Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Γιώργος Μακρής -Ποιήματα

Αποτέλεσμα εικόνας για γιωργος μακρης ποιητης

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους
(1950)
Χειρ Γεωργίου Μακρή
Πνεύμα Λένα

ΕΡΑΣΤΕΣ
Περάσανε οι ώρες του γοργά
Και φύγαν οι εραστές θλιμμένοι
Με βήματα επίσημα κι αργά
Και καμπαρντίνα κουμπωμένη.
Και λυπηθήκαμε τους εραστές
Με το μικρό στο τόπο πήγαιν’ έλα τους
Να νείρονται αγκαλιές ζεστές
Σκαλίζοντας τη γη με την ομπρέλα τους.

Φλεβάρης 1940
ΑΠΛΟ ΑΠΟΓΕΜΑΤΙΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
1
Πάψετε πια να μελετάτε τις παλάμες σας
Σε μουσκεμένες φυλλωσιές τρυπώνοντας τα σκέλια σας.
Τα νύχια σας μακρύναν
Κόφτε τα
Τα γένεια σας, σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα’ Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε.
Κολλήσαμε τα μάτια στα τζαμόφυλλα.
Αυτή η παρέα των εργατών του απογεύματος
Βουλιάζοντας τα πέτσινα στιβάλια
Με πρόκες στη γρασιδιασμένη λάσπη
Τραβάει το δρόμο των στύλων του τηλέγραφου
Το δρόμο των συρμάτων του τηλέγραφου
Ανυποψίαστα το δρόμο τα’ ουρανού.
Τη νύχτα Δε βλέπεις τίποτα
Άμα σταθείς βουίζει σαν κόρο με κακές διαθέσεις
Άμα γαβγίζουν και σκυλιά, φοβάσαι κιόλας
Όπως προχτές στις καλαμιές τι ιστορία!
2
ένας καθολικός παπάς
του τάγματος του άγιου Φραγκίσκου
κόβει παπαρούνες…
σήμερα αναπνέει περίφημα
θα ‘ θελε να λερώσει το ράσο του
να χαϊδέψει ένα πρόβατο
να ερωτευθεί
κόβει παπαρούνες αγνοώντας τον πειρασμό
νομίζει πως τον παρακολουθούν και όλο γυρίζει το κεφάλι
Personne!
«Η θέα είναι ευχάριστη, περίφημη μπορώ να πω
και ως οικόπεδο, περίφημο μπορώ να πω»,
έλεγε ο μεσίτης.
Η μαμά μας Δε μας κατάλαβε ποτέ
Είναι μια ξένη
Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
Μας έλεγαν «κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
Και κοίτα το παιδάκι που γελάει.
«Ακατανόητο ετούτο το παιδί» έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,
Από πείσμα μείναμε μόνοι.
Πάψετε πια να θολώνετε τα μάτια σας
Μην κάνετε ρυτίδες σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε
Ποιος θέλατε να μας τα πει.
ΩΡΑΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΡΗ ΑΝΝΑ
1941
Γιατί να τραβάνε όλα σε μήκος
Παράλληλα με θύμησες που λικνίζονται στο καπνό
Παράλληλα με προκυμαίες που αποχαιρετούν το φως
Στα ηρεμισμένα ιστία καραβιών
Ξαναγεννώντας τη δυσδαιμονία των καπετάνιων τους.
Παράλληλα με αήττητες προσόψεις σπιτιών
Σε δρόμους βουλιαγμένους στην ακινησία τους…
Γιατί να συνταυτίζουμε τη μορφή της Άννας
Με χίλια διαβατάρικα συμβάντα
Στην καρδιά του χειμώνα και στις γαλήνιες πεδιάδες
Στις ώρες που ο ύπνος μας φυσάει
Μέσα στ’ αυτί σύννεφα ασυνάρτητα μ’ ένα κέρας
Και στις στιγμές που σε υπερένταση χλωμή
Ζούμε στα οδυνηρά τεντώματα ενός ακκορντεόν
Στις νευρικές αγωνίες των μουσικών δαχτύλων
Και οι μαυρισμένοι κύκλοι των ματιών μας
Συναγωνίζονται τη ράβδο του τυφλού.
Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερή
Φαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακερά
Και μας σκοτώνει θηλάζοντας μας μ' ένα φαρμακερό
Στήθος
Συνθλίβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της Παναγίας
Και σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,
Πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμα
Σφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.
Εξαφανισθείτε πια για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.
Τι θα γίνουμε!
Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Πνιγόντουσαν τα λόγια σπρώχνοντας
Μια πέτρα στο στόμιο της πηγής τους
Κι οι δαυλοφόροι μέσα στο προαύλιο
Πρέπει να είχαν σβήσει τους δαυλούς τους
Από φόβο
Μήπως το φως γίνει στο τέλος η αιτία…
Κι οι δαυλοφόροι ήτανε πάντα ανύπαρχτοι
Ούτε προαύλιο ξέρουμε να υπάρχει.
Όμως υπήρχε φως και κάποιος φύσηξε την φλόγα
Ίσως οι δαυλοφόροι που κοιμήθηκαν
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.
Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
Ο αγώνας τους και μεις για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαύση του θεάματος
Μιας κινητής σειράς μεταλλικών ράμφων
Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν
Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.
Οι νυχτερινές θάλασσες φοράνε την πρωινή
Μάσκα της καλοσύνης..
Η ημερήσιες θάλασσες φοράνε τη νυχτερινή
Μάσκα της κακίας.
Και μεις στη γέφυρα του τρίτου ποταμού
Που το πρωί στις όχτες του ξερνιούνται οι πνιγμένοι
Δεν είδαμε ποτέ το πρόσωπό τους.
Ούτε και τα δικά μας πρόσωπα δεν ξέρουμε καλά
Ούτε να τα μαντεύσουμε μπορούμε^
Όσο και αν σφίξουμε τα χέρια μας χωρίζει
Τις επιφάνειες μιας ποσότητα ανέμου
Οι δαυλοφόροι έπεσαν να κοιμηθούν γι αυτό το λόγο
Και μεις γυρίζουμε την πλάτη σε κάθε μια πνοή φωτός
Ή και χαμογελάμε…
Και κάθε νύχτα ρίχνουμε μια πέτρα στο βυθό
Και κάθε νύχτα τραγουδάμε μια κοπέλα
Που πνίγηκε μέσα σ’ έναν καθρέφτη.
Κι όταν γεμίσει η θάλασσα από πέτρες
Ή ο αέρας πήξει σ’ έναν ήχο
Πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο βασιλιάς ψιθύρισε όλη νύχτα
Προσευχές και κατά το πρωί
κατεβαίνοντας ο μέγας καρδινάλιος
μπαίνοντας πρώτος στο κελί γιατί έτσι πρέπει
είπε:
«Μεγαλειότατέ μου, με αηδία
βλέπω πως το κεφάλι σας κούρεψαν^
με θάρρος κατεβήτε αυτά τα σκαλοπάτια
κι αν ο Λαός σας, Θεός σας σχωρέσει με, σας βρίσει
τα θεία μαρτυρικά σας μάτια ας ευδοκήσουν
να με κοιτάνε πίσω απ’ την κρεμάλα,
η να μιλούνε στο γαλάζιο του ουρανού.
Σεπτέ Μονάρχη, εγώ λυπάμαι… Να’ μια κλαίω.
Είμαι πιστός κι αυτό το χώμα
Όπου πατήσατε, για μένα αγιοσύνης
Μύρα για πάντα από πυξίδα θα σκορπά»
Ακολούθως
Μπήκαν οι δήμιοι με μάσκες και κυλόττες
Οι αυλικοί το χέρι θα φιλήσουν
Κι ο τελετάρχης της επιτροπής των θανατώσεων…
Τον βασιλιά τον κρέμασαν, κι αυτό
Τη συνοδεία τυμπάνων από δέρμα.
Έβραζε ο όχλος με βουητό που λεει
Πάντ’ από πριν τη μέλλουσα ιστορία
Η διαδικασία παρετηρήθη
Κι από τα μάτια της επιτροπής
Τα θριαμβευτικά και φοβισμένα
Από τη δυσδαιμονία των οιωνών.
ΑΚΗ
Κοιτάζοντας τα σύρματα χωρίς πουλιά
Τα χερούλια της πόρτας
Χωρίς δισταχτικά χέρια-
Θυμόμαστε τα’ απλά σας πατήματα
Στο βρεμένο χώμα
Ύστερα από το θέατρο
Τα όχι αγνά σας μάτια
Ύστερα από τη μουσική
Το μεσημέρι.
Κοιτάζοντας το σύννεφο
Χωρίς θυμό
Το σπίτι του σκύλου
Χωρίς σκύλο
Καταπίνουμε την περηφάνεια μας
Την αδεξιότητά μας
Φωνάζοντας το όνομά σας το πρωί
Περνώντας μεσ’ απ τις εικόνες σας
Το βράδυ…
Αγαπώντας, μισώντας
Με χαρά με λύσσα
Κατά τα’ άλλα είμαστε οι ίδιοι
Φορώντας όλη μέρα ένα ρούχο
Με κόκκινα κουμπιά
Με τσέπες φαρδιές
Με μαλλιά σκονισμένα
Τρέχοντας να χαϊδέψουμε
Σκυλιά.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Είμαστε τα κορίτσια που κουράστηκαν
Να γελούν και να αμύνονται.
Είμαστε οι ρίζες των δέντρων ου ξάπλωσαν
Ο αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλα/
Άδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουν
Το φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.
Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουν
Η γη μυρίζει.
Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν
Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν.
Μπαίνουν τα γυναικεία ποδήλατα
Στην αποθήκη,
Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.
Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν
Είναι κι αυτό κάτι.
Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
Να χτύπας γροθιά στο μαχαίρι.
Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
Μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που ‘ χει η βροχή
Η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.
ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ
Σάμπως τα κλίματα πια Δε μας αγαπούν
Κρύωσε μες στα βλέφαρα το βλέμμα
Τα’ αγαπημένα δέντρα Δε μπορούν να πουν
Θροΐζοντας το λυπημένο ψέμα.
Σάμπως να γίναμε λιγάκι βαρετοί
Στους ανθρώπους, στενέψανε οι τόποι^
Είναι που κρύωσε ο καιρός σαν αρετή
Και θέλουνε να κλάψουν οι άνθρωποι
Σάμπως θα βρέξει απόψε στην ψυχή^
Κοιτάτε των πουλιών τη λιτανεία.
Είν’ επικίνδυνη, ξέρετε, η βροχή.
Να πάρετε μια εσάρπα, Ουρανία!
Σάμπως θα φύγουμε αύριο την αυγή.
Θα θέλατε να πάρουμε το πλοίο;
Θα αποχαιρετούσαμε τη γη
Στης θάλασσας το πράο μεγαλείο.
Θα’ ταν ωραίο να’ χα δύο φτερά ,
Να τα’ άπλωνα κι ας μην πετάξω
Σαν θα ρθουν τα λυπητερά
Θα βρω μαξιλάρι για να κλάψω;
ΣΤΙΣ ΠΝΙΓΜΕΝΕΣ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΩΣ
Έτσι γυμνή απ’ όνειρα
Και με βρεγμένα τα σφυρά
Μ’ επιδερμίδα κίτρινη
Πλέει η πνιγμένη Μόνα
Την σέρνουν τα νερά γλυφά
Πολύ μακριά απ’ τα σύννεφα
Μακρύτ’ απ’ τις εποχές
Με δυό χελιδονόψαρα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Έχασε τα σαντάλια της
Τα σκοίνινα της εκδρομής
Έχασε και την αίσθηση
Του χρόνου, ούτε χρώματα
Ούτε χαμόγελα Θεών
Πικρά σαν τα’ άγια χώματα
Ούτε γλυκοφιλήματα
Στον κήπο με τα κλήματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά
Έχασε και το σχήμα της
Η Μόνα, την ομπρέλα της
Την άφησε των αστεριών
Όταν με μύρια ψέματα
Έφυγε με τα κύματα
Με τις βαρκούλες των παιδιών
Με αμαρτία στα χείλια της
Με μυστικό στα βλέμματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Και έφυγε η Μόνικα
Σαν τα πουλιά τα μυθικά
Βυθίστηκε ένα απόγιομα
Λησμόνησε τον ουρανό
Κι έμειναν τα φορέματα
Τα μαύρα τα μεταξωτά
Κι όλοι θυμούνται κλαίγοντας
Τις σκάλες ανεβαίνοντας
Τα βλέφαρά της κλειστά.
ΤΡΙΛΟΓΙΑ
1
Δεν ξέρω πια αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στην μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Τα δέντρα αυτής της εξοχής και τα χλωμά κλαδιά τους
Φέρνουνε καθημερινά αναίμακτους θανάτους.
Τρώγοντας κάθε απόγευμα φρούτα και χειμερινά
Εν άδειο βλέπουμε κουτί κονσέρβας ανανά
Κι είναι μια αφορμή αυτό να φέρουμε στο νου
Τις χώρες και τους φοίνικες του Ισημερινού^
Τις ιστορίες π’ ακούσαμε π’ ακούσαμε πως γίναν στην Μπατάβια
Από ‘ ναν τρίτο πλοίαρχο σε ξενικά καράβια.
Αχ! Κάθε μας περίπατος κάθε περιοδεία
Μοναχική είναι για μας ουσία από κηδεία,
Όταν γνωστοί και συγγενείς κρατώντας τα παλτά τους
Εκφράζουνε τα θλιβερά συλλυπητήριά τους.
Στην χώρα που ναι πίσω μας ολοχρονίς βαστά
Μια χλιαρή κατάσταση και μεις σαν τα παστά
Τα ψάρια ή σαν δύό κάλτσες πάνω στο σκοινί
Είμαστε πάντα αδιάφοροι, γεμάτοι υπομονή.
Κακό για μας κάνουνε ποτέ Δε θα μπορέσουν.
Αν Δε μας αγοράσουνε θα μας ξαναφορέσουν
Η σκόνη δεν κατέρχεται παρ’ άμα υψωθεί
Το ύψος μόνο θα πρέπε κανείς να φοβηθεί,
Όταν το βράδυ ακούγοντας στριγκλιές αυτοκινήτων
Κοίτα στους έκτους ορόφους των νέων ακινήτων
Ρεκλάμες με συστήματα αμερικανικά
( φάρμακα, κηλεπίδεσμοι, ζώνες, καλλυντικά).
2
Χαϊδεύοντας με δάχτυλα χλωμά τα νέα αρνιά
Κατάκτησε το μπαρ και τα ψυλά σκαμνιά,
Από να του χαμόγελο απέδρασε το βράδυ^
Πήρε στην τύχη κάνα- δυο και τα’ άλλο του κοπάδι
Τα’ άφησε στο εικόνισμα μονάχο αλλοίμονό του
Καθώς και τη χλαμύδα του, το φωτοστέφανό του
Το αργυρό αφιέρωμα, δώδεκα μαθητές του
Δώδεκα εκατομμύρια Μαγδαληνές πιστές του.
Κι έγραψε κάτι στο καρνέ «πρέπει να θυμηθώ
Πως πρέπει εγκαίρως να’ ρθω και να σταυρωθώ».
Να σε κοστούμι εξαίσια ραμμένο απ΄το φως
Κοιτάζει στο κρυστάλλινο ποτήρι ο Χριστός.
Καθώς ένας αράπης πνίγει το όργανό του
Τον πλησιάζει ο Βούδας με το κιμονό του
Και μέσα σ’ όργια μουσικής, σε μια έκταση χαζή
Ένα ποτήρι νέκταρ πίνουνε μαζί
Που το κερνάει ο Δίας πίσω από το μπάγκο
Σ αυτούς τους δυο και σ’ ένα σαλτιμπάγκο…
3
Δεν ξέρω πιά αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στη μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Αν είναι ίσως δυνατό ποτέ Δε θα υμνήσω
Τον κίνδυνο της θάλασσας, ποτέ μου Δε θα κλείσω
Το φόβο και το άφρισμα, τη διαφάνειά της
Που αγάπησα, στο στέρνο μου^ τα διαδήματαά της
Δε θα φορέσω ούτε στιγμή μα ευθύς θα τα πετώ
Και από λιθάρι πιο ψυχρός θα παρουσιαστώ
Που όλη νύχτα εθέρμαινε η σελήνη μοναχή
Για να μου δώσουν τη στερνή του κόσμου διδαχή.
Πολλές κοπέλες γέμισαν τις μέρες μου δειλά
Στις ώρες που επικίνδυνα ταξίδια τρυφηλά
Σχεδιάζοντας σαν υδρατμοί πάνω στο μέτωπό μου
Με προφυλάξεις έξυπνες σαν του μελισσοκόμου
Κρατούσα τα’ άσπρά χέρια τους και έκλεινα τα μάτια
Όπως όταν στη θάλασσα μου γέμιζαν μ’ αλάτια..
Και θα’ ταν επινόηση περίφημη το να χω
Να βάζω τις φωνές αυτές σ’ αυτό το φωνογράφο
Τώρα που ζω εξόριστα στην άδεια κάμαρά μου
Χωρίς βιβλία, κάντρα, φως και η μόνη είναι χαρά μου
Να λησμονώ εκούσια τα άδεια περασμένα
Πετώντας τα σαν γυαλικά παμπάλαια σπασμένα
Και βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι μακάβριους γνωστούς που τα ξαναθυμίζουν.
Τώρα που κάθε απόγευμα τρώμε χειμερινά
Φρούτα καθώς κοιτάζουμε κονσέρβες ανανά
Κι είναι η ζωή μας άδεια πια όπως χώρες
Που ξηρασία ενέσκηψε σ’ αυτές και δίχως μπόρες,
Και είναι η ζωή μας άδεια πια, όπως στο σπίτι αυτό
Που το μοναδικό παιδί πολύ πολυκλαυτό
Ξεκίνησε αφήνοντας πίσω τα’ ανάστημά του
Και τα παιχνιδάκια του κρύβουν απ’ τη μαμά του.
Το κοιμισμένο μου μυαλό στα είδωλα γυρνά
Κι η νέα μορφή μου πρόωρα και άδοξα γερνά
Πίνοντας παγωμένο φως σε πιο μεγάλες δόσεις
Χείλη πρησμένα από φωνές και από φαντασιώσεις.
ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΩΡΕΣ
Συχνά τα μεσημέρια σε ώρες πεασμένες
Μ’ αρέσει να τρυπώνω την ψυχή μου αποπνιχτικά
Σε τρύπες σκονισμένες ανάγλυφων μαρμαροκονία
(ψηλά στις κορυφές κιόνων επιχρυσωμένων)
χύνοντας την ψυχή μου από τα μάτια τη φυσώ
με το καπνό και το συγκεχυμένο θόρυβο προς τα ψηλά.
Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος απογνώσεως.
Μόνο ξανοίγομαι στα μάτια άσπρων γυναικών
Που τα’ όνομά στους αρχινάει από λάμδα
Και μ’ επισκέπτονται σαν αποκόμματα εφημερίδων
Σαν αντανάκλαση σπασμένων γυαλικών
Το α/π «Ακροπόλις» ‘φέρνοντας το ταχυδρομείο
Στο σπίτι της θείας Ελένης στην εξοχή
Τα βάλς του Σοπέν παιγμένα χίλιες φορές από τον Βλάση
Πολλά χορτάρια και κουνιστές πολυθρόνες
Θρυλούν τις ιστορίες των ύπνων μου. Σφυρίζοντας
Το α/π «Ακροπόλις» δέχεται το λιμάνι
Ο έρωτας, η βασανιστική ιδέα^ σε ένα αυτοκίνητο
Θα φορτώσω τα όνειρα που είδα και λησμόνησα
Για να με βασανίζουν οι αντανακλάσεις τους
Μες στο ποτήρι του ποτού.
Κάποιος διπλά λεει καλά
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Έγω ξανοίγομαι στα μάτια άσπρών γυναικών
Που τα’ όνομα τους αρχινάει από λάμδα
Οι κάλτσες του διπλώνουν πάνω από το γόνατο
Σέρνουν το σαλιωμένο δάχτυλο.
Οι γραμμές των χειλιών δείχνουν προσπάθεια παρατημένη.
Αχ τα ανά σωριασμένα σε δεμάτια
Κλεισμένα στην αποθήκη με το σκουριασμένο λουκέτο.
Μυρίζουνε γλυκά τα άγρια χόρτα κατά εποχές
Αν κάτσεις πάνω στα σανά γεμίζει όλο σου το σώμα
Εξανθήματα, μ’ αυτό δεν είναι και σπουδαίο
Θέλουμε να πάμε κει αλλοίμονο, αλοίμονο !
Με το στήθος γεμάτο βιβλία
Φωτογραφικές μηχανές κι αλληλογραφία με τη βροχή
Με γένεια μακριά και λάμπα πετρελαίου.
Και πάντα δίπλα εξακολουθεί η συζήτηση
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Και δυο κυρίες όλο γι’ αυτήν μιλούν
Και για δυο νέους που την αγαπούν.
Τρυπώνω την ψυχή μου σε τρύπες αναγλύφων
Και βλέπω από κει τα’ αυτοκίνητα στο δρόμο
Τον γκρούμ της εισόδου
Τα’ ανώνυμα κεφάλια με τις ωραίες οσμές.
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

(1942)
Θα πρεπε να ναι επίτηδες βαλμένο
Ένα τυχαίο μα όμορφο γεγονός
Ένα λευκό αιθέριο γεγονός που στάθηκε για μια στιγμή
Μέσα σε μιάν αυλή οφθαλμιατρείου
Αχ! Μέρα βροχερή, γεμάτη φοιτητές κι άσχημα χάχανα,
Ενώ δίπλα διέκρινε κανείς τους ασθενείς
Με μικρά άρρωστα μάτια γεμάτα κακία
Κακία και συμφορά στο τμήμα απόρων
Αίθουσα αναμονής
Και πάνω στο βαμμένο τοίχο οι εταζέρες
Με τα εργαλεία των γιατρών
Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τούλπ
Σε μια μικρή λιθογραφία μ’ άσπρό φόντο.
Και ν α την, να την σαν επίτηδες
Τυχαία και όμορφα βαλμένο γεγονός
Άγνωστη μ’ άσπρο αδιάβροχο. Σκληρά χαρακτηριστικά
Μελαχρινά λίγο σκληρά χαρακτηριστικά
Ντυμένη σε περήφανο αλαζονικό εμβατήριο
Θυμίζοντας οδυνηρά συμβάντα παλαιότερα,
Και αρκούσε αυτό για τη δημιουργία
Κάποιας μικρής όσο κι ασήμαντης νότας
Όπως αρκεί μια πεθαμένη φύση
Με κάκτο και μπουκάλα για να καταλάβουμε
Όπως αρκεί ένα μικρό χεράκι παίζοντας
Μ’ ένα μικρό αντικείμενο ασυναισθήτως
Αχ! Μέρα βροχερή γεμάτη απ’ το κορίτσι με το άσπρο
Αδιαβρόχο.



*

Τι μαρτυρική ψυχή ζει στο καλοκαίρι !
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
να χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι.

Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που΄ χει η βροχή
η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.

(1942;)

ΑΠΛΟΣ ΛΟΓΟΣ

Υπάρχει εκτός των άλλων κι ένα τραίνο.
Κοιτάζω πάντα προς τα πίσω
ν΄ απομακρύνουνται τ΄ άγνωστα τούτα ζώα.
Είμαι χαρούμενος συχνά
που δεν αφήνουμε ίχνη.
Εσείς οι άλλοι μη μιλάτε
Το παιδί αυτό απεβίωσε χθες
και στην πόρτα ο ανίδεος επισκέπτης
βαστάει το ψάρι του δεμένο
με το πράσινο βούρλο.
Τι άραγε κερδίσαμε
ταχτοποιώντας τις χρονολογίες;
Μάθαμε αυτό και το είπαμε
δημιουργώντας κάποιες ιδέες.
Το είπαμε ο καθένας
με τη σειρά.
Όπως υπάρχει μια ψηλή ξυλένια σκάλα
και κόπος πολύς.
Και κάποτε ένας σκύλος σήκωνε
το πόδι του
άμα το επιθυμούσατε.

1942

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ω ! η αρχή και το τέλος του ανθρώπινου σπόρου
καταργώντας μέσα μου την έννοια της φυλής
και του καιρού (αν εξαιρέσεις τα των ενδυμασιών).
Έτσι πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους
όταν εκάστοτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου
στην Παλαιστίνη από βαθιά γεράματα όταν
ήμουνα ανάμεσα στους πρόδρομους του νέου φωτός
στο Βύρτσμπουρκ μεσήλικας αστός
πεθαίνοντας από επιδημία γρίπης
κρατώντας ένα αντίτυπο αγίας γραφής και το κερί μου
και στην Κορέα κίτρινος καλλιεργητής ρυζιού
από πανούκλα σε φρικτή αποσύνθεση
κουβάλησα τον αέναο τούτο σπόρο μέσα μου
όπως ένας καρπός που κλείνει στο κέντρο
το κουκούτσι του.
Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί !
Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία
μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο
πέφτοντας από τ΄ άλογο στις εκστρατείες των βασιλιάδων.
Στην εξιλαστική πυρά της Λισσαβώνας
φορώντας ένα san – benito πένθιμο
εβραίος τεσσαρακονταετής την ηλικία.
Στο στήθος και στο μέτωπό μου
έχουν ανθίσει πορφυρά λουλούδια του θανάτου
όταν εγώ πεταλωτής, δάσκαλος ή και επιπλοποιός
πολέμησα για να δοξάσω την πατρίδα μου.
Έχω πεθάνει στο Παρίσι από σύφιλη
και στο κανάλι της Αμβέρσας δολοφονημένος.
Από δυστύχημα τυχαίο σ΄ όλες τις γωνιές της γης
( ενώ περίεργοι κοιτούν απ΄ τους εξώστες ).
Ω ! χιλιάδες απρόσωποί μου θάνατοι
θάνατοι του φορέα του ανθρώπινου σπόρου,
που κουβαλώ ωσάν μικρόβιο μες μου.
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος. 


Φεβρουάριος 1943


Γιώργος Μακρής (1923-1968)


Πηγές: http://www.poiein.gr/2006/05/15/aethnaio-iaentho-aiasso-ie-essaie/

http://www.poiein.gr/2011/10/25/aethnaio-iaentho-dhiethiaoa-adheeiath-adhssiaoni-aiothico-oueoco/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου