Άλμπουμ: Μπουλάς Ελλάς (1986)
Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025
Σάκης Μπουλάς - Το φλασάκι
Άλμπουμ: Μπουλάς Ελλάς (1986)
Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021
Γιάννης Ρίτσος-Ο Ντικ
Η πέτρα σταυρωμένη απ’ τον άνεμο
ο άνεμος, η σιγαλιά,
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά
Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο των Ηρώων της Επανάστασης
Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ
της ομάδας του Μούδρου
που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους
Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ
το φίλο μας τον Ντικ
που γαύγιζε τις νύχτες στην αυλόπορτα άντικρυ στη θάλασσα
κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς
με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
πάνω στο στυλωμένο αυτί του
Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι
Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
να γαυγίζει χαρούμενος σε μια διαδήλωση
περνοδιαβαίνοντας κάτου απ’ τις σημαίες μας
έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
μια μικρή πινακίδα «κάτω οι τύραννοι»
Ήταν καλός ο Ντικ
Καντάτα για τη Μακρόνησο
Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021
Berthold Brecht - H μπαλάντα του έμπορα
Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι
Αν το ρύζι το κρύψουμε στις αποθήκες
θ' ακριβύνει το ρύζι γι' αυτούς εκεί πάνω
Οι μαούνες του ρυζιού θα 'χουν λιγότερο ρύζι
και το ρύζι φτηνότερο θα 'ναι για μένα
Τι είναι στ' αλήθεια το ρύζι
Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα
Φτάνει χειμώνας και χρειάζουνται ρούχα
Πρέπει μπαμπάκι λοιπόν ν' αγοράσουμε
και το μπαμπάκι να μην το πουλήσουμε
Σαν θα 'ρθει το κρύο, θ' ακριβύνουν τα ρούχα
Τα κλωστήρια πληρώνουν πολύ ψηλά μεροκάματα
Κι έπειτα υπάρχει πάρα πολύ μπαμπάκι
Τι είναι στ' αλήθεια το μπαμπάκι
Πού να ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα
Κι ο άνθρωπος παρατρώει φαΐ
γι' αυτό κι ο άνθρωπος όλο ακριβαίνει
Για να φτιάξεις φαΐ, χρειάζεσαι ανθρώπους
Οι μάγειροι κάνουν φτηνότερο το φαΐ
αλλά οι φαγάδες όλο και τ' ακριβαίνουν
Κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι
Τι είναι στ' αλήθεια ο άνθρωπος
Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα
Από το θεατρικό έργο "Η απόφαση" 1930
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Κυριακή 9 Μαΐου 2021
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου- Ιχνογραφία
Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019
Πρωινό Τσιγάρο (Νότης Μαυρουδής - Άλκης Αλκαίος)
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο
και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό
Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή
Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ' ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιο Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ' ένα καρέ τυφλών σ' ένα καρέ τυφλών
Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019
Από τον δίσκο Ανεπίδοτα Γραμματα του Μιχάλη Γρηγορίου* σε ποιηση Άρη Αλεξάνδρου** (1977).
Από τον δίσκο Ανεπίδοτα Γραμματα του Μιχάλη Γρηγορίου* σε ποιηση Άρη Αλεξάνδρου** (1977).
Τραγουδούν Αφροδίτη Μάνου - Σάκης Μπουλάς
Επιταγές και δέματα
Τα κανονίζεις όπως όπως
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
Μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενιτειά;
Ποιος θα δεχτεί να πάρει
Τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενιτειά
Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
Είχα μπορέσει να πετάξω
Δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
Και μας πιτσίλισαν λιακάδα
Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
Πόσο πολύ μου λείπει το βορινό παράθυρο κλειστό
Μην τύχει και κρυώσει
Ένα φλιτζάνι τσάι που αχνίζει
Τα περιστέρια των χεριών σου
Λέω να κλείσω τα παντζούρια
Μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας
Στα μαλλιά σου
Λέω ν’ ανεβάσω το φιτίλι
Μη μου χαθεί η φωνή σου
*
Σύντροφε κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
Που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
Σαν τη σιωπή μου
Στις κόρες των ματιών της;
Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη
Βάλαμε τις στάμνες
Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού
Μιλάμε για την δήλωση
Τις ώρες που έμενε σκυφτός
Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα
Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
Στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε
Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω
Θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
Θα σε έπαιρνα μαζί μου
Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
Με το παλτό στην πλάτη
Θέλω να σου γράψω
Μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
Κάτω από τη βροχή;
*
Άννα
Όλο μιλάω για γραμμές επίπεδα και πέτρες
Για να μην τύχει και προσέξεις
Πόσο διστάζω να σε αγγίξω
Σαν τον κατάδικο που στέκει μες στη νύχτα
Διστάζοντας να βάλει το απολυτήριο στη τσέπη
Γιατί το ξέρει
Πως τόσο φως δε θα το αντέξει
Είχα πάντα έτοιμο
Ένα μικρό μπουκάλι πού’ριχνα στη θάλασσα
Βόρειο πλάτος – αλλάζει κάθε μέρα
Μεσημβρινός – αλλάξει κάθε νύχτα
Στίγμα – οι χειροπέδες μου
Δεν το’ριξα ποτέ
Φαίνεται πως πάντοτε υπήρχε
Όσο υπάρχεις
Ταξιδεύω
Θα σε βρω
Όπου πατάς
Πέφτουν πράσινα φύλλα
Ίσως και να’ναι πρόφαση
Όπως προφασίζουμε τα φύλλα
Κι έχω κατά νου μου το νερό
Όπως μιλάω για γεράνια
Και βλέπω εκεί που αγγίξανε
Τα χείλη σου το φως
Τις νύχτες σκάβαμε κρυφά
Μια υπόγεια σήραγγα
Μ’ένα σουγιά μ’ένα πιρούνι με τα νύχια
Σκάβαμε τις πέτρες
Ξέροντας πως θα φτάσουμε το πολύ ως τη θάλασσα
Κι όμως μας ήταν ανάγκη
να βλέπουμε τα χέρια μας να ζούνε
μου ήτανε ανάγκη
να βλέπω πως κοντεύω πόντο – πόντο
να σε φτάσω
*
Ήθελε να ζήσει
Τα δάχτυλά του
Μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους
Δε λέει ακόμα να αποχωριστεί τις δύο κουβέρτες
Δεν το αποφάσισε ακόμα
Να μας αφήσει τα άχερα
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο
Πρώτη φορά μου παίρνανε
Τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια
Ήθελε να ζήσει
Όσο θέλουμε κι εμείς
Κι όμως τον σκοτώσαμε
Είχε ένα χαμόγελο
Σαν τη στιγμή που στρίβω τη γωνιά
Και βλέπω φως
Στο παράθυρό σου
Κι όμως τον σκοτώσανε
Μπόρεσε και δέχτηκε πως θα τον ξεχάσουμε
Όπως ξεχνάς μια πέτρα που κρατάει το σπίτι σου
Κι όμως τον σκοτώσανε
Κοίτα να πας στην ξαδέρφη του Κωστή
Μόνο πρόσεξε μην κλάψεις
Όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
Που έχουν έτοιμο το δάκρυ
Σαν τους σοφέρ το κλάξον μες στην πολυκοσμία
Να κάτσεις να τα πείτε
Όπως μιλάνε οι ζωντανοί
Να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
Μια ντροπή πιο κάτω από τον ώμο
Τα μάτια που κοιτάνε
Μια τελευταία φορά πιο πάνω από τις στέγες
Μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
Πως απ’ τους δέκα που τον ρίξαν
Οι εφτά
Ήταν άλλοτε δικοί μας
Απ’ τους εφτά
Οι τρεις
Εσείς οι δυο που δεν πιστέψατε ακόμα
Πως ένα μπλε σακάκι
Ξεμαθαίνει να αγκαλιάζει
Μόλις κλείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά
Κι εγώ
Που τάχα θα προστάξω
Τα χάρτινα στήθη των στίχων
Να σώσω τον Κωστή
Απ’ την ανωνυμία
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα
εξηντατέσσερα
μπορούσες να `σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν’ αρπαζόσουνα από `να φύλλο πράσινο
απ’ τα γυμνά κλαδιά
απ’ τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα `μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πέντ’ έξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να `χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα–
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να `ρθεις και να μ’ αγγίξεις μες από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που `χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.
*
Παραλλαγή
Να σε θυμόμαστε τις νύχτες που νυχτώνει
Σου δίνουμε τον λόγο μας
Να σηκώνουμε τα πέτα του παλτού
Κάθε που θα λέμε συνωμοτικά
Σα να’χει ψύχρα απόψε
Ήξερες πως θα’ρθουνε
Κι ήρθαν
Το στήθος σου μένει σπασμένο
Σαν μπαρουτοβάρελο
Άδειο
Δίχως στεφάνια
Η βρεγμένη στάχτη
Χύνεται απ’ το στόμα
Στ’αξούριστα πηγούνια μας
Τον πήρανε νύχτα
Πολύ νύχτα
Κάτω στα μαγειρεία
Τ’αναμμένα στουπιά κι ο καπνός
Γυαλίσανε τα μάτια του
Μ’ ακάθαρτο πετρέλαιο
«μηδέν και δεκαπέντε»
ποτέ δε θα προφτάσουμε
ο κάθε λόγος εξοστρακίζεται
ματώνοντας τα μούτρα των παιδιών
σαν μια χιονόμπαλα που κρύβει
κοφτερά χαλίκια
Τον ρίξαν απ’ τη βάρκα
Το κύμα καταλάγιασε
Όσοι δεν αφήσατε να σπάσουν
Τ’ακουστικά σας τύμπανα
Στις επινίκιες παρελάσεις
Αφουγκραστείτε
Τα κουπιά σοβαντίζουν
Όλες τις χαραμάδες
Μυστρίζοντάς τες
Μ’ άρμη και βροχή
Γυαλίζουνε οι ράγες στο σκοτάδι
Απ’ την πολλή σιωπή
Έτσι που γυρίσαμε
Βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
Και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
Θα μας περισσεύει
Και τα τέσσερα χρόνια
Γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
Θα μας λείπουν
Έτσι που γυρίσαμε κι οι δρόμοι προχωράνε
Τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
Σε πένθιμους φακέλους
Κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! Ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
Κι ας μου ζητούσε
Την ταυτότητά μου.
Κυριακή 26 Μαΐου 2019
Άρης Αλεξάνδρου - Σύντροφε κοιμάσαι;
Στίχοι: Άρης Αλεξάνδρου
Μουσική: Μιχάλης Γρηγορίου
Δίσκος: Ανεπίδοτα Γράμματα (1977)