Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Παντελής Μπουκάλας - H αρχαία ελληνική γλώσσα και η ιστορία της

 Σπουδών – Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 256.

«Αντώνις Λόνγκος Νειλούτι τη μητρί πλίστα χαίρειν, και διά παντός εύχομαί σε υγιαίνειν. Το προσκύνημά σου ποιώ κατ΄ αικάστην ημαίραν παρά τω κυρίω Σεράπειδει. Γεινώσκειν σαι θέλων ότι ουχ ήλπιζον ότι αναβένις εις την μητρόπολιν· χάριν τούτου ουδ΄ εγό εισήλθα εις την πόλιν. Αιδυσοπούμην δε ελθείν εις Καρανίδαν, ότι σαπρώς παιριπατώ. Αίγραψά σοι ότι γυμνός ειμεί.»

 Σ΄ έναν δάσκαλο, κείμενα τόσο ανορθόγραφα όπως αυτό προκαλούν ταραχή και απελπισία. Για έναν διορθωτή, μπορεί και να σταθούν αφορμή να αλλάξει δουλειά μπαϊλντισμένος. Για έναν γλωσσσολόγο όμως, για έναν ιστορικό της γλώσσας, οι ανορθογραφίες αυτές είναι θησαυρός, γιατί, αναζητώντας τη λογική και την ερμηνεία τους, εντάσσοντάς τες στο χρόνο και το χώρο τους, μπορεί να κατανοήσει πώς αλλάζει μια γλώσσα, πού την οδηγούν οι χρήστες της, ποια «λιθάρια» σέρνει κάθε φορά το μεγάλο ποτάμι, για να τα λειάνει ή να τα απορρίψει στις εκβολές του.

Λάθη με… νόημα

Τα λάθη δεν είναι ποτέ δίχως νόημα, κι αυτό δεν ισχύει μόνο στην ψυχανάλυση. Σ’ αυτήν τη λαθοβριθή επιστολή, λοιπόν, γραμμένη τον 2ο αιώνα μ.Χ. από κάποιον «άσωτο υιό» από την Αλεξάνδρεια, το έμπειρο μάτι εντοπίζει, και εξηγεί, τις μεταβολές που υφίσταται η ορθογραφία όχι μόνο και μόνο λόγω αγραμματοσύνης αλλά και επειδή, εν τω μεταξύ, πήρε ν΄ αλλάζει η προφορά και να χάνεται ο μουσικός τονισμός των αρχαίων ελληνικών. «Οι αλλαγές στην προφορά φαίνονται στα ορθογραφικά λάθη που κάνει ο επιστολογράφος, π.χ. «σαι» αντί «σε», «ημαίραν» αντί «ημέραν», που δείχνουν ότι τα «αι» και «ε» προφέρονταν πια με τον ίδιο τρόπο· «πλίστα» αντί «πλείστα», «αναβένις» αντί «αναβαίνεις», που δείχνουν ότι τα «ι» και «ει» προφέρονταν επίσης με όμοιο τρόπο· το ίδιο συμβαίνει και με τα «ο» και «ω»: βλ. «εγό» αντί «εγώ» και ίσως «σαπρώς» αντί «σαπρός»» σημειώνει ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, στη νέα «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», που εκδόθηκε πρόσφατα, λίγους μήνες μετά τον αδόκητο χαμό του, σαν μεταθανάτιο δώρο.

Ως καθηγητής της γλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντής του Τμήματος Γλωσσολογίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ο Α.-Φ. Χριστίδης (γεν. στη Θεσσαλονίκη το 1946) είχε επιμεληθεί την εντυπωσιακή «Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα», αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας, που εκδόθηκε το 2001 από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Με την τωρινή, παιδαγωγικής σκόπευσης «Ιστορία» του, που διατηρεί την επιστημονική της αυστηρότητα παρότι απευθύνεται κατ΄ αρχήν σε διαφορετικό κοινό, σε μαθητές δηλαδή, εγκαινιάστηκε η δημοσίευση από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του πιλοτικού προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιολογία στη Μέση Εκπαίδευση» το οποίο εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαδευτικής Ερευνας, με συντονιστή τον Δ. N. Μαρωνίτη. Οι άλλοι τόμοι που θα ολοκληρώσουν τη σειρά είναι: «H Ρώμη και ο κόσμος της» του Θ. Παπαγγελή, «Αρχαία ελληνική γραμματολογία» του Φάνη Κακριδή, «Αρχαία ελληνική φιλοσοφία» του B. Κάλφα και του Γ. Ζωγραφίδη, και «Αρχαϊκή επική ποίηση» του Δ. N. Μαρωνίτη και του Λ. Πόλκα.

Χωρίς επιστημονικές αβαρίες λοιπόν αλλά και χωρίς το παραμικρό ιδεολογικό σκόντο, ο Α.-Φ. Χριστίδης επέλεξε για τη συνοπτική «Ιστορία» του έναν αφηγηματικό τρόπο που διασώζει αρκετά από τα γνωρίσματα της προφορτικότητας και της συνομιλίας. Με το επανερχόμενο «ακούστε τώρα…» ή με το επίσης επανερχόμενο, μαιευτικού χαρακτήρα «πώς το ξέρουμε αυτό;», είναι σαν να λέει το παραμύθι της γλώσσας, την ιστορία της δηλαδή, προεντάσσοντας στην εξιστόρησή του τις πιθανότατες απορίες των μαθητών-αναγνωστών. Επιτυγχάνοντας μια συναρπαστική απλότητα, ξετυλίγει μεθοδικά το νήμα με δώδεκα σταθμούς-κεφάλαια. Αρκούν ίσως οι τίτλοι τους για να αποκαλύψουν το συνολικό πεδίο του εγχειριδίου, στο οποίο ανήκει και η νέα ελληνική, όσο κι αν δεν καταγράφεται στον τίτλο του βιβλίου: «Τα μυστικά της γλώσσας», «Οι ήχοι της γλώσσας», «Τα μυστικά της γραφής», «Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα», «H ελληνική γλώσσα και το αλφάβητο», «Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά», «H αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία ελληνική γλώσσα», «Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», «H συνάντηση της αρχαίας ελληνικής με άλλες γλώσσες», «Πώς άλλαξε η αρχαία ελληνική γλώσσα», «Αττικισμός: η “καλή” και η “κακή” γλώσσα», «Προς τα νέα ελληνικά». H εξιστόρηση συμπληρώνεται με ασκήσεις, εικονογράφηση, δείγματα κειμένων και βιβλιογραφίες.

Απαντώντας στους μαθητές-αναγνώστες του ο συγγραφέας, γλωσσολόγος που δεν οχυρώθηκε ποτέ σε κάποια επιστημονική ουδετερότητα, απαντά και ελέγχει και ορισμένους από τους ιδεολογικής ή και ιδεοληπτικής κοπής μύθους που συνοδεύουν χρόνια πολλά τώρα τις αναφορές στη γλώσσα. Μύθος πρώτος, η παρθενογένεση της αρχαίας ελληνικής ή η δημιουργία της απευθείας από τους θεούς (εξού και η διαβόητη «κρυμμένη αριθμοσοφία» της), οι διακινητές του οποίου καταλήγουν να αναιρούν προπετώς την άποψη που είχαν για τη γλώσσα τους και το αλφάβητό της οι ίδιοι οι αρχαίοι Ελληνες.

Προϊόντα δανεισμού

Ουδόλως υποτιμάται η αρχαία ελληνική αν αποδεχτούμε αυτό που μαρτυρεί η ιστορία και αφηγούνται με τη δική τους γοητευτική σαφήνεια οι μύθοι (ο μύθος του Κάδμου λόγου χάρη), ότι τα γράμματά της, τα σύμφωνα, τα δανείστηκε από τους Φοίνικες (με τη σειρά τους οι Ετρούσκοι κι αργότερα οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ελληνες το αλφάβητο για να γράψουν τη γλώσσα τους). Ουδόλως υποτιμάται επίσης αν αποδεχτούμε ότι, όπως κάθε γλώσσα που μετέχει σε ένα αέναο και ασύνορο δούναι και λαβείν, δανείστηκε ξένες λέξεις. Κι όπως σήμερα δεν ενοχλούμαστε (ή δεν το ξέρουμε καν) από το ότι η λέξη «λουλούδι» έχει αλβανική καταγωγή, έτσι και οι αρχαίοι δεν ενοχλούνταν (ή δεν τον ήξεραν καν όλοι τους) από το ότι το «ρόδον» ήταν πιθανότατα περσικής προελεύσεως. «Το 40% περίπου του λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής είνιαι προϊόν δανεισμού» σημειώνει ο συγγραφέας, και συνεχίζει: ««Καθαρές» γλώσσες δεν υπάρχουν, γιατί οι λαοί και κι οι πολιτισμοί δεν ζουν σε γυάλες αλλά σε συνεχή επαφή, εχθρική ή φιλική, μεταξύ τους».

Δεν χαλάνε οι γλώσσες

Με αυτά κατά νουν, ο συγγραφέας ξηλώνει συστηματικά ένα άλλο μύθευμα, που συχνά οδηγεί σε θρηνωδίες: το μύθευμα που ταυτίζει ανιστόρητα την αλλαγή μιας γλώσσας με την αλλοίωσή της, τη φθορά της. «Οι γλώσσες αλλάζουν, δεν χαλάνε», λέει και ξαναλέει ο Τάσος Χριστίδης, και η επιμονή του αυτή, όσο και τα επιστημονικά τεκμήρια που τη στοιχειοθετούν, αντιτίθεται στην επιμονή μοιρολογίστρας όσων ανακοινώνουν κάθε τόσο το θάνατο μιας γλώσσας, της νέας ελληνικής, που ωστόσο τη μιλούν και τη γράφουν εκατομμύρια άνθρωποι, ανάμεσά τους και πολλοί νέοι χρήστες, μη Ελληνες.

Ιστορώντας το πώς διάβαζαν οι αρχαίοι Ελληνες (όχι σιωπηλά αλλά «φωναχτά»), ο συγγραφέας θυμίζει και τα εξής: « [Οι αρχαίοι] χρησιμοποιούσαν επίσης για την ανάγνωση (το διάβασμα) και το ρήμα «νέμω», που σημαίνει «διανέμω, μοιράζω». Αυτό δεν είναι τυχαίο. Υπονοεί ότι η πληροφορία, η γνώση που κερδίζεται από την ανάγνωση, δεν αφορά μόνο τον αναγνώστη αλλά μοιράζεται και στους άλλους». Αυτήν ακριβώς τη δημοκρατία της πληροφόρησης, τη δημοκρατία της γνώσης, υπηρετεί το τελευταίο έργο του Τάσου Χριστίδη.

Α.-Φ. Χριστίδης: «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας». Συνεργάστηκε η Μαρία Θεοδωροπούλου. Πρόλογος: Δ. N. Μαρωνίτης. Ινστιτούτο Νεοελληνικών

Πηγή:https://www.kathimerini.gr/culture/217006/h-archaia-elliniki-glossa-kai-i-istoria-tis/?fbclid=IwAR1i6tzzzbA9lX3acvmDGQ_B6Dnrz9lTc13XzyaJ8LzVIrkMuw0jzN7uwQQ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου