Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Ουαλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Ουαλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Dylan Thomas - Ποιήματα


Η ορμή που μέσα από τον ανθηρό δίαυλο πορεύει το λουλούδι

Η ορμή που μέσα απο τον ανθηρό δίαυλο
πορεύει το λουλούδι
Και τʼ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απʼ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.

Η ορμή που πορεύει το νερό μεσʼ απʼ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.

Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απʼ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.

Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σʼ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τʼ αστέρια.

Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.

Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς

Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς
Την υγρασία σε ξηρασία μεταλλάσειֹ η χρυσή βολή
Λυσσομανά στον παγωμένο τάφο.
Μια πορεία στην εποχή των φλεβών
Τη νύχτα σε μέρα μεταλλάσειֹ αίμα στους ήλιους τους
Φωτίζει το ζωντανό σκουλήκι.

Μια πορεία στο μάτι προειδοποιεί
Τα κόκκαλα της τύφλωσης κι η μήτρα
Οδηγεί στο θάνατο καθώς η γη διαρρέει.

ʽΕνα σκοτάδι στον καιρό του ματιού
Είναι το μισό του φωςֹ η βυθομετρημένη θάλασσα
Σκάζει σε λεία γη.
Ο σπόρος που πλάθει ένα δάσος νεφρών
Καρφώνει το μισό καρπό τουֹ και μισό στάζει
Αργά σʼ έναν άνεμο υπνωμένο.

Ένας καιρός σε κόκκαλα και σάρκα
Είναι υγρασία και ξηρασίαֹ ο ζωντανός κι ο νεκρός
Κινούνται σαν δυο φαντάσματα μπροστά στο μάτι.

Μια πορεία στον καιρό του κόσμου
Το στοιχειό σε στοιχειό μεταλλάσειֹ κάθε μητέρας παιδί
Κάθεται στη διπλή σκιά του.
Μια πορεία συνεπαίρνει το φεγγάρι προς τον ήλιο,
Κατεβάζει τις κουρελιασμένες κουρτίνες του δέρματος
Κι η καρδιά εγκαταλείπει τους νεκρούς της.

Πριν χτυπήσω

Πριν χτυπήσω και ανοίξει η σάρκα,
Με χέρια ρευστά στη μήτρα παισμένος,
Εγώ που ήμουν ασχημάτιστος σαν το νερό
Που σχημάτισε τον Ιορδάνη πλάι στο σπίτι μου
Υπήρξα αδελφός της θυγατέρας της Μνεθά
Κι αδελφή του υιοθετημένου σκουληκιού.

Εγώ που ήμουν αδιάφορος σʼ Άνοιξη και Καλοκαίρι,
Που δεν ήξερα τον ήλιο και τη σελήνη με τʼ όνομά τους,
Ενω ήμουν ακόμη μια λιωμένη μορφή,
Τα μολύβδινα αστέρια, το βροχερό σφυρί
Στριφογυρισμένο απ΄τον πατέρα μου στο θόλο του.

Ήξερα το μήνυμα του Χειμώνα,
Το φερμένο χαλάζι, το παιδικό χιόνι
Κι ο άνεμος ήταν μνηστήρας της αδελφής μουֹ
Άνεμος μέσα μου ορθωμένος, η χθόνια δροσιάֹ
Οι φλέβες μου ξεχύθηκαν με τους αγέριδες της ανατολήςֹ
Ανεπίτευκτος ήξερα τη νύχτα και τη μέρα.

Έτσι ανεπίτευκτος ακόμη και υπέφεραֹ
Ο τροχός των ονείρων τα κρινένια κόκκαλά μου
Έστριψε σʼ ένα ζωντανό μηδενικό.
Και σάρκα ψαλιδίστηκε να διασχίσει τις γραμμές
Κρεμάλες στο συκώτι
Και βάτα τα κουλουριασμένα συλλογικά.

Το λαρύγγι μου ήξερε τη δίψα πριν τη δομή
Του δέρματος και των φλεβών γύρω στην πηγή
Που λέξεις και νερό κάνουν ένα μίγμα
Ασφαλές ώσπου το αίμα να τρέξει γεμάτοֹ
Η καρδιά μου ήξερε την αγάπη, η κοιλιά μου την πείναֹ
Μύρισα το σκουλήκι στην κένωσή του.

Κι ο χρόνος έχυσε τη θνητή μου πλάση
Να συμπαρασυρθώ ή να πνιγώ στις θάλασσες
Φιλιωμένος πια με την αρμυρή περιπέτεια
Φουσκονεριών που δεν άγγιξαν ποτέ τις ακτές.
Εγώ που ήμουν πλούσιος φτιάχτηκα ο πλουσιότερος
Ρουφώντας το κρασί των ημερών.

Εγώ γεννημένος απο σάρκα και φάσμα δεν ήμουν
Μήτε φάσμα, μήτε άνθρωπος, μα φάντασμα θνητό.
Και τσακίστηκα απʼ την φτερούγα του θανάτου.
Ήμουν θνητός ως τη στερνή
Μεγάλη ανάσα που έφερε στον πατέρα μου
Το μύνημα του ψυχορραγούντος Χριστού του.

Εσύ που γονατίζεις σε σταυρό και βωμό,
Θυμήσου με και σπλαχνίσου τον,
Αυτόν που έκανε τη σάρκα και τα κόκκαλά μου πανοπλία
Και διπλοσταύρωσε της μάνας μου τη μήτρα.

Ο ήρωας μου γυμνώνει τα νεύρα του

Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα νεύρα του
Που κυβερνούν απο καρπό σε ώμο
Ξεσκεπάζει το κεφάλι που σαν κοιμισμένο στοιχειό
Στηρίζει το θνητό μου κυβερνήτη
Την πε΄ρηφανη ράχη που ξεπετιέται
Όλο στροφές και συστροφές.

Κι αυτά τα δύστυχα νεύρα
Κουβάρι νʼ ανεβαίνουν στο κρανίο
Πόνος στο ερωτοστέρητο χαρτί
Πραδίδω στην αγάπη με τις άναρχες καλικατζούρες μου
Που αρθρώνουν όλη την πείνα του έρωτα
Και μιλούν για την αρρώστια του κενού στη σελίδα.

Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα πλεύρα μου
Και βλέπει την καρδιά του
Να πατά γυμνή σαν Αφροδίτη
Της σάρκας την ακτή
Και να πνέει την αιματόχρωμη πτυχή της
Μανδύας τη νεφρική μου υπόσχεση
Υπόσχεται μια θέρμη μυστική.

Κρατά το νήμα του νευρικού κιβωτίου του
Επαινώντας την πλάνη τη θνητή
Γέννησης και θανάτου απάτες αναίσχυντων κλεφτών
Και τον άνακτα της πείνας
Τραβά την αλυσίδα κινείται η δεξαμενή.

Αυτός ο άρτος που κόβω

Αυτός ο άρτος που κόβω ήταν κάποτε στάρι,
Αυτός ο οίνος σε φυτό ξενικό
Βουτηγμένος στον καρπό τουֹ
Είτε άνθρωπος τη μέρα ή αγέρας της νυκτός
Ποδοπάτησαν τα στάχυα
Και τσάκισαν του καρπού την ηδονή.

Σʼ αυτόν τον οίνο κάποτε το αίμα του καλοκαιριού
Στη σάρκα ξεχυνότανε που έντυνε τʼ αμπέλι,
Σʼ αυτόν τον άρτο κάποτε
Το στάρι φχαριστιόταν τον αγέραֹ
Τον ήλιο άνθρωπος τσάκισε και τον αγέρα έχει μπατάρει.

Η σάρκα αυτή που κόβεις, το αίμα αυτό που χύνεις,
Σπέρνουν στη φλέβα την ερμιά,
Ήσαν κάποτε καρπός και στάρι
Βλαστάρια ρίζας και χυμού σαρκίου ζωντανού.
Τον οίνο μου πίνεις, τον άρτο μου δαγκώνεις.

Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία

Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο και το γερτό φεγγάρι
Με τον άνθρωπο θα σμίξουνֹ
ʽΟταν γλυφτούν τα κόκκαλα τους
και τα γλυμμένα κόκκαλα χαθούν,
Θα ʽχουν αστέρια σε αγκώνα και ποδάριֹ
Αν και τρελοί, θα συνεφέρουν,
Αν θαλασσόπνιχτοιν θʼ αναδυθούν,
Αν κι εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπηֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Κάτω απʼ τις δίνες τις θαλάσσης
Χρόνια χωμένοι αυτοί, θάνατο ανεμόδαρτο δεν θα ʽβρουνֹ
Σε μέγκενη στριμμένοι, με τους τένοντες λυμένους,
Παιδεμένοι σε τροχό, δεν θα τσακίσουνֹ
Στα χέρια τους η πίστη θʼ ανοίξει
Και μονόκερα στοιχειά θα τους ξεσκίσουν,
Κουρελιασμένοι ολόκληροι, και δεν θα σπάσουνֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Ας πάψουν πια να σκούζουν στʼ αυτιά τους οι γλάροι
Και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν άγριαֹ
Λουλούδι όπου ξεμύτισε μην ξεμυτίσει πια
Να υψώσει το κεφάλι του στους χτύπους της βροχής.
Αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν τʼ άψυχα καρφιά,
Κεφάλια σημαδιών αυτοί, χτυπούν με μαργαρίτεςֹ
Χτυπούν τον ήλιο, όσο που να ξεκαρφωθείֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει πια εξουσία.

Μείνε ακίνητος γαλήνιος κοιμήσου

Μείνε ακίνητος, γαλήνιος κοιμήσου,
Με την πληγή τυρανισμένος
Στο λαρύγγι να φλογίζεται νʼ ανοίγει.
Όλη νύχτα στο νερό
Της σιωπηλής θαλάσσης συνακούσαμε τον ήχο
Που βγήκε απʼ την πληγή την γραπωμένη
Στο σάβανο του αλατιού.

Τρεμάμενοι ακούσαμε κατʼ απʼ τʼ απόμακρο φεγγάρι
Τον ήχο της θαλάσσης να κυλά σαν αίμα
Απʼ την πληγή την βροντερή
Κι όταν το σάβανο του αλατιού τσάκισε
Σε μια θύελλα τραγουδιών
Οι φωνές των πνιγμένων κολύμπησαν στον άνεμο.

Άνοιξε ένα μονοπάτι μεσʼ απʼ τʼ αργό θλιμμένο πανί,
Άνοιξε διάπλατες στον άνεμο τις πύλες
Του χαμένου καραβιού
Το ταξίδι μου νʼ αρχίσω για το τέλος της πληγής μου.
Τραγούδι ακούσαμε τον ήχο της θαλάσσης,
Το σάβανο είδαμε λόγο του αλατιού.

Μείνε ακίνητος, γαλήνιος κοιμήσου,
Κρύψε στο λάρρυγγα το στόμα
Αλλιώς θα υποταχθούμε και θα ιππεύσουμε μαζί σου
Μέσα στους πνιγμένους.

Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή

Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,
Το γέρασμα, με το κλείσιμο της μέραςֹ
πρέπει να καίει και να μουγκρίζει
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Κι αν άνθρωποι σοφοί, του σκότους το σωστό,
Κοντά στο τέλος τους, το ξέρουνε αυτοί
Αφού απʼ τα λόγια τους δεν είδαν
Αστραπή να ψαλιδίζει,
Αβροί δεν παν στην νύχτα την καλή.

Άνθρωποι καλοί, στου κύματος δίπλα τη στερνή,
Το κλάμα τους πώς λαμπυρίζει
Των πράξεών τους φύση, λεπτή, καχεκτική,
σε κόλπο καταπράσινο ίσως αυτές
μπορούσαν να χορεύουν,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Άνθρωποι τρομεροί, πάνω στη φλογερή του ορμή
Τον Ήλιο αδράξαν και τον τραγουδήσαν,
Όμως καθώς αυτός τον ουρανό διασχίζει
Μάθαν, αργά πολύ, πώς θλίψη τον γιομίσαν,
Αβροί δεν παν στην νύχτα την καλή.

Άνθρωποι σκοτεινοί, κοντά στο μνήμα,
Με θαμπωμένη όραση βλέπουν και αυτοί
Μάτια θαμπά που θα μπορούσαν να είναι
όλο χαρά, μετεωρίτες φλογεροί,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Κʼ εσύ πατέρα, απʼ το θλιμμένο ύψος, απο κεί,
Δώσʼ μου κατάρα και ευχή
με των δακρύων σου την ορμή.
Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Βιογραφία (“Κι ο Θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία”, Εκδ. Ελ. Τύπος, μτφ. Γιώργος Μπλάνας)


Αναδημοσίευση: https://www.poiein.gr/2007/09/03/dylan-thomas-and-death-shall-have-no-dominium/

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Dylan Thomas - Τέσσερα ποιήματα

 I
Όταν όλες οι αισθήσεις κι οι πέντε κοιτάξουν της χώρας μου,
Τα δάκτυλα τους πράσινους αντίχειρες ξεχνάνε και μαρκάρουν
Πως απ΄το φυτικό της ημισέληνου το μάτι μέσα
Στους δέκα φυτεμένους πύργους απ΄το μίσχο τους
Η αγάπη μεσ στην πάχνη ξεφλουδίζεται και φθίνει,
Τ΄αυτιά που ψιθυρίζουνε να φεύγει θε να δούνε την αγάπη
Με τον άνεμο κάτω μεσ στ΄όστρακο να κρύβεται στην
άχαρη ακτή,
Κτυπημένη σε γράμματα, η γλώσσα με μάτια να μιλάει
Πως πικρά οι γλυκές της πληγές θεραπεύονται,
Τα ρουθούνια μου βλέπουν την πνοή της σαν θάμνος να καίει.
Κι η καρδιά μου μονάχα, ευγενής στέκει μάρτυρας
Στης αγάπης τις χώρες, που θα βλέπει αγρυπνώντας
Κι ο τυφλός στις αισθήσεις ο ύπνος σαν πέσει που κατάσκοπα βλέπουν,
Η καρδιά είναι λάγνα, κι ας χαθούν πέντε μάτια
*
II
Μια μάσκα θέλω κι ένα τοίχο απ΄τους πραχτόρους σου
να φυλαχτώ
Από τα μυτερά και σμαλτωμένα μάτια κι από τα νύχια με
γυαλιά
Mεσ στου προσώπου μου τα προσχολιά μαζί βιασμός και
σηκωμός,
Φάρσα από δέντρο κεραυνόπληκτο για να μποδίσει
τους γυμνούς εχθρούς από μια γλώσσα ξιφολόγχης
σ΄αυτό το ρούχο προσευχής ανυπεράσπιστης,
Το παρόν στόμα, κι η γλυκόλαλη τρομπέτα των ψεμάτων,
Σε πανοπλία παλιά σχηματισμένη και σε δρυ την όψη ενός
ηλίθιου
Να κρύψει το λαμπρό μυαλό και τους εξεταστές ν΄αμβλύνει,
Kαι μια πεσμένη απ΄τα κτυπήματα του χήρου δακρυσμένη
θλίψη
Την μπελλαντόνα να σκεπάσει και τα στεγνά τα μάτια
για να δουν ν΄αφήσει
Άλλοι προδίνουν των χαμών τους τα θλιμμένα ψέματα
Με την καμπύλη του γυμνού στόματος ή το κρυφό το
γέλιο.
*
III
Όχι απ΄αυτό το θυμό, απογοήτευση ύστερ΄απ΄την
Άρνηση κτύπησε τα λαγόνια της και το λουλούδι το ισχνό
Λύγισε σαν τ’ αγρίμι που πηδά τις πλήμμυρες
Σε μια χώρα δίχως καιρό,
Θα πάρει μια χορταστική δόση ζιζάνια
Και θα χει εκείνα τα πλοκάμια χέρια που αγγίζω
ανάμεσα
Στις βασανιστικές, δυο θάλασσες.
Πίσω απ΄το κεφάλι μου ένα τετραγωνο ουρανού
κρέμεται
Καθώς το στρογγυλό χαμόγελο από εραστή σ΄εραστή πετιέται
Κι η χρυσή μπάλα στριφογυρίζει στους ουρανόύς.
Όχι απ΄αυτό τον θυμό ύστερα
Απ΄την άρνηση κτύπησε σαν καμπάνα κάτ΄απ΄το νερό
Το χαμόγελό της θα θρέψει εκείνο το στόμα, πίσ΄απ΄τον
καθρέφτη
Που μου καίει τα μάτια.
*
IV
Το κωδωνοστάσιο τεντώνεται. Η οικοδομή του είναι ένα κλουβί.
Από την πέτρινη φωλιά του δεν αφήνει τα φτερωτά πουλιά
Τα σκαλισμένα τον λαιμό ν΄αμβλύνουν τον εξαίσιο στ΄αλατισμένα
του γιαλού χαλίκια,
Και τον χυμένο ουρανό να σκίσουνε κωπηλατώντας με φτερό
στ΄άγρια χόρτα και το πέλμα
Στον αφρό μια ίντζα. Tα κουδουνίσματα τον οβελίσκο φυλακή απατάνε,
και σαν τη θύελλα στην ώρα τους επάνω στον παπά πέφτουν παράνομα,
νερά ,
Καιρός για του κολυμβητή τα χέρια , μουσική για κλειδαριά ασημένια
Και το στόμα. Mαζί φθόγγοι και πούπουλα βουτάνε απ΄τ΄οβελίσκου
τ΄άγκυστρο.
Ετούτα τα πουλιά ψηλοπετώντας είναι δική σου επιλογή, τραγούδια που
πετάνε πίσω
Στην υψωμένη τη φωνή, ή που πετάνε στα καμπαναριά χειμώνα,
Όμως με τον αγέρα τον μουγγό κάτω στα χαμηλά σαν τους ασώτους δεν γυρνάνε.

απόδοση: Νεοκλής Κυριάκου

Πηγή: https://www.poiein.gr/2023/01/13/dylan-thomas-%cf%84%ce%ad%cf%83%cf%83%ce%b5%cf%81%ce%b1-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%b1%cf%80%cf%8c%ce%b4%ce%bf%cf%83%ce%b7-%ce%bd%ce%b5%ce%bf%ce%ba%ce%bb%ce%ae%cf%82-%ce%ba/?fbclid=IwY2xjawKSdDJleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFsbnF6QkFEOUVucHFSS2FvAR6Ubd6bTCIozOgEyvVeBql5i9f2gq7h24lfAqatZocS3hwVf8eksZg-1jN1IQ_aem_xukT0s_bQULsmkKLBeo4Ag

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Dylan Thomas - Η νεότητα καλεί τα γηρατειά


Και εσύ επίσης έχεις δει τον ήλιο ένα πουλί φωτιάς 

Να περπατά στα σύννεφα διασχίζοντας τον χρυσό ουρανό

Έχεις γνωρίσει του ανθρώπου τη ζήλεια και τη μικρόψυχη επιθυμία,

Έχεις αγαπήσει και έχεις χάσει.

Εσύ που έχεις γεράσει, αγάπησες και έχασες όπως κι εγώ

Ό,τι είναι όμορφο άλλα προορισμένο να πεθάνει,

Έχεις αφήσει τα σημάδια σου στη  βιαστική πάχνη.

Κι έχεις βαδίσει πάνω στους λόφους τη νύχτα,

Και το κεφάλι σου ξεσκέπασες κάτω από τον  ζωντανό ουρανό,

Το μεσημέρι περπάτησες στο φως, 

Γνωρίζοντας την ίδια ευχαρίστηση με μένα.

Μόλο που χρόνια μας χωρίζουν είναι ένα τίποτα.

Η νεότητα καλεί τα γηρατειά ανάμεσα από τα κουρασμένα χρόνια:

Τι βρήκες φωνάζει, τι αναζήτησες;

Αυτό που εσύ βρήκες, απαντούν τα γηρατειά μέσα απ’ τα δάκρυα,

Αυτό που εσύ αναζήτησες.


Πηγή: Ντύλαν Τόμας, Ποιήματα,  Εισαγωγή - Μετάφραση Μαρία Αρχιμανδρίτου  ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Dylan Thomas - Δύο ποιήματα

 [ΣΕ ΜΙΑ ΓΑΜΗΛΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ]

Το στερέωμα έγινε κομμάτια

Αυτή η κουρελιασμένη επέτειος

Δύο ανθρώπων

Οι οποίοι αρμονικά πορεύτηκαν για τρία χρόνια

Στων αμοιβαίων υποσχέσεών τους

Τους μακρινούς περιπάτους


Τώρα ο έρωτάς τους κείτεται χαμένος

Κι ο Έρωτας κι οι υποτακτικοί του

Βρυχώνται αλυσοδεμένοι

Από κάθε σύννεφο φορτωμένο με αλήθεια

Ή παγίδες

Ο θάνατος ξεσπάει στο σπιτικό τους


Εξαιρετικά αργά

μέσα σε μια βροχή από λάθη

Γίνονται ένα αυτοί των οποίων

Ο έρωτας διαμελίστηκε

Μέσα στην καρδιά τους εξατμίζονται τα ανοίγματα

Και οι διέξοδοι καίγονται μέσα στο μυαλό τους.


 [ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ]

 

Μία ξένη έχει έρθει
Να μοιραστούμε το δωμάτιό μου στο σπίτι
Στο σπίτι το μισότρελο
Ένα κορίτσι τρελό σαν τα πουλιά

Κλειδώνοντας την πόρτα της νύχτας με το μπράτσο της,
Τη φτερούγα της,
Κατευθείαν μέσα στον λαβύρινθο του κρεβατιού

Ξορκίζει το αποδεδειγμένα παραδεισένιο σπίτι
Με σύννεφα που εισχωρούν

Ξορκίζει επιπλέον με περιπάτους
το εφιαλτικό δωμάτιο
Ασύλληπτη σαν τους νεκρούς
Ή ιππεύει τους ωκεανούς της φαντασίας
Αρσενικών κοιτώνων

Έχει έρθει κατεχόμενη από δαίμονες
Αυτή που αποδέχεται το φως των ψευδαισθήσεων
Μέσα από τον στιβαρό τοίχο
Τη δαιμόνισαν οι ουρανοί

Κοιμάται σε στενό αυλάκι
Και περπατά στη σκόνη
Ακόμη εξεγείρεται στις ίδιες της τις επιθυμίες
Πάνω στις σανίδες του τρελού σπιτιού
Που είναι πια φθαρμένες από τα δάκρυα
Των περιπάτων μου

Και έτσι εξαϋλωμένος κι αλλοπαρμένος
από το φως στα μπράτσα της
Στο τέλος-επιτέλους-
Ίσως πετύχω
Να αντέξω την πρώτη οπτασία που πυρπόλησε τα αστέρια .

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΗΛΙΑ

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/68165

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Ντύλαν Τόμας - Το χέρι που έβαλε την υπογραφή

 Το χέρι που έβαλε την υπογραφή γκρέμισε μια πόλη
Πέντε ηγεμονικά δάχτυλα μπήχτηκαν στην αναπνοή,
Διπλασίασαν τη σφαίρα των νεκρών και κόψαν στη μέση μια χώρα
Οι πέντε αυτοί βασιλιάδες θανάτωσαν ένα βασιλιά.


μτφ. Λύντια Στεφάνου

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Dylan Thomas-Ξερω πως αφανίζονται τ΄αγόρια του Καλοκαιριού


Ι
Ξέρω πώς αφανίζονται τ’ αγόρια του Καλοκαιριού:
σωπαίνουν τα χρυσά σπαρτά στην άμμο,
δε νοιάζεται κανείς για τη σοδειά, πετρώνει η γη·
και ξαφνικά, το μεσημέρι ιδρώνει χιόνι,
παγώνουν τα κορίτσια στο χειμώνα των χεριών τους, ναυαγούν
τα μήλα μες στ’ αμπάρια των σπασμών τους.
Αιμορραγούνε μαύρο φως, πηχτό σαν τρέλα.
Ψάχνουν το μέλι στην κυψέλη.
και πιάνουν το Χιονιά·
και να, κάτω απ’ τον ήλιο, τρυπώνει η παγωνιά·
σκοτάδι κι ερωτήματα τα νεύρα τους ταΐζουν·
σηματωρός σελήνη δείχνει μηδέν στον ουρανό τους.
Βλέπω μέσα στις μάνες τους τα καλοκαιρινά
παιδιά. Ανοίγουν τους μυϊκούς καιρούς της μήτρας,
με τρυφερούς αντίχειρες τη νύχτα από τη μέρα ξεχωρίζουν·
και να, βαθιά, ιχνογραφούν τα θηλυκά τους
με τέταρτα ήλιο, σκιά, σελήνη και σκοτάδι,
καθώς το φως της μέρας βάφει
τις οροφές των κεφαλιών τους.
 
 
ΙΙ
Ωστόσο, πρέπει να δοθεί ο αγώνας των καιρών,
αλλιώς ο χρόνος θα τρεκλίσει μόνο ένα γύρο και μισό:
εμείς – ο Χάρος – να μετράμε την πτώση με αστέρια·
και ξάφνου, μεσ’ στη νύχτα του, καμπάνες σκοτεινές
να κρούει ο κοιμούμενος χειμώνα,
δίχως να εκπνέει νύχτα γλυκιά, όταν Εκείνη πνέει.
Εμείς, οι σκοτεινοί αρνητές, ας προκαλέσουμε ευθύς
το θάνατο, σε μια μορφή γυναίκας καλοκαιρινής,
στο αγκάλιασμα των εραστών, τη ρωμαλέα ζωή,
στον τρισμακάριο νεκρό που αναβλύζει θάλασσα,
το σπιθομάτη σκούληκα του πελαγίσιου Άδη,
και στη σπαρμένη μήτρα, το σκύβαλο του ανθρώπου.
Εμείς, τ’ αγόρια του καλοκαιριού,
σ’ αυτή τη δίνη τέσσαρων ανέμων,
απ’ των φυκιών το σίδερο οξειδωμένα,
τινάζουμε ασίγαστη τη θάλασσα, να πέσουν τα πουλιά της,
αρπάζουμε μια σφαίρα γη, κύμα και αφρό,
να ναυαγήσουν οι έρημοι μεσ’ στις παλίρροιές της,
κι αναστατώνουμε τους κήπους των αστών για ένα στεφάνι.
Την άνοιξη, σταυρώνουμε τα μέτωπά μας με πουρνάρι,
– Γεια και χαρά σου αίμα και μούρο –
τους γαληνότατους δεσπότες καρφώνουμε στα δέντρα.
Και να, του έρωτα το υγρό νεύρο στραγγίζει κι ησυχάζει.
Μα να, τινάζει ένα φιλί το ανέραστο νταμάρι.
Α, βλέπω των προσδοκιών τους πόλους μεσ’ στ’ αγόρια.
 
ΙΙΙ
Ξέρω πώς αφανίζεστε, αγόρια του καλοκαιριού.
Ο άντρας στο κουκούλι μαραζώνει.
Στο μάρσιπο τ’ αγόρια επιβιώνουν τη μεγάλη ξενιτιά τους.
Υπάρχω ο πατέρας σας, ενόσω είμαι άντρας.
Υπάρχουμε παιδιά της πίσσας, του πυρίτη.
Βλέπω τους πόλους να φιλιούνται σταυρωτά.

Dylan Thomas (1914-1953)
 
μτφρ: Γιώργος Μπλάνας
 
«Το χρώμα της λαλιάς»
 
Ποιήματα 1934-1953
 
Εκδόσεις Ερατώ, 2003.
 

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Dylan Thomas - Αυτό το ψωμί που κόβω

 


Αυτό το ψωμί που κόβω ήταν κάποτε σιτάρι

Αυτό το κρασί πάνω σε ξένο δέντρο

Βούλιαξε στον καρπό του

Ο άνθρωπος τη μέρα ή ο άνεμος τη νύχτα

Τα στάχυα έριξαν κάτω, τσάκισαν τη χαρά του σταφυλιού.


Κάποτε στο κρασί αυτό το καλοκαιρινό αίμα

Χτυπούσε μες στη σάρκα που κάλυπτε τ’ αμπέλι

Κάποτε στο ψωμί αυτό

Το σιτάρι ήταν στον άνεμο ευτυχισμένο.

Ο άνθρωπος κομμάτιασε τον ήλιο, τον άνεμο έσυρε κάτω.


Αυτή η σάρκα που κόβεις, αυτό το αίμα που χύνεις

Τη φλέβα ερημώνουν,

Το σιτάρι και το σταφύλι ήταν

Γεννημένα απ’ των αισθήσεων τη ρίζα και το σφρίγος.

Το κρασί μου πίνεις, το ψωμί μου αρπάζεις.


Μετάφραση: Μαρία Αρχιμανδρίτου

Dylan Thomas - Το Αλμανάκ του χρόνου


Το αλμανάκ του χρόνου κρέμεται στο μυαλό
Οι εποχές από έναν έσω ήλιο αριθμούνται
Τα χειμωνιάτικα χρόνια βουλιάζουν στο βυθό του ανθρώπου
Η γραφή του υπολογίζεται σελίδα πόνου
Κινείται προς την πένα που κυήθηκε στο κόκκινο.

Το ημερολόγιο της ηλικίας κρέμεται στην καρδιά
Μια σκέψη αγαπημένου κομματιάζει το χρονολογημένο φύλλο
Η ίντσα του χρόνου προεκτείνεται σ’ ένα πόδι
Από τη νιότη ή το γήρας, η θνητή κατάσταση και σκέψη
Γερνά μέρα- νύχτα.

Η λέξη χρόνος κείται στο κεφάλαιο οστό
Ο καρπός του χρόνου φυλάγεται στους λαγόνες:
Οι σπόροι της ζωής πρέπει να δρουν κάτω απ’ τον ήλιο,
Οι συλλαβές να λέγονται να ξαναλέγονται:
Ο χρόνος στον άνθρωπο θα ανήκει.

Ντύλαν Τόμας (1914-1953)

Μετάφραση: Μαρία Αρχιμανδρίτου

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Dylan Thomas - Εχω ποθήσει να ξεφύγω


Έχω ποθήσει να ξεφύγω από το ερπετό
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό,
γερνώντας πλέον φοβερά, καθώς η μέρα πέφτει
από το λόφο σε απροσμέτρητο βυθό∙
έχω ποθήσει να ξεφύγω
απ’ των χαιρετισμών
το πήγαινε-έλα. Ο άνεμος
γέμισε πνεύματα, πνευμάτων ήχους το χαρτί,
βροντάει κι αστράφτει κουδούνια και προσκλήσεις.
Έχω ποθήσει να ξεφύγω, όμως φοβάμαι∙
λίγη ζωή περισωσμένη αν ξεπηδούσε
απ’ του παλιού μου φόβου αποκαΐδι
ανάερα σκάζοντας και μ’ άφηνε τυφλό;
Από της νύχτας τον αρχαίο πανικό,
ένα καπέλο που έβγαλα,
τα χείλια μου σμιχτά στ’ ακουστικό,
δε θα με τσάκιζε αμέσως του θανάτου το φτερό;
Δεν φοβάμαι μην πεθάνω απ’ αυτά,
μισά συμβάσεις, ψέματα τ’ άλλα μισά.
Μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, από τα 25 ποιήματα, εκδόσεις Ερατώ 2003.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Dylan Thomas - Το χέρι που υπέγραψε


Το χέρι που υπέγραψε, ερήμωσε μια πόλη∙
πέντε ηγεμόνες δάχτυλα δεκάτισαν ανάσα,
διεύρυναν την σφαίρα των νεκρών και χώρισαν μια χώρα∙
οι πέντε βασιλιάδες,
οδήγησαν στο θάνατο τον έναν βασιλιά.
Το μέγα χέρι έρχεται στην κατηφόρα του ώμου,
τα δάχτυλα παθαίνουν κιμωλία∙
χήνας φτερό σταμάτησε το φονικό
που είχε σταματήσει ομιλία.
Το χέρι υπέγραψε συνθήκη, γέννησε πυρετό,
θέρισε η πείνα κι έπεσε ακρίδα∙
μέγα το χέρι που έχει τόση εξουσία
στον άνθρωπο, με τ’ όνομά του ορνιθοσκαλισμένο.
Μετρούν νεκρούς οι πέντε βασιλιάδες, μα δε διώχνουν
την κρούστα της πληγής, το μέτωπο δεν πιάνουν∙
χέρι θεσπίζει το έλεος, χέρι τα ουράνια∙
δεν έχουν δάκρυα τα χέρια για να κλάψουν.
Ντύλαν Τόμας
Μετ. Γιώργος Μπλάνας

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Dylan Thomas - Τρία Ποιήματα

 ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡ∆ΙΑΣ



Κάποια αλλαγή στο κλίμα της καρδιάς,
την υγρασία γυρίζει ξηρασία· χρυσάφι
ανεμόδαρτο λυσσάει στον παγωμένο τάφο.
Κάποιος καιρός στην επικράτεια των φλεβών,
κρατάει τη νύχτα μέρα κι ανατέλλει
αιμορραγία το ζωντανό σκουλήκι.

Κάποια αλλαγή στο µάτι δείχνει
το σκελετό της τύφλωσης· κι η μήτρα
οδεύει προς το θάνατο, πηγάζοντας ζωή.

Κάποιο σκοτάδι στο κλίμα του ματιού αρχίζει
να μισοβλέπει· οργιές σωστές
η θάλασσα ξεχύνεται σε γη χωρίς γωνιές.
Ο σπόρος που έπεσε στο δάσος των λαγόνων,
κρατάει το μισό καρπό·
ο άλλος καταρρέει αργά τον ύπνο του ανέμου.

Κάποιος καιρός σε κόκαλα και σάρκα,
είναι υγρασία και ξηρασία· θνητοί-νεκροί
βγαίνουνε σαν φαντάσματα στο μάτι.

Κάποια αλλαγή στο κλίμα αυτού του κόσμου,
κάνει το φάντασμα στοιχειό· κάθε παιδί μητέρας
καθίζει στη διπλή σκιά του.
Κάποια αλλαγή ισχυρίζεται ήλιο στο ολόκληρο φεγγάρι,
κλείνει τις κουρελιασμένες κουρτίνες του σαρκίου
και η καρδιά ξεχνάει τους νεκρούς της.





ΕΙ∆ΙΚΑ ΟΤΑΝ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ


Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη
µε δάχτυλα ξεπαγιασμένα μαστίζει τα μαλλιά µου,
πιασμένος στη δαγκάνα του ήλιου, ανάβω δρόμο
και αναπτύσσω ίσκιο κάβουρα στη γη.
Πουλιά χαλούν τον κόσμο στην ακτή,
βήχουν κοράκια στα παλούκια του χειμώνα,
κι ανάστατη η καρδιά µου τρομάζει τη λαλιά της,
χύνει το αίμα συλλαβών κι αποξηραίνει λέξεις.

Επιπρόσθετα, κλεισμένος σ’ έναν πύργο λεκτικό,
επισημαίνω, προς το βάθος του ορίζοντα, να φεύγουν
προτάσεις σαν βαθύσκιωτες γυναίκες φυλλωσιές,
σειρές ολόκληρες αστρόφραστα παιδιά στο πάρκο.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω από φωνήεντες οξιές,
κάποιοι από δρύινες φωνές, µε ρίζες
ποικίλων όσων αγκαθιών να σε υπομνήσω,
κι άλλοι µε λόγια του νερού γυρεύουν να σε πλάσω.

Πίσω απ’ το βάζο µε τις φτέρες αιωρείται το εκκρεμές,
µου λέει τη λέξη απ’ ώρα, το μήνυμα του νεύρου
πετάει στης πλάκας την αιχμή, το πρωινό αναγγέλλει
στον κόκορα ποιος άνεμος φυσάει.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω απ’ τα σημεία των αγρών·
σηματωρός χορτάρι, που µου δείχνει όσα γνωρίζω,
στο µάτι αποχωρίζεται χειμώνα και σκουλήκι.
Με τις ντροπές του κόρακα άλλοι γυρεύουν να σε πλάσω.

Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη
(κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω
απ’ του φθινόπωρου τα µάγια,
µε γλώσσα αράχνη, αντίλαλους λόφων Ουαλικών)
παραδέρνει τα χωράφια µε γροθιές-γροθιές γογγύλια,
κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω µε απάνθρωπες κουβέντες.
Έτσι μαραίνεται η καρδιά που προμηνούσε ανέμων χαλασμό:
συλλαβίζει της αιμάτινης χημείας τον καλπασμό.
Άκου, πλάι στη θάλασσα, τα σκοτεινά φωνήεντα πουλιά.





ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ


Στην αρχή, ήταν το τρίγραμμο αστέρι.
Ένα χαμόγελο φως σε πρόσωπο κενό.
Ένα κόκαλο κλαδί στον ασάλευτον αέρα, ύλη
διχοτόμος που είχε θρέψει του πρώτου ήλιου το μεδούλι·
καθώς μετρούσε εγκαύματα στου σύμπαντος τη σφαίρα,
ο ουρανός κι η κόλαση σε δίνη αναμίχθηκαν.

Στην αρχή, ήταν η αμυδρή υπογραφή,
τρισύλλαβη, σαν το χαμόγελο αστρική·
ακολούθησαν τα ίχνη στο νερό,
μόρφωμα έκτυπου προσώπου στο φεγγάρι·
το αίμα που άγγιξε το δέντρο του σταυρού και το ποτήρι,
το πρώτο σύννεφο άγγιξε κι έγινε σήμα.

Στην αρχή, ήταν η πυρκαγιά
που έριξε σπίθα κι άναψε τα βαρομετρικά,
τρία µάτια, µάτια κόκκινα η σπίθα, αιχμηρή σαν λουλούδι·
ανέτειλε η ζωή, πετάχτηκε απ’ τη δίνη
των θαλασσών, κυρίευσε τις ρίζες, άντλησε από γη
και βράχο το απόκρυφο λιπαντικό που φέρνει χόρτο.

Στην αρχή, ήταν η λέξη, η λέξη
ο λόγος απ’ τα συμπαγή θεμέλια του φωτός
ο λόγος που απέσπασε τα γράμματα ένα-ένα απ’ το κενό·
κι από τα θεοσκότεινα θεμέλια της αναπνοής
εκπήγασε η λέξη, μετάφραση κατάκαρδη των πρώτων
χαρακτήρων της γέννησης και του θανάτου.

Στην αρχή, ήταν το απόκρυφο μυαλό.
Και το μυαλό κλεισμένο, συνημμένο στη σκέψη,
πριν η πίσσα διχαστεί κατ’ έναν ήλιο·
πριν οι φλέβες ταραχτούν μέσα στο πλέγμα των φλεβών,
αίμα ξεπήδησε και σκόρπισε
στους πέντε ανέμους του φωτός
αρχέτυπη την πλευρική του έρωτα καταγωγή.



Mετάφραση: Γιώργος Μπλάνας




Από τη συλλογή «18 ποιήματα» (1934).
Πηγή: «Ντύλαν Τόμας, Το χρώμα της λαλιάς, Ποιήματα (1934-1953)», μετάφραση Γιώργος Μπλάνας.
Εκδόσεις Ερατώ, 2003
Τίτλος πρωτοτύπου:Selected Poems 1934 - 1953

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2020/11/blog-post_9.html

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Dylan Thomas - Το ψωµί που κόβω τώρα


Το ψωµί που κόβω τώρα ήταν κάποτε σιτάρι, 
το κρασί σε ξένο δέντρο,
βυθισµένο στον καρπό του· 
είτε άνθρωπος τη µέρα, είτε άνεµος τη νύχτα,
καταρήµαξε τα στάχυα, τη γιορτή των σταφυλιών.

Κάποτε µέσα στο κρασί, το αίµα του καλοκαιριού
 παράδερνε τη σάρκα που κατάστρωνε το κλήµα.
 Κάποτε µέσα στο ψωµί, 
τον άνεµο γλεντούσανε τα στάρια·
 άνθρωπος κοµµάτιασε τον ήλιο
 κι άνθρωπος τον άνεµο γκρεµίζει.

Η σάρκα που κόβεις, το αίµα που χύνεις,
σπέρνουν ερήµωση στη φλέβα,
σιτάρι και σταφύλι γεννηµένα, 
ρίζα αισθητήρια και χυµός,
το κρασί που πίνεις, το ψωµί που τρως.

Mετάφραση: Γιώργος Μπλάνας

Το χρώμα της λαλίας, Ποιήματα (1934-1953)

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Dylan Thomas - Τέσσερα ποιήματα

 I

Όταν όλες οι αισθήσεις κι οι πέντε κοιτάξουν της χώρας μου,
Τα δάκτυλα τους πράσινους αντίχειρες ξεχνάνε και μαρκάρουν
Πως απ΄το φυτικό της ημισέληνου το μάτι μέσα
Στους δέκα φυτεμένους πύργους απ΄το μίσχο τους
Η αγάπη μεσ στην πάχνη ξεφλουδίζεται και φθίνει,
Τ΄αυτιά που ψιθυρίζουνε να φεύγει θε να δούνε την αγάπη
Με τον άνεμο κάτω μεσ στ΄όστρακο να κρύβεται στην
άχαρη ακτή,
Κτυπημένη σε γράμματα, η γλώσσα με μάτια να μιλάει
Πως πικρά οι γλυκές της πληγές θεραπεύονται,
Τα ρουθούνια μου βλέπουν την πνοή της σαν θάμνος να καίει.
Κι η καρδιά μου μονάχα, ευγενής στέκει μάρτυρας
Στης αγάπης τις χώρες, που θα βλέπει αγρυπνώντας
Κι ο τυφλός στις αισθήσεις ο ύπνος σαν πέσει που κατάσκοπα βλέπουν,
Η καρδιά είναι λάγνα, κι ας χαθούν πέντε μάτια

*
II
Μια μάσκα θέλω κι ένα τοίχο απ΄τους πραχτόρους σου
να φυλαχτώ
Από τα μυτερά και σμαλτωμένα μάτια κι από τα νύχια με
γυαλιά
Mεσ στου προσώπου μου τα προσχολιά μαζί βιασμός και
σηκωμός,
Φάρσα από δέντρο κεραυνόπληκτο για να μποδίσει
τους γυμνούς εχθρούς από μια γλώσσα ξιφολόγχης
σ΄αυτό το ρούχο προσευχής ανυπεράσπιστης,
Το παρόν στόμα, κι η γλυκόλαλη τρομπέτα των ψεμάτων,
Σε πανοπλία παλιά σχηματισμένη και σε δρυ την όψη ενός
ηλίθιου
Να κρύψει το λαμπρό μυαλό και τους εξεταστές ν΄αμβλύνει,
Kαι μια πεσμένη απ΄τα κτυπήματα του χήρου δακρυσμένη
θλίψη
Την μπελλαντόνα να σκεπάσει και τα στεγνά τα μάτια
για να δουν ν΄αφήσει
Άλλοι προδίνουν των χαμών τους τα θλιμμένα ψέματα
Με την καμπύλη του γυμνού στόματος ή το κρυφό το
γέλιο.
*
III
Όχι απ΄αυτό το θυμό, απογοήτευση ύστερ΄απ΄την
Άρνηση κτύπησε τα λαγόνια της και το λουλούδι το ισχνό
Λύγισε σαν τ’ αγρίμι που πηδά τις πλήμμυρες
Σε μια χώρα δίχως καιρό,
Θα πάρει μια χορταστική δόση ζιζάνια
Και θα χει εκείνα τα πλοκάμια χέρια που αγγίζω
ανάμεσα
Στις βασανιστικές, δυο θάλασσες.
Πίσω απ΄το κεφάλι μου ένα τετραγωνο ουρανού
κρέμεται
Καθώς το στρογγυλό χαμόγελο από εραστή σ΄εραστή πετιέται
Κι η χρυσή μπάλα στριφογυρίζει στους ουρανόύς.
Όχι απ΄αυτό τον θυμό ύστερα
Απ΄την άρνηση κτύπησε σαν καμπάνα κάτ΄απ΄το νερό
Το χαμόγελό της θα θρέψει εκείνο το στόμα, πίσ΄απ΄τον
καθρέφτη
Που μου καίει τα μάτια.
*
IV
Το κωδωνοστάσιο τεντώνεται. Η οικοδομή του είναι ένα κλουβί.
Από την πέτρινη φωλιά του δεν αφήνει τα φτερωτά πουλιά
Τα σκαλισμένα τον λαιμό ν΄αμβλύνουν τον εξαίσιο στ΄αλατισμένα
του γιαλού χαλίκια,
Και τον χυμένο ουρανό να σκίσουνε κωπηλατώντας με φτερό
στ΄άγρια χόρτα και το πέλμα
Στον αφρό μια ίντζα. Tα κουδουνίσματα τον οβελίσκο φυλακή απατάνε,
και σαν τη θύελλα στην ώρα τους επάνω στον παπά πέφτουν παράνομα,
νερά ,
Καιρός για του κολυμβητή τα χέρια , μουσική για κλειδαριά ασημένια
Και το στόμα. Mαζί φθόγγοι και πούπουλα βουτάνε απ΄τ΄οβελίσκου
τ΄άγκυστρο.
Ετούτα τα πουλιά ψηλοπετώντας είναι δική σου επιλογή, τραγούδια που
πετάνε πίσω
Στην υψωμένη τη φωνή, ή που πετάνε στα καμπαναριά χειμώνα,
Όμως με τον αγέρα τον μουγγό κάτω στα χαμηλά σαν τους ασώτους δεν γυρνάνε.

απόδοση: Νεοκλής Κυριάκου

Πηγή: https://www.poiein.gr/2023/01/13/dylan-thomas-%CF%84%CE%AD%CF%83%CF%83%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B7-%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%BA/?fbclid=IwAR1batK9OfONxQOdBWwg1xTKcg1Ht126T05Dilvcb2E1HD0uhCpqw3qwZhs