Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Λέκκας Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Λέκκας Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Μάνος Χατζιδάκις - Μια πόλη μαγική


 Μια πόλη μαγική

ζούμε μαζί οι δυο αγαπημένοι

μια πόλη σαν κι αυτή

πεθαίνει, ζει

κι αλλάζει μαγεμένη.


Σαν πέσει η σκοτεινιά

η αναπνοή μου

θα σμίξει με τ’ αγέρι

τότες η πόλη θα φανεί

μονάχη ερημική

σαν τ’ ακριβό μου αστέρι.


Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Πωλητής Ιδανικών Στιγμών Μάνου Χατζιδάκι - Άρη Δαβαράκη

Μονάχος μου γυρνώ τις Κυριακές

σαν το σκυλί που ψάχνει να χορτάσει.

Πουλώ πανάκριβες στιγμές, ιδανικές

ποιος θα Ποιος θα τις αγοράσει;

Πουλώ πανάκριβες στιγμές κι εσύ μου λες

πως όλα τα ’χω πια ξεχάσει.


Οι νύχτες είναι, είναι Κυριακές

στην αγκαλιά τους πεθαίνω και σκοτώνω.

Είναι κουρτίνες μαύρες υφαντές

που μοναχός μου ράβω και ξηλώνω.


Μονάχος χτίζω φυλακές

μονάχος δραπετεύω

και ζω τις λίγες μου στιγμές τις Κυριακές

που πληρωμή γυρεύω.

Πουλώ πανάκριβες στιγμές, ιδανικές

μα ποιος θα μου τις αγοράσει;

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Μάνος Χατζιδάκις - Ερωτική άσκηση για δύο



στίχοι, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις ερμηνεία: Έλλη Πασπαλά, Βασίλης Λέκκας το κορίτσι: Μαζί θα κάνουμε εκατό παιδιά ο νέος: Με δυο φεγγάρια στην καρδιά το κορίτσι: Θα χεις τα χέρια σου σφιχτά θα χω τα πόδια μου ανοιχτά κι οι δύο μαζί: ο νέος: Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά θα χω τα χέρια μου σφιχτά το κορίτσι: Θα χω τα πόδια μου ανοιχτά θα χεις τα χέρια σου σφιχτά ο νέος: Μαζί θα γίνουμε κι εμείς παιδιά το κορίτσι: Στου ήλιου τη βελανιδιά ο νέος: Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά θα χω τα χέρια μου σφιχτά κι οι δύο μαζί: το κορίτσι: Θα χω τα πόδια μου ανοιχτά θα χεις τα χέρια σου σφιχτά ο νέος: Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά θα χω τα χέρια μου σφιχτά Από τον κύκλο τραγουδιών του Μ. Χατζιδάκι "Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς" (1983) σε στίχους του ίδιου, του Άρη Δαβαράκη και της Αγαθής Δημητρούκα και ερμηνείες Βασίλη Λέκκα, Έλλης Πασπαλά, Ηλία Λιούγκου και Νένας Βενετσάνου. Ο Μ. Χατζιδάκις είχε σκεφτεί αυτό το έργο το 1972, αλλά το ολοκλήρωσε τη διετία 1981-1983.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Βασίλης Λέκκας - Κοίτα με στα μάτια

 

Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς,

όμως το τραγούδι ξέρει πού πονάς.

Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο

το ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.


Βήμα κι άλλο βήμα, βήματα παλιά,

ο χορός ανοίγει σαν την αγκαλιά.


Κοίτα με στα μάτια, πάτα όπου πατώ,

κράτα με καλά απόψε, μην αναληφθώ.


Πότε σαν πουλάκι, πότε στα δεσμά,

όλη η ζωή μου ένα ξάφνιασμα.

Νιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα

κι όσα έχω δε μου κάνουν και τα ξέχασα.


Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Νίκος Γκάτσος - ΄Ελα σε μένα

 

                                                       Βασίλης Λέκκας - Έλα σε μένα

Αν κουραστείς απ’ τους ανθρώπους
κι είν’ όλα γύρω γκρεμισμένα
μην πας ταξίδι σ’ άλλους τόπους
έλα σε μένα έλα σε μένα.

Κι αν πέσει απάνω σου το βράδυ
με τ’ άστρα του τ’ απελπισμένα
μη φοβηθείς απ’ το σκοτάδι
έλα σε μένα έλα σε μένα.

Έλα και γείρε το κεφάλι
στα χέρια μου τ’ αγαπημένα
να ζήσεις τ’ όνειρο και πάλι
έλα σε μένα έλα σε μένα.

Κι αν δεις καράβια να σαλπάρουν
κι αν δεις να ξεκινάνε τρένα
μην πεις μαζί τους να σε πάρουν
έλα σε μένα έλα σε μένα.

Έχω μια θάλασσα σμαράγδια
μ’ αγάπη κι ήλιο κεντημένα
για την καρδιά σου που ’ναι άδεια
έλα σε μένα έλα σε μένα.

Έλα και κάθισε δεξιά μου
σαν ξεχασμένος αδερφός
να μοιραστείς τη μοναξιά μου
και να σου δώσω λίγο φως!

Έλα σε μένα! Έλα σε μένα!

 
Όλα τα τραγούδια, σ. 348

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Μάνος Χατζιδάκις - Για έναν ελεύθερο άνθρωπο

 


                                   Βασίλης Λέκκας - Για έναν ελεύθερο άνθρωπο


Τραγουδάς άλλο σκοπό:

δεν μπορεί να `σαι δικός μας.

Μέθυσε με το κρασί.

Έμαθα να σ’ αγαπώ,

αν και είσ’ αντίθετός μας.

Μάθε το καλά κι εσύ:


είτε λίγοι, είτε πολλοί,

είναι κρίμα την ψυχή μας

να τη λιώνουν σαν κερί.

Ας κοιτάξουμε μαζί

να σκοτώσουμ’ ένα τέρας,

που παντού μάς απειλεί.


Γιατί, αλήθεια, Ελευθερία,

γεννημένη από σεισμούς,

είναι έξω από τα κράτη

κι έξω απ’ τους θεσμούς.

Έχει απ’ τον ήλιο κάτι

κι από τους αστερισμούς.


Γιατί, αλήθεια, Ελευθερία,

γεννημένη από σεισμούς,

είναι έξω από τα κράτη

κι έξω απ’ τους θεσμούς.

Έχει απ’ τον ήλιο κάτι

κι από τους αστερισμούς.


Είναι άδικο οι πολλοί

να μισούν το πέταγμά μου.

Άσε να 'μ’ ένα πουλί.

Ούτ’ εγώ δεν ωφελεί

να σε καίω με τη φωτιά μου.

Σβήσε με μ’ ένα φιλί.


Είναι άδικο οι πολλοί

να μισούν το πέταγμά μου.

Άσε να 'μ’ ένα πουλί.

Ούτ’ εγώ δεν ωφελεί

να σε καίω με τη φωτιά μου.

Σβήσε με μ’ ένα φιλί.


Γιατί, αλήθεια, Ελευθερία,

γεννημένη από σεισμούς,

είναι έξω από τα κράτη

κι έξω απ’ τους θεσμούς.

Έχει απ’ τον ήλιο κάτι

κι από τους αστερισμούς.


Γιατί, αλήθεια, Ελευθερία,

γεννημένη από σεισμούς,

είναι έξω από τα κράτη

κι έξω απ’ τους θεσμούς.

Έχει απ’ τον ήλιο κάτι

κι από τους αστερισμούς.

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Βασίλης Λέκκας - Η Μπαλάντα Του Ούρι (Αχ! Ουρανέ)


 Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας


Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι ουρανέ, φίλε μακρινέ πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό αχ ουρανέ πόνε μακρινέ Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό, το γαλανό κι ακούω μια φωνή, καμπάνα γιορτινή να με παρακινεί Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί, εκεί, εκεί που χτίζουνε φωλιά αλλόκοτα πουλιά στου ήλιου τα σκαλιά Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι ουρανέ, φίλε μακρινέ πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό αχ ουρανέ πόνε μακρινέ Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό, το γαλανό και μια φωνή τρελή σαν χάδι κι απειλή κοντά της με καλεί Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί, εκεί, εκεί μου τάζει ωκεανούς κομήτες φωτεινούς και ό,τι βάζει ο νους Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι ουρανέ, φίλε μακρινέ πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό αχ ουρανέ πόνε μακρινέ

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Βασίλης Λέκκας-Τι είναι αυτό που σε φοβίζει






 Τι είναι αυτό που σε φοβίζει.

Στίχοι: Ευγένιος Αρανίτσης

Μουσική: Γιάννης Σπάθας

Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας


Όλες σου οι γνώσεις

είναι οι φήμες κι' οι διαδόσεις που ακούς

σε μαγεύουν οι ανέσεις,

των σοφών οι υποθέσεις

και των άστρων οι προβλέψεις.


Φεύγουνε οι αιώνες

σαν αρχαίοι παγετώνες,σαν εικόνες

λες πως όλα είναι μύθοι

κι' όλο τρέχεις μες στα πλήθη

όμως δεν έχεις ξεφύγει.


Απ' αυτό που τόσο σε φοβίζει,

απ' αυτό που τόσο σε βασανίζει

πες μου τι 'ν' αυτό που σε φοβίζει

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει.


Χίλιες και μια νύχτες

σαν του ρολογιού τους δείχτες τριγυρνούσες

και σκεφτόσουν το φεγγάρι

τους κομήτες και τον Άρη

και ποιος θα 'ρθει να σε πάρει.


Κόλπα κι' απιστίες

κι' απαραίτητες θυσίες στους γονείς σου

πάλι δεν θα καταφέρεις

την αγάπη να υποφέρεις

και θα ζεις χωρίς να ξέρεις.


Τι 'ν' αυτό που τόσο σε φοβίζει,

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει,

πες μου τι 'ν' αυτό που σε φοβίζει,

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει.( χ2 )


Τι 'ν' αυτό που τόσο σε φοβίζει,

πες μου τι 'ν' αυτό που σε φοβίζει,

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει,

πες μου τι 'ν' αυτό.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Γιάννης Ρίτσος - 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας


Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες



Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα



Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας



Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια



Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει



Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας



Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι



Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι



Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο



Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα



Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσεις το τραγούδι



Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του



Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη



Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους



Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε



Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι



Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος



Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας


Μαρία Δημητριάδη-Ο Ταμένος

Γιώργος Νταλάρας-Εδώ το φως



Τη Ρωμιοσύνη Μην Την Κλαις - Μαρία Δημητριάδη

Γιώργος Νταλάρας-Καρτέρεμα

Γιώργος Νταλάρας - Το Χτίσιμο

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Βασίλης Λέκκας (Άρης Δαβαράκης-Μάνος Χατζιδάκις)-Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων


Σαν παλιό σινεμά και σαν τη Χαλιμά
που μιλάει με τα παιδιά
σου κρύβω την αλήθεια
κι αφήνω από τα στήθια μου να βγουν
παραμύθια για κείνους π’ αγαπούν

Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές
γι’ αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές

Σ’ αγκαλιάζω στο σκοτάδι
σε τυλίγω μ’ ένα χάδι
τώρα είμαι γυμνός
μοιάζω σαν Θεός
φωτεινός δυνατός,
μπορείς να μ’ αγαπήσεις
μπορείς να μου φωτίσεις μια στιγμή
το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή

Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές
γι’ αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές

Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Η Νύχτα Αυτή ----- Βασίλης Λέκκας


Στίχοι:   Ευγένιος Αρανίτσης
Μουσική:   Γιάννης Σπάθας
1. Βασίλης Λέκκας
Δίσκος: Σύντομα Όνειρα (1989)





Τη νύχτα αυτή
θα `ρθει να με βρει
μια γυναίκα χλομή
και το καθετί
που ίσως μου πει
θα `ναι μια αφορμή

Κρύβει στο κορμί
του ανέμου τη βουή
μια τρελή αστραπή
μα το καθετί
που ίσως μου πει
θα `ναι κι άλλη πληγή

Ζει σε κόσμο μυστικό
από τη νύχτα πιο σκοτεινό
μα νιώθω ναυαγός
κι εκείνη είναι πλοίο και φως

Τη νύχτα αυτή
θα `ρθει να με βρει
μια γυναίκα χλομή
και το καθετί
που ίσως μου πει
θα `ναι μια γιορτή

Κρύβει στο κορμί
μια φλόγα χρυσή
μι’ ασημένια χορδή
μα το καθετί
που ίσως μου πει
θα `ναι μια φυλακή

Ζει σε κόσμο μυστικό
από τη νύχτα πιο σκοτεινό
μα νιώθω ναυαγός
κι εκείνη είναι πλοίο και φως

Ό,τι κι αν συμβεί
τη νύχτα αυτή
θα `ναι μόνο η αρχή

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Μάνος Χατζιδάκις-Μια Πόλη Μαγική


Μια πόλη μαγική
Ζούμε μαζί οι δυο αγαπημένοι
Μια πόλη σαν κι αυτή
Πεθαίνει ζει
Κι αλλάζει μαγεμένη
Σαν πέσει η σκοτεινιά
Η αναπνοή μου
Θα σμίξει με τ' αγέρι
Τότες η πόλη θα φανεί
Μονάχη ερημική
Σαν τ' ακριβό μου αστέρι


Μια πόλη μαγική - Μάνος Χατζιδάκις, Βασίλης Λέκκας


Μαρία Παπαγεωργίου-Μια πόλη μαγική

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Μάνος Χατζιδάκις - Η μπαλάντα του Οδοιπόρου


Από το δίσκο "Ο Μάνος Χατζιδάκις στη Ρωμαϊκή Αγορά"
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Βασίλης Λέκκας

Βλέπω πλήθος κόσμο να κυλά
μα ψυχή δεν μου χαμογελά
στα κρεβάτια τ΄ άρρωστα παιδιά
και στα δέντρα ξερά τα κλαδιά.

Την αγάπη πέταξα σ΄ ένα βυθό
και το φόβο μου έστρωσα να κοιμηθώ.
Βρίσκω τάφους κι έναν κόσμο
που δεν πονά.
Όπου πάω κι ένα λάθος
με τυραννά.

Ποιος προφήτης τώρα θ΄ ακουστεί
σα φωνή σε στέρνα κλειστή;
Σ΄ έναν κόσμο άδειο κι ορφανό
ποια κραυγή απ΄ τον ουρανό;

Τα πουλιά παράτησα στις ερημιές
και το φως σπατάλησα στις γειτονιές
Δεν τον θέλω και φοβάμαι
το γυρισμό.
Δες ποιος είμαι πού πηγαίνω
για το χαμό.

Νίκος Καββαδίας--Guevara

Στο Θανάση Καραβία

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: «Καμάρι μου, κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πιά με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.)
απόψε οι δύο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαιτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο Φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

Έφεσος 1972 

* Το 1968 ο Καββαδίας είχε εκμυστηρευτεί στον Μάκη Ρηγάτο πως σχεδιάζει ένα συνθετικό ποίημα εμπνευσμένο από το θάνατο του Γκεβάρα.

** «Φίλος». Ο Νίκος Καββαδίας αναφέρεται στον Φιντέλ Κάστρο.


Νίκος Καββαδίας - Τραβέρσο (1975)



GUEVARA Χ. Παπαδόπουλος - Ν. Καββαδίας / Β. Λέκκας


Χ. Παπαδόπουλου - Ν. Καββαδία Τραγούδι: Β. Λέκκας "Première Version" 1993

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Νίκος Εγγονόπουλος-Μπολιβάρ [1944]




ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
     για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
     τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
     γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
     κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
     γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
     πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
     οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
     νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
     η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
     συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
     Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
     τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
     ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
     πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
     κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
     μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
     γενναίοι και δυνατοί.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
     δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
     τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
     για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
     κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
     πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
     άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
     νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
     αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
     εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
     ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
     μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
     και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
     στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
     όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
     ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
     σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
     ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
     και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
     και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
     κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
     η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
     το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
     δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
     Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
     τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
     (η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
     ο Μπολιβάρ!


Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
     στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
     του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
     Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
     Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
     του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
     της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
     της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
     Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
     πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
     Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
     ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
     την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
     τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
     μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
     στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
     τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
     σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
     κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
     Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
     πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
     π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
     λεωφορεία με τους πληγωμένους.

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
     του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
     Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
     καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
     τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
     και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
     δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
     ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
     όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
     πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
     τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
     και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
     στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
     σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
     μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
     να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
     τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
     το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
     δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
     προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
     αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
     τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
     ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
     κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
     μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
     ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
     σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
     πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

επίκλησις

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
     και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
     ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
     ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.


ΧΟΡΟΣ

στροφή

(entrée des guitares)

Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.


αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)


τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad



επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
     corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
     corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
     corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
     corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
     corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
     corazón.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.


ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ

(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).


στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;

Νίκος Εγγονόπουλος (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985)


(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)

Μάνος Χατζιδάκις-Μπολιβάρ



                                                                Βασίλης Λέκκας-Μπολιβάρ

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Αθανασία (Νίκος Γκάτσος-Μάνος Χατζιδάκις (2 εκτελέσεις)


                                                 Φλέρυ Νταντωνάκη-Αθανασία




                                                  Βασίλης Λέκκας-Αθανασία

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς