Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.6. Μπουλάς Σάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.6. Μπουλάς Σάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Σάκης Μπουλάς - Το φλασάκι


 Άλμπουμ: Μπουλάς Ελλάς (1986)

Στίχοι: Σάκης Μπουλάς Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας Πρώτη εκτέλεση: Σάκης Μπουλάς Μελαγχόλησες, νιώθεις πεταμένος Μες στην πόλη σου σαν ξένος, βρε παιδί μου αμάν Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν. Φύλλο και φτερό, στο μυαλό σου χιόνι που τη σκέψη σου παγώνει, βρε παιδί μου αμάν Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν. Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις Σκέψου την ώρα, τη στιγμή που τη ρεβάνς θα πάρεις Σκέψου κορίτσια και γιορτές και πράμα που σαλεύει κι ένα παιδί που μοναχό το δρόμο του γυρεύει. Κάτι άστραψε, κάτι σαν φλασάκι Σαν πικ νικ μες στο δασάκι, μια γλυκιά φωτιά Λάβε θέση για να πάρεις πάλι την πρωτιά. Σαν να δρόσισε, έρχεται βροχούλα και μια άνοιξη νυφούλα, βρε παιδί μου αμάν Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Γιάννης Ρίτσος-Ο Ντικ

Ο Ντικ - Δημητριάδη, Μπουλάς


Η πέτρα σταυρωμένη απ’ τον άνεμο
ο άνεμος, η σιγαλιά,
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά

Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο των Ηρώων της Επανάστασης

Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ
της ομάδας του Μούδρου
που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους

Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ
το φίλο μας τον Ντικ
που γαύγιζε τις νύχτες στην αυλόπορτα άντικρυ στη θάλασσα
κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς
με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
πάνω στο στυλωμένο αυτί του

Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι

Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
να γαυγίζει χαρούμενος σε μια διαδήλωση
περνοδιαβαίνοντας κάτου απ’ τις σημαίες μας
έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
μια μικρή πινακίδα «κάτω οι τύραννοι»

Ήταν καλός ο Ντικ

Καντάτα για τη Μακρόνησο

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

Berthold Brecht - H μπαλάντα του έμπορα



Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι
Εκεί ψηλά στο βουνό χρειάζουνται ρύζι
Αν το ρύζι το κρύψουμε στις αποθήκες
θ' ακριβύνει το ρύζι γι' αυτούς εκεί πάνω
Οι μαούνες του ρυζιού θα 'χουν λιγότερο ρύζι
και το ρύζι φτηνότερο θα 'ναι για μένα

Τι είναι στ' αλήθεια το ρύζι
Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Φτάνει χειμώνας και χρειάζουνται ρούχα
Πρέπει μπαμπάκι λοιπόν ν' αγοράσουμε
και το μπαμπάκι να μην το πουλήσουμε
Σαν θα 'ρθει το κρύο, θ' ακριβύνουν τα ρούχα
Τα κλωστήρια πληρώνουν πολύ ψηλά μεροκάματα
Κι έπειτα υπάρχει πάρα πολύ μπαμπάκι

Τι είναι στ' αλήθεια το μπαμπάκι
Πού να ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Κι ο άνθρωπος παρατρώει φαΐ
γι' αυτό κι ο άνθρωπος όλο ακριβαίνει
Για να φτιάξεις φαΐ, χρειάζεσαι ανθρώπους
Οι μάγειροι κάνουν φτηνότερο το φαΐ
αλλά οι φαγάδες όλο και τ' ακριβαίνουν
Κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι

Τι είναι στ' αλήθεια ο άνθρωπος
Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Από το θεατρικό έργο "Η απόφαση" 1930
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Σάκης Μπουλάς - Η μπαλάντα του έμπορα - Θ. Μικρούτσικος

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου- Ιχνογραφία

 

Σάκης Μπουλάς & Γιώργος Μεράντζας - Ιχνογραφία

Μέρος Πρώτο

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί
δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα
ή ακούς την πολιτεία να σηκώνεται
αφήνοντας κενό ένα σχήμα στο σεντόνι

Γι’ αυτό ρωτάω να πεις για το σκυλί
από χαρά να πέθανε ή πίκρα
χρόνια που πρόσμενε και πήγανε χαράμι
να φτάσει ο Ξένος απ’ την Τροία

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης
κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

Γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη, ούτε η μνήμη, που κλοτσάει τον πεθαμένο
Μέχρι μετέωρα να κινείται το σκουλήκι
Άλλο μη βρίσκοντας τροφή από κρέας
Ούτε έχει ο θάνατος ποδάρια να στεριώσει
Και δε θυμάται ακόμα το όνομά του
Που έχουν συνήθειο και του δίνουν οι άνθρωποι
Φτέρνα για να κατέχει δρόμους
Μάτια να κρίνει το σωστό και το άδικο.

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

Μέρος Δεύτερο

Τώρα
δεν έχει χέρια να μαζέψουν την ελιά

Μα τον μηχανισμό ποιος τον κατέχει;

Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νοιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες

Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νοιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες

Ξάπλα στο φαλακρό τοπίο του έρωτα
με την αιχμή του μαχαιριού μου τραβηγμένη
απ’ την αιχμή του
καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό
κι η τρέλα χασμουριέται, κι η τρέλα χασμουριέται
πίσω απ’ την πρόφαση της σκέψης
κι ο ίσκιος γίνεται κηλίδα κάτω από το τέλμα
και βαριανασαίνει.

Βλέπω το μάτι του νεκρού
κόκκινο απ’ την αγρύπνια του ύπνου
και τ’ όνειρο με οσμή καμένης σάρκας

κι άντρας λεβέντης ανέβηκε στον άμβωνα πως θα μιλήσει και διάκρινες στο στόμα του μπαμπάκι· αυτό που βάζουνε στους πεθαμένους κίτρινο από τσιγάρο και πάνω στις άκρες το μπαμπάκι στάλες αίμα που έζεχνε σκουλήκι και φλέβα μαύρη που έλεγες βαλσαμωμένη το σκοτάδι. Λοιπόν και άρχισε

η φλόγα
σάρκα της φωτιάς
άμα αποχτήσει συνείδηση
του οστού της
θα λυπηθεί το ξύλο

Θα παγώσει.

Κι ο ποιητής
κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα
βδέλλα

Κι ο ποιητής
κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα
βδέλλα

Κι ο ποιητής.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

Καθένα κι άλλο φως τον δυναστεύει

Κι ένας απ' το πλήθος που άκουγε του σβούριξε μαχαίρι μεθυσμένο

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

Όχι αίμα
μα απ' τον ίλιγγο
διασχίζοντας
να βρει το σπλάχνο

Όχι αίμα
όχι αίμα
όχι αίμα
και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα
όχι αίμα
με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί είναι η ψυχή του σκοτωμένου. Κι αυτός με το μαχαίρι
όχι αίμα
στο λαιμό και με πληγές που άνοιξαν παλιές της Αλβανίας κι ακόμα πιο παλιές θαλασσινές
και σιγά μουγκρίζοντας διέσχισε το πλήθος

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

και πάνω στον αητό αργά ξεψύχησε. Κι αφού τον σπάραξαν βρήκανε την καρδιά του σκουριασμένη αγάπη τα χείλια σάπια  από σιωπή και πήραν να τον θάψουνε και φτιάξανε πομπή κι ενώ όλοι πήγαιναν στον ίδιο τάφο καθένας άλλον είχε για νεκρό του.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

όχι αίμα
μα απ' τον ίλιγγο του άδειου
διασχίζοντας

να βρει το σπλάχνο


Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

και το πουλί, και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί είναι η ψυχή του σκοτωμένου.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου
 του έτους  σε στίχους  και σύνθεση  από το album .

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Πρωινό Τσιγάρο (Νότης Μαυρουδής - Άλκης Αλκαίος)

                                               Αρλέτα- Πρωινό τσιγάρο


Πρώτη εκτέλεση: Χορωδία (Κώστας Θωμαΐδης, Γιώργος Μεράντζας, Ανδρέας Μικρούτσικος, Σάκης Μπουλάς, Θανάσης Νικόπουλος, Γιάννης Σαμσιάρης) στο δίσκο «Στην όχθη της καρδιάς μου», 1984


Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Στίχοι: Άλκης Αλκαίος


Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο
και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό

Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή

Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ' ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιο Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ' ένα καρέ τυφλών σ' ένα καρέ τυφλών

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Από τον δίσκο Ανεπίδοτα Γραμματα του Μιχάλη Γρηγορίου* σε ποιηση Άρη Αλεξάνδρου** (1977).


Από τον δίσκο Ανεπίδοτα Γραμματα του Μιχάλη Γρηγορίου* σε ποιηση Άρη Αλεξάνδρου** (1977).

Τραγουδούν Αφροδίτη Μάνου - Σάκης Μπουλάς


Ανεπίδοτα Γραμματα - Σάκης Μπουλάς, Αφροδίτη Μάνου

Ανεπίδοτα γράμματα


Επιταγές και δέματα
Τα κανονίζεις όπως όπως
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
Μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενιτειά;
Ποιος θα δεχτεί να πάρει
Τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενιτειά

Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
Είχα μπορέσει να πετάξω
Δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
Και μας πιτσίλισαν λιακάδα

Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
Πόσο πολύ μου λείπει το βορινό παράθυρο κλειστό
Μην τύχει και κρυώσει
Ένα φλιτζάνι τσάι που αχνίζει
Τα περιστέρια των χεριών σου

Λέω να κλείσω τα παντζούρια
Μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας
Στα μαλλιά σου
Λέω ν’ ανεβάσω το φιτίλι
Μη μου χαθεί η φωνή σου

 *

 Σύντροφε κοιμάσαι;

 
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
Που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
Σαν τη σιωπή μου
Στις κόρες των ματιών της;
Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη

Βάλαμε τις στάμνες
Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού
Μιλάμε για την δήλωση
Τις ώρες που έμενε σκυφτός
Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
Στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω
Θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
Θα σε έπαιρνα μαζί μου

Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
Με το παλτό στην πλάτη
Θέλω να σου γράψω
Μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
Κάτω από τη βροχή;


Άννα
 
Όλο μιλάω για γραμμές επίπεδα και πέτρες
Για να μην τύχει και προσέξεις
Πόσο διστάζω να σε αγγίξω
Σαν τον κατάδικο που στέκει μες στη νύχτα
Διστάζοντας να βάλει το απολυτήριο στη τσέπη
Γιατί το ξέρει
Πως τόσο φως δε θα το αντέξει

Είχα πάντα έτοιμο
Ένα μικρό μπουκάλι πού’ριχνα στη θάλασσα
Βόρειο πλάτος – αλλάζει κάθε μέρα
Μεσημβρινός – αλλάξει κάθε νύχτα
Στίγμα – οι χειροπέδες μου
Δεν το’ριξα ποτέ
Φαίνεται πως πάντοτε υπήρχε
Όσο υπάρχεις
Ταξιδεύω
Θα σε βρω
Όπου πατάς
Πέφτουν πράσινα φύλλα

Ίσως και να’ναι πρόφαση
Όπως προφασίζουμε τα φύλλα
Κι έχω κατά νου μου το νερό
Όπως μιλάω για γεράνια
Και βλέπω εκεί που αγγίξανε
Τα χείλη σου το φως

Τις νύχτες σκάβαμε κρυφά
Μια υπόγεια σήραγγα
Μ’ένα σουγιά μ’ένα πιρούνι με τα νύχια
Σκάβαμε τις πέτρες
Ξέροντας πως θα φτάσουμε το πολύ ως τη θάλασσα
Κι όμως μας ήταν ανάγκη
να βλέπουμε τα χέρια μας να ζούνε
μου ήτανε ανάγκη
να βλέπω πως κοντεύω πόντο – πόντο
να σε φτάσω

 *
Ήθελε να ζήσει
 
Μας παίρνουν τον Κωστή για το στρατοδικείο
Τα δάχτυλά του
Μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους
Δε λέει ακόμα να αποχωριστεί τις δύο κουβέρτες
Δεν το αποφάσισε ακόμα
Να μας αφήσει τα άχερα
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο
Πρώτη φορά μου παίρνανε
Τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια

Ήθελε να ζήσει
Όσο θέλουμε κι εμείς
Κι όμως τον σκοτώσαμε
Είχε ένα χαμόγελο
Σαν τη στιγμή που στρίβω τη γωνιά
Και βλέπω φως
Στο παράθυρό σου
Κι όμως τον σκοτώσανε
Μπόρεσε και δέχτηκε πως θα τον ξεχάσουμε
Όπως ξεχνάς μια πέτρα που κρατάει το σπίτι σου
Κι όμως τον σκοτώσανε

Κοίτα να πας στην ξαδέρφη του Κωστή
Μόνο πρόσεξε μην κλάψεις
Όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
Που έχουν έτοιμο το δάκρυ
Σαν τους σοφέρ το κλάξον μες στην πολυκοσμία

Να κάτσεις να τα πείτε
Όπως μιλάνε οι ζωντανοί
Να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
Μια ντροπή πιο κάτω από τον ώμο
Τα μάτια που κοιτάνε
Μια τελευταία φορά πιο πάνω από τις στέγες
Μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
Πως απ’ τους δέκα που τον ρίξαν
Οι εφτά
Ήταν άλλοτε δικοί μας
Απ’ τους εφτά
Οι τρεις
Εσείς οι δυο που δεν πιστέψατε ακόμα
Πως ένα μπλε σακάκι
Ξεμαθαίνει να αγκαλιάζει
Μόλις κλείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά
Κι εγώ
Που τάχα θα προστάξω
Τα χάρτινα στήθη των στίχων
Να σώσω τον Κωστή
Απ’ την ανωνυμία
 
*
Με τι μάτια τώρα πια
 

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα
εξηντατέσσερα
μπορούσες να `σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν’ αρπαζόσουνα από `να φύλλο πράσινο
απ’ τα γυμνά κλαδιά
απ’ τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα `μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πέντ’ έξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να `χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα–
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να `ρθεις και να μ’ αγγίξεις μες από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που `χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

*
Παραλλαγή

Σου δίνουμε τον όρκο μας
Να σε θυμόμαστε τις νύχτες που νυχτώνει
Σου δίνουμε τον λόγο μας
Να σηκώνουμε τα πέτα του παλτού
Κάθε που θα λέμε συνωμοτικά
Σα να’χει ψύχρα απόψε

Ήξερες πως θα’ρθουνε
Κι ήρθαν
Το στήθος σου μένει σπασμένο
Σαν μπαρουτοβάρελο
Άδειο
Δίχως στεφάνια

Η βρεγμένη στάχτη
Χύνεται απ’ το στόμα
Στ’αξούριστα πηγούνια μας

Τον πήρανε νύχτα
Πολύ νύχτα
Κάτω στα μαγειρεία
Τ’αναμμένα στουπιά κι ο καπνός
Γυαλίσανε τα μάτια του
Μ’ ακάθαρτο πετρέλαιο
«μηδέν και δεκαπέντε»
ποτέ δε θα προφτάσουμε
ο κάθε λόγος εξοστρακίζεται
ματώνοντας τα μούτρα των παιδιών
σαν μια χιονόμπαλα που κρύβει
κοφτερά χαλίκια

Τον ρίξαν απ’ τη βάρκα
Το κύμα καταλάγιασε
Όσοι δεν αφήσατε να σπάσουν
Τ’ακουστικά σας τύμπανα
Στις επινίκιες παρελάσεις
Αφουγκραστείτε
Τα κουπιά σοβαντίζουν
Όλες τις χαραμάδες
Μυστρίζοντάς τες
Μ’ άρμη και βροχή
 
*
Επιστροφή
 
Έτσι που γυρίσαμε
Γυαλίζουνε οι ράγες στο σκοτάδι
Απ’ την πολλή σιωπή
Έτσι που γυρίσαμε
Βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
Και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
Θα μας περισσεύει
Και τα τέσσερα χρόνια
Γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
Θα μας λείπουν
Έτσι που γυρίσαμε κι οι δρόμοι προχωράνε
Τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
Σε πένθιμους φακέλους
Κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! Ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
Κι ας μου ζητούσε
Την ταυτότητά μου.

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Άρης Αλεξάνδρου - Σύντροφε κοιμάσαι;




Σύντροφε κοιμάσαι; - Σάκης Μπουλάς, Αφροδίτη Μάνου

Στίχοι: Άρης Αλεξάνδρου
Μουσική: Μιχάλης Γρηγορίου
Δίσκος: Ανεπίδοτα Γράμματα (1977)

Σύντροφε κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
Που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
Σαν τη σιωπή μου
Στις κόρες των ματιών της;
Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη

Βάλαμε τις στάμνες
Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού
Μιλάμε για την δήλωση
Τις ώρες που έμενε σκυφτός
Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
Στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω
Θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
Θα σε έπαιρνα μαζί μου

Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
Με το παλτό στην πλάτη
Θέλω να σου γράψω
Μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
Κάτω από τη βροχή;

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Άρης Αλεξάνδρου-Άννα


                                   
Άννα - Αφροδίτη Μάνου, Σάκης Μπουλάς



1

Όλο μιλάω για γραμμές επίπεδα και πέτρες
για να μην τύχει και προσέξεις
πόσο διστάζω να σε αγγίξω
σαν τον κατάδικο που στέκει μες στη νύχτα
διστάζοντας να βάλει το απολυτήριο στην τσέπη
γιατί το ξέρει
πως τόσο φως δε θα το αντέξει.

2

Είχα πάντα έτοιμο
ένα μικρό μπουκάλι που θα ‘ριχνα στη θάλασσα.
Βόρειο πλάτος –αλλάζει κάθε μέρα
μεσημβρινός –αλλάζει κάθε νύχτα
στίγμα –οι χειροπέδες μου.
Δεν το ‘ριξα ποτέ.
Φαίνεται πως πάντοτε υπήρχες.
Όσο υπάρχεις
ταξιδεύω.

3

Θα σε βρω.
Όπου πατάς
πέφτουν πράσινα φύλλα.

4

Ίσως και να ‘σαι πρόφαση
όπως προφασίζομαι τα φύλλα
κ’ έχω κατά νου μου το νερό
όπως μιλάω για γεράνια
και βλέπω εκεί που αγγίξανε
τα χείλη σου το φως.

5

Τις νύχτες σκάβαμε κρυφά
μια υπόγεια σήραγγα.
Με ένα σουγιά με ένα πιρούνι με τα νύχια
σκάβαμε τις πέτρες
ξέροντας πως θα φτάσουμε το πολύ ως τη θάλασσα.
Κι όμως μας είτανε ανάγκη
να βλέπουμε τα χέρια μας να ζούνε
μου είτανε ανάγκη
να βλέπω πως κοντεύω πόντο πόντο
να σε φτάσω.

6

Μαζί σου δε διστάζω να μιλήσω
πιο σιγά κι από ένα δέντρο στο σκοτάδι.
Μαζί σου η φωνή μου θα διακόψει τη σιωπή
σαν την αγάπη που διακόπτη για μια νύχτα
τη ζωή μας.

7

Ήθελε να ζήσει
όσο θέλουμε κ’ εμείς
κι όμως τον σκοτώσανε.
Είχε ένα χαμόγελο
σαν τη στιγμή που στρίβω τη γωνία
και βλέπω φως
στο παράθυρό σου
κι όμως τον σκοτώσανε.
Μπόρεσε και δέχτηκε πως θα τον ξεχάσουμε
όπως ξεχνάς μια πέτρα που κρατάει το σπίτι σου
κι όμως τον σκοτώσανε.


Άρης Αλεξάνδρου, «Ευθύτης Οδών» στο: Ποιήματα 1941-1974. Αθήνα: Εκδόσεις Ύψιλον.

Edouard Vuillard - Τhe Window