Ο επιβάτης αισθάνεται το σπινθήρισμα να διαπερνάει το
φωτοστέφανό του
Στο κενό των μακρινών θορύβων
Και γαλανό σα να είχε ριχτεί με πέτρα
Για να θολώσει τα κοιμισμένα κύματα
Σκιαγραφείται η φυλλωσιά μιας συνάντησης.
Εκεί περπάτησα μαζί της. Κι ένας αέρας
Ανοιξιάτικος μας ακολουθούσε
Τα φύλλα τραγουδούσαν στο απόγευμα
Ποτέ δε θα έδυε ο ήλιος αλλά κι αν έδυε
Θα μας φώτιζε ακόμα.
Μου τραγουδούσε τα «Ελληνικά Τραγούδια» του Ραβέλ
Πιστεύω μέσα από το πρόσωπό της όπως μέσα από ένα
φύλλο
Μπορούσα να δω τη διάφανη δύση
Κι από τη φωνή της ο χρόνος λέπταινε ίσαμε το φως.
Η φωτιά της γλυκύτητας και το νερό των ματιών
Ήταν νότες στα ύψη των αιθέρων
Μέσα από κείνη μπορούσα να ανακαλύπτω τον ουρανό
Να βυθίζω το κεφάλι μου μέσα του όπως στην αγκαλιά μιας
μητέρας.
Φαίνεται πως η τελευταία στιγμή ήταν μπροστά στην καστανιά
Όταν βγήκαν άλλοι άνθρωποι κι άλλος χρόνος
Αλλά αυτό που συνέβηκε πριν έμεινε για πάντα
Διαυγές και ακυμάτιστο σαν μια δεξαμενή.
Σήμερα πέρασα εκείθε και από κείνη τη στιγμή
Η στιγμή και το μέρος ήταν πολύ μακριά
Όπως σ’ ένα χαρακτικό όλα ήταν μικρότερα
Και δε συνέπεφταν πια τα αντικείμενα και οι εικόνες τους.
Κατάλαβα πως εκείνη και εγώ στο περιθώριο πια
Από τον εαυτό μας του τότε θα είχαμε βαρύνει
Με ένα βάρος συγκεντρωμένης υλικής ανυπαρξίας
Και πως η διαύγεια εκείνου του παρελθόντος ήταν το μόνο
που υπήρχε.
Ούτε εκείνη ούτε εγώ ούτε η καστανιά ούτε το απόγευμα
είμαστε οι ίδιοι
Ούτε και το τραγούδι που επαναλήφθηκε, μπροστά στον ίδιο
κήπο
θα μπορούσαν να συμπέσουν ξανά με την πραγματική
ΣΤΙΓΜΗ:
Μόνο να επιπροστεθούμε καταδικασμένοι οι φαντασιώσεις
Όπως οι ομόκεντροι κύκλοι του νερού μια δεξαμενής όπου
Κάποιος
Πετάει συνέχεια πέτρες.
Eduardo Anguita (1914-1992)