Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.3. Μπουκάλας Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.3. Μπουκάλας Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Παντελής Μπουκάλας - Αουσβιτς, Γολοντομόρ, Μπιάφρα, Γάζα…

 Πού ζουν σήμερα τα σκελετωμένα παιδιά του Αουσβιτς και δεκάδων άλλων ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης Εβραίων, καθώς και Τσιγγάνων, αναπήρων, ομοφυλοφίλων και αντιφρονούντων, κατεξοχήν των αριστερών, τότε που η ανθρωπότητα είπε «ποτέ ξανά»; Πού ζουν σήμερα τα παιδιά της Μπιάφρας, που τα σκότωσε μαζικά η πείνα το 1968, τότε που η ανθρωπότητα είπε και πάλι «ποτέ ξανά»; Και πού τα παιδιά της «σοβιετικής» Ουκρανίας του 1932-1933, τα παιδιά του Γολοντομόρ (από το «Γολόντ», λιμός, και το «Μορίτι», βίαιος θάνατος), που αφανίστηκαν εξαιτίας των σταλινικών προγραμμάτων κολεκτιβοποίησης;


Στη Γάζα ζουν. Ή μάλλον, στη Γάζα πεθαίνουν τα παιδιά αυτά. Μπροστά στα μάτια της ανθρωπότητας, που είπε και ξαναείπε «ποτέ ξανά», όμως, ως σύνολο, δεν το εννοούσε στ’ αλήθεια· δεν έτρεμε από τη βαθιά και αδιαπραγμάτευτη ευθύνη της λέγοντάς το. Γιατί τελικά όλα είναι διαπραγματεύσιμα, μετρήσιμα, σχετικοποιήσιμα. Ακόμα και ο θάνατος. Των άλλων ο θάνατος. Οσων «δεν είναι δικοί μας», δεν είναι «του πολιτισμού μας», «της θρησκείας μας», α, και των «αξιών και των ιδεών μας», δεν είναι πρέπον να τις λησμονούμε.


Το χυδαίο δόγμα του ωμού Αδώνιδος Γεωργιάδη, όσον αφορά την απόδοση δικαιοσύνης για τα απανωτά «γαλάζια» σκάνδαλα, το δόγμα «έχουμε πλειοψηφία κι ό,τι γουστάρουμε θα κάνουμε, μόκο εσείς», ηγεμονεύει πλανητικά. Ο αβυσσαλέος αμοραλισμός των Ισχυρών πάντως δεν εμφανίστηκε τώρα με τον θηριωδώς ανάλγητο και ανάγωγο Ντόναλντ Τραμπ. Απλώς τώρα εκδηλώνεται ξεδιάντροπα, αλαζονευόμενος και αυτοτερπόμενος. Ποτέ πριν άλλος μεγα-ηγέτης δεν θα έλεγε ότι θέλει να μετατρέψει σε Ριβιέρα έναν τόπο εγκλημάτων, αίματος, συστηματικής εξολόθρευσης των αμάχων. Και μιας λιμοκτονίας που ολονέν περισσότεροι συμφωνούν πως είναι ψυχρά σχεδιασμένη, με ρατσιστικά κριτήρια, από την ακροδεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ, που αντλεί «νομιμότητα» από τη Βίβλο, και ενθέρμως εφαρμοσμένη από τις διαβόητες IDF. Είναι αμυντικές, μας λένε, οι ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις. «Ασκούν το δικαίωμά τους στην άμυνα», που η διεθνής κοινότητα τους το παραχώρησε άνευ ορίων και άνευ όρων, από τον φόβο μην της καταλογίσουν αντισημιτισμό οι όντως αντισημίτες, οι όντως μαγαριστές και ανήθικοι καταχραστές του Ολοκαυτώματος: οι σημερινοί ηγέτες του Ισραήλ. Αυτοί προσβάλλουν και διαβάλλουν τη Σοά. Αυτοί την παραδίδουν στη λογική του σχετικισμού, κολοβώνοντάς τη για να τη φέρουν στο μικρό τους μπόι.


Ακόμα κι όταν οι IDF σκοτώνουν γυναικόπαιδα που περιμένουν στην ουρά για λίγο αλεύρι και νερό ή προγραμμένους γιατρούς και δημοσιογράφους, «αυτοαμύνονται». Αυτό το στόρι επιβλήθηκε από τις συνένοχες ηγεσίες του δυτικού κόσμου, που εξοπλίζουν το Ισραήλ με κανόνια και με άλλοθι, και από τα πανίσχυρα ΜΜΕ, που αυτολογοκρίνονται ανερυθρίαστα. Ακόμα κι όταν σμπαραλιάζουν νοσοκομεία, εγκαταστάσεις του ΠΟΥ και ισλαμικούς ή χριστιανικούς τόπους λατρείας, «αυτοαμύνονται». Οπως κι όταν βομβαρδίζουν πομπές ξεριζωμένων, που μάλιστα ειδοποιήθηκαν (με κάποιο σαδιστικό «112») ότι πρέπει να φύγουν «για να μην κινδυνέψουν».


«Αυτοαμύνονται» κι όταν γκρεμίζουν με δυναμίτη σημαδιακά οικοδομήματα στη Λωρίδα, για να ισοπεδωθεί η κτιριακή γεωγραφία πόλεων και χωριών και να τσακιστεί η συλλογική μνήμη, ώστε να διευκολυνθεί η μετατροπή τους σε «ουδέτερη ζώνη» (αυτό το έκαναν και οι Τούρκοι Αττίλες στην κατεχόμενη Κύπρο, μετά το 1974, για να μην εντοπίζουν οι πρόσφυγες τον κλήρο και τις ρίζες τους). Ακόμα κι όταν βάζουν στο στόχαστρο των πολυβόλων ή των ντρόουν πολυμελείς οικογένειες για να τις ξεκληρίσουν, να μη μείνει ίχνος από ένα όνομα, ένα σόι, μία φάρα, και πάλι «αυτοαμύνονται». Απλώς καμιά φορά έρχεται ένα «τεχνικό λάθος» για να «εξηγήσει» τα ανεξήγητα και τα καταντροπιαστικά.


Ζώντα λείψανα

Τα λιμοκτονούμενα παιδιά της Γάζας ήταν άφαντα μέχρι χθες. Ζώντα λείψανα, έσβηναν μπροστά στα μάτια μας, μα δεν τα βλέπαμε. Δεν θέλαμε να τα δούμε. Αλλοι από οικονομικό ή πολιτικό συμφέρον, όπως σχεδόν όλες οι δυτικές κυβερνήσεις, όπως η δική μας, που έχει αναγάγει ανεπιφύλακτα και ανενδοίαστα το Ισραήλ στον «καλύτερο στρατηγικό εταίρο μας στη Μεσόγειο». Αλλοι επειδή θησαυρίζουν επί πτωμάτων και ερειπίων, όπως δεκάδες πολυεθνικές. Αλλοι από φόβο μην τους προσάψουν «αντισημιτισμό». Κι άλλοι από ρατσισμό, θρησκευτικό, φυλετικό ή ανάμεικτο: «Δεν είναι άνθρωποι αυτοί. Και δεν θα γίνουν ποτέ».


Και ξαφνικά κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί άνοιξαν τα μάτια τους και είδαν ό,τι απέφευγαν να δουν. Κι άρχισαν να μιλούν για εθνοκάθαρση και για γενοκτονία πολλοί απ’ όσους επέτρεψαν να συμβεί η εθνοκάθαρση και η γενοκτονία. Με κοινή δήλωσή τους, που την προσυπέγραψε και η ελληνική κυβέρνηση με αργοπορία και βαριά καρδιά, 29 χώρες απαιτούν «να τερματιστεί τώρα ο πόλεμος στη Γάζα. Τα βάσανα των αμάχων έχουν φτάσει σε νέα βάθη. Το μοντέλο παροχής βοήθειας της ισραηλινής κυβέρνησης στερεί από τους κατοίκους της Γάζας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Καταδικάζουμε την απάνθρωπη δολοφονία αμάχων, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, που προσπαθούν να καλύψουν τις πιο βασικές τους ανάγκες σε νερό και τροφή. Είναι τρομακτικό ότι πάνω από 800 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί ενώ αναζητούσαν βοήθεια». Τρομακτικό ήταν όμως και με 700 σκοτωμένους. Και με 500. Και με 100. Πού ληθαργούσε τότε το «πνεύμα υπευθυνότητας»; Η ανθρωπιά; Η απλή ανθρωπιά;


Δεν είναι Αουσβιτς η Γάζα. Ούτε Μπιάφρα ή Γολοντομόρ. Κάθε τραγωδία έχει τα δικά της φρικαλέα γνωρίσματα. Και όπως δεν είναι Χαμάς όλοι οι Παλαιστίνιοι, δεν είναι Νετανιάχου όλοι οι Ισραηλινοί, όλοι οι Εβραίοι. Το έδειξε προχθές, άλλη μια φορά, ο γενναίος Γκιντεόν Λεβί, που έγραψε στη Haaretz πως η πατρίδα του διαπράττει έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, «μια συστηματική εξάλειψη κάθε βιώσιμης παραμονής στον θύλακα, πριν από την απέλαση στη Λιβύη, την Αιθιοπία και την Ινδονησία». Το έδειξε ο Ισραηλινός Ομέρ Μπάρτοβ, καθηγητής Σπουδών Γενοκτονίας και Ολοκαυτώματος, που έγραψε στους New York Times, 15.7, πως «η άρνηση κρατών, διεθνών οργανισμών και ειδικών να προσδιορίσουν το Ισραήλ ως γενοκτονικό θα βλάψει σοβαρότατα τους λαούς της Γάζας και του Ισραήλ αλλά και το σύστημα του διεθνούς δικαίου, που θεμελιώθηκε μετά το Ολοκαύτωμα προς αποτροπή ανάλογων εγκλημάτων».


Το ξαναέδειξαν, με το πείσμα όσων νιώθουν βαθιά ντροπή για εγκλήματα που δεν τα διέπραξαν οι ίδιοι, έγιναν όμως στο όνομά τους, οι θαρραλέοι κάτοικοι του Τελ Αβίβ, μια εξαιρετικά ολιγάριθμη μειονότητα, που διαδήλωσαν στις 22 Ιουλίου κατά της κυβέρνησής τους. Δίπλα δίπλα, δύο πλακάτ συγκλονιστικά, αν σημαίνει πια κάτι αυτή η αφυδατωμένη λέξη. Στο ένα, αγγλιστί, το σύνθημα «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι. Γίνεται στο όνομά μας». Και δίπλα η φωτογραφία ενός μωρού πετσί και κόκαλο. Τρομαγμένο. Και κλαίει. Να ‘ναι της Μπιάφρας; Του Aουσβιτς; Της Ουκρανίας; Να ‘ναι της Γάζας; Να ‘ναι του κόσμου όλου; Δικό μας μήπως;


Η Καθημερινή, 27.07.2025 • 20:06

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Παντελής Μπουκάλας -Ξανά επίκαιρη η «ποίηση της ήττας»;

 Επειδή η Ιστορία έχει το κακό συνήθειο να επαναλαμβάνεται και σαν δράμα, και όχι μόνο σαν φάρσα, στον χώρο της Αριστεράς, ανεξάρτητα από κόμματα και συνιστώσες, απέκτησαν τις τελευταίες εβδομάδες δραματική επικαιρότητα οι ποιητές της εκείνοι που αντί των δοξαστικών, μαρτυρολογικών και αγιογραφικών στίχων επέλεξαν τη στάση της τίμιας κριτικής. Μιλάω για τους ποιητές-πολίτες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (που σχηματικά αποκλήθηκε «γενιά της ήττας»), αλλά και της δεύτερης, η οποία, όπως έγραφε ο Δημήτρης Χατζής, «με την κριτική της στάση απέναντι στις δοτές ιδέες μάς βοήθησε να ξεπεράσουμε τα ιδεολογικά κλισέ». Από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Τίτο Πατρίκιο και τον Μιχάλη Κατσαρό έως τον Βύρωνα Λεοντάρη και τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και όσους άλλους έθεσαν το δάχτυλό τους επί τον τύπον των ήλων. Για να μιλήσουν όχι πια για την πυρκαγιά που θα ’καιγε τον παλιό κόσμο για να βρει τον τόπο του ένας καινούριος, αντάξιος των ανθρώπων και της ελπίδας τους, αλλά για τα αποκαΐδια και τις στάχτες. Τον Γιάννη Ρίτσο δεν θα μπορούσαμε να τον προσθέσουμε, γιατί ο δικός του κριτικός και αυτοκριτικός λόγος, ο ποιητικός και ο αλληλογραφικός, δημοσιεύτηκε μετά θάνατον· με μια εσκεμμένη χρονοκαθυστέρηση που αδίκησε την ποίησή του.

Στους εμβληματικούς στίχους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς συγκαταλέγονται οπωσδήποτε οι δύο πρώτοι του ποιήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη «Κι ήθελε ακόμη…», της συλλογής «Συνέχεια» (1954). Γνωστότατοι είναι, χρησιμοποιήθηκαν άλλωστε με υψηλή συχνότητα τις τελευταίες ημέρες, μολαταύτα τους θυμίζω: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Ομως εγώ / δεν παραδέχτηκα την ήττα». Με τους στίχους αυτούς διασταυρώνονται και συνομολογούν οι -λιγότεροι γνωστοί, πάντως επίσης εμβληματικοί- τέσσερις τελευταίοι στίχοι από το ποίημα του Αρη Αλεξάνδρου «Η στενογραφία της νεκρής ζώνης», που γράφτηκε στον Αϊ-Στράτη της εξορίας το 1951 και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αγονος γραμμή»: «Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα. / Οποιος βρεθεί με άλογο / του μένει να τραβήξει για την ήττα / καβαλάρης».

Αναγνωστάκης και Αλεξάνδρου, γράφοντας σε βαρύτατους καιρούς, συμφωνούν στο μέγα γεγονός, την Ηττα (ήττα πολιτική, και σίγουρα όχι ηθική). Δεν θέλουν όμως να δώσουν στον χαιρέκακο νικητή τη δυνατότητα του χλευασμού και της οριστικής συντριβής τους. Ούτε εθελότυφλο βολονταρισμό έχουμε εδώ ούτε αριστερίστικο λυρισμό, όπως θα αποφαίνονταν οι μαιτρ του «ρεαλισμού». Πείσμα έχουμε. Ενα πείσμα που το γεννάει ο αυτοσεβασμός, ο σεβασμός για όσους ανώνυμους μοιράστηκαν μαζί σου την ίδια ελπίδα και την ίδια απογοήτευση, και εκείνη η «πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή νόηση», η «ολόπικρη νόηση», πάλι του Αναγνωστάκη, στις «Εποχές 2» του 1948. Δεν παριστάνεις ότι δεν βλέπεις αυτό που σου έχει συμβεί· δεν υποκρίνεσαι, πολύ χειρότερο αυτό, ότι τίποτε δεν σου έχει συμβεί. Το κοιτάς κατάματα και δεν του επιτρέπεις να σε τσακίσει διά της διαβολής. Γιατί τότε η ήττα θα ήταν πανωλεθρία.

Σε ηρεμότερες εποχές, το 1983, ο Τάσος Λειβαδίτης, στον «Τυφλό με τον λύχνο», εμφανίζεται στην αναψηλάφησή του πνιγμένος από την πεποίθηση της ματαιότητας: «Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας – αλλά μάταια, κατά πού πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά, πού πήγε ο άνεμος που σκόρπισε τόσους συντρόφους […] – ένα τέτοιο παρελθόν και δεν απόμεινε παρά λίγη στάχτη». Μελαγχολικός και ο Λυκιαρδόπουλος: «Οταν ήρθαμε / υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα / τα υπόγεια καταφύγια του στίχου / τώρα μας πήραν δρόμοι χωρίς επιστροφή / βήμα προς βήμα συλλαβίζαμε την έρημη δεκαετία».

Για να επιστρέψουμε στο «καταφύγιο που φθονούμε», ο Λεοντάρης μάς παρέδωσε το στίχο «Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής». Αλλά και πολίτες, γενικά, μόνο διά της λύπης είμαστε, αρκεί να μην της επιτρέψουμε να δράσει παραλυτικά. Αυτό δεν είναι μόνο του χεριού μας. Αλλά είναι και του χεριού μας.


Πηγή: https://www.kathimerini.gr/opinion/825562/xana-epikairi-i-poiisi-tis-ittas/

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Παντελής Μπουκάλας - Κι ο Παρθενώνας; Κι ο Παρθενώνας…

 Ηταν Ιούλιος 2017 όταν αποκαλύφθηκε ότι ακόμα και οι Μινωίτες είχαν πάθος με τα κολοειδή αναψυκτικά. Τι είχε συμβεί; Παίρνοντας άδεια από την Ισχύ της, η Coca-Cola κατέκλυσε τις επιφάνειες των λεωφορείων της Κρήτης, τα ΜΜΕ του νησιού και τα σούπερ μάρκετ με διαφημίσεις, όπου εκμεταλλευόταν ασύστολα εμβληματικές εικόνες του μινωικού πολιτισμού, λ.χ. την Τοιχογραφία των Ταυροκαθαψίων. Κάποιοι γκρίνιαξαν, άλλοι «έπεσαν από τα σύννεφα», αλλά η δουλειά της εταιρείας είχε ήδη γίνει. Και η ζημιά επίσης: Το πολιτισμικό μας απόθεμα, τμήμα λαμπρό της οικουμενικής κληρονομιάς, το σφετερίστηκε η κερδοσκοπία.

Παλαιότερα, σε διαφημίσεις της ίδιας εταιρείας, οι κίονες του Παρθενώνα είχαν πάρει βιαίως το σχήμα της φιάλης της. Το δε καλοκαίρι του 2019 η επινοητική πολυεθνική εμπορεύτηκε «συλλεκτικά» τεμάχια με τον Παρθενώνα πάνω τους, τον Λευκό Πύργο, τη Βουλή κ.ά. Εκανε τη δουλειά της κι έπειτα «τα απέσυρε», ισχυριζόμενη παραπειστικά ότι απλώς προωθούσε τον ελληνικό τουρισμό.

Σεπτέμβριο του 2020 ο Σάκης Ρουβάς, παίρνοντας άδεια από τον Ναρκισσισμό του και ποντάροντας ίσως στις υψηλές γνωριμίες του, ανεβαίνει με τζιπάκι της Μερσεντές έως την είσοδο του Ηρωδείου και, περήφανος, διαφημίζει με ανάρτησή του τον άθλο του και το αμάξι. Κάποιοι γκρίνιαξαν, άλλοι «έπεσαν από τα σύννεφα» κ.τ.λ.

Απρίλιο του 2024 ανεβαίνουν στην Ακρόπολη 150 Ινδοί επιχειρηματίες. Τους καλωσορίζει η μπάντα του Λιμενικού και τους υποδέχεται αυτοπροσώπως η Αθηνά, μαζί με Καρυάτιδες και Κούρους. «Event», είπαν. Και «performance». Ακολούθησαν τα συνήθη. «Ερευνες», το μπαλάκι της ευθύνης μπαλάκι του τένις κ.τ.λ.

Προ πενθημέρου, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, ο Περικλής, ο Φειδίας, ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης είχαν ξαφνικά την ίδια ιδέα: να πετάξουν τα παλιομοδίτικα σανδάλια και να φορέσουν αθλητικά παπούτσια, ταιριαστά με τον κακοτράχαλο Ιερό Βράχο. Διάλεξαν μάλιστα συγκεκριμένη εταιρεία, την Adidas, η οποία, πληρώνοντας αδρά, 380 ευρώ ακατέβατα, πρόβαλε με drones το σήμα και τα παπούτσια της στον νυχτερινό αττικό ουρανό. Ο Παρθενώνας; Ο οικουμενικός, ο πολύτιμος, ο αδιατίμητος Παρθενώνας; Κερδαλέο φόντο. Ακολούθησαν τα συνήθη. Τα κατόπιν εορτής και κατόπιν ντροπής.

Μια παράκληση: Ας προσέξουν λίγο παραπάνω όσοι «φυλάγουν Θερμοπύλες» και την Αρχαία Αγορά της Σπάρτης. Τα drones δεν έχουν ντροπές και δισταγμούς. Μπορεί ένα βράδυ να γράψουν στον ουρανό της Λακωνίας ή πάνω από το μνημείο του Λεωνίδα το σύνθημα «Ή ταν ή Aντίντας».

Πηγή: Η Καθημερινή, 20/05/2025

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: 

https://www.kathimerini.gr/opinion/563620888/ki-o-parthenonas-ki-o-parthenonas/?fbclid=IwY2xjawKbKhlleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFsbnF6QkFEOUVucHFSS2FvAR4QwO3E86Ud4iQGCQ3MVUECcRNm1pRw7Rr_XSKlUWERzySRX8eiFJR7JliuvQ_aem_zHlIrKVzt6HEVXbMs6-VRA


Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Παντελής Μπουκάλας - «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»


Κάθε φορά που κάποιος από τη χορεία των «επωνύμων» γίνεται  ήρωας  αλγεινών επεισοδίων (πότε γιατί περιφέρεται ένοπλος στη Βουλή, πότε γιατί προσποιείται αμνησία για να κατευνάσει τις Ερινύες, πότε γιατί «κανονίζει σαν άντρας» τα ερωτικά του, κτλ) δεν χάνουμε την ευκαιρία της ομαδικής ψυχανάλυσης / ψυχοθεραπείας, την ευκαιρία δηλαδή να θεωρήσουμε την παραβατική συμπεριφορά αποκλειστικό γνώρισμα του ψυχισμού των συγκεκριμένων ανομούντων. 
                               Άλφρεντ Άντλερ
Ενόσω δακτυλοδεικτούμε αυστηρότατοι τους «κακούς» κερδίζουμε (έτσι νομίζουμε δηλαδή) τη διαφορά μας, τη λευκότητά μας, την αγιοσύνη μας. Κι ωστόσο, Ο κ. Κ., ο κ. Γ., ο κ. Γ., ο κ. Τ., ο κ. Εξουσία τυγχάνουν εκπρόσωποί μας και ως προς αυτό, ως προς την ωμότητα δηλαδή και τη μαγκιά, με την οποία όλο και συχνότερα ταυτίζεται το θρυλικό «ελληνικό φιλότιμο».
Η πολεμική κραυγή «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» -μια κραυγή που για την εκφορά της αρκούν τα δόντια και περιττεύει η γλώσσα- δεν εκστομίζεται μόνο από τους διάσημους, τους εξουσιούχους, τους κατέχοντες. Είναι ένα εμβατήριο γραμμένο στη μαγνητοταινία που παίζει η μηχανική ψυχή όλων μας. Με την ευκολία που έχουμε να αναβαθμίζουμε σε μείζον το παντελώς ασήμαντο, το τιποτένιο, μπορούμε να σφαχτούμε (κι όχι μόνο στα λόγια) για οτιδήποτε θα μας φαινόταν καταγέλαστο αν δεν είχε θολώσει ο νους και το βλέμμα μας: Για την προτεραιότητα ή για μια θέση παρκαρίσματος (άλλωστε ο εγωισμός μας όταν κυκλοφορεί εποχούμενος, όταν προστατεύεται από το τετράτροχο άρμα του, συντρίβει όλα τα δεσμά του λεγόμενου πολιτισμού), για μια καρέκλα στην πολυσύχναστη ταβέρνα που την πρόλαβε κάποιος άλλος, για τα νερά που τρέχουν από το μπαλκόνι του γείτονα, για το μωρό που γκρινιάζει μεσημεριάτικα (θαρρείς κι είναι... 
μαγνητόφωνο και μπορείς να του πατήσεις  το στοπ), για τη μπαλιά του πιτσιρικά που λάθεψε στην αμμουδιά και πέτυχε κάποιον λουόμενο ή ηλιοθεραπευόμενο (δεν γεννήθηκαν δα Ρονάλντο όλοι οι μπόμπιρες), για την απύθμενη αναίδεια του προκαθημένου μας στον θερινό κινηματογράφο που δεν λέει να σκύψει καίτοι ψηλέας η, ακόμη καλλίτερα να φύγει, για την ουρά στο λεωφορείο, στο φερι-μποτ, στα διόδια, στο σούπερ μάρκετ, στο φούρνο, στο περίπτερο. 
Πιστόλια ευτυχώς δεν κουβαλάμε ακόμη (ή μάλλον δεν κουβαλάμε όλοι μας, γιατί με το πρόσχημα των κλοπών όλο και περισσότεροι φροντίζουν να εξοπλίσουν την εκβιασμένη ανασφάλειά τους), αλλά και τα χέρια αρκούν, κι ύστερα, φονικότερο όπλο από  τη γλώσσα και το βλέμμα δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί, κι ούτε θα βρεθεί ποτέ.
Κι αλίμονο αν η αφέλειά σου ή η όψιμη, οικολογική σου ευαισθησία διανοηθεί να συστήσει σε κάποιον, με τον κομψότερο (ή και δουλικότερο) τρόπο, να μην πετάει με ανάλαφρη μαγκιά αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου του, κυρίως όταν διασχίζει τον Παρνασσό ή τον Ταΰγετο, η την αδειασμένη φιάλη του νερού, το οποίο έχει φτάσει να μας κοστίζει όσο σχεδόν και η τροφή. Αλίμονο αν παραπονεθείς για την καπνούρα που φεύγει από την εξάτμιση  του προπορευόμενου οχήματος, ή αν θυμίσεις ευγενικά σε κάποιον οδηγό ότι είθισται να μην περνάμε με κόκκινο και να ανάβουμε το φλασάκι μας πριν στρίψουμε αριστερά η δεξιά, για τον απλούστατο λόγο ότι τα θανατηφόρα τροχαία δεν επιλύουν το δημογραφικό μας πρόβλημα. Τότε ο «θιγμένος ανδρισμός μας» (επιχείρημα που μάλλον έχει αντίκρισμα και στα δικαστήρια) απαιτεί να πάρει το αίμα του πίσω, προπαντός αν η «προσβολή» ετελέσθη παρουσία τρίτων. Και ξεθηκαρώνουμε τότε το φανατισμό μας, κλειδαμπαρώνουμε την ψυχραιμία μας, στήνουμε μια γκιλοτίνα για το χιούμορ μας, κι ορμάμε Ακάθεκτοι.
Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»... 
Βεβαίως και ξέρω, και ξέρεις, και ξέρουμε. Ξέρω πως είσαι όμοιος μου στα καλά και στα κακά ετοιμοπαράδοτος του θυμού, μονίμως με την αίσθηση του "αδικημένου», άρα και μονίμως ορισμένος. 
Ξέρω, και ξέρεις, ότι μοιάζουμε στο χαώδες βάθος μας, όσες όποιες πανοπλίες κι αν φρόντισε να φορτωθεί ο καθένας μας για να ελέγξει την ευκολία του ενστίκτου. 
Όλοι μας είμαστε κάτι, είμαστε κάποιοι, έστω κι αν ο χρόνος επιμένει αγέλαστος πως είμαστε κάτι λιγότερο από το τίποτε. Μόνο που να, δεν μπορούμε να τα βολέψουμε αυτά τα διαφορετικά «κάτι», να τα πείσουμε να συνυπάρξουν, να αλληλοαναγνωριστούν, να αποδεχθεί το ένα τη μοναδικότητα του άλλου. 
Εισερχόμαστε στην κοινωνία, (στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στο «λειτούργημα», στο γήπεδο, ως και στην εκκλησία την ώρα του «Δεύτε λάβετε φως!») σαν φορείς μιας παράδοσης που τιμά την αντιπαράθεση, τη φιλυποψία, την ξινή ψυχή, η οποία εγγράφεται πάραυτα και στα αναλόγως ξινισμένα μούτρα μας. Είμαστε προετοιμασμένοι, εκπαιδευμένοι να βρίσκουμε παντού (και μόνο) εχθρούς, διαβολείς, κακότροπους που μας φθονούν και συνωμοτούν εις βάρος μας. 
Την πραότητα, την όρεξη της κουβέντας, της παρέας ακόμη (της τόσο μυθολογημένης), πρέπει να την επινοήσουμε με πολύ κόπο (γιατί χρειάζεται να υπολογίσουμε σωστά τις βαθύτατες ανάγκες μας και ταυτόχρονα να τιθασέψουμε τον έρωτά μας για την μονήρη διαδρομή της εχθρευόμενης αυτάρκειας), ή πρέπει να μας έχουν ευλογήσει πλούσια οι περιστάσεις, μια ήσυχη ακρογιαλιά ας πούμε, η θερινή χαλάρωση ώρα νυκτός κτλ. Φυσικότερη μας φαίνεται η συμπεριφορά που (μάλλον άδικά κατά τους φυσιοδίφες) αποδίδεται στον λύκο μονιά. 
Γιατί; Γιατί «μας πνίγει, κι το δίκιο». Κι επειδή όλους μάς πνίγει το δίκιο, επειδή δηλαδή έτσι αισθανόμαστε, ευκόλως τεκμαίρεται ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πέλαγος, το Εγαίον πέλαγος, , με έψιλον κι όχι με άλφα γιώτα, γιατί βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του Εγώ, του θηριώδους Εγώ και όχι του Αιγέα, όπως ισχυρίζονταν οι μύθοι 

Εφημερίδα: Η Καθημερινή

Αναδημοσίευση από: https://hamomilaki.blogspot.com/2011/11/egeismos-xereis-poios-eimai-ego-re.html

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Παντελής Μπουκάλας - Η μνήμη και η σιωπή



Η επίσκεψη σε μουσείο αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα, λ.χ. της Θεσσαλονίκης, σε συγκλονίζει. Φτάνει την αντοχή σου στα όριά της και σε κάνει να ντρέπεσαι που ανήκεις στο ίδιο είδος με τους ναζί. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε, αλλά μόνο μέχρις ενός σημείου, ποια μαύρη τρύπα απείλησε να καταπιεί τους στρατιώτες των Συμμάχων που απελευθέρωσαν τα στρατόπεδα μαζικής εξόντωσης ανθρώπων, που θεωρητικοποιήθηκε ρατσιστικά, οργανώθηκε επιστημονικά και εφαρμόστηκε εργοστασιακά. Η μαύρη τρύπα μιας οργής που σε παραλύει και σε αποσβολώνει. Αλλά και του πανικού μπροστά στα εγκλήματα που είναι ικανή να διαπράξει η δίποδη κορωνίδα της φύσης.

Οσες μαρτυρίες και μελετήματα κι αν διαβάσεις, όσα ντοκιμαντέρ κι αν δεις, πάντα δεν θα καταλαβαίνεις πώς έγινε εφικτό το αδιανόητο: η εξάλειψη εκατομμυρίων «παρασίτων». Ο αφανισμός –με όπλο την πείνα, τα κρεματόρια, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια και τα πειράματα– ανθρώπων που έτυχε να γεννηθούν Εβραίοι, Τσιγγάνοι, Σλάβοι, ανάπηροι. Ή να είναι αντιστασιακοί ή ομοφυλόφιλοι. Στην πραγματικότητα, δεν καταλαβαίνεις επειδή αρνείσαι να καταλάβεις. Και αρνείσαι επειδή φοβάσαι ότι, αν εντάξεις την απόλυτη Υβρι σε σχήματα εξηγητικά, θα σχετικοποιήσεις τη φρικαλέα σημασία της. Σαν να αναγκάζεις το ουρλιαχτό να αρθρωθεί σε τυπική φρασούλα. Ή να σβήσει χωρίς καν να ακουστεί. Μετά τον πόλεμο η σιωπή πήρε πολλές μορφές. Σώπασαν βέβαια οι εγκληματίες, όσοι «εκτελούσαν εντολές» και «δεν ήξεραν τίποτε». Αλλαξαν όνομα και πόλη, ξαναπαντρεύτηκαν, ξαναπήγαν στην εκκλησία, ξανάγιναν ευυπόληπτοι πολίτες. Κι ας ήταν ανάμεσά τους και βασανιστές, εκτελεστές, υπεύθυνοι κρεματορίων, πειραματιστές γιατροί, διαλογείς τής προς εξάλειψη μάζας: ποιος θα εκτελεστεί αμέσως, ποιος θα ζήσει για να δουλέψει μέχρι να πεθάνει.

Σώπασαν και οι νικητές Σύμμαχοι. Χρειάζονταν επιστήμονες για το εξοπλιστικό τους πρόγραμμα, κι ας ήταν και ναζί, ή «μπιστικούς» για τον νέο πόλεμο, ψυχρό τώρα, που δεν άργησε να ξεσπάσει. Ο Κουρτ Βαλντχάιμ, που κατηγορήθηκε ως εμπνευστής του σχεδίου αφανισμού των Γιαννιωτοεβραίων, έφτασε να γίνει γενικός γραμματέας του ΟΗΕ.

Σώπασαν όμως και πολλοί επιζώντες. Αντεξαν τα μαρτύριά τους στα στρατόπεδα, αλλά τους συνέθλιβε το βάρος της μαρτυρίας τους, που άλλωστε για χρόνια δεν γινόταν πιστευτή. Η μνήμη τους φύλασσε τα πάντα, δεν ήθελαν εντούτοις να αφηγούνται όσα υπέστησαν από άλλους ανθρώπους. Εάν αυτοί ήταν άνθρωποι.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/opinion/561692233/i-mnimi-kai-i-siopi/

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Παντελής Μπουκάλας - H αρχαία ελληνική γλώσσα και η ιστορία της

 Σπουδών – Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 256.

«Αντώνις Λόνγκος Νειλούτι τη μητρί πλίστα χαίρειν, και διά παντός εύχομαί σε υγιαίνειν. Το προσκύνημά σου ποιώ κατ΄ αικάστην ημαίραν παρά τω κυρίω Σεράπειδει. Γεινώσκειν σαι θέλων ότι ουχ ήλπιζον ότι αναβένις εις την μητρόπολιν· χάριν τούτου ουδ΄ εγό εισήλθα εις την πόλιν. Αιδυσοπούμην δε ελθείν εις Καρανίδαν, ότι σαπρώς παιριπατώ. Αίγραψά σοι ότι γυμνός ειμεί.»

 Σ΄ έναν δάσκαλο, κείμενα τόσο ανορθόγραφα όπως αυτό προκαλούν ταραχή και απελπισία. Για έναν διορθωτή, μπορεί και να σταθούν αφορμή να αλλάξει δουλειά μπαϊλντισμένος. Για έναν γλωσσσολόγο όμως, για έναν ιστορικό της γλώσσας, οι ανορθογραφίες αυτές είναι θησαυρός, γιατί, αναζητώντας τη λογική και την ερμηνεία τους, εντάσσοντάς τες στο χρόνο και το χώρο τους, μπορεί να κατανοήσει πώς αλλάζει μια γλώσσα, πού την οδηγούν οι χρήστες της, ποια «λιθάρια» σέρνει κάθε φορά το μεγάλο ποτάμι, για να τα λειάνει ή να τα απορρίψει στις εκβολές του.

Λάθη με… νόημα

Τα λάθη δεν είναι ποτέ δίχως νόημα, κι αυτό δεν ισχύει μόνο στην ψυχανάλυση. Σ’ αυτήν τη λαθοβριθή επιστολή, λοιπόν, γραμμένη τον 2ο αιώνα μ.Χ. από κάποιον «άσωτο υιό» από την Αλεξάνδρεια, το έμπειρο μάτι εντοπίζει, και εξηγεί, τις μεταβολές που υφίσταται η ορθογραφία όχι μόνο και μόνο λόγω αγραμματοσύνης αλλά και επειδή, εν τω μεταξύ, πήρε ν΄ αλλάζει η προφορά και να χάνεται ο μουσικός τονισμός των αρχαίων ελληνικών. «Οι αλλαγές στην προφορά φαίνονται στα ορθογραφικά λάθη που κάνει ο επιστολογράφος, π.χ. «σαι» αντί «σε», «ημαίραν» αντί «ημέραν», που δείχνουν ότι τα «αι» και «ε» προφέρονταν πια με τον ίδιο τρόπο· «πλίστα» αντί «πλείστα», «αναβένις» αντί «αναβαίνεις», που δείχνουν ότι τα «ι» και «ει» προφέρονταν επίσης με όμοιο τρόπο· το ίδιο συμβαίνει και με τα «ο» και «ω»: βλ. «εγό» αντί «εγώ» και ίσως «σαπρώς» αντί «σαπρός»» σημειώνει ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, στη νέα «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», που εκδόθηκε πρόσφατα, λίγους μήνες μετά τον αδόκητο χαμό του, σαν μεταθανάτιο δώρο.

Ως καθηγητής της γλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντής του Τμήματος Γλωσσολογίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ο Α.-Φ. Χριστίδης (γεν. στη Θεσσαλονίκη το 1946) είχε επιμεληθεί την εντυπωσιακή «Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα», αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας, που εκδόθηκε το 2001 από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Με την τωρινή, παιδαγωγικής σκόπευσης «Ιστορία» του, που διατηρεί την επιστημονική της αυστηρότητα παρότι απευθύνεται κατ΄ αρχήν σε διαφορετικό κοινό, σε μαθητές δηλαδή, εγκαινιάστηκε η δημοσίευση από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του πιλοτικού προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιολογία στη Μέση Εκπαίδευση» το οποίο εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαδευτικής Ερευνας, με συντονιστή τον Δ. N. Μαρωνίτη. Οι άλλοι τόμοι που θα ολοκληρώσουν τη σειρά είναι: «H Ρώμη και ο κόσμος της» του Θ. Παπαγγελή, «Αρχαία ελληνική γραμματολογία» του Φάνη Κακριδή, «Αρχαία ελληνική φιλοσοφία» του B. Κάλφα και του Γ. Ζωγραφίδη, και «Αρχαϊκή επική ποίηση» του Δ. N. Μαρωνίτη και του Λ. Πόλκα.

Χωρίς επιστημονικές αβαρίες λοιπόν αλλά και χωρίς το παραμικρό ιδεολογικό σκόντο, ο Α.-Φ. Χριστίδης επέλεξε για τη συνοπτική «Ιστορία» του έναν αφηγηματικό τρόπο που διασώζει αρκετά από τα γνωρίσματα της προφορτικότητας και της συνομιλίας. Με το επανερχόμενο «ακούστε τώρα…» ή με το επίσης επανερχόμενο, μαιευτικού χαρακτήρα «πώς το ξέρουμε αυτό;», είναι σαν να λέει το παραμύθι της γλώσσας, την ιστορία της δηλαδή, προεντάσσοντας στην εξιστόρησή του τις πιθανότατες απορίες των μαθητών-αναγνωστών. Επιτυγχάνοντας μια συναρπαστική απλότητα, ξετυλίγει μεθοδικά το νήμα με δώδεκα σταθμούς-κεφάλαια. Αρκούν ίσως οι τίτλοι τους για να αποκαλύψουν το συνολικό πεδίο του εγχειριδίου, στο οποίο ανήκει και η νέα ελληνική, όσο κι αν δεν καταγράφεται στον τίτλο του βιβλίου: «Τα μυστικά της γλώσσας», «Οι ήχοι της γλώσσας», «Τα μυστικά της γραφής», «Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα», «H ελληνική γλώσσα και το αλφάβητο», «Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά», «H αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία ελληνική γλώσσα», «Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», «H συνάντηση της αρχαίας ελληνικής με άλλες γλώσσες», «Πώς άλλαξε η αρχαία ελληνική γλώσσα», «Αττικισμός: η “καλή” και η “κακή” γλώσσα», «Προς τα νέα ελληνικά». H εξιστόρηση συμπληρώνεται με ασκήσεις, εικονογράφηση, δείγματα κειμένων και βιβλιογραφίες.

Απαντώντας στους μαθητές-αναγνώστες του ο συγγραφέας, γλωσσολόγος που δεν οχυρώθηκε ποτέ σε κάποια επιστημονική ουδετερότητα, απαντά και ελέγχει και ορισμένους από τους ιδεολογικής ή και ιδεοληπτικής κοπής μύθους που συνοδεύουν χρόνια πολλά τώρα τις αναφορές στη γλώσσα. Μύθος πρώτος, η παρθενογένεση της αρχαίας ελληνικής ή η δημιουργία της απευθείας από τους θεούς (εξού και η διαβόητη «κρυμμένη αριθμοσοφία» της), οι διακινητές του οποίου καταλήγουν να αναιρούν προπετώς την άποψη που είχαν για τη γλώσσα τους και το αλφάβητό της οι ίδιοι οι αρχαίοι Ελληνες.

Προϊόντα δανεισμού

Ουδόλως υποτιμάται η αρχαία ελληνική αν αποδεχτούμε αυτό που μαρτυρεί η ιστορία και αφηγούνται με τη δική τους γοητευτική σαφήνεια οι μύθοι (ο μύθος του Κάδμου λόγου χάρη), ότι τα γράμματά της, τα σύμφωνα, τα δανείστηκε από τους Φοίνικες (με τη σειρά τους οι Ετρούσκοι κι αργότερα οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ελληνες το αλφάβητο για να γράψουν τη γλώσσα τους). Ουδόλως υποτιμάται επίσης αν αποδεχτούμε ότι, όπως κάθε γλώσσα που μετέχει σε ένα αέναο και ασύνορο δούναι και λαβείν, δανείστηκε ξένες λέξεις. Κι όπως σήμερα δεν ενοχλούμαστε (ή δεν το ξέρουμε καν) από το ότι η λέξη «λουλούδι» έχει αλβανική καταγωγή, έτσι και οι αρχαίοι δεν ενοχλούνταν (ή δεν τον ήξεραν καν όλοι τους) από το ότι το «ρόδον» ήταν πιθανότατα περσικής προελεύσεως. «Το 40% περίπου του λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής είνιαι προϊόν δανεισμού» σημειώνει ο συγγραφέας, και συνεχίζει: ««Καθαρές» γλώσσες δεν υπάρχουν, γιατί οι λαοί και κι οι πολιτισμοί δεν ζουν σε γυάλες αλλά σε συνεχή επαφή, εχθρική ή φιλική, μεταξύ τους».

Δεν χαλάνε οι γλώσσες

Με αυτά κατά νουν, ο συγγραφέας ξηλώνει συστηματικά ένα άλλο μύθευμα, που συχνά οδηγεί σε θρηνωδίες: το μύθευμα που ταυτίζει ανιστόρητα την αλλαγή μιας γλώσσας με την αλλοίωσή της, τη φθορά της. «Οι γλώσσες αλλάζουν, δεν χαλάνε», λέει και ξαναλέει ο Τάσος Χριστίδης, και η επιμονή του αυτή, όσο και τα επιστημονικά τεκμήρια που τη στοιχειοθετούν, αντιτίθεται στην επιμονή μοιρολογίστρας όσων ανακοινώνουν κάθε τόσο το θάνατο μιας γλώσσας, της νέας ελληνικής, που ωστόσο τη μιλούν και τη γράφουν εκατομμύρια άνθρωποι, ανάμεσά τους και πολλοί νέοι χρήστες, μη Ελληνες.

Ιστορώντας το πώς διάβαζαν οι αρχαίοι Ελληνες (όχι σιωπηλά αλλά «φωναχτά»), ο συγγραφέας θυμίζει και τα εξής: « [Οι αρχαίοι] χρησιμοποιούσαν επίσης για την ανάγνωση (το διάβασμα) και το ρήμα «νέμω», που σημαίνει «διανέμω, μοιράζω». Αυτό δεν είναι τυχαίο. Υπονοεί ότι η πληροφορία, η γνώση που κερδίζεται από την ανάγνωση, δεν αφορά μόνο τον αναγνώστη αλλά μοιράζεται και στους άλλους». Αυτήν ακριβώς τη δημοκρατία της πληροφόρησης, τη δημοκρατία της γνώσης, υπηρετεί το τελευταίο έργο του Τάσου Χριστίδη.

Α.-Φ. Χριστίδης: «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας». Συνεργάστηκε η Μαρία Θεοδωροπούλου. Πρόλογος: Δ. N. Μαρωνίτης. Ινστιτούτο Νεοελληνικών

Πηγή:https://www.kathimerini.gr/culture/217006/h-archaia-elliniki-glossa-kai-i-istoria-tis/?fbclid=IwAR1i6tzzzbA9lX3acvmDGQ_B6Dnrz9lTc13XzyaJ8LzVIrkMuw0jzN7uwQQ

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Παντελής Μπουκάλας - Ενα Μουντιάλ χειρότερο από τ’ άλλα

 Είμαστε πια στον μήνα του Μουντιάλ. Και του Κατάρ. Οι εθνικές ομάδες περιμένουν να διακοπούν τα πρωταθλήματα για να συγκροτηθούν, οι μεγάλοι χορηγοί ετοιμάζουν τα διαφημιστικά τους, τα πρακτορεία ειδήσεων τις αποστολές τους. Ειδήσεις βέβαια υπάρχουν και τώρα, κι ας μην τιμώνται με τίτλους πηχυαίους. Ιδού:
Είδηση πρώτη: Σύμφωνα με δημοσίευμα του Associated Press, το Κατάρ κατάφερε να εξασφαλίσει τη διοργάνωση του Μουντιάλ χάρη (και) στις υπηρεσίες πρώην πράκτορα της CIA, που κατασκόπευε αξιωματούχους της FIFA και αντίπαλων διεκδικητριών χωρών, γνώριζε τα σχέδιά τους και ικανοποιούσε τις επιθυμίες τους. Είδηση δεύτερη: Τρεις εβδομάδες πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα, χιλιάδες Ασιάτες και Αφρικανοί εργάτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μέσα σε δύο ώρες τα καταλύματά τους στην Ντόχα, γιατί τα κτίρια προορίζονται για τους τουρίστες. «Οι εξώσεις διατηρούν τη λαμπερή βιτρίνα του Κατάρ, δεν αναγνωρίζεται όμως δημόσια ότι αυτή υπάρχει λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού», δήλωσε στέλεχος της οργάνωσης Migrant-Rights.org. Είδηση τρίτη: Την 1η Νοεμβρίου, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) γνωστοποίησε ότι στο δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2021 – Οκτωβρίου 2022 κατατέθηκαν στο υπουργείο Εργασίας του Κατάρ 34.424 καταγγελίες για μη καταβολή δεδουλευμένων. Είδηση τέταρτη: Ο εμίρης του Κατάρ, Ταμίμ Χαμάντ αλ Τάνι, εντίμως αυτοκριτικός, δήλωσε «περήφανος για την ανάπτυξη, τη μεταρρύθμιση και την πρόοδο της χώρας του» και κατήγγειλε σαν «συκοφαντική αντιμουσουλμανική εκστρατεία» τις καταγγελίες για παραβίαση των κάθε είδους δικαιωμάτων των εργατών…
Σαν δουλοπάροικοι αντιμετωπίστηκαν οι μετανάστες από το Νεπάλ, την Ινδία, το Μπανγκλαντές. Για να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας στο Κατάρ, αναγκάστηκαν να πληρώσουν αδρά κάποιους αετονύχηδες «ειδικούς πράκτορες». Δεν βρήκαν φυσικά τη Γη της Επαγγελίας. Τα αλλεπάλληλα επιτόπια ρεπορτάζ του Guardian πληροφόρησαν όσους ήθελαν να πληροφορηθούν (όχι, η UEFA και η FIFA δεν ήταν ανάμεσά τους) ότι το πατροπαράδοτο σύστημα «kafala», που το καθεστώς είχε δεσμευτεί να το καταργήσει (δεν ήταν αυτή η μοναδική «δέσμευση» που καταπατήθηκε ανενδοίαστα), απαγόρευε την αλλαγή δουλειάς, όσο ανυπόφορη και αν ήταν. Επρεπε να επιστρέψεις στη φτωχή πατρίδα σου, να υποβάλεις και πάλι αίτηση και, καλού κακού, να ξαναπληρώσεις τον πράκτορα. Ανελέητες οι συνθήκες εργασίας, τραγικές οι συνθήκες διαβίωσης. Πολλοί μετανάστες, με το τέλος της βάρδιας, μεταφέρονταν στην άκρη της ερήμου, σε ένα αχανές συγκρότημα θερμοκηπίων. Ανάμεσα στα θερμοκήπια βρίσκονταν τα καταλύματά τους, στενάχωρες, ρυπαρές καμπίνες. Σε καθεμία στοιβάζονταν σε κουκέτες δέκα άνθρωποι. Τα λιγοστά πράγματά τους, μια αλλαξιά, δυο μπουκάλια νερό, μια πετσέτα, τα στρίμωχναν κάτω από τα κρεβάτια, στο πάτωμα. Τα προσωπικά τους έγγραφα, όπως και το κινητό τους, τα κατακρατούσε η επιχείρηση, συνώνυμη του κράτους. Παράθυρα στις καμπίνες δεν υπήρχαν.
Χιλιάδες ξεψύχησαν την ώρα της δουλειάς, σε «ατυχήματα» ή από εξάντληση· ανεξακρίβωτο πόσοι. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 15.021 μη Καταριανοί εργάτες πέθαναν στα χρόνια 2010-2019. Αρνούμενη την πραγματικότητα, αλλά και τις αποζημιώσεις που αξιώνουν οι συγγενείς των θυμάτων, η Ανώτατη Επιτροπή για την Παράδοση και την Κληρονομιά της Διοργάνωσης υποστηρίζει ότι μόλις τρεις πέθαναν ενόσω δούλευαν για κάποιο από τα έργα του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Να τος ο παράδεισος. Αυτό θα πουν, αυτό λένε ήδη, όσοι εκθειάζουν τα οικοδομήματα που ύψωσαν στην έρημο οι νέοι φαραώ. Κι ας τα θεμελίωσαν στο αίμα. Γενικά, η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» δεν νοιάστηκε για τους ανώνυμους και αναλώσιμους εργάτες. Πολιτικοί (ανάμεσά τους και ο Ελληνας πρωθυπουργός) και διασημότητες της σόου μπίζνες φωτογραφίζονται χαμογελαστοί, κρατώντας την μπάλα του Μουντιάλ που τους χαρίζει ο Τζάνι Ινφαντίνο. Ο Ιταλός διαδέχτηκε το 2016 στην προεδρία της FIFA τον Ελβετό Ζεπ Μπλάτερ, όταν αυτός παραιτήθηκε, μετά την αποκάλυψη ενός τεράστιου σκανδάλου δωροδοκιών και «μαύρου» χρήματος στους κόλπους της κορυφαίας οργάνωσης, την οποία διοικούσε «ανεπίληπτα» επί δεκαεπτά χρόνια.
Λίγοι στενοχωρήθηκαν από τις κηλίδες του αίματος πάνω στην μπάλα, γιατί λίγοι ήταν πρόθυμοι να τις διακρίνουν. Και λίγοι δοκίμασαν να διαμαρτυρηθούν, έστω συμβολικά. Στη Νορβηγία τρεις σύλλογοι, όχι από τους ισχυρούς, κάλεσαν την ποδοσφαιρική ομοσπονδία να μποϊκοτάρει το Μουντιάλ. «Θα είναι σαν να παίζουμε σε νεκροταφεία», δήλωσε ο Ολε Κρίστιαν Σάνβικ, εκπροσωπώντας τους υποστηρικτές του μποϊκοτάζ. Στη σχετική ψηφοφορία της ομοσπονδίας, πάντως, 368 ψήφισαν κατά του μποϊκοτάζ και μόλις 121 το υποστήριξαν. Σίγουρα μέτρησε σοβαρά η απειλή της FIFA ότι θα αποκλείσει τη Νορβηγία από το επόμενο Μουντιάλ. Οι αποκλεισμένοι από τη «μεγάλη γιορτή», από μια σκηνή με δισεκατομμύρια θεατές, βλέπουν την αξία τους να μειώνεται στο χρηματιστήριο της μπάλας.
Προς αυτοπαραμυθία τους, και προς πολύ μικρή παρηγορία ημών των υπολοίπων, οι Νορβηγοί εμφανίστηκαν σε κάποια παιχνίδια της Εθνικής τους με δύο συνθήματα πάνω στο μπλουζάκι τους, πριν φορέσουν την κανονική φανέλα: «Fair play for migrant workers» και «Human rights on and of the pitch». Ναι, δεν είναι ασήμαντο να βλέπεις τον αστραφτερό Ερλινγκ Μπράουτ Χάλαντ να υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δυστυχώς, όμως, το πολυπλόκαμο σύστημα που θησαυρίζει από τις μεγάλες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις απορροφά εύκολα τέτοιες διαμαρτυρίες. Απορροφήσιμη μοιάζει και η μορφή συμβολικής αντίδρασης που επέλεξαν οι Δανοί. Αμυνόμενοι στο δόγμα «ό,τι φαίνεται, αυτό υπάρχει», αποφάσισαν να αντεπιτεθούν με βάση το δικό τους δόγμα: «Ο,τι δεν φαίνεται, αυτό σημαίνει και μιλάει». Το λογότυπο της εθνικής τους ομοσπονδίας θα έχει το ίδιο χρώμα με την υπόλοιπη φανέλα, ώστε να μη διακρίνεται. Η εξήγηση της σχεδιάστριας εταιρείας: «Με τη φανέλα της Δανίας θέλουμε να στείλουμε ένα μήνυμα κατά του Κατάρ για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γι’ αυτό οι λεπτομέρειες της εμφάνισης δεν είναι εμφανείς. Δεν θέλουμε να είμαστε ορατοί σε ένα τουρνουά που κόστισε χιλιάδες ζωές. Στηρίζουμε την Εθνική Δανίας, όχι όμως και το Κατάρ».
Πόσοι θα δουν το εσκεμμένα δυσδιάκριτο μήνυμα, θα το κατανοήσουν και θα το προσυπογράψουν; Μάλλον λίγοι. Και ακόμη λιγότεροι θα υιοθετήσουν την άποψη του παλαίμαχου Ερίκ Καντονά και θα μιμηθούν τη στάση του. Ο σπουδαίος Γάλλος κυνηγός, εξαιρετικός γνώστης της ιστορίας του ποδοσφαίρου, δήλωσε ότι δεν θα δει κανένα παιχνίδι, γιατί αυτό που μετράει είναι οι χιλιάδες θάνατοι μεταναστών. «Στη ζωή υπάρχουν πράγματα πολύ πιο σημαντικά από το ποδόσφαιρο», είπε. Το πιο πιθανό είναι ότι τις ημέρες του Μουντιάλ η υφήλιος θα πάρει άλλη μία φορά το σχήμα και τα χρώματα της μπάλας. Ας βρουν ωστόσο τον τρόπο κάποια μόρια του μυαλού μας να διακρίνουν τις κηλίδες πάνω στην μπάλα, που θα σβήνουν με κάθε τρίπλα, κάθε γκολ, κάθε λαϊκό αλαλαγμό.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/opinion/562125139/ena-moyntial-cheirotero-apo-t-alla/?fbclid=IwAR2WAL3cPQD2XjSKrfOKe9EALaiwE5e48PDbrcI4xGJEna4ff9biwJl-vk0

Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

Παντελής Μπουκάλας-Εθνικό δράμα

 Ναι, έχει απόλυτο δίκιο ο Ηλίας Μακρής στο συγκλονιστικό χθεσινό σκίτσο του: «Δυστυχώς οι φωτιές δεν σβήνουν με τα δάκρυα». Αν έσβηναν, δεν θα ’χαν καταπιεί οι φλόγες, και με τόση ευκολία, δέντρα, σπίτια, ζώα και αυτοκίνητα στην Αττική, στην Εύβοια, στην Ηλεία, στα Γρεβενά, στη Μεσσηνία. Γιατί μέρες τώρα κλαίμε όλοι, ακόμα κι αν τα μάγουλά μας παραμένουν στεγνά. Οσοι χάνουν το βιος τους, όσοι πολεμούν τις φλόγες με άγονη αυταπάρνηση, είτε επαγγελματίες της πυρόσβεσης είναι είτε εθελοντές, όσοι παρακολουθούμε με ανήμπορο θυμό τον θάνατο των δασών μας, τον θάνατό μας, σε απευθείας σύνδεση. 

Αλλά πράγματι κλαίμε όλοι; Πράγματι μας καλύπτει όλους το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο της θυμωμένης θλίψης; Μακάρι να ’ταν έτσι. Αλλά δεν είναι. Ουδέποτε ήταν. Ποτέ τα μείζονα εθνικά δράματα, όπως το τωρινό, δεν συγκινούν εξίσου τους πάντες. Γιατί υπάρχουν και οι ειδικευμένοι των κροκοδείλιων δακρύων ή του μοιρολογιού της φώκιας. Ψευτοκλαίνε για να μαζέψουν σ’ ένα λεκανάκι το ψυχρό υγρό που τρέχει από τους δακρυγόνους αδένες, όχι από την ψυχή τους, ώστε να το χρησιμοποιήσουν έπειτα για να ξεπλύνουν τα λερά χέρια τους. Κροκοδειλοπιλάτοι.

Κι είναι και κάμποσοι που δεν κλαίνε καθόλου. Είναι όσοι πορεύονται με το κυνικό δόγμα «ό,τι είναι να καεί, θα καεί», άχτιστο και χτισμένο, οπότε το παν είναι να μην τσουρουφλιστούμε εμείς, να μην μουντζουρώσει η στάχτη το φιλοτεχνημένο προσωπείο μας. Είναι επιπλέον όσοι οσφραίνονται εξαιρετικές επενδυτικές – αγιογδυτικές ευκαιρίες και στα καρβουνιασμένα. Τυχοδιώκτες χωρίς πατρίδα, και γηγενείς να είναι. Ή μάλλον τυχοδιώκτες που δεν το έχουν σε τίποτε να παραστήσουν τους ευπατρίδες ανάμεσα στο ένα πρότζεκτ και στο άλλο. 

Η ζωή στην Αττική, στην Εύβοια, στην Ηλεία δεν θα ’ναι πια η ίδια. Μια κουβέντα είναι ότι «τα δέντρα θα ξαναφυτρώσουν και τα σπίτια θα ξαναχτιστούν». Ξέρουμε ότι, με την ευλογία της ρουσφετοπολιτείας, στα καμένα τα αυθαίρετα φυτρώνουν ταχύτερα από τα δέντρα. Κι ότι τα σπίτια δεν είναι σκέτοι τοίχοι και οικοσκευές. Εστίες μνήμης είναι. Οι τοίχοι, ναι, ξαναχτίζονται. Οχι τα σπίτια.

Η ζωή στην Ελλάδα δεν θα ’ναι πια η ίδια. Στη Μεσόγειο όλη και στα Βαλκάνια, που φλέγονται μαζί μας. Δεν είναι πια η ίδια, κι ας υποκρινόμαστε ότι τίποτε κακό δεν συνέβη τα τελευταία χρόνια. Ολα έχουν αλλάξει. Ο καιρός, οι θάλασσες, τα βουνά μας. Δεν είναι πια φίλοι μας. Μας εχθρεύονται. Γιατί δεν τα μετρήσαμε ποτέ σαν φίλους. Σαν τουριστικό προϊόν τα υπολόγιζε πάντα η κουτή απληστία μας.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/opinion/561460771/ethniko-drama/?fbclid=IwAR2rDLOj5Au1oeLhXSAPskFO29NG7HN7WJrLUhz_CJUdY1jljRIToQU_clc

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Παντελής Μπουκάλας-Τι είν’ η παιδεία μας

 
Καλλιτεχνικά μαθήματα; Καταργητέα. Μουσική; Εξοβελιστέα. Κοινωνιολογία; Απορριπτέα – δώστε της μια ωρίτσα να τελειώνουμε, πάρτε την από τη Φυσική. Ελεύθερο Σχέδιο; Εξοριστέο. Γραμμικό Σχέδιο; Περιττό. Σαρωτικά τα νέα ωρολόγια προγράμματα του Λυκείου, καταργούν χωρίς εξηγήσεις μαθήματα προφανούς χρησιμότητας. Αν, βέβαια, πρέπει να συνδέσουμε καλά και σώνει την παιδεία με τη χρησιμοθηρία.

Η εκπαίδευση, ναι, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε και τη νομοθετούμε ανέκαθεν, είναι ένα κουτό, άτερπνο κυνήγι βαθμών: δεν διαβάζεις για να μάθεις, αλλά για να περάσεις το μάθημα, την τάξη, το γυμνάσιο. Εξού και η κυριαρχία της αποστήθισης ως μεθόδου επιτυχίας. Η παιδεία όμως αρχίζει εκεί ακριβώς όπου σταματάει η εκπαίδευση. Κι αν το σχολείο δεν είναι και τόπος παιδείας, καλλιέργειας, αγωγής (ο όρος χρησιμοποιείται εδώ με την ακριβώς αντίθετη σημασία από την παιδονομική με την οποία τη χρησιμοποιεί το κοσμιότατο υπουργείο), αν δεν σε βοηθάει να γίνεις άλλος άνθρωπος από αυτόν που προοικονομεί η τάξη σου, η καταγωγή, η οικογενειακή σου περιουσία ή παράδοση, τότε περιττεύει συνολικά. Ή τουλάχιστον περιττεύει στη δημόσια μορφή του.

Στην ουσία άλλωστε κάτι τέτοιο γίνεται. Με ποικίλους τρόπους, ήπιους ή βίαιους, το δημόσιο σχολείο αποδυναμώνεται. Υποβιβάζεται σε παραπαίδι, και σίγουρα δεν αρκούν τα λιγοστά Πρότυπα για να υποστηριχθεί ότι συμβαίνει το αντίθετο. Οι λυκειόπαιδες που περίμεναν πώς και πώς την ώρα του Σχεδίου για να δουλέψουν καθοδηγούμενοι από το ταλέντο τους, δεν περιμένουν πια. Αν μολαταύτα επιμένουν να δοκιμάσουν την τύχη τους στις πολυτεχνικές σχολές, πρέπει να πάνε σε ιδιωτικό ή να κάνουν φροντιστήριο επί τριετία. Διότι στις Πανελλαδικές θα εξεταστούν και στο Σχέδιο. Που όμως δεν θα το έχουν διδαχθεί, κι ας είναι προαπαιτούμενο. Εξοχη ιδέα.

Συν τοις άλλοις, τα νέα ωρολόγια προγράμματα αποστρατεύουν αιφνιδίως πολλούς ειδικευμένους εκπαιδευτικούς, που θα αδυνατούν πλέον να βρουν οργανική θέση. Αλλους πάλι, που βλέπουν να πετσοκόβονται οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματός τους, τους μετατρέπουν σε νομάδες, αναγκάζοντάς τους να μετακινούνται ταχύτατα από γυμνασίου εις γυμνάσιον, για να καλύπτουν το υποχρεωτικό πεντάωρο. Και δεν έχουν δυστυχώς όλες οι πόλεις μας ωραίους ποδηλατόδρομους, όπως η Αθήνα, ώστε να πηγαίνουν ποδηλατώντας από το ένα σχολείο στο άλλο, μνημονεύοντας προς αυτοπαραμυθία το του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου». 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 19.06.2020 : 20:50

Αναδημοσίευση από:https://www.kathimerini.gr/1083584/opinion/epikairothta/politikh/ti-ein-h-paideia-mas?fbclid=IwAR1sHzkNT-3F0zGfnOoo8WIx3AfrYlvFYs5kH3zHI3dnsQ3wGOXVbfqpjVE


Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Παντελής Μπουκάλας-Τη γλώσσα μας τη φτιάχνουμε ελληνική

Μουντή η φετινή εθνική επέτειος, η τελευταία πριν από τα εμβληματικά διακόσια χρόνια της Επανάστασης. Μια 25η Μαρτίου απρόθυμη να ευαγγελιστεί οτιδήποτε. Τόσο κλειστή άνοιξη, με την κατάθλιψη να απειλεί να γίνει πάνδημη, δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ. Ας επιμείνουμε ωστόσο, προς παραμυθία, στο τότε, στο ’21. Που κι αυτό, άλλωστε, απείλησε να το ξαποστείλει στον οριστικό χειμώνα, προτού καρπίσει, η εμφυλιοπολεμική κατάθλιψη.

Το τελευταίο μου σεργιάνι στα παλαιοβιβλιοπωλεία, πριν κλείσουν κι αυτά, ξανάφερε στα χέρια μου ένα βιβλίο που το ’χα διαβάσει μια φορά κι έναν καιρό, είχα μάθει από αυτό, αλλά τα ίχνη εκείνης της πρώτης έκδοσής του, εν έτει 1971, τα είχα χάσει από χρόνια. Στον τίτλο του βιβλίου συστεγάζονται δύο από τα πάθη μου: «Η γλώσσα και το Εικοσιένα». Υπότιτλος: «Λογιώτατοι, φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες, τίτλοι, αξιώματα και προσαγορεύσεις». Συγγραφέας ο Κυριάκος Σιμόπουλος, το συνολικό έργο του οποίου (ανάμεσά τους και η πολύτομη προσφορά του για τους ξένους περιηγητές στη Ελλάδα και τη συγχρονική στάση των ξένων απέναντι στην Επανάσταση) ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις «Στάχυ».

Διπλή, τι άλλο, η γλώσσα του ’21. Χονδρικά, η γλώσσα των πολεμιστών και η γλώσσα των πολιτικών. Των αγράμματων, που μιλούσαν όπως σκέφτονταν και με τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, στα απλά και στα μεγάλα, και των σπουδαγμένων, που ήθελαν να φορέσουν χλαμύδα και στα λεγόμενα των καπεταναίων. Χαρακτηριστικό είναι το εξής επεισόδιο, στην περιγραφή του Σιμόπουλου:

«Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε, λένε, περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε το γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο για μερικά τουλουμοτύρια που χρειαζόταν το στράτευμα. Ο λογιώτατος γέμισε δυο κατεβατά. Με τα πανωγράμματα, τους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. “– Ακόμα μωρέ;” τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντάς τον να πασχίζει, ιδροκοπώντας κάτω από το λύχνο. Κι όταν είδε τα κατορθώματα του γραμματικού έφριξε. Κόβει ένα κομμάτι χαρτί, μισή παλάμη, και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: “Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης”. Και το ’στειλε μ’ ένα φτεροπόδαρο παλικαρόπουλο».

Οι πολεμιστές –ο λαός– δεν είχαν λόγο καθημερινό και λόγο επίσημο, λερό και καθαρό, αυθόρμητο και επεξεργασμένο. Και στις κουβέντες τους χρησιμοποιούσαν φυσικά πολλές ξένες λέξεις, αρβανίτικες, τούρκικες, ενετικές, κατά την καταγωγή τού καθενός. Οι αιώνες της τουρκοκρατίας και της φραγκοκρατίας, καθώς και οι σχέσεις (ειρηνικές ή εμπόλεμες) με Αλβανούς/Αρβανίτες, είχαν αφήσει ευδιάκριτα ίχνη στη νεοελληνική, που προκαλούσαν την αποστροφή των λογίων, όπως βλέπουμε και στον «καθαρισμό» δημοτικών τραγουδιών. Το φετινό ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων, με θέμα «Λογοτεχνία και Επανάσταση», είναι αφιερωμένο στο 1821. Στη μικρή μου συμβολή εκεί δοκίμασα, αντιστρέφοντας τη λογική του γνωστού «μανιφέστου» του Ξενοφώντα Ζολώτα, να γράψω μια «προκήρυξη» με λέξεις που δεν «μας δόθηκαν» ελληνικές, αλλά ξένες που έγιναν ελληνικές. Τις άντλησα από απομνημονεύματα αγωνιστών και από δημοτικά τραγούδια, κυρίως κλέφτικα (το «βρας» αναπαράγεται βέβαια από τον «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου· «το βροντοφώνησαν οι ναυμάχοι του 21 κι’ ο αείμνηστος κι’ ένδοξος ναύαρχος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Ελλης» σημειώνει ο ποιητής). Αρκετές από αυτές ξεχάστηκαν πια –  όταν έλειψαν και τα πράγματα που ονομάτιζαν, είδη όπλων λ.χ. ή καραβιών. Αλλες συνεχίζουμε να τις χρησιμοποιούμε απολύτως βέβαιοι για την ιθαγένειά τους, την ελληνικότητά τους. Ιδού η εσκεμμένα τραβηγμένη «προκήρυξη»:

«Στ’ άρματα, λεβέντες. Με τα λάβαρά σας, ασλάνια. Με τα φλάμπουρά σας, σαΐνια μου. Χουγιάξτε το ορέ. Ρίξτε τις μπαταριές σας σε κάθε μαχαλά. Ν’ ακούσει κάθε φαμελιά, κάθε κονάκι, κάθε οντάς. Να συναχτούν τ’ ασκέρια. Τα μπουλούκια. Οι ταϊφάδες. Σ’ όλα τα βιλαέτια, σ’ όλους τους καζάδες. Οχι χουζούρι πια. Οχι νταραβέρια με μουρτάτες. Νισάφι οι τεμενάδες κι οι ριτζάδες. Πόσο θα γκιζεράμε στα βουνά και στα ρουμάνια, κι ώς πότε θα νταγιαντούμε και θα μπεζερίζουμε. Ως πότε πια κιουλέδες των χαραμήδων. Να κινήσουν στο σεφέρι τους τα φουσάτα όλα. Να μάθει η κονιαριά, να μάθει η Πόρτα, το Ντοβλέτι, το Ντιβάνι κι ο σουλτάνος, αγάδες, ντερβισάδες και χοτζάδες να το μάθουν, κατήδες και τσοχανταραίοι, μπουλουκμπασήσες και πασάδες, βοεβόδες και βαλήδες, τατάρηδες, μπαϊρακτάρηδες και νιζάμηδες, οι ντουβλετήδες όλοι: Κάλλιο στη χάψη να μας μπουζουριάσουν, στο μπουντρούμι, κάλλιο στη φούρκα του τζελέπη ή και στη σούβλα του, παρά να μαγαρίζονται στα χαρέμια οι γυναίκες μας, παρά ν’ αρπάζουν τα κουτσούβελά μας απ’ τη σαρμανίτσα. Κουμάντο πια θα κάνει το μιλέτι μας. Τα μπουγιουρντιά τους κι οι μουρασελέδες τους, των σκυλιών μας.

»Τα καριοφίλια σας, ασίκηδές μου. Και το κουράγιο σας. Τα ντουφέκια σας. Τις μπιστόλες σας, καπεταναίοι. Τα κουμπούρια. Τα γιαταγάνια. Πάλες και παλάσκες. Και χαντζάρια. Και το χαρμπί του ο πασαένας. Το διμισκί σπαθί του. Και το λάζο του. Και τους σουγιάδες. Τρομπόνια. Μιλιόνια. Την μπαρούτη. Τα κουρσούμια. Τα φουσέκια σας στους ντεστέδες τους. Τα κανόνια, να κρεμάσουμε τα κλειδιά μας στην μπούκα τους. Τις μπόμπες. Τα φιτίλια. Τα τόπια. “Τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια, / τα τόπια δεξιά. Βρας! / Βρας, αλβανιστί φωτιά”.

»Τη φουστανέλα. Τον ντουλαμά. Το σελάχι. Τη φέρμελη. Τα τσαρούχια. Το φέσι με τη φούντα του. Το πόσι, να σκεπάζει τον τσαμπά. Τα τσαπράζια. Καπότες κι αντεριά. Και τις μπότσες με το ρακί. Και τις μποτίλιες το κρασί, τις νταμιντζάνες. Και το τάσι, να ’χουμε στο ορδί να πίνουμε και στα γιατάκια μας. Και τους ζουρνάδες. Πίπιζες και ταμπουράδες. Νταούλια, τουμπελέκια και μπουζούκια. Ούτι και νέι και λιογκάρι. Λαούτο, κίτελι και μπαγλαμά.

»Στο φαρί σας. Στο άτι σας, μπάλιο ή ρούσο. Στα χάμουρα το νου σας. Και στη σέλα. Στο μπρίκι. Στη γαβάρα. Στη γαλιότα. Στο τσαμπέκο. Στην κορβέτα. Στη φρεγάτα. Στο μπουρλοτιέρικο. Να πάει το αίμα ώς τα μπούνια. Στο καραούλι. Στην ντάπια. Στο μετερίζι. Στις βίγλες. Στα κάστρα. Στα καστέλια. Στους γουλάδες. Στα δερβένια. Στη βάρδια μας.

»Ανοίξτε όλοι το πουγκί σας. Τον μπεζαχτά σας. Ο,τι ρουμπιέδες κι ό,τι τάλιρα, ό,τι μαχμουτιέδες και τζοβαϊρικά και γρόσια, όσα καζαντίσατε, για την πατρίδα. Για τους λουφέδες των παλικαριών. Για τον ζαϊρέ και το μεϊντάτι μας.

»Γιουρούσι. Γιούργια. Ρεσάλτο. Τέρμα οι κιοτήδες, τα τσιράκια και τα τουρκοκόπελα. Η λευτεριά το ντέρτι μας και το μεράκι μας. Και το κιβούρι μας μόνος σεβντάς και μόνο κασαβέτι μας. “Να ’ναι μακρύ, να ’ναι πλατύ, για δυο, για τρεις νομάτους. / Να στέκω ορθός” - ».

Πηγή:https://www.kathimerini.gr/1070096/opinion/epikairothta/politikh/th-glwssa-mas-th-ftiaxnoyme-ellhnikh?fbclid=IwAR3WDMTqdNphDcSjIDZnsrmu92iLHs-pZqgllolLCT4U-oNm9qFoYIVZN7I

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Παντελής Μπουκάλας-Ο Ησίοδος και το Πολυτεχνείο

Σχεδόν πάντα, η ανάγνωση της ιστορίας είναι ησιόδεια, τουλάχιστον από όσους δεν την προσεγγίζουν με επαγγελματική αυστηρότητα, αλλά επιτρέπουν στο συναίσθημα να τρυπώνει ανάμεσα στα εργαλεία τους. Το βλέπουμε αυτό σε κάθε επέτειο, ελληνική ή διεθνή· την επέτειο της Επανάστασης του 1821, λ.χ., ή κάποιας από τις επαναστάσεις της παραγωγικής Γαλλίας, 1789, 1848, 1968: Στις αναπαραστάσεις μας, όλα τα φωτεινά χρώματα αφορούν το παρελθόν (κι όσο πιο πίσω τόσο φωτεινότερο), όλα τα γκρίζα το παρόν, κι όλα τα σκοτεινά το μέλλον.
Ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε την πτωτική διαδρομή του ανθρώπινου γένους που εικονογράφησε ο Ησίοδος στο διδακτικό έπος «Εργα και Ημέραι» (να τη γνώριζε άραγε ο Φράνσις Φουκουγιάμα όταν κήρυσσε το «τέλος της ιστορίας»;), το μυθολογικό ποιητικό σχήμα ρυθμίζει τα συμπεράσματά μας και τα βαραίνει με τον πεσιμισμό του:
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε το «χρύσεον γένος μερόπων ανθρώπων», έπειτα ήρθε στη θέση του το «αργύρεον» και κατόπιν το «χάλκειον». Για να καταλήξουμε μοιραία, διαρκώς φθειρόμενοι (και παρά την προσωρινή παρεμβολή του «θείου γένους ανδρών ηρώων»), στο «σιδήρεον γένος» της παρακμής. Το ότι η ίδια η Ιστορία έχει το ελάττωμα να μη συνυπογράφει τα πορίσματα που την ακυρώνουν, και να επιμένει να μας εκπλήσσει με τα «άλματά της πάνω από τη φθορά», δεν μας ενοχλεί. Δεν μας ενδιαφέρει καν. Προσφεύγουμε έτσι στη μεταφυσική και στη θεολογία για να «εξηγήσουμε», λ.χ., την Επανάσταση του 1821, που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να συμβεί, έπειτα από τέσσερις (και κατά τόπους πέντε και παραπάνω) αιώνες σκλαβιάς, φθοράς, κατιούσας πορείας.
Και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου η επέτειος, έγραφα εδώ περίπου ένα τέταρτο του αιώνα πριν, στις 17 Νοεμβρίου 1996, σε ανάλογες πεσιμιστικές διαδρομές μάς κατευθύνει συνήθως, στην αναπαραγωγή δηλαδή του ησιόδειου μοντέλου: τότε ο ηρωισμός, τώρα η ηττοπάθεια και η μοιρολατρία· τότε η ανιδιοτέλεια, τώρα ο κυνισμός και ο αριβισμός· τότε το αίτημα της συλλογικότητας, τώρα η εγωπάθεια· τότε το δούναι, τώρα το λαβείν. Μ’ αυτή τη βίαιη τομή στον ιστορικό χρόνο όμως, που ανοίγει αυθαίρετα ένα χάσμα ανάμεσα στο Σπουδαίο Πριν και στο Ταπεινό
Τώρα, το Πολυτεχνείο, όπως και κάθε όντως εξαιρετικό συμβάν, μετατοπίζεται στα αδρανή Σύμβολα.
Ή εκτοπίζεται στην περιοχή των μύθων.
Η επιδίωξη απλή: Να σκεπαστεί κάτω από τον ηρωολογικό στόμφο ο πολιτικός πυρήνας της εξέγερσης, ώστε να φτάσει να σημαίνει κάτι το γενικώς αποδεκτό, δηλαδή κάτι το εύκολα αφομοιώσιμο, άρα και ακίνδυνο. Αυτό όμως προσβάλλει τα ειδοποιά γνωρίσματα της εξέγερσης, που δεν την έφεραν αντιμέτωπη μόνο με την «εθνοσωτήριο» χούντα και τους ασφαλίτες. Αυθόρμητη και ακηδεμόνευτη όπως ήταν, βρέθηκε απέναντι –καθαρά και ξάστερα– και στο προδικτατορικό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο στην πλειονότητά του εξάντλησε τον αντιχουντισμό του σε σποραδικές δηλώσεις, συνήθως από την ασφάλεια ξένων χωρών. Αλλά απέναντι και στους κομματικούς μηχανισμούς της διασπασμένης πια Αριστεράς, που δρούσαν στην παρανομία, υπό ποικίλα «μετωπικά» ονόματα. Και προπάντων του δογματικού ΚΚΕ, που βιάστηκε να καταγγείλει τους «προβοκάτορες» διά της έντυπης «Πανσπουδαστικής» του.
Η μετατόπιση του Πολυτεχνείου στα Σύμβολα, η απόσπασή του από το πραγματικό, υλικό πλαίσιό του και η εξώθησή του στην επικράτεια των θαυμάτων ή των παραδόξων (μια ολιγόζωη ενσφήνωση ενός ολιγάριθμου «ηρωικού γένους» ανάμεσα στα γένη της ήττας και της φθοράς), βόλευε πολλούς. Και προπάντων τους πλήρως ή μερικώς απόντες. Ολους αυτούς, δηλαδή, που ήδη με τον πρώτο επετειακό εορτασμό άρχισαν να συμπεριφέρονται ακριβώς όπως τους ζωγράφισε στα δεκάχρονα του Πολυτεχνείου, στην «Αυγή», ο πικρός σαρκασμός του Μανόλη Αναγνωστάκη:
«Φοβάμαι / τους ανθρώπους που εφτά χρόνια / έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας / “Δώστε τη χούντα στο λαό”. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που με καταλερωμένη τη φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. /
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σού ’κλειναν την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια / και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο / να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν».
Οσο κι αν φοβόμαστε τις λέξεις, στις τρεις ημέρες του Πολυτεχνείου ανατυπώθηκε ο εμφύλιος, αλλά με τη δική του ανέκδοτη μορφή και όχι σαν αντίγραφο (όπως εμφύλιος ήταν, διπλός μάλιστα, όσα συνέβησαν στην Κύπρο μετά την εισβολή του τουρκικού «Αττίλα»: ανάμεσα σε Ελλαδίτες και Κύπριους, αλλά και ανάμεσα σε δεξιούς και αριστερούς Ελληνοκύπριους). Φυσικά οι διαφορές ούτε λίγες είναι ούτε ασήμαντες: Οπλισμένη ήταν μόνο η μία πλευρά, των Ντερτιλήδων, που ήταν σάρκα από τη σάρκα της παράταξης που νίκησε στον μετακατοχικό εμφύλιο.
Η άλλη πλευρά ήταν άοπλη. «Είμαστε άοπλοι. Είμαστε άοπλοι» – αυτό θ’ ακούμε πάντα από τη φωνή του Δημήτρη Παπαχρήστου, που ήξερε βέβαια ότι διέθετε το μόνο όπλο που κανένας δεν μπορεί να σου στερήσει: τον έρωτα της ελευθερίας.
Παράδοξο ή όχι, τον θεμελιώδη πολιτικό χαρακτήρα του Πολυτεχνείου τον θυμούνται πρωτίστως, με βαθιά ενόχληση, οι κατεξοχήν αντίπαλοί του, όσοι παρέλαβαν από τους χουνταίους τη σκυτάλη της ύβρεως εναντίον του. Αυτοί πρωταγωνιστούν, δεκαετίες τώρα, στη συστηματική εκστρατεία κατασυκοφάντησής του. Αυτοί έσπευσαν πρώτοι να χλευάσουν την επέτειο σαν πανηγυράκι σουβλατζήδων, ώστε αναδρομικά να μειώσουν μέχρι μηδενισμού και τη σημασία της 17ης Νοέμβρη του 1973. Αυτοί χλευάζουν την «κεφάλα του Σβορώνου». Αυτοί αρνούνται ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι εκείνες τις μέρες: «Μύθος οι νεκροί του Πολυτεχνείου». Αυτοί διακινούν την κακοήθη φήμη ότι η εξέγερση «στήθηκε από Αμερικανούς πράκτορες». Αυτοί εμπορεύονται πολιτικά τον κατάπτυστο ισχυρισμό ότι για τον διαμελισμό της Κύπρου δεν φταίνε άλλοι από τους ελεύθερους εγκλωβισμένους του Πολυτεχνείου.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, είναι ολοφάνερη μια «ποιοτική διαφορά». Οι αρνητές του Πολυτεχνείου δεν πλασάρουν πια τη χολή τους αποκλειστικά από περιθωριακά ημίμαυρα κανάλια και από λαθρόβια κιτρινιάρικα έντυπα. Ορισμένοι από αυτούς έχουν αναρριχηθεί πλέον (τοκίζοντας πολιτικά και τη χλεύη τους κατά του Πολυτεχνείου) σε υψηλά αξιώματα. Μετατοπίστηκαν σταδιακά από την ακροδεξιά περιοχή του ιδεολογικού φάσματος (οπότε και υφυπούργευσαν ως στελέχη του ΛΑΟΣ) στη Δεξιά, και μάλιστα σε μια Δεξιά που πολύ θα ήθελε να πιστέψουν κι άλλοι –εκτός από τους υμνητές της στα Μέσα– ότι τυγχάνει Κεντροδεξιά. Κι έγιναν υπουργοί.
Και κομματικοί αντιπρόεδροι. Και μάλιστα ενός κόμματος του οποίου ηγείται ο κατά δήλωσή του νεαρότερος αντιστασιακός παγκοσμίως, αφού ήταν «πολιτικός κρατούμενος της χούντας σε ηλικία έξι μηνών». Και ο οποίος τώρα, διά του υπουργού Δημοσίας Τάξεως και Ασφαλείας, διατάζει τα ΜΑΤ να εισβάλουν στα πανεπιστήμια, με ποικίλες προφάσεις. Μα μήπως είχε δίκιο τελικά ο Ησίοδος;
Πηγή:https://www.kathimerini.gr/1052199/opinion/epikairothta/politikh/o-hsiodos-kai-to-polytexneio?fbclid=IwAR1ga1TMlY7vsw1lQuoD1NqtzwaJUjjKKXhvkWbSSw51RYBaAczA7a7SqMc#disqus_thread
Έντυπη

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Παντελής Μπουκάλας -Το μοιρολόι της φώκιας στο Αιγαίο

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 06.12.2015

Κ​​αι της στρουθοκαμήλου το φέρσιμο και του κροκόδειλου επίσης μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας, όσο προσπαθούμε να βρούμε νόημα στη συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στους πρόσφυγες που δραπετεύουν από την τζιχαντική κόλαση. Αλλά και στη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και της Τουρκίας, των κύριων παικτών στην περιοχή, που ανταγωνίζονται στο άθλιο άθλημα του φαρισαϊσμού, ενώ πρώτιστος στόχος τους παραμένει η απόσπαση γεωστρατηγικών και οικονομικών κερδών. Εχωναν το κεφάλι τους στην άμμο για πολύ καιρό, για να μη βλέπουν τα προσφυγικά κύματα, που δεν τα προκάλεσαν βέβαια οι άνεμοι, αλλά οι πόλεμοι, στην έναρξη των οποίων και στη συνέχισή τους έχουν βάλει καθοριστικά το χέρι τους όλοι τους. Κι όταν άρχισαν να παραδέχονται ότι βλέπουν τους θαλασσοπνιγμένους του Αιγαίου, της Μεσογείου όλης, που κατακάλυπταν πια την τηλεοθόνη, βάλθηκαν να συσκέπτονται, να δηλώνουν συμπόνια, να κλαίνε. Και, κρυφά, να μετρούν πιθανά κέρδη και ζημίες.

Αλλου ζωντανού εντούτοις η συμπεριφορά, θαλάσσιου και όχι χερσαίου, απεικονίζει καθαρότατα τη στάση των Μεγάλων: της φώκιας. Θα εξηγήσω το γιατί. Το «Μυρολόγι της φώκιας» είναι ένα από πιο γνωστά και τα πιο φαρμακωμένα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το κατοικεί «ο χάρος ο αχόρταστος» από την πρώτη σελίδα έως την τελευταία· δεν είναι άλλωστε πολλές, τέσσερις όλες κι όλες στην έκδοση που επιμελήθηκε ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος για τον Δόμο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς», Μάρτιο του 1908, και πρωτοανατυπώθηκε σε τόμο στα «Πασχαλινά διηγήματα» του Φέξη.

Πασχαλινό διήγημα, πάντως, δύσκολα θα το λέγαμε. Μ’ ένα «πένθιμον βαθύ μυρολόγι» ξεκινάει, που το «έμελπεν με ψίθυρον φωνήν» η φτωχή γρια-Λούκαινα αντικρίζοντας το νεκροταφείο, κατά την κάθοδό της προς τη θάλασσα, «διά να πλύνη τα μάλλινα συνδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ήρεμα εις τα κύματα». «Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς». Μ’ ένα μοιρολόι επίσης τελειώνει το διήγημα, σε μια σκηνή που περιγελάει την τυπική λογική και πιστοποιεί πόσο βαθιά ποιητής ήταν ο Σκιαθίτης: «Το μυρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών», και το οποίο «έλεγε περίπου τα εξής: Αυτή ήτον η Ακριβούλα / η εγγόνα της γρια-Λούκαινας. / Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά της... / Κι η γριά ακόμα μυρολογά / τα γεννοβόλια τα παλιά. / Σαν να ΄χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου».

Το δίστιχο για τ’ ατέλειωτα πάθια του κόσμου είναι η σφραγίδα του παπαδιαμαντικού έργου· ο άξονάς του. Το μνημονεύουμε συχνά πυκνά, ακόμα κι αν δεν καλοθυμόμαστε πού το συναντήσαμε. Η Ακριβούλα που μοιρολογεί η φώκια, η εννιάχρονη εγγονή της γρια-Λούκαινας, μαθαίνει πως η γιαγιά της έχει πάει στο γιαλό να πλύνει και ξεκινάει κρυφά να τη βρει, «διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα». Αργοπόρησε όμως ακούγοντας μαγεμένη το «φαιδρόν ποιμενικόν άσμα» που έπαιζε με τον αυλό του ένας νεαρός βοσκός, και, μες στη νύχτα πια, λάθεψε στη δική της κάθοδο προς τη θάλασσα (προς τον Αδη, τελικά), «εγλίστρησε κ’ έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ηταν τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα» (άκουγα μικρός στο αιτωλοακαρνανικό χωριό ένα «οσέγγιστα», όταν ζυγίζανε φασόλια, στάρια ή καρπούζια, «οσέγγιστα διακόσα κιλά», ένιωθα ότι σημαίνει «περίπου», αλλά ποια η φύτρα του δεν μπορούσα να καταλάβω – ώσπου το πέτυχα τυπωμένο έπειτα από χρόνια).

Κι η φώκια; «Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη από τον θορυβώδη αυλόν τού μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ’ ετέρπεπο εις τον ήχον, κ’ ελικνίζετο εις τα κύματα». Βρήκε έτσι «το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της».

Ακριβούλες, εννιάχρονες, πεντάχρονες, δεκάχρονες, είναι όλα τα παιδιά του βαριά αναγκεμένου κόσμου, από την Ασία και την Αφρική, τη Συρία, το Ιράκ, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τη Νιγηρία, την Ερυθραία, που βλέπουν και τη δική τους έξοδο στη θάλασσα να μετατρέπεται σε κάθοδο στον Αδη· θεοί ν’ ανοίγουν δρόμο μες στα νερά της θάλασσας δεν σώζονται πια. Στοιβαγμένοι οι πρόσφυγες σε παλιόβαρκες, σωστά ακάτια του Χάροντα, από τους ανελέητους πλιατσικολόγους της ανθρώπινης δυστυχίας (ύαινες πες και όρνια, για να μη μείνουν απέξω κι αυτά τα είδη του ζωικού βασιλείου), λαθεύουν στον δρόμο τους μες στη νύχτα, τσακίζονται στα βράχια, πνίγονται. Αλλά η παραλληλία δεν τελειώνει εδώ.

Πόσο βαριά είναι η φράση του Παπαδιαμάντη για τη φώκια που μοιρολογάει την Ακριβούλα «πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της» δεν το κατάλαβα όταν την πρωτοδιάβασα. Δεν ήθελα και να πιστέψω την υποψία μου. Το κλειδί της φράσης, δηλητήριο σκέτο, μου το έδωσε αργότερα ένα απόσπασμα από τα «Απομνηνομεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη, ανεξίτηλο έκτοτε. Το παραθέτω: «Η καημένη η πατρίδα αμαρτίες οπού ‘χε και γύρευε να την λευτερώσουμε εμείς οι ανθρωποφάγοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί! Κι έχομε αρετή να λευτερώσουμε πατρίδα εμείς κι αυτείνοι οπού μας κυβερνούν; Τώρα έβαλαν τον Δυσσέα σκότωσε τον Αλέξη Νούτσο, τον σεβάσμιον άρχοντα. Πόσο ψυχώνει η Τουρκιά μ’ αυτό, πόσο αδυνατίζομε εμείς! Το ίδιον και με τον Παλάσκα. Δεν είναι αληθινό οπού τον έβαλαν, τον Δυσσέα, αυτείνοι και τους σκότωσε; [...] Κλαίγει ο Κωλέτης και οι άλλοι κυβερνήται μας τον χαμόν του Αλέξη και Παλάσκα σαν την φώκια, οπού κλαίγει τον πνιμένον όσο οπού σαπίζει και κάθεται και τον τρώγει. Ετσι θα φάνε κι εμάς τους δυστυχείς».

Ετσι έφαγε η φώκια του Παπαδιαμάντη την Ακριβούλα, αφού πρώτα τη μοιρολόγησε. Ετσι ψευτομοιρολογούν σε Βρυξέλλες, Βερολίνα, Νέες Υόρκες, Λονδίνα, Μόσχες, Αγκυρες κ.ο.κ. Αφήνουν τα κοπάδια –έτσι τα βλέπουν– να πέφτουν θύματα μιας άγριας εκμετάλλευσης, να πνίγονται, να σαπίζουν, χειμώνα καιρό πια, περιμένοντας μέρες και μέρες μπροστά σε φράχτες και τείχη. Ασκούν εις βάρος τους μια τερατώδη μαζική ευγονική: όσοι αντέξουν, αυτοί θα βρουν τον παράδεισο των ψευδαισθήσεών τους. Τουλάχιστον οι φώκιες δεν λένε πως έχουν υψηλές αρχές και ιδεώδη. Αν το ‘λεγαν, όλο και κάποιος εντριβής γέρων θα μας το είχε μεταφράσει.


Πηγή: https://www.kathimerini.gr/840792/opinion/epikairothta/politikh/to-moiroloi-ths-fwkias-sto-aigaio?fbclid=IwAR04ZOFThICAXez7yG5McC_lyrG_LufAeoMgWnMXjSjoFajyUgS_LfoBcqs

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Παντελής Μπουκάλας-Αμάν πια με τους «αρχαίους ημών»...

Για σκέτη κακία πρόκειται, η οποία εντούτοις μακροημερεύει, παραδιδόμενη από γενιά σε γενιά σαν σκυτάλη αδικίας, παριστάνοντας τη μετρημένη διάγνωση που βασίζεται στην κοινή υποτίθεται εμπειρία και στον νηφάλιο έλεγχο των πραγμάτων: «Οι αρχαιολόγοι με τις ιδιοτροπίες τους ανακόπτουν μονίμως την πρόοδο του τόπου. Είναι δέκα φορές χειρότεροι από τους λυρικοβουκολικούς οικολόγους, άλλωστε είναι και πολύ παλιότεροι. Είναι οι τρισχειρότεροι. Πάσχουν από κάτι ανάμεσα σε ιδεοληψία και θρησκοληψία. Για τρεις παλιούς τάφους, και μάλιστα άνευ πλουσίων κτερισμάτων, μπορούν να παγώσουν ολόκληρο επενδυτικό πρόγραμμα, πρότζεκτ σε πιο βαρύγδουπο ιδιόλεκτο, και να κρεμάσουν αναπτυξιακά οράματα και παραγωγικά θάματα. Ζουν εκτός τόπου και χρόνου, μέσα σε φυσαλίδες αυτοαναφορικότητας, αυτάρκειας και αυταρέσκειας, χωρίς επαφή με το περιβάλλον. Με τον ρεαλισμό, με την πραγματική ζωή, έχουν τη σχέση του διαβόλου με το λιβάνι, ή του κουνουπιού με το φιδάκι».

Τέτοια κι άλλα πολύ πιο ωμά και ισοπεδωτικά ακούγονται δεκαετίες τώρα, συνιστώντας μια αφόρητη κοινοτοπία. Και μάλιστα σε μια χώρα σαν τη δική μας, που εξακολουθεί να σιτίζεται από τις αρχαιότητες, στο επίπεδο τόσο του συλλογικού φρονήματος («όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες...») όσο και –κυρίως– του βαλαντίου, προσωπικού, οικογενειακού και εθνικού. Εντάξει, για αρκετούς ξένους το ελληνικό δέλεαρ συνεχίζουν να το συμπυκνώνουν τα γνωστά S (Sun, Sea, Sand, Sky). Δίχως όμως τα ανεξίτηλα αποτυπώματα της Ιστορίας στο σώμα του τόπου, τον Παρθενώνα, την Ολυμπία, τις Μυκήνες, την Κνωσό, τη Βεργίνα, τον Μυστρά, τα όνειρα των περιπόθητων τουριστικών ρεκόρ θα ήταν απλώς άπιαστα.

Τα «πορίσματα» της σαρωτικής απαξίωσης και της περιφρόνησης για έναν ολόκληρο επιστημονικό κλάδο τα εξαπολύουν πολλοί και διάφοροι, με ποικίλες αφορμές και για λόγους που συχνά δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με όσα λέγονται δημοσίως και υψηλότονα. Η αρχαιολογική εργασία, σε κάθε της πτυχή, συνδέεται στενότατα με την εθνική μας αυτογνωσία. Με την ίδια την αναπαραστατική εικόνα που σχηματίζουμε για το πρώτο πληθυντικό μας πρόσωπο, το περίφημο «εμείς», όσον αφορά την προϊστορία μας, τη σημερινή παρουσία μας και την προβολή μας στο μέλλον. Και μολαταύτα η αρχαιολογία αντιμετωπίζεται σαν αναχρονιστικό ανάχωμα· σαν ένας χώρος εμμονών που τάχα καθυστερεί την εξέλιξή μας.

Τα αναθέματα εναντίον των αρχαιολόγων τα εξαπολύουν πρώτα πρώτα πολιτικοί: οι αυτοθαυμαζόμενοι ως ρεαλιστές, καθώς και όσοι έχουν πελατεία να ικανοποιήσουν στην περιφέρειά τους (εδώ ολόκληρος ναός του Επικούριου Απόλλωνα μετακόμισε στον νομό Μεσσηνίας, επί υπουργίας Πολιτισμού του Αντώνη Σαμαρά, στην τάδε παράγραφο του δείνα άρθρου του χι νόμου θα κολλήσουμε;). Και βέβαια τα εξαπολύουν όσοι εκ των πολιτικών δυσανασχετούν όταν οι αρχαιολόγοι δεν σπεύδουν να συμπράξουν απαξάπαντες στην κατασκευή είτε ανασκαφικών θρύλων (συνήθως μεγαλεξανδρινού περιεχομένου) είτε «ορθών» εθνικών αφηγημάτων. Οταν η αρχαιολογία δεν πελεκάει άγρια την επιστημοσύνη της, ώστε να καταντήσει υποτελής πολιτικών ή πολιτικάντικων σκοπιμοτήτων, κι όταν ανθίσταται βάσει επιχειρημάτων και δεν δίνει την ενυπόγραφη άδειά της να χτιστούν μεγαθήρια δίπλα ή πάνω σε αρχαία, «για να βοηθηθούν ο τουρισμός και η χώρα», τότε γίνεται στόχος χολερικών επικρίσεων: «Για πέντε πέτρες υποσκάπτουν την προκοπή του τόπου». Οι αντίστοιχοι μύδροι για τους περιβαλλοντολόγους γράφουν πάνω τους «για πέντε κορμοράνους» ή «για πέντε καρέτες καρέτες».

Τα βέλη κατά των «αντιαναπτυξιακών και αντιπαραγωγικών» αρχαιολόγων τα εκτοξεύουν επίσης φιλοπρόοδοι εργολάβοι, επενδυτές εντός ή εκτός εισαγωγικών, μικροί ή μεγάλοι γαιοκτήμονες που έχουν κατιτίς το αναπτυξιακόν κατά νουν και βλέπουν εμπόδια στα όνειρά τους. Εκ των δημοσιογράφων, τους αρχαιολόγους, τους «εμμονικούς και κωλυσιεργούς» εννοείται, όχι τους ευπροσάρμοστους και τους ευπειθείς (υπάρχουν και τέτοιοι, πώς αλλιώς, οι φιλοδοξίες δεν είναι αποκλειστικότητα κάποιου κλάδου), τους επικρίνουν με στερεοτυπική δριμύτητα όσοι τάσσουν τον ξερολισμό τους στην υπηρεσία της «γραμμής», όπως την αποφασίζουν άλλοι και τους τη δίνουν έτοιμη, για να της προσθέσουν καλολογικά στοιχεία.

Για τους αρχαιολόγους, για όσους κάνουν τίμια, ελεύθερα και παθιασμένα τη δουλειά τους, δηλαδή για τη συντριπτική πλειονότητα, και όχι για όσους καριερίστες που νοιάζονται πρωτίστως να γράψουν κάποια κεφάλαια «εθνικών αφηγημάτων» φουσκώνοντας, νοθεύοντας ή αποσιωπώντας στοιχεία, ένα κομμάτι ύφασμα ή πέντε σπόροι είναι ευρήματα εξίσου σπουδαία και χρήσιμα με ένα όμορφο άγαλμα που θα δώσει στον κύριο υπουργό μια ωραία ευκαιρία να καλέσει τα κανάλια σε έκτακτη συνέντευξη. Για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, ή για να κάνουν τις προτάσεις τους όταν κάποια αρχαία υποτίθεται ότι βραχυκυκλώνουν την πρόοδο και την ανάπτυξη, θέλουν τον χρόνο τους. Για να ερευνήσουν, να μελετήσουν, να κρίνουν και να συγκρίνουν.

Η ίδια η συνέπεια στις αρχές της δουλειάς τους, όμως, τους εκθέτει στις λοιδορίες των κατεπειγομένων, που διαθέτουν ρωμαλέα «πολιτική βούληση», αδιάφορη για επιστημονικές λεπτομέρειες και λοιπά χρονοβόρα. Αυτό συμβαίνει και τώρα με τη μικρή «βυζαντινή Πομπηία», όπως με μάλλον αχρείαστη υπερβολή αποκαλούνται τα ευρήματα του σταθμού «Βενιζέλου», στο ταλαιπωρημένο μετρό της Θεσσαλονίκης. Με πρόταση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, τη σύμφωνη γνώμη σχεδόν όλων των φορέων της πόλης και χωρίς αντιδράσεις από την ανάδοχο εταιρεία, είχε επιλεγεί να μείνει στη θέση του το μνημειακό σύνολο, τα 84 μέτρα της πρωτοβυζαντινής Εγνατίας, σαν ανοιχτό μουσείο μύησης στα Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια, που θα το ζήλευε και η Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι άραγε ένα σχολείο μνήμης και ομορφιάς τα εκθέματα που στεγάζει ο σταθμός του μετρό στο Μοναστηράκι, μαζί με ένα τμήμα της κοίτης του Ηριδανού;

Μολαταύτα, στην πρόσφατη επίσημη ομιλία του στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός αιφνιδίασε τους πάντες, αποκηρύσσοντας τη διατήρηση κατά χώραν και ανακοινώνοντας την επιστροφή στην απορριφθείσα μέθοδο της απόσπασης και επανατοποθέτησης, η οποία και σε χρόνο θα κοστίσει και σε χρήμα.

Και επιπλέον θα εκθέσει σε σοβαρούς κινδύνους τις αρχαιότητες. Τόσο εύκολο είναι άραγε να διαλυθεί όχι ένα μνημείο, αλλά ένα τοπίο ολόκληρο, να μετακινηθεί και έπειτα να μεταφερθεί και πάλι στον τόπο όπου βρέθηκε, και όχι απλώς να επανατοποθετηθεί αλλά στην ουσία να ανακατασκευαστεί; Πόσο το σκέφτηκε ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης πριν καταλήξει στη λύση αυτή, άγνωστο. Γνωστό είναι ότι δεν συσκέφτηκε με κανέναν από τους εμπλεκομένους. Οι υφιστάμενοί του πάντως τον χειροκρότησαν ενθουσιωδώς. Λογικό. Οι κάμερες γράφουν, οι κομματάρχες και οι οπαδοί ελέγχουν. Αλλωστε, με τον ίδιο αυθόρμητο ενθουσιασμό θα τον χειροκροτούσαν κι αν έλεγε τα ακριβώς αντίθετα. Ετσι συνηθίζεται.