Ι
Ξέρω πώς αφανίζονται τ’ αγόρια του Καλοκαιριού:
σωπαίνουν τα χρυσά σπαρτά στην άμμο,
δε νοιάζεται κανείς για τη σοδειά, πετρώνει η γη·
και ξαφνικά, το μεσημέρι ιδρώνει χιόνι,
παγώνουν τα κορίτσια στο χειμώνα των χεριών τους, ναυαγούν
τα μήλα μες στ’ αμπάρια των σπασμών τους.
Αιμορραγούνε μαύρο φως, πηχτό σαν τρέλα.
Ψάχνουν το μέλι στην κυψέλη.
και πιάνουν το Χιονιά·
και να, κάτω απ’ τον ήλιο, τρυπώνει η παγωνιά·
σκοτάδι κι ερωτήματα τα νεύρα τους ταΐζουν·
σηματωρός σελήνη δείχνει μηδέν στον ουρανό τους.
Βλέπω μέσα στις μάνες τους τα καλοκαιρινά
παιδιά. Ανοίγουν τους μυϊκούς καιρούς της μήτρας,
με τρυφερούς αντίχειρες τη νύχτα από τη μέρα ξεχωρίζουν·
και να, βαθιά, ιχνογραφούν τα θηλυκά τους
με τέταρτα ήλιο, σκιά, σελήνη και σκοτάδι,
καθώς το φως της μέρας βάφει
τις οροφές των κεφαλιών τους.
ΙΙ
Ωστόσο, πρέπει να δοθεί ο αγώνας των καιρών,
αλλιώς ο χρόνος θα τρεκλίσει μόνο ένα γύρο και μισό:
εμείς – ο Χάρος – να μετράμε την πτώση με αστέρια·
και ξάφνου, μεσ’ στη νύχτα του, καμπάνες σκοτεινές
να κρούει ο κοιμούμενος χειμώνα,
δίχως να εκπνέει νύχτα γλυκιά, όταν Εκείνη πνέει.
Εμείς, οι σκοτεινοί αρνητές, ας προκαλέσουμε ευθύς
το θάνατο, σε μια μορφή γυναίκας καλοκαιρινής,
στο αγκάλιασμα των εραστών, τη ρωμαλέα ζωή,
στον τρισμακάριο νεκρό που αναβλύζει θάλασσα,
το σπιθομάτη σκούληκα του πελαγίσιου Άδη,
και στη σπαρμένη μήτρα, το σκύβαλο του ανθρώπου.
Εμείς, τ’ αγόρια του καλοκαιριού,
σ’ αυτή τη δίνη τέσσαρων ανέμων,
απ’ των φυκιών το σίδερο οξειδωμένα,
τινάζουμε ασίγαστη τη θάλασσα, να πέσουν τα πουλιά της,
αρπάζουμε μια σφαίρα γη, κύμα και αφρό,
να ναυαγήσουν οι έρημοι μεσ’ στις παλίρροιές της,
κι αναστατώνουμε τους κήπους των αστών για ένα στεφάνι.
Την άνοιξη, σταυρώνουμε τα μέτωπά μας με πουρνάρι,
– Γεια και χαρά σου αίμα και μούρο –
τους γαληνότατους δεσπότες καρφώνουμε στα δέντρα.
Και να, του έρωτα το υγρό νεύρο στραγγίζει κι ησυχάζει.
Μα να, τινάζει ένα φιλί το ανέραστο νταμάρι.
Α, βλέπω των προσδοκιών τους πόλους μεσ’ στ’ αγόρια.
ΙΙΙ
Ξέρω πώς αφανίζεστε, αγόρια του καλοκαιριού.
Ο άντρας στο κουκούλι μαραζώνει.
Στο μάρσιπο τ’ αγόρια επιβιώνουν τη μεγάλη ξενιτιά τους.
Υπάρχω ο πατέρας σας, ενόσω είμαι άντρας.
Υπάρχουμε παιδιά της πίσσας, του πυρίτη.
Βλέπω τους πόλους να φιλιούνται σταυρωτά.
Dylan Thomas (1914-1953)
μτφρ: Γιώργος Μπλάνας
«Το χρώμα της λαλιάς»
Ποιήματα 1934-1953
Εκδόσεις Ερατώ, 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου