Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μακρής Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μακρής Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Γιώργος Μακρής - [άτιτλο]



Τι μαλακίες χρειάζεται να πεις
για ν’ ατενίσεις απ’ τα βάθη ενός κρεβατιού
ένα σουτιέν σε μια καρέκλα
ένα ζευγάρι κάλτσες στο χαλί.

Πηγή: Γιώργος Β. Μακρής, Γραπτά, εισαγωγικό σημείωμα-σημειώσεις-επιμέλεια Ε.Χ. Γονατάς, καλλιτεχνική επιμέλεια Αλέξης Ακριθάκης,  εκδ. Εστία, Αθήνα, Φεβρουάριος 1986, σ. 461

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Γιώργος Μακρής - Δαπανήθηκα



Δαπανήθηκα στις λόχμες
μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα.
Έσπειρα πράσινα γυαλιά στους τάφους του χόρτου
και θέρισα ολοχρονίς θέρισα ματιές από μάτια
μίσους ήχους στον αγέρα
λαχανικά της λησμονιάς στο αναψυκτήριο
ένα παλιό εικόνισμα τους Ναπολεοντείους πολέμους
και την αγάπη μου αγάπη μου του πυρετού
στην καρδιά μου στο ξενοδοχείο
στο φως στο χιόνι στον πλυμένο μου σταυρό.
Τραλαριαλό τουλίτ λο.
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι – κομματάκι;
Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι- κομματάκι.


Γιώργος Μακρής

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Γιώργος Β. Μακρής - Δύο ποιήματα

 ΣΥΜΒΑΝΤΑ

Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι…

(1944)

***

ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ή ΑΠΑΙΤΗΣΗ

Κάνε, Υπέρτατον Ον,
(…) ώστε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Τζακ Κέρουακ
να γίνουν κάποτε Πρόεδροι των ΗΠΑ
(…) και η Τεχνική
να ξαναγίνει
Τέχνη.
Κάνε, Κάνε λοιπόν δέντρα, γατιά και λουλούδια και νέες κοπέλες και σεξ και τραγούδι.

(1967)


Πηγή: https://tokoskino.me/2016/02/26/%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%B2-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%AE%CF%82-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/?fbclid=IwAR2ptD-kGTb4fU29W24jLFr2stwgxFW_Jv70fQ5AWxm8b9T3HNBimFmj-mA

Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

Γιώργος Μακρής-Πρώτες απογευματινές ώρες


Συχνά τα μεσημέρια σε ώρες περασμένες
μ' αρέσει να τρυπώνω την ψυχή μου αποπνιχτικά
σέ τρύπες σκονισμένες αναγλύφων μαρμαροκονίας
(ψηλά στις κορυφές κιόνων επιχρυσωμένων)
χύνοντας την ψυχή μου από τα μάτια τη φυσώ
με το καπνό και το συγκεχυμένο θόρυβο προς τα ψηλά.
Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος απογνώσεως.
Μόνο ξανοίγομαι στα μάτια άσπρων γυναικών
που τ' όνομά τους αρχινάει από λάμδα
και μ’ επισκέπτονται σαν αποκόμματα εφημερίδων
σαν αντανάκλαση σπασμένων γυαλικών
Το α/π «Ακροπόλις» φέρνοντας το ταχυδρομείο
στο σπίτι της θείας Ελένης στην εξοχή
τα βάλς του Σοπέν παιγμένα χίλιες φορές από τον Βλάση
πολλά χορτάρια και κουνιστές πολυθρόνες
θρυλούν τις ιστορίες των ύπνων μου σφυρίζοντας.
Το α/π «Ακροπόλις» δέχεται το λιμάνι
Ο έρωτας, η βασανιστική ιδέα σε ένα αυτοκίνητο
θά φορτώσω τα όνειρα πού είδα και λησμόνησα
για νά με βασανίζουν οι αντανακλάσεις τους
μές στο ποτήρι του ποτού.
Κάποιος δίπλα λέει καλά
για την κυρία με τα μπλέ μαλλιά•
εγω ξανοίγομαι στα μάτια άσπρων γυναικών
που τ' όνομα τους αρχινάει από λάμδα
οί κάλτσες τους διπλώνουν πάνω από το γόνατο
σέρνουν το σαλιωμένο δάχτυλο.
οι γραμμές των χειλιών δείχνουν προσπάθεια παρατημένη.
Αχ τα σανά σωριασμένα σε δεμάτια
κλεισμένα στην αποθήκη με το σκουριασμένο λουκέτο.
Μυρίζουνε γλυκά τα άγρια χόρτα κατά εποχές
άν κάτσεις πάνω στα σανά γεμίζει όλο σου το σώμα
εξανθήματα, μ’ αυτό δεν είναι και σπουδαίο
Θέλουμε να πάμε κει αλλοίμονο, αλίμονο !
Με το στήθος γεμάτο βιβλία
φωτογραφικές μηχανές κι αλληλογραφία με τη βροχή
με γένεια μακριά και λάμπα πετρελαίου.
Και πάντα δίπλα εξακολουθεί η συζήτηση
για την κυρία με τα μπλε μαλλιά.
Και δύο κυρίες όλο γι’ αυτήν μιλούν
και για δυο νέους που την αγαπούν.
Τρυπώνω την ψυχή μου σε τρύπες αναγλύφων
και βλέπω από κει τά αυτοκίνητα στο δρόμο
τον γκρούμ της εισόδου
τα ανώνυμα κεφάλια με τις ωραίες οσμές.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Γιώργου Οικονομέα

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Γιώργος Μακρής-Ασκητικά τετράστιχα



Σάμπως τα κλίματα πια δε μας αγαπούν
κρύωσε μες στα βλέφαρα το βλέμμα.
Τ’ αγαπημένα δέντρα δεν μπορούν να πουν
θροΐζοντας το λυπημένο ψέμα.

Σάμπως να γίναμε λιγάκι βαρετοί
στους ανθρώπους, στενέψανε οι τόποι·
είναι που κρύωσε ο καιρός σαν αρετή
και θέλουνε να κλάψουν οι ανθρώποι

Σάμπως θα βρέξει απόψε στην ψυχή·
κοιτάτε των πουλιών τη λιτανεία.
Είν’ επικίνδυνη, ξέρετε, η βροχή.
Να πάρετε μια εσάρπα, Ουρανία!

Σάμπως θα φύγουμε αύριο την αυγή.
Θα θέλατε να πάρουμε το πλοίο;
Θα αποχαιρετούσαμε τη γη
στης θάλασσας το πράο μεγαλείο.

Θά ’ταν ωραίο νά ’χα δυό φτερά,
να τ’ άπλωνα κι ας μην πετάξω
Σαν θά ’ρθουν τα λυπητερά
θά ’βρω μαξιλάρι για να κλάψω;

                 [1942;]


Γιώργος Β. Μακρής

Από το βιβλίο: «Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1986, σελ. 38.

Γιώργος Μακρής-[άτιτλο]


Τι μαρτυρική ψυχή ζει στο καλοκαίρι !
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
να χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι.

Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που΄ χει η βροχή
η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.

(1942;)

Πηγή: http://www.poiein.gr/2011/10/25/aethnaio-iaentho-dhiethiaoa-adheeiath-adhssiaoni-aiothico-oueoco/

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Γιώργος Μακρής-«Χάσαμε τὴν ψυχή μας στοὺς συνωστισμούς»


Ἐλάχιστος κόσμος, ἐπικρατεῖ νέκρα ποὺ μάταια

προσπαθεῖ νὰ καλύψει ἡ ἄγονη τούτη μουσικὴ

κι αὐτὸ τὸ λικὲρ κακῆς ποιότητας

γεμίζοντας τὸ δωμάτιο μὲ ψεύτικα γέλια.

Τὰ ἑτοιμοθάνατα τοῦτα γκαρσόνια

φέρνουν στὶς φλέβες τους μιὰ δηλητηριασμένη ἄνοιξη

καὶ στὶς τσέπες τους μικρὰ κατάστιχα

καὶ πένθιμα ρινόμακτρα.

Ἄχ! Ποὺ ναι ἡ μικρὴ ἀνθισμένη λεπτομέρεια

ποὺ θὰ φέρει τὸν ἀέρα μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πρώτη ἐντὺ-

πωση

τῆς ποθητῆς ἐπιστροφῆς.

Χάσαμε τὴν ψυχή μας στοὺς συνωστισμούς.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Χάσαμε την ψυχή μας στους συνωστισμούς, κύριε Γιώργο Μακρή



Μπαίνοντας με δέος στο οστεοφυλάκιο ενός ακατάτακτου ποιητή και φιλόσοφου

Ειρήνη Καραγιαννίδου
19 Φεβρουαρίου 2019
Ο Γιώργος Μακρής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923. Όπως συγκεκριμένα αναφέρει ο συγγραφέας και φίλος του, Λεωνίδας Χρηστάκης [1], ο Γιώργος Μακρής «…γεννήθηκε από καταπιεστικούς γονείς, μοναχογιός. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός με εξουσιαστικές ροπές, δίκαζε ακόμη και στο σπίτι του».

.
[…] Η μαμά μας δε μας κατάλαβε ποτέ
Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
Μας έλεγαν «κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
Και κοίτα το παιδάκι που γελάει».
«Ακατανόητο ετούτο το παιδί» έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,
Από πείσμα μείναμε μόνοι.
.
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη όταν ήταν έξι ετών, ο Γιώργος Μακρής σε όλη του τη ζωή βάδιζε με δυσκολία. Παρότι γράφτηκε στην Νομική σχολή Αθηνών, δεν φοίτησε ποτέ. Αντιθέτως, μαθαίνει Γαλλικά και Αγγλικά και διαβάζει μετά μανίας όλους τους ξένους συγγραφείς της εποχής εκείνης στην γλώσσα τους.
.
Τον Νοέμβρη του 1944, έγραψε και κυκλοφόρησε μεταξύ των φίλων του, την περιβόητη προκήρυξη του Σ.Α.Σ.Α [2], ένα κείμενο με τίτλο «Διακήρυξη Υπ. Αριθμόν 1», που καλούσε σε ανατίναξη των αρχαίων μνημείων, κατά κάποιον τρόπο σηματοδοτούσε την επιθυμία για την «απελευθέρωση» ιερών αρχέτυπων που τίθενται στην υπηρεσία διαφόρων πολιτικών στόχων. Η προκήρυξη αυτή υπήρξε ένα ανατρεπτικό καλλιτεχνικό μανιφέστο και ήταν ένα κείμενο που είχε την μορφή των κειμένων των Ντανταϊστών. Βάση του κειμένου αυτού, ως πρώτη καταστροφή δηλαδή, ορίστηκε η ανατίναξη του Παρθενώνα, «μας έχει κυριολεκτικά πνίξει…», – μιας και η Ακρόπολη από τότε, αποτέλεσε μέσα στα λοιπά και το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης – είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών, είτε σαν έμβλημα των αντίπαλων παρατάξεων της εποχής, είτε εκ μέρους των επισκεπτών που θαύμαζαν την ακρόπολη με βλέμμα απλώς τουριστικό -.

Έχοντας κοινή αισθητική και κοσμοθεωρητική άποψη, πως η καταστροφή κι η θνητότητα της μορφής των όντων περιλαμβάνονται στο περίγραμμα της ολοκλήρωσης της ζωής.Έχοντας βάλει σκοπό μας την καταστροφή του Παρθενώνος, μ’ απώτερο σκοπό την παράδοσή του στην ουσιαστική αιωνιότητα, που δεν είναι παρά η χωρίς επίγνωση ροή κι η πλούσια σε πιθανότητες αυτόματη μετασκευή της ύλης, που κακώς ονομάζουμε «χαμό». Αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική κατοχύρωση της Ακρόπολης, σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Νιώθοντας απαραίτητη την ανάγκη της αιωνιότητας στην τέχνη, μόνο κατά τη διάρκεια της ώρας της δημιουργίας. Καταλαβαίνοντας τον Φειδία, που έδωσε μεν στο έργο χρονοϊστορική υπόσταση, χωρίς όμως να είναι τίποτα παραπάνω στα πλαίσια της υποστασιακής αιωνιότητας, για την οποία δεν υπάρχει χρονική διάρκεια και που γι’ αυτήν ένα δευτερόλεπτο δεν έχει διαφορά από τρία δισεκατομμύρια αιώνες, χάρη στις βουλητικές της ιδιότητες και στη δυναμική της χροιά, που μόνο στ’ άτομα νοούνται και κανέναν δε νοιάζει ο αριθμός των ατόμων αυτών. Μισώντας τον Εθνικό Τουρισμό και τις εφιαλτικές- φολκλόρ αρθρογραφίες γι’ αυτόν. Νομίζοντας πως κάνουμε μια ανώτερη καλλιτεχνικά πράξη, όντας σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνο δε συγκρίνονται, έστω και μειονεκτώντας, μ’ ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης, αλλά και καλλιτεχνικά είναι βλαβερή, προετοιμάζοντας ερασιτέχνες περιηγητές και ευνούχους.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Να θέσουμε ως σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων και την προπαγάνδα κατά αυτών. Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικά πνίξει. Η προκήρυξη αυτή δεν αποσκοπεί παρά να δώσει ένα μέτρο απ’ το σκοπό μας. Είναι ένα βλήμα που ξεκινάει με λίγες πιθανότητες για στόχο τους πολλούς, μα δεν που επιζητάει παρά ελάχιστους.
Γιώργος Βασιλείου Μακρής, Γενικός Διοργανωτής της ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων). Νοέμβριος 1944
Από το 1948 και μετά, ο Μακρής ζούσε σχεδόν μόνος του. Δεν ενδιαφερόταν για τίποτα και περιέφερε το σαρκίο του από καφενείο σε καφενείο και από στέκι σε στέκι, ξοδεύοντας τα χρήματα της μητέρας του και μετά μένοντας απένταρος για καιρό. «Ο Γιώργος Μακρής ήταν εκείνος που δήλωσε: «Η πρώτη γενιά συγκεντρώνει την περιουσία, η δεύτερη την συντηρεί και η τρίτη γενιά την τρώει. Εγώ ανήκω στην τρίτη!», αναφέρει ο Χρηστάκης [3]. Επιπλέον καταθέτει πως «Ήταν λιγομίλητος και με πολύ χιούμορ», γεγονός που καταφαίνεται σε πολλούς από τους στίχους του: […]τι μαλακίες χρειάζεται να πεις/για ν´ ατενίσεις απ´τα βάθη ενός κρεβατιού/ένα σουτιέν σε μια καρέκλα/ένα ζευγάρι κάλτσες στο χαλί.

.
[…] Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερή
Φαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακερά
Και μας σκοτώνει θηλάζοντας μας μ´ ένα φαρμακερό
Στήθος
Συνθλιβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της Παναγίας
Και σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,
Πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμα
Σφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.
Εξαφανισθείτε πιά για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.
Τι θα γίνουμε!
Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
.
«Πάντα με ένα βιβλίο ή ξένο περιοδικό στο χέρι, αραγμένος στις καρέκλες των ζαχαροπλαστείων ή των καφενείων της πλατείας Κολωνακίου διάβαζε. Υπήρξαν περιπτώσεις που την έστηνε σε μια καρέκλα καφενείου και δεν σηκωνόταν ούτε μετά από εικοσιτέσσερις ώρες». Την μανία του Μακρή με το διάβασμα, «πιστοποιεί» και ο Κώστας Ταχτσής: «…Τι έκανε στα καφενεία μόνος του, ή μάλλον με την ψευδαίσθηση ότι δεν είναι μόνος; Μα – διάβαζε».
.
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι.
.
«Το ίδιο γινόταν στο δωμάτιο που έμενε. Έγραφε κείμενα δικά του, μετέφραζε και αλληλογραφούσε με φίλους και γνωστούς. Τα γραπτά του ακουμπούσαν τις υπαρξιακές φιλοσοφίες της μεταπολεμικής εποχής. Τα ποιήματα του αντανακλούσαν τις περισσότερες φορές τις ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις. Οι μεταφράσεις του όμως πλησίαζαν περισσότερο τις φιλοσοφικές του διαθέσεις. Οι ολοκληρωμένες ήσαν τρεις: Του Άλντους Χάξλεϋ, του Οκτάβιο Παζ και του Ζαν Μιρό» [4].
.
Καθότι η μετεμφυλιακή Αθήνα υπήρξε ανεπαρκής για να καλύψει όλες τις ιδεολογικές ανησυχίες του ακοίμητου Μακρή, μετοίκησε κάποια στιγμή στο Παρίσι, επειδή θεωρούσε πως εκεί η ζωή ίσως να πλησιάζει περισσότερο το όραμά του. Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!/ Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή./ Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει/ Να χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι. Μα και στην Γαλλική πρωτεύουσα τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ο ποιητής τα οραματίστηκε. Υπάρχει ένα απόσπασμα και πάλι σε βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη [5], που αναφέρεται στην εμπειρία που είχε ο Μακρής στο Παρίσι: «Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, προσγειώνεται ανώμαλα, όταν μόνο για την εκστόμιση δημοσίως δύο φράσεων, τρώει εκεί δύο φορές άγριο ξύλο. Τη μία από τους μπάτσους (φλικ) όταν βλέποντας να δέρνουν ένα κοριτσάκι τους κράζει: «Ες Ες»!. Και την άλλη, τον πατάνε κάτω “τακτοποιημένοι πολίτες και νοικοκυραίοι” γιατί βλέποντας μια πορεία διαμαρτυρίας, βροντοφωνάζει: «Ζήτω η Αλγερία”.
>

Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί!

Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο […]
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος.
.
Ο Γιώργος Μακρής άφησε ελάχιστη γραπτή λογοτεχνική παρουσία με τη μορφή δημοσιεύσεων σε περιοδικά κατά τη διάρκεια της ζωής του και δεν επεδίωξε ποτέ του να εκδώσει κανένα έργο του. Δεν εννοούσε να διακινδυνεύσει, ούτε και για τον υψηλότερο σκοπό, την ασφάλεια της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης του, που ήταν γι’ αυτόν το υπέρτατο αγαθό [6].
.
Ο ποιητής, έως τον θάνατό του, δημοσίευσε μόνο ένα κείμενο με την υπογραφή του, – την μετάφραση του ποιήματος «Πέτρα του Ήλιου» του Octavio Paz -, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «ΠΑΛΙ», καθώς και το «Προοίμιο» στο ίδιο τεύχος, που όμως είχε αρνηθεί να το υπογράψει. Όταν ο Λεωνίδας Χρηστάκης, -όπως ισχυρίζεται ο ίδιος-, προσπάθησε να τον προτρέψει να συμμετέχει λίγο περισσότερο στα λογοτεχνικά δρώμενα, απάντησε ο ποιητής: «Λεόν, υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας που εμείς θα συντριβούμε μόλις θα ξεκινήσουμε».
.
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι…
.
Αν ασχοληθείς με την τέχνη, έγραφε το 1941 σε ένα γράμμα του, πρέπει να ‘χεις τη δύναμη ν’ απαλλαχτείς από την άμεση επιρροή της, έτσι ώστε, αργότερα κι αν σε κυριέψει, να μπορείς να έχεις τη σκέψη σου ελεύθερη.
.
Ο Μακρής, αν και γνώριζε την αξία που έχει η λεπτομέρεια όχι μόνο στην ζωή αλλά και στον γραπτό λόγο και εκτιμούσε την σπουδαιότητα του ρυθμού, κυρίως ως έξοχος χρήστης του ελεύθερου στίχου, συχνά πυκνά παραμελούσε τα στοιχεία αυτά, με αποτέλεσμα να ασκεί αυτοκριτική στις εκφραστικές αδυναμίες των στίχων του, σημειώνοντας κάτω από κάποια γραπτά του, «style προς αποφυγήν».
.

Τελικώς, τα γραπτά του Γιώργου Μακρή, κυκλοφόρησαν το 1986 σε επιμέλεια του ποιητή Ε. Χ. Γονατά. Το περισσότερα απ’ αυτά βρέθηκαν και διασώθηκαν από τον ξάδερφο και φίλο του, Άγγελο Καράκαλο, και παραδόθηκαν στον Γονατά μέσα σ’ ένα τσουβάλι. Όπως γράφει ο επίσης φίλος του Μακρή, ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, «[…]Η παρουσίαση των γραπτών του είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος να βοηθήσει εκείνους που δεν τον γνώρισαν, κάτι να νιώσουν και να πληροφορηθούν, από πρώτο χέρι, για τον μεγάλης αξίας πνευματικό αυτόν άνθρωπο[…]».

.

Διατρέχοντας κανείς τις σελίδες του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Γονατάς, – με τα ποιήματα, τα ημερολογιακά του σημειώματα, τα αφηγήματα, τις φωτογραφίες, την αλληλογραφία, τις μεταφράσεις του Γιώργου Μακρή και τα κείμενα που γράφουν γι’ αυτόν οι φίλοι του, δεν μένει αμφιβολία πως πρόκειται για έναν διανοούμενο που έζησε όχι μόνο μέσα στα δικά του έργα, αλλά και στην ψυχή και στα δημιουργήματα των ανθρώπων που τον αντάμωσαν. Γιατί ο Μακρής, αν και «αστικός ερημίτης», είχε μονίμως τα μάτια του στραμμένα στον άλλον, στον Άνθρωπο. Κατά τα άλλα είμαστε οι ίδιοι/ Φορώντας όλη μέρα ένα ρούχο/ Με κόκκινα κουμπιά/ Με τσέπες φαρδιές/ Με μαλλιά σκονισμένα/ Τρέχοντας να χαϊδέψουμε Σκυλιά.

.
«…Ο Γιώργος Μακρής δεν έγραφε: μιλούσε. Πιστός στην πιο ελκυστική από όλες τις γοητείες του σωκρατισμού, ο Μακρής περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του – ιδίως αυτές -, σε ένα από τα τραπεζάκια της πλατείας Κολωνακίου, θρονιασμένος σαν άστεφος βασιλιάς ανάμεσα στον όμιλο των μαθητών του, κάνοντας την καλύτερη δυνατή χρήση που μπορούσε να κάνει άνθρωπος της μεγαλύτερης θεϊκής δωρεάς του: του έναρθρου λόγου! Και τι δεν είχε να πει!», αναφέρει ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, και συμπληρώνει στο μελέτημα που έγραψε μετά τον θάνατο του Μακρή, πως ήταν «ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος» που είχαν, ενώ ο Αλέξης Ακριθάκης σημειώνει: «Ειδικά για τον Μακρή, ήθελα να πω, ότι έπαιξε τον πιο δυνατό, το πιο καταλυτικό ρόλο επάνω μου…Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε ο μεγαλύτερος δάσκαλος μου. Γιατί σαν φιλόσοφος που ήταν, μου έμαθε ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση αλλά παρατήρηση της ζωής μέσα από έναν ελεύθερο τρόπο ζωής. Κι όταν λέμε «ελεύθερο», εννοούμε όλα τα πράγματα της ζωής, όλες τις έννοιες, όλες τις πτυχές. Ήτανε αυτός, που πέρα από τους καλούς ή κακούς επηρεασμούς που μπορεί να είχε σ’ έναν έφηβο της γενιάς του 60, μου έμαθε το πιο βασικό στην ζωή: Ζωγραφική. Να βλέπω και όχι να ζωγραφίζω- κι έτσι ζωγράφισα, έζησα, ζωγραφίζω» [7].
.
[…] Όταν κοιμάμαι ιδρώνω και βλέπω να περνάει
μια σεβαστή κυρία κρατώντας ένα πηρούνι,
έναν εσταυρωμένο, ένα μανιτάρι και λέει:
» Εγώ ειμί «, και γελάει για να φοβηθώ.
Τη νύχτα αυτή περπατάω με το στόμα ανοιχτό.
.
Ο Ε.Χ. Γονατάς, γράφει στην εισαγωγή του τόμου: «Σε μια σημείωσή μου για τον Γιώργο Μακρή, δημοσιευμένη τον Φεβρουάριο του 1980, βεβαίωνα πως τα γραπτά του έχουν ανεπανόρθωτα χαθεί[…]. Όταν ήρθε στο σπίτι μου ο Α. Καράκαλος και μου παρέδωσε θριαμβευτικά το μαγικό εκείνο τσουβάλι με τα χαρτιά του Μακρή, όσα είχε καταφέρει με μύριους κόπους να περισώσει, και μου ζήτησε ν’ αναλάβω τη φροντίδα της επεξεργασίας, της αποκατάστασης και ταξινόμησής τους για μια μελλοντική δημοσίευση, δέχθηκα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη την πρότασή του, θεωρώντας ότι θα εκπλήρωνα ένα χρέος στη μνήμη του φίλου μου· από την πρώτη όμως κιόλας στιγμή ένιωσα δισταγμό και αβεβαιότητα για το κατά πόσον όλα αυτά τα χαρτιά που ο Μακρής δεν τα προόριζε παρά μόνον για τον εαυτό του, ήταν επιτρεπτό να έρθουν, δίχως τη συγκατάθεσή του, στο φως της δημοσιότητας[…]. Η σκέψη όμως, πως ο Μακρής τίποτε δεν κατέστρεψε, -ούτε το παραμικρό χαρτάκι από τα γραπτά του-, και ότι όλα του σχεδόν τα κείμενα, -τουλάχιστον της πρώτης του νεότητας-, που γνωρίζαμε και θυμόμαστε, βρέθηκαν φυλαγμένα και συγκεντρωμένα…, αν και δεν προτρέπει βέβαια τους φίλους του ν’ αναλάβουν για λογαριασμό του μια προσπάθεια που ο ίδιος, με πικρή αυτογνωσία, δηλώνει πως δεν μπορεί και δεν θέλει ν’ αποτολμήσει, δεν φαίνεται όμως και να τους την απαγορεύει….».

Ο Άγγελος Καράκαλος, σε συνέντευξη που έδωσε τον Φλεβάρη του 2003 [8], αποκάλυψε ότι το ποίημα «Εμείς οι Λίγοι», είναι της Λένας Τσούχλου. Η μαρτυρία του Καράκαλου, αλλά και άλλες μαρτυρίες, όπως της Ιωάννας Χατζηνικολή και Φώφης Τρέζου, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι το ποίημα ανήκει στην Λένα, και ότι είναι τελικά του 1946 και όχι του 1950, όπως χρονολογείται λανθασμένα τελικώς από τον Γονατά στο βιβλίο «Γραπτά Γιώργου Μακρή».
Ο Γονατάς, περιγράφει εξάλλου – όχι μόνο την συγγραφική δραστηριότητα του Γιώργου Μακρή -, αλλά και την δυσκολία του εγχειρήματος της επιμέλειας: «[…]Υπάρχουν κείμενά του που έχουν γραφτεί σε κουτιά από τσιγάρα, σε καταλόγους εκθέσεων ζωγραφικής, σ´ επιστολόχαρτα ξενοδοχείων και καφενείων του Saint Germain de pres, σε φακέλους επισκεπτηρίων, σε ακυρωμένα δελτία τροφίμων της κατοχής,…ένα κείμενό του είναι γραμμένο πίσω από μια κιτρινισμένη παιδική του φωτογραφία. Οι διαχωρισμοί των στίχων του σε πολλά ποιήματά του καθορίζονται από το φάρδος του χαρτιού που γράφει[..]. Οι άθλιες συνθήκες συντήρησης των χειρογράφων του, καθιστούν προβληματική την ανάγνωσή τους, που την μεταβάλλουν συχνά σε αποκρυπτογράφηση».

.
Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!

.

Στις 31 Γενάρη του 1968, ο ποιητής αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Ο πικραμένος αυτός που γεννήθηκε κάμποσα χρόνια/ύστερα από κείνον που βρήκε κι από κείνον που έχασε/ στέρεψε πια αφού βασανίστηκε να βρει μίαν έξοδο./ Τέλος η μόνη έξοδος δεν ήταν παρά η ακινησία του.
.
[…] Είμαστε οι ρίζες των δέντρων που ξάπλωσαν
Ο αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλα
Άδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουν
Το φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.
Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουν
Η γη μυρίζει.
Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν
Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν.
Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.
Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν
Είναι κι αυτό κάτι […]
.
Τρεις ή τέσσερις φορές είχε αποπειραθεί ο Μακρής να αυτοκτονήσει. Ο Χρηστάκης και πάλι, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από το 1965 άρχισαν οι τάσεις για αυτοκτονία. Εάν προσθέσουμε και μερικές αδικαιολόγητες συγκρούσεις με το αυτοκίνητο του, οι απόπειρες ήταν επτά αλλά ανεπιτυχείς. Στο τέλος του Γενάρη του 1968 ήρθε σπίτι μου μεσημέρι. Ήταν χλωμός και αδυνατισμένος. Φάγαμε και αμέσως μετά μου είπε: «Είναι ντροπή να μην μπορώ να δώσω ένα αποφασιστικό τέλος στη ζωή μου«, κι έφυγε. Του τηλεφωνούσα συνέχεια. Δεν απαντούσε. Αργά στις 31 του ίδιου μήνα μου τηλεφώνησαν ότι έπεσε από την ταράτσα του σπιτιού του».

Κοιμήθηκα βαθιά, ολομόναχος, κι ονειρευόμουν τον παράδεισο όπου δεν καταφέρνουμε να βρεθούμε, από βλακεία μας, έγραφε ο Μακρής. Ξαναβουτάω στη θάλασσα στις έξι το πρωί, ακριβώς την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος. Ξεπλένομαι απ’ όλα μέσα στο ΟΛΟΝ, και υπόσχομαι να είμαι ευτυχής. Ο θάνατός του αντιστοιχεί προφανώς στη ζωή που έζησε, ακραία και ποιητική. Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως, λέγεται κατά μία φήμη ότι απάντησε στον θυρωρό που τον ρώτησε πού πηγαίνει όταν ανέβαινε τα σκαλοπάτια για την ταράτσα.

.
Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
Ο αγώνας τους και μεις για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαυση του θεάματος
Μιας κινητής σειράς μεταλλικών ράμφων
Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν
Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.
.
Τα λόγια του Νάνου Βαλαωρίτη, ας συμπληρώσουν ετούτη την αναψηλάφηση: «Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε στην ζωή του ένας δανδής. Περιφρονούσε τα πεπατημένα. Προκαλούσε την καταστροφή. Είχε μια μεγαλοπρέπεια που λίγοι άνθρωποι την έχουν. Έπαιρνε τη ζωή του στα σοβαρά, ενώ άλλοι την υποτιμάνε επίτηδες για να επιζήσουν[…]. Για τον έναν ήταν ο ξενύχτης που τριγύριζε σε απίθανα μέρη, ο νομαδικός περιπλανώμενος, για άλλον ήταν ο τσίφτης, ο διανοούμενος φιλόσοφος, ο περιπατητικός, για έναν τρίτον ήταν ο σύντροφος πολυδιαβασμένος, γι ´ άλλους η γοητεία, το πνεύμα του». Αλλά ίσως τελικά για το τι ακριβώς ήταν ο Μακρής, ν´ απαντά ο ίδιος ο ποιητής για λογαριασμό του, με τους χαρακτηριστικούς του στίχους : Τα πάθη είναι γνώση, μα και η άρνησή τους / άλλα πεδία γνώσεως προσφέρει. / Ζήσε παράλληλα τις δύο καταστάσεις / αν θέλεις να μη ζήσεις ούτε μια. / Κι αν πάλι δεν μπορείς να αποστρέψεις / το πρόσωπό σου ολοκληρωτικά / εμείς θα σε δεχτούμε με ζεστά τα βλέφαρα / αδύνατοι άνθρωποι, /έχοντας νοσταλγήσει τον Χριστό / μα και την ειδωλολατρία ταυτοχρόνως· ή «οι βάτραχοι και τα τριζόνια, η σκάλα που τρίζει, κάτι γαβγίσματα μακρινά, να δώσαν τη μόνη απάντηση που αξίζει…».
.
Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής

άνοιξε ένα μικρό κατάστημα με ψιλικά

Πελάτες του είναι όλοι όσοι σ’ αυτό τον κόσμο
τον βασάνισαν
Πελάτες του δεν είναι όσοι αυτός βασάνισε-
Δικάστηκε

κι έχει αθωωθεί. [9]
Μίλτος Σαχτούρης
Παραπομπές:
[1]Λεωνίδας Χρηστάκης, «Η ιστορία της αλητείας», επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
[2]Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων
[3]Λεωνίδας Χρηστάκης, Γιώργος Μακρής: Είμαστε προάγγελοι του χάους, εκδ. Χάος και Κουλτούρα, Σειρά: Οδηγός αναγνώρισης κίτρινων προσώπων, αρ. 1, 1992

.
[4]Λεωνίδας Χρηστάκης, «Η ιστορία της αλητείας», επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
.
[5]Λεωνίδας Χρηστάκης «Οδηγός Αναγνώρισης Κίτρινων Προσώπων», εκδ. Τυφλόμυγα, 2014
.
[6]Από την εισαγωγή «Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή», επιμ. Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
.
[7]Σημείωση του Αλ. Ακριθάκη με ημερομηνία Κηφισιά 8 Νοεμβρίου 1983

[8]Μανώλης Νταλούκας, Αναδημοσίευση 10/3/2004, Ιστορία της ελληνικής νεολαίας, blog freedomgreece
Βοηθήματα:
-«Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή», επιμ. Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
-Λεωνίδας Χρηστάκης, “Οδηγός Αναγνώρισης Κίτρινων Προσώπων”, εκδ. Τυφλόμυγα, 2014
-Λεωνίδας Χρηστάκης, Γιώργος Μακρής: Είμαστε προάγγελοι του χάους, εκδ. Χάος και Κουλτούρα, 1992, Σειρά: Οδηγός αναγνώρισης κίτρινων προσώπων, αρ. 1

.
-Λεωνίδας Χρηστάκης, «Η ιστορία της αλητείας», επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
.
-Δημήτρης Γιαννακόπουλος, «ο ειδικός της γενικότητας»

-Θανάσης Μουτσόπουλος (επιμ.), «Το Aθηναϊκό Underground (1964-1983)», Athens Voice Books, Αθήνα 2012
-Περιοδικό «Η Λέξη», τχ. 19, Νοέμβρης 1982

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Γιώργος Μακρής -Ποιήματα

Αποτέλεσμα εικόνας για γιωργος μακρης ποιητης

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους
(1950)
Χειρ Γεωργίου Μακρή
Πνεύμα Λένα

ΕΡΑΣΤΕΣ
Περάσανε οι ώρες του γοργά
Και φύγαν οι εραστές θλιμμένοι
Με βήματα επίσημα κι αργά
Και καμπαρντίνα κουμπωμένη.
Και λυπηθήκαμε τους εραστές
Με το μικρό στο τόπο πήγαιν’ έλα τους
Να νείρονται αγκαλιές ζεστές
Σκαλίζοντας τη γη με την ομπρέλα τους.

Φλεβάρης 1940
ΑΠΛΟ ΑΠΟΓΕΜΑΤΙΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
1
Πάψετε πια να μελετάτε τις παλάμες σας
Σε μουσκεμένες φυλλωσιές τρυπώνοντας τα σκέλια σας.
Τα νύχια σας μακρύναν
Κόφτε τα
Τα γένεια σας, σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα’ Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε.
Κολλήσαμε τα μάτια στα τζαμόφυλλα.
Αυτή η παρέα των εργατών του απογεύματος
Βουλιάζοντας τα πέτσινα στιβάλια
Με πρόκες στη γρασιδιασμένη λάσπη
Τραβάει το δρόμο των στύλων του τηλέγραφου
Το δρόμο των συρμάτων του τηλέγραφου
Ανυποψίαστα το δρόμο τα’ ουρανού.
Τη νύχτα Δε βλέπεις τίποτα
Άμα σταθείς βουίζει σαν κόρο με κακές διαθέσεις
Άμα γαβγίζουν και σκυλιά, φοβάσαι κιόλας
Όπως προχτές στις καλαμιές τι ιστορία!
2
ένας καθολικός παπάς
του τάγματος του άγιου Φραγκίσκου
κόβει παπαρούνες…
σήμερα αναπνέει περίφημα
θα ‘ θελε να λερώσει το ράσο του
να χαϊδέψει ένα πρόβατο
να ερωτευθεί
κόβει παπαρούνες αγνοώντας τον πειρασμό
νομίζει πως τον παρακολουθούν και όλο γυρίζει το κεφάλι
Personne!
«Η θέα είναι ευχάριστη, περίφημη μπορώ να πω
και ως οικόπεδο, περίφημο μπορώ να πω»,
έλεγε ο μεσίτης.
Η μαμά μας Δε μας κατάλαβε ποτέ
Είναι μια ξένη
Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
Μας έλεγαν «κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
Και κοίτα το παιδάκι που γελάει.
«Ακατανόητο ετούτο το παιδί» έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,
Από πείσμα μείναμε μόνοι.
Πάψετε πια να θολώνετε τα μάτια σας
Μην κάνετε ρυτίδες σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε
Ποιος θέλατε να μας τα πει.
ΩΡΑΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΡΗ ΑΝΝΑ
1941
Γιατί να τραβάνε όλα σε μήκος
Παράλληλα με θύμησες που λικνίζονται στο καπνό
Παράλληλα με προκυμαίες που αποχαιρετούν το φως
Στα ηρεμισμένα ιστία καραβιών
Ξαναγεννώντας τη δυσδαιμονία των καπετάνιων τους.
Παράλληλα με αήττητες προσόψεις σπιτιών
Σε δρόμους βουλιαγμένους στην ακινησία τους…
Γιατί να συνταυτίζουμε τη μορφή της Άννας
Με χίλια διαβατάρικα συμβάντα
Στην καρδιά του χειμώνα και στις γαλήνιες πεδιάδες
Στις ώρες που ο ύπνος μας φυσάει
Μέσα στ’ αυτί σύννεφα ασυνάρτητα μ’ ένα κέρας
Και στις στιγμές που σε υπερένταση χλωμή
Ζούμε στα οδυνηρά τεντώματα ενός ακκορντεόν
Στις νευρικές αγωνίες των μουσικών δαχτύλων
Και οι μαυρισμένοι κύκλοι των ματιών μας
Συναγωνίζονται τη ράβδο του τυφλού.
Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερή
Φαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακερά
Και μας σκοτώνει θηλάζοντας μας μ' ένα φαρμακερό
Στήθος
Συνθλίβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της Παναγίας
Και σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,
Πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμα
Σφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.
Εξαφανισθείτε πια για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.
Τι θα γίνουμε!
Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Πνιγόντουσαν τα λόγια σπρώχνοντας
Μια πέτρα στο στόμιο της πηγής τους
Κι οι δαυλοφόροι μέσα στο προαύλιο
Πρέπει να είχαν σβήσει τους δαυλούς τους
Από φόβο
Μήπως το φως γίνει στο τέλος η αιτία…
Κι οι δαυλοφόροι ήτανε πάντα ανύπαρχτοι
Ούτε προαύλιο ξέρουμε να υπάρχει.
Όμως υπήρχε φως και κάποιος φύσηξε την φλόγα
Ίσως οι δαυλοφόροι που κοιμήθηκαν
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.
Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
Ο αγώνας τους και μεις για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαύση του θεάματος
Μιας κινητής σειράς μεταλλικών ράμφων
Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν
Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.
Οι νυχτερινές θάλασσες φοράνε την πρωινή
Μάσκα της καλοσύνης..
Η ημερήσιες θάλασσες φοράνε τη νυχτερινή
Μάσκα της κακίας.
Και μεις στη γέφυρα του τρίτου ποταμού
Που το πρωί στις όχτες του ξερνιούνται οι πνιγμένοι
Δεν είδαμε ποτέ το πρόσωπό τους.
Ούτε και τα δικά μας πρόσωπα δεν ξέρουμε καλά
Ούτε να τα μαντεύσουμε μπορούμε^
Όσο και αν σφίξουμε τα χέρια μας χωρίζει
Τις επιφάνειες μιας ποσότητα ανέμου
Οι δαυλοφόροι έπεσαν να κοιμηθούν γι αυτό το λόγο
Και μεις γυρίζουμε την πλάτη σε κάθε μια πνοή φωτός
Ή και χαμογελάμε…
Και κάθε νύχτα ρίχνουμε μια πέτρα στο βυθό
Και κάθε νύχτα τραγουδάμε μια κοπέλα
Που πνίγηκε μέσα σ’ έναν καθρέφτη.
Κι όταν γεμίσει η θάλασσα από πέτρες
Ή ο αέρας πήξει σ’ έναν ήχο
Πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο βασιλιάς ψιθύρισε όλη νύχτα
Προσευχές και κατά το πρωί
κατεβαίνοντας ο μέγας καρδινάλιος
μπαίνοντας πρώτος στο κελί γιατί έτσι πρέπει
είπε:
«Μεγαλειότατέ μου, με αηδία
βλέπω πως το κεφάλι σας κούρεψαν^
με θάρρος κατεβήτε αυτά τα σκαλοπάτια
κι αν ο Λαός σας, Θεός σας σχωρέσει με, σας βρίσει
τα θεία μαρτυρικά σας μάτια ας ευδοκήσουν
να με κοιτάνε πίσω απ’ την κρεμάλα,
η να μιλούνε στο γαλάζιο του ουρανού.
Σεπτέ Μονάρχη, εγώ λυπάμαι… Να’ μια κλαίω.
Είμαι πιστός κι αυτό το χώμα
Όπου πατήσατε, για μένα αγιοσύνης
Μύρα για πάντα από πυξίδα θα σκορπά»
Ακολούθως
Μπήκαν οι δήμιοι με μάσκες και κυλόττες
Οι αυλικοί το χέρι θα φιλήσουν
Κι ο τελετάρχης της επιτροπής των θανατώσεων…
Τον βασιλιά τον κρέμασαν, κι αυτό
Τη συνοδεία τυμπάνων από δέρμα.
Έβραζε ο όχλος με βουητό που λεει
Πάντ’ από πριν τη μέλλουσα ιστορία
Η διαδικασία παρετηρήθη
Κι από τα μάτια της επιτροπής
Τα θριαμβευτικά και φοβισμένα
Από τη δυσδαιμονία των οιωνών.
ΑΚΗ
Κοιτάζοντας τα σύρματα χωρίς πουλιά
Τα χερούλια της πόρτας
Χωρίς δισταχτικά χέρια-
Θυμόμαστε τα’ απλά σας πατήματα
Στο βρεμένο χώμα
Ύστερα από το θέατρο
Τα όχι αγνά σας μάτια
Ύστερα από τη μουσική
Το μεσημέρι.
Κοιτάζοντας το σύννεφο
Χωρίς θυμό
Το σπίτι του σκύλου
Χωρίς σκύλο
Καταπίνουμε την περηφάνεια μας
Την αδεξιότητά μας
Φωνάζοντας το όνομά σας το πρωί
Περνώντας μεσ’ απ τις εικόνες σας
Το βράδυ…
Αγαπώντας, μισώντας
Με χαρά με λύσσα
Κατά τα’ άλλα είμαστε οι ίδιοι
Φορώντας όλη μέρα ένα ρούχο
Με κόκκινα κουμπιά
Με τσέπες φαρδιές
Με μαλλιά σκονισμένα
Τρέχοντας να χαϊδέψουμε
Σκυλιά.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Είμαστε τα κορίτσια που κουράστηκαν
Να γελούν και να αμύνονται.
Είμαστε οι ρίζες των δέντρων ου ξάπλωσαν
Ο αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλα/
Άδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουν
Το φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.
Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουν
Η γη μυρίζει.
Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν
Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν.
Μπαίνουν τα γυναικεία ποδήλατα
Στην αποθήκη,
Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.
Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν
Είναι κι αυτό κάτι.
Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
Να χτύπας γροθιά στο μαχαίρι.
Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
Μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που ‘ χει η βροχή
Η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.
ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ
Σάμπως τα κλίματα πια Δε μας αγαπούν
Κρύωσε μες στα βλέφαρα το βλέμμα
Τα’ αγαπημένα δέντρα Δε μπορούν να πουν
Θροΐζοντας το λυπημένο ψέμα.
Σάμπως να γίναμε λιγάκι βαρετοί
Στους ανθρώπους, στενέψανε οι τόποι^
Είναι που κρύωσε ο καιρός σαν αρετή
Και θέλουνε να κλάψουν οι άνθρωποι
Σάμπως θα βρέξει απόψε στην ψυχή^
Κοιτάτε των πουλιών τη λιτανεία.
Είν’ επικίνδυνη, ξέρετε, η βροχή.
Να πάρετε μια εσάρπα, Ουρανία!
Σάμπως θα φύγουμε αύριο την αυγή.
Θα θέλατε να πάρουμε το πλοίο;
Θα αποχαιρετούσαμε τη γη
Στης θάλασσας το πράο μεγαλείο.
Θα’ ταν ωραίο να’ χα δύο φτερά ,
Να τα’ άπλωνα κι ας μην πετάξω
Σαν θα ρθουν τα λυπητερά
Θα βρω μαξιλάρι για να κλάψω;
ΣΤΙΣ ΠΝΙΓΜΕΝΕΣ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΩΣ
Έτσι γυμνή απ’ όνειρα
Και με βρεγμένα τα σφυρά
Μ’ επιδερμίδα κίτρινη
Πλέει η πνιγμένη Μόνα
Την σέρνουν τα νερά γλυφά
Πολύ μακριά απ’ τα σύννεφα
Μακρύτ’ απ’ τις εποχές
Με δυό χελιδονόψαρα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Έχασε τα σαντάλια της
Τα σκοίνινα της εκδρομής
Έχασε και την αίσθηση
Του χρόνου, ούτε χρώματα
Ούτε χαμόγελα Θεών
Πικρά σαν τα’ άγια χώματα
Ούτε γλυκοφιλήματα
Στον κήπο με τα κλήματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά
Έχασε και το σχήμα της
Η Μόνα, την ομπρέλα της
Την άφησε των αστεριών
Όταν με μύρια ψέματα
Έφυγε με τα κύματα
Με τις βαρκούλες των παιδιών
Με αμαρτία στα χείλια της
Με μυστικό στα βλέμματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Και έφυγε η Μόνικα
Σαν τα πουλιά τα μυθικά
Βυθίστηκε ένα απόγιομα
Λησμόνησε τον ουρανό
Κι έμειναν τα φορέματα
Τα μαύρα τα μεταξωτά
Κι όλοι θυμούνται κλαίγοντας
Τις σκάλες ανεβαίνοντας
Τα βλέφαρά της κλειστά.
ΤΡΙΛΟΓΙΑ
1
Δεν ξέρω πια αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στην μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Τα δέντρα αυτής της εξοχής και τα χλωμά κλαδιά τους
Φέρνουνε καθημερινά αναίμακτους θανάτους.
Τρώγοντας κάθε απόγευμα φρούτα και χειμερινά
Εν άδειο βλέπουμε κουτί κονσέρβας ανανά
Κι είναι μια αφορμή αυτό να φέρουμε στο νου
Τις χώρες και τους φοίνικες του Ισημερινού^
Τις ιστορίες π’ ακούσαμε π’ ακούσαμε πως γίναν στην Μπατάβια
Από ‘ ναν τρίτο πλοίαρχο σε ξενικά καράβια.
Αχ! Κάθε μας περίπατος κάθε περιοδεία
Μοναχική είναι για μας ουσία από κηδεία,
Όταν γνωστοί και συγγενείς κρατώντας τα παλτά τους
Εκφράζουνε τα θλιβερά συλλυπητήριά τους.
Στην χώρα που ναι πίσω μας ολοχρονίς βαστά
Μια χλιαρή κατάσταση και μεις σαν τα παστά
Τα ψάρια ή σαν δύό κάλτσες πάνω στο σκοινί
Είμαστε πάντα αδιάφοροι, γεμάτοι υπομονή.
Κακό για μας κάνουνε ποτέ Δε θα μπορέσουν.
Αν Δε μας αγοράσουνε θα μας ξαναφορέσουν
Η σκόνη δεν κατέρχεται παρ’ άμα υψωθεί
Το ύψος μόνο θα πρέπε κανείς να φοβηθεί,
Όταν το βράδυ ακούγοντας στριγκλιές αυτοκινήτων
Κοίτα στους έκτους ορόφους των νέων ακινήτων
Ρεκλάμες με συστήματα αμερικανικά
( φάρμακα, κηλεπίδεσμοι, ζώνες, καλλυντικά).
2
Χαϊδεύοντας με δάχτυλα χλωμά τα νέα αρνιά
Κατάκτησε το μπαρ και τα ψυλά σκαμνιά,
Από να του χαμόγελο απέδρασε το βράδυ^
Πήρε στην τύχη κάνα- δυο και τα’ άλλο του κοπάδι
Τα’ άφησε στο εικόνισμα μονάχο αλλοίμονό του
Καθώς και τη χλαμύδα του, το φωτοστέφανό του
Το αργυρό αφιέρωμα, δώδεκα μαθητές του
Δώδεκα εκατομμύρια Μαγδαληνές πιστές του.
Κι έγραψε κάτι στο καρνέ «πρέπει να θυμηθώ
Πως πρέπει εγκαίρως να’ ρθω και να σταυρωθώ».
Να σε κοστούμι εξαίσια ραμμένο απ΄το φως
Κοιτάζει στο κρυστάλλινο ποτήρι ο Χριστός.
Καθώς ένας αράπης πνίγει το όργανό του
Τον πλησιάζει ο Βούδας με το κιμονό του
Και μέσα σ’ όργια μουσικής, σε μια έκταση χαζή
Ένα ποτήρι νέκταρ πίνουνε μαζί
Που το κερνάει ο Δίας πίσω από το μπάγκο
Σ αυτούς τους δυο και σ’ ένα σαλτιμπάγκο…
3
Δεν ξέρω πιά αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στη μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Αν είναι ίσως δυνατό ποτέ Δε θα υμνήσω
Τον κίνδυνο της θάλασσας, ποτέ μου Δε θα κλείσω
Το φόβο και το άφρισμα, τη διαφάνειά της
Που αγάπησα, στο στέρνο μου^ τα διαδήματαά της
Δε θα φορέσω ούτε στιγμή μα ευθύς θα τα πετώ
Και από λιθάρι πιο ψυχρός θα παρουσιαστώ
Που όλη νύχτα εθέρμαινε η σελήνη μοναχή
Για να μου δώσουν τη στερνή του κόσμου διδαχή.
Πολλές κοπέλες γέμισαν τις μέρες μου δειλά
Στις ώρες που επικίνδυνα ταξίδια τρυφηλά
Σχεδιάζοντας σαν υδρατμοί πάνω στο μέτωπό μου
Με προφυλάξεις έξυπνες σαν του μελισσοκόμου
Κρατούσα τα’ άσπρά χέρια τους και έκλεινα τα μάτια
Όπως όταν στη θάλασσα μου γέμιζαν μ’ αλάτια..
Και θα’ ταν επινόηση περίφημη το να χω
Να βάζω τις φωνές αυτές σ’ αυτό το φωνογράφο
Τώρα που ζω εξόριστα στην άδεια κάμαρά μου
Χωρίς βιβλία, κάντρα, φως και η μόνη είναι χαρά μου
Να λησμονώ εκούσια τα άδεια περασμένα
Πετώντας τα σαν γυαλικά παμπάλαια σπασμένα
Και βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι μακάβριους γνωστούς που τα ξαναθυμίζουν.
Τώρα που κάθε απόγευμα τρώμε χειμερινά
Φρούτα καθώς κοιτάζουμε κονσέρβες ανανά
Κι είναι η ζωή μας άδεια πια όπως χώρες
Που ξηρασία ενέσκηψε σ’ αυτές και δίχως μπόρες,
Και είναι η ζωή μας άδεια πια, όπως στο σπίτι αυτό
Που το μοναδικό παιδί πολύ πολυκλαυτό
Ξεκίνησε αφήνοντας πίσω τα’ ανάστημά του
Και τα παιχνιδάκια του κρύβουν απ’ τη μαμά του.
Το κοιμισμένο μου μυαλό στα είδωλα γυρνά
Κι η νέα μορφή μου πρόωρα και άδοξα γερνά
Πίνοντας παγωμένο φως σε πιο μεγάλες δόσεις
Χείλη πρησμένα από φωνές και από φαντασιώσεις.
ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΩΡΕΣ
Συχνά τα μεσημέρια σε ώρες πεασμένες
Μ’ αρέσει να τρυπώνω την ψυχή μου αποπνιχτικά
Σε τρύπες σκονισμένες ανάγλυφων μαρμαροκονία
(ψηλά στις κορυφές κιόνων επιχρυσωμένων)
χύνοντας την ψυχή μου από τα μάτια τη φυσώ
με το καπνό και το συγκεχυμένο θόρυβο προς τα ψηλά.
Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος απογνώσεως.
Μόνο ξανοίγομαι στα μάτια άσπρων γυναικών
Που τα’ όνομά στους αρχινάει από λάμδα
Και μ’ επισκέπτονται σαν αποκόμματα εφημερίδων
Σαν αντανάκλαση σπασμένων γυαλικών
Το α/π «Ακροπόλις» ‘φέρνοντας το ταχυδρομείο
Στο σπίτι της θείας Ελένης στην εξοχή
Τα βάλς του Σοπέν παιγμένα χίλιες φορές από τον Βλάση
Πολλά χορτάρια και κουνιστές πολυθρόνες
Θρυλούν τις ιστορίες των ύπνων μου. Σφυρίζοντας
Το α/π «Ακροπόλις» δέχεται το λιμάνι
Ο έρωτας, η βασανιστική ιδέα^ σε ένα αυτοκίνητο
Θα φορτώσω τα όνειρα που είδα και λησμόνησα
Για να με βασανίζουν οι αντανακλάσεις τους
Μες στο ποτήρι του ποτού.
Κάποιος διπλά λεει καλά
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Έγω ξανοίγομαι στα μάτια άσπρών γυναικών
Που τα’ όνομα τους αρχινάει από λάμδα
Οι κάλτσες του διπλώνουν πάνω από το γόνατο
Σέρνουν το σαλιωμένο δάχτυλο.
Οι γραμμές των χειλιών δείχνουν προσπάθεια παρατημένη.
Αχ τα ανά σωριασμένα σε δεμάτια
Κλεισμένα στην αποθήκη με το σκουριασμένο λουκέτο.
Μυρίζουνε γλυκά τα άγρια χόρτα κατά εποχές
Αν κάτσεις πάνω στα σανά γεμίζει όλο σου το σώμα
Εξανθήματα, μ’ αυτό δεν είναι και σπουδαίο
Θέλουμε να πάμε κει αλλοίμονο, αλοίμονο !
Με το στήθος γεμάτο βιβλία
Φωτογραφικές μηχανές κι αλληλογραφία με τη βροχή
Με γένεια μακριά και λάμπα πετρελαίου.
Και πάντα δίπλα εξακολουθεί η συζήτηση
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Και δυο κυρίες όλο γι’ αυτήν μιλούν
Και για δυο νέους που την αγαπούν.
Τρυπώνω την ψυχή μου σε τρύπες αναγλύφων
Και βλέπω από κει τα’ αυτοκίνητα στο δρόμο
Τον γκρούμ της εισόδου
Τα’ ανώνυμα κεφάλια με τις ωραίες οσμές.
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

(1942)
Θα πρεπε να ναι επίτηδες βαλμένο
Ένα τυχαίο μα όμορφο γεγονός
Ένα λευκό αιθέριο γεγονός που στάθηκε για μια στιγμή
Μέσα σε μιάν αυλή οφθαλμιατρείου
Αχ! Μέρα βροχερή, γεμάτη φοιτητές κι άσχημα χάχανα,
Ενώ δίπλα διέκρινε κανείς τους ασθενείς
Με μικρά άρρωστα μάτια γεμάτα κακία
Κακία και συμφορά στο τμήμα απόρων
Αίθουσα αναμονής
Και πάνω στο βαμμένο τοίχο οι εταζέρες
Με τα εργαλεία των γιατρών
Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τούλπ
Σε μια μικρή λιθογραφία μ’ άσπρό φόντο.
Και ν α την, να την σαν επίτηδες
Τυχαία και όμορφα βαλμένο γεγονός
Άγνωστη μ’ άσπρο αδιάβροχο. Σκληρά χαρακτηριστικά
Μελαχρινά λίγο σκληρά χαρακτηριστικά
Ντυμένη σε περήφανο αλαζονικό εμβατήριο
Θυμίζοντας οδυνηρά συμβάντα παλαιότερα,
Και αρκούσε αυτό για τη δημιουργία
Κάποιας μικρής όσο κι ασήμαντης νότας
Όπως αρκεί μια πεθαμένη φύση
Με κάκτο και μπουκάλα για να καταλάβουμε
Όπως αρκεί ένα μικρό χεράκι παίζοντας
Μ’ ένα μικρό αντικείμενο ασυναισθήτως
Αχ! Μέρα βροχερή γεμάτη απ’ το κορίτσι με το άσπρο
Αδιαβρόχο.



*

Τι μαρτυρική ψυχή ζει στο καλοκαίρι !
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
να χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι.

Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που΄ χει η βροχή
η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.

(1942;)

ΑΠΛΟΣ ΛΟΓΟΣ

Υπάρχει εκτός των άλλων κι ένα τραίνο.
Κοιτάζω πάντα προς τα πίσω
ν΄ απομακρύνουνται τ΄ άγνωστα τούτα ζώα.
Είμαι χαρούμενος συχνά
που δεν αφήνουμε ίχνη.
Εσείς οι άλλοι μη μιλάτε
Το παιδί αυτό απεβίωσε χθες
και στην πόρτα ο ανίδεος επισκέπτης
βαστάει το ψάρι του δεμένο
με το πράσινο βούρλο.
Τι άραγε κερδίσαμε
ταχτοποιώντας τις χρονολογίες;
Μάθαμε αυτό και το είπαμε
δημιουργώντας κάποιες ιδέες.
Το είπαμε ο καθένας
με τη σειρά.
Όπως υπάρχει μια ψηλή ξυλένια σκάλα
και κόπος πολύς.
Και κάποτε ένας σκύλος σήκωνε
το πόδι του
άμα το επιθυμούσατε.

1942

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ω ! η αρχή και το τέλος του ανθρώπινου σπόρου
καταργώντας μέσα μου την έννοια της φυλής
και του καιρού (αν εξαιρέσεις τα των ενδυμασιών).
Έτσι πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους
όταν εκάστοτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου
στην Παλαιστίνη από βαθιά γεράματα όταν
ήμουνα ανάμεσα στους πρόδρομους του νέου φωτός
στο Βύρτσμπουρκ μεσήλικας αστός
πεθαίνοντας από επιδημία γρίπης
κρατώντας ένα αντίτυπο αγίας γραφής και το κερί μου
και στην Κορέα κίτρινος καλλιεργητής ρυζιού
από πανούκλα σε φρικτή αποσύνθεση
κουβάλησα τον αέναο τούτο σπόρο μέσα μου
όπως ένας καρπός που κλείνει στο κέντρο
το κουκούτσι του.
Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί !
Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία
μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο
πέφτοντας από τ΄ άλογο στις εκστρατείες των βασιλιάδων.
Στην εξιλαστική πυρά της Λισσαβώνας
φορώντας ένα san – benito πένθιμο
εβραίος τεσσαρακονταετής την ηλικία.
Στο στήθος και στο μέτωπό μου
έχουν ανθίσει πορφυρά λουλούδια του θανάτου
όταν εγώ πεταλωτής, δάσκαλος ή και επιπλοποιός
πολέμησα για να δοξάσω την πατρίδα μου.
Έχω πεθάνει στο Παρίσι από σύφιλη
και στο κανάλι της Αμβέρσας δολοφονημένος.
Από δυστύχημα τυχαίο σ΄ όλες τις γωνιές της γης
( ενώ περίεργοι κοιτούν απ΄ τους εξώστες ).
Ω ! χιλιάδες απρόσωποί μου θάνατοι
θάνατοι του φορέα του ανθρώπινου σπόρου,
που κουβαλώ ωσάν μικρόβιο μες μου.
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος. 


Φεβρουάριος 1943


Γιώργος Μακρής (1923-1968)


Πηγή: Γραπτά Γιώργου Μακρή, Πρόλογος-Επιμέλεια: Ε. Χ. Γονατάς, Αθήνα: Εστία 1986.


Πηγές: http://www.poiein.gr/2006/05/15/aethnaio-iaentho-aiasso-ie-essaie/

http://www.poiein.gr/2011/10/25/aethnaio-iaentho-dhiethiaoa-adheeiath-adhssiaoni-aiothico-oueoco/