Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργος Μπλάνας, Απάνθισμα Στίχων (1987 – 2007)

 Α. Η Ζωή Κολυμπά Σαν Φάλαινα Ανύποπτη Πριν Τη Σφαγή [Υάκινθος, 1987]


Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ.

Οι ποιητές κοιμούνται σαν πουλιά

μέσα στην αίσια γαλήνη των δασών.

Το χιόνι απλώνει τα μαλλιά του

στα ξύλινα μάτια τους

η βροχή μουλιάζει την καρδιά τους

κι ο ήλιος στεγνώνει τις σκέψεις τους

στα ξέφωτα.

Αργούτσικα το απόγευμα

ένας γαλάζιος παππούλης

μαζεύει στίχους διπλώνοντάς τους

σαν κατάλευκα σεντόνια.

*

Η ΖΩΗ ΚΟΛΥΜΠΑ ΣΑΝ ΦΑΛΑΙΝΑ ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΦΑΓΗ.

Η αγάπη τρέφει τη ζωή,

ο θάνατος πορεύει την αγάπη.

Σέρνουν οι πόθοι την τυφλή

καρδιά τους σʼ ένα τόπο τυφλό,

πληθαίνοντας τους ίσκιους του χρόνου,

τσιρίζοντας μια γλώσσα θερισμένη

απʼ την αλύπητη ταχύτητα του πάθους.

Πάνω, σκοτάδι μουγκό:

η σάρκα του κήτους, θολή

και πιο πάνω, ψηλά: η γαλήνη

να λιάζεται σαν γάτα γκαστρωμένη

στα σκαλιά του Παραδείσου.



*

EIS AIONA TUI SUM O MEA VITA

Ό,τι έχει το χρώμα της θάλασσας σου μοιάζει.

Ακολουθούν: τα νησιά,

με το πράσινο τρίχωμα των βράχων να σαλεύει στο βυθό,

οι ακρογιαλιές, πιο πέρα τα δέντρα βουβά

στις ποδιές των βουνών

κι ακόμα μακρύτερα οι πόλεις

ξαπλωμένες σαν γιγάντια γατιά στις απλωσιές:

δρόμοι, πλατείες, σπίτια, δωμάτια, κρεβάτια, εσύ

να κοιμάσαι μέσα σε θύελλες σεντονιών

κι ο ύπνος σου: διάφανο βότσαλο στο δέρμα των νερών.


Β. Η Αναπόφευκτη Ανθηρότητά Σου [Διάττων, 1990]


Τώρα, Κύριε, γνωρίζω πως ήταν η μορφή σου

μες στη γλυκεία παράδοση του δειλινού.

Θυμάμαι τον πατέρα μου όρθιο στην πόρτα της αυλής,

με τʼ ανθηρά του χέρια να θροΐζουν

στις τσέπες του παντελονιού.

Δε σκέπτεται τίποτε ή το πολύ-πολύ

πως θα πρέπει να μπαλώσει τη σκεπή

τώρα που άνοιξε ο καιρός.

Κι όμως, κάτι σε κείνο το βαθύ

γαλάζιο του απογεύματος τον πείθει

πως νίκησε το θάνατο –

κάτι σαν αίσθηση άνεσης

μέσα στα φρεσκογυαλισμένα του παπούτσια.

*

Αφέθηκα στα ξύλινα χέρια σου,

ακούγοντας το χρόνο να δουλεύει

με βουλιμία στης νύχτας την καρδιά.

Μικρή παρηγοριά

τα δύσκαρπά σου δάχτυλα κι ακόμη

μικρότερη η απαντοχή των λιγοστών σου φύλλων.

Όμως δεν πέρασε ποτέ απ΄ το νου μου

πως θα μπορούσα να χαθώ σʼ αυτόν τον κόσμο,

πλανούμενος σʼ ένα δάσος αυτόχειρων προσδοκιών.

Όμως δε σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε

όλη αυτή η επίμονη κατεργασία του χρόνου να κενώσει

πίστεις και βεβαιότητες,

σχήματα, χρώματα κατακτημένα.

Αφέθηκα, δε σκέφτηκα, μʼ ακόμη ελπίζω

στην αναπόφευκτη ανθηρότητά σου.

*

Χάνομαι τώρα· με τρομάζει

κάθε του φύλλου κίνημα και κάθε

του άνεμου στεναγμός με συνταράζει.

Πώς γίνομαι έτσι αδύναμος

μπρος στην αφεύγατη παρουσία του χρόνου;

Σπέρνω θανάτους στα όνειρα μου και πασχίζω

να κρατηθώ απʼ την απάθεια των βλαστών.

Τσιρίζεις όμως άξαφνα την αγωνία του αγριμιού

κι όταν ζυγώνει ο πανικός,

λυσσομανώντας κάμαρες πεισματικά βουβές,

χάνεσαι απʼ τη μισάνοιχτη πόρτα των ημερών μου.


Γ. Νύχτα [Νεφέλη, 1991]


Κάποτε, κάπου, όμως: σε χρόνο καίριο,

σάμπως τα λόγια να ʼχουν τον καιρό τους·

κι ένας, που νομιζότανε πουλί στις φυλλωσιές,

κι άλλος, που συχνογύριζε ʼλάφι στις ερημιές,

ακούνε τη φωνή τους.

Μα εγώ μονάχα που άκουγα

ό,τι από τις σκέψεις μου έφερνʼ η ακοή τους.

*

Κάποτε θα ʼφευγες, και θα ʼμουν

εγώ που θα σου το ζητούσα.

Ξέρεις, καθένας έμαθε

κάποτε, κάπου, μια φορά,

ένα μονάχα τρόπο να ʼναι ·

τʼ άλλα κουβέντες άχρηστες,

μια θλιβερή περιφορά

σε δειλινά που αρνήθηκαν

κάποτε, κάπου, μια φορά,

να μας συντρίψουν.

(Κι όμως, καθένας έμαθε

να νοσταλγεί τη συντριβή του.)

Κάποτε θα ʼφευγες · πως ήταν

κάποια στιγμή που φάνηκε να σμίγουν

δρόμοι σαφώς ασύμβατοι, δεν έχει σημασία:

νύχτα, κι η νύχτα, μια φορά

τουλάχιστον, θα κάμψει την κάθε διαφορά.

Όσο για μας: αυτό που φεύγει και μακραίνει

διαφέρει κατά συντριβή

απʼ ό,τι φεύγεται και μένει.

*

Να ʼξερες μόνο τι σου λέω!

Μια στιγμή πριν μʼ αφανίσει

κείνο το πολυπόθητο σκοτάδι που δερόταν

στην αγκαλιά της, πέρασε μπροστά μου

το φάσμα του προσώπου σου, να εκλιπαρεί το θάνατο μου.

Κι ω, θαύμα! Αντί να ταραχτούν

τα μέλη μου, γυρεύοντας τον τρόμο να ξεφύγουν,

κάτι μέσα μου πήδησε ψηλά, ώστε να δω

το σώμα μου να χάνεται σʼ ένα βυθό αβάσταχτα δικό σου».

Έτσι σκεπτόμουνα, ώρα πολλή, κρατώντας

τα χέρια της ακίνητα μες στα δικά μου,

μη καμιά κίνηση παρα-

μικρή των πολυστέναχτων δακτύλων της με πλήξει

σαν να ʼταν πια η ψυχή μου κάτι ολότελα προσωπικό,

κι η επίμονη σιωπή μου λόγια

που μαρτυρούσαν ένα πάθος

πάντα ειπωμένο απλά και πάντα γλυκύτατα βουβό.


Δ. Παράφορο! [Δελφίνι, 1997]


ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ Ο ΕΝΤΙΜΟΣ ΓΡΑΦΕΑΣ ΝΕΤΦΑΛ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΠΑΡΑΣΤΗΣΕΙ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΔΥΟ ΣΤΗΝ ΟΥΡ.

Μάρτυς μου ο Θεός!

Θα ʼχα κάνει τη γραφίδα μου κομμάτια, αν δεν μπορούσα

να χαράξω στο λαιμό σου το σημάδι της αγάπης

ζωντανό˙ σαν τη φωτιά που φυλακίζει

το σχήμα του σʼ αυτόν τον ανυπόφορο πηλό

(αγύμναστο στη γλώσσα και στην παράφορα της).

Φαντάζομαι πως η γραφή θα γίνει κάποτε κάτι ιδιαίτερα λεπτό

και η σιωπή αλύπητη στην αναγνωσιμότητα της.

Ως τότε, νύχτες σαν κι αυτή τη χθεσινή

θα προωθούν την παλαιά τέχνη του δισταγμού:

εκείνος να υπαγορεύει με φωνή επιβλητική

κτήματα, δούλους, ζωντανά κι εσύ να σπαρταράς

μες στην ασπράδα αυτού του άγραφου λαιμού,

κοιτάζοντας επίμονα την άναρθρη τελετουργία της γραφίδας.

Μπορούσα να σε σκότωνα! Δεν το ʼκανα.

Υπήρξα έντιμος γραφέας, θα συνεχίσω!

Ξέρω πως όπου οι άλλοι δε θα βλέπουν

παρʼ ένα ακόμη σημάδι μετρικό,

εσύ θʼ αναγνωρίζεις: «Σε θέλω, μου ανήκεις, σʼ αγαπώ!»

Βλέπεις, σε λάτρεψα και κάπως έπρεπε να το αποσιωπήσω.

*

ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΝ.

Δίκαια ζητάς νʼ αποτινάξω κάθε σκέψη αναβολής,

καθετί το βολικό και να παλέψω.

«…στον κόσμο αυτό ριχτήκαμε σαν ξένοι !

κι αν όχι ήδη ανεπαρκείς

απʼ τη δριμύτητα της πτώσης επαρκώς σημαδεμένοι…»

Όμως τα λόγια σου με ξάφνιασαν σχεδόν.

Γυμνός ακόμα απέναντι στη μοχθηρία του λόγου

δεν έχω νʼ αντιτάξω

παρά την άκαρπη προφάνεια μιας σάρκας επιβλητικής.

Πάντα με κείνα τα υστερόβουλα:

«Τις αναποδιές που συνάντησα τις αποσιωπώ!»

και «Μονάχα τη φιλοσοφία αγαπώ!»

ύστερα «Ας κάνει ο καθένας τη δουλειά που ξέρει! «

Ασφαλώς

θα συμφωνήσεις πως δε γίνεται να πάρεις πίσω

το δρόμο που σε οδήγησε στην επικράτεια της φωνής σου,

ούτε να εγείρεις αξιώσεις

σε κάθε επιτυχή χρησικτησία της σιωπής σου.

[Η Σκέψη παραείναι ασθενική για να τολμήσει το αληθές

του λόγου της και η Πράξη:

επίδειξη μιας άγνοιας παρηγορητικής.]

Λοιπόν, με ποιας ακύρωσης την ένταση

να διασύρεις την πληγή σου;

Βλέπεις πως μου απομένει η σιωπή.

Όσο κι αν είναι δύσκολο εντέλει να σωπάσω,

σʼ αυτήν την απροκάλυπτη ολιγαρχία των πραγμάτων: εξαγριώνονται συχνά, με την αδέκαστη ευκρίνεια τους

κάτι περισσότερο από ενοχή

για τη σαφήνεια όσων δε θέλησα ποτέ να πω:

χνάρια μιας απουσίας μάχιμης εντούτοις.

Πιάσε εσύ το νήμα απʼ την αρχή.

Βγάλε συμπέρασμα απʼ αυτόν

τον κουρνιαχτό των φαντασμάτων.

Εγώ τουλάχιστον δεν είμαι από πέτρα κι η ζωή μου

δεν ήταν πάντα από χρυσό:

νʼ αφήσει πάνω μου το αγκάλιασμα της

εκείνη τη λάμψη που κάνει τη νύχτα γλυκιά,

μες στην απίστευτη καταδρομή της.

Νιώθω πως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να ʼναι το σπίτι μας.

Η εξορία μας ίσως; Πάει καλά!

θα μας χωρέσει ή θα τον χωρέσουμε.

θα μας αφανίσει ή θα τον αφανίσουμε.

Καυγάς να σου πετύχει!

Κατάλαβε με. Νυχτώνει.

«…μια ακόμα ανήλικη βροχή σκύβει με πάθος πάνω απʼ τους αρχαίους πευκώνες…»

Θα σωπάσω. Κι ας μείνω ανεύθυνος μες στους αιώνες.

*

ΚΑΡΛ ΚΡΑΟΥΣ: ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ ΕΣΤΕΤ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΒΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ.

Δεν κοιμάμαι ποτέ τα μεσημέρια.

Δίνω μεγάλη σημασία στην ικανότητα του κεφαλιού μου

να υπάρχει χάριν ενός κομψού κεφαλιού,

πέρα από κάθε χοντροκομμένη φυλλομέτρηοη

οποιουδήποτε επίτομου ονείρου.

Οι κουβέντες στα κουρεία τα μεσημέρια

είναι σαφής απόδειξη πως τα κεφάλια

υπάρχουν χάριν των μαλλιών:

όχι όσο θα έπρεπε χυμώδη,

αλλά τουλάχιστον κομψά.

[Πώς μπορεί ένα κεφάλι να είναι χυμώδες,

διατηρώντας τη θέση του;

Καταλαβαίνετε τι εννοώ!]

Όταν βλέπω τους άλλους να κουρεύονται, ζω

την μπαρμπέρικη ακρίβεια ενός Διευθυντηρίου:

οι διαφωνίες μακραίνουν σαν τρίχες στα κεφάλια

των διαφωνούντων. Όταν πρέπει να τις κόψεις,

τις κόβεις όσο γίνεται πιο… χαμηλά.

Η Δημοκρατία είναι μια τέτοια προσπάθεια:

να περνάς το μεσημέρι σου ασχολούμενος με τρίχες,

για νʼ αποφύγεις τον άτριχο εγκυκλοπαιδισμό

ενός περίπλοκου ονείρου.

Υπάρχουν άνθρωποι που βραχνιάζουν

αν δεν ανοίξουν το στόμα τους

και άνθρωποι που αποφεύγουν συστηματικά

τις κουβέντες. Εγώ απλώς διαλέγω

αυτούς που θα επιθυμούσα νʼ αποφύγω.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον

να περιμένεις ένα μικρό λάθος του κουρέα·

εξαιρετικά διαφωτιστικό θα μπορούσα να πω

και ιδιαίτερα δημοκρατικό

στους Μοντέρνους Καιρούς που ζούμε!

Όσο γιʼ αυτούς που μπορούν να ερμηνεύσουν τα όνειρα τους…

Μέσα σε ένα άδειο κεφάλι,

μπορεί να χωρέσει όλος ο Αριστοτέλης,

οι αριστοτελικοί,

οι επίγονοι,

οι αρνητές,

οι σχολιαστές,

οι υπομνηματιστές κλπ.

μερικών αιώνων.

Εγώ προτιμώ να μην κοιμάμαι ποτέ τα μεσημέρια.


Ε. Άννα [Ερατώ, 1998]


Έλα παιδί μου, πιο κοντά. Πάψε να τρέμεις!

Λίγη ψυχραιμία θα μπορούσε να προσθέσει αρκετά στην παρουσία σου.

Το κυριότερο: θα βοηθούσε μια γριά να νιώσει λίγη σιγουριά.

Δεν είσαι παρά μια νέα μοναχή: αγία αύριο,

αν σταθείς στο ύψος των απαιτήσεων σου με σοβαρότητα επαγγελματική. Προσπάθησε, προσπάθησε, καλή μου!

Θα σου φύγουν τα σκεύη από τα χέρια, όπως πας!

Κάνε αυτό πού είναι να κάνεις, γρήγορα.

Συντονισμός, ακρίβεια, ποιότητα, εξυπηρέτηση!

Μια μηχανή πρέπει να λειτουργεί σωστά,

αν είναι να προβάλει απαιτήσεις στη δύναμη του τυχαίου.

Ένα άλλοθι χρειάζεται.

*

Εκπλήσσεσαι, βλέπω!

Έτσι, λοιπόν!

Τα μάτια σου ζωντάνεψαν.

Κάτι είναι κι αυτό.

Σε χίλια χρόνια, ή ζωγραφιστή τους γαλήνη θʼ αξίζει πολλά.

Ίσως ξεπεράσει ακόμη κι εκείνη τη συμπαγή ανευθυνότητα της εικόνας,

Ίσως μπορέσει να πει κάτι περισσότερο

από τις κολακευτικές προθέσεις του ζωγράφου:

μια πινελιά πού προσπαθεί να υπερβεί την αυταρέσκειά της:

ένα πραγματικό έργο τέχνης.

Φαντάσου τη ζωή σου έργο τέχνης!

Τόση ασημαντότητα θεοποιημένη,

μόνο και μόνο επειδή κάποιος πίστεψε πώς πόνεσες παραπάνω από τους άλλους,

πιο βαθιά ή πιο ουσιαστικά… αστείο πράγμα!

*

Θα ήταν καλύτερα να είχα γίνει άψυχη πέτρα, να κυλούν τα δάκρυα μου, χωρίς να νιώθω τις συμφορές…

Άρχισα πάλι! Αν είχα λίγο χρόνο μες στο καμίνι του χρόνου μου, στο λέω, θα γινόμουν καλή συγγραφέας παραινετικών ποιημάτων! Τέλειωσα! Κάνε το χρέος σου. Μοναχά, μην αρχίσεις εκείνα τα φρικτά προσωνύμια! Με λένε ακόμα Άννα.


ΣΤ. Η Απάντησή Του [Νεφέλη, 2000]


Ταξίδεψα αρκετά, τʼ ομολογώ. Όμως ετούτη την πορεία δεν γίνεται να την αφηγηθείς· όχι πριν καταντήσει κάθε κουβέντα μάταιη μπρος στην σαφήνεια της σιωπής. Εβδομήντα ολόκληρα χρόνια: είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες ημέρες. Κάθε μια με την δική της συμβολή στο απροσδόκητο, κάθε μια περισσότερο από ευφυής στον αυτοσχεδιασμό. Είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες ημέρες! Κι αν είναι να ʼρχονται οι εποχές στην εποχή τους, αν είναι να ποτίζεταισωστά η δύστροπη διάθεση που ξαφνικά ονομάσαμε ψυχή, ακόμα μερικά λεπτά αθροισμένα στο επιβλητικό σύνολο μιας ακατανοησίας: μια σύμπτωση συμπτώσεων! Παραπάει να πεις οτιδήποτε γιʼ αυτήν.

*

Περάστε, η πόρτα είναι ανοιχτή. Καλό σημάδι, αδελφοί. Αυτός που μας ανοίγει την μέρα, θα μας ανοίξει και την νύχτα. Μπείτε λοιπόν! Το αφεντικό δεν είναι εδώ. Προσπαθεί να μεθύσει την γυναίκα του παπουτσή παραδίπλα, καθώς ο παπουτσής αγκομαχά να καρπίσει την γυναίκα του ψαρά στην γωνία, κι ο ψαράς παίζει στα ζάρια μια δημόσια καλλονή του παρελθόντος έξω απʼ τα τείχη. Ξέρουν να ζουν αυτοί οι έμποροι. Ξέρουν τι τους ανήκει από το πτώμα του μέλλοντος και δείχνουν μιαν αποφασιστικότητα παράτολμη στην αξιοποίηση του παρόντος. Δεν χάνουν τον καιρό τους σε διανοήματα, όταν μπορούν να εμπορεύονται νοήματα με κάποια σχετική άνεση. Για την άνεση δεν παλεύουμε όλοι;

*

Γνωρίζουμε ήδη αρκετά για το μαρτύριο της γνώσης. Πολλές φορές μιλήσαμε και συνοψίσαμε όσα έχουν ειπωθεί. Ούτε ο ουράνιος θόλος έπαψε να είναι κυρτός, ούτε τʼ αστέρια κρύφτηκαν. Η Σελήνη δεν καλύφθηκε, η Γη δεν σκοτείνιασε˙ κεραυνοί δεν τάραξαν την Γη. Ξέρουμε πως το βάθος της ψυχής είναι αθάνατο και πως η φύση πείθει ότι οι δαίμονες είναι αγνοί και οι βλαστοί του κάκου χρηστοί και όλβιοι. Μήπως ο θάνατος δεν ενέχεται σε δύο υπερβολές; Την σκοτεινή στιγμή όλοι ζητούν ένα σώμα υβριστή. Την σκοτεινή στιγμή καθένας μια ψυχή πολεμιστή. Ας προσέξουμε το πλεονέκτημα του εχθρού. Το φως που τον δείχνει μας τυφλώνει. Αφού νικηθούμε κατά κράτος από το κακό, θʼ αφεθούμε στην καλοσύνη των δακρύων. Άνθρωποι ποταποί, θα πούμε, κατέστρεψαν το κράτος και την εξουσία μας˙ αναγνωρίζουμε στον τόπο των πληγών την επικράτεια μας. Ας φυλάξουμε τους δρόμους της γλώσσας μας. Από παντού ας αφήσουμε την παρρησία της φωτιάς μιαν ευφράδη σοφία να συντομεύσει. Χάσμα η ψυχή κατοικημένο, φάσμα ο Παράδεισος απομεμακρυσμένο, όσο υπάρχει γλώσσα.


Ζ. Επεισόδιο [Νεφέλη, 2002]


Επενδύουμε στο θάνατο.

Στην αρχή είναι πάντα…εποικοδομητικά!

Ξεριζώνουμε τα χωριά το ένα μετά το άλλο.

Ύστερα…λασπώνουμε, συμπεριφερόμαστε στον άμαχο άνθρωπο

σαν πεινασμένοι λύκοι. Θα μας εκδικηθούν, υποθέτω.

Τους εκδικούμαστε προκαταβολικά και πάει λέγοντας,

σφάζοντας, ρημάζοντας, αυτοκτονώντας όλη μέρα

επιβιώνουμε τη νύχτα. Νεκρώνονται τα σπλάχνα μας

όταν χιμάμε σε σπλάχνα άλλων. Καθένας ξενυχτάει

πολλούς νεκρούς για να μην κλάψει το δικό του.

Ζητάμε μιά πηγή και είμαστε πλασμένοι άμμος.

Καθένας γίνεται όλο και περισσότερο…άνθρωπος.

[Κι ο αετός στα ορεινά φτερά του ελπίζει ένα τέλος πεδινό!]

*

Κάποτε, οι σύντροφοι θα χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα,

αργά, σταθερά, επίμονα, μέχρι να μείνει

μόνο ψύχρα και απόσταση: εκείνο το υπόλευκο

εναιώρημα του χθες, κατάστικτο σαν ξεβρασμένο φύκι.

Ήξερα πως δεν θα τους ξανάβλεπα,

όχι τουλάχιστον πάνω από μιά λίμνη αίματος,

με το θάνατο να περιφέρεται στην ατμόσφαιρα,

να συμπλέκει φόβους και τρόμους αγνώστων,

να διαπλέκει την καχυποψία, την επιφυλακτικότητα,

τη μοχθηρία που θησαυρίζει καθένας

αναγκαστικά ή τουλάχιστον αναπόφευκτα.

Ήξερα πως καμιά στιγμή αδυναμίας

δε θα επέτρεπε να ζητήσω ένα κουπί

σε χρυσαφένια ακτή, καμιά εφηβική

καταιγίδα δε θ’ αναγνώριζε στο κενοτάφιό μου

τα ναυάγιά της, τα παιδιά

δε θα έδεναν μικρά, αμήχανα σκυλιά,

ούτε οι βοσκοί μεγάλα, αποφασισμένα σκυλιά.

Δε θα σήμαινα καμιά αμμουδιά,

σημαίνοντας κάθε αμμουδιά.

*

Επειδή σ’ αγάπησα, σαν όνειρο με αμέτρητες φωτιές

πίσω απ’ τις ράχες των βουνών,

σου γράφω καίγοντας την τελευταία μου σπίθα·

εγώ, μιά πορφυρή, παράξενη φυγή,

πυρπολημένη από ατέλειωτη λύπη.

Θυμάσαι; «Φεύγεις σαν ελάφι κυνηγημένο·

αν γλυτώσεις σαν σπουργίτι θά ‘ναι θαύμα!»

Επιβίωσα απλά σαν άνθρωπος

αποφασισμένος να εκδικηθεί την αδικία της βαρύτητάς του.


Η. Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη [Εφ. Η Αυγή, 2007]


Βαθαίν’ η αλήθεια κάποτε, και βρίσκεσαι αίφνης ναυαγός στην ίδια σου πατρίδα.

Κι είναι κοράκι η λεμονιά και σκύλος το θυμάρι, το πεύκο τρώει τον άνεμο και το πανί τον γλάρο,

κι ο ναυαγός που δέρνεται δεν έχει πια καθόλου μνήμη: μια φλύαρη Ολλανδή κυρία η πνιγμένη,

των σκοταδιών περίγελος ο γέρος, των βράχων καταπίστευμα ο νέος, δυο φίδια χόρτο ο άνεμος και μια βελάδα λάσπη βασίλισσα στις λεμονιές.

Ναι! Όλ’ αυτά ενόσω η θάλασσα καραδοκεί βαθιά σαν την αλήθεια, να κατεβούμε κάποτε στο κύμα του θεού, τα ζώα να φορτώσουμε στο πλοίο, κι εμάς ξοπίσω.

Ναι! Όλ’ αυτά ενόσω καν δεν ξέρουμε αν σώζεται ακόμα Ιθάκη.

*

Αυτά, λοιπόν, τα ορεινά, τα σύσκια για τη μάνα σου• ο πατέρας είδε γέροντες να μπαίνουν μοναχοί τους στη φωτιά

και νέους απάνω στα παλούκια να πηγαίνουν, σαν χελιδόνια οι γλώσσες τους στην τροπική αλήθεια των εγχώριων παθών

και μόνο για το δίκαιο των αιμάτων βρήκε μια κάποιαν ηδονή στον ταραχώδη βίο,

αφού από νέος ζύγιζε το αυγινό σπαθί των λογισμών του, κάτω από την πανσέληνο άλγεβρα των θυμών του.

Μέχρις εδώ για τους γονείς. Κι αν κάποιος θέλει να ξέρει περισσότερα, θα πρέπει να έχει υπόψη του πως κόβουν και τα λόγια, μα δεν φτιάχνουνε πατρίδα.

*

Συνέβη τότε, όπως ήταν φυσικό, να χάσεις το μέτρο της θηριωδίας, που όφειλες να εκτίσεις για ζωή,

και τσάκισες εν μέρει, αγρίεψες λιγάκι, έγινες ένα μείγμα φιλαργυρίας και γενναιότητας: αρχαίος άνθρωπος σ’ έναν αιφνίδιο κόσμο ανθρώπων.

Καλύτερα να κρύβει ο τρομερός την τρέλα που τον δέρνει, είπε ο Ηράκλειτος,

αλλά δεν γίνεται να δει από τρία σημεία ένας άνθρωπος την ίδια κατά μέτωπο φουρτούνα. Κι ο στερημένος, είναι κάπως γενναίος κι αυτός.

Η νύχτα των αιμάτων δεν χαρίζει κάστανα, αν δεν είναι αναμμένα σαν κάρβουνα• νύχτα θα χάσει καθένας την ψυχή του; Νύχτα και το σώμα του.

Λοιπόν, μπορείς να μην πεθάνεις από φόβο κι αγωνία, πριν πεθάνεις από έρωτα και θράσος, από αγάπη για πράγματα εντελώς παράλογα.

Συνεπώς, άλλα χίλια χρόνια να ζούσες, τα ίδια λάθη θ’ αγαπούσες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου