I met a traveller from an antique land,
Who said—“Two vast and trunkless legs of stone
Stand in the desert. . . . Near them, on the sand,
Half sunk a shattered visage lies, whose frown,
And wrinkled lip, and sneer of cold command,
Tell that its sculptor well those passions read
Which yet survive, stamped on these lifeless things,
The hand that mocked them, and the heart that fed;
And on the pedestal, these words appear:
My name is Ozymandias, King of Kings;
Look on my Works, ye Mighty, and despair!
Nothing beside remains. Round the decay
Of that colossal Wreck, boundless and bare
The lone and level sands stretch far away.”
Who said—“Two vast and trunkless legs of stone
Stand in the desert. . . . Near them, on the sand,
Half sunk a shattered visage lies, whose frown,
And wrinkled lip, and sneer of cold command,
Tell that its sculptor well those passions read
Which yet survive, stamped on these lifeless things,
The hand that mocked them, and the heart that fed;
And on the pedestal, these words appear:
My name is Ozymandias, King of Kings;
Look on my Works, ye Mighty, and despair!
Nothing beside remains. Round the decay
Of that colossal Wreck, boundless and bare
The lone and level sands stretch far away.”
Percy Busshe Shelley (1793 - 1822) "Shelley’s Poetry and Prose" 1977
Χώρας αρχαίας συνάντησα κάποιον περιηγητή
και μού 'πε: είναι στην έρημο δύο πελώρια πόδια.
πέτρινα και χωρίς κορμό. Θρυμματισμένο εκεί
πλάι τους θα δεις το πρόσωπο: στυφά, σφιγμένα χείλη,
της δύναμης τον μορφασμό, της έπαρσης τα εφόδια –
απόδειξη ότι ο γλύπτης τους τα διάβασε καλά
τα πάθη αυτά, κι επέζησαν πάνω στην άζωη ύλη
κι εκείνου, που τα χλεύασε, και του άκαρδου άρχοντα.
Κι εκεί, πάνω στο βάθρο τους, πάντοτε μια γραφή :
«Των βασιλέων βασιλεύς, με λένε Οζυμανδία·
δείτε τα έργα μου, Ισχυροί, και νιώστε απελπισία !»
Τίποτε άλλο δεν θα δεις. Την παρακμή εκείνη
του ερειπωμένου κολοσσού την περιζώνει σιωπηλή
της άμμου η επίπεδη κι έρμη απεραντοσύνη.
Αντάμωσα έναν οδοιπόρο από αρχαία πατρίδα
Είπε: Δύο πόδια από πέτρα, θεόρατα, δίχως το σώμα
Στέκουν στην έρημο… και πλάι τους μέσα στην άμμο είδα
Να στέκει όψη βυθισμένη, θρυμματισμένη. Στόμα
Με χείλη που είναι ζαρωμένα κι υπεροψίας βέλη
Λένε ότι διάβασε ο γλύπτης άριστα όλα τα πάθη
Που σώζονται ακόμα τώρα πάνω στ’ άψυχα μέλη,
Το χέρι που έδειχνε τη χλεύη, απ’ της καρδιάς τα βάθη.
Πάνω στο βάθρο αυτά τα λόγια προβάλλουνε γραμμένα
«Το όνομά μου Οζυμανδίας, των βασιλέων πρώτος
Δες, Μεγαλείο, κι απελπίσου έργα τρανά από μένα!»
Τίποτα πλάι δεν απομένει. Τριγύρω απ’ τα συντρίμμια
Του ερειπίου του μεγάλου, ατέρμονη, πελώρια
Η ερημιά παντού απλώνει, της άμμου η πλήρης γύμνια.
(απόδοση στα ελληνικά Γ. Ευθυμιάδης)
......................................................................................................................................................
ΟΖΥΜΑΝΔΙΑΣ
Χώρας αρχαίας συνάντησα κάποιον περιηγητή
και μού 'πε: είναι στην έρημο δύο πελώρια πόδια.
πέτρινα και χωρίς κορμό. Θρυμματισμένο εκεί
πλάι τους θα δεις το πρόσωπο: στυφά, σφιγμένα χείλη,
της δύναμης τον μορφασμό, της έπαρσης τα εφόδια –
απόδειξη ότι ο γλύπτης τους τα διάβασε καλά
τα πάθη αυτά, κι επέζησαν πάνω στην άζωη ύλη
κι εκείνου, που τα χλεύασε, και του άκαρδου άρχοντα.
Κι εκεί, πάνω στο βάθρο τους, πάντοτε μια γραφή :
«Των βασιλέων βασιλεύς, με λένε Οζυμανδία·
δείτε τα έργα μου, Ισχυροί, και νιώστε απελπισία !»
Τίποτε άλλο δεν θα δεις. Την παρακμή εκείνη
του ερειπωμένου κολοσσού την περιζώνει σιωπηλή
της άμμου η επίπεδη κι έρμη απεραντοσύνη.
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
.................................................................................................................................................................
ΟΖΥΜΑΝΔΙΑΣ
Αντάμωσα έναν οδοιπόρο από αρχαία πατρίδα
Είπε: Δύο πόδια από πέτρα, θεόρατα, δίχως το σώμα
Στέκουν στην έρημο… και πλάι τους μέσα στην άμμο είδα
Να στέκει όψη βυθισμένη, θρυμματισμένη. Στόμα
Με χείλη που είναι ζαρωμένα κι υπεροψίας βέλη
Λένε ότι διάβασε ο γλύπτης άριστα όλα τα πάθη
Που σώζονται ακόμα τώρα πάνω στ’ άψυχα μέλη,
Το χέρι που έδειχνε τη χλεύη, απ’ της καρδιάς τα βάθη.
Πάνω στο βάθρο αυτά τα λόγια προβάλλουνε γραμμένα
«Το όνομά μου Οζυμανδίας, των βασιλέων πρώτος
Δες, Μεγαλείο, κι απελπίσου έργα τρανά από μένα!»
Τίποτα πλάι δεν απομένει. Τριγύρω απ’ τα συντρίμμια
Του ερειπίου του μεγάλου, ατέρμονη, πελώρια
Η ερημιά παντού απλώνει, της άμμου η πλήρης γύμνια.
(απόδοση στα ελληνικά Γ. Ευθυμιάδης)
*"Οζυμανδίας" είναι το ελληνικό όνομα του μεγάλου φαραώ Ραμσή Β'.
The Funeral of Shelley by Louis Édouard Fournier (1889).
From left, Trelawny, Hunt, and Byron.