Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ελιγιά Γιωσέφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ελιγιά Γιωσέφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Γιωσέφ Ελιγιά - Αγάπη

Oh mon Dieu, vous m’ avez Blesse
D’ amour, et ma blessure
Est encore vibrante
P. Verlaine. Χαρισμένο σ’ εσένα
Ι
Ω αγάπη, αργά σε γνώρισα. Στον ερχομό σου ωστόσο,
κρίνα μηδέ τριαντάφυλλα δε φύτρωσαν στο διάβα!
Με καταιγίδες έφτασες, με αστροπελέκια, με όσο
Τα κούφια στήθια μου έκρυβαν πόνο μουγγό και λάβα.
Ω αγάπη, όπως κι αν έφτασες χαρά στον ερχομό σου·
Κι αν είναι χάραμα Ζωής για της ζωής μαυρίλα,
καλώς τηνε! Και μοναχά, σα μια σταλίδα δρόσου
τη λήθη στάλαξε γλυκά μες στης καρδιάς τα φύλλα…
ΙΙ
Στις έρμες ρούγες περπατώ και στα βουνά ερμοτόπια
Να πω στ’ αστέρια τον Καημό, στη σιγαλιά, στην αύρα.
-Ω αγάπη, το γλυκόπικρο πιοτί σου όλο δεν το ‘πια,
μα όσο κι αν πιω δεν μεθώ, κι αχ, δεν ξεχνώ, μια λαύρα.
Τα κούφια στήθια μου όλο καίει, και θλιβερά ανασαίνω
Κι όλο πονώ και δεν ξεχνώ. Μα ωστόσο ως Σε αντικρίσω
με το χρυσό κροντήρι σου στο χέρι τεντωμένο,
μια δίψα σπρώχνει με να πιω κι ας μη μεθύσω.

Πηγή: Άπαντα, Γαβριηλίδης 2009.


Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Γιωσέφ Ελιγιά - Ιησούς από τη Ναζαρέτ


Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας
βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι άγρια μίση
να κλάψω μπρος σ' το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας
ψυχής, που έχει ποτέ στον κόσμο ετούτο ανθοβολήσει.
Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό σου φως
πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες!
πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου:
δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι οι Σταυρωτήδες.
Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός Εσταυρωμένος
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου
κι όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ' στων θνητών το γένος:
Είσαι δεν είσαι γυιός Θεού, είσαι ο Θεός του πόνου.

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Γιοσέφ Ελιγιά - Κιλκίς



Στη μακάρια σκιά του ποιητή της Πρέβεζας




Αχ πόσο οδυνηρό και πόσο απαίσιο

Σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο

Η ζωή σου να λιμνάζει οκνή

Η ανία το θρήνο ν’ αρχινάει.

Και σβούρα να στριφογυρνάει

Στον ίδιο άξονα η ψυχή.

Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη


Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη

Να σβύνουν σα μουντός καπνός


Πουρνό – βραδύ, στην πονεμένη

Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει

Ο μολυβένιος ουρανός.

Γιοσέφ Ελιγιά - Στη λίμνη των Ιωαννίνων



Ω λίμνη, στα γλυκά σου τα νερά

Πόσα όνειρα παιδιάτικα λουσμένα!

Αχ πως ροδογελούν τα περασμένα

Στης μνήμης τα γιγάντια τα φτερά!



Απ’ το γαλάζιον κόρφο σου η χαρά

Η παιδική χαρά μου ξεπροβάλλει

Σεμνή,μέσ’στα σεμνά παλιά της κάλλη,

Με δύο ματάκια αθώα κι αστραφτερά.



Αχ πλάι στα παλιά ζωντανεμένα,

Ροδόπλαστα, φωτοπεριχυμένα

Στον πόνο μου-βοτάνι μαγικό-



Μα όταν γροικώ νεκρά τα περασμένα

Πως νιώθω να δακρύζει, ω Λίμνη, ωιμένα,

Της φαντασίας το μάτι εκστατικό!


Πηγή: Πηγή: Λέων Α. Ναρ, Από την αρχαία λυχνία στου...πλήθους τον παλμό: ο ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά, Α.Π.Θ. 2007.

Γιοσέφ Ελιγιά - Στον εαυτό μου



Σαύρα, πανάθλιο σερπετό, πως στα χαλίκια σέρνεις

του ξεπεσμένου εγώ σου την ορφάνια!

Σα νυχτοπούλι στου γκρεμνού τα βάθη σιγογέρνεις

και κλαις για τη χαμένη περηφάνια…



Λυγίζοντας, χορεύοντας, ψηλ’ από το κοντάρι

για το σιχαμερό του όχλου το χατίρι,

παράτησαν τα χεριά σου της Πίστης το δισκάρι

και της Αλήθειας τ’άγιο το ποτήρι.



Κι’ απ’ της θυσίας το Ναό δεδιωγμένε ξεπεσμένε,

ως πότε το χορό σου θα χορεύεις;

Το νοθεμένο σου πιοτί να πίνεις, διψασμένε,

και στη φρικτή σου κόλαση να ρεύεις;



Παράτησε και σκόρπισε του ψεύτικου βωμού σου τη στάχτη,

μέσ ’στο φύσημα του ανέμου

και στης παλιάς σου Πίστης τον Ιορδάνη ξαναλούσου

ω εσύ φτωχέ, πεντάφτωχε εαυτέ μου!

Γιοσέφ Ελιγιά - Η νοσταλγία



Έρμο πουλί στην ξενιτιά, δίχως μανούλας κόρφο,

Δίχως φωλιάς αναπαμό κι Αγάπης αντιστύλι!…

Ξέσπασε, ω δάκρυ, σε λυγμό και συ, λύρα, σε θρήνο,

Να τρέξει ο Πόνος δροσερός τα στήθια ν ΄απαλύνει.



-Αχ παινεμένα Γιάννινα, Ω ανθότοποι των οραμάτων,

Πικρός το πώς σας άφησα καημός με βασανίζει.



Κι ω Εσύ Γλαυκή Παμβώτιδα, χρυσό άστραμμα του ονείρου,

Που ερχόμουνα πουρνό-βραδύ, ν΄αφουγκραστώ σιμά σου

Το κύμα τ΄αφρολυγερό που λίγωνε απ΄τη μέθη

Κι έσπαε γλυκά και ρυθμικά στο πέτρινο ακρογιάλι.



Ω εσύ Γλαυκή Παμβώτιδα, χρυσό άστραμμα του ονείρου,

Που ερχόμουνα πουρνό-βραδύ,μακριά για ν άγναντέψω

Κάποιο σπιτάκι εδεμικό, Ναό της Αγιοσύνης

Που κάποιον Άγγελο έκρυβε, κορμί κυπαρισσένιο

Πόκρυβε και στα δυο ολόγλυκα ματάκια καστανάτα.



Ω εσύ Γλαυκή Παμβώτιδα που πλάι σου αναμετρούσα

Όλους τους κτύπους της καρδιάς και το ρυθμό της πλάσης,

Για να τα δέσω ταιριαστά στης Λύρας μου τα τέλια,

Ω εσύ γλυκιά Παμβώτιδα-μές στ΄άναστρο σκοτάδι

Της ξενιτιάς μου και στ’ ωχρό κηπάρι της ψυχής μου

Ένα γλαυκό και πονεμένο ανθοχαμόγελο είσαι.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Γιοσέφ Ελιγιά - Λυτρωμός


Σταλάζει αργά η βροχή στα ωχρά του χινοπώρου φύλλα
κι η Ρέμβη παίζει αμέριμνα μες στου τζακιού την άκρη,
του λογισμού τ' ακύμαντα νερά μια ανατριχίλα
ξάφνου ταράζει, κι αναβλύζει ακράταγο το δάκρυ.
Αυτές τις ώρες πώς ποθώ μες στην ψυχή να κλείσω
καρτερικά, μαρτυρικά, τον πόνο όλου του Κόσμου...
Κι αφού στον ιερό Βωμό μ' ευλάβεια κοινωνήσω
να με προσμένει, θαλερός κι ωραίος, ο λυτρωμός μου.

Πηγή: Άπαντα, τόμος πρώτος, Γαβριηλίδης, 2009

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Γιοσέφ Ελιγιά - Νιάτα


Λουλούδι το κορμάκι σου, τραγούδι κι η ψυχή σου,
και στο απαλό σου μέτωπο αντιλαμπίζει η Πούλια.
Ω, Λέλα με τα πάλλευκα του κόρφου σπου ζουμπούλια,
ράνε μου απόψε την καρδιά που ρέβει στην αυλή σου.
Με το κρουστό γελάκι σου και το τρελό ναζάκι
έλα να σβήσεις μέσα μου κάποιον καημό που κρύβω!
Και μέσ' απ' την άκρα του γκρεμού που καρωμένος σκύβω,
ν' ακούω τον καλαϊδισμό απ' το φαιδρό αχειλάκι.
Εσύ 'σαι η βρύση η γάργαρη σε φουντωμένο δάσο
και αγράμπελη τα Νιάτα σου τ' απόσκια τους απλώνουν.
Δέξου και με γονατιστά από κει να ξεδιψάσω
ενώ τα φίδια του σεβντά θε να με περιζώνουν...

Ποιήματα, Εισαγωγή, Επιμέλεια, Σημειώσεις: Λέων Α. Ναρ, τ.1, Γαβριηλίδης 2009.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Ιούλιος Σιγκουλιέρος-Προλεταριακή τέχνη


Είμαι της ζωής ο νέος ρυθμός, κι η αρμονία του δρόμου·
του πλήθος είμ’ εγώ ο παλμός, του λαού το καρδιοχτύπι.
Το βλέμμα μου ερευνητικό και στην κοσμοπλημμύρα
σεμνή κι απέριττη, γλυκιά κι ωμή, σιγοπροβάλλω.
Γλυκό τραγούδι τραγουδώ το ιδανικό του σκλάβου,
τον πόνο της φτωχολογιάς και τη μεγάλη ελπίδα.
Μα γίνουμαι άγριαν αστραψιά, πυρσός, βεζούβια λάβα
μπρος στου δυνάστη το ραβδί, του αφέντη το μαστίγι.
Εμένα δε με συγκινούν τα μαραμένα ρόδα·
μονάχα η κίτρινη θωριά του πεινασμένου σκλάβου.
Μες στην ψυχή μου δε μιλεί το θρόισμα των φύλλων
μόνο βογγάει της θάλασσας το μανιασμένο κύμα.
Εγώ είμαι η Τέχνη της γυμνής κι αστόλιστης Αλήθειας,
εγώ είμαι η Τέχνη, είμαι το φως του σκλαβωμένου ανθρώπου,
μες στο ρυθμό τον άρρυθμο ζυγιάζω τα φτερά μου
και σεργιανίζω ανάμεσα από τρώγλες και καλύβια!

Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Nέα Επιθεώρηση», Φλεβάρης 1928, αρ. 2, σελ. 48.

* Ψευδώνυμο του Γιωσέφ Ελιγιά.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Γιοσέφ Ελιγιά-Ποιήματα

Κιλκίς

Στη μακάρια σκιά του Ποιητή της «Πρέβεζας»

Αχ πόσο οδυνηρό κι απαίσιο
Σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
Η ζωή σου να λιμνάζη οκνή
Η Ανία τον θρήνο ν’ αρχινάει.
Και, σβούρα, να στριφογυρνάει
Στον ίδιο άξονα η ψυχή…
Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη
Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
Να σβύνουν σα μουντός καπνός
Πουρνό – βράδυ, στην πονεμένη
Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνη
Ο μολυβένιος ουρανός.
Το ίδιο στρατί για το σχολείο
Και του Φωκίτη το βιβλίο
Να κουβαλάς πάντα μαζύ
Κι ολημερίς ν’ αναρωτιέσαι
Στον κρύο το βούρκο που κυλιέσαι

***

Dies Irae

Ίσκιοι του Ονείρου, απόκληροι του Κόσμου ξεπεσμένοι
Ξαρμάτωτοι διαβαίνουμε μπροστά στην ιερή κονίστρα
Γύρω απ’ το κυρτωμένο μας τυλίγοντας κουφάρι
Την ξεφτισμένη μας παλιά ολοπόρφυρη χλαμύδα.
Με σκέψεις μαύρες και με συλλογές πικρές, περνούμε
Κάτω από της άχαρης νυχτιάς το μολυβένιο θόλο,
Κι ένα αστεράκι, αργά και που ξεκόβοντας, μας στέλλει
Το φωτεινό περίγελο, ψηλά από τη φωλιά του.
Για μια στιγμή λες πιάσαμε τ’ αθώο πουλί στα χέρια
Το χρυσοπούλι που άλλοτε μεσ’ την καρδιά εκελάδει,
Κι ενώ θαρρούμε πως σκιρτά το πουπουλένιο χάδι
Περίλυπη η ματιά την άδεια φούχταν αντικρύζει.
Έτσι η μια μέρα πένθιμα ακολουθεί την άλλη μέρα
Άπραγη, κακορίζικη, δίχως φωτός αχτίδα·
Μακρυά στο σύθαμπο κάποιος λυγμός γροικιέται
Ενώ λες απ’ το θρήνο τον οκνό του πεθαμένου Ονείρου.
Δίχως παλμό, το νεκρικόν ψαλμό οι καρδιές ψελλίζουν
Μπρος στων χαμένων ημερών τα λείψανα τα κρύα.
Κι αγκομαχά η φτωχή μεσ’ απ’ τα κούφια σπλάχνα
Που της αδράνειας το πιοτό βαθειά έχει φαρμακώσει.
Ω Νιότη! Νιότη ανέμυαλη, που δεν έχεις αφήσει
Μήτε όσιο, μουδέ ιερό, μεσ’ στ’ άγια των αγίων·
Ω Νιότη, που ξεσκάλισες και σκόρπισες τη στάκτη
Την άγια στάκτη, αστόχαστη, μεσ’ στην οργή του ανέμου.
Να ‘ξαιρες ποιαν ερήμωσι το βέβηλο σου χέρι
Μελλόταν να σκορπίση αλί, στην άραχλη Οικουμένη
Σε πέλαγα και σε καρδιές, σε σπλάχνα και σε ξέρες
Να ‘ξαιρες… μα δεν τοξαιρες κι ο νους δεν το στοχάσθη…
Και τώρα πιες αγόγγυχτα και άναντρα το ποτήρι
Του ξεπεσμού· και τώρα ιδές τη μαύρη οργή του Χάρου
Μες τη μακάβρια καταχνιά που ολόγυρα σε ζώνει,
Να σβύνη εντός σου τ’ άγρυπνο της Αρετής λυχνάρι.
Και τώρα Νιότη ανέμυαλη του ξεπεσμού θρεφτάρι,
Στην πέτρα που κυρτή, να ξαποστάσης έχεις γύρει
Σκύψε βαθειά με τα δικά σου νύχια, κι έλα θάψε
Τα ιδανικά που κάποτε τα Νιάτα εφωτίσαν.
Μ’ αν μέσαθε σου απόμεινε, κάπου βαθειά κρυμμένη
Απ’ το παλιό αγιαστήρι, κάποια σπίθα, ω Άγια Νιότη,
Συδαύλισε την κι άφησε, στην ξαναμμένη φλόγα,
Πυρσός τα σπλάχνα σου να καούν στα χείλη, εδώ, του Τάφου.

Αθήνα, Μάης 1928

***

Désespoir

Της Έγνοιας το σαράκι μ’ εφαρμάκωσε
Της Έγνοιας το φαρμάκι μ’ έχει πνίξει!…
– Τόσο σκοτάδι, ωιμέ! Από πούθε πλάκωσε;
Ποιον Άδη θα μ’ ανοίξη, η τόση πλήξη;

Σέρνω δειλά, τ’ ανήμπορο κορμί μου
Μακρυά από των θνητών τ’ άχαρο αχνάρι
Κι ανεμοδέρνονται φριχτά οι συλλογισμοί μου,
Και σβύνει αργά της Ζήσης το λυχνάρι.

Μα πριν διαβώ, στου τάφου εδώ την άκρηα
– Μεσ’ της καρδιάς τα ερειπωμένα βάθια
Στερνή φορά! – ας ποτίσω με δυο δάκρυα
Των πόνων μου τα χέρσα και τ’ αγκάθια.

Γιάννενα, 16 Ιουλίου 1922

***

Στον εαυτό μου

Σαύρα, πανάθλιο σερπετό, που στα χαλίκια σέρνεις
Του ξεπεσμένου εγώ σου την ορφάνια
Σα νυχτοπούλι στου γκρεμού τα βάθη σιγογέρνεις

Και κλαις για τη χαμένη περηφάνεια…

Λυγίζοντας, χορεύοντας, ψηλ’ από το κοντάρι
Για το σιχαμερό του όχλου το χατήρι
Παράτησαν τα χέρια σου της Πίστης το δισκάρι
Και της αλήθειας τ’ άγιο το ποτήρι.

Κι απ’ της θυσίας το Ναό Διωγμένε ω ξεπεσμένε
Ως πότε το χορό σου θα χορεύεις;
Το νοθεμένο σου πιοτί να πίνεις διψασμένε,
Και στη φρικτή σου κόλαση να ρέβης;

Παράτησε και σκόρπισε του ψεύτικου βωμού σου
Τη στάχτη, μεσ’ το φύσημα του ανέμου
Και στης παλιάς σου πίστης τον Ιορδάνη ξαναλούσου
Ω εσύ φτωχέ, πεντάφτωχε εαυτέ μου.

1926

***

Το ποίημα της Αγάπης

Με φλογισμένη τη ψυχή σα χρυσοσκάει η Αυγούλα
Με φουντωμένα ολόμαυρα μαλλιά θα ξεκινήσω
Κι απ’ την ερμιά θα κατεβώ στη χώρα, μια στιγμούλα
Της ζωής το θούριο θριαμβικά, γλυκά, να τραγουδήσω.

Θα πω τραγούδι χαρωπό στα κάλλη τα δροσάτα
Στης Επιστήμης τ’ άγιο φως, παρηγοριά του αιώνα
Θα τραγουδήσω τ’ άφοβα και μυαλωμένα νιάτα
Κι απέ του ημίθεου Δουλευτή τον ατσαλένιο αγώνα.

Κι όταν ο σκλάβος αντρειωθή και θα φουντώση η Ελπίδα
Και στης Ασκήμιας το γκρεμνό, θα γκρεμιστεί ο Σατράπης
Τότες θα πω πως έβαλα του τέλειου τη σφραγίδα
Στο πλέον ωραίο μου ποίημα, στο ποίημα της αγάπης.

* Ο Γιωσέφ Ελιγιά ήταν Εβραίος, κομμουνιστής ποιητής. Γεννήθηκε το 1901 στα Γιάννενα. Γόνος φτωχής οικογένειας, μελέτησε το ταλμούδ και την μεταταλμουδική φιλοσοφία πλάι στους ραβίνους της εβραϊκής Συναγωγής στα Γιάννενα και παρακολουθούσε μαθήματα στην Alliance Israelite απ’ όπου αποφοίτησε το 1918. Το 1930 κατάφερε μετά από πολλούς κόπους να διοριστεί καθηγητής γαλλικών στο Κιλκίς, ελπίζοντας σε μια γρήγορη μετάθεση στη Θεσσαλονίκη. Στο Κιλκίς θα προσβληθεί από τύφο. Θα πεθάνει στις 29 Ιουλίου 1931. Τα βιογραφικά στοιχεία και τα ανθολογούμενα ποιήματα αντλήθηκαν από το βιβλίο Γιωσέφ Ελιγιά, Άσμα Ασμάτων – Ψαλμοί – Ποίηση, επιμέλεια Γιώργου Ζωγραφάκη, εκδ. Δωδώνη, Γιάννενα, 1967.

** Από εδώ: https://theshadesmag.wordpress.com/2018/02/20/poihsh-elija/

Πηγή: https://tokoskino.me/2018/02/21/%CE%B3%CE%B9%CF%89%CF%83%CE%AD%CF%86-%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%B3%CE%B9%CE%AC-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Γιοσέφ Ελιγιά-Βιογραφικό και πέντε ποιήματα


Ο Γιοσέφ Ελιγιά ή Ιωσήφ Καπούλια (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) (1901-1931) ήταν Ελληνοεβραίος ποιητής, μελετητής και μεταφραστής από τα Ιωάννινα. Γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1901 και σπούδασε στο γαλλόφωνο γυμνάσιο της Alliance Israelite. Το 1922 πήγε στην Αθήνα και εργάστηκε σε ιδιωτικά σχολεία ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας. Το 1930 διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο του Κιλκίς, από όπου μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Αθήνα και πέθανε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» από τύφο το 1931. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.


"Το Τορά μας" (O Νόμος μας).

Μεσονυχτίς στην άκαρπη μελέτη βυθισμένοι,

με τη χλωμή σας τη θωριά που η φτώχεια όλο μαραίνει,

στ' αραχνιασμένα σας "Ταλμούντ" τα παλαιικά σκυφτοί

κι η σκλαβωμένη σας ψυχή με πάθος αναζητεί

να βρει τι γράφει το Τορά μας.

Μα, αν τυφλωμένη απ' την παλιά ξεθωριασμένη πίστη,

στου χρόνου το περπάτημα δεν το 'νιωσες; -εσβήστη

η αρχαία λυχνία. Καινούριο φως στη στράτα μας μπροστά:

Και το γοργοξετύλιγμα της ζωής πια δε ζητά

να βρει τι γράφει το Τορά μας.

Ω αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου "μεγαλείο".

Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο

έλα εκεί μέσα θε να βρεις πυρογραμμένο κάτι

- με του Δυνάστη το ραβδί, με τα δεσμά του Εργάτη -

φριχτό που δε γράφει το Τορά μας.

.......................................................................................................................................................
«Μιλιταρισμός ή Μπότα» 

Μαύρη πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη
Την ευτυχία που διάβηκε λες μάταια να γυρεύει
Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μες στο χακί διαβαίνει,
Κάποια αστραπή φειδογλυστρά με στης καρδιάς τα ερέβη
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά, καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια.

Σφίγγει η καρδιά το δάκρυ της κι αναγυρνά από τρόμο,
Πηχτό σκοτάδι στην ψυχή, και η μπότα φοβερίζει
Κάποιος αργά τις βλαστημεί με κυρτωμένο ώμο
Και ενός σκυλιού η βραχνή φωνή σαν κάπου να γαυγίζει
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια.
............................................................................................................................................................
«Πίσω απ’ τα κάγκελα ή Profundis»:
Βαριά βαριά στη σάρκα μου κρατούν τα σίδερά σου
Σκλαβιά πικρή, σκλαβιά αιματοβυζάστρια
Και λαχταράω για λύτρωμα, για τον πλατύν αγέρα
Μα ωιμέ, τριπλά της φυλακής τα κάστρα.

Μαύρε Σατράπη, άγριε φονιά δε με νικάς, ωστόσο,
Και ταπεινά η ψυχή μου δε λυγίζει
Δε ζητιανεύω λευτεριά, δεν ζητιανεύω χάρη
Στην πόρτα, ω Κάιν, το κρίμα σου σταλάζει!

....................................................................................................................................................


Ρούθ

Μαλαματένια τα σπαρτά στη κάψα του Αλωνάρη
Η Ρουθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
Με την πανώρια της ψυχής και το χρυσό της θώρι.
Σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη.

Γέλια και κακαρίσματα και λόγια λιγωμένα
Σαν των πουλιών κελαϊδισμοί, σαν αηδονιών τραγούδι
Του κόπου δρόσιζαν γλυκά και της δουλειάς τη λαύρα
Λαιμοί, στηθάκια θραψερά, στου λιοπυριού το χάδι
Κάθε λεβέντη ξάναβαν στα χείλη κάποιον πόθο.
- Ω μάγια και ω πλανέματα λησμονημένων τόπων.-
Μακρυά η Βηθλεέμ νείρονταν πανώρια ρηγοπούλα.

Ξάφνω μεσ’ της δουλειάς τη βοή και το τρελλό γιορτάσι
Προβάλλει ο Μπόαζ αργός κι αγνός και καλοκαρδισμένος
«Ο Θεός με Σας, λεβέντες μου!» - «Ο Θεός να Σε βλογήση»
Κι η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
το βλέμμα δεν ασήκωνε κι όλο σταχυολογούσε:

«Ποια νάναι αυτή, λεβέντες μου, που στάχυα εκεί μαζέβει
Και δεν σηκώνει τη ματιά το φως για ν’ αντικρύσει;»
Ρώτησε ο Μπόαζ κι ένας νιός έτσι του απολογιέται:

«Κοπέλλα Μοαβίτισσα της Νωαμής η νύφη
Είναι, πού τώρα γύρισε στη ώρας μας, μαζύ της
Σαν χήρεψε – κι αφίνοντας το πατρικό ρημάδι
Ήρτε γλυκά να σκεπαστή στου Κύριου τις φτερούγες…»

Κι ο Μπόαζ με τα λευκά μαλλιά και τη λευκή ψυχή του
Στα φυλλοκαρδια του έννοιωσε το δάκρυ της συμπόνιας.

Μα η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
με την πανώρια την ψυχή και την σεμνή θωριά της
σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη.
...............................................................................................................................................................
Κιλκίς

«Στη μακάρια σκιά του ποιητή της Πρέβεζας»

Αχ πόσο οδυνηρό κι απαίσιο
σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
η ζωή σου να λιμνάζει οκνή,
η Ανία το Θρήνο να αρχινάει
και σβούρα να στριφογυρνάει
στον ίδιο άξονα η ψυχή…

Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη,
στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
να σβήνουν σα μουντός καπνός
πουρνό – βράδυ, στην πονεμένη
ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει
ο μολυβένιος ουρανός.

Το ίδιο στρατί για το σχολείο
και του Φωκίτη το βιβλίο
να κουβαλάς πάντα μαζί
κι ολομερίς ν’ αναρωτιέσαι
στον κρύο βούρκο που κυλιέσαι
να ζει κανείς ή να μη ζει;

(Μάρτιος 1931 )