δική μου ευρετική μέθοδος. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε ούτε κατ’ ελάχιστον για ποιον έγραφα, ούτε και γιατί έγραφα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το ερώτημα: Τι σχέση έχω εγώ με τη λογοτεχνία; Αφού ήταν σαφές, από τη λογοτεχνία και το πνεύμα, από τις ιδέες που συνδέονται με αυτή την έννοια, με χώριζε μια αδιαπέραστη διαχωριστική γραμμή, και αυτή η διαχωριστική γραμμή – όπως και πολλά άλλα πράγματα – έφερε το όνομα Άουσβιτς. Όταν κάποιος γράφει για το Άουσβιτς πρέπει να γνωρίζει ότι – τουλάχιστον κατά μια συγκεκριμένη έννοια – ακυρώνει τη λογοτεχνία. Για το Άουσβιτς μπορεί κανείς να γράψει μονάχα ένα μαύρο μυθιστόρημα, ένα – και το λέω με κάθε σεβασμό – εύπεπτο μυθιστόρημα σε συνέχειες, που ξεκινάει με το Άουσβιτς και φτάνει μέχρι το σήμερα. Θέλω να πω ότι μετά το Άουσβιτς δεν έχει συμβεί τίποτα που να μπορούσε να ακυρώσει, να αναιρέσει το Άουσβιτς. Το Ολοκαύτωμα δεν θα μπορούσε να παρουσιάζεται ποτέ στο έργο μου σε παρελθοντικό χρόνο.

Συνηθίζεται να λέγεται για μένα – και τούτο εννοείται άλλοτε ως έπαινος άλλοτε ως μομφή – ότι γράφω μόνο για ένα θέμα: ότι είμαι συγγραφέας του Ολοκαυτώματος. Δεν έχω καμία αντίρρηση· για ποιο λόγο να μη δεχτώ – αν εξαιρέσουμε κάποιους περιορισμούς – το χώρο που μου δίνεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων που αφορούν το θέμα αυτό; Ποιος συγγραφέας δεν είναι σήμερα συγγραφέας του Ολοκαυτώματος; Αντιλαμβάνομαι το ζήτημα ως εξής: Δεν είναι απαραίτητο να έχει επιλεγεί άμεσα το Ολοκαύτωμα ως θέμα ενός βιβλίου, ώστε να προσέξουμε τη σπασμένη φωνή που έχει η σύγχρονη Τέχνη της Ευρώπης εδώ και δεκαετίες. Και θα πάω και λίγο πιο μακριά: Δεν ξέρω καμία απολύτως πραγματικά καλή, αυθεντική Τέχνη, στην οποία δεν θα αντιλαμβανόμουν αυτή τη σπασμένη φωνή, κατά κάποιον τρόπο σαν να κοιτάζει κανείς τον κόσμο γύρω του εξουθενωμένος και αμήχανος μετά από μια νύχτα γεμάτη εφιάλτες.

Δεν επεχείρησα ποτέ να αντιμετωπίσω τον κύκλο των προβλημάτων που λέγεται Ολοκαύτωμα σαν μια άλυτη σύγκρουση μεταξύ Γερμανών και Εβραίων· δεν πίστεψα ποτέ ότι πρόκειται για το πιο πρόσφατο κεφάλαιο της ιστορίας των εβραϊκών παθών, το οποίο ακολούθησε λογικά τις προηγούμενες δοκιμασίες τους· δεν το είδα ποτέ σαν μια λεγόμενη μοναδική εκτροπή της Ιστορίας, σαν ένα πογκρόμ που με τις διαστάσεις του ξεπερνά όλα τα προηγούμενα, σαν μια προϋπόθεση για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους. Με το Ολοκαύτωμα συνειδητοποίησα την κατάσταση του ανθρώπου, τον τελευταίο σταθμό της μεγάλης περιπέτειας στην οποία περιήλθε ο άνθρωπος της Ευρώπης μετά από δυο χιλιάδες χρόνια ηθικής και πολιτισμικής ιστορίας.

Απομένει τώρα να αναλογιστούμε προς τα πού οδεύουμε. Το πρόβλημα Άουσβιτς δεν έγκειται στο αν θα βάλουμε τελεία και παύλα μετά απ’ αυτό ή όχι· στο αν θα πρέπει να το διατηρήσουμε στη μνήμη μας ή αν θα το κλείσουμε στο αντίστοιχο συρτάρι της ιστορίας· στο αν θα στήσουμε μνημεία για τα εκατομμύρια των δολοφονηθέντων και τι είδους μνημεία θα πρέπει να είναι αυτά. Το πραγματικό πρόβλημα του Άουσβιτς έγκειται στο ότι συνέβη και ότι το γεγονός αυτό δεν αλλάζει ούτε και με τις καλύτερες, αλλά ούτε και με τις χειρότερες προθέσεις. Ο καθολικός Ούγγρος ποιητής Γιάνος Πιλίνσκι έχει περιγράψει τη δυσκολία αυτής της κατάστασης ίσως με τον ακριβή τρόπο όταν τη χαρακτηρίζει «σκάνδαλο»· και εννοούσε προφανέστατα το γεγονός ότι το Άουσβιτς έλαβε χώρα σε ένα χριστιανικό πολιτισμικό περιβάλλον και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί με πνεύμα μεταφυσικό.

Κάποιες παλιές προφητείες μιλούσαν για το θάνατο του Θεού. Αναμφίβολα, μετά το Άουσβιτς πρέπει να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε μόνοι μας τις αξίες μας, μέρα τη μέρα και με κείνη τη διαρκή, αλλά αόρατη ηθική επενέργεια, η οποία κάποια μέρα θα φέρει στο φως τις αξίες αυτές και ίσως τις εξυψώσει σε μια καινούργια ευρωπαϊκή κουλτούρα. Θεωρώ το βραβείο, με το οποίο η Σουηδική Ακαδημία θεώρησε σωστό να τιμήσει το έργο μου, ως ένα σημάδι για το γεγονός ότι η Ευρώπη χρειάζεται εκ νέου εκείνες τις εμπειρίες τις οποίες αναγκάστηκαν να βιώσουν οι μάρτυρες του Άουσβιτς, του Ολοκαυτώματος. Στα δικά μου μάτια, επιτρέψτε μου την έκφραση, η απόφαση αυτή δείχνει θάρρος, από μια συγκεκριμένη άποψη ακόμη και αποφασιστικότητα· με καλέσατε να παρουσιαστώ εδώ, παρόλο που θα φανταζόσασταν τι επρόκειτο να ακούσετε από μένα. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, εκείνο που εκφράστηκε με την Τελική Λύση και με το «σύμπαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης» δεν είναι δυνατόν να παρερμηνευτεί, και η μοναδική δυνατότητα που έχουμε για να επιζήσουμε και να αντλήσουμε δημιουργική δύναμη είναι να αναγνωρίσουμε αυτό το σημείο μηδέν.

Γιατί αυτή η ξεκάθαρη άποψη να μην είναι γόνιμη; Στο βάθος όλων των μεγάλων διαπιστώσεων, ακόμα κι αν αυτές βασίζονται σε ανυπέρβλητες καταστροφές, κρύβεται πάντα κάτι από την πιο σημαντική όλων των ευρωπαϊκών αξιών, μια στιγμή ελευθερίας, που μπαίνει στη ζωή μας σαν κάτι το επιπρόσθετο, σαν κάτι που την εμπλουτίζει, κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε το πραγματικό γεγονός της ύπαρξής μας και την πραγματική ευθύνη που φέρουμε γι’ αυτήν.

Είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα που μπορώ και εκφράζω αυτές τις σκέψεις στη μητρική μου γλώσσα, στα Ουγγρικά. Γεννήθηκα στη Βουδαπέστη, σε μια εβραϊκή οικογένεια, η οποία από την πλευρά της μητέρας μου καταγόταν από το Κλάουζενμπουργκ της Τρανσυλβανίας και από την πλευρά του πατέρα μου από τη νοτιοδυτική πλευρά της λίμνης Μπάλατον. Οι γονείς των γονιών μου τα βράδια της Παρασκευής άναβαν τα κεριά του Σαββάτου, τα ονόματά τους όμως ήταν πλέον ουγγρικά, και ήταν αυτονόητο για κείνους ότι ο ιουδαϊσμός ήταν η θρησκεία τους, η Ουγγαρία ωστόσο η πατρίδα τους. Οι γονείς της μητέρας μου χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα, τους γονείς του πατέρα μου τους σκότωσε το κομμουνιστικό καθεστώς Ράκοζι, όταν το εβραϊκό γηροκομείο εκτοπίστηκε από τη Βουδαπέστη στην περιοχή των βορείων συνόρων της χώρας.

Για μένα αυτή η σύντομη οικογενειακή ιστορία εμπεριέχει και συμβολίζει κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη ιστορία των παθών της χώρας. Έμαθα από όλα αυτά ότι το πένθος δεν φέρνει μόνο πίκρα αλλά και εξαιρετικά ηθικά αποθέματα. Το γεγονός ότι είμαι Εβραίος το βιώνω σήμερα κατά κύριο λόγο πάλι ως ηθική υποχρέωση. Αν το Ολοκαύτωμα έχει αποκτήσει εν τω μεταξύ πολιτιστική επίδραση – πράγμα που αναντίρρητα ισχύει – τότε αυτό συμβαίνει με μοναδικό στόχο – ξεκινώντας από μια πραγματικότητα που δεν είναι δυνατόν να επανορθωθεί και ακολουθώντας την οδό του πνεύματος – να φτάσει στην επανόρθωση, στην κάθαρση. Η επιθυμία αυτή με ενέπνευσε σε κάθε δημιουργική μου προσπάθεια.

Φτάνοντας στο τέλος της ομιλίας μου, οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα και τώρα δεν έχω βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στη ζωή μου, στο έργο μου και στο βραβείο Νομπέλ. Επί του παρόντος αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη – ευγνωμοσύνη για την αγάπη που με έσωσε και που με κρατάει στη ζωή μέχρι σήμερα. Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι σε αυτή τη διαδρομή ζωής που είναι δύσκολο να την παρακολουθήσει κανείς, σε αυτή την «καριέρα», αν μου επιτρέπεται να το πω έτσι, υπάρχει κάτι το καταστροφικό, κάτι το παράλογο· που δεν μπορεί να το σκεφτεί κανείς χωρίς να μπει στον πειρασμό να πιστέψει στην τάξη ενός άλλου κόσμου, στη μοίρα ή σε μια μεταφυσική δικαιοσύνη: που σημαίνει, χωρίς να πέσει στην παγίδα της αυταπάτης κι έτσι να αποτύχει, να καταστραφεί και να χάσει τη βαθιά και βασανιστική του σχέση με τα εκατομμύρια εκείνων που αφανίστηκαν και δεν γνώρισαν έλεος. Δεν είναι τόσο εύκολο να αποτελείς εξαίρεση· και όταν η μοίρα μάς έχει ορίσει να αποτελούμε εξαίρεση, πρέπει να συμφιλιωθούμε με την παράλογη τάξη της σύμπτωσης, η οποία κυριαρχεί στη ζωή μας, που είναι εκτεθειμένη σε απάνθρωπες δυνάμεις και φρικτές δικτατορίες, με την αυθαιρεσία ενός εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ωστόσο, ενώ προετοιμαζόμουν για την ομιλία αυτή, συνέβη κάτι πολύ παράξενο, που κατά μια άποψη αποκατέστησε πάλι τη γαλήνη μέσα μου. Ήταν από τον διευθυντή του μνημείου του Μπούχενβαλντ, τον δρα Φόλκχαρτ Κνίγκε. Είχε επισυνάψει ένα μικρότερο φάκελο με τα θερμά του συγχαρητήρια αλλά και με το περιεχόμενο του μεγάλου φακέλου, ώστε σε περίπτωση που δεν θα είχα τη δύναμη να τον ανοίξω, να μην το κάνω. Στο φάκελο υπήρχε ένα αντίγραφο της ημερήσιας αναφοράς σχετικά με την κατάσταση των κρατουμένων των στρατοπέδων συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ στις 18 Φεβρουαρίου 1945. Στη στήλη με τίτλο «Απώλειες» διάβασα ότι ο κρατούμενος 64921, Ίμρε Κέρτες, γεννηθείς το 1927, εργάτης εργοστασίου, είχε πεθάνει. Τα δυο λανθασμένα στοιχεία – το έτος γέννησής μου και το επάγγελμά μου – είχαν καταχωρηθεί έτσι, επειδή όταν μας πήγαν στη διοίκηση του Μπούχενβαλντ είχα δηλώσει ότι είμαι δυο χρόνια μεγαλύτερος, για να μη με βάλουν μαζί με τα παιδιά, καθώς και ότι είμαι εργάτης εργοστασίου αντί για μαθητής, για να φαίνομαι πιο χρήσιμος.

Πέθανα λοιπόν μια φορά, για να μπορέσω να ζήσω – και ίσως αυτή να είναι η πραγματική μου ιστορία. Αν έτσι είναι, τότε αφιερώνω αυτό το έργο, που γεννήθηκε από το θάνατο ενός παιδιού, στα τόσα εκατομμύρια των νεκρών και σε όλους εκείνους που εξακολουθούν να τους θυμούνται. Όμως, εφόσον σε τελική ανάλυση πρόκειται περί λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας που σύμφωνα με την αιτιολογία της Ακαδημίας αποτελεί ταυτόχρονα και μαρτυρία, ίσως να φανεί χρήσιμη και στο μέλλον, θα προτιμούσα να πω: να υπηρετήσει το μέλλον. Διότι σύμφωνα με τα όσα πιστεύω, όταν αναλογίζομαι την τραυματική επίδραση του Άουσβιτς, έρχομαι αντιμέτωπος με τα θεμελιώδη ζητήματα της βιωσιμότητας και της δημιουργικής δύναμης του σημερινού ανθρώπου· που σημαίνει ότι όταν αναλογίζομαι το Άουσβιτς, σκέφτομαι κατά παράδοξο τρόπο το μέλλον παρά το παρελθόν.

Αναδημοσίευση από: https://figokentros.wordpress.com/2016/04/01/imre-kertesz/

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Imre Kertész -Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο


Το συρματόπλεγμα με τέσσερις πύργους σκοπιάς στις γωνίες, εκτεινόταν ακριβώς δίπλα στον επαρχιακό δρόμο. Το στρατόπεδο ήταν κατά τ’ άλλα τετράγωνο, στην πραγματικότητα δεν ήταν μεγαλύτερο από μια μεγάλη, σκονισμένη πλατεία – προς την πλευρά της πύλης και του δρόμου άδεια, στις άλλες τρεις πλευρές περιστοιχισμένη από τεράστιες σκηνές σε μέγεθος υπόστεγου συντήρησης αεροπλάνων ή όπως αυτές του τσίρκου. Το μέτρημα και η κατάταξη που κράτησαν για ώρα, η βιασύνη και τα σπρωξίματα μοναδικό σκοπό είχαν, όπως αποδείχτηκε, να καθορίσουν τους μελλοντικούς κατοίκους κάθε σκηνής, του «μπλοκ», όπως είπαν, και να τους οδηγήσουν εκεί μπροστά, σε σειρές των δέκα ατόμων. Η δίνη παρέσυρε ύστερα κι εμένα σε μία από τις σκηνές και για να είμαι απολύτως σαφής: στην έξω δεξιά της πίσω σειράς έτσι όπως στεκόμουν τώρα κι εγώ – και μάλιστα για πολλή ώρα, μέχρι που κοκκάλωσα, κάτω από τον ήλιο που γινόταν όλο και πιο δυσάρεστα πιεστικός.  Μάταια αναζητούσα με το βλέμμα τα άλλα αγόρια: ολόγυρά μου υπήρχαν μονάχα άγνωστοι. Ένας άντρας με κοίταξε φευγαλέα στην αρχή, ύστερα άλλη μια φορά, ερευνητικά πλέον, με κάτι μάτια παράξενα που είχαν μια ζωηρή λάμψη και θύμιζαν κουμπότρυπες.  Κάτω από τα μάτια αυτά είδα μια μικροσκοπική μύτη, σχεδόν χωρίς κόκκαλα, που φαινόταν αστεία – ο δε σκούφος στεκόταν στο κεφάλι του λοξά κι εύθυμα. «Λοιπόν», με ρώτησε και πρόσεξα ότι του έλειπαν όλα τα μπροστινά δόντια, «από πού είσαι;»  Όταν του είπα ότι είμαι «από τη Βουδαπέστη», ζωντάνεψε αμέσως: Υπάρχει ακόμη ο μεγάλος δακτύλιος και το τραμ νούμερο έξι έτσι όπως τα είχε «αφήσει για τελευταία φορά» ρώτησε. Του είπα πως βέβαια, όλα ήταν στη θέση τους. Φάνηκε ικανοποιημένος. Θέλησε να μάθει και πώς είχα «καταλήξει εδώ» κι εγώ του είπα «Πολύ απλά. Μ΄ έβγαλαν από το λεωφορείο». «Και;» συνέχισε να με ρωτάει κι εγώ του είπα: «Τίποτα παραπάνω, μετά με μετέφεραν εδώ».  Φάνηκε να απορεί λιγάκι, σαν να μην καταλάβαινε ίσως πολύ καλά τη ζωή στην πατρίδα, και θέλησα να τον ρωτήσω… δεν πρόλαβα όμως, γιατί εκείνη τη στιγμή μου ήρθε από την άλλη μεριά ένα χαστούκι.

Στην πραγματικότητα βρισκόμουν ήδη πεσμένος κάτω, προτού καλά καλά ακούσω τον χτύπο και προτού αρχίσει το αριστερό μου μάγουλο να πονάει. Μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας, ντυμένος από πάνω έως κάτω με μαύρη στολή ιππασίας, μ΄ ένα μαύρο σκούφο, με μαλλιά, ακόμα και μ΄ ένα λεπτό μουστάκι στο σκούρο του πρόσωπο. Από τα μπερδεμένα ουρλιαχτά του μπόρεσα να καταλάβω μόνο ότι επαναλάμβανε ξανά και ξανά τη λέξη «ησυχία».

Imre Kertész, Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο, Μετάφραση: Γιώτα Λαγουδάκου, Εκδόσεις Καστανιώτη.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Βαρβάρα Χριστιά - Άουσβιτς


Βρήκα μια μπούκλα
απ’ τα μαλλιά σου, Άννα,
κι εκείνο το λευκό σχοινάκι
που τα έδενες.
Βρήκα και το δεξί σου το παπούτσι.
Μες στο σωρό αμέσως τ’ αναγνώρισα.
Έτρεξε άδειο προς το μέρος μου.
Μα πως μου φάνηκε πως κούτσαινε;
Κι εκείνη τη μικρή σου την παλάμη,
μες σε βουνό οστά πώς την ξεχώρισα;
Η ραβδωτή στολή ξεθώριασε, Άννα.
Μα στέκονταν όρθια εκεί,
με το γερτό σου νάζι
φορτωμένη.
Τον αριθμό σου μόνο δε θυμήθηκα.
Τι να κρατήσει ο νους;
Τι να ξεχάσει;
Μα, Άννα, μη φοβάσαι,
στο υποσχέθηκα.
Κάποτε ο κόσμος θα αλλάξει.
Κάποτε…
Άννα, φοβάμαι!
Βαρβάρα Χριστιά

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Μένης Κουμανταρέας, για τους ναζί της "χρυσής αυγής", μετά από σωματική επίθεση που είχε δεχθεί, έπειτα από συμμετοχή του σε αντιρατσιστική συγκέντρωση στον Αγ. Παντελεήμονα:

Είναι ανατριχιαστικό, να παρακολουθείς αυτή την ατέρμονη τροχιά της βίας του νεοναζισμού, που απλώνεται σαν φάντασμα πάνω απ’ την πόλη. Είναι που αυτό συμβαίνει γύρω μας και δίπλα μας, σε γνωστούς μας και άγνωστους ανθρώπους. Γίνεται, όμως, ακόμη πιο τρομακτικό, όταν αυτή η βία αρχίζει να ακουμπάει με τα βρώμικα χέρια της, όσους μέσα από το έργο τους επιμένουν να διατηρούν στο προσκήνιο, τις μεγάλες αξίες του ανθρώπου. Στην προκειμένη περίπτωση το χτύπημα δεν αφορά μόνο τον Μένη Κουμανταρέα. Αφορά όλους εκείνους που επιμένουν να προτάσσουν τον εμπεριστατωμένο λόγο απέναντι στις άναρθρες κραυγές

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Primo Levi – Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος (αποσπάσματα)


1. (αναφερόμενος σε ένα περιστατικό εναέριου βομβαρδισμού γερμανικών πόλεων από τους Συμμάχους κατά την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων)
“Στην Μπούνα μαινόταν η λύσσα των Γερμανών πολιτών,η οργή του σίγουρου ανθρώπου που ξυπνά μετά από ένα όνειρο απόλυτης εξουσίας και δεν μπορεί να εξηγήσει την καταστροφή του. Και οι reichsdeutsche του Lager, καθώς και οι πολιτικοί κρατούμενοι, την ώρα του κινδύνου αισθάνθηκαν ξανά το δεσμό του αίματος και της πατρίδας. Το καινούργιο γεγονός επανέφερε το δαίδαλο του μίσους και της ασυνεννοησίας στην πρωτόγονη έκφρασή τους και χώρισε το στρατόπεδο στα δύο: οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι Ες-Ες και τα πράσινα τρίγωνα έβλεπαν, ή νόμιζαν ότι έβλεπαν,στα πρόσωπα όλων μας την ειρωνεία της αντεκδίκησης, τη μοχθηρή χαρά της τιμωρίας. Συμμάχησαν εναντίον μας και η αγριότητά τους πολλαπλασιάστηκε.

Κανείς Γερμανός δεν θα ξεχνούσε πια ότι ήμασταν από την άλλη πλευρά: από την πλευρά αυτών που έσπερναν τον θάνατο, που όργωναν τον γερμανικό ουρανό σαν νικητές πλέον, αγνοώντας κάθε εμπόδιο,φέρνοντας κάθε μέρα την καταστροφή μέσα στα σπίτια τους,στα απαραβίαστα μέχρι τότε σπίτια του γερμανικού λαού.”.

2. “Σιγά-σιγά απλώνεται σιωπή και τότε,από την κουκέτα μου στον τρίτο όροφο,βλέπω και ακούω τον γέρο Κουν να προσεύχεται δυνατά, με τον μπερέ στο κεφάλι, κουνώντας βίαια το στήθος του. Ο Κουν ευχαριστεί τον Θεό γιατί γλίτωσε από την επιλογή. Ο Κουν είναι παράλογος. Δεν βλέπει στη διπλανή κουκέτα τον Μπέπο τον Έλληνα που είναι εικοσιδύο χρόνων και μεθαύριο θα πάει στον θάλαμο αερίων και το ξέρει και μένει ξαπλωμένος με το βλέμμα καρφωμένο στη λάμπα χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να σκέφτεται πλέον τίποτα; Δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που συνέβη σήμερα είναι μια Ύβρις που καμιά προσευχή δεν μπορεί να την εξευμενίσει, καμία συγχώρεση, καμία εξιλέωση των ενόχων, τίποτα από όσα είναι στη δύναμη του ανθρώπου δεν μπορούν να την επανορθώσουν; Εάν ήμουν Θεός, θα έφτυνα στη γη την προσευχή του Κουν”

3. “Όταν βρέχει θέλουμε να κλάψουμε. Είμαστε τυχεροί, γιατί σήμερα δεν φυσά. Παράξενο, κατά κάποιο τρόπο έχουμε πάντα την αίσθηση ότι η τύχη είναι στο πλευρό μας, ότι κάποιο περιστατικό, ασήμαντο ίσως, μας συγκρατεί όταν φτάνουμε στο χείλος της απελπισίας και μας χαρίζει τη ζωή. Βρέχει, αλλά δεν φυσά. Ή βρέχει και φυσά:αλλά ξέρεις ότι αυτό το βράδυ σου αναλογεί συμπληρωματική μερίδα σούπας και έτσι σήμερα έχεις τη δύναμη να αντέξεις ως το βράδυ. Ή βρέχει,φυσά και πεινάς, αλλά και τότε, αν πραγματικά αισθάνεσαι πως υπάρχουν μόνο η θλίψη και η μονοτονία και νομίζεις ότι έφτασες στον πάτο, τότε, αν θέλεις, οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να πέσεις πάνω στο συρματόπλεγμα ή κάτω από τους τροχούς των τρένων και τότε θα σταματούσε να βρέχει”

4. “25 Ιανουαρίου: Ήρθε η σειρά του Σομόγκυ. Ήταν Ούγγρος, χημικός, στα πενήντα, ψηλός, αδύνατος, σιωπηλός. Όπως και ο Ολλανδός, ανάρρωνε από τύφο και οστρακιά. Σ’αυτά προστέθηκε και κάτι άλλο: εμφάνισε υψηλό πυρετό. Εδώ και πέντε μέρες δεν μίλησε καθόλου. Εκείνη μόνο την ημέρα είπε με σταθερή φωνή:

– Έχω μια μερίδα ψωμί κάτω από το στρώμα μου. Μοιραστείτε την εσείς οι τρεις. Εγώ δεν θα ξαναφάω.

Δεν είπαμε τίποτα αλλά δεν αγγίξαμε το ψωμί. Το μισό του πρόσωπο έχει πρηστεί. Για όσο είχε συνείδηση, διατήρησε την άγρια σιωπή του.

Αλλά το βράδυ και για όλη τη νύχτα και για δύο μέρες ασταμάτητα, η σιωπή έσπασε από ντελίριο. Παραδομένος σε ένα τελευταίο, ατέλειωτο όνειρο σκλαβιάς και υποταγής, άρχισε να μουρμουρίζει ‘’jawohl’’ σε κάθε ανάσα σταθερά και κανονικά σαν μηχανή,’’jawohl’’ σε κάθε κίνηση του δύστυχου θώρακά του, χιλιάδες φορές, μέχρι που να επιθυμείς να τον τραντάξεις, να τον πνίξεις ή να τον αναγκάσεις να αλλάξει λέξη. Τότε, για πρώτη φορά κατάλαβα πόσο κοπιαστικός είναι ο θάνατος του ανθρώπου”.

5. “Tον περασμένο μήνα ένα από τα κρεματόρια του Μπιρκενάου ανατινάχτηκε. Κανείς μας δεν ξέρει(και ίσως κανείς ποτέ δεν θα μάθει)πώς ακριβώς πραγματοποιήθηκε η ανατίναξη: λένε ότι είναι έργο του sonderkommando, του ειδικού κομάντο για τους θαλάμους αερίων και τους φούρνους και του οποίου τα μέλη εξοντώνονται και αυτά περιοδικά. Το γεγονός είναι ότι στο Μπιρκενάου, περίπου εκατό σκλάβοι, ανυπεράσπιστοι και εξαντλημένοι όπως εμείς, βρήκαν τη δύναμη να δράσουν, να ωριμάσουν τους καρπούς του μίσους τους.

Ο άντρας που σήμερα θα πεθάνει μπροστά μας βοήθησε με κάποιον τρόπο την εξέγερση. Λέγεται ότι είχε σχέσεις με τους εξεγερμένους του Μπίκερνάου, ότι έφερε όπλα στο στρατόπεδο μας και ότι υποκινούσε μια ταυτόχρονη ανταρσία ανάμεσά μας. Σήμερα θα πεθάνει μπροστά στα μάτια μας. Ίσως οι Γερμανοί δεν θα καταλάβουν ότι ο μοναχικός θάνατος, ο ανθρώπινος θάνατος που του δόθηκε θα του χαρίσει δόξα και όχι ντροπή.

Όταν τελείωσε το λόγο του ο Γερμανός, λόγο που κανένας δεν κατάλαβε, ακούστηκε ξανά η βραχνή φωνή:”Habt ihr verstanden?”(καταλάβετε;)

Ποιός απάντησε ”jawohl”?. Όλοι και κανένας:ήταν σαν η καταραμένη υποταγή μας να ενσαρκώθηκε από μόνη της, σαν να μετατράπηκε σε μια συλλογική φωνή πάνω από τα κεφάλια μας. Αλλά όλοι άκουσαν την κραυγή του ετοιμοθάνατου που διαπέρασε το ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλόνισε τη ζωντανή ανθρώπινη ουσίας μέσα μας:

“Kameraden,ich bin der Letzte”(Σύντροφοι,εγώ είμαι ο τελευταίος)”

Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα από αυτό το ελεεινό κοπάδι ακούστηκε μια φωνή, ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας. Όμως τίποτα δεν συνέβη. Μείναμε ακίνητοι, γκρίζοι, με σκυμμένο κεφάλι, και βγάλαμε τον μπερέ μόνο όταν μας διέταξε ο Γερμανός. Άνοιξε η καταπακτή, το σώμα τρομακτικό, σπαρτάρισε. Η μπάντα ξανάρχισε τη μουσική της κι εμείς, παρελάσαμε μπροστά από το σύντροφο που ψυχορραγούσε.

Κάτω από την αγχόνη στέκονται οι Ες-Ες και μας κοιτούν καθώς περνάμε με απάθεια: το έργο τους ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Τώρα πια οι Ρώσσοι μπορούν να έρθουν, δεν απέμεινε κανείς γενναίος ανάμεσά μας και για τους άλλους ένα απλό χαλινάρι ήταν αρκετό. Οι Ρώσσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρουν υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει.

Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι, κάτω από το βλέμμα σας. Δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας: καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα.

Ο Αλμπέρτο και εγώ γυρίσαμε στο παράρτημα, και δεν μπορέσαμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Αυτός ο άντρας θα πρέπει να ήταν γενναίος, φτιαγμένος από διαφορετικό μέταλλο, εμείς λυγίσαμε, αυτός όχι. Γιατί είμαστε νικημένοι, συντετριμμένοι, ακόμα και αν προσαρμοστήκαμε, ακόμα και αν μάθαμε να βρίσκουμε την τροφή μας και να αντέχουμε στο κρύο και την κούραση, ακόμα και αν επιστρέψουμε

Ανεβάσαμε τη μανέσκα στην κουκέτα, μοιράσαμε την σούπα, σβήσαμε την καθημερινή οργή της πείνας και τώρα μας βαραίνει η ντροπή.

6. Δίπλα μας στέκει μια ομάδα Ελλήνων, αυτοί οι φοβεροί και αξιοθαύμαστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, πεισματικοί, κλέφτες, σοφοί, αμείλικτοι και αλληλέγγυοι, αποφασισμένοι να ζήσουν, ανελέητοι αντίπαλοι στον αγώνα της επιβίωσης: από αυτούς τους Έλληνες που υπερίσχυσαν στις κουζίνες και στο εργοτάξιο, που ακόμα και οι Γερμανοί υπολογίζουν και οι Πολωνοί φοβούνται. Έκλεισαν τρία χρόνια στο Άουσβιτς, αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι το στρατόπεδο. Στέκονται στο κύκλο με τους ώμους κολλητά ο ένας στον άλλο και τραγουδούν μια μακρόσυρτη μελωδία.

 Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφ. Χαρά Σαρλικιώτη. Aθήνα: Άγρα 2009.


Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Για το ναζισμό. Ένα αδημοσίευτο κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη

 Το συγκλονιστικό κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη για τον ναζισμό που διάβασε η κόρη του Κατερίνα στην εκδήλωση Μνήμης για το Ολοκαύτωμα στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης (26/1/2020)

«Οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο, ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν το διαμόρφωμα δεκάδων χιλιάδων αφανών χιτλερίσκων διάσπαρτων σε μεγάλες και μικρές πόλεις, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, σε συντροφιές, σε οικογένειες. Και ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι.
»Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι' αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι' αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί.
»Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών, ούτε οι ολέθριες πολιτικές ιδεολογίες ξεκινούν από μαζικές συγκεντρώσεις σε πλατείες. Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ' το ίδιο μας το σπίτι. Εκεί φωλιάζουν όλα.
»Γι' αυτό μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους, μπορούμε έστω και καθυστερημένα να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ποτέ πια».
Ιάκωβος Καμπανέλης

Πηγή:https://criticeduc.blogspot.com/2020/01/blog-post_2.html?fbclid=IwAR1Ps5-mNbp0xRWs4XkaBEx1B5Zq_gjwWR8KbhSaVMD1APpUPi7GKznzmfg 

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Κωστής Μοσκώφ-Λαϊκισμός ή πρωτοπορία (απόσπασμα)

Ποιητικός Πυρήνας: Κωστής Μοσκώφ, "Ποιήματα"

Φασισμός δεν είναι μόνο η ανοιχτή δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου, που με τη δυνατότητα υπερεκμετάλλευσης των εργατών δίνει τη δυνατότητα παροχών -και έτσι στήριξης της- και στα μικροαστικά στρώματα χωριού και πόλης.

 Φασισμός είναι η καθημερινή πρακτική της αυταρχικής συμπεριφοράς του Εγώ προς τον Άλλο, αυταρχικής συμπεριφοράς που βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση της αδυναμίας του πλησίον του Άλλου- του γονιού προς το παιδί αλλά και του παιδιού προς το γονιό, του άνδρα προς τη γυναίκα αλλά και της γυναίκας προς τον άνδρα, του καθημερινού δίπλα μας πιο καπάτσου, πιο ξυπνού, πιο αδίστακτου, που εκμεταλλεύεται την αγαθότητα ή τη λογική του Άλλου, είναι η μονοδιάστατη και εμπαθής χρήση του Λόγου του Άλλου, είναι να είσαι αδίστακτος τη στιγμή που είσαι δυνατός, να συντρίβεις δίχως αγάπη τον Άλλο όταν δεν μπορεί να αμυνθεί ή δεν θέλει... Και φασισμός είναι η εκμετάλλευση της πιο ανθρώπινης αδυναμίας - η εκμετάλλευση του απελπισμένα παραδομένα, ερωτευμένου Άλλου..."

Ο φασισμός εκφράζεται ως καθημερινή συμπεριφορά που ακινητοποιεί τις αντιστάσεις του Άλλου, όχι για να τον κερδίσει αλλά για να τον συντρίψει, όχι για να προκαλέσει τη συναινετική του συνάντηση αλλά για να προκαλέσει τον αφανισμό του, καθώς βλέπει τον Άλλο ως το διαρκή του εχθρό.

[...] Στον τρομοκρατικό Λόγο - κυρίαρχο Λόγο του σήμερα - ο καθένας εμμένει στο 100% κάποιου δικαίου του, δίχως να συνειδητοποιεί πως η αλήθεια είναι πάντοτε μια σχετικότητα ιστορική και διαλεκτική. Ημιμορφωμένοι, άλλωστε, δίχως αισθαντικότητα και ενόραση, ανέρωτοι και ανέραστοι ˗προϊόντα μιας παιδείας ανάπηρης που τους παρέχει δύσκολα το σύστημα, προϊόντα ακόμα μιας μικροαστικής, μετά την εφηβεία συμβιβασμένης ζωής- πολλοί διανοούμενοι του νεοελληνικού μας σήμερα, ελάσσονες υποτελείς στην άρχουσά μας τάξη και στα οράματα που τους ταΐζει, μπερδεύουν την πραγματικότητα με την οργανική αναπηρία τους -τα μαθηματικά με την ιστορία ή τη φιλοσοφία, το θετικισμό με τη δημιουργία, την "επαρχία" τους με τον σύνολο κόσμο˗ ανίκανοι να δουν τη ζωή ως διαλεκτική ενότητα του Εγώ με τον Άλλο, ανίκανοι να επεκτείνουν το αντικείμενο της μελέτης τους έξω από τον εαυτό τους, ανίκανοι να μεταχειριστούν τη φαντασία τους για να κατανοήσουν το Άλλο και τον Άλλον.

Κωστής Μοσκώφ, Λαϊκισμός ή πρωτοπορία - Δοκίμια III, Καστανιώτης 1985.

............................................................................................................................

«Φασισμός είναι να σε ρωτούν δημοσίως για την ιδιωτική σου ζωή και να σε ανακρίνουν ιδιωτικά για τις δημόσιες πράξεις σου».


Δημήτρης Μαρωνίτης

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Ιάκωβος Καμπανέλλης - Κείμενο για τον φασισμό

Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο SS στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Ένας από εκείνους που τον Μάιο του 1945 κλαίγοντας και ελπίζοντας εφώναζαν ποτέ πια! Ήταν τότε που οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο.

Ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκαμε τον ναζισμό να ξεχνιέται, και κάποτε και να αθωώνεται.

Μετά από 48 χρόνια αυτό που θέλω να φωνάξω είναι πάλι:

Φίλοι μου, θυμηθείτε: ο Αδόλφος Χίτλερ δεν έπεσε απ’ το διάστημα. Ούτε ήταν ένας και μόνος. Ήταν το διαμόρφωμα δεκάδων χιλιάδων αφανών χιτλερίσκων στη Γερμανία και την Αυστρία. Και όχι μόνο εκεί. Χιτλερίσκων διάσπαρτων σε μεγάλες και μικρές πόλεις, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, σε συντροφιές, σε οικογένειες.

Και ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι.

Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι’ αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι’ αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί. Αλλά παντού όπου ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα τον τρέφουν. Και ο κίνδυνος τώρα δεν είναι η εμφάνιση ενός νέου Χίτλερ και η σπορά ενός άλλου μεγάλου πολέμου. Ο κίνδυνος είναι η αδιαφορία για τα αίτια που αναγεννούν τον ναζισμό και εν συνεχεία η απάθεια και η ανοχή για ένα φαινόμενο που μπορεί να εξελιχθεί σε μαζική διανοητική μόλυνση.

Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών, ούτε οι ολέθριες πολιτικές ιδεολογίες ξεκινούν από μαζικές συγκεντρώσεις. Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ’ το ίδιο μας το σπίτι. Εκεί φωλιάζουν όλα. Γι’ αυτό μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους μπορούμε έστω και καθυστερημένα να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ποτέ πια.

| Κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που έγραψε το 1993 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Αυγή λίγο μετά τον θάνατό του |

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ - Ο Νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

'Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).

Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέροντα.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.'

απόσπασμα από κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι για το νεοναζισμό και τον εθνικισμό που έγραψε τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτο-φασισμού. Toυ Ουμπέρτο Έκο


Παρά την ασάφεια αυτή, νομίζω πως μπορούμε να σκιαγραφήσουμε έναν κατάλογο χαρακτηριστικών τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά αυτού που ονομάζω «πρωτοφασισμό», ή «αρχέγονο φασισμό». Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορούν να οργανωθούν σε ένα ενιαίο σύστημα· πολλά απ' αυτά αλληλοαναιρούνται, και είναι επίσης αντιπροσωπευτικά και άλλων μορφών δεσποτισμού ή φανατισμού. Η παρουσία ενός και μόνο απ' αυτά, όμως, αρκεί για να επιτρέψει στο φασισμό να συμπτυχθεί γύρω του.

1.Το πρώτο χαρακτηριστικό του πρωτοφασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η παραδοσιαρχία, βέβαια, είναι πολύ παλαιότερη από τον φασισμό. Δεν χαρακτήριζε μόνο την αντιεπαναστατική σκέψη των Καθολικών μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά γεννήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον κλασικό ελληνικό ορθολογισμό. Στη λεκάνη της Μεσογείου, λαοί διαφόρων θρησκειών (που οι περισσότερες απ' αυτές είχαν γίνει δεκτές στο ρωμαϊκό πάνθεο) άρχισαν να ονειρεύονται κάποια αποκάλυψη που είχε συμβεί στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή η αποκάλυψη, σύμφωνα με τη μυστηριακή αίγλη που καλλιεργούσε η παραδοσιαρχία, είχε παραμείνει για πολύ καιρό κρυμμένη κάτω από το πέπλο γλωσσών που ήταν πια ξεχασμένες στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κέλτικους ρούνους, στους παπύρους των σχεδόν άγνωστων θρησκειών της Ασίας.

Αυτή η νέα κουλτούρα έπρεπε να είναι συγκρητιστική. Ο συγκρητισμός δεν είναι απλά, όπως λένε τα λεξικά, «ο συνδυασμός διαφόρων μορφών πίστης και λατρευτικής πρακτικής»· ένας τέτοιος συνδυασμός πρέπει να ανέχεται τις αντιφάσεις. Καθένα από τα αρχικά μηνύματα περιέχει ψήγματα σοφίας, και όποτε έμοιαζαν να λένε διαφορετικά ή ασύμβατα πράγματα αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο γιατί όλα παραπέμπουν, με αλληγορικό τρόπο, στην ίδια αρχέγονη αλήθεια.

Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στη γνώση. Η αλήθεια έχει ήδη καταγραφεί μια για πάντα, κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε το δυσνόητο μήνυμά της.

Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία. Και μόνο το γεγονός ότι η ιταλική δεξιά, για να δείξει πόσο ανοιχτό μυαλό διαθέτει, διεύρυνε αυτό τον κατάλογο ώστε να συμπεριλάβει και έργα του Ντε Μαιτρ, του Γκενόν και του Γκράμσι, αποτελεί ολοφάνερη απόδειξη συγκρητισμού.

Αν κοιτάξετε τα ράφια που, στα αμερικάνικα βιβλιοπωλεία, φέρουν την επιγραφή «Νέα Εποχή», θα βρείτε εκεί μέχρι και Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν ήταν φασίστας. Αλλά το να συνδυάζεις τον Άγιο Αυγουστίνο με το Στόουνχεντζ αυτό είναι σύμπτωμα πρωτοφασισμού.

2. Η παραδοσιαρχία συνεπάγεται την απόρριψη του μοντερνισμού. Και οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κυριολεκτικά λάτρευαν την τεχνολογία, ενώ οι διανοητές της παραδοσιαρχίας συνήθως την απορρίπτουν ως αντίθετη προς τις παραδοσιακές πνευματικές αξίες. Όμως, παρόλο που ο ναζισμός υπερηφανευόταν για τα βιομηχανικά του επιτεύγματα, ο εγκωμιασμός του μοντερνισμού δεν ήταν παρά η επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασισμένης στην ιδέα Αίμα και Γη (Blut und Boden). Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου ήταν μεταμφιεσμένη σαν αντίκρουση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά αφορούσε κυρίως στην απόρριψη του Πνεύματος του 1789 (και του 1776, φυσικά). Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Ορθολογισμού, γίνεται αντιληπτή ως απαρχή της σύγχρονης αχρειότητας. Κατ' αυτή την έννοια, ο πρωτοφασισμός μπορεί να οριστεί ως ανορθολογισμός.

3. Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση. Η καχυποψία απέναντι στον κόσμο της διανόησης αποτελούσε πάντοτε σύμπτωμα του πρωτοφασισμού, από την υποτιθέμενη ρήση του Γκέμπελς («όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα αρπάζω το όπλο μου») μέχρι τη συχνή χρήση εκφράσεων όπως «εκφυλισμένοι διανοούμενοι», «κουλτουριάρηδες», «παρηκμασμένοι σνομπ», «τα πανεπιστήμια είναι φωλιές κομμουνιστών». Οι επίσημοι φασίστες διανοούμενοι ασχολούνταν κυρίως με το να επιτίθενται στον σύγχρονο πολιτισμό και την αριστερή διανόηση, που έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.

4. Καμιά συγκρητιστική πίστη δεν αντέχει στην αναλυτική κριτική. Το κριτικό πνεύμα κάνει διακρίσεις μεταξύ των εννοιών, και αυτές οι διακρίσεις αποτελούν σημάδι μοντερνισμού. Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα επαινεί τη διαφωνία ως μέθοδο βελτίωσης της γνώσης. Για τον πρωτοφασισμό, η διαφωνία είναι προδοσία.

5. Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί σημάδι ποικιλομορφίας. Ο πρωτοφασισμός καλλιεργεί και αναζητεί τη συναίνεση με το να οξύνει και να εκμεταλλεύεται το φυσικό φόβο του διαφορετικού. Η πρώτη έκκληση ενός φασιστικού ή πρώιμου φασιστικού κινήματος είναι η έκκληση ενάντια στους παρείσακτους. Επομένως, ο πρωτοφασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός.

6. Ο πρωτοφασισμός πηγάζει από την ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από μια οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στην εποχή μας, που οι παλιοί «προλετάριοι» είναι πλέον μικροαστοί (και τα λούμπεν στοιχεία είναι κατά κανόνα αποκλεισμένα από την πολιτική σκηνή), ο φασισμός του αύριο θα βρει το ακροατήριό του σ' αυτή τη νέα πλειοψηφία.

7. Στους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο πρωτοφασισμός λέει πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι το πιο κοινό, ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Άλλωστε, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Έτσι, στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν πολιορκημένοι. Ο πιο εύκολος τρόπος να πολεμήσεις μια συνωμοσία είναι η επίκληση στην ξενοφοβία. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς: οι Εβραίοι είναι συνήθως ο καλύτερος στόχος, γιατί έχουν το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα και εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Στις Η.Π.Α., ένα εμφανές δείγμα συνωμοσιολογικής εμμονής βρίσκεται στο βιβλίο του Πατ Ρόμπερτσον Η Νέα Τάξη Πραγμάτων, αλλά, όπως έχουμε δει πρόσφατα, υπάρχουν και πολλά άλλα.

8. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών τους. Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου είχαν μάθει ότι οι Εγγλέζοι είχαν πέντε γεύματα τη μέρα. Έτρωγαν πιο συχνά από τους φτωχούς αλλά νηφάλιους Ιταλούς. Και ότι οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο μέσω ενός μυστικού δικτύου αμοιβαίας αρωγής. Έτσι, με μια συνεχή μετατόπιση της ρητορικής εστίασης, οι εχθροί είναι ταυτόχρονα πολύ ισχυροί και πολύ αδύναμοι. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους, γιατί είναι εγγενώς ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της δύναμης του εχθρού.

9. Για τον πρωτοφασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή· αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Επομένως, ο ειρηνισμός ισοδυναμεί με συναλλαγή με τον εχθρό. Είναι κακός, γιατί η ζωή είναι ένας συνεχής πόλεμος. Αυτό, όμως, επιφέρει ένα «σύμπλεγμα Αρμαγεδδώνα». Εφόσον οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη, μετά από την οποία το κίνημα θα έχει υπό τον έλεγχό του ολόκληρο τον κόσμο. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, μιας Χρυσής Εποχής, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα του συνεχούς πολέμου. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει ποτέ να λύσει αυτό το πρόβλημα.



10. Ο ελιτισμός αποτελεί χαρακτηριστική διάσταση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, στο βαθμό που είναι θεμελιωδώς αριστοκρατικός, και ο αριστοκρατικός και μιλιταριστικός ελιτισμός συνεπάγεται την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να εκφράσει μόνο έναν λαϊκό ελιτισμό. Κάθε πολίτης ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, τα μέλη του κόμματος είναι οι καλύτεροι πολίτες, κάθε πολίτης μπορεί (ή πρέπει) να γίνει μέλος του κόμματος. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς πληβείους. Ο Ηγέτης, που γνωρίζει ότι η εξουσία δεν του απονεμήθηκε δημοκρατικά αλλά την κατέκτησε με τη βία, γνωρίζει επίσης ότι η δύναμή του βασίζεται στην αδυναμία των μαζών· οι μάζες είναι αδύναμες, και γι' αυτό χρειάζονται και αξίζουν έναν ηγεμόνα. Και εφόσον η ομάδα είναι οργανωμένη ιεραρχικά (σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο), κάθε ηγέτης περιφρονεί τους υφισταμένους του, και καθένας απ' αυτούς περιφρονεί τους κατωτέρους του. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του μαζικού ελιτισμού.

11. Μέσα σ' αυτή την προοπτική, όλοι μαθαίνουν πως πρέπει να γίνουν ήρωες. Σε κάθε μυθολογία, ο ήρωας είναι ένα εξαιρετικό ον, αλλά για την πρωτοφασιστική ιδεολογία ο ηρωισμός είναι ο κανόνας. Αυτή η λατρεία του ηρωισμού συνδέεται στενά με τη λατρεία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα συνθήματα που είχαν οι ισπανοί φαλαγγίτες ήταν το «viva la muerte» («ζήτω ο θάνατος»). Στις μη φασιστικές κοινωνίες, ο απλός λαός μαθαίνει ότι ότι ο θάνατος είναι κάτι το δυσάρεστο που όμως πρέπει να το αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια· και οι πιστοί μαθαίνουν ότι είναι ένας οδυνηρός τρόπος για να περάσουν σε μια μεταφυσική ευτυχία. Αντίθετα, ο πρωτοφασίστας ήρωας αποζητά τον ηρωικό θάνατο, ο οποίος διαφημίζεται ως η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μια ηρωική ζωή. Ο πρωτοφασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, συχνά στέλνει κι άλλους ανθρώπους στο θάνατο.

12. Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός [σ.τ.Μ.: το αντριλίκι] (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα - σαν φαλλικό υποκατάστατο.

13. Ο πρωτοφασισμός βασίζεται σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό, έναν ποιοτικό λαϊκισμό, θα έλεγε κανείς. Σε μια δημοκρατία, οι πολίτες έχουν ατομικά δικαιώματα, αλλά οι πολίτες συνολικά έχουν πολιτική επιρροή μόνο από ποσοτική άποψη ακολουθούνται οι αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για τον πρωτοφασισμό, όμως, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα, και ο Λαός γίνεται αντιληπτός σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο Ηγέτης παριστάνει το διερμηνέα τους. Έχοντας χάσει την εξουσία της αντιπροσώπευσης, οι πολίτες δεν πράττουν· καλούνται μόνο να παίξουν το ρόλο του Λαού. Έτσι, ο Λαός δεν είναι παρά ένα θεατρικό εφεύρημα. Για να πάρουμε μια γεύση ποιοτικού λαϊκισμού δεν χρειαζόμαστε πλέον την Πιάτσα Βενέτσια της Ρώμης, ούτε το Στάδιο της Νυρεμβέργης. Υπάρχει στο μέλλον μας ένας τηλεοπτικός ή διαδικτυακός λαϊκισμός, στον οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών θα μπορεί να παρουσιάζεται και να γίνεται αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού.

Λόγω του ποιοτικού λαϊκισμού του, ο πρωτοφασισμός πρέπει να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Μια από τις πρώτες φράσεις που είπε ο Μουσολίνι στο ιταλικό κοινοβούλιο ήταν «Θα μπορούσα να μετατρέψω αυτό το βουβό και καταθλιπτικό μέρος σε στρατόπεδο για τις σπείρες μου» οι «σπείρες» είναι μια υποδιαίρεση της παραδοσιακής ρωμαϊκής λεγεώνας. Βέβαια, αμέσως βρήκε καλύτερο καταυλισμό για τις σπείρες του, αλλά λίγο αργότερα διέλυσε το κοινοβούλιο. Όποτε ένας πολιτικός αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου γιατί δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη Φωνή του Λαού, αρχίζει και μυρίζει πρωτοφασισμό.

14. Ο πρωτοφασισμός μιλάει την «Νέα Ομιλία». Η Νέα Ομιλία επινοήθηκε από τον Όργουελ στο βιβλίο του 1984, ως επίσημη γλώσσα του Αγγλικού Σοσιαλισμού. Αλλά σε πολλές μορφές δικτατορίας συναντά κανείς πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά. Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν φτωχό λεξιλόγιο και στοιχειώδη σύνταξη, με σκοπό να περιορίσουν τη διάδοση των εργαλείων της σύνθετης και κριτικής σκέψης. Αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε άλλα είδη Νέας Ομιλίας, ακόμα κι αν παίρνουν τη φαινομενικά αθώα μορφή ενός δημοφιλούς τοκ-σόου.

Το πρωινό της 27ης Ιουλίου 1943, έμαθα ότι, σύμφωνα με ραδιοφωνικές ανακοινώσεις, ο φασισμός είχε καταρρεύσει και ο Μουσολίνι είχε συλληφθεί. Όταν η μητέρα μου με έστειλε να αγοράσω την εφημερίδα, είδα ότι οι εφημερίδες στον κοντινότερο πάγκο είχαν διαφορετικούς τίτλους. Επιπλέον, αφού είδα τους τίτλους, συνειδητοποίησα ότι κάθε εφημερίδα έγραφε διαφορετικά πράγματα. Αγόρασα μία στην τύχη, και διάβασα στην πρώτη σελίδα ένα μήνυμα που το υπέγραφαν πέντε ή έξι πολιτικά κόμματα ανάμεσά τους η Χριστιανική Δημοκρατία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα της Δράσης, και το Φιλελεύθερο Κόμμα.

Μέχρι τότε, πίστευα ότι υπήρχε μόνο ένα κόμμα σε κάθε χώρα, και ότι στην Ιταλία αυτό ήταν το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τώρα, ανακάλυπτα ότι στη χώρα μου μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Καθώς ήμουν έξυπνο παιδί, κατάλαβα ότι όλα αυτά τα κόμματα δεν μπορεί να γεννήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, άρα θα πρέπει να υπήρχαν εδώ και αρκετό καιρό ως μυστικές οργανώσεις.

Το μήνυμα στην πρώτη σελίδα πανηγύριζε για το τέλος της δικτατορίας και την επιστροφή της ελευθερίας: της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, της πολιτικής σύμπραξης. Αυτές τις λέξεις, «ελευθερία», «δικτατορία» τις διάβαζα τώρα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χάρη σ' αυτές τις λέξεις, ξαναγεννήθηκα ως ελεύθερος δυτικός άνθρωπος.

Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου. Και είναι καλό να θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ στις 4 Νοεμβρίου 1938:

«Τολμώ να πω ότι, αν ποτέ η αμερικανική δημοκρατία πάψει να προχωρεί ως ζωντανή δύναμη και να προσπαθεί μέρα και νύχτα, με ειρηνικό τρόπο, να κάνει όλους τους πολίτες μας καλύτερους, τότε ο φασισμός θα δυναμώσει στη χώρα μας».


Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι μια ατέρμονη διαδικασία.
---

Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books το 1995

stavrochoros.pblogs.gr

gravityandthewind.blogspot.gr