Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τριαρίδης Θανάσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τριαρίδης Θανάσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Θανάσης Τριαρίδης - Payroll

 

Κι εσύ που πληρώνεσαι από την κυβέρνηση

για να βρίζεις τους μετανάστες που δολοφονούνται

και να στρώνεις το χαλί των δολοφόνων,

ή, έστω, για να μιλάς για άλλα αντί άλλων

πετώντας την μπάλα στην εξέδρα,

εντάξει, παίρνεις πολλά λεφτά,

μα θα ήθελα να ξέρω

τι θα αγοράσεις με όλα αυτά.


Σπίτια; Ωραία ρούχα; Ταξίδια;

Αλλά για σκέψου:

Με τι θα γεμίσεις αυτά τα σπίτια;

Με τι θα γεμίσεις τα ωραία ρούχα;

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Θανάσης Τριαρίδης - Ωστόσο


Προφανώς είναι λάθος
οι Πυραμίδες,
και το Μαντείο των Δελφών,
κι ο Παρθενώνας,
κι ο Επιτάφιος του Περικλή,
κι ο Άγιος Πέτρος της Ρώμης,
κι όλες οι πολιτείες του ανθρώπου,
σπαρμένες πάνω σε δολοφονημένα βρέφη
που οι στρατιώτες τούς έλιωσαν τα κεφάλια τους στους τοίχους.
Προφανώς είναι λάθος
οι μεγάλοι δρόμοι,
οι μεγάλοι πολιτισμοί,
οι σημαίες,
τα φανάρια στις διαβάσεις,
το κονσερβοποιημένο κρέας,
το πληκτρολόγιο του υπολογιστή που κοστίζει 3 ευρώ,
κι όλη μα όλη η φονική Ιστορία,
εν τέλει το ίδιο το γένος των ανθρώπων,
ωστόσο
ένα βράδυ του Δεκεμβρίου του 2016
μου έστειλες στο mail
το «I will wait for you» με την Κόνι Φράνσις.

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Θανάσης Τριαρίδης - Αλίμονο


Αλίμονο:
Ήταν από εκείνους που γράφαν λόγους για την εποχή
δίπλα στην χειμωνιάτικη θερμάστρα
(για να θυμηθούμε τον σπουδαίο στίχο του Κατσαρού –
του Μιχάλη Κατσαρου, ενός τρελού ποιητή...)
Το ήξερε αυτό
και δεν του άρεζε καθόλου.
Στον φαντασιακό του κόσμο
θα ήθελε να ζει έξαλλες νύχτες στην παγωνιά,
να μοιράζεται το κρύο με τους απελπισμένους της γης,
με τους μετανάστες πλάι στις σχάρες του υπονόμου,
να πεθαίνει κάτω από γέφυρες αγκαλιάσμενος με τους κλοσάρ,
γιατί εκεί ήταν η αληθινή ανθρωπιά και η αληθινή ζωή,
όλα τα άλλα ήτανε συνενοχή.
Αλλά
(πάντοτε υπάρχει ένα «αλλά»)
είναι δύσκολο πράγμα το κρύο –ίσως το δυσκολότερο–
κι η χειμωνιάτικη θερμαστρα είναι σπουδαία επινόηση,
τόσο σπουδαία που ο άνθρωπος κολλά πάνω της
και δεν τον ξεκολλά κανένας σπουδαίος στίχος,
και καμία «συνενοχή» (μεγάλα λόγια...)
εξάλλου
συχνα οι εμμονές καταντούνε απάνθρωπες,
και, για σκέψου, ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να εκπολιτίζεται
και να στοχάζεται για την εποχή βρέξει-χιονίσει,
να στοχάζεται για την ξηρασία της ερήμου πλάι στην πισίνα του,
να γραφει λόγους για το κρύο μέσα στη ζέστη του.
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να γερνά προώρως,
και να πεθαίνει πρόωρα επίσης,
στη ζέστη μιας χειμωνιάτικης θερμάστρας.

Θανάσης Τριαρίδης - Ένα μουγγό αγόρι


(αυτό είναι παραμύθι και τελειώνει με θάνατο)
Ο πατέρας ήταν έφηβος στη Σαλονίκη του σαράντα τρία
και το είχε δει με τα μάτια του
να παίρνουνε τους Εβραίους για του Χιρς.
Μια μέρα, μάλιστα, εκείνου του φριχτού καλοκαιριού
μαζί με έναν ξάδελφό του, μεγαλύτερο,
είχαν περάσει με τα ποδήλατα πλάι απ' το στρατόπεδο
(πήγαιναν να ψαρέψουν στo Καλοχώρι).
Λοξά τους είδε, με την άκρη του ματιού του,
ρημαγμένους, στοιχημένους στη σειρά,
έτοιμους να πάνε στον σταθμό, να ανεβούν στο τρένο.
Χρόνια αργότερα, όταν τον ρωτούσε ο γιος του, απαντούσε
«ήμουν παιδί, δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα» –
όμως μέσα του το ήξερε πως τα 'χε καταλάβει όλα
κι ας πήγε για ψάρεμα μετά, δίχως να πει κουβέντα·
ένα μουγγό αγόρι στη Σαλονίκη του σαράντα τρία,
διόλου παράξενο.
Μα ο γιος του, με την ασφάλεια και την απόσταση των τόσων χρόνων,
δεν το μπορούσε να τη χωνέψει εύκολα τούτη την ιστορία
με τα τρένα και τους περαστικούς
που κοίταζαν με την άκρη του ματιού τους
και απέμεναν μουγγοί.
Κι έτσι, γύρεψε να διαβάσει στα βιβλία
όσο μπορούσε περισσότερα για εκείνον τον χαμό
και για το πώς γίνηκε παραδεκτός – αυτό κυρίως.
Ανάμεσα στα πολλά
διάβασε και για τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
(στα βιβλία της Άρεντ και του Τοντόροφ).
Είπε, λοιπόν, κάποια στιγμή ο Άντολφ Άιχμαν:
«Εγώ δεν σκότωσα ποτέ κανέναν,
εγώ ρύθμιζα τα δρομολόγια των τρένων,
να ξεκινούνε από το Ντρανσί στις δεκαπέντε,
να φτάνουνε στο Άουσβιτς στις είκοσι δύο.
Πού τον είδατε τον φόνο;»
Και διαβάζοντας ετούτα τα λόγια
ο ήρωάς μας σκέφτηκε πως όποτε βλέπεις να σέρνουνε με το στανιό
ανθρώπους σε κάποιον σταθμό τρένων,
πρέπει στον νου σου να 'χεις
μια καμινάδα που καπνίζει.
Κι ακόμη: πως έχεις να σταματήσεις και να φωνάξεις,
κι αν είσαι παιδί, έχεις να βάλεις τα κλάματα –
κ ά π ω ς να σπάσεις τη μούγγα σου.
Κι έπειτα σκέφτηκε αυτό το τόσο τετριμμένο σύνθημα των τοίχων:
πως η σιωπή –η κάθε λογής σιωπή–
ήτανε κάτι σαν συνενοχή.
Ας πούμε: δεν γινότανε να ξέρει ο πατέρας για τις καμινάδες –
μα το 'ξερε καλά πως όταν στοιβιάζονται ανθρώποι
στους σταθμούς των τρένων
δεν είναι για καλό.
Τέτοια, που λες, ο γιος της ιστορίας μας –
τέτοιες σκέψεις και τέτοια συμπεράσματα...
Πέρασαν τρία ή τέσσερα χρόνια·
βρέθηκε να γυρίζει με το τρένο απ' το Αμύνταιο –
είχανε πάει οικογενειακώς να δούνε κάποιους συγγενείς.
Λίγο πριν ξεκινήσουν κάνανε μπλόκο οι αστυνομικοί
και μάζεψαν κώλο-λαιμό καμιά σαρανταριά Αλβανούς
(περνούσανε πεζοί τα σύνορα, κατόπιν ανέβαιναν στο τρένο για Θεσσαλονίκη).
Και, με την άκρη του ματιού του, είδε να τους φορούνε χειροπέδες
να του καθίζουνε με το στανιό στο τσιμέντο του σταθμού.
Και τότε άρχισε να σκέφτεται:
Στ' αλήθεια κρίμα να τους μαζεύουνε έτσι τους Αλβανούς
μα τι να γίνει, δεν μπορεί να τους χωρέσει κι ολουνούς τους η Ελλάδα,
ας πάρει ένα ποσοστό, μα τους άλλους θα τους γυρίζει πίσω –
πώς αλλιώς...
Κι ακόμη:
Ντάξει μωρέ, δεν είναι κι όλα Άουσβιτς, μην τρελαθούμε –
καλά τα παχιά τα συμπεράσματα μα να ξέρουμε τι λέμε:
τότε τους έστελναν διαμιάς στα αέρια και τους φούρνους,
τούτους εδώ θα τους γυρίσουν στην πατρίδα τους και τέλος·
πού στο διάολο την είδατε τη σύγκριση;
Κι έτσι, με τούτα και με κείνα, απέμεινε μουγγός –
πάνε κι οι αλλοτινές οι σκέψεις, πάνε και τα συμπεράσματα·
απέμεινε να κοιτάζει κι αυτός λοξά, με την άκρη του ματιού του,
ένα ακόμη μουγγό αγόρι στον σταθμό των τρένων.

Θανάσης Τριαρίδης - Αγαύη



Είπανε μια μέρα του Καβάφη,
(ένας θαυμαστής του ήτανε, από αυτούς
που τα τελευταία χρόνια του ποιητή μας
γυρνούσανε γύρω του όλη την μέρα,
και σαν τις μύγες τον τσιγγλούσανε με κάθε ευκαιρία
για να του πάρουνε κάποια μεγάλη κουβέντα
που θα την έχει πει αποκλειστικά σε αυτούς):
“Δάσκαλε, κάποτε πρέπει να γράψεις για την Αγαύη,
είναι στ’ αλήθεια θέμα τόσο ταιριαστό στην ποίησή σου:
το μόνο που ήθελε ήταν να λατρεύει τον Θεό με την Βακχεία,
και ο Θεός της το ξεπλήρωσε με τρόπο τραγικό,
την τύφλωσε από την ένθεη μανία και την έβαλε
να κομματιάσει και να φάει τον ίδιο της τον γιο,
λογαριάζοντάς τον για λιοντάρι.
Και επιπλέον, την έβαλε να μπαίνει μέσα στην ιερή Θήβα,
κρατώντας σε θύρσο το κεφάλι του Πενθέα της,
και πανηγυρίζοντας η τυφλωμένη
που φέρνει στην πόλη τρόπαιο της Βακχείας της
το κεφάλι ενός άγριου θηρίου.
Δεν είναι άθλια, Δάσκαλε, τούτη η στάση του Θεού,
δεν είναι σκατένια αχαριστία όλο αυτό
που επιφύλαξε στην ιέρεια της λατρείας του;”

Και ο Καβάφης, φυσικά, παρέμεινε σιωπηλός,
κοιτώντας πέρα μακριά το υπερπέραν,
δίχως καν να δείξει αν άκουσε το ερώτημα.
Σιγά να μην έδινε στα τεκνάκια που τον τριγύριζαν
αυτός, κοτζάμ ποιητής των μελλουσών γενεών,
την χαρά να τους χαρίσει ατάκα,
να γυρίζουν στα καπηλειά και στα χαμαιτυπεία
και να κοκορεύονται τσογλανίστικα
πως ο μέγας Κ. Π. Καβάφης κάποτε τους είχε ξεσυνεριστεί.
Και επιπλέον σκέφτονταν
πόσο ξενέρωτο θα ήταν ένα ποίημα για την Αγαύη
και τις δήθεν τραγωδίες της,
καθώς απροπό πρέπει να πούμε
πως ήταν τραγικά άμυαλη η λεγάμενη
καθώς το ξέρουν μέχρι και τα μικρά παιδιά,
ότι μια συνετή γυναίκα που έχει γιο
δεν βγαίνει ποτέ στο δάσος για Βακχεία,
να κομματιάζει στα τυφλά αρσενικά λιοντάρια,
να ξεριζώνει φαλλούς και αχαμνά,
κι έπειτα να μπαίνει στην πόλη πανηγυρίζοντας
κρατώντας σε θύρσο ένα κεφάλι
που δεν κοίταξε ποτέ μέσα στα μάτια.

Θανάσης Τριαρίδης - Ungeziefer


Διαβάζοντας κανείς την Μεταμόρφωση του Κάφκα,
σκαλώνει φυσικά σε εκείνη την τρομερή λέξη της πρώτη πρότασης,
“Εκείνο το πρωινό ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε μεταμορφωμένος
σε ένα τεράστιο Ungeziefer” –
δηλαδή (αν κάνουμε την ακριβή μετάφραση)
σε ένα τεράστιο “ακάθαρτο ζώο, ακατάλληλο για θυσία”.
Και βέβαια δεν μπορείς να μην θαμπωθείς
τι λέξη βρήκε το άτομο να περιγράψει την μεταμόρφωση του Σάμσα,
Ungeziefer και πάρτους όλους κάτω να ψάχνονται,
και να το μεταφράζουν άλλοτε “πελώρια κατσαρίδα”,
άλλοτε “τρομακτική μαμούνα”, άλλοτε “θηριώδες σκαθάρι”
και πάει λέγοντας.
Κι εγώ το διάβασα παιδί,
κάπου στα δεκατρία-δεκατέσσερα,
κι εγώ το είπα
τι άφταστο θρίλερ κι αυτή η Μεταμόρφωση,
ένας τρομερός εφιάλτης από την πρώτη πρόταση,
να ξυπνάς από ταραγμένα όνειρα και να είσαι, άκουσον άκουσον,
ένα τεράστιο Ungeziefer –
τι πιο χειρότερο να φανταστεί κανείς...
Μακάρι να μην μου συμβεί ποτέ,
αναφώνησα χουγιαγμένος,
μακάρι να μην δω ποτέ μου τέτοια ταραγμένα όνειρα.
Μα τώρα τελευταία σκέφτομαι
πως υπάρχουνε και χειρότεροι εφιάλτες
από το μιαρό, ακατάλληλο για θυσία Ungeziefer,
ας πούμε να πηγαίνεις ως πελάτης σε κάτι εστιατόρια
που έχουν μέσα ενυδρεία,
να βλέπεις το ψάρι που πλέει, να το διαλέγεις,
να το βγάζουν, να του συντρίβουν τα βράγχια με σφυρί,
να σου το ψήνουν και να σου το φέρνουν στο πιάτο.
Ή και να αγοράζεις φτηνά ρούχα
ενώ ξέρεις πως τα έφτιαξαν κορίτσια στις μακιλαδόρες
και φτηνά κινητά φτιαγμένα σε μακρινά εργοστάσια
που δουλεύουν σκλαβωμένα παιδιά.
Ή και να μπαίνεις σε αυτοκίνητα με καουτσουκένια ελαστικά
φτιαγμένα από τις ντούμπες με τα κομμένα χέρια των μαύρων του Κονγκό
(ή κάποιων άλλων μαύρων, τόσοι υπάρχουν...)
Κι έπειτα να σκουπίζεις τα χέρια σου με απολυμαντικό μαντηλάκι,
σίγουρος πως όλοι ετούτοι οι θυσιασμένοι
(ψάρια, παιδιά, κοπέλες, μαύροι)
ήτανε δίκαιη θυσία
για να φυσήξει ούριος ο άνεμος της καθαρής ζωής σου.
Και, αλίμονο,
θέλω κάπως να βρω μια Χρονομηχανή και να πάω
πίσω σε εκείνο το παιδί στα δεκατρία-δεκατέσσερα,
σαν παράξενος άγνωστος γέρος που φυτρώνει από το πουθενά,
και να του σφυρίξω στο αφτί το μεγάλο μυστικό:
Από το να γίνεις καθαρός δολοφόνος
που διαλέγεις ποια ψάρια θα συντρίψουμε με το σφυρί
βλέποντάς τα στο ενυδρείο,
χίλιες φορές καλύτερα, μικρέ μου φίλε,
να βλέπεις ταραγμένα όνειρα και να ξυπνήσεις Ungeziefer,
χίλιες φορές καλύτερα
να παραμείνεις Ungeziefer μέχρι το τέλος.

Θανάσης Τριαρίδης - 6.000.006


Πολλές φορές, όταν σκεφτόταν το Ολοκαύτωμα,
ο νους του –κι όπως φαίνεται, όχι μόνον ο δικός του–
έκανε συνδέσεις απρόσμενες, ή και, όσο να πεις, κάπως ανίερες·
ας πούμε, πήγαινε στα έξι παιδιά της Μάγδας Γκέμπελς,
που τα σκότωσε με δηλητήριο η φριχτή μητέρα τους
μαζί με τον ακόμη φριχτότερο πατέρα τους, τον Γιόζεφ,
λίγο πριν να αυτοκτονήσουνε κι οι δυο τους,
εκείνη την Πρωτομαγιά του 1945,
και λίγη ώρα πριν μπούνε οι Ρώσοι στο Μπούνκερ του Βερολίνου,
διότι ο Χίτλερ ήταν ήδη νεκρός
και «δεν υπήρχε ζωή χωρίς τον Φύρερ…»
Και σαν παράξενο φίδι
σέρνονταν κάπου πίσω στο μυαλό του η ερώτηση
αν αυτά τα έξι παιδιά,
12, 10, 9, 8, 7 και 5 χρονών αντίστοιχα,
μπορούμε να τα μετρούμε στα έξι εκατομμύρια των νεκρών του Ολοκαυτώματος,
ή μήπως όχι,
μήπως ήτανε κακό και επαίσχυντα μεταμοντέρνο,
να βάζουμε μαζί τα παιδιά των ιερών θυμάτων
με τα παιδιά των σιχαμένων, απαίσιων δημίων.
Μα φαίνεται πως με τον καιρό
το πονηρό φίδι της ερώτησης σκόρπισε το φαρμάκι του,
γιατί το ένιωθε όλο και πιο καθαρά
πως ναι, αυτά τα έξι παιδιά
ήτανε κι εκείνα ιερά θύματα,
καθώς τα σκότωσαν οι ίδιοι δολοφόνοι,
και πως καμία μα καμία ενοχή δεν μεταβιβάζεται σε πεντάχρονα ή δωδεκάχρονα,
άρα οι νεκροί του Ολοκαυτώματος είναι 6.000.006.

Θανάσης Τριαρίδης - Πληκτρολόγιο


«Βαρέθηκα να γράφεις πως εμείς τα κάνουμε όλα,
πως εμείς λιμοκτονούμε την Αφρική και την Ασία,
πως εμείς σκοτώνουμε τους μετανάστες,
πως εμείς κατουράμε τους αιχμαλώτους,
πως εμείς πεθάναμε τον γέρο ζητιάνο που βρέθηκε παγωμένος από το κρύο.
Τούτο το αυτομαστίγωμα είναι γραφικό
και υποκριτικό όσο δεν πάει
και, επίτρεψέ μου, δεν το λέω για σένα προσωπικά, λίαν ύποπτο.
Και για να μιλήσω για τον εαυτό μου:
Εγώ δεν σκότωσα, δεν λιμοκτόνησα, δεν ξεφτέλισα,
δεν πέθανα κανέναν…
Στ' αλήθεια έχει γούστο να περιφέρουμε τις δήθεν ενοχές μας,
αλλά τούτο το τσουβάλιασμα που μας κάνει όλους ίδιους
είναι πρώτης τάξεως άλλοθι για τους πραγματικούς ενόχους
(βιομηχάνους, καπιταλιστές και λοιπούς πλουτοκράτες).
Με τη μανιέρα σου δικαιώνεις τους δικαστές του Γιόζεφ Κ.,
πετάς το μωρό μαζί με την μπανιέρα –
κι αν είναι όλοι ένοχοι, δεν είναι κανείς…»
Έγραφε κάμποσα τέτοια επιχειρήματα στο μέιλ του
χτυπώντας με θυμό τα δάχτυλά του στο πληκτρολόγιο
που, όπως κι εγώ, είχε αγοράσει με τρία ευρώ,
χώρα κατασκευής κάποια μακρινή,
Κίνα, Ταϊβάν, κάτι τέτοιο.

Θανάσης Τριαρίδης - Τα παιδιά γεννήθηκαν εντάξει


Ως έφηβος ήτανε μάλλον μοναχικός –
η πιο αγαπημένη του ασχολία:
που σε ένα μικρό τετράδιο μάζευε στίχους,
ας πούμε εκείνους του Εγγονόπουλου για τον Λόρκα,
πως από καιρό τώρα –και προπαντός στα χρόνια
τα δικά μας τα σακάτικα– είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς·
ας πούμε εκείνους του Άρη Αλεξάνδρου για τον Μαγιακόφσκι,
πως το αίμα διηθείται και σταλάζει στην καρδιά·
ας πούμε το δίστιχο του Μπρεχτ,
πως στους καιρούς της φρίκης θα τραγουδάμε τραγούδια της φρίκης.
Ναι, ήτανε νέος ευαίσθητος κι αισθαντικός,
άνθρωπος των στίχων και του μοναχικού τετραδίου του·
όταν ήρθε ο καιρός των σκοτωμών, των βομβαρδισμών,
των παλουκωμένων ηττημένων, των άταφων πτωμάτων,
λούφαξε όπως όλοι μας – το πολύ-πολύ
να ψιθύρισε κι αυτός κάποιο τραγούδι της φρίκης
μέσα στους τέσσερις της κάμαρής του τοίχους.
Κι έπειτα ήρθαν τα χρόνια της οργανωμένης μας ελευθερίας.
Ο ήρωάς μας μεγάλωσε, άρχισε να ξυρίζεται κάθε μέρα,
είδε το φως της Ιστορίας, μελέτησε τους νόμους των πιθανοτήτων,
έμαθε να τρώγει σάρκα δίχως να μυρίζει το αίμα –όπως όλοι μας–,
φόρεσε γραβάτα, καλά σιδερωμένα ρούχα,
έβαλε χαρτοφύλακα κάτω από τη μασχάλη του,
πηγαίνει σε συσκέψεις και παίρνει το λόγο για κάμποση ώρα,
παρουσιάζει νούμερα, διαγράμματα, καμπύλες παραγωγής
κι επιχειρήματα – κυρίως επιχειρήματα:
Για την Εποχή και για των καιρών το βαρυσήμαντο,
για την τύφλωση των Βουλγάρων στο Κλειδί,
για τον Τορκεμάδα, για το Λατερανό,
για τον Φραγκίσκο Πιζάρο, για το Μίνστερ,
για τους Κουλάκους, για την πείνα στην Ουκρανία,
για ένα αεροπλάνο πάνω από τη Χιροσίμα.
Ας πούμε, λέει: Άμα δεν ήτανε η βόμβα
(προσοχή στη λέξη: όχι «ρίχνανε» μα «ήτανε»)
θα τράβαγε ο πόλεμος για δυο ακόμη χρόνια και θα σκοτώνονταν
άλλο ένα εκατομμύριο - ενώ τώρα
μόλις ογδόντα χιλιάδες, άντε εκατόν είκοσι μαζί με το Ναγκασάκι,
άντε διακόσιες, δεν θα τα χαλάσουμε στα νούμερα,
και τελειώσαμε μέσα σε τρεις μέρες - πατ κιουτ.
Είναι και παραείναι πειστικός - μιλά αργά, κοιτάζει χαμηλά,
βάζει ξένες λέξεις μέσα στις φράσεις του,
και την ώρα που πρέπει αφήνει το στιλό του να πέσει στο τραπέζι.
Στο τέλος, τους θαμπώνει όλους με τον paradiso terrestre του·
κανένας δεν τον ρωτά γιατί να τράβαγε ο πόλεμος για άλλα δυο χρόνια,
γιατί στη Χιροσίμα κι όχι σε μια έρημο,
γιατί στο Ναγκασάκι τρεις μέρες μετά.
Έτσι ο ήρωάς μας έγινε πια περιζήτητος:
όλοι τον γυρεύουν για να εξηγήσει τον paradiso terestre,
για να εξηγήσει γιατί είναι απαραίτητος ένας μπόγιας,
ένας ψυχόμπατσος, ένας χασάπης,
ένας φλογοβολιστής κι ένας μαυροντυμένος ρουφιάνος,
για να εξηγήσει γιατί οι πλούσιοι και ευφυείς
πρέπει να ζουν περισσότερο,
ποιοι νεκροί είναι φυσική εντροπία και ποιοι όχι,
τι θα πει υπερπληθυσμός, τι παραγωγικότητα
και τι μεροκάματο ενός δολαρίου,
γιατί ο μη ων μετ' εμού κατ' εμού εστί,
γιατί οι αστυνομικοί θα ανοίξουν πυρ στους εργάτες,
γιατί οι λιμενικοί θα ανοίξουν πυρ στους μετανάστες,
γιατί πρέπει να αυτοκτονήσει ο Μαγιακόφσκι,
γιατί πρέπει να εκτελεστούν οι κομμουνάροι,
γιατί πρέπει να πυροβοληθεί ο Λόρκα
με μια σφαίρα στην κωλοτρυπίδα.
Κι έπειτα, σαν το κερασάκι στην τούρτα,
έρχεται κι η ώρα της κουβέντας της στερνής,
για να κοιμηθούνε όλοι ήσυχοι το βράδυ
δίχως αναγούλες και τα παρόμοια·
α, εδώ κι αν δίνει ρέστα ο ήρωάς μας, σε τούτη την τελική διαβεβαίωση,
πως τα παιδιά γεννήθηκαν εντάξει,
πως γίναν μικρά αγόρια, γίναν ώριμοι άντρες –
πως γίνανε αυτό που τους αξίζει.
Κι όταν τελειώνουν οι διαβεβαιώσεις του,
κι όταν τελειώνουνε τα φοβερά του τα επιχειρήματα,
βγαίνει με τα σιδερωμένα ρούχα του και το χαρτοφύλακα υπό μάλης,
πηγαίνει στο πάρκο, κάθεται σε αστραφτερό παγκάκι
και χαίρεται το καλοκουρεμένο γκαζόν, τους κωνικούς θάμνους,
τα χαρούμενα πεντακάθαρα παιδάκια που παίζουν τόπι,
την ευωδιά των λουλουδιών, τον υπέροχο ήλιο, τον paradiso terrestre -
ακουμπά στον ματωμένο πάγκο και χαίρεται το σφαγείο,
βλέπει τα παιδιά να κρατούν στα χέρια τους ανθρώπινα μέλη,
να κλωτσούν κομμένα κεφάλια και γύρω τους σαν κωνικοί θάμνοι
οι παλουκωμένοι ανθρώπινοι κορμοί
σε έναν paradiso terrestre.
Και βέβαια από καιρό χάθηκε
το μοναχικό τετράδιο με τους στίχους,
γιατί στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα
τα τετράδια με τους στίχους της φρίκης
σκορπάνε στους αγέρηδες και πάνε.

Θανάσης Τριαρίδης - Το φόντο του έρωτά τους


Κάθε φορά που έβλεπε, έφηβος ακόμη, στην τηλεόραση ή σε βιβλία
τα περίφημα τα θαύματα του κόσμου,
Πυραμίδες, Σινικά Τείχη, Καθεδρικούς που φτάνανε μέχρι τον ουρανό,
σκέφτονταν δολοφόνους που κρατούσανε σπαθιά και μαστίγια
και σκλάβους θαμμένους σε λογής θεμέλια
ανήμπορους ν' αντέξουν πια
κι άλλους σφαγμένους, κομματιασμένους από τους φύλακες,
επειδή μάταια προσπάθησαν να κρύψουν στην αμασχάλη τους
μια χούφτα στάρι ή ρύζι.
Γι' αυτό και θύμωνε πολύ με τους τουρίστες
και τα ερωτευμένα τα ζευγάρια
που έβγαιναν φωτογραφίες μπροστά στις Πυραμίδες
κι είχανε τον χαμό των σκλάβων
για φόντο του έρωτά τους.
Α, ήταν στ' αλήθεια ιδιόρρυθμος:
όταν μια μέρα είδε στην εφημερίδα
έναν αγαπημένο του τραγουδιστή της όπερας
να 'χει στην μπλούζα του στάμπα το Σινικό Τείχος
(ήταν σε μια τουρνέ στην Κίνα)
πέταξε την εφημερίδα θυμωμένος –
κι έπαψε για καιρό να ακούει τα σιντι του.
Κι όταν πάλι σε ένα μπαρ
βρήκε έναν παλιό συμμαθητή του
να δείχνει φωτογραφίες στην παρέα από το Εσκοριάλ
(πρόσφατο ήταν το μεταπτυχιακό του στην Ισπανία)
γύρισε την πλάτη κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα –
ήξερε, βλέπεις, με πόσο αίμα Ινδιάνων είχε χτιστεί το Εσκοριάλ...
Κι έτσι περνούσε ο καιρός –
κι έτσι μεγάλωνε κι ο ήρωάς μας,
όπως όλοι μεγαλώνουμε σιγά σιγά
(όχι, δεν διαγράφουμε το αίμα των Ινδιάνων,
απλώς βλέπουμε τα πράγματα σφαιρικότερα,
απλώς τοποθετούμε τα γεγονότα στο ιστορικό τους πλαίσιο).
Κι η φρίκη (που, έτσι κι αλλιώς, ήσαν μόνον θεωρητική –
μια μονομανία του μυαλού του, τι να λέμε)
άρχισε να αμβλύνεται, να απωθείται μέσα του –
ολωσδιόλου φυσικό κι αυτό...
Κάποτε, μαζί με την κοπέλα του
–ήταν ζευγάρι ταιριαστό για ένα χρόνο,
σκέφτονταν σοβαρά τον αρραβώνα–
πήγαν πενθήμερη εκδρομή στο Κάιρο.
Τη δεύτερη κιόλας ημέρα
το γκρουπ τους επισκέφτηκε την Γκίζα – πώς αλλιώς;
Ο ξεναγός μιλούσε, καθώς και δεκάδες άλλοι ξεναγοί σε τόσες γλώσσες.
Μα οι τουρίστες λίγο άκουγαν,
όλοι στήνονταν να βγουν φωτογραφία με φόντο
τεσσεράμισι χιλιάδες χρόνια ιστορίας που τους έγνεφαν...
Κι όπως στέκονταν αγκαλιασμένοι
ένα ζευγάρι συνταξιούχων συνταξιδιωτών
προθυμοποιήθηκε να τους βγάλει τη σχετική φωτογραφία
(«άμα δεν βγείτε σεις οι νέοι, ποιος θα βγει…»)
Δεν δυσκολεύτηκε να τους δώσει τη μηχανή·
βλέπεις, η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική
κι ό ήλιος έλαμπε τόσο μαγικά πλάι στις Πυραμίδες
που τ' άφησε στην άκρη του μυαλού του τα πτώματα.
Τι να πεις, έτσι είναι η Ιστορία, σκέφτηκε.
Εξάλλου, ήταν δυο άνθρωποι που αγαπιόντουσαν –
πιο ιερό πράγμα από τον έρωτα υπάρχει;
Έτσι φωτογραφήθηκαν κι αυτοί·
κι ήτανε ο χαμός των σκλάβων
φόντο στον ιερό τον έρωτά τους.

Θανάσης Τριαρίδης - Μιλάμε για τις αριστείες των παιδιών μας


Παλιοί συμμαθητές, παλιοί συμφοιτητές, παλιοί φίλοι εν γένει,
που κάποτε ξενυχτήσαμε μιλώντας για τα παιδιά των πεινασμένων
και το ξημέρωμα μας βρήκε πλανταγμένους στο κλάμα,
σήμερα βρισκόμαστε στις σχετικές συνάξεις αποφοίτων της χρονιάς ...,
κοιτιόμαστε κλεφτά και σκεφτόμαστε πόσο γεράσαμε,
λέμε τα ίδια πάντοτε λόγια συγκατάβασης, τις ίδιες παλιές ιστορίες,
κατόπιν πετούμε την μπάλα στο μέλλον,
μιλάμε για τα παιδιά μας,
για τις λαμπρές σπουδές τους και για τις αριστείες τους,
τωρινές και επικείμενες,
αραδιάζουμε διάσημα πανεπιστήμια του εξωτερικού,
αυτός θα γίνει γιατρός στο Φι, αυτός προγραμματιστής στο Ύψιλον,
ερευνητής της τεχνητής νοημοσύνης, φυσικός, πολιτικός επιστήμονας,
μονάχα δεν λέμε ποιος
θα φτιάξει την καινούρια μεγάλη βόμβα
στο Κέντρο Ερευνών του Φι, του Χι, του Ύψιλον ή του Ζήτα,
θα είναι μια ήσυχη λάμψη δίχως κανέναν κρότο,
ή ένα σούπερ ενισχυμένο μικρόβιο,
που θα σκοτώνει μονομιάς ένα δισεκατομμύριο
από τα παιδιά των πεινασμένων,
και ναι, αυτό το σούπερ όπλο θα το έχει φτιάξει
κάποιο από τα χορτάτα δικά μας παιδιά,
των παλιών συμμαθητών, των παλιών συμφοιτητών, των παλιών φίλων εν γένει.

Θανάσης Τριαρίδης - Οι άνθρωποι χωρίζονται


Είναι ένα παιχνίδι αφορισμών κάπως δημοσιογραφικό
και πολύ αυτάρεσκο
και λαιφσταϊλίστικο όσο να πεις
όπου εσύ (περιγράφοντας προφανώς τον εαυτό σου)
λες πως οι άνθρωποι χωρίζονται
σε αυτούς τους λίγους που έχουνε κάνει κάτι ιδιαίτερο
(ή έχουν δει, ή έχουν ακούσει, ή έχουν γευτεί)
και στους -προφανώς ξενέρωτους- υπολοίπους.
Όλο και περισσότερο διαβάζεις τέτοια άρθρα ή και βιβλία
ή βλέπεις βίντεο στο Διαδίκτυο
που –λόγου χάριν– λένε
πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που έχουνε δει
το ηλιοβασίλεμα στον βράχο του Σουνίου
και στους υπολοίπους·
σε αυτούς που ήπιανε Chianti Classico του έτους 1976
και στους υπολοίπους·
σε αυτούς που είδανε από κοντά την Προσκύνηση των Μάγων του Λεονάρντο
και στους υπολοίπους·
σε αυτούς που έχουν ακούσει τουλάχιστον μια φορά
το Erbarme Dich από τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ
και στους υπολοίπους.
Κι είναι η αλήθεια πως ο κατάλογος αυτός μπορεί να μακρύνει πολύ
κι ο καθένας θα λέει έναν αφορισμό που θα στρέχει
καθώς θα κουβαλάει την αλήθεια του.
Ας πούμε:
Οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που είδανε τον Λιονέλ Μέσι
να κάνει κατεβασιά στο Καμπ Νου
και στους υπολοίπους·
σε αυτούς που φιλήθηκαν ένα καλοκαιρινό βράδυ
κάτω από τις σκάλες της όχθης του Σηκουάνα
και σε αυτούς που δεν.
Σε αυτούς που διάβασαν παιδιά τους Αθλίους
και βάλανε τα κλάματα όταν πέθαινε η Φαντίνα,
που περπάτησαν ερωτευμένοι τους Κήπους της Χενεραλίφε,
που είδανε την ανατολή του ήλιου μήνα Ιούνιο στην Ύδρα
ή και στην θάλασσα της Μακραφού
(ή και σε όποια άλλη θάλασσα του Ιουνίου)
και στους άλλους
που συνέχισαν το διάβασμα αδάκρυτοι,
που δεν πήγανε ζευγάρι στη Αλάμπρα,
που στην Ύδρα κοιμήθηκαν λίγο πριν ξημερώσει.
Και καθώς μπορούμε να το συνεχίζουμε επ’ απειρον
να συμπληρώσω κι εγώ
πως ίσως οι άνθρωποι να χωρίζονται και σε αυτούς
που στους δρόμους της Αντίς Αμπέμπα
η ρόδα του αυτοκινήτου τους περνούσε ξυστά
από κεφάλια και πόδια και χέρια και σώματα παιδιών
(γιατί έτσι κείτονται τα παιδιά στους δρόμους εκεί πέρα)
κι αυτοί κρατούσαν βέβαια την ανάσα τους
μα σαν περνούσαν δεν γυρνούσαν πίσω το κεφάλι τους να δουν
αν η ρόδα έφαγε κάποιο ανθρώπινο μέλος
και κατόπιν πήγαιναν σε Ορφανοτροφεία
και βλέπανε με τα μάτια τους νεογέννητα μωρά
να βρίσκονται σε κουτιά παπουτσιών
κι έπειτα φεύγανε σοκαρισμένοι μεν,
με δεκάδες πυρωμένα μάτια να είναι καρφωμένα στην πλάτη τους,
νιώθοντας ωστόσο πως μπορούν να ζήσουν στην συνέχεια εκλογικεύοντας,
(να συλλογιστούν, να επαναπροσδιορίσουν,
ακόμη και να γράψουν ένα ή -γιατί όχι- περισσότερα αισθαντικά ποιήματα),
ίσως, λοιπόν, αγαπημένε φίλε μου,
οι άνθρωποι να χωρίζονται και σε αυτούς
που έχουνε γυρίσει από την Αντίς Αμπέμπα του 2017
και στους υπολοίπους.

Θανάσης Τριαρίδης - Επίλογος (Πλάι στη σχάρα του υπονόμου)


Είναι μια σκηνή σε κείνη την ταινία του Σαρλό,
μιλώ για το Χαμίνι του 1921,
εκεί όπου το μπάσταρδο μωρό ξεμένει στα χέρια του αστείου αλητάκου.
Και τούτος κάθεται στο ρείθρο του δρόμου
και με την άκρη του ματιού του βλέπει τον υπόνομο·
το χέρι του σχεδόν μηχανικά σηκώνει τη σχάρα.
Όλα κρατούνε δύο ή τρία δευτερόλεπτα:
κοιτάει μια το παιδί, μια τη μαύρη τρύπα –
και στο ανάμεσο, για ένα κλάσμα της στιγμής,
κοιτάζει εσένα, θεατή, στα μάτια.
Α, πρόσεξέ την λίγο ετούτη τη σκηνή,
κι, αν θέλεις, σκέψου το εκείνο το δευτερόλεπτο
που το αναμετρά μπροστά σου ο Σαρλό
άμα θα το ρίξει το μωρό μες στον υπόνομο – ή όχι...
Είναι η ιστορία του καιρού μας η στιγμή αυτή
(ή και η Ιστορία όλων των καιρών ενδεχομένως).
Γιατί κι εμείς
κρατούμε στα χέρια μας ένα παιδί
και σηκώνουμε τη σχάρα του υπονόμου.
Όχι, δεν είναι διδαχή – κάποτε φέρνουν αναγούλα οι διδαχές,
μήτε παράκληση για το καλό σου
(ποιος να 'μαι εγώ που ξέρω το καλό σου)·
μονάχα κάτι σαν πρόταση κολοβή,
ίσως μια κούφια κουβέντα στον καθρέφτη.
Μα σ' το ξαναλέω: αν θέλεις, σκέψου εκείνο το δευτερόλεπτο
πλάι στη σηκωμένη σχάρα.

Θανάσης Τριαρίδης - Το νανούρισμα του περίσσιου παιδιού


Μην κοιμηθείς, φεγγάρι μου, μην σβήσεις απ' τον ξύπνο,
μην κλείσεις το παράθυρο, μην μανταλώσεις πόρτες,
μονάχα άφησε ανοιχτά να μπει το αεράκι
να σου τυλίξει την καρδιά και να την ξεκαρδίσει,
να την ταΐσει στα πουλιά και στα σβηστά αστέρια,
να γίνει η νύχτα δάκρυα απ' το παράπονό σου.
Και σαν χαράξει η αυγή και φύγει το φεγγάρι,
να μην τρομάξεις να χαθείς μες στους πορτοκαλιώνες,
το μεσημέρι στις σπηλιές, τ' απόγευμα στα δάση,
και σαν πυρώσει δειλινό στα άγρια τα βράχια,
κι ο κόσμος να περιγελά πως σ' έχουν ξεκαρδίσει,
κι εσύ να πέφτεις στον γκρεμό, στο μαύρο της αγάπης.

Θανάσης Τριαρίδης - Συμπλήρωσε τις τελείες


Αλίμονο,
όλοι έχουμε μιαν προγιαγιά
που τη βίασαν οι …
έναν προπάππο –ή έναν προπροπάππο,
δεν θα παίζουμε με τις λέξεις τώρα δα–
που τον έσφαξαν οι …
στη σφαγή της …
(συμπλήρωσε τις τελείες όπως θέλεις –
δεν θ' αλλάξει τίποτε.)
Μα κανείς, κάνεις μας που να πάρει,
δεν έχει έναν προπροπάππο σφαγέα
ή βιαστή ή κάτι τέτοιο.
Μήτε μια προγιαγιά που να βάζει
στο εικονοστάσι φωτογραφίες των ένστολων γιων της,
σφαγέων, βιαστών και τα τοιαύτα.
Κι όλοι, βεβαίως,
τραγουδάμε έναν Ύμνο
ένα τραγούδι, βρε αδελφέ,
για τη Δόξα των προγόνων μας ...
για τη Νίκη της ...
(συμπλήρωσε τις τελείες όπως πριν –
δεν θ' αλλάξει τίποτε.)

Θανάσης Τριαρίδης - Το πτωματόστρωτο ή αυτό δεν είναι ποίημα



Το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς.



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής





Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές... Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων.



Ιωάννης Φιλήμων

Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως







Εμπρός, λοιπόν,

χιουμίστε στης άθλιας Τριπολιτσάς το μέγα κάστρο

και σφάξτε τα παιδιά και τις γυναίκες και τους γέροντες,

γυμνώστε τις κοπέλες και κάψτε τες,

περιγελάστε τες που ουρλιάζουνε μέσα στις φλόγες,

λιώστε τα κεφάλια των μωρών στους τοίχους,

γεμίστε τους δρόμους με κουφάρια κι ανθρώπινα μέλη

ώστε να σχηματιστεί εκείνο

το πτωματόστρωτον.



Και όταν τελειώσετε με τους ζωντανούς,

πάτε στο κοιμητήρι και ξεθάψτε τα πτώματα,

κι όπως είναι σαπισμένα, μισοφαγωμένα από τη γης,

κομματιάστε τα και αυτά, αξίζει τον κόπο.



Έτσι ν’ αφανίσετε την Τριπολιτσά·

την τρίτη μέρα ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης

θα μπει μέσα στην πόλη ένδοξος νικητής –

το άλογο του θα πατάει πάνω σε πτώματα.

Και μετά από δεκαχτώ μήνες ένας Σπυρίδων Τρικούπης

θα πει σε έναν Διονύσιο Σολωμό

«κύριε, η Ελλάδα αναμένει τον Δάντη της»...



Χιουμίστε, λοιπόν, και θα γίνετε ήρωες,

απελευθερωτές, φάροι του γένους.

Οι εθνικοί ποιητές θα πούνε τους σφαγμένους «μιαρούς σκύλους»,

θα πούνε πως το αίμα τους ποτίζει «το αθώο χορτάρι»·

ναι, το χορτάρι θα είναι α θ ώ ο και τα λιωμένα μωρά σ κ ύ λ ο ι –

όπως το ακούτε.



Κι έτσι θα περάσουν τα χρόνια·

στα σχολεία οι έφηβοι θα τραγουδούν εθνικούς ύμνους,

Πρόεδροι Δημοκρατίας θα μιλούν για το παράδειγμά σας,

δάσκαλοι διδάσκουν, παπάδες θα χοροστατούν,

γυναίκες θα φορούν τα καλά τους και θα χειροκροτούνε τα αγήματα,

μπαμπάδες θα ανεβάζουνε τα παιδιά τους στους ώμους,

δακρυσμένοι συνταξιούχοι θα λένε «ζήτω η πατρίδα».



Για τους σφαγμένους δεν θα μιλά κανένας,

κανένας για τις κομματιασμένες γυναίκες,

κανένας για τα ολόσχιστα κρανία και τα ολοσκορπιστα μυαλά,

κανένας για τα λαχταριστά σωθικά – κανένας.

Και οι σοφοί θα ονομάζουν την σφαγή δ ι κ α ι ο σ ύ ν η

ή, έστω, ι σ τ ο ρ ι κ ή α ν α γ κ η –

εξάλλου καποιοι άλλοι θα έχουν σφάξει περισσότερους από εμάς,

έτσι δεν γίνεται πάντοτε;



Γι αυτό χιουμίστε και μην σκοτίζεστε για τους κατοπινούς –

όλοι θα σας δοξάσουν κι όλοι θα κάνουν μούγγα·

τι ’ναι στ’ αλήθεια σόλοικο, παράταιρο πολύ

να μιλάς για σφαγμένους και για πτώματα,

να μιλάς για κομματιάσμένα κορμιά

για χέρια πόδια κεφαλές και τα λοιπά

ενώ πατάς και περπατάς

στο πτωματόστρωτο.





(Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Σημειώσεις από το τρεμάμενο σώμα

που εκδόθηκε την άνοιξη του 2006 στη σειρά «Αντιρρήσεις» των εκδόσεων Τυπωθήτω)


Θανάσης Τριαρίδης - Νύχτα


Θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει για λίγο περισσότερο μαζί
εκείνη τη νύχτα όπου μιλούσαμε επίμονα
για τις λεμονιές του Σορέντο,
κατόπιν θα περπατούσαμε στην προκυμαία,
ένα ελαφρύ αγέρι θα φύσαγε κάποια στιγμή,
κι εσύ –με απόλυτη φυσικότητα– θα ρώταγες,
«Άραγε αυτός ο αέρας μπορεί να φτάνει ως εδώ
από την Θάλασσα των Σαργασσών;»
Θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει για λίγο περισσότερο μαζί
εκείνη τη νύχτα όπου χωρίσαμε νωρίς για να προλάβω το βραδινό τρένο,
κάποτε η προκυμαία θα τέλειωνε,
και θα βγαίναμε στην αμμουδιά,
τότε θα σου έδειχνα αστέρια που το φως τους φτάνει σε εμάς
ενώ τα ίδια έχουν σβήσει εδώ και χιλιάδες χρόνια,
κι έπειτα εσύ θα με κοίταζες χαμογελώντας
και η καρδιά μου θα πήγαινε να σπάσει
λησμονώντας πως δεν υπάρχουμε,
πως είμαστε μονάχα μια ματαιωμένη υπόθεση,
δυο απεικάσματα που έσβησαν
την στιγμή που πρόλαβα το βραδινό τρένο.

Θανάσης Τριαρίδης - Ένα απόγευμα στον μεγάλο δρόμο


Για σκέψου πως μπορεί να πεθάνουμε
χωρίς να ακούσουμε μαζί
το τρίτο μέρος της Σονάτας Hammerklavier του Μπετόβεν,
πώς μπορεί να μην δούμε ποτέ πιασμένοι χέρι-χέρι
τα νερά του ποταμού Επτ,
να μην περπατήσουμε ποτέ ξυπόλυτοι στο δάσος
μετά τη βροχή.
Για σκέψου πως μπορεί να μην μας βρει ποτέ
αγκαλιασμένους το ξημέρωμα στο Καρύδι,
ούτε και το δειλινό στην Σάντα Μαρία ντέλα Σαλούτε,
πως μπορεί να σβήσουμε δίχως καν να συναντηθούμε,
και όλα όσα είναι να κάνουμε να ματαιωθούν
κι έτσι δεν θα ανταλλάξουμε ποτέ στίχους του Τεό Σαλαπασίδη,
ούτε θα πετάξουμε πέτρες στη λίμνη του Ζιβερνί.
Για σκέψου πώς μπορεί ένα απόγευμα στον μεγάλο δρόμο
να βρεθούμε ο ένας απέναντι στον άλλο,
για μια στιγμή ίσως να πεταρίσει το βλέμμα σου,
θαρρείς να χαιρετάς μια ζωή που δεν έζησες,
κι έπειτα θα προχωρήσουμε
ο καθένας μπροστά,
ενώ βραδιάζει.

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

Θανάσης Τριαρίδης - Οι εκβολές του θρυλικού Ζαμβέζη


Πολλές φορές σκέφτομαι
πως ητανε να ταξιδέψω σε μακρινα μέρη,
στη Θάλασσα των Σαργασσών, ας πούμε,
ή στο Μάτσου Πίτσου, ή και στις εκβολές του θρυλικού Ζαμβέζη,
και σε άλλα παρόμοια,
ωστόσο δεν τα κατάφερα,
προφανώς ήμουν καμωμένος για πιο λίγα,
ασήμαντα και άχαρα και πεζά
(για να θυμηθώ τον Καβάφη).
Κι έτσι σε αυτά τα τετριμμένα περιορίστηκα:
πήγαμε τα ραντεβού μας στα λούνα παρκ,
στους σινεμάδες με τον πολύ κόσμο,
και σε προκυμαίες από επαρχιακές πόλεις
όπου πλανόδιοι έψηναν καλαμπόκια,
και κάποιο μεσημέρι μου έφτιαξες σπιτική λεμονάδα
κι εγώ καθώς την έπινα είδα το σημάδι από τα δάχτυλά σου
πάνω στο παγωμένο ποτήρι
δίχως τότε να μπορώ να καταλάβω
πως αυτό το δικό σου χνάρι ήτανε για μένα
η Θάλασσα των Σαργασσών και το Μάτσου Πίτσου
και οι εκβολές του θρυλικού Ζαμβέζη.

Θανάσης Τριαρίδης - Το ωραιότερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ


Κάθε φορά που τον ρωτούσαν

για το ωραιότερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ,

χαμογελούσε στωικά για την απλοϊκή ερώτηση,

κι έλεγε ένα, σχεδόν στη τύχη,

διαφορετικό κάθε φορά,

μια την Κορδοβα, μια τον Φληβά, μια το Κοράκι,

συχνά έναν ήσσονα σπληνικό - αυτό για να κάνει εντύπωση,

κάποιες φορές και κάτι από τα ατελή του Καβάφη.


Κι έπειτα, όταν ξέμενε μόνος, ανακαλούσε στο μυαλό του

αυτό που ήτανε στ' αλήθεια το ωραιότερο ποίημα όλων των αιώνων

και το κράταγε πεισμάτικά για τον εαυτό του,

θαρρείς και θα χαλαγε αμα το διάβαζαν περισσότεροι.

Ήταν εκείνο το 277 του έβδομου βιβλίου της Παλατινής,

γραμμένο από τον τρομερό Καλλίμαχο τον Κυρηναίο:

"Τίς ξένος, ώ ναυηγέ; Λεόντιχος ενθάδε νεκρόν

εύρεν επ' αιγιαλοίς, χώσε δε τώδε τάφω,

δακρύσας επίκηρον εόν βίον· ουδέ γαρ αυτος

ήσυχον, αιθυίης δ' ίσα θαλασσοπορεί. "

που σημαίνει:

"Ποιος να είσαι, ναυαγέ; Ο Λεόντιχος εδώ σε βρήκε,

κουφάρι ξεβρασμένο στ' ακρογιάλι και σε έθαψε σε τούτονα τον τάφο,

δακρύζοντας και για την δική του εφήμερη ζωή.

Γιατί το ξέρει πως κάποτε κι αυτός θα ξεβραστεί,

καθώς σαν γλάρος ταξιδεύει στις θάλασσες".


Και θαύμαζε όλο και πιο μαγεμένος το αρχαίο τετράστιχο

που είχε χρειαστεί κοντά τριαντα χρόνια για να καταλάβει

τι μετάθεση σπαρακτική κουβαλά μέσα του,

πόσο φόβο και πόση αγωνία για τον επίκηρον βίον,

πόσην μνήμη και πόση οδύνη για το πεπρωμένο των ανθρώπων.

Κι όταν έπεφτε η νύχτα έκλαιγε με λυγμούς

για κείνον τον Λεόντιχο

που κήδευσε ό ίδιος τον εαυτό του

θάβοντας το ναυαγισμένο σώμα ενός ξένου.