Οι θεόρατες πόρτες των σπιτιών αυτού του έρημου δρόμου είναι πλυμένες μονάχα οι μισές. Άλλες από τη μέση και πάνω και άλλες από τη μέση και κάτω. Στις πρώτες μπορούσα να ξεχωρίζω τα ξύλινα και γύψινα ανάγλυφα που πλαισίωναν τους χάλκινους αριθμούς: άνθη, δέντρα, καρπούς, άσεμνες ερωτικές σκηνές με πρωταγωνιστή τον Βάκχο.
Πήδηξα στο σαραβαλιασμένο λεωφορείο που πέρασε με ανοιχτές πόρτες από μπροστά μου, τρίζοντας απελπιστικά, και κάθισα δίπλα στον αμίλητο οδηγό. Ένας γέρος με σουβλερό μούσι, που εκτελούσε χρέη εισπράκτορα, μου ζήτησε να καταβάλω το εισιτήριό μου.
«Που πηγαίνεις;», ρώτησε.
«Στο Πουθενά», του είπα.
«Τότε πληρώνεις αυξημένο εισιτήριο. Παππού, σκάσε ένα ασημένιο πεντόφραγκο».
Έβγαλα από την τσέπη μου ένα γυαλιστερό νόμισμα, κι αφού το έτριψα λίγο στα δάχτυλα και βεβαιώθηκα πως ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε, του το έβαλα στην παλάμη.
Ε.Χ. Γονατάς -Τρεις δεκάρες και άλλα διηγήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου