Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΝΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΝΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Ασημίνα Ξηρογιάννη - Αίγινα II


Αν και βραδιάζει,
τα τζιτζίκια δεν κοιμούνται
Συνεχίζουν το τραγούδι
Ο σχίνος της αυλής,
σκιά που εξαπλώνεται πλάι στις λεμονιές
Είναι μια αίσθηση ανερμήνευτη
Τα καλοκαίρια το φεγγάρι όλο παραπονιέται
πως δεν το κοιτάμε
Κι η μοναξιά στο κτήμα με τις φιστικιές
σαν ποίημα μοιάζει.

(Από τη συλλογή «Επιμένω να είμαι το σκοινί που λύνει το πλοίο στο λιμάνι», εκδ. Γαβριηλίδης, 2019)  

https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poiitries-mas-gia-to-feggari-sta-nisia/5/

Λένα Σαμαρά - Ικαρία


Απ' το μικρό παράθυρο φαίνεται η θάλασσα. 

Το βουνό την αντικρίζει σχεδόν κάθετα.

Οι σκιές των σπιτιών οργώνουν την άγονη πλευρά του. 

Ευγνωμονείς το μικρό αυτό άνοιγμα του τοίχου

που σου αποκάλυψε την κίνηση.

Το βράδυ χορεύεις σε αστερίες και βότσαλα.

Το φεγγάρι χάνεται πίσω απ' το βουνό.


Τα σώματα έχασαν το βάρος τους. 

Τα φτερά του Ίκαρου

έλιωσαν απ' τον ήλιο


αλλά όπως και να 'χει

αυτό είναι ένα ηρωικό τέλος.


Από τη συλλογή «Επιμένω να είμαι το σκοινί που λύνει το πλοίο στο λιμάνι», εκδ. Γαβριηλίδης, 2019.


Πηγή: https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poiitries-mas-gia-to-feggari-sta-nisia/4/

Γιολάντα Σακελλαρίου - Αντικατοπτρισμοί της Δήλου

 Νύχτα καθισμένη σε βραχάκι στη θάλασσα πανσέληνος του Αυγούστου
μονοπάτι απ’ το θαύμα
ξεδιπλώνει απροσδόκητα σμήνος παιδιά χλωμά κρινάκια πάνω στα βότσαλα
παράξενη ησυχία τα τυλίγει στο βάθος της ακτής
στα μάτια τους μελαγχολία πλήξη

Δίπλα τους νερόλακκοι αντανακλούν ουρανό
και γλάρους κοχύλια
πέτρες μισοτελειωμένα κάστρα
θαλασσινά παιχνίδια· άλλης εποχής

σκυφτοί λιλιπούτειοι θεοί
χωρίς τη χάρη της δημιουργίας
πάνω σε φωτεινές οθόνες
γεμίζουν με απληστία
το κενό χωνάκι τους με παγωτό
και μ’ ένα άγγιγμα αίφνης
χάνονται όπως ήρθαν
μες στη δική τους εικονική πραγματικότητα.


(Από τη συλλογή «Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος», εκδ. Μικρή Άρκτος, 2022)

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Αφροδίτη Κατσαδούρη - Όταν φυσάει στην Αθήνα|


Όταν φυσάει στην Αθήνα και είστε όλοι στα νησιά 

παίζουμε κουκλοθέατρο

με τα ρούχα που έχετε ξεχάσει απλωμένα στο μπαλκόνι 

χορεύουμε ικαριώτικα με τα πουκάμισα τ' αδειανά

κάποια τα σκίζουμε

άλλα τα κλέβουμε

και κάποια άλλα

πιο αιμοδιψή και πονηρά

μας εκβιάζουνε

για να μην σας πούνε 

τι τους ψιθυρίζουμε.


Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι

Ανδρέας Εμπειρίκος - Άνδρος




Τα δόκανα αχρηστεύθηκαν
Οι φράκτες κατέπεσαν
Ο ουρανός απλώνεται απροσμέτρητος
Ο ουρανός και η θάλασσα.

Τούτη η αμμουδιά
Ψιμύθιον σπειρωτό λευκό και άναυδο
Σφύζει στο φως της χρυσαυγούς ημέρας.

Ψηλά
Τόσο ψηλά
Που χάνεται το βλέμμα
Στην κυανή αιθρία
Όλη η ζωή
Δοσμένη και παρμένη
Είναι μία.

Όλβε που χάνεσαι και αντηχείς
Απ’ του ουρανού τη θολωτή καμπάνα
Πότε σαν θρόισμα ελαφρύ
Πότε σαν στεντόρεια φωνή
Που χίλιες φορές ηχεί
Με ηχώ μακρόσυρτη
Σπρωγμένη από πνοή μεγαλοδύναμου τιτάνα.

Έρχομαι.
Οι αισθήσεις μου σπαργώσαι ώσεις
Καμιά κλεψύδρα δεν μπορεί
Στη νήσον αυτή να εξαντλήσει
Την άμμο της πιο μικρής ακόμη ακρογιαλιάς
Κανένα μέτρο να μετρήσει
Το διάφανο μπλάβο βάθος
Που έχουν εδώ τα κρεμαστά νερά,
Κανέν’ άλλο νησί δεν ημπορεί να δώσει
Για την ψυχή και τις αισθήσεις
Στον κόσμο τούτο βιός
Πιο ζείδωρο και πλούσιο.

Ανδρέας Εμπειρίκος ( 1901 – 1975 )
Πηγή: Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες
Εκδόσεις: Άγρα- Αθήνα 1984

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Οδυσσέας Ελὐτης - Σχέδιο για μιαν εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου

 ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΤΗΣ ΣΕΡΙΦΟΣ, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία. Ο νους ξεπερνιέται από μερικά κύματα και λίγες πέτρες-κάτι παράλογο ίσως, παρ’ όλα αυτά ικανό να φέρνει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις. Επειδή, τι άλλο θα του ήτανε πιο χρήσιμο για να ζήσει; Αν του αρέσει να ξεκινά λάθος, είναι γιατί δε θέλει ν’ ακούσει. Ερήμην του το Αιγαίο λέει και ξαναλέει, εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου, σ΄ ένα μήκος ακτών απέραντο: αυτός είσαι! Και το επαναλαμβάνει το σχήμα του φύλλου της συκιάς επάνω στον ουρανό, τον συλλαμβάνει και κλείνει τη γροθιά του το ρόδι ώσπου να σκάσει, το κανοναρχάνε τα τζιτζίκια ώσπου να γίνουν διάφανα. Ο Θάνατος μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σωστός, θέλω να πώ λιγότερο ή περισσότερο ένας χαμός ανεπανόρθωτος, ανάλογα με τον τρόπο πού θα τον δεχτείς. Η δύναμη κι ο αριθμός ανέκαθεν μας εμποδίσανε ν’ αποδεχτούμε τη μόνη δικαιοσύνη, πού είναι μια «ακριβής στιγμή», ή τη μόνη ηθική, που δεν είναι παρά μια συνεχής αναγωγή στο πιο απλουστευτικό είναι μας.     
Την απέραντη απόσταση που χωρίζει ένα κυκλαδικό ειδώλιο από ένα βότσαλο μας είναι αδύνατον να την επιμετρήσουμε με την ίδια ευκολία πού το κάνουμε για ολόκληρες εκατονταετίες φωτός. Αλλ’ αυτό ακριβώς αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα μας ΄ και γι’ αυτό συναγωνιζόμαστε απεγνωσμένα τη γνώση. Όμως το μερίδιο των θεών, αν υπάρχει κάπου έξω απ’ τις θρησκείες, είναι βέβαια μια χάρις. Ένας γλάρος με ζυγιασμένα φτερά πάνω από μιάν απέραντη κυανή έκταση. Προσποιούμαστε ότι τον σβήνουμε, ότι βρήκαμε αυτόν το σβηστήρα. Και ύστερα; Εκείνος, την επαύριο της οριστικής μας απώλειας, συνεχίζεται. Δυό άγνοιες πού δεν αγγίζονται αλλά πού θα μπορούσαν αυτοστιγμεί να γεννήσουν το φως’ τι κρίμας!     
Είναι αλήθεια ότι το φως συμβαίνει ν’ αναπηδά από την ύστατη ένταση του μαύρου; Με άλλον τρόπο το επιβεβαιώνει και ο έρωτας. Όταν δύο γυμνά σώματα μιλούν, κάτι από το ανεκδοτολογικό μέρος της ιστορίας τους -το αφόρητο- ξεγράφεται. Το φιλί, πού δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου, τυχαίνει να είναι το πιο καινούργιο και αμεταχείριστο πράγμα, που διαθέτουμε. Σίγουρα, κάποια ερωτική ιστορία ερωτική, με διαστάσεις θεϊκές, θα προηγήθηκε από τους τεκτονικούς παλμούς και τις ανακατατάξεις των υδάτων, όταν γεννήθηκε το ελληνικό αρχιπέλαγος. Τον παραλογισμό που κλείνουν για μας οι μύθοι, κάποτε η ίδια η φύση τον ανατρέπει. Τότε μόνον αναλογιζόμαστε ότι, παρ’ όλα αυτά, εμείς οι ίδιοι είναι που, παρά τη θέλησή μας ίσως, τους δημιουργήσαμε. Απομένει να μάθουμε: αυτό το φως, αυτές οι συστάδες των νησιών, τι είναι; Ονειρευόμαστε;
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΝΟΕΡΑ προς την Πάτμο και την Ανατολία ο Holderlin συνέλαβε, απ’ τα βάθη της Σουαβίας του, πολύ πιο καθαρά το χρυσό όραμα παρ’ ό,τι ο σημερινός επιβάτης του jet από τα 11.000 πόδια του ύψους του. Όχι, διόλου μερικές χελώνες επάνω στο νερό, aber Es rauschen aber um Asias Tore Hinziehend da und dortIn ungewisser Meeresebene Der schattenlosen Strassen genug, Doch kennt die Inseln der Schiffer.
Το θεϊκό άγγιγμα είναι πού δεν του διέφυγε. Η μαγεία έχει τον τρόπο της. Ακόμη και πάνω στα τείχη της επιστήμης, ξέρει κάποτε ν’ ανοίγει μια πόρτα για ν’ ανασάνουμε. Τέτοια πόρτα μπορεί να ‘ναι και μια σκέτη εγκυκλοπαίδεια. Άς την ανοίξουμε: αρκεί ν’ αυξηθεί ή να λιγοστέψει κατά πενήντα ή εκατό μόλις μέτρα η στάθμη των νερών, και το πιο θαυμαστό, το πιο κινητικό της ύλης κατόρθωμα θα συντελεστεί κάτω απ’ τα μάτια μας, και βέβαια θα βρει τις αντιστοιχίες του-αρκεί να ‘μαστε δεκτικοί-και στο πνεύμα.      
Μια πικασσιανής δύναμης μεταμόρφωση στις γραμμές και στους όγκους χωρίζει ένα νησί σε δύο, συνενώνει άλλα τρία σε ένα, δημιουργεί καινούργιες μονάδες, εξαφανίζει παλαιές. Πορθμοί και ισθμοί αναφαίνονται, ράχες μ’ ερυθροπράσινα, φρέσκα ίχνη ενάλιου βίου απλώνονται στον ήλιο. Με λίγα λόγια ό,τι ένας ζωντανός οργανισμός προσφέρει (μαζί με την ταραχή των αισθημάτων του), μεταφερμένο κατ’ αναλογίαν στο φυσικό κόσμο. Η αντίθετη μεριά βγάζει μακριά. Θα την ιδούμε.     
Η σκέψη των Ιώνων, η πρώτη λυρική φωνή στην ποίηση, η υπακοή του μαρμάρου στον ανθρώπινο χάδι, το τρίγωνο των βουνών κατεβασμένο στο αρχιτεκτόνημα, ο Σωκράτης, ο Ιησούς, όλα ή σχεδόν όλα γύρω από το σχολείο αυτής της θάλασσας. Τι συμβαίνει λοιπόν; Αν σκεφτόμαστε όπως οι εκατομμυριούχοι, το φαινόμενο είναι αμελητέο και ο κόσμος ασφαλώς πολύ μεγάλος για να τα συζητάμε αυτά. Όμως η σελήνη των ηλεκτρονικών εγκεφάλων φοβούμαι ότι θα εξακολουθεί να είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, κατώτερη απ’ τη σελήνη της Σαπφώς, πού η αχτίδα της, έτσι καθώς μας σημαδεύει απ’ τα βάθη ενός ελαιώνα της Μυτιλήνης, μας επιτρέπει να βρεθούμε πιο κοντά στον εαυτό μας, σ’ εκείνα που αγαπούμε –όττω τις έραται, που έλεγε και η ποιήτρια. Μια ρήση απλή, που πήρε την ισχύ φυσικού νόμου σ’ αυτήν την περιοχή κι επέζησε στην ψυχή των νησιωτικών, βρίσκοντας χίλιους τρόπους να εκδηλωθεί. Κυρίως από την άποψη της ένστικτης, της ασύνειδης χειρονομίας, που ξέρει να ταυτίζει το χρήσιμο με το ωραίο, αλλά συνάμα και το ωραίο με το ηθικό, στην πιο ριζοσπαστική τους έννοια.     
Η παράλληλη και ταυτόχρονη ανύψωση του ταπεινού σε θεϊκό μέγεθος και η κατάβαση του θεϊκού στο απτό και το καθημερινό, χωρίς να σημειώνεται η παραμικρότερη λαθροχειρία. Χρειάστηκε γι’ αυτό μια ισχυρή αντίσταση στο χριστιανικό υπερεγώ που σχηματίσανε με τις προσχώσεις τους οι δεισιδαίμονες μέσοι αιώνες.     
Ανάμεσα στα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών που εμείς οι σημερινοί Ευρωπαίοι παραλείψαμε να περισυλλέξουμε και να μελετήσουμε είναι και μερικές έννοιες πού κείτονται στο ίδιο χώμα μαζί με τα παράγωγα της τέχνης τους. Η ταπεινοφροσύνη π.χ., που απέβαλε την οξεία και καθαρή ευωδία των μυριστικών χόρτων για να περιχυθεί με λιβάνι, μας κληροδοτήθηκε ανεξέλεγκτα κι απόμεινε μέσα μας με την αφή του γυμνού πέλματος δούλου πάνω στις πλάκες περισσότερο, παρά με την υπερηφάνεια πατούσας που συνάζει σοφία στην άμμο. Παρ’ όλα αυτά, ένας δείκτης αόρατος κατάφερνε σ’ αυτή τη γωνιά να στρέφεται ολοένα προς το ορθό (θα τολμούσα να πώ, προς το υγιές), με την πεισματική δύναμη μαγνητικής βελόνας προς τον Βορρά. Την ασύλληπτη σε κάθε στιγμή λειτουργία της αόρατης μηχανής, που στα μέρη της- τόσο μακριά όσο είναι ο ήλιος και τόσο βαθιά όσο είναι οι φλέβες της γης ή τα ρέματα των βυθών-βρίσκονται σε πλήρη και αρμονική ανταπόκριση, τη διαπιστώνεις αρκεί ν’ αποσυνδέσεις νοερά εκείνο που ονομάζουμε αμεσότητα. Όσο είναι δυνατόν. Όσο το επιτρέπουν οι περιορισμένες μας-αλίμονο-διανοητικές δυνατότητες. Εκτός πιά κι αν, σε τέτοιες στιγμές, η ποιητική λεγόμενη θεώρηση (πού δεν είναι μια σκέτη ανάλυση αλλά συνίσταται στη μετατόπιση από το λογικό στο υπερβατικό καθώς και στην ανεύρεση των αναλογιών ανάμεσα στα αισθήματα και στις πράξεις) ανακτά όλη της την πρωταρχική σημασία.      
Μη λησμονούμε ότι μόνον έτσι ένας Πυθαγόρειος έφτασε στο σημείο να πεί ότι το τετράγωνο είναι η φωτιά, ο κύβος η γη, το οκτάεδρο οι άνεμοι, και το δωδεκάεδρο ο σύμπας κόσμος.    
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΥΠΟΔΕΣ των κρητικών αγγείων ή τα φτερόψαρα των πρόσφατων τοιχογραφιών της Σαντορίνης, από τα γυμνά στήθη των μινωικών γυναικών ή τις τρίαινες των ψηφιδωτών της Δήλου, από το θαλασσινό ανάμεσα σε δύο κολόνες άνοιγμα κάποιου ναού ή το γεωμετρικό καθήλωμα ενός αυλητή σε μάρμαρο παριανό, ξεσηκώνεται, σαν αέρας ελαφρότατου γραιγολεβάντε, κάποια αίσθηση «άγια», όπως θα λέγαμε πρωθύστερα, που χωρίς καμιά δυσκολία έρχεται να καθίσει, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, στον ασβέστη των εξωκλησιών, στα μελαμψά πρόσωπα των οσίων της Ορθοδοξίας, στις αψιδωτές καμάρες των σπιτιών της Σίφνου ή της Αμοργού, στα μπλε και στα κίτρινα της πιο φτωχής ψαρόβαρκας. Η απαρίθμηση φαίνεται αυθαίρετη, κουραστική. Ως ένα σημείο είναι, άλλωστε, σκόπιμα σπρωγμένη, ώστε να δείξει κάτι που συντελείται πολύ πιο μυστικά στις ψυχές μιάς κοινότητας όπου οι φυσικές δυνάμεις, συγκρατημένες δώθε και κείθε από την υπερβολή (τη μεγάλη μάστιγα των πολιτισμών μας), έχουνε πάντοτε την τελευταία λέξη- θέλω να πώ, μας δίνουνε να καταλάβουμε με ποιόν τρόπο γίνεται να ηττάται ο χρόνος.      
Ήλιος από αφομοιωμένη αγάπη, αλλ’ αεί άγριος; Δεν αρκεί. Στο βάθος δεν πρόκειται παρά για μια όψη του φαινομένου. Η άλλη, που μας παρουσιάζεται σαν άμεση αντανάκλαση τη ίδιας της αίσθησης από τα έργα τέχνης στα έργα της ζωής, πράξεις και αντιδράσεις στα καθημερινά συμβάντα, όσα θα ονομάζαμε «αγωγή» ή «συμπεριφορά ανθρώπινη» είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή όσο και πιο δυσδιάκριτη. Αυτό το «τανάπαλιν» είναι που, αν το διαδράμεις ως την άλλη του άκρη, βλέπεις.
Enfin o bonheur, o raison, j’ ecartai du ciel l’ azur, qui est du noir, et je vecus, etincelle d’ or de la lumiere nature.
Κάποτε, όταν έγραψα ότι, βουτώντας στη θάλασσα μ’ ανοιχτά μάτια, είχα την αίσθηση ότι έφερνα σ’ επαφή το δέρμα μου μ’ εκείνο το λευκό της μνήμης που με κυνηγούσε από κάποιο  χωρίο του Πλάτωνα, το θεωρήσανε ακατάληπτο. Κι όμως, είναι μέσα στα πιο καθαρόαιμα ελληνικά που ο τιμονιέρης βρίσκει το ζύγι στο πλεούμενό του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έβρισκε ο Ικτίνος στον Παρθενώνα. Είναι σ’ αυτά που οι ενέργειες π.χ. ενός μεγάλου πολιτικού εγγίζουν την καθαρότητα του πλέον ευγενικού μαρμάρου. Είναι σ’ αυτά όπου το πιο υψηλό ερωτικό αίσθημα φτάνει ως τη στυφή γεύση του μαύρου σταφυλιού. Κάτι πού δίνει λαβή να πιστέψει κανείς ότι οι ποιητές παίζουνε με τις λέξεις, ενώ στην πραγματικότητα, εάν το καλοσκεφτείς, σοβαρεύονται κατά τι περισσότερο απ’ ό,τι το επιτρέπει η συνομιλία μπροστά σε μιάν οθόνη κλειστή, χωρίς κανέναν ορίζοντα.     
ΤΟ Αιγαίο δεν έχει οθόνη, δεν απέκτησε ποτέ. Είναι από ύλη ή πνεύμα (δεν έχει σημασία) οδηγημένα στο ουσιώδες. Το πάν- για ό,τι πιθανόν το ακατάληπτο αντιπροσωπεύει-είναι η διαύγεια: η δυνατότητα να βλέπεις μεσ’ απ’ το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο και το πολλοστό επίπεδο μιάς και μόνης πραγματικότητας το μονοδιάστατο και συνάμα πολύφθογγο σημείο της μεταφορικής τους σημασιολογίας.      
Να λοιπόν που την ηθική τη συναντάς κι από το δρόμο που πάς να την αποφύγεις. Ίσως μάλιστα τότε το χτύπημά της στον ώμο σου να μοιάζει πιο πειστικό.     
Ένας άνθρωπος που ξυπνά τα χαράματα μπροστά σ’ ένα λιμανάκι μώβ κι εύχεται να μην είχε μάθει ποτέ του γράμματα-τι θαύμα! Κατεβαίνει στο βραχάκι να λύσει τη βάρκα. Σε λίγο, η μια ράχη του βουνού κοκκινίζει. Όπου να ‘ναι θα φανεί ο Κούρος, και πίσω του οι γραμμές των άλλων νησιών, το ξεφόρτωτο τρεχαντήρι, ένας Προφήτης Ηλίας. Ύστερα, θα σβήσουν όλα και θα μείνει το μελαχρινό, καθάριο πρόσωπο με τα μεγάλα μάτια, που είναι ο ψαράς με το πανέρι του, ο σημερινός σου γείτονας, αλλά συνάμα και ο παντοτινός Αλιέας των θησαυρών-και των ανθρώπων.      


Οδυσσέας Ελύτης – Από το βιβλίο του Έν λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος 1992, σ.17-23

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Μαρία Λαϊνά - Μικρός Πόρος


Νύχτα στη μέση του νησιού

ο σκελετός μου φαγωμένος απ’ το χέρι της

ενώ οι μέλισσες και τα μερμήγκια οδηγούνται

απ’ τον ήλιο.


Εκείνη όπου να ’ναι θα γυρίζει σπίτι

περνάει στο αριστερό της χέρι τις αγριοφράουλες

σκύβει ελαφρά προς τη φωνή του, ήσυχα τον βλέπει

τα κόκκινα μάτια της φέγγουν.


Η πιο αδιάντροπη η ομορφότερη

κάτω απ’ τον μαύρο θόλο και την οξυδέρκεια των άστρων

θα μιμηθεί ξανά τη χάρη και τη δύναμη ενός σπαθιού.


Ρόδινος φόβος, 1992

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Κέρκυρα




Το βράδυ θα πέφτει πάντα στα νερά. Γείρε στην προκυμαία
όταν μακραίνουν τα φώτα της πόλης και πες δεν έμεινε τίποτα
στα λιόδεντρα που δένονται με τη θάλασσα. Όπου κι αν πας
θ’ αρχίζεις ένα αίσθημα και θα τ’ αφήνεις μισό τελειωμένο

Γείρε και πες δεν έμεινε τίποτα
μια ξεραμένη μέδουσα πάνω στο βράχο
το χέρι μου ανεπαίσθητα στον ώμο και η μαλακή γραμμή του ορίζοντα
στα μάτια σου



Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Αγγελική Σιδηρά - Ο κύκλος των εποχών


ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ


ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ

Μόνη μου στο Σινέ Παλλάς
μ' εσένα πάντα πλάι μου να λείπεις
να καπνίζεις χαμογελώντας περιπαικτικά
στην κάθε απαγόρευση.
Ο θάνατος μοιάζει να μην σε αφορά
καθώς γλιστράς με αμφιβολία
τ' άϋλα δάχτυλά σου
στο άδειο, παγωμένο χέρι μου.
Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ χαμένος
μέσα στη ρεπούμπλικα
και τη μακριά του καμπαρντίνα
τινάζει τις στάχτες του τσιγάρου του
δίχως διόλου να νοιάζεται κι εκείνος
που δεν είναι ζωντανός.
Βρέχει στο έργο και συ βήχεις ασταμάτητα.
Ο ηθοποιός παράφορα την Μπέργκμαν αγκαλιάζει
κι ένα ρίγος ανάμικτο
τρόμου και πόθου με διαπερνά.
Σκύβεις, κάτι μου ψιθυρίζεις
όμως δεν μπορώ ν' ακούσω
τόσο που δυναμώσανε τον ήχο
και θυμώνω που διακρίνω
ξένες φωνές κι εκμυστηρεύσεις άλλων
ακόμα και της θάλασσας τον παφλασμό.
Της θάλασσας που εισβάλλει ορμητική
να σε διεκδικήσει πάλι .
Πώς να τη συγχωρήσω
που δεν είναι καν γαλάζια.
Ασπρόμαυρη ταινία και η ζωή
κάποιες φορές απ' το λευκό
στο μαύρο ολισθαίνει
οριστικά.


ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΝΟΣ ΣΧΕΔΟΝ ΕΦΗΒΟΥ Μ' ΕΠΤΑ ΣΧΕΔΟΝ ΓΡΙΕΣ

Δίχως καμιάν υπόσχεση
το καλοκαίρι αυτό θ' αργοκυλήσει
Λεωνίδα
και θα θυμάσαι κάποτε
τα έντεκα χρόνια σου ν' ασφυκτιούν
ανάμεσα σ' αιώνες πέντε
που απαρτίζαμε όλες μαζί
επτά γυναίκες, φανατικές κοκέτες
και γι' αυτό πιο θλιβερές
ακόμα.

Ο άνεμος θα ξεσηκώνει τα μαλλιά σου
και συ αμέριμνος τίποτα δεν θα ξέρεις
για την αγωνία μας
να συγκαλύψουμε εκείνη την αυθάδεια
της άσπρης ρίζας
που μαρτυρούσε ασύστολα
τη μάταιη κι εφήμερη απάτη
του χρυσού, του κόκκινου, του μαύρου
χρωματισμένου πλαίσιου
της μουντής εικόνας μας.

Τις ζωηρές κραυγές σου θα θυμάσαι
να χάνονται σε μια χοάνη
κατασταλαγμένων στοχασμών
και άλλοτε την πλήξη σου ν' αναστατώνεται
απ' τα πνιχτά γελάκια μας
που μοιάζαν με λυγμούς.

Θα μας εντάξεις κάποτε στις μνήμες σου
ενώ εμεις θα σ' έχουμε ξεχάσει
αν βέβαια οι πεθαμένοι λησμονούν
αν πάλι όχι, τότε
θα σμίγουμε την αύρα μας
με το μελτέμι του Αύγουστου
κι ανάλαφρα θα 'ρχόμαστε
να σου δροσίζουμε το μέτωπο
πυρακτωμένο από τον πυρετό
της λάβας και του έρωτα
μήπως και λίγο εξιλεωθούμε
για το χαμένο εκείνο καλοκαίρι σου
στη Σαντορίνη.

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΠΙΟΥ

Πρωτοχρονιά για δύο

Καλή χρονιά! του είπε.
Τινάχτηκε στον κρότο
που μόνη της προκάλεσε
καθώς με το γνωστό επιδέξιο τρόπο
άνοιξε τη σαμπάνια.
Ύστερα σταύρωσε τη βασιλόπιτα:
Πρώτα το σπίτι, του φτωχού,
ένα δικο σου, ένα για μένα, τρόμαξε πάλι
νιώθοντας να την απειλούν
τα χαραγμένα πελώρια κομμάτια
Βλέπεις πως όσο λιγοστεύουν οι παρόντες
μεγαλώνουν οι μερίδες; γέλασε με τα χείλη μοναχά.

Τα διαμάντια στο ντεκολτέ
σκληρά κι αδιάφορα αστράφταν την οδύνη των ρυτίδων.
Αντίθετα το κόκκινο σατέν φουστάνι
σα να ντρεπότανε, να δυσανασχετούσε
μ' εκείνο το παχύσαρκο κορμί.
Καλύτερα να είχε μείνει στη ντουλάπα
σκεφτότανε, γυμνό από χίμαιρες
μονάχο με τις μνήμες του.

Όμως κι εκείνη δυσφορούσε
με την έντονη και συνεχή προσπάθεια
να χωράει μες στις παλιές της διαστάσεις.
Ίσως να φάγαμε λιγάκι παραπάνω
έκανε να γελάσει πάλι, όμως τα μάτια της
υγρά και μακρινα δεν πείθανε.

Πειράζει να γδυθώ; τόν χάιδεψε
κι αμέσως άλλαξε γνώμη.
Πρώτη του χρόνου. ’ς κοιμηθούμε
λίγο πιο αργά απόψε.
Πές κι εσύ κάτι επιτέλους! παρακάλεσε

Κούνησε λίγο την ουρά του
Γαβ! γαβ! απάντησε βαριεστημένα. Γαβ! γαβ!


Μητέρα Δωρητή Σώματος

Αναστημένα σε ξένο πρόσωπο τα μάτια σου
έκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν δίχως μνήμες
κι εμένα αδιάφορα με προσπεράνε
σα να μη μ' αγαπήσανε ποτέ.
’Αρρυθμοι οι κτύποι της καρδιάς σου
στο στήθος κάποιου άγνωστου
παράφορα αγωνίζονται
να συμφιλιωθούν με την δική του τη ζωή.

Πώς έτσι άσπλαχνα με καταδίκασες παιδί μου
μέσ' από σένα ν' αγαπήσω
όλους αυτούς τους υποψήφιους νεκρούς;
Πόσες φορές ακόμα
μαζί τους θα πεθαίνεις λίγο λίγο
και ύστερα
σε πόσους τάφους θα κοιμάται το κορμί σου;

Το ταγκό

Το ταγκό είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται, είπε.

Ειν' ένας καταδικασμένος έρωτας, μι' αγάπη απαγορευμένη.
Δυο βήματα μπροστά να φύγεις, να ξεφύγεις.
Ενδοιασμοι;
Ένα: Γυρίζεις πίσω.
Ξανά δυο βήματα αποφασίζεις.
Νοσταλγία; Ενοχές;
Ενα βήμα στο χτες.
Αναποφάσιστα λικνίζεσαι
κι έτσι ποτέ σχεδόν δεν φτάνεις
κι όλο πονάς και διστάζεις
όταν χορεύεις ταγκό

Η ΟΓΔΟΗ ΝΟΤΑ

Νίσυρος

Αυτά τα ερειπωμένα σπίτια
όταν γεμίσει το φεγγάρι
ταξιδεύουνε.
Οι καμινάδες τους
μοιάζουν φουγάρα στοιχειωμένων καραβιών
που ζωντανεύουνε και βγάζουνε
έναν καπνό παράξενο.
Είναι οι ανάσες των ξενητεμένων
κρατημένες στους τοιχους
που εξατμίζονται και υψώνονται
σε μια βουβή, παράφορη επίκληση.
Κι εκείνο το ξεχασμένο κουρτινάκι
σαν μαντίλι αποχαιρετισμού
ανεμίζει στον σκοτεινό ορίζοντα.

Όταν γεμίσει το φεγγάρι
αυτά τα ερειπωμένα σπίτια ταξιδεύουνε.
Πηγαίνουνε κι αράζουν
στα μαξιλάρια των ξενητεμένων
και τα όνειρά τους ξετρελαίνουνε.
Γι' αυτό και οι απόδημοι νησιώτες
πολλές φορές στον ύπνο τους τινάζονται
κι ύστερα αγωνίζονται
ν' αφουγκραστούν τη θάλασσα
για να μπορέσουνε να κοιμηθούνε πάλι.


ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ
Πως έμαθε να κλαίει
Κάποτε η σκιά μου
δεν ήξερε ούτε να γελάει
ούτε να πονά.
Μ' ακολουθούσε μόνο
αφόρητα πιστή.
Διψούσα κι έπινε νερό.
Νύσταζα και κοιμόταν.
Δεν σ' αγαπούσε
αλλά σ' αγκάλιαζε παράφορα.
Στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας
οι δυο μαζί
με τη δική σου τη σκιά
πώς μπερδευόσαστε
σ' ένα θεόρατο κουβάρι σκοτεινό
που άλλαζε σχήματα διαρκώς
ώσπου ησύχαζε.
Ξάφνου κοβότανε στα δύο
και ξανά...
ωσότου κάποτε στον τοίχο
έμεινε μόνη η δική μου η σκιά
μόνη για πάντα.
Και τότε ήτανε
που έμαθε πώς να κλαίει.

Κοντσέρτο στη Δρέσδη

Με πληγώνουνε οι νότες
Vτσι καθώς γλιστράν στο φως του φεγγαριού
και μεγαλώνει, πλαταίνει η σκιά μου
για να χωρέσει όλη την απελπισία
των πολύτιμων στιγμών
που γλίστρησαν κι αυτές σαν άμμος
μεσ' από τις χούφτες μου.

Πασχίζουνε να με παρηγορήσουνε οι νότες
καθώς αλλάζουνε σιγά σιγά
σε μνήμες τις στιγμές.
Μια γλυκειά θαλπωρή
μια οδυνηρή, καθυστερημένη τρυφερότητα
ωσότου ξαφνικά ξεφεύγουν, δυναμώνουνε
-ένα κρεσέντο αμείλικτο-
μήπως καλύψουνε
τον ασύλληπτο θόρυβο της σιωπής μου.

Τρεμοπαίζουν οι νότες.
Σ' αγαπώ, έτσι αόριστα σ' αγαπάω
για το τρέμουλο των κουρασμένων χεριών σου
για το γαλάζιο και το ροζ
που ξεχείλισαν ξαφνικά στη ζωή μου
σ' αγαπώ γιατί αιφνίδια κι αθόρυβα θα φύγεις
προτού προλάβω καν
συνειδητά να σ' αγαπήσω.

Κατρακυλούν οι νότες
από τη Σαξωνία στο Σαρωνικό. Κρυώνω.
Κατρακυλούν και ξεσηκώνουνε τα κύματα
που ησύχασαν μετά για να ξεβράσουν
ένα άγνωστο, μελανιασμένο κουφάρι.
Θυμώνω με τη ζοφερή Tπιπολαιότητα του σύννεφου
που δεν μπορεί ένα σχήμα
ένα χρώμα να κρατήσει.

Σωπάσανε οι νότες. ’κου:
Απόψε πριν κοιμηθώ
στον καθρέφτη μου αντίκρυσα
ένα πένθος αλλόκοτο.
Ένα πένθος που αφορούσε
μια κυρτή, ρυτιδιασμένη ξένη
την ίδια που φοβόμουνα από παιδί.

Γιατί από μικρή θυμόμουνα το μέλλον μου.
Από τότε που συνάντησα το θάνατό μου.

Εν Χορδαίς
 
               Μνήμη Τρύφωνα
"Εν Χορδαίς". Τέσσερις
παρά τέταρτο. Ξημέρωσε.
Ένα σφηνάκι ακόμα
κι άλλο ένα. Τελευταίο.
Παγετός. Ολισθηρότης.

Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνω.

Τρύφωνας. Είκοσι ένα έτη συναπτά.
Πάν αμάρτημα παρ' αυτού πραχθέν
συγχώρησον.
Τρίπολη. Θερμοκρασία υπό το μηδέν.
Υπηρετήσας την στρατιωτικήν θητείαν.
Κουφέτα. Κόλλυβα
Μία καρδιά γαρδένιες η Φανή.
- Χθες, χθες ακόμη αλώνιζε το γήπεδο.
Όμως γιατί αργούμε τόσο;
Πρωταθλητής.
Αναβολή της επομένης αγωνιστικής.
Ενός λεπτού σιγή.

Αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος.

Φλεβάρης. Φλέβες άδειες, στραγγισμένες,
-Τι λες να φάμε αύριο;
Καφές, κονιάκ και παξιμάδι.
"Γιε μου σήκω να μου μιλήσεις
γιε μου, γιε μου"
Παρακαλώ σε μάνα μου, μια χάρη να μου κάμης
Ποτές σου γέρμα του γηλιου μην πιάνης μοιρολόϊ.
Χοντρό το κρύο
γούνες αστρακάν.
Κορμί ασυνάρτητο, αποδεκατισμένο.
"Δεύτε τελευταίον ασπασμόν"
στους ’γιους Ταξιάρχες
και πριν λίγο...
"Απόψε φίλα με να με χορτάσεις"
στο "Εν Χορδαις"*

Αινείτε, αινείτε αυτόν
εν ψαλτηρίω και κιθάρα.

Αρώματα Yves Saint Laurent καί Givenchy
και νά το, να το χέρι του
μάλλον τ' αριστερό.
Γκολ! και σημάδεψε το δέντρο
επιτέλους στην καρδιά.
Το γκρι φιατάκι
ζαρωμένο ασημόχαρτο. Τέσσερις ξημερώματα.
Το χιόνι αστράφτει
μπερδεύοντας λευκό, ασημί και κόκκινο.
Μια σύνθεση εκθαμβωτική.

Αινείτε αυτόν, αινείτε
εν κυμβάλοις αλαλαγμού.

*Μπαράκι έξω από την Τρίπολη

ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ

Σάρα

Τον γιό μου! Το παιδί μου ξένε!
Ξένε άντρα μου!
Σε μίσησα τόσο πολύ
όσο λατρεύω εκείνο.
Το σπλάχνο μου.
Μήνες εννιά, μέρες διακόσιες εβδομήντα
τριάντα επτά χιλιάδες εκατό λεπτά
κι εκατομμύρια δεύτερα
ήταν μόνο δικό μου.
Τα χνάρια του στην μήτρα μου
σαν τις πατημασιές του στο χώμα της αυλής
θα οργώνουν εσαεί τα σωθικά μου.
Τον λωρο του, τον λώρο εκείνο
θα θελα να τυλίξω ασφυκτικά
γύρω από τον γέρικο, τον αποκρουστικό λαιμό σου.
Ο Θεός! Και πού τον ξέρω τον Θεό;
Θυσία; Γιατί από μένα δεν ετόλμησε;
Κι η σάρκα μου! ετούτο το κορμί
ντρέπομαι που σου χάρισα τόσες φορές
μόνο για μία…
Εκείνη τη μοναδική φορά.
Της σύλληψής του!

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

Ι. Χειμερινό ηλιοστάσιο

Ξημερώνοντας η γιορτή σου, Αναστασία
Σκέψου πως διανύσαμε  
την πιο μεγάλη νύχτα.
Σκέψου, πόσα και πόσα όνειρα
πασχίζαμε κάποτε να στοιβάξουμε
μες στο πηχτό σκοτάδι
ενώ καραδοκούσε ανελέητο το φως
τόσων και τόσων ημερών κατοπινών
να ματαιώσει.

Κι εμείς φαντάσου
πώς στριμωχτήκαμε
σε μια ζωούλα τόση δα
ενώ το άμεσο μέλλον μας υπονομεύει
η αέναη διάρκεια
Η απειλή; Η υπόσχεση;
της πιο μεγάλης νύχτας.

ΙΙ. Εαρινή Ισημερία

Ήξερε ο Βιβάλντι
ποια εποχή
διάλεξε να υμνήσει περισσότερο.
Ήξερε ο Διάκος
που μοιρολογούσε:
Για δες καιρό που διάλεξε…
Φευγάτη παπαρούνα η ζωή
σμίγει με του κυπαρισσιού τη θαλερότητα
η αιχμηρότητα του αγκαθιού
με το βελούδινο της πασχαλιάς.
Αγάπη, προδοσία, όλα
δίκαιη μοιρασιά
η μέρα με τη νύχτα.

ΙΙΙ. Θερινό ηλιοστάσιο

Αγαπώ και φοβάμαι το φως.
Συνήθως αγαπώ ό,τι φοβάμαι.
Την θάλασσα, τον έρωτα, κυρίως το φως.
Αυτό που δίνει υπόσταση στην λεπτομέρεια.
Όταν ορμάει στο δωμάτιο αδίστακτο
τα πρωινά καθώς δειλά
ανοίγω τα παντζούρια.
Μαζί αισθάνομαι το βλέμμα του Θεού
ν’ απλώνεται στ’ άδυτα της ψυχής μου.
Εκτίθεμαι σ’ εκείνον
όπως η κάμαρα στον ήλιο
βιάζομαι μετά, θέλω να σκοτεινιάσει
να κρυφτώ στον ύπνο μου.
Αυτή τη λειψή νύχτα
ο τρόμος θα ξημερώσει πιο νωρίς
όταν απ’ τα σεντόνια τιναχθώ
ακούγοντας τον ήχο
της γρήγορης ανάσας μου
σαν κτύπος ρολογιού να επαναλαμβάνεται
στο άδειο σπίτι.

ΙV. ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ

Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουνε
Ίσως γιατί το δέντρο τόσο τ’ αγαπά.
Ίσως για να τα νοσταλγήσει
όταν γυμνό ριγήσει στα ραπίσματα
του ανελέητου βοριά.
Σε λίγο θα ξεθυμάνει σε κλάμα
ο καύσωνας του Αύγουστου
και χείμαρρος δακρύων θ’ αυλακώσει
το στεγνωμένο πρόσωπο της γης.
Όμως ακόμα είναι καλοκαίρι
Και μια υπόνοια μονάχα ανεπαίσθητη Χειμώνα.
Είναι μεγάλο κρίμα
να την διεκδικούν
με ίσια δικαιώματα
το φως και το σκοτάδι.


ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΚΟΝΤΑ

Αβαπώ
        Στον μικρό Γιώργο

Υπάρχω πάλι γιατί με τα μικρά σου χέρια
αβασάνιστα
όπως αλλάζεις θέση στο αρκουδάκι σου
με μετακίνησες
από τον σκυθρωπό κόσμο της ερημιάς μου
στη χώρα των θαυμάτων σου.

Υπάρχω στα λατρεμένα σύμφωνα που αλλάζεις
λέξεις συνθέτοντας δικές σου
στο «αβαπώ» σου
πιο πολύτιμο
απ’ όσα «αγαπώ» έχουν πετρώσει
στης μνήμης μου το μυστικό τοπίο.

Υπάρχω ακόμη στα δάκρυα
που δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν
στις πυκνές σου βλεφαρίδες
–λόχμες που συγκρατούνε την ορμή τους
όταν βιάζομαι να φύγω–
και τότε αποφασίζω ν’αναβάλω
ακόμα και τον θάνατό μου
έτσι απλά όπως καθυστερώ
για χάρη σου
και την προσωρινή μου αναχώρηση.

Στον ακτινολόγο

Να μαι λοιπόν στο σκοτεινό δωμάτιο
ημίγυμνη να συμμορφώνομαι στις εντολές σου.
Τεντώνομαι, αναδιπλώνομαι.
«Ύπτια τώρα», μου υπαγορεύεις.
Ας μην ερχόμουνα λοιπόν.

Τώρα θα υποστώ την ετυμηγορία
που οι σκελετοί τριγύρω μου φοβούνται.
Την προστατευτική ποδιά κρεμάς
κι αμήχανος σωπαίνεις. Σε συμμερίζομαι.

Λες και δεν έχω νιώσει το χάδι του δυνάστη μου
σ’ όλες τις πόζες
που για χάρη του άλλαζα;
Ή μήπως και δεν έχω αφουγκραστεί
το όνομά του
μεσ’ από τις αδέξιες χειρονομίες σου;

Τίποτα δεν μου λένε όμως
όλες αυτές οι ασπρόμαυρες
φωτογραφίες της συλλογής σου
αφόρητα ίδιες κι αποκρουστικές.

 Η σάρκα μου με ντύνει πάλι
όμορφη και μοναδική.
Η σάρκα μου με προστατεύει
κι αναβάλλει.

Στον γύρο του θανάτου
                     Μνήμη Γιώργου

Έλα να κάνουμε μαζί
τον γύρο του θανάτου.
Ένα μονάχα βήμα σου
από τη χώρα των νεκρών
ένα κι εγώ από δω
θα είμαστε το πιο παράταιρο ζευγάρι.
Ο ίλιγγος. Έλα, η ανάσα μου θα κόβεται
καθώς θα επιταχύνεται ο σφυγμός σου
ο σταματημένος.
Έλα, κανείς δεν θα σε βλέπει
έτσι όπως αόρατος πλάι μου θ’ απαγκιάζεις
κανένας δεν θ’ αφουγκράζεται
βραχνό το γέλιο σου
τους φόβους μου να περιπαίζει.
Παράλογους –έτσι έλεγες–
και μ’ άφησες μόνη να περιμένω.

Έλα, λοιπόν, τώρα που ξέρεις δείξε μου.
Δείξε μου πώς πεθαίνουν!

Πηγή: http://www.authors.gr/members/view/author_187