Τα μοιρολόγια σωπάσανε και τίποτα δεν απομένει. Τα πήρεν όλα ο άνεμος και το σκοτάδι· ο άνεμος, που φυσομανάει λυσσασμένα, και το σκοτάδι, που πήχτωσε σαν πίσσα. Η Γης ολάκερη μίκρυνε, μαζεύτηκε — λίγα μέτρα, ένα τάφος. Είναι ο Τάφος, που θα κλείσει για πάντα μέσα του τα περασμένα, θεούς κι ανθρώπους. Πλάι του ένας ελαφρός φωσφορισμός τρεμουλιάζει, χάνεται και πάλι ξαναφαίνεται, ώσπου δένει σιγά σιγά και γίνεται ένα κατάγυμνο γυναίκειο σώμα. Είναι η Αριστέα, που τανυέται, καμαρώνει, σειέται και λυγιέται — και γελάει κατάμουτρα στη Φοβέρα, που τηνε περιζώνει. Και τραγουδάει… |
· |
Η ΑΡΙΣΤΕΑ Δυο στηθολέιμονα ζεστάκορφώνουν ίσα και μπροστάγια μένα και για τον καθένα.Αν μου τ’ αγγίξουν ετσιδά,5η μέσα πλάση μου πηδά,η μέσα λάσπη μου παρθένα. Μερί και γάμπα μου χυτάσε μάτια ορθάνοιχτα μπροστάάξαφνο θάμπωμα τα γδύνω10κι ολώνε κόβεται η μιλιά,μα τραγουδάνε τα πουλιά,όντας τα δείχνω και τα δίνω. Τ’ αφάλι ετούτο σε κοιλιάπολλά κρουστή (με την ελιά15μισοκρυμμένη εδώ στο πλάγιμέσα σε κλείδωση βαθιά,κανάλι ερώτων και φωτιά)σα μάτι στέκει και φυλάγει. Κι αυτός ο σκοτεινός ανθός,20ο σκοτεινότερος βυθόςσ’ όλα τα σκότη και τα βάθη,ωσάν το θάνατο χτυπάόποιονε θέλει κι αγαπάκοντά πολύ ναν τονε μάθει. 25Ήταν η πρώτη μου φοράκι ήταν η πρώτη μου χαρά—τα κλάματά μου έχουν στεγνώσει…Τώρα πια δέσανε οι ανθοίκι είναι γλυκότερ’ οι βυθοί,30πιότερ’ η τέχνη μου κι η γνώση. |
(Πέφτει σε συλλογή. Ύστερα ξαφνικά πετιέται απάνου κι αρχίζει να χορεύει). |
Καθώς χτυπώ τα παλαμάκιακαι συχνοκρούω τα πασουμάκια,ξοπίσου το κεφάλι γέρνωκαι τα μαλλιά μου έχουν θυμώσει35κι έχουν τη φτέρνα μου ανταμώσει—σα φλόγα στο χαλί τα σέρνω. Και τα ματάκια μου τα δυοτης μαριολιάς και τω’ χαδιώ,απ’ την αγρύπνια γυαλωμένα,40βαριά μολύβι μού σφαλνούνκαι με πονάνε, με πονούν—αχ! μάτια, δύναμή μου, εμένα! Και νά τα γέλια μου σπαθίκι ο λαβωμένος τα ποθεί45ναν τονε σφάζουν ώς τα κόκαλα·στα βάθη του τα σκοτεινάτα γέλια αυτά μου τα βραχνάλαμποκοπούν αγνά και λιόκαλλα! Απ’ την αφράτη μου κοιλιά50περνάν αμάξια με βιολιά,προσκυνητάδες καραβάνιακι όσο να πέφτω, να γερνώ,τόσο καλύτερη ξυπνώσε νιάτα και σε περηφάνια. |
(Η Αριστέα σταματάει το χορό της και στρογγυλοκάθεται χάμου λαχανιάζοντας. Άξαφνα παρουσιάζεται μπροστά της κωλοπηδώντας μια μαϊμού. Φοράει κίτρινη σκουφίτσα, γαλάζιο μπασμαδένιο φουστανάκι — κι ας είναι σερνική. Στο ’να χέρι βαστάει μια χάρτινη ομπρελίτσα και στ’ άλλο ένα στρογγυλό καθρεφτάκι της δεκάρας. Από τη μέση της σούρνεται μια σιδερένια αλυσιδίτσα. Αφού κοιτάξει κάμποση ώρα σαστισμένα τη γυμνή Αριστέα αρχίζει να κάνει λογής λογής κωμικές γκριμάτσες, σα να δάγκωσε λεμόνι). |
Η ΜΑΪΜΟΥ |
(προσκυνώντας) |
55Μάρκο με λένε, Μάρκος είμαι,ρώτα, σα θες, και τον παπάκαι σαν εμέ, το λυγιστή με,δε βρίσκετ’ άλλος εδεπά. |
(κοιτάζεται μέσα στο καθρεφτάκι της) |
Στο καθρεφτάκι μου καλούδα,60μαύρη μου, φαίνεσαι, μουσούδα.Με μια δεκάρα μοναχήγίνεται λεύτερ’ η ψυχή. Χρυσή κορόνα στο κεφάλι,και κόκκινη στον πισινό,65πράσινη ομπρέλα στη μασχάλη,Αφέντρα μου σε προσκυνώ. Κάνω μια τούμπα και τσιρίζωμες στον αγέρ’ αγερικό,πηδώ, σκαλώνω, τριγυρίζω —70παντού μυρίζω θηλυκό. Κάθε στιγμή, κάθε λεφτότην αλυσίδα μου δαγκάνω.Λίγη Κατίγκω, δε βαστώ,γιατί πολύ κακό θα κάνω! Η ΑΡΙΣΤΕΑ 75Καλό μου συ, που να σε πιωμέσα στις φούχτες μου τις δυοσαν πετιμέζι και σιρόπι.Στην αγκαλιά μου τη ζεστήστερνό να σ’ έσφιγγα εραστή—80σιχάθηκα ούλοι τις ανθρώποι! Η ΜΑΪΜΟΥ Από τον άσπρο σου λαιμόμε την ουρά μου πολεμώνα κρεμαστώ και να τανύσωτη ρίζα σου να χουχουνίσω. |
(Κοιτάζονται κι οι δυο τους στα μάτια, χωρίς να σαλεύουν. Λίγο λίγο φεύγει ο τόπος κι ο χρόνος κι η Αριστέα χάνει την ανθρώπινη μορφή της. Εξαϋλώνεται. Γίνεται Σύμβολο κι Ιδέα. Έτσι θα εξαϋλωθεί τρεις φορές. Ολόγυρά της ανοίγεται σα βεντάλια ένα φως χρυσογάλαζο. Πνέματα φτερωτά, ζωσμένα με τριαντάφυλλα, πετούνε, τραγουδούνε και παίζουνε μαντολίνα, άρπες και φλάουτα). |
ΠΡΩΤΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ |
(με το χέρι στο στήθος) |
85Η Πολιτεία των αφεντάδων,το Δίκιο των αδικητάδων!Έχω τον πόλεμο θεμέλιοκαι δύναμή μου την κλεψά.Έχω το ψέμα για βαγγέλιο90κι όποιος το πίνει πιο διψά. Ανήξερο κι αθώο, πριχούν’ ανοίξεις, μάτι του φτωχού,ξέρω το φως σου ναν το πάρωκι είτε πονάς είτε πεινάς,95σε κάνω και με προσκυνάςσωτήρα εμένα και το Χάρο. Τα θύματά μου αραδιαστάστο Μακελειό τραβώ μπροστά,μπροστά ζουρνάδες και μπαϊράκια,100στα κούτελά τους θα χαρείςάνθη, κορδέλες και βαράκια—σάμπως αρνάκια της Λαμπρής. Μα νά! οι εμπόροι της Σφαγήςμένουνε πίσω μου κρυμμένοι.105Δικά τους θάλασσα και γης,δικοί τους όλ’ οι σκοτωμένοι.Και τους παχαίνω με καλόμια πιθαμή τον αφαλό. Η πρώτη εγώ, στα τελευταία,110είμαι δικιά τους Αριστέακι αυτοί ’ναι η γνώμη μου κι ο νους!Εγώ πλερώνω τις χαρές τουςκι όσα βουτάω από τους ρέστουςόλα τα δίνω σ’ αυτουνούς. Η ΜΑΪΜΟΥ 115Εσένα θέλω κι αγαπώ.Γιά ιδές με πώς φτερνοκοπώ!Στο γόνα σου να γείρω αγάλινα σου ψειρίσω τη μασκάλη. Για σένα γω, για σένα γω120τρέχω στη μάχη να σφαγώ…Μα όντας το κάλλιο σου παιδίσε γνώση, πονηριά κι ειδή (έχω σαγόνια πιο γεράκι έχω μακρύτερην ουρά)125δίκιο δεν είναι να σφαγώ!μα να με κάνεις αρχηγό! Και σα γεμίσουν όλ’ οι τόποιτάφους ηρώων, θεϊκές τιμές,και λιγοστέψουνε οι ανθρώποι,130θε να περσέψουν οι μαϊμές. |
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ |
(άλλη μορφή, άλλη φωνή) |
Μες στα χρυσάφια καμαρώνωκαι σε θυμιάματα καπνό.Είμαι η Θρησκεία που φανερώνωτη θέληση των ουρανώ135και σβήνω κάθε πεθυμιάγια τον απάνου το ντουνιά. Με κάθε τρόπο πίσημο κι αργότους μακελάρηδες βλογώκαι που το θάνατο αρνηθεί140και δικαιοσύνη τάχα θέλει,ρίχνω σε τάρταρο βαθύδίχως αρχή και δίχως τέλη. Η ΜΑΪΜΟΥ Οπού το σώμα του ξεχνάμάιδε διψά, μάιδε πεινά145και λεύτερα ψηλώνει ο νους,ψηλότερ’ απ’ τους ουρανούς. Και γλέπει οράματα μεγάλα,μεγάλα οράματα σωμού,σε κάθε σύννεφο καβάλα150και μιαν αθάνατη μαϊμού. Ανοίχτε δρόμο να περάσω,νά με κι εγώ ντυμένη ράσο.Τ’ αφάλι μου σταυροκοπώτο λιβανίζω, τ’ αγαπώ. |
ΤΡΙΤΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ |
(άλλη μορφή, άλλη φωνή) |
155Εγώ ’μαι η Τέχνη, που νικώτην ύλη με το ιδανικό.Αφού ξεσκίστηκα βαθιάκι αφού ξεσκίστηκα παντού,ναζάρα και καμωματού160θα κάνω το κορίτσι πια. Εγώ ’μαι η Τέχνη των Τεχνώ,(Θεός και Πατρίδα το ψαχνό!)που τραγουδάω και διαφεντεύωκάθετι σάπιο και που ζέχνει,165χωρίς καθόλου να πιστεύω,γι’ αυτό ’μαι των Τεχνών η Τέχνη! Αριστοκράτισσα ζωή,των υπερκόσμιων ακοή,αιώνια, απόλυτη, σπουδαία.170Ψυχή δεν έχω και ζητώσε κάθε τάφον ανοιχτόκαμιά σκουληκιασμέν’ ιδέα. Είμαι του Πνέματος ιέρειαμε πνέμ’ ακάθαρτο και χέρια,175λόγια μεγάλα και παχιά.Στα σύννεφα σε μετωρίζωκι αεροβασίλεια σού χαρίζω,λαέ, δεμένε με τριχιά. Με τη Θρησκεία και την Πατρίδα180την ίδια απλώνουμεν αρίδα,τον ίδιον έχουμε σκοπό.Κερνούμε το λαό χασίσι,όνειρα, ψέματα και μίση—δε ντρέπονται για να ντραπώ. Η ΜΑΪΜΟΥ |
(λιγωμένη) |
185Να σε κοιτώ και να σ’ ακώ,τρέχει το σάλιο μου γλυκό.Μα τώρα πιο πολύ μ’ αρέσειςμε τα κουνήματα της μέσης. Όλη τσιτσίδι, πίσω μπρος,190κάνεις ανείπωτα τσαλίμια.Ποτές δεν είχεν ο χορόςέτσι ταιριάξει με τη γύμνια. Με το μελάνι μου, σουπιά,θολώνω τα νερά και κόβω.195Έχω για σένα αδιαντροπιά,για την αλήθεια οργή και φόβο. Η ΑΡΙΣΤΕΑ |
(Και με τις τρεις μορφές της μαζί. Τρισυπόστατη) |
Καλά να ζεις, καλά να ζωμια θέισσα αντάμα μ’ ένα ζο.Στην Κιβωτό του Μυστηρίου200μαζί με σένα να κλειστώ,μέσα στην άγια Κιβωτότης Πολιτείας και του Κυρίου. Η ΜΑΪΜΟΥ |
(κι αυτή τρισυπόστατη) |
Για σένα ντύθηκα φουστάνι,κάνω ό,τι θες, μονάχα φτάνει205να ’χω ταγίνι ταχτικό,να με φυλάς κι από κακό. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου